ΑΡΙΘΜΟΣ 1990/2007 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Ε

Σχετικά έγγραφα
NOMOΣ ΥΠ ΑΡΙΘ. 3937/2011 Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις Άρθρο 3 Εθνικό σύστηµα προστατευόµενων περιοχών 2. Το Υπουργείο Περιβάλλοντ

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

ΣΤΕ 2936/2017 [ΝΟΜΙΜΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΑΠ ΤΟΥ Υ.Δ. ΗΠΕΙΡΟΥ]

ΣτΕ 2915/2012 [Ακύρωση δασικής διάταξης για απαγόρευση της θήρας στο «Δέλτα Εβρου»]

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΦΥΣΗ 2000, Λεωφόρος Μεσογείων 119, Αθήνα ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΦΥΣΗ 2000

ΣτΕ 2134/2014 [ΥΑ για την παράταση αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών στην περιοχή του Δήμου Καλαμαριάς]

ΣτΕ 1178/2010 [«Σφράγιση» αυθαίρετης χρήσης σε αδόμητο οικόπεδο στην Κηφισιά]

ΣτΕ 1377/2016 [Εξαίρεση από την κατεδάφιση οικοδομής μετά την ακύρωση της οικοδομικής άδειας]

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΣτΕ 150/2018 [Παράνομη απόρριψη αίτησης για έγκριση κατά παρέκκλιση χρήσης τουριστικού καταλύματος στο παραδοσιακό τμήμα του Ναυπλίου]

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ

αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου που

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ. Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ Τόπος: ΑΘΗΝΑ Αριθ. Απόφασης: 2473 Ετος: Περίληψη. Κείμενο Απόφασης Αριθμός 2473/2010

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

Ορισμένα στοιχεία. Ορισμένα στοιχεία. Ορισμένα στοιχεία

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

ΣτΕ 632/2012 [Αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών επί τροποποίησης κανονιστικών όρων και περιορισμών δόμησης]

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤYO

ΣτΕ 1718/2012. Βασικές σκέψεις

ΣτΕ 2935/2012 [Παράνομη σφράγιση και χαρακτηρισμός ως αυθαίρετης της χρήσης καταστήματος πώλησης στερεοφωνικών αυτοκινήτων στη Ν.

προηγουμένων δεσμεύσεων του ακινήτου να υπολογίζεται υπέρ του τελευταίου ιδιοκτήτη (βλ. ΣΕ 2544/2005 επτ.). Εξ άλλου, από τον συνδυασμό των ανωτέρω

ΣτΕ Ακύρωση της παραγράφου 2 της ΠΟΛ.1008/2011 η οποία επιβάλει την υπογραφή λογιστή

ΣτΕ 1016/2018 [Παράνομη άδεια χρήσης νερού]

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΣτΕ 1254/2014 Ακύρωση της απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών

Αριθμός 178/2013 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ

999/2007 ΣΤΕ (ΑΝΑΣΤ) ( )

ΣτΕ 1483/2015 [Εκθεση αυτοψίας λόγω αυθαίρετης αλλαγής χρήσης]

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρήνη Σταυρουλάκη.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Αικ. Σακελλαροπούλου.

ΣτΕ 238/2018 [Παράνομη σημειακή τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου]

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

Ολ ΣτΕ 1264/ Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει για την απόκρουση της κρινομένης αιτήσεως η δικαιούχος των αδειών εταιρεία "...".

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΣτΕ 2579/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΑΕΠΟ ΑΙΟΛΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΣΕ ΑΝΑΔΑΣΩΤΕΑ ΈΚΤΑΣΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΓΚΡΙΣΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ]

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000»

του... ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Γεώργιο Δημάκη (Α.Μ. 7291), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

Νομολογία 3280/2003 ΣτΕ

ΑΔΑ: ΒΕΤ9Β-ΣΧΠ. ΑΔΑ: ΑΘΗΝΑ 26 / 2 / 2013 Αρ. Πρωτ. 599/26167

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητού, Συμβούλου Σωτηρίου Ρίζου.

Σχολιασμός απόφασης 893/2004 Ε Τμήμα. Α. Ιστορικό


ΣΤΕ 1511/2002 (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015

ΣτΕ Η φορολόγηση της «πραγματικής αξίας πώλησης μετοχών» μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

(άρθρο 5 του ν. 3886/2010 και το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει)

Ορισμένα στοιχεία. Ορισμένα στοιχεία. Ορισμένα στοιχεία. Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων

ΣτΕ 2302/2016 [Έγκριση παρέκκλισης χωρίς προηγούμενη οριοθέτηση παρακείμενου ρέματος]

Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή ΤΕΙ Θεσσαλίας

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΑΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟ Ε.Π.Χ.Σ.Α.Α. ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΣτΕ 1804/2018 [Νόμιμη ΑΕΠΟ για τη διενέργεια ερευνητικών γεωτρήσεων στην ευρύτερη περιοχή Γκιώνας]

ΣτΕ 2107/2010 [Παράνομη ανάκληση απόφασης για χαρακτηρισμό μνημείου]

ΣτΕ 2582/2016 [Μη επιβολή με ΓΠΣ προσδιορισμένου πολεοδομικού βάρους σε ακίνητο εκτός σχεδίου]

Αδειοδοτικά προβλήματα του μεταλλευτικού κλάδου. Κωνσταντίνος Γώγος Καθηγητής Νομικής Σχολής, Α.Π.Θ. Δικηγόρος

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ CITES

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΜΗΜΑ VΙΙ ΠΡΑΞΗ 126/2011. Προμήθεια εντύπων-μη λειτουργική δαπάνη

1405/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

του Δήμου Μυκόνου Νομού Κυκλάδων, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Σπυρίδωνα Λάβδα (Α.Μ. 61 Δ.Σ. Σύρου), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

\ψ W M Αριθμός 126/2011

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης» Άρθρο 1. Σύσταση και συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης (Κ.Ε.Κ.)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

3216/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Η. Τσακόπουλου.

Αριθμός 665/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΣτΕ 2138/2016 [Αποκατάσταση ΧΑΔΑ στις Σπέτσες]

Αριθμός 3596/2007 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Ε

Αριθµός 2169/2006 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Ε

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Μητρώο Προστατευόμενων Περιοχών

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣτΕ 2341/2009 Τμ. Ε [Ακίνητα περιοχής Μακρυγιάννη - ΔΣ Γρανάδας] Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 417/2017 [Νόμιμη απόρριψη αιτήματος Δήμου για τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΡΗΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟ Ν ο 12/ Αριθμός Απόφασης 75/2011

ΣτΕ 851/2016 [ Υπολογισμός αξίας ακινήτου για επιβολή εισφοράς σε χρήμα]

Πικέρμι, 21/10/2011. Αρ. Πρωτ.: 2284 ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

ΣτΕ 1360/2010 [Νόμιμη περιβαλλοντική αδειοδότηση μονάδας χαμηλής όχλησης στη ζώνη των 500μ. από οικισμό μη προϋφιστάμενο του 1923]

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣτΕ 3179/2009 Θέμα:[Καθορισμός χρήσεων και όρων δόμησης σε εκτός σχεδίου περιοχή εντός της ΖΟΕ Ν. Αττικής]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

" ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ. Page 1 of 5 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ

ΣτΕ 1455/2018 [Νόμιμη ΑΕΠΟ για το έργο μεταφοράς και διανομής νερού από τον π. Νέστο στις πεδιάδες Ξάνθης και Κομοτηνής]

Γραμματέας: Πελαγία Κρητικού, Προϊσταμένη VI Τμήματος.

Δαπάνες που δεν προβλέπονται από διάταξη νόμου προϋποθέσεις χαρακτηρισμού τους ως λειτουργικές.

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ

Π ρ ο σ ή λ θ ε [...] γ ι α να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2019 [...] αίτηση αναστολής,

Transcript:

ΑΡΙΘΜΟΣ 1990/2007 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Ε Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε Τμήματος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αθ. Ράντος, Αικ. Σακελλαροπούλου, Μ. Κωνσταντινίδου, Σύμβουλοι, Ολ. Παπαδοπούλου, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σακελλαρίου, Γραμματέας του Ε Τμήματος. Για να δικάσει την από 11 Ιουνίου 2004 αίτηση: των: 1)., κατοίκου. Ν. Φωκίδας, 2)., κατοίκου. Ν. Φωκίδας, 3)., κατοίκου. Ν. Φωκίδας και 4)., κατοίκου. Ν. Φωκίδας, οι οποίοι παρέστησαν με την δικηγόρο Αγγελική Χαροκόπου, που την διόρισαν με πληρεξούσιο, κατά των: 1) Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με την Αθηνά Αλεφάντη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 2) Υπουργού Ανάπτυξης, ο οποίος παρέστη με την Βασιλική Τύρου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 3) Γεωργίας (ήδη Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων), ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Γεωργάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κατά των παρεμβαινόντων: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «..», που εδρεύει στην Κηφισιά Αττικής, οδός., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αθανάσιο Τεγόπουλο (Α.Μ. 3725), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2) Συλλόγου με την επωνυμία «.» και 3) Συνδέσμου με την επωνυμία «.», που εδρεύουν στην. Ν. Φωκίδας, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Γεώργιο Δελμούζο (Α.Μ. 34 Άμφισσας), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ αριθμ. 176598/4446/22.12.2003 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων, Ανάπτυξης και Γεωργίας, με θέμα «την έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων βωξίτη σε χώρους συνολικής έκτασης 9.244.492,80 τετραγωνικών μέτρων στην ευρύτερη περιοχή της Γκιώνας, με όλα τα συνοδά έργα και δραστηριότητες της εκμεταλλεύσεως» και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Αγγ. Θεοφιλοπούλου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους των παρεμβαινόντων και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο 1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου 1831038 και 1370866/ 2004). 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται εμπροθέσμως η ακύρωση της 176598/4446/22.12.2003 κοινής απόφασης των Υφυπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων, Ανάπτυξης και Γεωργίας, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την εκμετάλλευση από την εταιρεία «.» κοιτασμάτων βωξίτη σε χώρους συνολικής έκτασης 9.244,492,80 μ2 στους μεταλλευτικούς τομείς: ΒΤ Ι, ΒΤ 2/1, ΒΤ 2/ΙΙ, ΒΤ 3/Ι, ΝΤ Ι, ΝΤ 3/Ι, ΝΤ 3/ΙΙ, που βρίσκονται στα διοικητικά όρια των Κοινοτήτων Αγίου Γεωργίου, Αγίας Ευθυμίας, Αποστολιάς, Βάργιανης, Γραβιάς, Καλοσκοπής, Καστελλίων, Οινοχωρίου, Πανουργιά, Προσηλίου Καρουτών και των Δήμων Άμφισσας και Λιδωρικίου του Νομού Φωκίδας και την εκτέλεση των ακόλουθων συνοδών έργων και δραστηριοτήτων : Συνεργείων επισκευής και συντήρησης χωματουργικών μηχανημάτων, εγκαταστάσεων υπέργειων δεξαμενών αποθήκευσης πετρελαίων και αντλιών, υποσταθμών ηλεκτρικής ενέργειας και σταθμών παραγωγής πεπιεσμένου αέρα, εφεδρικού ηλεκτροπαραγωγού ζεύγους, κεντρικού συνεργείου, ξυλουργείου και δασικών δρόμων για την εξυπηρέτηση των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων από την πιο πάνω εταιρεία. 3. Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι ως κάτοικοι των Κοινοτήτων. και. και του Δήμου Άμφισσας, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι από τη μεταλλευτική δραστηριότητα της «..», την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, θα επέλθει πολλαπλώς βλάβη στα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, αλλά και στην αισθητική του τοπίου διότι η δραστηριότητα αυτή συνεπάγεται κοπή μεγάλου αριθμού δένδρων, εξάντληση των υδάτινων πόρων της περιοχής, καταστροφή ή υποβάθμιση των δασών και των δασικών εκτάσεων, κάλυψη μεγάλης έκτασης δάσους και δασικών εκτάσεων από την απόθεση στείρων 1

και την κατασκευή των συνοδών έργων, πρόκληση καθιζήσεων, και κίνδυνο πρόκλησης ατυχημάτων κατά την εξόρυξη μεταλλευμάτων και την εναπόθεση στείρων, λόγω και της άμεσης γειτνίασης με κατοικημένες περιοχές, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, ομοδικούν δε παραδεκτώς προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση. 4. Επειδή, η ανώνυμη εταιρεία «..» παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτησή της. 5. Επειδή, παρεμβαίνουν στην παρούσα δίκη και σωματεία με την επωνυμία «.» και «.». Τα σωματεία αυτά προσκόμισαν τα 788 και 789/6.9.2006 πληρεξούσια του Συμβολαιογράφου Άμφισσας., αντιστοίχως, με τα οποία εγκρίνεται η άσκηση των παρεμβάσεων και παρέχεται στον παραστάντα δικηγόρο ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να παραστεί στη δίκη, όχι όμως και επικυρωμένα αντίγραφα των καταστατικών τους ή άλλα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει αφενός η νόμιμη υπόστασή τους και αφετέρου οι καταστατικοί σκοποί τους, από τους οποίους εξαρτάται το έννομο συμφέρον να ασκήσουν τις παραπάνω παρεμβάσεις (ΣτΕ 2239/1999 Ολ.). Συνεπώς, οι παρεμβάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. 6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την 125465/15.3.2002 κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων και Ανάπτυξης εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων βωξίτη της εταιρείας «.» σε χώρους συνολικής εκτάσεως 10.309.525,68 τ.μ., που βρίσκεται στα διοικητικά όρια των πιο πάνω Κοινοτήτων και Δήμων του Νομού Φωκίδας. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε η από 1.10.2003 αίτηση ακυρώσεως από το περιβαλλοντικό σωματείο «.», άλλο ένα σωματείο και κατοίκους της περιοχής και με την 583/2003 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών ανεστάλη εν μέρει η εκτέλεση της πιο πάνω κοινής υπουργικής αποφάσεως. Ακολούθως, οι ίδιοι περιβαλλοντικοί όροι εγκρίθηκαν και από τον Υπουργό Γεωργίας, με την 103453/1852/25.6. 2003 απόφαση αυτού, διότι, μολονότι οι περιβαλλοντικοί όροι αφορούσαν έργα και δραστηριότητες σε δάση και δασικές περιοχές, η πιο πάνω κοινή υπουργική δεν είχε συνυπογραφεί από τον Υπουργό Γεωργίας. Οι ίδιοι αιτούντες, περιβαλλοντικά σωματεία και κάτοικοι, άσκησαν αίτηση ακυρώσεως και κατά της αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας. Ενόψει της διαπιστώσεως ότι αν και σημαντικό μέρος των χώρων επέμβασης που αναφέρονται στην Κ.Υ.Α. 125465/15.3.2002 βρίσκονται εντός της περιοχής «όρος Γκιώνα» με κωδικό GR 2450002 του εθνικού καταλόγου περιοχών που προτείνονται για ένταξη στο Ευρωπαϊκό δίκτυο NATURA 2000 (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ), δεν είχε γίνει αναφορά για το θέμα αυτό στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που συνοδεύει αυτή την απόφαση, η Δ/νση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με το οικ. 111482/31.7.2003 έγγραφο ζήτησε από την ενδιαφερόμενη εταιρεία να υποβάλει αντίγραφο της Μ.Π.Ε. αυτής και τεχνική έκθεση, στην οποία να αναλύονται ιδιαίτερα οι επιπτώσεις και οι τρόποι αντιμετώπισής τους από τη δραστηριότητα στους χώρους αυτούς, ώστε να κριθεί αν θα πρέπει, κατ εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν.1650/1986, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 3010/2002, να επιβληθούν πρόσθετοι περιβαλλοντικοί όροι ή να μεταβληθούν οι όροι των πιο πάνω πράξεων. Μετά την υποβολή συμπληρωματικών στοιχείων από την εταιρεία «..» (κατόπιν της αλλαγής επωνυμίας της εταιρείας «.») και τη διατύπωση γνώμης από το Τμήμα Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και τη Δ/νση Αισθητικών Δασών, Δρυμών και Θήρας του Υπουργείου Γεωργίας επί της Μ.Π.Ε. και των συμπληρωματικών στοιχείων αυτής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 176598/4446/22.12.2003 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων, Ανάπτυξης και Γεωργίας. Με την κοινή αυτή υπουργική απόφαση εγκρίθηκαν νέοι περιβαλλοντικοί όροι για την επίδικη εκμετάλλευση κοιτασμάτων βωξίτη, με περιορισμό της αρχικής εκτάσεως από 10.309.525,68 τ.μ. σε 9.244.492,80 τ.μ. και ορίσθηκε ότι παύει η ισχύς της Κ.Υ.Α. 124565/15.3.2002 και της 103453/1852/25.6.2003 απόφασης του Υπουργού Γεωργίας. Ειδικότερα, με τη νέα Κ.Υ.Α. λαμβάνεται υπ όψιν και εκτιμάται το γεγονός της υπάρξεως κοιτασμάτων εντός περιοχών που εμπίπτουν στο δίκτυο NATURA 2000, τίθενται απαγορεύσεις αξιοποίησης ορισμένων νέων κοιτασμάτων, τα οποία εμπίπτουν σε οικοτόπους προτεραιότητας, και προβλέπονται όροι και περιορισμοί ως προς την εκμετάλλευση επί μέρους κοιτασμάτων που κείνται εντός ευαίσθητων περιβαλλοντικά ζωνών. 7. Επειδή, στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι : «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας». Διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος και για την αρχή της αειφόρου αναπτύξεως περιέχουν, εξ άλλου, τόσο η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση, όσο και η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με την Συνθήκη του Αμστερνταμ, που κυρώθηκε με 2

τον ν. 2691/1999 (Α 47) και τέθηκε σε ισχύ από 1.5.1999 (ανακοίνωση της 6.4.1999, Α 87). Ειδικότερα, η μεν Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση ορίζει μεταξύ των στόχων της Ενώσεως την επίτευξη ισόρροπης και αειφόρου αναπτύξεως (έβδομη παράγραφος του προοιμίου και άρθρο Β, ήδη άρθρο 2 με την νέα αρίθμηση), η δε Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ορίζει ως αποστολή της Κοινότητος την προαγωγή αρμονικής, ισόρροπης και αειφόρου αναπτύξεως των οικονομικών δραστηριοτήτων και περαιτέρω προβλέπει ότι η πολιτική της Κοινότητος στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αρχές της προφυλάξεως και της προληπτικής δράσεως (άρθρα 2 και 130 Ρ παρ. 2, ήδη άρθρα 2 και 174 παρ. 2 με την νέα αρίθμηση). Ενόψει της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής, όπως είχε πριν την αναθεώρηση του 2001, εκδόθηκε ο ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α ), με τον οποίο θεσπίζονται κανόνες αναφερόμενοι, πλην άλλων, στις προϋποθέσεις και στην διαδικασία για την έγκριση της εγκαταστάσεως δραστηριοτήτων ή εκτελέσεως έργων από τα οποία απειλούνται δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, οι σχετικές διατάξεις του οποίου αντικαταστάθηκαν με το ν. 3010/2002 (ΦΕΚ 91 Α ) προκειμένου να εναρμονισθούν με τις οδηγίες 97/11/Ε.Ε. και 96/61/Ε.Ε. Με βάση εξουσιοδοτήσεις των άρθρων 3, 4 παράγραφοι 10 και 11 και 5 παράγραφος 1 του ν. 1650/1986, αλλά και σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες 84/360/ΕΟΚ και 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ε.Κ., εκδόθηκε η κοινή υπουργική απόφαση 69269/5387/24.10. 1990 (ΦΕΚ 678 Β ) με την οποία καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα απαιτούμενα στοιχεία και προδιαγραφές του περιεχομένου των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθώς και η διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων και, κατ εξουσιοδότηση των ίδιων διατάξεων του ν.1650/1986, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 1 και 2 του ν. 3010/2002, εκδόθηκε η κοινή υπουργική απόφαση 15393/2332/5.8.2002 (ΦΕΚ 1022 Β ) που ρυθμίζει τα αντίστοιχα θέματα. 8. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις, το φυσικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό προκειμένου να εξασφαλισθεί η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επομένων γενεών. Όπως προκύπτει, μάλιστα, από την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη, ο συντακτικός νομοθέτης δεν αρκέσθηκε στην πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους που έχουν σχετική αρμοδιότητα να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την διαφύλαξη του προστατευομένου αγαθού και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό και στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα. Κατά την λήψη, εξ άλλου, των μέτρων αυτών τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ερμηνευομένης ενόψει και των άρθρων 106 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με τους σκοπούς της οικονομικής αναπτύξεως, της αξιοποιήσεως του εθνικού πλούτου, της ενισχύσεως της περιφερειακής αναπτύξεως και της εξασφαλίσεως εργασίας στους πολίτες, δηλαδή σκοπούς για τους οποίους λαμβάνεται πρόνοια στο Σύνταγμα και, συγκεκριμένα, στα προαναφερόμενα άρθρα 106 και 22 παρ. 1. Η επιδίωξη όμως των σκοπών αυτών και η στάθμιση των προστατευομένων αντιστοίχων εννόμων αγαθών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία απέβλεψε ο συντακτικός αλλά και ο κοινοτικός νομοθέτης. Κατά την στάθμιση εξ άλλου αυτή, σε συμμόρφωση προς την αρχή της προλήψεως και προφυλάξεως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, που απορρέει από τις ανωτέρω διατάξεις, τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας πρέπει να λαμβάνουν προεχόντως υπόψη την τυχόν ύπαρξη ιδιαιτέρου κινδύνου για το φυσικό περιβάλλον από την κατασκευή και λειτουργία συγκεκριμένου έργου ή την ανάπτυξη συγκεκριμένης δραστηριότητας και να μη παρέχουν τη σχετική έγκριση αν διαπιστώσουν αιτιολογημένα ότι ο κίνδυνος αυτός, στον οποίο περιλαμβάνεται και ο επαπειλούμενος από ενδεχόμενη πλημμελή λειτουργία του έργου, υπερακοντίζει προδήλως τα προσδοκώμενα οφέλη από την λειτουργία του. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση πρέπει, προκειμένου η στάθμιση αυτή να γίνεται κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στην ανάγκη προστασίας των εκατέρωθεν διακυβευομένων εννόμων αγαθών, να εκτίθενται και να συνεκτιμώνται κατά τρόπο επαρκή αφ ενός μεν ο τρόπος και η μέθοδος κατασκευής και λειτουργίας της συγκεκριμένης εγκαταστάσεως και αφ ετέρου ο ειδικότερος χαρακτήρας του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο προσδοκάται ότι θα εξυπηρετηθεί από το έργο ή την δραστηριότητα αυτή, δεδομένου ότι η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη στάθμιση συναρτάται εκάστοτε με το είδος και την έκταση της επαπειλούμενης βλάβης και την φύση της εξυπηρετούμενης με την εκτέλεση του έργου ανάγκης. Περαιτέρω, σε περίπτωση προσβολής με αίτηση ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατά τη διαδικασία, με την οποία τα αρμόδια όργανα της Διοικήσεως εκτιμούν εκ των προτέρων τις αναμενόμενες συνέπειες για το περιβάλλον από σχεδιαζόμενα έργα ή δραστηριότητες και κρίνουν αν και με ποιούς όρους μπορεί να πραγματοποιηθεί το έργο ή η 3

δραστηριότητα ώστε να μη παραβιάζεται η αρχή της βιώσιμης αναπτύξεως, ο ακυρωτικός δικαστής ερευνά εάν τηρήθηκε συννόμως από ουσιαστική και τυπική άποψη η διαδικασία αυτή και αν τα στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η ελεγχόμενη διοικητική πράξη, είναι σύμφωνα με τους σχετικούς ορισμούς της νομοθεσίας και επαρκή για να προσδώσουν έρεισμα στην πράξη. Ειδικότερα, κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου, στον οποίο περιλαμβάνεται και η πλάνη περί τα πράγματα, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελεί το βασικό μέσο εφαρμογής της αρχής της προλήψεως και προφυλάξεως, ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου ή της δραστηριότητος και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές, καθώς και αν το προσδοκώμενο από αυτό όφελος τελεί σε σχέση αναλογίας με την τυχόν επαπειλούμενη βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος. Η ευθεία, όμως, αξιολόγηση εκ μέρους του δικαστή των συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητος και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης αναπτύξεως εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου διότι προϋποθέτουν διαπίστωση πραγματικών καταστάσεων, διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και στάθμιση στηριζομένη στις εκτιμήσεις αυτές. Κατ ακολουθίαν, παράβαση της αρχής της βιώσιμης αναπτύξεως μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή τη δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη ή είναι προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο όφελος και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την ανωτέρω συνταγματική αρχή (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 613/2002, 3478/2000). 9. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2837/2000 «Ρύθμιση θεμάτων Ανταγωνισμού Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, Τουρισμού και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 178 Α ), ορίζεται ότι: «1.α. Ο χώρος στον οποίο εντοπίζεται κοίτασμα μεταλλευτικών, βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων θεωρείται εκ του νόμου χωροθετημένο μεταλλείο ή λατομείο αντίστοιχα. β. Για την έρευνα και εκμετάλλευση όλων των παραπάνω έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν. 1428/ 1984, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 2115/1993. γ. Πριν από την έναρξη έρευνας και εκμετάλλευσης μεταλλείου απαιτείται να εφοδιασθεί ο έχων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33, 59, 74, 76, 143, 144, 146 του ν.δ/τος 210/1973 «περί Μεταλλευτικού Κώδικος» μεταλλευτικό δικαίωμα, με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α ) έγκριση περιβαλλοντικών όρων, που εκδίδεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού. Για το σκοπό αυτόν υποβάλλεται από τους ενδιαφερόμενους αίτηση, που συνοδεύεται από μελέτη, που συντάσσεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Κ.Υ.Α. 183037/5115/ 19.8.1980 (ΦΕΚ 820 Β ) και το ερωτηματολόγιο του πίνακα 3 του άρθρου 16 της Κ.Υ.Α. 69269/5387/24.10.1990 (ΦΕΚ 687 Β ). 2». Εξάλλου, η ως άνω διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 1428/1984, όπως αντικαταστάθηκε, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2837/2000, ορίζει ότι «Για την εκμετάλλευση λατομείων αδρανών υλικών, καθώς και την εντός αυτών ανέγερση και λειτουργία μηχανολογικών εγκαταστάσεων και κτιρίων που εξυπηρετούν την εκμετάλλευση δεν απαιτείται η υπό της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α ) προβλεπόμενη προέγκριση χωροθετήσεως», ενώ, από το άρθρο 85γ του Μεταλλευτικού Κώδικα (ν.δ. 210/1973, Α 277), που προστέθηκε με το άρθρο 18 του ν. 276/1976 (ΦΕΚ 50 Α ), συνάγεται ότι ο βωξίτης θεωρείται ως μεταλλευτικό ορυκτό. Περαιτέρω, κατά τις παραγράφους 1α και 2 του άρθρου 4 του πιο πάνω ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3010/2002 (ΦΕΚ 91 Α ), για την πραγματοποίηση νέων ή την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό υφισταμένων δημοσίων ή ιδιωτικών έργων ή δραστηριοτήτων απαιτείται η έγκριση όρων για την προστασία του περιβάλλοντος, μετά από υποβολή, για τα έργα της πρώτης κατηγορίας του προηγούμενου άρθρου 3 παρ. 2, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3010/2002, δηλαδή τα έργα που είναι πιθανόν να προκαλέσουν σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον, μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εξάλλου, κατά την παρ. 6 περ. στ. του αυτού άρθρου 4 του ν. 1650/1986, όπως ισχύει, «προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση δεν απαιτείται στις περιοχές που εντοπίζονται κοιτάσματα μεταλλευτικών ορυκτών, βιομηχανιών ορυκτών και μαρμάρων, σύμφωνα με την περ. Α της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 2837/2000 (ΦΕΚ 178 Α ), καθώς και στις μεταλλευτικές και λατομικές περιοχές που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία». Στην 5η ομάδα της ως άνω πρώτης κατηγορίας έργων, Υποκατηγορία 1η, κατατάσσεται, κατά το άρθρο 4 της κοινής υπουργικής αποφάσεως 15393/2332/5.8.2002 και η επιφανειακή και υπόγεια εξόρυξη μεταλλευμάτων. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για την εξόρυξη βωξίτη δεν απητείτο η τήρηση της διαδικασίας προεγκρίσεως χωροθετήσεως κατά το ν. 1650/1986 ούτε ήδη η τήρηση της κατά το ν. 3010/2002 διαδικασίας 4

προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης, επιβάλλεται όμως η έκδοση, κατά το άρθρο 4 του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το ν. 3010/2002, πράξης εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων. Η ρύθμιση αυτή, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό τόσο με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και με τις διατάξεις των οδηγιών 84/360/ΕΟΚ, 85/337/ΕΟΚ, 97/11/Ε.Ε. και 96/61/ Ε.Ε. του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε συμμόρφωση προς τις οποίες εκδόθηκε ο ν. 1650/1986 και ο ν. 3010/2002, προϋποθέτει ότι, κατά την έκδοση της πράξεως εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων, εξετάζονται όχι μόνο τα στοιχεία που, κατά την οικεία νομοθεσία, ερευνώνται κατά την έκδοση της πράξεως αυτής αλλά και όλα τα λοιπά στοιχεία που, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου, αποτελούν αντικείμενο εξετάσεως κατά τα προγενέστερα στάδια της σχετικής διοικητικής διαδικασίας. Τα στοιχεία αυτά είναι, μεταξύ άλλων, η κατ αρχήν συμβατότητα της ασκήσεως της συγκεκριμένης εξορυκτικής δραστηριότητος προς τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος, η οποία δεν αποκλείεται να καταλήξει, υπό τις ειδικές εκάστοτε περιστάσεις, σε άρνηση της έγκρισης της ασκήσεως της δραστηριότητος ακόμη και σε περιοχή όπου έχει εντοπισθεί κοίτασμα μεταλλευτικών ορυκτών, καθώς και η επιλογή της συγκεκριμένης περιοχής, από την οποία θα εκκινήσει ή στην οποία θα εντοπισθεί η εξορυκτική δραστηριότητα, σε συνδυασμό πάντοτε προς τις τυχόν εκάστοτε υφιστάμενες γενικότερες κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού. Κατά την διαδικασία, εξ άλλου, εγκρίσεως, κατά τις ειδικές αυτές διατάξεις, των περιβαλλοντικών όρων ασκήσεως της εξορυκτικής δραστηριότητος τηρούνται, επίσης, και όλες οι απαιτήσεις της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας για την εξέταση εναλλακτικών λύσεων και για την ενημέρωση και συμμετοχή του κοινού στην διαδικασία εγκρίσεως του οικείου σχεδίου. Με την ερμηνεία αυτή, οι ως άνω διατάξεις, κατά το μέρος που προβλέπουν την απαλλαγή από την υποχρέωση τηρήσεως του προηγούμενου σταδίου της προεγκρίσεως χωροθετήσεως και ήδη της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης μεταθέτουν, όμως, την εξέταση όλων των κατά νόμο στοιχείων στο στάδιο της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων, δεν παραβιάζουν τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου, δεδομένου ότι η διαδικασία έρευνας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων συγκεκριμένου έργου σε δύο στάδια δεν έχει έρεισμα στο Σύνταγμα ή σε ορισμούς των ως άνω κοινοτικών οδηγιών (πρβλ. ΣτΕ 998/2005 Ολ.). Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, εκδοθείσα χωρίς την προηγούμενη προέγκριση χωροθέτησης ή προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση κατ επίκληση των, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, ανίσχυρων, ως αντικείμενων στο κοινοτικό δίκαιο και στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος διατάξεων των εδ. α και β της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2837/2000, είναι παράνομη και ακυρωτέα. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων είναι ακυρωτέα, ως εκδοθείσα κατ επίκληση του εδ. γ της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2837/2000, το οποίο δεν απαιτεί την προηγούμενη υποβολή μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά το ν. 1650/1986 και το ν. 3010/2002, αλλά μόνον μελέτης σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Κ.Υ.Α. 183037/1980, που έχει εκδοθεί κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 45 παρ. 5 του ν. 998/1979, και ερωματολογίου του πίνακα 3 του άρθρου 16 της Κ.Υ.Α. 69269/1990. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η υποβαλλόμενη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου και όταν, ανεξάρτητα από την τυχόν ονομασία της περιέχει τα στοιχεία του κεφαλαίου Ι του Πίνακα 3, συμπληρούμενα με τα ευθέως απαιτούμενα από το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3010/2002, στοιχεία, καθώς επίσης και τεκμηριωμένη αιτιολόγηση των απαντήσεων στα ερωτήματα του κεφαλαίου ΙΙ του αυτού πίνακα, κατά τρόπον ώστε να έχει ουσιαστικώς τα χαρακτηριστικά επιστημονικής εργασίας με λογική θεμελίωση και τεκμηρίωση των κρίσεων (ΣτΕ 3398/2003, 744/1997) και, επομένως, είναι νομικώς αδιάφορο ότι στο προοίμιο της προσβαλλόμενης πράξης (αριθ. 14) η υπό έγκριση Μ.Π.Ε. αναφέρεται ως «Μελέτη του άρθ. 45 παρ. 5 του Ν. 998/ 79». Άλλωστε, στο προοίμιο της προσβαλλομένης αφενός γίνεται επίκληση γενικώς του άρθρου 12 του ν. 2837/2000 και όχι ειδικώς του εδ. γ (αρ. 13 προοιμίου), και αφετέρου μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του ν. 1650/1986, ως τροποποιηθείς ισχύει, της Κ.Υ.Α. 69269/ 5387/1990 και της Κ.Υ.Α. 15393/2332/2002 (βλ. αρ. 1, 2 και 6 προοιμίου), ενώ στη Μ.Π.Ε. ρητώς αναφέρεται ότι στο περιεχόμενό της έχουν προστεθεί και στοιχεία που απαιτούνται από το άρθρο 5 του ν. 1650/1986 και την προαναφερθείσα Κ.Υ.Α. 69269/1990 (βλ. Τόμος Α, 2.1., σελ. 10), δεν ασκεί δε επιρροή στο κύρος της προσβαλλόμενης πράξης το γεγονός ότι, στην προκείμενη περίπτωση, καταρτίστηκε και το ερωτηματολόγιο του Πίνακα 3 της Κ.Υ.Α. 69269/1990. 10. Επειδή, με το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 24, ανατίθεται στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, ενώ με το τελευταίο εδάφιο της ίδιας παραγράφου επιβάλλεται ευθέως ο κανόνας απαγόρευσης μεταβολής του προορισμού τους, παρέχεται δε στο νομοθέτη η δυνατότητα να επιτρέψει μόνον κατ εξαίρεση την αλλοίωση της μορφής των 5

δασών και των δασικών εκτάσεων για λόγους δημόσιας ωφέλειας, αφού εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της αλλοιώσεως στο φυσικό περιβάλλον, η σημασία της διαφυλάξεως των εκτάσεων με δασική βλάστηση συγκριτικά με τη σημασία που έχει ο σκοπός για τον οποίο αυτή επιβάλλεται καθώς και με τον τρόπο, με το οποίο ο σκοπός αυτός θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί χωρίς αλλοίωση, και μόνον αν ο σκοπός δεν μπορεί να εκπληρωθεί με άλλον τρόπο που, έστω και δαπανηρότερος, δεν θα έθιγε την υπάρχουσα στην έκταση δασική βλάστηση (ΣτΕ 2089/2004, 1986/2002, 3395/ 2001). Εξάλλου, με το άρθρο 57 του Ν. 998/1979 «Περί προστασίας των Δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας» (ΦΕΚ 289 Α ), επιτρέπεται η έρευνα για την ανεύρεση μεταλλευτικών και λατομικών ορυκτών (παρ. 1) και η εκμετάλλευση μεταλλείων και λατομείων (παρ. 2) εντός δασών και δασικών εκτάσεων του άρθρου 3 του νόμου αυτού. Ειδικότερα στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι: «Δια της σχετικής περί εγκρίσεως των ως άνω ερευνών αποφάσεως δύνανται να τίθενται περιορισμοί ως προς την έρευναν εντός δασών και δασικών εκτάσεων καθορίζονται δε συγχρόνως και αι υποχρεώσεις του ερευνητού δια την προστασίαν του δασικού περιβάλλοντος και την αποκατάστασιν του τοπίου και της δασικής βλαστήσεως μετά το πέρας της ερεύνης ως και αι υποχρεώσεις του εν περιπτώσει εκμεταλλεύσεως της εκτάσεως». Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «Πάσα εκ των ερευνών ή εκ της εκμεταλλεύσεως προκαλουμένη εις δάσος ή δασικάς εκτάσεις ζημία αποκαθίσταται συμφώνως προς την κατά το άρθρον 47 παρ. 4 μελέτην και τας εντολάς της αρμοδίας δασικής αρχής. Η έχουσα την εκμετάλλευσιν επιχείρησις υποχρεούται να προβαίνη περιοδικώς εις αποκατάστασιν του τοπίου και της δασικής βλαστήσεως δια της εφαρμογής προγράμματος αναδασώσεως εγκρινομένου υπό της δασικής αρχής. Εφ όσον η τοιαύτη αποκατάστασις και η πραγματοποίησις της αναδασώσεως είναι ιδιαιτέρως δυσχερής, η δασική αρχή δύναται να υποχρεώση την επιχείρησιν, αντί της ως άνω αποκαταστάσεως, εις αναδάσωσιν ετέρας εγγύς ευρισκομένης περιοχής, εκτάσεως μείζονος μέχρι και του πενταπλασίου εκείνης εις ην επήλθεν η εκ της εκμεταλλεύσεως ζημία. Η μη συμμόρφωσις του υποχρέου προς τα ανωτέρω συνεπάγεται την επιβολήν εις αυτόν των οικείων δαπανών δια την υπό της δασικής υπηρεσίας αποκατάστασιν της ζημίας του δασικού περιβάλλοντος ή την διενέργειαν των ρηθεισών αναδασώσεων». 11. Επειδή, με το π.δ. 402/1988 (Α 187) εγκρίθηκε ο Οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας, ο οποίος πλην άλλων προβλέπει τις Διευθύνσεις Αναπτύξεως Δασικών Πόρων (άρθρο 1 παρ. 2δ), Προστασίας Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος (άρθρο 1 παρ. 2ε), Διαχειρίσεως Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος (άρθρο 1 παρ. 2στ) και Αισθητικών Δασών - Δρυμών και Θήρας (άρθρο 1 παρ. 2ζ). Περαιτέρω, το Τμήμα Λοιπών Κινδύνων και Αλλαγής Χρήσεως των Δασικών Γαιών της δεύτερης από τις ανωτέρω Διευθύνσεις έχει, μεταξύ άλλων, αρμοδιότητα για την «εφαρμογή της πολιτικής για την αλλαγή της μορφής, του χαρακτήρα και της χρήσης των δασικών γαιών και των φυσικών τους πόρων στα πλαίσια των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων» (άρθρο 6 παρ. 2 εε του αυτού π.δ/τος 402/1988) και το Τμήμα Δασικού Περιβάλλοντος - Εθνικών Δρυμών - Δασικής Αναψυχής της τέταρτης από τις ανωτέρω Διευθύνσεις είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 8 παρ. 2 α. του ίδιου π.δ/τος, μεταξύ άλλων, για τη μέριμνα διατήρησης του φυσικού δασικού περιβάλλοντος και τη μελέτη των συναφών θεμάτων (περ. αα.), την παροχή οδηγιών για την πρόληψη αλλοίωσης του δασικού περιβάλλοντος από την εγκατάσταση λατομείων, μεταλλείων και τεχνικών έργων και τη μέριμνα για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος (περ. δδ.) και τη μέριμνα για την κατάρτιση τεχνικών προδιαγραφών και οδηγιών σύνταξης όλων των σχετικών με τα παραπάνω θέματα μελετών (περ. στστ). Στον παραπάνω Οργανισμό προβλέπεται επίσης Διεύθυνση Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος (άρθρο 1 παρ. 2 κθ), οι αρμοδιότητες της οποίας κατανέμονται ως εξής μεταξύ των τεσσάρων τμημάτων της : «α. Τμήμα Χωροταξίας. Η μέριμνα για την κατανομή, οριοθέτηση και χαρτογράφηση των ανανεώσιμων και μη πόρων του γεωργικού χώρου και των έργων υποδομής του, τη χωροθέτηση των δραστηριοτήτων του καθώς και τη διατύπωση των απόψεων του Υπουργείου για κάθε αλλαγή στη χρήση ή την αφαίρεση των πόρων αυτών από ποσοτικής πλευράς, με σκοπό τη διατήρηση του ισοζυγίου τους και τη διασφάλιση των έργων υποδομής του γεωργικού χώρου. β. Τμήμα Προστασίας Περιβάλλοντος από γεωργικές δραστηριότητες. Η μέριμνα για την προστασία από τη ρύπανση και υποβάθμιση των εδαφικών και υδατικών πόρων που προορίζονται για τις ανάγκες της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας καθώς και της γεωργοκτηνοτροφικής και αλιευτικής παραγωγής από κάθε μορφής γεωργική δραστηριότητα. γ. Τμήμα Προστασίας Περιβάλλοντος από εξωγεωργικές δραστηριότητες. Η μέριμνα για την προστασία από τη ρύπανση και υποβάθμιση των εδαφικών και υδατικών χώρων που προορίζονται για τις ανάγκες της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και αλιείας καθώς και της γεωργοκτηνοτροφικής και αλιευτικής παραγωγής από κάθε μορφής εξωγεωργική δραστηριότητα. δ. Τμήμα Οικολογικής Προστασίας Περιβάλλοντος. Η μέριμνα για την οικολογική προστασία, τη βελτίωση και την αποκατάσταση του γεωργικού περιβάλλοντος και τη διατήρηση και προστασία των βιοτεχνικών 6

αποθεμάτων της χώρας» (άρθρο 30 του αυτού π.δ/τος 402/1988). Ακολούθως, με το π.δ. 356/1990 (Α 143) συστήθηκε στο Υπουργείο Γεωργίας Γενική Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών και Έρευνας, στην οποία υπήχθη και η ανωτέρω Διεύθυνση Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος (άρθρο 1 παρ. 1.ε.γγ). Εξάλλου, με την υπ αριθμ. 399580/30.10.2001 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Γεωργίας (Β 147/31.10.2001), ανατέθηκε στον Υφυπουργό Γεωργίας Ευάγγελο Αργύρη η άσκηση των αρμοδιοτήτων, πλην άλλων, και της προαναφερόμενης Γενικής Διευθύνσεως (άρθρο 2 παρ. 2γ). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η αρμοδιότητα των Διευθύνσεων Προστασίας Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος αφενός και Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος αφετέρου, να επιληφθούν της εκδόσεως πράξεως και να εισηγηθούν σχετικώς στο κατά την οικεία νομοθεσία αποφασίζον όργανο εξαρτάται από τον προέχοντα χαρακτήρα της πράξεως, ήτοι από το ζήτημα εάν η πράξη αυτή αφορά σε έργο εκτελούμενο δυνάμει διατάξεων που εντάσσονται στην περιβαλλοντική νομοθεσία, οπότε αρμόδια είναι η Διεύθυνση Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος, αδιαφόρως του δασικού ή μη χαρακτήρα του χώρου, όπου τούτο θα εγκατασταθεί, ή έργο πραγματοποιούμενο σε έκταση με δασικό χαρακτήρα, του οποίου ο κύριος προορισμός δεν σχετίζεται γενικότερα με την προστασία του περιβάλλοντος, η δε αρμοδιότητα του Υπουργείου Αγροτικής Αναπτύξεως και Τροφίμων θεμελιώνεται αποκλειστικά στην ανάγκη προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων, οπότε αρμόδια είναι η Διεύθυνση Προστασίας Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος (ΣτΕ 1151/2007). Εξάλλου, η αρμοδιότητα του Τμήματος Δασικού Περιβάλλοντος Εθνικών Δρυμών και Αναψυχής αφορά στην παροχή οδηγιών προς τις αρμόδιες υπηρεσίες για την πρόληψη της αλλοίωσης του δασικού περιβάλλοντος από την εγκατάσταση λατομείων, μεταλλείων και τεχνικών έργων, στη μέριμνα για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος και στην κατάρτιση τεχνικών προδιαγραφών και παροχή οδηγιών για τη σύνταξη των σχετικών μελετών. 12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1650/1986 και των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 2837/2000, 45 παρ. 5 και 57 του ν. 998/1979, οι οποίες εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, και έχει ως αντικείμενο την προστασία του περιβάλλοντος από την εξορυκτική δραστηριότητα. Οι διατάξεις, εξάλλου, αυτές εντάσσονται στην περιβαλλοντική νομοθεσία με την ευρύτερη έννοια διότι και οι πιο πάνω διατάξεις του ν. 998/1979 έχουν ως σκοπό την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη λειτουργία μεταλλείων και λατομείων. Αρμόδια συνεπώς Διεύθυνση προκειμένου να εισηγηθεί για την έγκριση των σχετικών με το επίδικο έργο περιβαλλοντικών όρων όσον αφορά το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, είναι, σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη, η Διεύθυνση Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, υπαγομένη στη Γενική Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών, της οποίας προΐστατο κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ο Υφυπουργός Ευάγγελος Αργύρης, ο οποίος, κατά συνέπεια, αρμοδίως συνέπραξε στην έκδοσή της, πρέπει δε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. 13. Επειδή, με το άρθρο 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» συστήθηκε ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών (Natura 2000). Σε συμμόρφωση προς την οδηγία αυτή, κατ επίκληση και του ν. 1650/1986, εκδόθηκε η 33318/30281/28.12.1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Γεωργίας, Εμπορικής Ναυτιλίας και Πολιτισμού «Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων (ενδιαιτημάτων) καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (ΦΕΚ 1289 Β ). Από τις διατάξεις των εν λόγω νομοθετημάτων προκύπτει ότι μέχρι την κατάρτιση του κοινοτικού καταλόγου του ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου ειδικών ζωνών, επονομαζόμενου Natura 2000, οι ενταχθέντες στον εθνικό κατάλογο τόποι απολαύουν προστασίας, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ικανοποιητικής διατηρήσεώς τους, έως ότου συνταχθεί ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας και τύχουν προστασίας βάσει των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και, πάντως, απαγορεύεται να ασκούνται στους τόπους αυτούς δραστηριότητες συνεπαγόμενες την υποβάθμισή τους (ΣτΕ 1785/2003, 2547/2005 7μ., 769/ 2005). Δεν αποκλείεται πάντως, από τις πιο πάνω διατάξεις η εκτέλεση έργου σε προστατευόμενη περιοχή, μη συνδεόμενου άμεσα ή μη αναγκαίου για τη διαχείριση αυτής, ή η ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων εφόσον στην οικεία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις του και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής (ΣτΕ 2547/2005 7μ., βλ. ΣτΕ 2240/1999 Ολομ.) δεδομένου ότι τα χαρακτηριστικά των περιοχών που περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο και η σημασία των αντίστοιχων οικοσυστημάτων, καθώς και τα αναγκαία για τη διαφύλαξή τους μέτρα διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό. Κατ ακολουθίαν, με τις παραπάνω διατάξεις δεν θεσπίζεται απόλυτη απαγόρευση εξορυκτικής 7

εκμετάλλευσης στις παραπάνω περιοχές. Κατά τη γνώμη, όμως, της Συμβούλου Αικ. Σακελλαροπούλου, με την οποία συμφώνησαν και οι Πάρεδροι Όλγα Παπαδοπούλου και Δημ. Βασιλειάδης, αποκλείεται η άσκηση εξορυκτικής δραστηριότητας στις πιο πάνω προστατευόμενες περιοχές ακόμη και στην περίπτωση που αφορά την εξόρυξη μεταλλευμάτων μεγάλης σημασίας για την Εθνική Οικονομία, όπως στην προκείμενη περίπτωση, διότι δεν αρκεί για τη διασφάλιση της ικανοποιητικής διατήρησης και της μη υποβάθμισης των περιοχών αυτών η αξιολόγηση των κινδύνων και των συνεπειών του έργου ή της δραστηριότητας και η εκτίμηση αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές, καθώς και αν το προσδοκώμενο από αυτό όφελος τελεί σε σχέση αναλογίας με την τυχόν επαπειλούμενη βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή μη νομίμως εγκρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση περιβαλλοντικοί όροι για όλες τις εκμεταλλεύσεις, οι οποίες εμπίπτουν σε περιοχή προτεινόμενη για ένταξη στο δίκτυο Νatura 2000. 14. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, κατόπιν της διαπιστώσεως ότι μέρος των κοιτασμάτων της ένδικης εκμετάλλευσης εμπίπτουν σε περιοχή που έχει προταθεί προς ένταξη στο Δίκτυο Natura 2000, υποβλήθηκε νέα συμπληρωματική Μ.Π.Ε. και λήφθηκαν υπόψη ειδικές γνωμοδοτήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών (Δ/νση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Δ/νση Αισθητικών Δασών, Δρυμών και Θήρας του Υπουργείου Γεωργίας), με τις οποίες αντιμετωπίστηκε το ζήτημα του επιτρεπτού εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων που εμπίπτουν στην πιο άνω προστατευόμενη περιοχή, προτάθηκαν δε ειδικοί όροι για την αποτελεσματική προστασία της περιοχής από όσες δραστηριότητες εκμετάλλευσης θεωρήθηκαν επιτρεπόμενες. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές λήφθηκαν υπόψη και υιοθετήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία μάλιστα περιόρισε την αρχική έκταση της εκμετάλλευσης από 10.309.525,68 τ.μ. σε 9.244.492,80 τ.μ. Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη απόφαση : 1) Λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται το γεγονός της υπάρξεως κοιτασμάτων εντός περιοχών που εμπίπτουν στο δίκτυο NATURA 2000, 2) Απαγορεύεται η εκμετάλλευση ορισμένων νέων κοιτασμάτων, τα οποία εμπίπτουν σε οικοτόπους προτεραιότητας του πιο πάνω δικτύου ή απαγορεύεται η εκμετάλλευσή τους με την προτεινόμενη από τη Μ.Π.Ε. μέθοδο (επιφανειακή) (όροι δ1.2 και δ1.2α), 3) Για την υφιστάμενη επιφανειακή εκμετάλλευση του κοιτάσματος ΑΜΑΡΑΝΘΟΣ επιτρέπεται μόνο η απόληψη του ήδη αποκαλυφθέντος βωξίτη (όρος δ1.5), 4) Για την υφιστάμενη επιφανειακή εκμετάλλευση του κοιτάσματος ΑΣΠΡΟΞΥΛΑ 1, 2 απαγορεύεται κάθε νέα αποκάλυψη με την επιφανειακή μέθοδο και η απόθεση στείρων κατάντι προς το φαράγγι της Ρεκάς (όρος δ1.6), 5) Για ορισμένες υφιστάμενες υπόγειες εκμεταλλεύσεις απαγορεύεται η επιφανειακή απόθεση στείρων (όρος δ1.4), 6) Επιτρέπεται η συνέχιση εκμετάλλευσης ορισμένων επιφανειακών κοιτασμάτων που εμπίπτουν σε οικοτόπους προτεραιότητας του Δικτύου ΝATURA 2000, διότι το ποσοστό επέμβασης στην επιφάνεια (αποκάλυψη) για τις εκμεταλλεύσεις αυτές πλησιάζει στην ολοκλήρωση (όρο δ1.7), 7) Επιτρέπεται η συνέχιση των εργασιών και η ολοκλήρωση υφισταμένων εκμεταλλεύσεων, καθώς και η έναρξη εκμεταλλεύσεως νέων κοιτασμάτων, τα οποία βρίσκονται σε οικοτόπους εκτός παραρτημάτων της οδηγίας NATURA (κωδ. 934Α και 951Β ελληνικά δάση πρίνου και δάση ελληνικής ελάτης αντίστοιχα) (όροι δ1.3 και δ1.8), 9) Προστίθενται όροι (δ1. 28-33) που αφορούν στην επέμβαση σε δασικές εκτάσεις, ρέματα και χείμαρρους και όροι (δ1. 37-41, 43, 44) που αφορούν, μεταξύ άλλων, στη μείωση των οχλήσεων γειτονικών οικισμών και του περιβάλλοντος εν γένει. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη έγκριση περιβαλλοντικών όρων παρίσταται, κατ αρχή, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, καθ όσον ελήφθη υπόψη και εκτιμήθηκε η ένταξη τμήματος της περιοχής της ένδικης εκμετάλλευσης στο δίκτυο Natura 2000, εντοπίστηκε για κάθε κοίτασμα η ακριβής θέση εντός της προστατευόμενης περιοχής, εκτιμήθηκαν οι επιπτώσεις που θα έχει η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην περιοχή αυτή και προβλέφθηκε δέσμη μέτρων (τα οποία προτάθηκαν από τις αρμόδιες κατ άρθρο 3 της Κ.Υ.Α. 33318/1998 υπηρεσίες) κινούμενη, όπως αναλυτικά παρατέθηκε ανωτέρω, από την πλήρη απαγόρευση εκμετάλλευσης ορισμένων κοιτασμάτων έως την υπό όρους άδεια εκμετάλλευσης άλλων, η οποία, κατά την ουσιαστική και ανέλεγκτη ακυρωτικά κρίση της Διοίκησης, εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία της ως άνω περιοχής από τις δραστηριότητες που τελικώς επιτρέπονται. Εξάλλου, η 106491/4409/11.9.2003 γνωμοδότηση της Γενικής Δ/νσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας δεν αφίσταται του ανωτέρω περιεχομένου της προσβαλλομένης. Ειδικότερα, το κοίτασμα «Βλαχοθανάση», το οποίο βρίσκεται σε οικότοπο προτεραιότητας (9560 ενδημικά δάση της Μεσογείου με αρκεύθους), δεν είναι εν ενεργεία, όπως ανακριβώς αναφέρεται στο έγγραφο αυτό, αλλά εξοφλημένο (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση και γνωμοδότηση της Δ/νσης Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού), και συνεπώς πρόκειται να γίνουν μόνο εργασίες αποκατάστασης αυτού, οι οποίες είναι επωφελείς για την περιοχή. Τα δύο σπάνια είδη Festuca polita και Marrubium velutinum που θίγονται από το κοίτασμα «Σκλαβωτά» του νότιου τομέα, προστατεύονται με την 8

προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απαγορεύει την εκμετάλλευση στο κοίτασμα αυτό, ενώ στη νότια περιοχή της Γκιώνας (Καρούτες, Γαρδινίτσα) απαγορεύεται με την προσβαλλόμενη και η απόληψη των κοιτασμάτων Γαρδινίτσα και Γαρδινιτσούλα, όπως δε προαναφέρθηκε, με ειδικούς όρους της προσβαλλόμενης προστατεύεται και το φαράγγι της Ρεκάς. Στην περιοχή, όμως, με κωδικό GR 2450007 (Ειδική Ζώνη Διατήρησης - SPA - οδηγία 79/409 για τη διατήρηση των άγριων πτηνών) επιτρέπεται με την προσβαλλόμενη απόφαση η συνέχιση υφιστάμενης υπόγειας εκμετάλλευσης του κοιτάσματος «ΣΙΛΑ 2Θ.2Ι.2Ι/1», χωρίς την απαιτούμενη, ενόψει της ιδιαίτερης ευαισθησίας της περιοχής, ειδική αιτιολόγηση ως προς το ζήτημα της αντιμετώπισης οχλήσεων ή άλλων δυσμενών επιπτώσεων στα είδη του οικοτόπου, κυρίως λόγω του θορύβου και της έκλυσης σκόνης, ακόμη και αν είναι μειωμένη, από τη χρήση εκρηκτικών για την εξόρυξη του πετρώματος, από τη μεταφορά και φόρτωσή του, καθώς και από την αυξημένη κυκλοφορία των φορτηγών αυτοκινήτων. Συνεπώς, ως προ της εκμετάλλευση αυτή η προσβαλλόμενη παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απαγορεύθηκε μεν οιαδήποτε νέα επιφανειακή αποκάλυψη με την προτεινόμενη μέθοδο (επιφανειακή) στο κοίτασμα «ΑΣΠΡΟΞΥΛΑ 1, 2», επετράπη όμως η απόληψη του αποκαλυφθέντος βωξίτη, χωρίς να βεβαιώνεται, ότι οι εργασίες απόληψης του βωξίτη δεν θα επιφέρουν διατάραξη των ειδών του οικοτόπου και, επομένως, και ως το κοίτασμα αυτό η προσβαλλόμενη παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη. Επίσης, επετράπη η συνέχιση της υφιστάμενης επιφανειακής εκμετάλλευσης του κοιτάσματος «ΛΑΚΚΕΣ ΛΥΡΙΤΣΑΣ 14-17, 26, 27, 28», το οποίο εμπίπτει και στην περιοχή με κωδικό GR 2450002, με την αιτιολογία ότι το ποσοστό της επέμβασης στην επιφάνεια (αποκάλυψη) πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του. Και ως προς το κοίτασμα αυτό η προσβαλλόμενη παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι δεν βεβαιώνεται ότι η εκμετάλλευση του εφαπτόμενου με τα όρια της περιοχής κοιτάσματος δεν θα διαταράξει την ορνιθοπανίδα που διαβιοί στον εν λόγω οικότοπο, ενόψει και των οριζομένων στο άρθρο 4 παρ. 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, στον οποίο προβλέπεται ότι «τα κράτη μέλη θα προσπαθήσουν επίσης να αποφύγουν τη ρύπανση ή τη φθορά των οικοτόπων και έξω από τις ζώνες προστασίας». Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση επετράπη στην περιοχή με κωδικό GR 2450002, η συνέχιση των υφιστάμενων επιφανειακών εκμεταλλεύσεων πλην του προαναφερόμενου κοιτάσματος «ΛΑΚΚΕΣ - ΛΥΡΙΤΣΑΣ 14, 17, 26, 27, 28 και των κοιτασμάτων «ΤΡΟΥΠΑ Α4», «ΔΡΑΓΑΤΙΑ Α, Α1, Β, Γ, Δ, Ε - ΚΑΠΙΣΟΛΙΖΑ», «ΣΠΙΘΑΡΙΑ Δ», τα οποία εμπίπτουν σε οικοτόπους προτεραιότητας με κωδικούς 5210 «Σχηματισμοί με άρκευθους» και 4090 «Ενδημικοί ορομεσογειακοί ερεικώνες», με την αιτιολογία ότι το ποσοστό της επέμβασης στην επιφάνεια (αποκάλυψη) πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του. Η αιτιολογία, ωστόσο, αυτή παρίσταται πλημμελής, διότι επιτρέπει επεμβάσεις στους εν λόγω οικοτόπους, χωρίς, μάλιστα, να προκύπτει ότι είναι δυνατή η πλήρης αποκατάσταση με τα φυτικά είδη που αποψιλώνονται, αλλά προβλέπεται μόνον αποκατάσταση με αυτόχθονα είδη της γειτνιάζουσας με τον μεταλλευτικό χώρο περιοχής βλ. όρο δ1.32). Εξάλλου, παρέκκλιση του προστατευτικού καθεστώτος της εν λόγω περιοχής δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη φύση της ένδικης δραστηριότητας σύμφωνα με τα άρθρα 6 παρ. 2 της Κ.Υ.Α. 33318/1998 και 6 παρ. 2 έως 4 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, διότι το άρθρο 4 της οδηγίας 79/409 προβλέπει τόσο για τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι όσο και για τα αποδημητικά είδη ειδικό και ενισχυμένο σύστημα προστασίας, το οποίο δικαιολογείται από το γεγονός ότι πρόκειται, αντιστοίχως, για τα είδη που αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη απειλή και τα είδη που αποτελούν κοινή κληρονομιά της Κοινότητας (πρβλ. C - 44/1995), ενώ η ένδικη δραστηριότητα δεν εξυπηρετεί πάντως ούτε τη δημόσια υγεία ούτε τη δημόσια ασφάλεια ούτε έχει θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, τα οποία θα μπορούσαν, ελλείψει άλλων εναλλακτικών λύσεων, να δικαιολογήσουν την κατά παρέκκλιση χωροθέτησή της εντός ζώνης ειδικής διατήρησης. Συνεπώς, ως προς τα κοιτάσματα αυτά πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις διατάξεις της Κ.Υ.Α. 33318/30281/1998, η οποία ενσωμάτωσε την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, και της Κ.Υ.Α. 414985/1985, η οποία ενσωμάτωσε την οδηγία 79/409/ΕΟΚ περί διατηρήσεως των άγριων πτηνών. 15. Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3010/2002 (ΦΕΚ 91 Α ), δεν προβλέπουν ως προϋπόθεση για την έκδοση της πράξεως εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων έργου ή δραστηριότητας σε τόπο που έχει ενταχθεί στον εθνικό κατάλογο φυσικών οικοτόπων τη γνωμοδότηση της Επιτροπής - Φύση 2000. Εξάλλου, στην παρ. 1 του Κεφαλαίου Α του άρθρου 4 της προαναφερόμενης Κ.Υ.Α. 33318/1998 ορίζεται ότι: «Ο εθνικός κατάλογος των τόπων στους οποίους υποδεικνύονται οι τύποι φυσικών οικοτόπων και τα τοπικά είδη που υπάρχουν σ αυτούς (Παραρτήματα Ι και ΙΙ του άρθρου 20) καταρτίζεται με βάση τα υφιστάμενα επιστημονικά στοιχεία που ανταποκρίνονται στα κριτήρια που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΙΙ (στάδιο 1) του άρθρου 20 και εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Γεωργίας...», στην δε παρ. 2 καθορίζονται οι 9

πληροφορίες, οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο για κάθε τόπο εντασσόμενο σ αυτόν. Περαιτέρω, στην παρ. 3 ορίζεται ότι: «Για τόπους που έχουν περιληφθεί στον εθνικό κατάλογο επιβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, μετά από γνώμη της Επιτροπής Φύση 2000 (άρθρο 5) όροι, περιορισμοί και απαγορεύσεις για επεμβάσεις και δραστηριότητες που ενδέχεται να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στους τόπους αυτούς», καθώς και ότι οι πράξεις αυτές λαμβάνονται υπόψη και κατά την έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων χαρακτηρισμού των τόπων αυτών ως Ειδικών Ζωνών Διατήρησης. Ακολούθως, στην παρ. 9 του ίδιου κεφαλαίου Α του ανωτέρω άρθρου ορίζονται τα εξής : «Οπου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής (Α) απαιτείται γνώμη της» Επιτροπής Φύση 2000» αυτή παρέχεται υποχρεωτικά μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ημέρα που τίθεται σε γνώση της το υπό γνωμοδότηση θέμα», ενώ στην παρ. 1 του κεφαλαίου Β του ιδίου άρθρου 4 ορίζεται ότι όταν ένας τόπος ορισθεί ως τόπος κοινοτικής σημασίας σύμφωνα με την διαδικασία της παραγρ. 2 προσδίδεται σ αυτόν, εντός έξι ετών από της καταρτίσεως του Κοινοτικού Καταλόγου, εκτός του χαρακτηρισμού, ο οποίος ενδεχομένως προβλέπεται σε άλλες ειδικές διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας και ο πρόσθετος χαρακτηρισμός του ως Ειδικής Ζώνης Διατήρησης και στην παρ. 2 του ιδίου κεφαλαίου καθορίζονται η διαδικασία χαρακτηρισμού και το καθεστώς προστασίας του τόπου αυτού. Στη συνέχεια, στο άρθρο 5 της ιδίας κοινής υπουργικής αποφάσεως προβλέπεται η σύσταση δεκαπενταμελούς επιτροπής με την ονομασία «Επιτροπή - Φύση 2000» έργο της οποίας είναι, κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού, μεταξύ άλλων : «α) Η διατύπωση απόψεων και τεχνικών οδηγιών επί του εθνικού καταλόγου για την οριστικοποίηση ορισμένων επί μέρους στοιχείων των προτεινομένων περιοχών κατ εφαρμογήν του άρθρου 4 (παραγρ. Α5)... β) Η διαμόρφωση γενικών κατευθύνσεων των πολιτικών διαχείρισης για το σύνολο των τόπων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο του εθνικού καταλόγου, γ) Η διατύπωση προτάσεων προς τους Υπουργούς ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Γεωργίας και τους κατά περίπτωση συναρμοδίους Υπουργούς, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 4 (παραγρ. Α 3), δ) Η παροχή γνώμης για την κατάρτιση του Κοινοτικού Καταλόγου σύμφωνα με το άρθρο 4 (παρ. Α5) ε) Ο καθορισμός πλαισίου των διαχειριστικών σχεδίων που προβλέπονται στο άρθρο 6 της παρούσας στ) Η διατύπωση απόψεως για την κατάρτιση του καταλόγου των ιδιαίτερα προστατευόμενων ειδών της χώρας που προβλέπεται στο άρθρο 15 της παρούσας απόφασης ζ) Η γνωμοδότηση στις αποφάσεις των καθ ύλην αρμόδιων Υπουργών για την εφαρμογή μελετών, προγραμμάτων και έργων μέσα στις Ειδικές Ζώνες Διατήρησης, η) Η διατύπωση προτάσεων για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προστασίας των Ειδικών Ζωνών Διατήρησης για την αποτελεσματική και ουσιαστική εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας απόφασης... Η γνωμοδότηση για κάθε άλλο θέμα που παραπέμπεται σ αυτή από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας απόφασης». Περαιτέρω, στο άρθρο 6 της ως άνω κοινής υπουργικής αποφάσεως ορίζονται τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία των Ειδικών Ζωνών Διατήρησης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η έκδοση των κανονισμών ή ειδικών σχεδίων αναπτύξεως και διαχειρίσεως που προβλέπονται στην παρ. 2 (εδαφ. 1) του άρθρου 21 του ν. 1650/1986 ή σε άλλες διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας, όπως στον ν. 998/1979 και στο ν.δ. 86/1969, η δυνατότητα συστάσεως ειδικών υπηρεσιών για την παρακολούθηση και την αποτελεσματικότερη προστασία των Ειδικών Ζωνών Διατήρησης, η υποχρέωση συντάξεως Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και για κάθε έργο ή δραστηριότητα ακόμη και αν δεν περιλαμβάνεται στην Α κατηγορία του άρθρου 3 του ν. 1650/1986, εφόσον η πραγματοποίησή του μπορεί να επηρεάζει σημαντικά ή από κοινού με άλλα έργα την Ειδική Ζώνη Διαχείρισης. Με το άρθρο 17 του ν. 2742/1999 (Α 207), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002 (Α 197), προστέθηκαν νέες αρμοδιότητες στην Επιτροπή «Φύση 2000», μεταξύ των οποίων, οι εξής : «α. Παρακολουθεί και αξιολογεί τα προγράμματα, τις δράσεις και ενέργειες όλων των αρμόδιων Υπουργείων, υπηρεσιών και των νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα που αφορούν τις προστατευόμενες περιοχές, τα είδη, τους οικοτόπους και γενικότερα το φυσικό περιβάλλον, β. Καταγράφει, ταξινομεί, συντονίζει, ελέγχει και αξιολογεί το έργο και τις δραστηριότητες των φορέων διαχείρισης που συνιστώνται κατά το άρθρο 15 του νόμου αυτού, εισηγείται στα αρμόδια Υπουργεία τα γενικότερα μέτρα και τις δράσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν για την προστασία της φύσης και τη βιώσιμη ανάπτυξη των υπό προστασία περιοχών και κατανέμει πόρους στους φορείς διαχείρισης για την εκπλήρωση του σκοπού τους... ε....». Η Επιτροπή «Φύση 2000» συγκροτήθηκε με την 135286/5447/5.12.2002 (Β 1589). Τέλος, ο αρχικός κατάλογος τόπων κοινοτικής σημασίας για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 τρίτο εδάφιο της 92/43/ΕΟΚ, στο οποίο περιλαμβάνεται το όρος «Γκιώνα» με κωδικό GR2450002, εγκρίθηκε με την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19ης Ιουλίου 2006. 16. Επειδή, η διαδικασία έκδοσης των πράξεων εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων ορίζεται πλήρως και ειδικώς από τις διατάξεις του ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκαν από το ν. 3010/2002. Εξάλλου, από τις 10