1 Ελληνική Βιομηχανία προς την Οικονομία της Γνώσης Συμπεράσματα και Προτάσεις του 3 ο Συνέδριο ΤΕΕ για τη βιομηχανία του Γιάννη Καλογήρου, Αν. Καθηγητή ΕΜΠ, Συντονιστή της Επιστημονικής Επιτροπής και μέλους του Προεδρείου της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου Το 3ο Βιομηχανικό Συνέδριο του ΤΕΕ (3-5 Ιουλίου, 2006), πιστό στη μακρά παράδοση του Επιμελητηρίου και των γόνιμων αναζητήσεων του τεχνικού κόσμου της χώρας, επεχείρησε: Να προσεγγίσει τη βαθύτερη ουσία του αναπτυξιακού ζητήματος και του βιομηχανικού φαινομένου στη φάση που διανύουμε. Να συμβάλει στην κατανόηση των διεθνών τάσεων και των διαφορετικών προσεγγίσεων που αναδεικνύονται στον ελληνικό και τον διεθνή χώρο. Να παρουσιάσει συγκεκριμένες όψεις του βιομηχανικού και παραγωγικού φαινομένου και να αναλύσει προβλήματα που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας. Να διευκολύνει την τεκμηριωμένη εξέταση και την αξιολόγηση της μεγάλης εικόνας του παραγωγικού συστήματος της χώρας και ειδικότερα, να συνεισφέρει στη διερεύνηση της στρατηγικής τοποθέτησής του και της προοπτικής του στον διεθνή ανταγωνισμό και τον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Βασική επιδίωξη του Συνεδρίου ήταν να δώσει την ευκαιρία σε κυβερνητικούς παράγοντες, σε εκπροσώπους κομμάτων και κοινωνικών φορέων, σε στελέχη του δημοσίου τομέα, σε επιχειρηματίες, σε στελέχη επιχειρήσεων, σε πανεπιστημιακούς, σε ειδικούς επιστήμονες και τεχνικούς, σε ερευνητές και μελετητές να παρουσιάσουν τις εισηγήσεις τους και να συζητήσουν σε στρογγυλά τραπέζια. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην προσέλκυση εισηγήσεων από νεότερους ερευνητές και μελετητές του
2 βιομηχανικού και αναπτυξιακού φαινομένου καθώς και στη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων κύρους από τον διεθνή χώρο. Το Συνέδριο έδωσε βήμα σε πάνω από 150 εισηγητές και εισηγήτριες. Από τις περισσότερες εισηγήσεις αναδείχθηκε ο καταλυτικός ρόλος της σύνθεσης του μείγματος των δημόσιων πολιτικών και η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής μακράς πνοής για την ανανέωση και αναδιάρθρωση του ελληνικού παραγωγικού συστήματος στην κατεύθυνση της ποιοτικής αναβάθμισής του με αιχμές: α) την αξιοποίηση της γνώσης και των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δραστηριότητας, β) την ενσωμάτωση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών παντού, γ) την αναγκαιότητα της συμβατότητας της παραγωγικής δραστηριότητας με την περιβαλλοντική προστασία και την αποδοτική χρήση πόρων, δ) την προώθηση της καινοτομίας ως τρόπου σκέψης και δράσης, ε) την ενθάρρυνση της ποιοτικής επιχειρηματικότητας που βασίζεται στη γνώση και την καινοτομία, στ) την καλλιέργεια της δημιουργικότητας, της κριτικής θεώρησης των πραγμάτων και της ανάπτυξης της πρωτοβουλίας στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος, ζ) την αναβάθμιση και αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης των μηχανικών με την ανάδειξη νέων γνωστικών περιοχών, την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων, την ενίσχυση της οικονομικής και διοικητικής παιδείας τους, την καλλιέργεια μιας κουλτούρας δημιουργικής επιχειρηματικότητας. Η στρατηγική αυτή πρέπει ασφαλώς να εμπεριέχει και την αντιμετώπιση των διαφόρων παρενεργειών και χασμάτων (κοινωνικών, τεχνολογικών, περιφερειακών κ.α.) που ανακύπτουν. Ευελπιστούμε ότι το δίτομο έργο για την ελληνική βιομηχανία προς την οικονομία της γνώσης που προέκυψε από την επεξεργασία των εργασιών, των εισηγήσεων και των συζητήσεων του Συνεδρίου και βρίσκεται σήμερα στη διάθεσή σας συγκεντρώνει τους προβληματισμούς της εποχής και μπορεί να παρέμβει δυναμικά στη διαμόρφωση κρίσιμων αποφάσεων για την ανάπτυξη του τόπου. Ειδικότερα, σήμερα που η χώρα μας εκτός από το οξύ δημοσιονομικό πρόβλημα αντιμετωπίζει και ένα κίνδυνο βαθειάς και παρατεταμένης ύφεσης γίνεται επιτακτική η ανάγκη για την αναζήτηση
3 ενός νέου προτύπου ανάπτυξης. Στην προοπτική αυτή είναι επείγουσα η διαμόρφωση από σήμερα πολιτικών για την αναζωογόνηση και την ποιοτική αναβάθμιση του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας προς την κατεύθυνση μιας βιώσιμης οικονομίας και κοινωνίας της γνώσης. Θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένα ενδιαφέροντα κατά τη γνώμη μου σημεία: 1. Το κεντρικό ερώτημα του Συνεδρίου: Πως η ελληνική παραγωγή μπορεί να επιβιώσει και να αναπτυχθεί σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης; Το κεντρικό ερώτημα που ετέθη μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Πώς σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού θα μπορέσει η ελληνική παραγωγή να αντιμετωπίσει τη διπλή ανταγωνιστική πίεση που δέχεται τόσο από τους αποκαλούμενους «φθηνούς παραγωγούς» (δηλαδή από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε χώρες χαμηλού κόστους εργασίας που δεν είναι πια μόνον ανειδίκευτη αλλά διαρκώς αναβαθμίζεται) όσο και από «ποιοτικά υπέρτερους παραγωγούς» που δραστηριοποιούνται σε χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου και σημαντικών τεχνολογικών και παραγωγικών ικανοτήτων; Το Συνέδριο δεν επιδίωξε και ασφαλώς δεν έδωσε εύκολες απαντήσεις σε σύνθετα και δύσκολα ερωτήματα. Πολύ περισσότερο δεν επιχείρησε να δώσει έτοιμες και ευκολοχώνευτες συνταγές για την επίλυση προβλημάτων που έχουν υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας. Σίγουρα, πάντως, συνέβαλε- με την πλειάδα των έγκυρων εισηγητών που συμμετείχαν από την Ελλάδα και το εξωτερικό- στην κατανόηση των διεθνών εξελίξεων και τάσεων αλλά και των διαφορετικών προσεγγίσεων που επιχειρούνται διεθνώς καθώς και στη διαμόρφωση «άποψης» για τις προοπτικές της σύγχρονης βιομηχανίας, ευρύτερα της σύγχρονης παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα. Το Συνέδριο συνεισέφερε ουσιαστικά στην τεκμηριωμένη εξέταση της μεγάλης εικόνας της εξέλιξης του παραγωγικού συστήματος της χώρας, στη διερεύνηση της στρατηγικής τοποθέτησής του και της προοπτικής του στον διεθνή ανταγωνισμό και τον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
4 2. Αποβιομηχάνιση και διεθνής πίεση για παραγωγική αναδιάρθρωση Μετά από τη δυναμική εκβιομηχάνιση της δεκαετίας του 1960 με αιχμή σημαντικούς και δυναμικούς για την εποχή κλάδους της μεταποίησης, αρχίζει να εκδηλώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 70- μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις- το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης και στη χώρα μας. Έτσι, ενώ το 1979, στις παραμονές του πρώτου μεταπολιτευτικού βιομηχανικού συνεδρίου του ΤΕΕ, η μεταποίηση συνεισέφερε το 22% του ΑΕΠ και ο ευρύτερος βιομηχανικός τομέας το 33%., το 2007 η συνεισφορά της μεταποίησης έχει πέσει στο 10,4%, ενώ όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι πια κατά τα 2/3 και πλέον του παραγόμενου εγχωρίου προϊόντος, οικονομίες υπηρεσιών. Ο συντελούμενος μετασχηματισμός ανέδειξε και στη χώρα μας νέες δραστηριότητες και νέες επιχειρήσεις καθώς και φαινόμενα έντονα δυϊσμού, όπου συνυπάρχουν πυρήνες δυναμισμού με φθίνουσες και αντιπαραγωγικές δραστηριότητες. Η στροφή προς μια οικονομία υπηρεσιών σε συνδυασμό με τη «βιομηχανοποίηση» πολλών υπηρεσιών- δηλαδή με το γεγονός ότι η παροχή πολλών σύγχρονων υπηρεσιών αποκτάει χαρακτηριστικά οργάνωσης βιομηχανικών δραστηριοτήτων- και την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών αλλάζει δραστικά το τεχνικο-οικονομικό υπόβαθρο της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Οι τεχνολογικές και οργανωσιακές μεταβολές έχουν οδηγήσει στη διεύρυνση του περιεχομένου της βιομηχανίας. Γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ μεταποίησης και υπηρεσιών, ενώ το ειδικό βάρος της γνώσης αυξάνεται δραστικά τόσο στη μεταποίηση όσο και στις υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, η είσοδος νέων βιομηχανικών υποκειμένων στον διεθνή καταμερισμό εργασίας (όπως η Κίνα, η Ινδία, άλλες ασιατικές χώρες, αλλά και οι γειτονικές χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης)- που δραστηριοποιήθηκαν αρχικά με βασικό μοχλό τη φθηνή ανειδίκευτη εργασία αλλά ολοένα και περισσότερο αξιοποιούν τη σχετικά φθηνή αλλά όλο και πιο εξειδικευμένη εργασία- τροποποιεί τον διεθνή συσχετισμό των βιομηχανικών δυνάμεων και οδηγεί στη γεωγραφική
5 μετατόπιση σημαντικών βιομηχανικών δραστηριοτήτων προς τις οικονομίες αυτές. Οι εξελίξεις αυτές θέτουν επιτακτικά το πρόβλημα της προσαρμογής του ελληνικού παραγωγικού συστήματος στα νέα διεθνή δεδομένα. Γενικότερα, η παγκοσμιοποίηση ως ένα πλέγμα περιορισμών και ευκαιριών δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί χωρίς σημαντικές αρνητικές παρενέργειες, πολύ περισσότερο για τη χώρα μας που είναι δεσμευμένη στην Ευρωπαϊκή προοπτική. Το κεντρικό ζήτημα, επομένως, που τίθεται είναι κατά πόσον θα έχουμε μια διεργασία δυναμικής και ενεργητικής προσαρμογής ή μια δαρβινικού τύπου παθητική προσαρμογή με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό της χώρας. Η διεργασία αυτή θα πρέπει να συνδυαστεί με μια δυναμική παρουσία της χώρας μας στον ευρωπαϊκό γίγνεσθαι με στόχο την υπεράσπιση αλλά και την αναγκαία ανανέωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, ειδικά μετά τις δυσμενείς συνθήκες που δημιούργησε η τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση,. 3. Το νέο αναπτυξιακό ζητούμενο: Αναζωογόνηση και αναπροσανατολισμός του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας Με την ολοκλήρωση μιας σχεδόν 15-ετούς ισχυρής αναπτυξιακής τροχιάς (1994-2008) που και λόγω της κρίσης αλλά και για ενδογενείς λόγους εξάντλησε τη δυναμική της, η ελληνική οικονομία αναζητά πλέον τις κατάλληλες πηγές για να τροφοδοτήσει ένα νέο αναπτυξιακό κύκλο που δεν θα εστιάζει μυωπικά στην ιδιωτική κατανάλωση και την εγχώρια ζήτηση, αλλά στην εξωστρέφεια και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών. Τίθεται επομένως το ζήτημα αν η χώρα μας έχει ή μπορεί να έχει μια κρίσιμη μάζα βιομηχανικών και ευρύτερα παραγωγικών δραστηριοτήτων εντάσεως γνώσης και τεχνολογίας. Οι δραστηριότητες αυτές δεν περιορίζονται μόνο στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας αλλά μπορούν να αναπτυχθούν και στους παραδοσιακούς κλάδους. Το ζήτημα είναι κρίσιμο όχι μόνο καθαυτό, αλλά γιατί ακόμα σχετίζεται στενά με την όλη εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Η πορεία προς τη
6 μεταβιομηχανική οικονομία και κοινωνία των υπηρεσιών ή με σύγχρονους όρους προς την οικονομία και την κοινωνία της γνώσης, δεν θεμελιώνεται στο κενό. Αποτελεί φυσική μετεξέλιξη εκείνων των κοινωνιών που έχουν μάθει να ενσωματώνουν τη γνώση και να τη μετατρέπουν σε καινοτομία και σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. 4. Κεντρική αναπτυξιακή επιλογή Η εμμονή σε αμυντικές πολιτικές ή σε πολιτικές που μονόπλευρα στηρίζονται στον ανταγωνισμό με βάση το χαμηλό κόστος εργασίας είναι αδιέξοδη. Υπάρχει κοινωνικό αλλά και οικονομικό όριο που κάνει αναποτελεσματική, αλλά και μη αποδεκτή μια τέτοια επιλογή. Επιπλέον στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, το πλέον πιθανό είναι πάντα να υπάρχει μία περιοχή του πλανήτη όπου να μπορούν να παραχθούν αντίστοιχα προϊόντα, με χαμηλότερο κόστος και όχι απαραίτητα με χειρότερη ποιότητα. Επομένως, η διέξοδος πρέπει να αναζητηθεί προς την κατεύθυνση της ποιοτικής αναβάθμισης και του αναπροσανατολισμού της παραγωγικής και της οικονομικής δραστηριότητας με αιχμές την ενσωμάτωση των τεχνολογιών της πληροφορικής και των επικοινωνιών παντού, την αξιοποίηση της γνώσης και των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δραστηριότητας, την προώθηση της καινοτομίας ως τρόπου σκέψης και δράσης, την καλλιέργεια της δημιουργικότητας, της κριτικής θεώρησης των πραγμάτων και της ανάπτυξης της πρωτοβουλίας ιδίως στους νέους και τις νέες. Η ελληνική οικονομία διένυσε μια μακρά περίοδο μεγέθυνσης που κατά βάση ήταν αποτέλεσμα της μακροοικονομικής σταθεροποίησης, της αυξημένης ρευστότητας σε ένα περιβάλλον πολύ χαμηλών επιτοκίων, της απελευθέρωσης κάποιων αγορών όπως οι τηλεπικοινωνίες και γενικότερα της επιτυχούς αναδιάρθρωσης ορισμένων παραδοσιακών κλάδων της μεταποίησης και των υπηρεσιών, αλλά και της προώθησης
7 μεγάλων κατασκευαστικών έργων υποδομής. Όμως, στο σημερινό δυσμενές διεθνές περιβάλλον, το συγκεκριμένο μοντέλο εξάντλησε τη δυναμική του. Αναδεικνύεται έτσι η ανάγκη αναζωογόνησης του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας με στροφή στην αξιοποίηση της γνώσης και της τεχνολογίας παντού με κινητήρια δύναμη το μορφωμένο και καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό που θα υποστηρίζει την ποιοτική ανάπτυξη. Η επένδυση στη γνώση, την έρευνα και τον ανθρώπινο παράγοντα σε συνδυασμό με την καλλιέργεια των αρχών μιας ανοιχτής και ανεκτικής κοινωνίας είναι το κλειδί για τη μελλοντική βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Μόνο σε αυτό το δύσκολο και ανηφορικό δρόμο μπορεί να υπάρξει βελτίωση της εξωστρέφειάς της, με περισσότερο ανταγωνιστικά προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας σε σχέση με το σημερινό εξαγωγικό μίγμα. 5. Κατευθύνσεις βιομηχανικής και τεχνολογικής πολιτικής και προϋποθέσεις εφαρμογής τους Η διαδικασία αυτή απαιτεί όμως της κινητοποίηση όλων των υγιών δυνάμεων του ελληνικού παραγωγικού ιστού και την υπέρβαση της αδράνειας των τελευταίων ετών. Η κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας θα πρέπει όμως να υποστηριχθεί από τον κατάλληλο συνδυασμό, το κατάλληλο μείγμα πολιτικών, την ανανέωση και την αναδιάρθρωση του ελληνικού παραγωγικού και τεχνολογικού συστήματος, του ελληνικού συστήματος καινοτομίας και διοίκησης. Τέσσερεις άξονες: α) Η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας καθώς και των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών παντού και πρώτα απ όλα
8 στους παραδοσιακούς κλάδους, όπου η χώρα μας έχει αναπτύξει μακροχρόνια συγκριτικά πλεονεκτήματα και δεξιότητες (τρόφιμα, κατασκευές, τουρισμός σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του πολιτισμικού και ιστορικού αποθέματος της χώρας, αναβαθμισμένες και τεχνολογικά εμπλουτισμένες υπηρεσίες, συγκεκριμένοι κλάδοι της παραδοσιακής μεταποίησης.), αλλά και σε νέες συναφείς δραστηριότητες (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, περιβάλλον, εξοικονόμηση ενέργειας,..) β) Μια διαφορετική και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση που εξυπηρετεί αποτελεσματικά και αποδοτικά τους χρήστες των υπηρεσιών της. Προς την κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία προϋπόθεση η ηλεκτρονικοποίηση των λειτουργιών της και η άσκηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης που θα προσδώσει οφέλη παραγωγικότητας σε ολόκληρη την οικονομία. Ευρύτερα, το κράτος πρέπει να μετασχηματισθεί σ έναν ευφυή αγοραστή, σε έναν αποτελεσματικό διαμορφωτή πολιτικών και σε έναν ικανό οργανωτή αναγκαίων δημόσιων παρεμβάσεων. γ) Επιχειρηματικότητα που βασίζεται στη γνώση και την καινοτομία, δηλ. ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας ευκαιρίας και όχι ανάγκης. δ) Η αναβάθμιση και η αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης των μηχανικών. Νέες δεξιότητες (οργάνωσης έργων, συνεργασίας, διαπραγμάτευσης..), κουλτούρα επίλυσης προβλημάτων και κριτικής αξιοποίησης πληροφοριών και γνώσεων, οικονομική και διοικητική παιδεία των μηχανικών, εξωστρέφεια, νέοι τρόποι μάθησης και αξιοποίησης της γνώσης, αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Ενίσχυση της οικονομικής και διοικητικής παιδείας των μηχανικών και καλλιέργεια ενός πνεύματος δημιουργικής επιχειρηματικότητας.
9 Προϋποθέσεις: α) Η αλλαγή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας αδράνειας, «εύκολων» επιλογών, και μετάθεσης των δύσκολων αποφάσεων για το απώτερο μέλλον. β) Πρόσβαση στη χρηματοδότηση, οικοδόμηση μηχανισμών και ικανοτήτων τεχνικής υποστήριξης και οργάνωσης έργων (όχι μόνον συμβατικών) γ) Η δυσκολία δεν περιορίζεται στον καλό σχεδιασμό των πολιτικών αλλά εντοπίζεται κυρίως στη διασφάλιση των προϋποθέσεων και των μηχανισμών για την επιτυχή υλοποίησή τους. δ) Η αξιοποίηση και η μάθηση από τις εμπειρίες των άλλων χωρών και ιδίως των ευρωπαϊκών χωρών. Θα πρέπει ταυτόχρονα να αντιμετωπισθούν οι παρενέργειες της αναγκαίας προσαρμογής και αναδιάρθρωσης του παραγωγικού συστήματος της χώρας με δέσμη μέτρων επανακατάρτισης και διευκόλυνσης της επανένταξης στην αγορά εργασίας σε συνδυασμό με απαραίτητα μέτρα κοινωνικής προστασίας. Οι πολιτικές αυτές καθίστανται ακόμα μάλιστα ακόμα πιο αναγκαίες στο σημερινό περιβάλλον μείωσης της απασχόλησης και αύξησης της ανεργίας, 6. Αναγκαίες παρεμβάσεις του ΤΕΕ
10 5.1. Παρεμβάσεις στη διαμόρφωση μεγάλων στρατηγικών επιλογών που αφορούν τη βιομηχανία και την ανάπτυξη. Συμβολή στην αναδιάρθρωση του ΕΣΠΑ και ευρύτερα στην αναπτυξιακή πολιτική προς τη βιώσιμη οικονομία και κοινωνία της γνώσης. 5.2. Εξειδικευμένες θεματικές παρεμβάσεις με τη διατύπωση συγκεκριμένων τεκμηριωμένων προτάσεων προς την κυβέρνηση, τους κοινωνικούς φορείς, τον τεχνικό κόσμο και ευρύτερα την ελληνική κοινωνία. Τέτοιου τύπου παρεμβάσεις αναβαθμίζουν τον δημόσιο διάλογο και την ποιότητα των δημόσιων πολιτικών. 5.3. Ειδικότερα, παρεμβάσεις στο δημόσιο διάλογο για την αναβάθμιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας, της εκπαίδευσης των μηχανικών και γενικότερα όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.