ΡΑΣΗ: 1 ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΟΥ ΓΗΡΑΝΣΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ, ΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΓΕΝΗ ΤΟΜΕΑ ράση 1: Μελέτη ανάλυσης της υφιστάµενης κατάστασης στον τοµέα της διαχείρισης της ηλικιακής διάρθρωσης του ανθρωπίνου δυναµικού ΤΙΤΛΟΣ: στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τοµέα. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΡΑ ΟΤΕΟΥ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΦΟΡΕΑΣ: ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ : ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ: «Ποσοτική διερεύνηση της θέσης των ηλικιωµένων εργαζοµένων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα : εξελίξεις και προοπτικές» ΙΝΕ / ΓΣΕΕ ΜΠΑΓΚΑΒΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ (Επ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστηµίου) ΜΠΑΓΚΑΒΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ (Επ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστηµίου) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: Μάρτιος 2006 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγή... 3 2. Η διάσταση των ηλικιών στην ένταξη των ατόµων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα µε έµφαση στα άτοµα υψηλότερης ηλικίας... 7 2.1 Οι διαχρονικές µεταβολές αναφορικά µε τον πληθυσµό, το εργατικό δυναµικό την απασχόληση και την ανεργία στην Ελλάδα... 7 2.2 Η διάσταση του φύλου στις παρατηρούµενες µεταβολές... 9 2.3 Η διάσταση των ηλικιών στον πληθυσµό των ατόµων υψηλότερης ηλικίας... 11 2.4 Άτοµα υψηλότερης ηλικίας και συνολικός πληθυσµός σε ηλικία εργασίας... 13 2.5 Πληθυσµός, συµµετοχή στην αγορά εργασίας και εργατικό δυναµικό... 14 2.6 Η εξέλιξη της απασχόλησης κατά τοµέα και κλάδο... 17 2.7 Η εξέλιξη της απασχόλησης κατά τοµέα και θέση στην απασχόληση... 20 2.8 Οι σηµαντικές εξελίξεις αναφορικά µε το µορφωτικό επίπεδο του πληθυσµού... 23 3. Η παρουσία των ατόµων υψηλότερης ηλικίας στην αγορά εργασίας υπό το πρίσµα των προοπτικών εξέλιξης του πληθυσµού σε ηλικία εργασίας... 26 3.1 Τα βασικά χαρακτηριστικά των δηµογραφικών προοπτικών... 26 3.2 Αλλαγές στην κατά ηλικία δοµή του πληθυσµού, απασχόληση των ατόµων υψηλότερης ηλικίας και συνολική απασχόληση από την πλευρά της προσφοράς... 30 3.2.1 Απασχόληση των ατόµων υψηλότερης ηλικίας και συνολικά ποσοστά απασχόλησης.. 33 3.2.2 Απασχόληση των ατόµων υψηλότερης ηλικίας και µέγεθος της συνολικής απασχόλησης από την πλευρά της προσφοράς... 37 3.3 Αύξηση των ποσοστών απασχόλησης και εξέλιξη της µέγιστης απασχόλησης από την πλευρά της προσφοράς... 40 3.3.1 Άτοµα υψηλότερης ηλικίας και αποθέµατα αύξησης της απασχόλησης από την πλευρά της προσφοράς... 40 3.3.2 Αύξηση των ποσοστών απασχόλησης: η διάσταση του φύλου και της ηλικίας... 43 4. Συµπέρασµα... 46 Παράρτηµα διαγραµµάτων... 53 Βιβλιογραφικές αναφορές... 54 2
1. Εισαγωγή Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο του γενικότερου προβληµατισµού σχετικά µε τη δηµογραφική γήρανση του πληθυσµού της Ευρώπης, δίνεται ιδιαίτερη έµφαση στα ζητήµατα που αφορούν στη θέση των ατόµων υψηλότερης ηλικίας, συνήθως 55-64 ετών, στην αγορά εργασίας αλλά και γενικότερα στη συµµετοχή τους στο κοινωνικοοικονοµικό γίγνεσθαι. Τα ζητήµατα αυτά είναι αναµφίβολα πολυδιάστατα, στο βαθµό που αφορούν στις διαδικασίες και στο χρονοδιάγραµµα αποχώρησης τους από τον ενεργό βίο, στην κατάσταση της υγείας τους και την ικανότητά τους να ανταποκριθούν σε επίπονες εργασίες, στην εισοδηµατική τους κατάσταση και το βιοτικό τους επίπεδο, καθώς και στην κοινωνική συµµετοχή τους και τις σχέσεις τους µε το ευρύτερο συγγενικό και κοινωνικό περιβάλλον (Walker, 2002). Ο προβληµατισµός είναι επίσης πολυεπίπεδος υπό την έννοια ότι αναφέρεται σε ατοµικό επίπεδο, δηλαδή αφορά άµεσα τα ίδια τα άτοµα (Clark et al., 1999) αλλά και σε συλλογικό, αφού αγγίζει διάφορους τοµείς της κοινωνικο-οικονοµικής µας οργάνωσης, ειδικότερα το ασφαλιστικό σύστηµα και τον τοµέα της υγείας και πρόνοιας, αλλά και γενικότερους στόχους µιας κοινωνίας όπως η ανάγκη διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής (Auer et al., 2002). Ιδιαίτερη θέση στους παραπάνω προβληµατισµούς κατέχει το θέµα της πρώιµης εξόδου των ηλικιωµένων εργαζοµένων από την αγορά εργασίας (OECD, 2003-2005, Buck et al, 2003, Kohli et al, 1991). Η διαδικασία αυτή θα µπορούσε να θεωρηθεί και ως µια φυσιολογική εξέλιξη υπό την έννοια ότι, οι σηµερινοί εργαζόµενοι υψηλότερης ηλικίας, έχουν γενικά µακροχρόνια παρουσία στην αγορά εργασίας, γεγονός που, σε συνδυασµό µε την πιθανή αύξηση του ατοµικού τους εισοδήµατος µεταβάλει τις προτιµήσεις τους, µε αποτέλεσµα να επιλέγουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο παρά περαιτέρω παραµονή στην αγορά εργασίας (Mac Kellar, 2000). Εντούτοις, η πρώιµη αποχώρηση των ατόµων από την αγορά εργασίας στις υψηλότερες ηλικίες, προβληµατίζει, κυρίως για δύο λόγους. Από τη µία πλευρά, µέσα σε ένα πλαίσιο διεύρυνσης της δηµογραφικής γήρανσης, η απόλυτη αλλά και η σχετική αύξηση του αριθµού των ατόµων υψηλότερης ηλικίας, σε συνδυασµό µε την πρώιµη έξοδο τους από την αγορά εργασίας, µπορεί να συνδυαστεί µε σταδιακή 3
συρρίκνωση της προσφοράς εργασίας (Bagavos, 2002, Bagavos et al, 2001, Kohli et al, 1991). Ο δεύτερος βασικός λόγος σχετίζεται µε τη βιωσιµότητα του ασφαλιστικού συστήµατος, υπό την έννοια ότι, η πρώιµη αποχώρηση από τον εργασιακό βίο επιβαρύνει το συνταξιοδοτικό σύστηµα µέσω του οικονοµικού βάρους που προκαλεί στις δαπάνες και της δυνάµει υστέρησης που προκαλεί στα έσοδα (Blanchet et al., 2005, Gruber et al., 2004). Από τις αναλύσεις που αφορούν στη διερεύνηση των αιτιών που συναρτώνται µε την πρώιµη αποχώρηση των ατόµων υψηλότερης ηλικίας από την αγορά εργασίας, διαπιστώνεται, µεταξύ των άλλων, ότι οι αιτίες δεν συνδέονται αποκλειστικά µε την επιθυµία των εργαζοµένων για έξοδό τους από την αγορά εργασίας, αλλά αφορούν στην οργάνωση των συνταξιοδοτικών συστηµάτων, στις πολιτικές διαχείρισης του εργατικού δυναµικού και στις αλλαγές σχετικά µε τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας (OECD, 2003-2005, Buck et al, 2003, Kohli et al, 1991). Στην περίπτωση της Ελλάδας, υπάρχουν ορισµένες ιδιαιτερότητες, µεταξύ των οποίων θα µπορούσαν να αναφερθούν, τα σχετικά ασθενή επίπεδα συµµετοχής των πιο ηλικιωµένων ατόµων στην αγορά εργασίας, το σχετικά υψηλό µερίδιο απασχόλησης των ατόµων υψηλότερης ηλικίας στον πρωτογενή τοµέα, το χαµηλό µορφωτικό τους επίπεδο και οι διαφοροποιήσεις µεταξύ ανδρών και γυναικών σχετικά µε την συµµετοχή τους στην αγορά εργασίας, οι οποίες παρουσιάζονται ιδιαίτερα έντονες στις ηλικίες 55-64 ετών. Σε ότι αφορά τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, στην Ελλάδα, την τελευταία δεκαπενταετία, υπήρξε µια συρρίκνωση του αριθµού των ατόµων ηλικίας 55-64 ετών, η οποία συνδέεται µε τις µακροχρόνιες µεταβολές οι οποίες παρατηρήθηκαν κατά το παρελθόν σχετικά µε τη γονιµότητα, τη θνησιµότητα και ως ένα βαθµό τη µετανάστευση. Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε σχεδόν πλήρη διάσταση µε τις διαφαινόµενες µελλοντικές εξελίξεις, οι οποίες αναµένεται ότι θα οδηγήσουν σε σηµαντική αύξηση του αριθµού των ατόµων υψηλότερης ηλικίας. Στην παρούσα µελέτη, αν και η έµφαση δίνεται κυρίως στα άτοµα ηλικίας 55-64 ετών, τα οποία στο κείµενο αναφέρονται συχνά ως άτοµα υψηλότερης ηλικίας ή ως "πιο ηλικιωµένα" άτοµα, εξετάζονται παράλληλα οι εξελίξεις που αφορούν στην ηλικιακή οµάδα 15-54 ετών, δηλαδή στο υπόλοιπο κοµµάτι του πληθυσµού σε ηλικία 4
εργασίας (15-64 ετών). Με τον τρόπο αυτό αναλύεται όχι µόνο η απόλυτη αλλά και η σχετική θέση των ατόµων υψηλότερης ηλικίας στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Η µελέτη περιλαµβάνει δύο µέρη. Στο πρώτο µέρος εξετάζεται η απόλυτη και η σχετική θέση των ηλικιωµένων εργαζοµένων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Η ανάλυση έχει περισσότερο ποσοτικό χαρακτήρα και επικεντρώνεται στις µεταβολές που συντελούνται διαχρονικά. Αρχικά, εξετάζονται οι εξελίξεις και οι τάσεις αναφορικά µε τον πληθυσµό, το εργατικό δυναµικό, την απασχόληση και την ανεργία. Στη συνέχεια εξετάζονται οι διαχρονικές µεταβολές σχετικά µε την απασχόληση κατά τοµέα και κλάδο καθώς και την θέση των εργαζοµένων σε αυτήν. Ιδιαίτερη έµφαση δίνεται στη µελέτη των αλλαγών που αφορούν στο µορφωτικό επίπεδο του πληθυσµού. Σε όλα τα προαναφερόµενα ζητήµατα εξετάζονται οι διαφορές µεταξύ ανδρών και γυναικών, όπως και αυτές που αφορούν στις ηλικιακές οµάδες 55-59 και 60-64 ετών οι οποίες συνιστούν τον πληθυσµό των ατόµων υψηλότερης ηλικίας. Αν και στο πρώτο αυτό µέρος, οι εξελίξεις αναφέρονται στο χρονικό διάστηµα 1988-2004, ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην περίοδο 1993-2004. Η επιλογή αυτή έγινε λόγω των αλλαγών που επήλθαν το 1993 σε βασικούς ορισµούς µεγεθών που καταγράφονται από την Έρευνα Εργατικού υναµικού, η οποία αποτελεί την κύρια πηγή άντλησης των σχετικών ποσοτικών δεδοµένων, γεγονός που ορισµένες φορές καθιστά προβληµατική την συγκρισιµότητα των αποτελεσµάτων µεταξύ της περιόδου πριν και µετά το 1993. Στο δεύτερο µέρος επιχειρείται µια ανάλυση των επιπτώσεων που µπορούν να προκύψουν από τις διαφαινόµενες µεταβολές στην κατά ηλικία δοµή του πληθυσµού σε ηλικία εργασίας. Μέσα από την εξέταση των κύριων χαρακτηριστικών που αφορούν στις δηµογραφικές προοπτικές από σήµερα έως το 2025, αναδεικνύεται η αναπόφευκτη αύξηση του µεριδίου των ατόµων υψηλότερης ηλικίας στον πληθυσµό σε ηλικία εργασίας. Στη συνέχεια, µε βάση την επεξεργασία διαφορετικών σεναρίων, αναλύονται οι επιπτώσεις που µπορούν να προκύψουν τα επόµενα χρόνια αναφορικά µε τα ποσοστά απασχόλησης του πληθυσµού σε ηλικία εργασίας, το µέγεθος της συνολικής απασχόλησης καθώς και το µερίδιο των ατόµων υψηλότερης ηλικίας στη συνολική απασχόληση. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα τρία προαναφερόµενα µεγέθη αναλύονται αποκλειστικά από την πλευρά της προσφοράς, επιλογή η οποία 5
συναρτάται άµεσα µε την δυσκολία προσδιορισµού των παραγόντων που, µακροπρόθεσµα, προσδιορίζουν τη ζήτηση. 6
2. Η διάσταση των ηλικιών στην ένταξη των ατόµων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα µε έµφαση στα άτοµα υψηλότερης ηλικίας 2.1 Οι διαχρονικές µεταβολές αναφορικά µε τον πληθυσµό, το εργατικό δυναµικό την απασχόληση και την ανεργία στην Ελλάδα Την τελευταία δεκαπενταετία, ο πληθυσµός σε ηλικία εργασίας στην Ελλάδα ακολούθησε αυξητική τάση ( ιάγραµµα 1). Ειδικότερα την περίοδο 1993-2004, το συνολικό του µέγεθος σηµείωσε µια αύξηση της τάξης του 6%, γεγονός που σε σηµαντικό βαθµό συναρτάται µε την ένταση των µεταναστευτικών εισροών της δεκαετίας του 1990 (Μπάγκαβος, 2005). Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασµό µε την διευρυµένη συµµετοχή των ατόµων, και ιδιαίτερα των γυναικών, στην αγορά εργασίας οδήγησε σε µια ιδιαίτερα υψηλή αύξηση του εργατικού δυναµικού (18,6%). Την ίδια περίοδο, αν και η σχετική µεταβολή της απασχόλησης προσέγγιζε κατά πολύ αυτήν του εργατικού δυναµικού, το µέγεθος του εργατικού δυναµικού ήταν σταθερά υψηλότερο από αυτό της απασχόλησης, γεγονός που οδήγησε σε σηµαντική αύξηση του αριθµού των ανέργων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο αριθµός των απασχολούµενων ατόµων αυξήθηκε κατά 648.000 (18%), η αύξηση του εργατικού δυναµικού ήταν της τάξης των 743.500 (18,6%) και κατ' επέκταση, παρά τη µείωση που παρατηρήθηκε την τελευταία τετραετία, ο αριθµός των ανέργων το 2004 ήταν κατά 95.500 (24%) υψηλότερος από αυτόν του 1993. Επιπλέον, είναι φανερό ότι οι διαφορετικοί ρυθµοί µεταβολής του εργατικού δυναµικού και της ανεργίας, έως το 1999, συνδυάστηκαν µε διαχρονική αύξηση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο παρουσίασε κάποιες τάσεις µείωσης την τελευταία πενταετία. Οι παραπάνω µεταβολές συναρτώνται κυρίως µε τις εξελίξεις που αφορούν στον πληθυσµό ηλικίας 15-54 ετών ( ιάγραµµα 2), ο οποίος άλλωστε αντιπροσωπεύει το µεγαλύτερο µέρος του συνολικού πληθυσµού σε ηλικία εργασίας. Η ταχύτερη αύξηση του εργατικού δυναµικού ηλικίας 15-54 ετών σε σχέση µε αυτή του πληθυσµού των αντίστοιχων ηλικιών (ή αλλιώς η διεύρυνση των ποσοστών συµµετοχής στην αγορά εργασίας) καθώς και η ασθενέστερη µεταβολή του αριθµού 7
των απασχολούµενων ατόµων (σε απόλυτα µεγέθη) σε σχέση µε αυτή των ατόµων που βρίσκονταν στην αγορά εργασίας, συνδυάστηκε µε σηµαντική αύξηση του αριθµού των ανέργων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το εργατικό δυναµικό αυξήθηκε κατά 784.000 άτοµα την περίοδο 1993-2004, η αύξηση της απασχόλησης ήταν 694.000 και ο αριθµός των ανέργων αυξήθηκε κατά 90.000. Οι παραπάνω µεταβολές είχαν ως συνέπεια την αύξηση του ποσοστού ανεργίας από 11% το 1993 σε 13% το 1999 και τη συρρίκνωση του ποσοστού αυτού στο 11,1% το 2004. Σε ότι αφορά την ηλικιακή οµάδα 55-64 ετών, η εξέλιξη ήταν αρκετά διαφορετική αφού, σε αντίθεση µε τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ο πληθυσµός των ατόµων υψηλότερης ηλικίας µετά από µια σχετική στασιµότητα την περίοδο 1993-1997, παρουσίασε µια µείωση το επόµενο έτος και µια σχετική στασιµότητα την τελευταία πενταετία ( ιάγραµµα 3). Γενικά στο σύνολο της προαναφερόµενης περιόδου, ο πληθυσµός ηλικίας 55-64 ετών παρουσίασε µια µείωση της τάξης του 10% η οποία συναρτάται µε την σχετικά ασθενή επίπτωση της µεταναστευτικής εισροής για τον πληθυσµό των προαναφερόµενων ηλικιών και τις µακροχρόνιες µεταβολές της γονιµότητας, της θνησιµότητας και της µετανάστευσης κατά το παρελθόν. Οι σηµαντικότερες όµως διαφοροποιήσεις αφορούν στην εξέλιξη του εργατικού δυναµικού και της απασχόλησης, το µέγεθος των οποίων µειώθηκε κατά 7,6% και 8,8% αντίστοιχα. Η ταχύτερη µείωση της απασχόλησης σε σχέση µε αυτή του εργατικού δυναµικού, συνδυάστηκε µε αύξηση τόσο του αριθµού των ανέργων όσο και του ποσοστού ανεργίας. Το 2004 ο αριθµός των ανέργων ηλικίας 55-64 ετών ήταν κατά 5.000 (32%) υψηλότερος από τον αντίστοιχο αριθµό το 1993 ενώ την ίδια περίοδο, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 3.0% σε 4,3%. Γενικά, η εξέλιξη των ποσοστών συµµετοχής, απασχόλησης και ανεργίας για τον πληθυσµό σε ηλικία εργασίας και τις ηλικιακές οµάδες 15-54 και 55-64 ετών ( ιάγραµµα 4) αναδεικνύει κάποιες σηµαντικές διαφοροποιήσεις. Σχετικά µε τη συµµετοχή στην αγορά εργασίας για τα ηλικιωµένα άτοµα, παρουσιάζεται µια τάση σταθεροποίησης την τελευταία δεκαετία σε επίπεδα που δεν ξεπερνούν το 43%. Αντίθετα οι πιο νέοι παρουσιάζουν µια σταθερά αυξανόµενη παρουσία στην αγορά εργασίας. Η ίδια µορφή διαφοροποίησης διαφαίνεται και για τα ποσοστά απασχόλησης τα οποία ενώ κυµαίνονται οριακά γύρω από το 40% για τους πιο ηλικιωµένους, αυξάνουν σηµαντικά για τον πιο νεανικό πληθυσµό (από 57,2% το 8
1993 σε 63,7% το 2004). Τέλος, ενώ τα ποσοστά ανεργίας παρουσιάζονται αυξηµένα και για τις δύο ηλικιακές οµάδες, η τάση µείωσης που παρατηρείται για τους πιο νέους από το 1999 και µετά δεν επαληθεύεται πλήρως για τους πιο ηλικιωµένους, στο βαθµό που παρατηρείται µια κάποια σταθερότητα σε επίπεδα γύρω στο 4%. Πάντως αξίζει να σηµειωθεί ότι σε όλο το διάστηµα της περιόδου 1993-2004, τα ποσοστά ανεργίας των πιο νέων ατόµων ήταν τουλάχιστον τρεις φορές υψηλότερα από τα αντίστοιχα των ατόµων υψηλότερης ηλικίας, γεγονός που συναρτάται κυρίως µε τα πολύ υψηλά επίπεδα ανεργίας των νέων ηλικίας 15-24 ετών. 2.2 Η διάσταση του φύλου στις παρατηρούµενες µεταβολές Η ανάλυση των διαφοροποιήσεων που υπάρχουν ανά φύλο έχει ιδιαίτερη σηµασία στο βαθµό που η συµµετοχή στην αγορά εργασίας, η παρουσία στην απασχόληση και ο κίνδυνος ανεργίας διαφέρουν σηµαντικά µεταξύ ανδρών και γυναικών. Από το ιάγραµµα 5 προκύπτει ότι η διαχρονική αύξηση του ποσοστού συµµετοχής των ατόµων ηλικίας 15-64 ετών στην αγορά εργασίας οφείλεται στην αυξανόµενη παρουσία των γυναικών, αφού η συµµετοχή των ανδρών παρουσιάζει µια σχετικά ασθενή µεταβολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1993 οι γυναίκες συµµετείχαν κατά 43,1% στην αγορά εργασίας, το αντίστοιχο µέγεθος το 2004 ήταν 54,1%. Τα αντίστοιχα µεγέθη για τους άνδρες, τα οποία ήταν ιδιαίτερα υψηλά το 1993, µεταβλήθηκαν αισθητά λιγότερο (από 76,7% το 1993 σε 79,1% το 2004). Σε ότι αφορά τα ποσοστά απασχόλησης, η αύξηση που παρατηρήθηκε κατά την ίδια περίοδο (από 53,5% σε 59,6%) συναρτάται σχεδόν αποκλειστικά µε την αυξηµένη παρουσία των γυναικών στην απασχόληση (από 36,4% το 1993 σε 45,5% το 2004), αφού η αύξηση που παρατηρήθηκε για τους άνδρες ήταν µάλλον ασθενής (από 71,7% το 1993 σε 74% το 2004). Παρόλα αυτά, οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι πιο ευάλωτες στην ανεργία, αφού το ποσοστό ανεργίας τους σε όλο το διάστηµα µεταξύ 1993 και 2004 είναι σταθερά υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο των ανδρών. όπως προκύπτει από το ιάγραµµα 6, οι παραπάνω εξελίξεις συναρτώνται µε τις αντίστοιχες µεταβολές για τα άτοµα ηλικίας 15-54 ετών.. 9
Στις ηλικίες 55-64 ετών οι διαχρονικές διαφοροποιήσεις µεταξύ ανδρών και γυναικών είναι σχετικά πιο σηµαντικές. Από το ιάγραµµα 7 προκύπτει ότι η διαχρονική σταθερότητα των ποσοστών συµµετοχής των ηλικιωµένων ατόµων στην αγορά εργασίας συνδέεται µε αντίστοιχες εξελίξεις για τους άνδρες (από 58,8% το 1993 σε 58,7% το 2004) αλλά και µε διευρυµένη παρουσία των γυναικών (από 22,4% σε 25,3% αντίστοιχα). Τα ίδια χαρακτηριστικά αναδεικνύονται και για την παρουσία ανδρών και γυναικών στην απασχόληση, ενώ για την ανεργία µια σχετικά ασθενής αύξηση των διαφοροποιήσεων διαφαίνεται για την τελευταία πενταετία, η οποία όµως παραµένει αισθητά ασθενέστερη από αυτήν που καταγράφεται για τα άτοµα ηλικίας 15-54 ετών. Γενικά, µε εξαίρεση την ανεργία, οι διαφορές µεταξύ των δύο φύλων παρουσιάζονται πιο σηµαντικές στις ηλικίες 55-64 ετών σε σχέση µε τις ηλικίες 15-54 ετών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ηλικιακή οµάδα 15-54 ετών τα ποσοστά συµµετοχής των ανδρών στην αγορά εργασίας ήταν υψηλότερα από αυτά των γυναικών κατά 70% το 1993 και κατά 40% το 2004, τα αντίστοιχα µεγέθη για τα άτοµα υψηλότερης ηλικίας ήταν 160% και 130% (Πίνακας 1). Σχεδόν παρόµοιου εύρους διαφορές παρατηρούνται και για τα ποσοστά απασχόλησης. Αντίθετα οι διαφορές µεταξύ των φύλων αναφορικά µε τα ποσοστά ανεργίας είναι πιο έντονες στις ηλικίες 15-54 ετών (ο λόγος ήταν 2,4 το 1993 και 2,5 το 2004) από ότι στις ηλικίες 55-64 ετών (0,8 και 1,3 αντίστοιχα). Πίνακας 1. Σύγκριση των διαφοροποιήσεων µεταξύ ανδρών και γυναικών αναφορικά µε τη συµµετοχή στην αγορά εργασίας, την απασχόληση και την ανεργία (1993, 2004) Ποσοστά συµµετοχής Ποσοστά απασχόλησης Ποσοστά ανεργίας 1993 2004 1993 2004 1993 2004 15-54 ετών 1,7 1,4 1,9 1,5 2,4 2,5 55-64 ετών 2,6 2,3 2,6 2,4 0,8 1,3 15-64 ετών 1,8 1,5 2,0 1,6 2,4 2,5 Σηµείωση: Για τη συµµετοχή στην αγορά εργασίας και την παρουσία στην απασχόληση χρησιµοποιείτε ο λόγος των ποσοστών για τους άνδρες προς τα αντίστοιχα ποσοστά των γυναικών. Για την ανεργία χρησιµοποιείτε ο αντίστροφος λόγος. Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων της ΕΣΥΕ (Έρευνα Εργατικού υναµικού) Επιπλέον, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι οι διαφοροποιήσεις µεταξύ των δύο φύλων και στις δύο προαναφερόµενες ηλικιακές οµάδες, αναφορικά µε τη συµµετοχή στην 10
αγορά εργασίας και την απασχόληση, µειώνονται µε την πάροδο του χρόνου. Αντίθετα, για την ανεργία, οι διαχρονικές διαφορές παραµένουν σχεδόν σταθερές στις νεότερες ηλικίες (15-54 ετών), ενώ φαίνεται ότι διευρύνονται για τα άτοµα υψηλότερης ηλικίας. Οι προαναφερόµενες διαφοροποιήσεις συναρτώνται άµεσα µε τις διαχρονικές αλλαγές που αφορούν στη συµµετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και την απασχόληση. Ουσιαστικά, η αύξηση του µορφωτικού επιπέδου των γυναικών, η οποία συνδυάστηκε µε την εξάλειψη των διαφορών µε όρους συµµετοχής στην εκπαίδευση µεταξύ των δύο φύλων, οδήγησε σε διευρυµένη παρουσία των γυναικών στην αγορά εργασίας και την απασχόληση και συνεπώς σε µια διαχρονική συρρίκνωση των διαφορών µεταξύ ανδρών και γυναικών στις ηλικίες κάτω των 40 ετών και γενικότερα στην υπό εξέταση ηλικιακή οµάδα (15-54 ετών). Αντίθετα οι γυναίκες στις ηλικίες άνω των 55 ετών, δηλαδή αυτές που γεννήθηκαν πριν το 1950, είχαν ασθενή παρουσία στην αγορά εργασίας και την απασχόληση όταν βρίσκονταν σε µικρότερη ηλικία, γεγονός που εξηγεί τα χαµηλά ποσοστά και τις έντονες διαφορές που παρατηρούνται σε σχέση µε τους άνδρες στις ηλικίες 55-64 ετών. Με άλλα λόγια αυτή η "επίπτωση γενεάς", αλλά και γενικότερα οι αλλαγές στη συµπεριφορά των διαδοχικών γενεών συναρτάται άµεσα µε τις διαφορές που απεικονίζονται στον προαναφερόµενο Πίνακα 1 και οι οποίες, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη συµµετοχή στην αγορά εργασίας, αναµένεται ότι θα συρρικνωθούν µε την πάροδο του χρόνου. 2.3 Η διάσταση των ηλικιών στον πληθυσµό των ατόµων υψηλότερης ηλικίας Η διαχρονική εξέλιξη των µεγεθών που αφορούν στην συµµετοχή στην αγορά εργασίας, την απασχόληση και την ανεργία για τα άτοµα υψηλότερης ηλικίας (55-64 ετών) εµφανίζεται ως ένα βαθµό διαφοροποιηµένη µεταξύ των ηλικιακών οµάδων 55-59 και 60-64 ετών καθώς και µεταξύ των φύλων. Όπως προκύπτει από το ιάγραµµα 8 η σταθερότητα που παρατηρήθηκε σχετικά µε την συµµετοχή των ατόµων υψηλότερης ηλικίας στην αγορά εργασίας την περίοδο 1993-2004, αποτελεί συνδυασµό µιας σχετικής στασιµότητας (από 49,5% το 1993 στο 50,3% το 2004) για 11
τα άτοµα ηλικίας 55-59 ετών και µιας σταθερότητας των µεγεθών σε επίπεδα γύρω από το 31% για τα πιο ηλικιωµένα άτοµα (60-64 ετών). Είναι επίσης αξιοσηµείωτο ότι ο συνδυασµός ηλικίας και φύλου, φανερώνει ότι οι παραπάνω µεταβολές συναρτώνται κυρίως µε την µείωση του ποσοστού συµµετοχής των ανδρών ηλικίας 60-64 ετών, η οποία µεταξύ 1993 και 2004 µεταβλήθηκε από 44,8% στο 43% και πολύ λιγότερο µε τη συρρίκνωση της συµµετοχής των ανδρών στις ηλικίες 55-59 ετών (από 72,8% σε 72,1%). Αντίθετα για τις γυναίκες, αν και η συµµετοχή τους είναι ιδιαίτερα χαµηλή και συνεπώς δεν επηρεάζει σηµαντικά τη συµµετοχή στο σύνολό της, θα πρέπει να σηµειωθεί η διευρυµένη παρουσία τους στην αγορά εργασίας και για τις δύο ηλικιακές οµάδες (από 27,3% στο 30,2% στις ηλικίες 55-59 ετών και από 17,6% στο 19,6% στις ηλικίες 60-64 ετών). Σε ότι αφορά τις µεταβολές σχετικά µε τα ποσοστά απασχόλησης, η οριακή µεταβολή από 57,0% σε 56,4% που παρατηρήθηκε για το σύνολο των ατόµων ηλικίας 55-64 ετών συνδυάστηκε, µε µια µείωση από 43,8% σε 41,6% για τα άτοµα ηλικίας 60-64 ετών και µια σταθερότητα σε επίπεδα λίγο κάτω από το 48,0% στις ηλικίες 55-59 ετών ( ιάγραµµα 9). Και στην περίπτωση των ποσοστών απασχόλησης, οι διαχρονικές µεταβολές είναι διαφορετικές για τα δύο φύλα. Οι µεταβολές που παρατηρούνται για τις γυναίκες, αφορούν µια αύξηση των µεγεθών και για τις δύο ηλικιακές οµάδες (από 17,3 σε 19,0% στις ηλικίες 60-64 ετών και από 26,4% σε 28,3% στις ηλικίες 55-59 ετών). Αντίθετα στην περίπτωση των ανδρών, παρατηρείται µείωση, η οποία είναι πιο έντονη για όσους είναι ηλικίας 60-64 ετών (από 43,8% σε 41,6%) από ότι για αυτούς που βρίσκονται στις ηλικίες 55-59 ετών (από 70,1% σε 69,1%). Αν και τα επίπεδα ανεργίας των ατόµων υψηλότερης ηλικίας είναι χαµηλά σε σχέση µε τα αντίστοιχα µεγέθη τα οποία παρατηρούνται στις πιο νέες ηλικιακές οµάδες, αξίζει να σηµειωθεί η διαχρονική αύξησή τους καθώς και οι διαφορές που παρατηρούνται µεταξύ των ηλικιακών οµάδων 55-59 και 60-64 ετών και των φύλων ( ιάγραµµα 10). Όπως προαναφέρθηκε, µεταξύ 1993 και 2004 το ποσοστό ανεργίας για τα άτοµα ηλικίας 55-64 ετών αυξήθηκε από 3,0% σε 4,3%, ως αποτέλεσµα µιας ασθενέστερης αύξησης στις ηλικίες 55-59 ετών (από 3,6% σε 4,9%) και µιας πιο έντονης µεταβολής για τα άτοµα ηλικίας 60-64 ετών (από 2% σε 3,1%) Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν σηµαντικές διαφοροποιήσεις κατά φύλο, αφού το 2004 12
οι γυναίκες και στις τρεις προαναφερόµενες ηλικιακές οµάδες διέτρεχαν διπλάσιο κίνδυνο ανεργίας σε σχέση µε το 1993, ενώ αντίθετα στους άνδρες η αύξηση του κινδύνου ανεργίας ήταν σχετικά ασθενής για τα άτοµα ηλικίας 55-59 ετών (10%) και αρκετά έντονη για τα άτοµα ηλικίας 60-64 ετών (50%). 2.4 Άτοµα υψηλότερης ηλικίας και συνολικός πληθυσµός σε ηλικία εργασίας Οι προαναφερόµενες µεταβολές συνδυάστηκαν αναπόφευκτα µε διαχρονικές αλλαγές αναφορικά µε την παρουσία των ατόµων ηλικίας 55-64 ετών τόσο στον πληθυσµό σε ηλικία εργασίας όσο και στις διάφορες κοινωνικο-οικονοµικές κατηγορίες που άπτονται της αγοράς εργασίας. Από τον Πίνακα 2 προκύπτει ότι το µερίδιο των πιο ηλικιωµένων ατόµων στο σύνολο του δυνάµει εργατικού δυναµικού µειώθηκε από 19,9% το 1993 σε 16,9% το 2004. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει τους διαφορετικούς ρυθµούς µεταβολής των συγκεκριµένων ηλικιακών οµάδων. Πιο συγκεκριµένα, ενώ µεταξύ 1993 και 2004 ο αριθµός των ατόµων ηλικίας 55-64 ετών µειώθηκε κατά 10,2%, ο συνολικός πληθυσµός σε ηλικία εργασίας αυξήθηκε κατά 5,9% ως συνέπεια της σηµαντικής αύξησης του αριθµού των ατόµων στις ηλικίες 15-54 ετών (9,8%). Πίνακας 2. Μεταβολές του µεριδίου συµµετοχής επιλεγµένων ηλικιακών οµάδων στον πληθυσµό, το εργατικό δυναµικό, την απασχόληση και την ανεργία (1993 και 2004, %) Πληθυσµός Εργατικό δυναµικό Απασχόληση Ανεργία 1993 2004 1993 2004 1993 2004 1993 2004 15-54 ετών 80,1 83,1 86,6 89,6 85,6 88,9 96,0 95,7 55-64 ετών 19,9 16,9 13,4 10,4 14,4 11,1 4,0 4.3 Σύνολο 100 100 100 100 100 100 100 100 55-59 ετών 49,8 53,6 61,6 65,4 61,2 65,4 74,5 74,6 60-64 ετών 50,2 46,4 38,4 34,6 38,8 34,6 25,5 25,4 Σύνολο 100 100 100 100 100 100 100 100 Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων της ΕΣΥΕ (Έρευνα Εργατικού υναµικού) Την ίδια περίοδο, αντίστοιχες µεταβολές παρατηρούνται τόσο για το εργατικό δυναµικό όσο και για την απασχόληση, όπου το µερίδιο των ηλικιωµένων ατόµων µειώθηκε από 13,4% σε 10,4% και από 14,4% σε 11,1% αντίστοιχα. Και στην περίπτωση αυτή, τα αποτελέσµατα συναρτώνται µε τους διαφορετικούς ρυθµούς 13
µεταβολής των παραπάνω µεγεθών. Ενώ η παρουσία των ατόµων ηλικίας 55-64 ετών στο εργατικό δυναµικό των αντίστοιχων ηλικιών µειώθηκε κατά -7,6%, το συνολικό εργατικό δυναµικό αυξήθηκε κατά 18,6% ως αποτέλεσµα της αύξησης κατά 22,6% για τα άτοµα ηλικίας 15-54 ετών. Σε ότι αφορά την απασχόληση, ενώ παρατηρείται µια συνολική αύξηση της τάξης του 18,0% η οποία συνδυάστηκε µε µια αύξηση κατά 22,5% για τα άτοµα ηλικίας 15-54 ετών, στην περίπτωση των ηλικιωµένων ατόµων η απασχόληση µειώθηκε κατά -8,8%. Στην περίπτωση της ανεργίας οι εξελίξεις είναι διαφορετικές υπό την έννοια ότι, το µερίδιο των ανέργων ηλικίας 55-64 ετών στο συνολικό αριθµό των ανέργων σηµείωσε ελαφρά αύξηση (4,0% το 1993 σε 4,3% το 2004). Ουσιαστικά η µεταβολή αυτή συναρτάται µε την ταχύτερη αύξηση του αριθµού των ανέργων ηλικίας 55-64 ετών (αριθµός ο οποίος αυξήθηκε κατά 31,8% µεταξύ 1993 2004) σε σχέση µε αυτή των ανέργων ηλικίας 15-64 ετών (24,1%) και 15-54 ετών (23,7%). Τέλος θα πρέπει να σηµειωθεί ότι, µε εξαίρεση την ανεργία, οι µεταβολές αναφορικά µε την παρουσία των ατόµων ηλικίας 55-59 και 60-64 ετών, ήταν εντονότερες για την δεύτερη από ότι για την πρώτη ηλικιακή οµάδα. Πιο συγκεκριµένα, η µείωση του πληθυσµού ήταν ταχύτερη για τα άτοµα ηλικίας 60-64 ετών (-17,0%) από ότι για τα άτοµα ηλικίας 55-59 ετών (-3,3%). Η εξέλιξη αυτή παρατηρείται τόσο για το εργατικό δυναµικό όσο και για την απασχόληση όπου οι µεταβολές ήταν -16,9% και - 17,9%, -1,7 και -3,0% αντίστοιχα. Στην περίπτωση της ανεργίας η αύξηση του αριθµού των ανέργων ήταν για τα άτοµα ηλικίας 60-64 ήταν ελαφρά ασθενέστερη (31,1%) από αυτή των ατόµων ηλικίας 55-59 ετών (32,0%). Όλες οι προαναφερόµενες µεταβολές οδήγησαν σε διαχρονική συρρίκνωση του µεριδίου των ατόµων ηλικίας 60-64 ετών στον συνολικό αριθµό των ατόµων ηλικίας 55-64 ετών, αναφορικά µε τον πληθυσµό, το εργατικό δυναµικό και την απασχόληση ενώ το αντίστοιχο µερίδιο σχετικά µε την ανεργία παρέµεινε σχεδόν σταθερό. 2.5 Πληθυσµός, συµµετοχή στην αγορά εργασίας και εργατικό δυναµικό Στον Πίνακα 3 αποτυπώνονται οι επιπτώσεις των µεταβολών του πληθυσµού και των ποσοστών συµµετοχής για την αγορά εργασίας και την αύξηση του µεγέθους του 14
εργατικού δυναµικού ηλικίας 55-64 ετών µεταξύ 1993 και 2004. Οι µεταβολές του πληθυσµού και της συµµετοχής διαχωρίζονται µε βάση το φύλο και την ηλικιακή οµάδα (55-59 και 60-64 ετών). Οι µεταβολές του εργατικού δυναµικού εκφράζονται µε βάση το συνολικό µέγεθος του εργατικού δυναµικού ηλικίας 55-64 ετών το 1993 1. Από τα αποτελέσµατα προκύπτει ότι η µείωση του εργατικού δυναµικού ηλικίας 55-64 ετών την περίοδο 1993-2004 είναι κυρίως φύσεως δηµογραφικής. Πιο συγκεκριµένα η συρρίκνωση του πληθυσµού στις προαναφερόµενες ηλικίες θα είχε οδηγήσει σε µείωση του εργατικού δυναµικού κατά -9,7%. Η τελική µείωση ήταν ασθενέστερη (-7,6%) λόγω της αύξησης των ποσοστών συµµετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας η οποία συνέβαλλε θετικά στο προαναφερόµενο αποτέλεσµα (3,6%) και, παρά τη συρρίκνωση της συµµετοχής των ανδρών (συµβολή κατά -1,5%), οδήγησε σε µια συνολική επίπτωση της τάξης του 2,1%. Πίνακας 3. Επίπτωση, των διαχρονικών αλλαγών αναφορικά µε τον πληθυσµό και τα ποσοστά συµµετοχής στην αγορά εργασίας, στις µεταβολές του εργατικού δυναµικού ηλικίας 55-64 ετών µεταξύ 1993 και 2004* Οµάδες ηλικιών Άνδρες Γυναίκες Σύνολο Επίπτωση Επίπτωση Επίπτωση Επίπτωςη Επίπτωση Επίπτωση µεταβολών µεταβολών µεταβολών µεταβολών µεταβολών µεταβολών πληθυσµού συµµετοχής πληθυσµού συµµετοχής πληθυσµού συµµετοχής Συνολική µεταβολή εργατικού δυναµικού (1) (2) (3) (4) (5) (6) (7) 55-59 -2,1% -0,4% -0,3% 1,8% -2,4% 1,4% -1,1% 60-64 -4,7% -1,0% -2,5% 1,8% -7,2% 0,7% -6,5% 55-64 -6,8% -1,5% -2,8% 3,6% -9,7% 2,1% -7,6% (5) = (1) + (3), (6) = (2)+(4), (7) = (5)+(6) * ως προς το συνολικό µέγεθος του εργατικού δυναµικού ηλικίας 55-64 ετών το 1993. Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων της ΕΣΥΕ (Έρευνα Εργατικού υναµικού) Επίσης, αξίζει να σηµειωθεί ότι προαναφερόµενες µεταβολές συνδέονται κυρίως µε τα άτοµα ηλικίας 60-64 ετών και λιγότερο µε αυτά ηλικίας 55-59 ετών. Η επίπτωση του δηµογραφικού παράγοντα στην εξέλιξη του εργατικού δυναµικού είναι ιδιαίτερα έντονη στις ηλικίες 60-64 ετών (-4,7% και -2,5% για άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα). Ειδικότερα για τους άνδρες, σηµαντική είναι και η επίπτωση της συρρίκνωσης των ποσοστών συµµετοχής στις ηλικίες 60-64 ετών (-1%). Θα πρέπει επίσης να σηµειωθεί ότι η θετική επίπτωση που συναρτάται µε την αυξανόµενη 1 Για περισσότερα αναφορικά µε τη µεθοδολογία της συγκεκριµένης προσέγγισης βλ. Μπάγκαβος, 2003. 15
παρουσία των γυναικών ηλικίας 55-64 ετών στην αγορά εργασίας οφείλεται εξ ίσου (κατά 1.8%).στις γυναίκες ηλικίας 55-59 και 60-64 ετών. Γενικά, η τάση για µείωση του εργατικού δυναµικού στις ηλικίες 55-64 ετών συνδέεται κυρίως µε τα άτοµα ηλικίας 60-64, είναι κατά το µεγαλύτερο µέρος της φύσεως δηµογραφικής και δεν συνδέεται τόσο µε συρρίκνωση της συµµετοχής των ατόµων στην αγορά εργασίας, στο βαθµό που η διεύρυνση της συµµετοχής των γυναικών υπερκαλύπτει την µείωση που παρατηρείται για τους άνδρες. Στον Πίνακα 4 αποτυπώνονται οι επιπτώσεις των µεταβολών του πληθυσµού και των ποσοστών συµµετοχής στην αγορά εργασίας για την αύξηση του µεγέθους του συνολικού εργατικού δυναµικού την περίοδο 1993-2004. Οι µεταβολές του πληθυσµού και της συµµετοχής διαχωρίζονται µε βάση το φύλο και την ηλικιακή οµάδα (15-54 και 55-64 ετών). Οι µεταβολές του εργατικού δυναµικού εκφράζονται µε βάση το συνολικό µέγεθος του εργατικού δυναµικού το 1993. Πίνακας 4. Επίπτωση, των διαχρονικών αλλαγών αναφορικά µε τον πληθυσµό και τα ποσοστά συµµετοχής στην αγορά εργασίας, στις µεταβολές του εργατικού δυναµικού ηλικίας 15-64 ετών µεταξύ 1993 και 2004* Οµάδες ηλικιών Άνδρες Γυναίκες Σύνολο Επίπτωση Επίπτωση Επίπτωση Επίπτωση Επίπτωση Επίπτωση µεταβολών µεταβολών µεταβολών µεταβολών µεταβολών µεταβολών πληθυσµού συµµετοχής πληθυσµού συµµετοχής πληθυσµού συµµετοχής Συνολική µεταβολή εργατικού δυναµικού (1) (2) (3) (4) (5) (6) (7) 15-54 7,4% 1,2% 2,2% 8,8% 9,6% 10,0% 19,6% 55-59 -0,3% -0,1% 0,0% 0,2% -0,3% 0,2% -0,1% 60-64 -0,6% -0,1% -0,3% 0,2% -1,0% 0,1% -0,9% 55-64 -0,9% -0,2% -0,4% 0,5% -1,3% 0,3% -1,0% 15-64 6,5% 1,0% 1,8% 9,2% 8,3% 10,3% 18,6% (5) = (1) + (3), (6) = (2)+(4), (7) = (5)+(6) * ως προς το συνολικό µέγεθος του εργατικού δυναµικού ηλικίας 15-64 ετών το 1993. Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων της ΕΣΥΕ (Έρευνα Εργατικού υναµικού) Τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι την περίοδο 1993-2004, το εργατικό δυναµικό αυξήθηκε κατά 18,6%, ως αποτέλεσµα της αύξησης που παρατηρήθηκε στις ηλικίες 15-54 ετών, και η οποία επηρέασε αυξητικά το συνολικό εργατικό δυναµικό κατά 19,6%, και της µείωσης στις ηλικίες 55-64 ετών, της οποίας η επίδραση σε σχέση µε το συνολικό εργατικό δυναµικό το 1993 ήταν της τάξης του -1%. Η συνολική αύξηση συνδέεται περισσότερο µε την αύξηση των ποσοστών συµµετοχής, η οποία επέφερε 16
µια αύξηση του εργατικού κατά 10,3%, και λιγότερο µε την αύξηση του πληθυσµού η οποία οδήγησε σε αύξηση του εργατικού δυναµικού κατά 8,3%. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό το οποίο αξίζει να αναφερθεί είναι το γεγονός ότι, η συµβολή στην αύξηση του εργατικού δυναµικού η οποία προκύπτει από τις µεταβολές στα ποσοστά συµµετοχής οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην αυξηµένη παρουσία των γυναικών ηλικίας 15-54 στην αγορά εργασίας (8,8%), αφού η αντίστοιχη επίπτωση για τους άνδρες, αν και θετική, είναι ιδιαίτερα ασθενής (1,2%). Αντίθετα η αύξηση που συναρτάται µε τις µεταβολές του πληθυσµού, χαρακτηρίζει σχεδόν αποκλειστικά τους άνδρες ηλικίας 15-54 ετών (7,4%) και πολύ λιγότερο τις γυναίκες (2,2%). Αναµφίβολα η αυξηµένη παρουσία ανδρών µεταναστών στην συγκεκριµένη ηλικιακή οµάδα οι οποίοι παρουσιάζουν σχετικά υψηλά ποσοστά συµµετοχής στην αγορά εργασίας εξηγεί την προαναφερόµενη διαφοροποίηση. Σε ότι αφορά στα άτοµα ηλικίας 55-64 ετών, η µείωση του συνολικού αριθµού τους απέτρεψε µια επιπλέον αύξηση του εργατικού δυναµικού (-1,3%). Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η εξέλιξη αυτή αφορά κυρίως στα άτοµα ηλικίας 60-64 ετών (-1%) και λιγότερο στα άτοµα ηλικίας 55-59 ετών (-0,3%). Σε ότι αφορά τη συµµετοχή τους στην αγορά εργασίας, η οριακή θετική επίπτωση που προκύπτει για την αύξηση του εργατικού δυναµικού (0,3%), προέρχεται από τη διεύρυνση της συµµετοχής των γυναικών (0,5%) αφού αυτή των ανδρών είναι αρνητική (-2%). Γενικά, η διαχρονική αύξηση του συνολικού εργατικού δυναµικού συναρτάται αποκλειστικά µε την αύξηση του εργατικού δυναµικού στις ηλικίες 15-54 ετών, αφού στις υψηλότερες ηλικίες (55-64 ετών), το εργατικό δυναµικό µειώθηκε. Ειδικότερα, η αύξηση αυτή, ήταν αποτέλεσµα της διευρυµένης συµµετοχής των γυναικών ηλικίας 15-54 ετών στην αγορά εργασίας, καθώς και της (πληθυσµιακής) αύξησης του αριθµού των ανδρών στις ίδιες ηλικίες. 2.6 Η εξέλιξη της απασχόλησης κατά τοµέα και κλάδο Από το ιάγραµµα 11 προκύπτει ότι η µείωση της απασχόλησης των ηλικιωµένων ατόµων την περίοδο 1993-2004 κατά -8,8% (-45.500 χιλιάδες) είναι αποτέλεσµα µιας µείωσης της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα κατά 43.3% (-102.000), η οποία 17
δεν αντισταθµίζεται από µια αντίστοιχη αύξηση στον τριτογενή 28% (53.000) και τον δευτερογενή τοµέα 3,6% (3.500). Είναι επίσης φανερό ότι η παραπάνω µείωση συναρτάται αποκλειστικά µε µια αντίστοιχη µείωση της απασχόλησης των ανδρών κατά 12,3% (-45.400) ενώ η απασχόληση των γυναικών παρέµεινε σταθερή. Η µείωση της απασχόλησης των ανδρών συναρτάται µε µια ιδιαίτερα σηµαντική µείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τοµέα η οποία δεν αντισταθµίζεται από την ασθενή αύξηση στον τριτογενή και τον δευτερογενή τοµέα. Σε ότι αφορά την περίπτωση των γυναικών, η στασιµότητα της απασχόλησης είναι συνάρτηση της εξισορρόπησης µεταξύ, µιας µείωσης στον πρωτογενή και, ως ένα βαθµό, στον δευτερογενή τοµέα και µιας αύξησης στον τριτογενή. Σε ότι αφορά τις διαφορές που προκύπτουν αναφορικά µε τις αντίστοιχες εξελίξεις στις ηλικίες 15-54 ετών, αξίζει να σηµειωθεί ότι ενώ και στην περίπτωση αυτή η απασχόληση µειώθηκε στον πρωτογενή τοµέα, η αύξηση στον τριτογενή και, ως ένα βαθµό, στον δευτερογενή οδήγησε τελικά σε διεύρυνση της απασχόλησης. Η αύξηση αφορά κυρίως τις γυναίκες στον τριτογενή τοµέα, ενώ η συρρίκνωση στον δευτερογενή επιβεβαιώνεται και για τις γυναίκες ηλικίας 15-54 ετών. Αξιοσηµείωτες διαφορές παρατηρούνται επίσης αναφορικά µε τον κλάδο απασχόλησης των ατόµων ηλικίας 55-64 και 15-54 ετών. Από το ιάγραµµα 12 (στο οποίο έχουν παραλειφθεί κάποιοι κλάδοι στους οποίους όµως η απασχόληση δεν ξεπερνά το 2% της συνολικής απασχόλησης) προκύπτει ότι οι διαφορές αυτές εντοπίζονται κυρίως στους κλάδους του πρωτογενούς τοµέα, όπου η απασχόληση των πιο ηλικιωµένων (ως ποσοστό της συνολικής τους απασχόλησης) είναι σχεδόν τριπλάσια από αυτή των ατόµων µικρότερης ηλικίας, και ως ένα βαθµό στους κλάδους των κατασκευών και των µεταφορών και αποθήκευσης. Σε όλους τους υπόλοιπους κλάδους η απασχόληση των πιο νέων ατόµων είναι σχετικά υψηλότερη από αυτή των ατόµων ηλικίας 55-64 ετών. Ουσιαστικά οι παραπάνω διαφορές συναρτώνται µε την, ως ένα βαθµό, διαφορετική µεταβολή της απασχόλησης ανά κλάδο για τις δύο προαναφερόµενες ηλικιακές οµάδες ( ιάγραµµα 13). Η γενικότερη αύξηση της απασχόλησης στον τριτογενή τοµέα και ειδικότερα στους κλάδους της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας των εκµισθώσεων και επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων, των άλλων δραστηριοτήτων που 18
σχετίζονται µε την παροχή υπηρεσιών, της εκπαίδευσης, της υγείας και κοινωνικής µέριµνας, των ενδιάµεσων χρηµατοπιστωτικών οργανισµών, και της δηµόσιας διοίκησης και άµυνας, συνδυάστηκε µε αύξηση της απασχόλησης των πιο ηλικιωµένων ατόµων στους κλάδους αυτούς. Αυτό δεν ισχύει για τον κλάδο του εµπορίου καθώς και τον κλάδο και των ξενοδοχείων και εστιατορίων όπου, παρά τη γενικότερη αύξηση που παρατηρήθηκε για το σύνολο του πληθυσµού σε ηλικία εργασίας, η απασχόληση των ατόµων υψηλότερης ηλικίας είτε παρέµεινε σταθερή είτε σηµείωσε ελαφρά µείωση. Σχετικά µε τους κλάδους του δευτερογενούς τοµέα, η γενικότερη αύξηση της απασχόλησης στον τοµέα των κατασκευών συνοδεύτηκε από µια παρόµοια µεταβολή για τους ηλικιωµένους εργαζόµενους. Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι ενώ γενικά παρατηρείτε µια οριακά αρνητική µεταβολή της απασχόλησης στον κλάδο της µεταποίησης, η αντίστοιχη µείωση για τους πιο ηλικιωµένους φαίνεται ότι ήταν σχετικά πιο έντονη. Στην περίπτωση των ατόµων υψηλότερης ηλικίας, η προαναφερόµενη αύξηση της απασχόλησης στους περισσότερους κλάδους του τριτογενούς τοµέα, αφορά κυρίως τις γυναίκες, και συνδέεται µε τους κλάδους της εκπαίδευσης, της δηµόσιας διοίκησης και άµυνας, της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας των εκµισθώσεων και επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων, των άλλων δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών και της υγείας, ( ιάγραµµα 14). Επιπλέον, η προαναφερόµενη ασθενής αύξηση της απασχόλησης στον δευτερογενή τοµέα για τα άτοµα ηλικίας 55-64 ετών, συναρτάται σχεδόν αποκλειστικά µε την αύξηση της απασχόλησης των ανδρών στον τοµέα των κατασκευών, αφού η αύξηση αυτή υπερκάλυψε τη µείωση της απασχόλησης που παρατηρήθηκε στον τοµέα της µεταποίησης τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Η προαναφερόµενη οριακή µεταβολή στον κλάδο των ξενοδοχείων και εστιατορίων για τα άτοµα ηλικίας 55-64 ετών είναι συνέπεια µιας µείωσης της απασχόλησης των ανδρών η οποία αντισταθµίζεται από µια αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης των γυναικών. Τέλος, η έστω και οριακή µείωση της απασχόλησης των ατόµων υψηλότερης ηλικίας στον κλάδο του εµπορίου, συναρτάται µε το γεγονός ότι η αύξηση της απασχόλησης των γυναικών στον κλάδο αυτό δεν ήταν αρκετή για να αντισταθµίσει τη µείωση της απασχόλησης των ανδρών. 19
2.7 Η εξέλιξη της απασχόλησης κατά τοµέα και θέση στην απασχόληση Οι προαναφερόµενες µεταβολές συνδέονται επίσης µε µεταβολές που αντιστοιχούν στη θέση στο επάγγελµα (Πίνακας 5). Ειδικότερα για τον πρωτογενή τοµέα, η µείωση της απασχόλησης (-43,3%) συναρτάται µε τη συρρίκνωση της απασχόλησης των ανδρών στο συγκεκριµένο τοµέα ως εργοδότες (-40,5%), αυτοαπασχολούµενοι (- 54,8%) και µισθωτοί (-55,3%) καθώς και µε αυτή των γυναικών που απασχολούνται ως βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση (-59,7%). Η ασθενής αύξηση της απασχόλησης στον δευτερογενή τοµέα (3,6%) συνδυάστηκε µε αύξηση των ανδρών εργοδοτών (17,4%) και διπλασιασµό των εργοδοτών γυναικών, αύξηση των αυτοαπασχολούµενων γυναικών (42%) καθώς και αύξηση του αριθµού των ανδρών που απασχολούνται ως βοηθοί. Σε ότι αφορά τον τριτογενή τοµέα, στον οποίο υπήρξε µια αύξηση της απασχόλησης κατά 28%, οι σηµαντικότερες µεταβολές αφορούν τόσο στους άνδρες εργοδότες (26%) όσο και στις γυναίκες, των οποίων ο αριθµός υπερδιπλασιάστηκε, καθώς και στους µισθωτούς και των δύο φύλων (23,3% για τους άνδρες, διπλασιασµός για τις γυναίκες). Θα πρέπει επίσης να σηµειωθεί η σηµαντική αύξηση του αριθµού των ανδρών που απασχολούνται ως βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση (46,5%). Η αύξηση τους αριθµού των εργοδοτών συνδυάζεται µε την αύξηση της απασχόλησης στον τοµέα της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας. Επίσης η αύξηση των µισθωτών αφορά κυρίως στους τοµείς της εκπαίδευσης, της δηµόσιας διοίκησης και της υγείας και κοινωνικής µέριµνας. Αξιοσηµείωτη είναι επίσης η αύξηση των αυτοαπασχολούµενων στον τοµέα της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας των εκµισθώσεων και επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων και επίσης στον τοµέα υγείας και κοινωνικής µέριµνας. Σε ότι αφορά τα άτοµα ηλικίας 15-54 ετών, η αύξηση του αριθµού των εργοδοτών (31%) όπως και των µισθωτών (40,3%) είναι πιο σηµαντική από αυτή που περιγράφηκε για τα πιο ηλικιωµένα άτοµα. Αντίθετα µε ότι παρατηρείται για τα άτοµα υψηλότερης ηλικίας, ο αριθµός των αυτοαπασχολούµενων µεταβάλλεται ελαφρά (4%) στις ηλικίες 15-54 ετών, ενώ ο αριθµός των βοηθών στον οικογενειακή επιχείρηση, όπως και για τους πιο ηλικιωµένους, µειώνεται σηµαντικά (-37,7%). Οι 20
παραπάνω µεταβολές στις ηλικίες 15-54 ετών συνδέονται µε τον πρωτογενή και το δευτερογενή τοµέα για τους εργοδότες και τους µισθωτούς, µε τον τριτογενή για τους αυτοαπασχολούµενους, και µε τον πρωτογενή και δευτερογενή για τους βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση. Πίνακας 5. Θέση στην απασχόληση κατά ηλικιακή οµάδα, τοµέα και κλάδο (σχετική µεταβολή µεταξύ 1993 και 2004) 55-64 ετών 15-54 ετών Σύνολο Άνδρες Γυναίκες Σύνολο Άνδρες Γυναίκες Εργοδότες Σύνολο 15,5% 6,7% 98,4% 31,0% 24,6% 70,5% Α ΓΕΝΗΣ -26,2% -40,5% 42,3% 44,8% 30,8% 188,3% Β ΓΕΝΗΣ 21,9% 17,4% 112,0% 6,2% 5,3% 17,0% Γ ΓΕΝΗΣ 37,8% 26,0% 167,7% 44,9% 37,9% 74,1% Αυτοαπασχολούµενοι Σύνολο -20,4% -31,7% 27,8% 4,0% -4,2% 31,5% Α ΓΕΝΗΣ -38,8% -54,8% 16,7% -6,3% -18,1% 36,8% Β ΓΕΝΗΣ 1,4% -1,7% 42,0% -8,4% -5,0% -36,6% Γ ΓΕΝΗΣ 11,1% 2,3% 59,3% 14,5% 5,4% 37,5% Μισθωτοί Σύνολο 22,3% 12,8% 61,9% 40,3% 30,5% 56,5% Α ΓΕΝΗΣ -50,1% -55,3% -34,9% 26,7% 16,9% 51,9% Β ΓΕΝΗΣ -0,3% 3,8% -25,0% 15,2% 22,2% -5,8% Γ ΓΕΝΗΣ 41,0% 23,3% 103,3% 52,2% 36,0% 73,3% Βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση Σύνολο -47,3% 52,8% -51,4% -37,7% -34,1% -39,4% Α ΓΕΝΗΣ -57,5% 21,3% -59,7% -51,9% -49,6% -53,0% Β ΓΕΝΗΣ 3,4% 381,5% -30,1% -28,5% -23,3% -33,6% Γ ΓΕΝΗΣ 17,8% 46,5% 13,9% -11,7% -7,4% -13,5% Σύνολο Σύνολο -8,8% -12,3% -0,1% 22,5% 16,8% 32,6% Α ΓΕΝΗΣ -43,3% -52,8% -30,3% -22,4% -19,6% -26,1% Β ΓΕΝΗΣ 3,6% 5,5% -9,3% 8,7% 14,2% -10,2% Γ ΓΕΝΗΣ 28,0% 14,9% 77,4% 40,6% 27,7% 59,7% Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων της ΕΣΥΕ (Έρευνα Εργατικού υναµικού) Συνοψίζοντας στο σηµείο αυτό τις µεταβολές αναφορικά µε την απασχόληση, θα µπορούσε να υποστηριχθεί ότι σε διάστηµα µιας δεκαετίας, οι παρατηρούµενες µεταβολές µετέβαλαν σηµαντικά τόσο τον τοµέα όσο και τη θέση των απασχολούµενων ατόµων ηλικίας 55-64 ετών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1993 στους 100 απασχολούµενους ηλικίας 55-54 ετών οι 45 απασχολούνταν στον πρωτογενή τοµέα, οι 18 στο δευτερογενή και οι 37 στον τριτογενή, το 2004 τα αντίστοιχα µεγέθη ήταν 28, 20 και 52. Σε ότι αφορά τη θέση στο επάγγελµα οι 21
αλλαγές ήταν επίσης σηµαντικές αφού ενώ το 1993 σε 100 απασχολούµενους οι 9 ήταν εργοδότες, οι 48 αυτοαπασχολούµενοι, οι 29 µισθωτοί και οι 14 βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση, δέκα χρόνια αργότερα τα µεγέθη ήταν 11, 42, 39 και 8 αντίστοιχα. Σηµειώνεται ότι στο υπόλοιπο κοµµάτι του πληθυσµού σε ηλικία εργασίας (15-54 ετών) τα αντίστοιχα µεγέθη το 2004 ήταν 7, 19, 68 και 6. Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι οι παραπάνω µεταβολές συνδυάστηκαν µε αλλαγές αναφορικά µε την κατανοµή της απασχόλησης µεταξύ ανδρών και γυναικών για τα άτοµα ηλικίας 55-64 ετών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1993 σε 100 απασχολούµενους άνδρες αντιστοιχούσαν 41 γυναίκες, το 2004 η αντιστοιχία ήταν 100 προς 47 (η αντιστοιχία αυτή ήταν 100 προς 64 για τα άτοµα ηλικίας 15-54 ετών το 2004). Η εξέλιξη αυτή συνδέεται µε αντίστοιχες µεταβολές στον τριτογενή τοµέα όπου η αναλογία αυξήθηκε από 27 σε 41, ενώ µειώθηκε οριακά στον δευτερογενή (από 15 σε 13). Επίσης συναρτάται µε τις µεταβολές στον πρωτογενή τοµέα όπου η σχέση µεταβλήθηκε από 72 σε 107 (δηλαδή υπάρχουν πλέον περισσότερες απασχολούµενες γυναίκες από ότι άνδρες), γεγονός που συνδέεται µε την σχετικά υψηλότερη απασχόληση των γυναικών έναντι των ανδρών ως βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση. Τέλος αξίζει να σηµειωθούν οι αλλαγές αναφορικά µε τον κλάδο απασχόλησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ για τα άτοµα ηλικίας 55-64 ετών το 1993 οι 7 κλάδοι στους οποίους υπήρξε αύξηση της απασχόλησης την περίοδο 1993-2004 (κατασκευές, ενδιάµεσοι χρηµατοπιστωτικοί οργανισµοί, διαχείριση ακίνητης περιουσίας - εκµισθώσεις και επιχειρηµατικές δραστηριότητας, δηµόσια διοίκηση και άµυνα, εκπαίδευση, υγεία και κοινωνική φροντίδα και οι άλλες δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών) αποτελούσαν το 19,7% της συνολικής απασχόλησης, το αντίστοιχο ποσοστό το 2004 ήταν 34,7%. Αντίθετα στην περίπτωση των ατόµων ηλικίας 15-54 ετών η αντίστοιχη µεταβολή ήταν οριακή (από 49,9% το 1993 σε 51,7% το 2004). 22
2.8 Οι σηµαντικές εξελίξεις αναφορικά µε το µορφωτικό επίπεδο του πληθυσµού Οι εξελίξεις και οι προοπτικές αναφορικά µε τη θέση των ατόµων υψηλότερης ηλικίας στην αγορά εργασίας συναρτώνται άµεσα µε τις διαχρονικές αλλαγές στο µορφωτικό επίπεδο του πληθυσµού. Στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης εντοπίζονται δύο βασικά ζητήµατα. Το πρώτο αφορά στη διαχρονική αύξηση του µορφωτικού επιπέδου του πληθυσµού και το δεύτερο στις διαχρονικές µεταβολές αναφορικά µε τις διαφορές που παρατηρούνται µεταξύ των φύλων και των ηλικιακών οµάδων. Στις παραγράφους που ακολουθούν το επίπεδο εκπαίδευσης οµαδοποιήθηκε σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη (επίπεδο 1), συµπεριλαµβάνονται τα άτοµα που έχουν διδακτορικό ή µεταπτυχιακό τίτλο ή πτυχίο ανώτατης σχολής ή έχουν φοιτήσει σε ανώτατη σχολή για τουλάχιστον ένα χρόνο αλλά δεν πήραν πτυχίο ή πτυχίο ανώτερης τεχνικής και επαγγελµατικής εκπαίδευσης. Στη δεύτερη κατηγορία (επίπεδο 2), συµπεριλαµβάνονται τα άτοµα που έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τη φοίτησή τους στη µέση εκπαίδευση. Στην τρίτη και τελευταία κατηγορία (επίπεδο 3), συµπεριλαµβάνονται όλα τα υπόλοιπα άτοµα, δηλαδή αυτά που έχουν φοιτήσει επιτυχώς σε τριτάξιο ίδρυµα µέσης εκπαίδευσης ή απλά στο δηµοτικό ή σε µερικές µόνο τάξεις του δηµοτικού ή δεν πήγαν καθόλου σχολείο. Στο ιάγραµµα 15 απεικονίζονται οι διαχρονικές µεταβολές στο επίπεδο εκπαίδευσης για τα άτοµα ηλικίας 35-44, 45-54 και 55-64 ετών. Η επιλογή των ηλικιακών αυτών οµάδων έγινε µε γνώµονα το γεγονός ότι τα άτοµα αυτά θα αποτελούν τους αυριανούς ηλικιωµένους εργαζόµενους στον χρονικό ορίζοντα της επόµενης εικοσαετίας (βλ. παρακάτω στο δεύτερο µέρος της µελέτης). Ξεκινώντας από τα άτοµα ηλικίας 55-64 ετών αξίζει να παρατηρήσουµε το σχετικά χαµηλό µορφωτικό τους επίπεδο. Για παράδειγµα το 1988 πάνω από 8 στα 10 άτοµα της κατηγορίας αυτής είχαν το χαµηλότερο µορφωτικό επίπεδο (επίπεδο 3). Περίπου 15 χρόνια µετά, η αντιστοιχία αυτή ήταν 7 προς 10. Στην περίπτωση των ατόµων ηλικίας 45-54 το µορφωτικό επίπεδο είναι σαφώς υψηλότερο και βαίνει αυξανόµενο (το ποσοστό των ατόµων µε το χαµηλότερο µορφωτικό επίπεδο από 76% το 1988 µειώνεται στο 47,6%) ενώ οι διαφορές είναι ακόµη πιο σηµαντικές σε σχέση µε τα 23
πιο νεαρά άτοµα ηλικίας 35-44 ετών (από 62,7% σε 33,4%). Λαµβάνοντας υπόψη και τα τρία επίπεδα εκπαίδευσης θα πρέπει να παρατηρήσουµε ότι, ενώ το 1988 σε 100 άτοµα ηλικίας 55-64 ετών τα 84 είχαν το χαµηλότερο µορφωτικό επίπεδο, τα 10 είχαν ένα µέσο µορφωτικό επίπεδο και µόλις τα 6 είχαν το ανώτερο, το 2004 τα αντίστοιχα µεγέθη ήταν 68, 17 και 16. Στις ηλικίες 45-54 οι µεταβολές ήταν από 76, 14 και 10 σε 48, 26 και 26 και για τα νεότερα άτοµα (35-44) ετών από 63, 20 και 17 σε περίπου 33 και για τα τρία επίπεδα. Με άλλα λόγια, οι ιδιαίτερα σηµαντικές διαφορές που παρατηρούνται στο µορφωτικό επίπεδο µεταξύ των διαδοχικών γενεών γίνονται όλο και µικρότερες στη διάρκεια του χρόνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαχρονική συρρίκνωση των διαφορών συνδέεται µε το ανώτερο και το χαµηλότερο µορφωτικό επίπεδο. Πιο συγκεκριµένα, ενώ το 1988 το ποσοστό των ατόµων ηλικίας 35-44 ετών µε το ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης ήταν 3 φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό για τα άτοµα ηλικίας 55-64 ετών, περίπου δεκαπέντε χρόνια αργότερα το ποσοστό αυτό, αν και υψηλό, είναι το διπλάσιο ( ιάγραµµα 16). Η σύγκριση των ατόµων ηλικίας 45-54 και 55-64 ετών δείχνει ότι η διαφορά ενώ φαίνεται να διευρύνεται, τελικά το 2004 καταλήγει στα επίπεδα του 1998 (το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 50% υψηλότερο). Σε ότι αφορά το χαµηλότερο µορφωτικό επίπεδο οι διαφορές συρρικνώνονται και ως προς τα άτοµα ηλικίας 45-54 (ο αντίστοιχος λόγος είναι µικρότερος από τη µονάδα και µεταβάλλεται από 0,9 σε 0,7 ) και ως προς αυτά ηλικίας 35-54 ετών (από 0,75 σε 0,5). Αντίθετα, οι διαφορές παραµένουν σε σχέση µε το µέσο επίπεδο όπου το ποσοστό για τα άτοµα 35-44 και 45-54 είναι το διπλάσιο και µεγαλύτερο κατά 50% αντίστοιχα σε σχέση µε αυτό που παρατηρείται για τα άτοµα ηλικίας 55-64 ετών. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό των διαχρονικών µεταβολών είναι η ταχύτερη αύξηση του µορφωτικού επιπέδου των γυναικών σε σχέση µε τους άνδρες. Ειδικότερα για το ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης, η ταχύτερη αύξηση του µορφωτικού επιπέδου των γυναικών είναι εµφανής σε όλες τις ηλικιακές οµάδες ( ιάγραµµα 17). Πιο συγκεκριµένα ενώ το 2004 το ποσοστό των ανδρών µε το ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης στις ηλικίες 35-44, 45-54 και 55-64 ετών ήταν 1,5, 2,2 και 2,3 φορές αντίστοιχα υψηλότερο από το ποσοστό το 1988, οι µεταβολές για τις γυναίκες ήταν 2,5, 3,7 και 3,5 για τις ηλικίες 30-44, 45-54 και 55-64 αντίστοιχα. 24
Η εξέλιξη αυτή οδηγεί µε την πάροδο του χρόνου σε µείωση των διαφορών µεταξύ ανδρών και γυναικών αναφορικά µε το επίπεδο εκπαίδευσης ( ιάγραµµα 18). Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ το 1988 το ποσοστό των ανδρών ηλικίας 55-64 µε το ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης ήταν 3 φορές υψηλότερο από αυτό των γυναικών, το 2004 ήταν το διπλάσιο. Οι διαφορές αυτές µειώνονται στις σχετικά νεότερες ηλικίες (από 2,5 σε 1,5 για τις ηλικίες 45-54 ετών) και ουσιαστικά εξαλείφονται στις ηλικίες 35-44 ετών (από 1,7 το 1988 σε 1 το 2004). Παρόλα αυτά, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι διαφορές στο µορφωτικό επίπεδο των διαδοχικών ηλικιακών οµάδων, αν και µειώνονται διαχρονικά, παραµένουν υψηλότερες για τις γυναίκες από ότι για τους άνδρες, αφού στην περίπτωση των γυναικών το µορφωτικό επίπεδο των νέων γενεών αυξάνει µε γρήγορους ρυθµούς. Ειδικότερα για το ανώτερο µορφωτικό επίπεδο, είναι χαρακτηριστικό ότι το 2004 το ποσοστό των γυναικών στις ηλικίες 30-44 και 45-54 ετών µε το προαναφερόµενο µορφωτικό επίπεδο ήταν 3 και 2 φορές υψηλότερο από αυτό των γυναικών ηλικίας 55-64 ετών. Αντίθετα τα αντίστοιχα µεγέθη ήταν πολύ πιο χαµηλά για τους άνδρες (1,5 και 1,4 φορές αντίστοιχα). Όλες οι προαναφερόµενες µεταβολές συνηγορούν στο ότι τα επόµενα χρόνια τα άτοµα που θα εισέρχονται στην ηλικιακή οµάδα 55-64 ετών θα έχουν αναµφίβολα υψηλότερο µορφωτικό επίπεδο από τις σηµερινές γενιές των ατόµων υψηλότερης ηλικίας. Η εξέλιξη αυτή θα είναι αρκετά πιο ήπια για τους άνδρες από ότι για τις γυναίκες, στο βαθµό που για τις δεύτερες οι σηµερινές γενεαλογικές διαφορές είναι πιο έντονες λόγω της ταχείας αύξησης του µορφωτικού επιπέδου των νεότερων γυναικών. Τέλος, η διαχρονική συρρίκνωση των διαφορών µεταξύ των φύλων αναφορικά µε το επίπεδο εκπαίδευσης, δηµιουργεί τις συνθήκες ώστε τα επόµενα χρόνια η συµµετοχή των γυναικών υψηλότερης ηλικίας στην αγορά εργασίας να είναι όλο και πιο επιθυµητή από τις ίδιες, και συνεπώς, στο βαθµό που µπορεί να καταστεί εφικτή από τις συνθήκες της ζήτησης, να προσεγγίζει τα αντίστοιχα επίπεδα συµµετοχής των ανδρών. 25