ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ OLGA NIKOLAENKOVA ΠΟΛΥΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΣΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΑΘΗΝΑ 2013
OLGA NIKOLAENKOVA ΠΟΛΥΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΣΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: Αντώνης Μποτίνης ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: Αικατερίνη Μπακάκου-Ορφανού Αντώνης Μποτίνης Barbara Gawronska ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Χριστίνα Αλεξανδρή Αθανάσιος Πρωτόπαπας Ευγενία Μαγουλά Χριστόφορος Χαραλαμπάκης Αικατερίνη Μπακάκου-Ορφανού Barbara Gawronska Αντώνης Μποτίνης
Βιογραφικό Σημείωμα 2006-2010: μεταπτυχιακές σπουδές υπολογιστικής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Skövde της Σουηδίας. Πτυχιακή εργασία: «Rhythmic and tonal correlates of focus in Greek / Ρυθμικές και τονικές αντιστοιχίες της έμφασης στην Ελληνική» (επιβλέπων καθηγητής Αντώνης Μποτίνης, βαθμός «άριστα»). 2004-2007: μεταπτυχιακές σπουδές Α κύκλου με κατεύθυνση Εφαρμοσμένη γλωσσολογία στο τμήμα Φιλολογίας Φιλοσοφική σχολή Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Πτυχιακή εργασία: «Τα επίπεδα γλωσσικής έκφρασης της εστίασης στα Ελληνικά και τα Ρωσικά» (επιβλέπων καθηγητής Αντώνης Μποτίνης, βαθμός «άριστα»). 2002-2004: σπουδές στον Τομέα Φωνητικής και Φωνολογίας Φιλοσοφικής Σχολής Κρατικού Πανεπιστημίου Αγίας Πετρούπολης με ειδικότητα: «Εφαρμοσμένη γλωσσολογία (ακουστικές τεχνολογίες)». Πτυχιακή εργασία: «Ρινικά φωνήεντα και ουρανικά σύμφωνα και η λειτουργία τους στο φωνητικό σύστημα της διαλέκτου Μάλι Ιανισόλ» (επιβλέπουσα καθηγήτρια Μ.Β. Γκόρντινα, βαθμός «άριστα»). 1999-2004: σπουδές στο Τμήμα Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών Φιλολογικής Σχολής Κρατικού Πανεπιστημίου Αγίας Πετρούπολης. Πτυχιακή εργασία: «Το φωνητικό σύστημα της διαλέκτου Μάλι Ιανισόλ των Ελλήνων της Αζοφικής».
Δημοσιεύσεις Nikolaenkova O., 2011, Tonal and syntactic correlates of focus perception in Greek and Russian, Proc of the 4th ISCA Workshop ExLing, 25-27 May, Paris, France, A. Botinis, ed., Athens, pp. 107-111. Nikolaenkova O., A. Chaida and Aik. Bakakou-Orphanou, 2011, Focus perception of syntax and intonation in Greek, Proc of the7th AISV National Conference, Lecce, Italy. Nikolaenkova O., 2010, Perception of tonal focus in Greek, Proc of the 3 rd ISCA Workshop ExLing 2010, 25-27 Aug, Athens, Greece, A. Botinis, ed., Athens, pp.121 124. Botinis A., M. Fourakis and O. Nikolaenkova, 2009, Rhythm and interstress intervals in Greek and Russian, Proc of the 2nd ISCA Workshop ExLing 2008, 25-27 Aug, Athens, Greece, A. Botinis, ed., Athens, 2008, pp. 41 44. Botinis A., Y. Kostopoulos, O. Nikolaenkova and Ch. Themistocleous, 2005, Syntactic and tonal correlates of focus in Greek and Russian, Proc FONETIK 2005 XVIIIth Swedish Phonetics Conference May 25 27, 2005, A. Eriksson and J. Lindh, eds., Göteborg Univ., pp. 99 103.
Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω πρώτα από όλα τον επιβλέποντα καθηγητή μου Αντώνη Μποτίνη για την καθοδήγησή του και την πολύτιμη συμμετοχή του σε όλα τα στάδια της παρούσας διατριβής. Η συμβολή του στην διατριβή αυτή είναι ανεκτίμητη. Είμαι ευγνώμων για την υπομονή και την επιμονή του κατά την επίβλεψη της παρούσας διατριβής, αλλά και για την υποστήριξή του. Ευχαριστώ την καθηγήτριά μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αικατερίνη Μπακάκου-Ορφανού, και την καθηγήτριά μου στο Πανεπιστήμιο Agder της Νορβηγίας, Barbara Gawronska, για τη συμμετοχή τους στην τριμελή επιτροπή. Η εμπιστοσύνη που με περιέβαλλαν τα τελευταία χρόνια και η υποστήριξή τους για τη θετική έκβαση των σπουδών μου αποτέλεσαν ουσιαστικά σημεία αναφοράς. Είμαι επίσης ευγνώμων στους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χριστίνα Αλεξανδρή, Ευγενία Μαγουλά, Αθανάσιο Πρωτόπαππα και Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, για τη συμμετοχή τους στην επταμελή επιτροπή. Η συμβολή των καθηγητών μου υπήρξε καθοριστική, όχι μόνο ως προς την ουσία των μελετών αλλά και ως προς τη διαμόρφωση επιστημονικού ήθους. Θα ήθελα επίσης να αποδώσω τιμή στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αγ. Πετρούπολής και να ευχαριστήσω την καθηγήτρια Ναταλία Δ. Σβετοζάροβα, η οποία κίνησε το ενδιαφέρον μου προς την έρευνα του επιτονισμού, αλλά και την Μίρρα Β. Γκόρντινα, υπό την πολύτιμη καθοδήγηση της οποίας εκπονήθηκαν οι πρώτες μου φωνητικές-φωνολογικές μελέτες της ελληνικής διαλέκτου της Αζοφικής. Θα ήθελα, ακόμα, να εκφράσω ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη μου
2 Ευχαριστίες στην καθηγήτρια Φατίμα Α. Ελόεβα, η οποία με το ακούραστο και παραγωγικό πνεύμα της μου έδωσε την ώθηση προς την μελέτη των Ελληνικών και πιο συγκεκριμένα της φωνητικής, χάρη στην οποία έμαθα Ελληνικά και χωρίς την ανεκτίμητη υποστήριξη της οποίας δεν θα βρισκόμουν στην Ελλάδα. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους συναδέλφους και καλούς φίλους, ενθουσιώδεις ελληνιστές του Πανεπιστημίου της Αγ. Πετρούπολης, και ιδιαίτερα τον Μαξίμ Λ. Κισιλιγιέρ, διευθυντή του Ελληνικού Ινστιτούτου στην Αγ. Πετρούπολη, με τη βοήθεια του οποίου δημοσιεύτηκε η μελέτη της ελληνικής διαλέκτου της Αζοφικής, την Άννα Μπορίσοβα για τη μεθοδολογική και βιβλιογραφική της συνεισφορά στο μέρος της παρούσας διατριβής που αφορά τη σύνταξη. Οφείλω ένα ξεχωριστό «ευχαριστώ» στον βυζαντινολόγο Ιάκοβ Ν. Λιουμπάρσκι, τον οποίο ήμουν τυχερή να γνωρίσω και όχι μόνο να τον έχω καθηγητή, αλλά και να συνεργαστώ μαζί του στη λογοτεχνική μετάφραση βυζαντινών χρονικών. Η μνήμη του πάντα θα με συνοδεύει, καθώς συνεχώς ανατρέχω στις συμβουλές του. Ο Λιουμπάρσκι κίνησε το πρώτο ενδιαφέρον μου στην έρευνα ως μία συναρπαστική αναζήτηση, η οποία αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της επιστημονικής μου σκέψης διαδραμάτισε το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών που παρακολούθησα στο Πανεπιστήμιο του Skövde της Σουηδίας. Εκεί διδάχθηκα τις βασικές μεθόδους με τις οποίες μπορεί να συνδυαστεί η γλωσσολογική έρευνα με τις υπολογιστικές τεχνολογίες. Οι καθηγητές του προγράμματος, Barbara Gawronska, Björn Erlendsson
Ευχαριστίες 3 και Svetoslav Marinov, με δίδαξαν νέους και αποτελεσματικούς τρόπους ανάλυσης και παρουσίασης δεδομένων με έναν τρόπο ξεκάθαρο και δομημένο. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι συμμετείχαν στα πειράματά μου: τους φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τους φοιτητές και φίλους καθηγητές της Φιλολογικής Σχολής του Κρατικού Πανεπιστημίου Αγ. Πετρούπολης αλλά και φίλους από την Αγ. Πετρούπολη. Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στους συναδέλφους και συμφοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ανθή Χαϊδά, Ελίνα Νιργιανάκη και Χαράλαμπο Θεμιστοκλέους, για την πρόθυμη και ενεργό συμμετοχή τους σε όλα τα στάδια της διατριβής και για τις ιδέες και σκέψεις που μοιράσθηκαν μαζί μου σχετικά με την οργάνωση των πειραμάτων καθώς και τη σημασία των αποτελεσμάτων στο πλαίσιο της φωνητικής έρευνας του οικείου επιστημονικού περιβάλλοντος.
Περίληψη Η παρούσα διατριβή αναφέρεται στους τρόπους πραγμάτωσης της έμφασης και στην αντίληψή της σε απλές καταφατικές προτάσεις. Η μελέτη της παραγωγής και της αντίληψης της έμφασης έγινε για την Ελληνική και τη Ρωσική και φέρει πειραματικό χαρακτήρα. Ο κύριος στόχος της μελέτης είναι να προβληθεί ο σύνθετος χαρακτήρας της έμφασης και να παρουσιαστεί η πολυπαραγοντική μέθοδος μελέτης. Η δομή της διατριβής αυτής καθορίζεται από το διττό χαρακτήρα της έρευνας, καθώς αποτελείται, εκτός από την Εισαγωγή και τα Συμπεράσματα, από δύο μεγάλα κεφάλαια την Παραγωγή της έμφασης και την Αντίληψη της έμφασης. Στο Εισαγωγικό μέρος προσδιορίζονται οι στόχοι της μελέτης και το θεωρητικό πλαίσιο. Η οργάνωση των κεφαλαίων που αφιερώνονται στην Παραγωγή και στην Αντίληψη της έμφασης είναι παρόμοια και βασίζεται στις δύο όψεις της, τη συντακτική και την τονική. Ο πειραματικός χαρακτήρας της έρευνας προσδιορίζει και την δομή παρουσίασης των αποτελεσμάτων: πειραματική μεθοδολογία, γλωσσικό υλικό, ανάλυση δεδομένων και συγκριτικά δεδομένα της Ελληνικής και Ρωσικής. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων προφορικής παραγωγής επιβεβαίωσαν την χρήση των ακόλουθων παραμέτρων για την παραγωγή της έμφασης: τη θεμελιώδου συχνότητα, την ένταση, τη διάρκεια, καθώς και την αλλαγή σειράς των όρων. Από την άλλη, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των πειραμάτων αντίληψης, καμία από τις παραπάνω παραμέτρους δεν μπορεί από μόνη της να εξασφαλίσει την αξιόπιστη ταύτιση της θέσης της έμφασης. Στην παρούσα διατριβή προτείνεται η χρήση της μονάδας πολυπαραγοντικής
Περίληψη 5 ανάλυσης της έμφασης, της κλίσης, για την ανάλυση παραγωγής και αντίληψης της έμφασης. Σύμφωνα με τους στόχους της παρούσας έρευνας, στο πρώτο στάδιο της μελέτης της έμφασης έγινε ο διαχωρισμός των αντιστοιχιών παραγωγής και αντίληψής της με βάση τα αποτελέσματα των πειραμάτων παραγωγής και αντίληψης που σχεδιάστηκαν για την Ελληνική και τη Ρωσική. Προκειμένου να παρακολουθήσουμε τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην παραγωγή και την αντίληψη σε κάθε στάδιο της έρευνάς μας ένα πείραμα παραγωγής συνοδευόταν από το αντίστοιχο πείραμα αντίληψης. Σε αυτό το πρώτο στάδιο, τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν ότι η εφαρμογή της έμφασης προκαλεί την αλλαγή της σειράς των όρων στο επίπεδο της σύνταξης και ταυτόχρονα στο επίπεδο της προσωδίας επηρεάζει την θεμελιώδη συχνότητα, την ένταση και την διάρκεια. Τα πειράματα αντίληψης μέσω των οποίων έγινε ο έλεγχος των εν λόγω αντιστοιχιών έδειξαν ότι σε προφορικό λόγο η προσωδία είχε τον κυριαρχικό ρόλο, αφού η επίδραση αλλαγής των όρων αποδείχθηκε εξουδετερωμένη σε αυτή την περίπτωση. Αυτό που έφεραν στην επιφάνεια τα πειράματα αντίληψης ήταν η αδυναμία όλων των τονικών αντιστοιχιών της έμφασης να έχουν μία αυτόνομη και ισχυρή επίδραση στην αντίληψη, που αποτελεί νέο στοιχείο στη μέχρι τώρα έρευνα της έμφασης. Το γεγονός ότι στον προφορικό λόγο ούτε οι συντακτικές ούτε οι επιτονικές αντιστοιχίες της έμφασης κατάφεραν να επιβεβαιώσουν την αξιοπιστία τους στο επίπεδο της αντίληψης υπογραμμίζει την ανάγκη εισαγωγής πολυπαραγοντικής μονάδας για τη μελέτη εφαρμογής της έμφασης. Η μονάδα ανάλυσης της έμφασης που
6 Περίληψη προτείνεται στην παρούσα διατριβή είναι η κλίση της τονικής καμπύλης. Με κλίση τονικής καμπύλης εννοούμε την γωνία της γραμμής της θεμελιώδους συχνότητας που δημιουργείται κατά την άνοδο και κάθοδο του τόνου και αποτελεί το συσχετισμό των τιμών της θεμελιώδους συχνότητας και του χρόνου. Με άλλα λόγια, με την κλίση του τόνου εννοούμε την ταχύτητα με την οποία ο τόνος ανεβαίνει ή κατεβαίνει κατά την κίνηση της τοπικής επέκτασης του τονικού εύρους στο επίκεντρο της έμφασης. Στο δεύτερο στάδιο της παρούσας μελέτης εφαρμόσαμε την ανάλυση της τονικής κλίσης στο ίδιο ηχογραφημένο υλικό που χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως για την εντόπιση των τονικών αντιστοιχιών της έμφασης. Έχοντας κάνει τις μετρήσεις τονικών κλίσεων που συνδύαζαν τις τιμές της θεμελιώδους συχνότητας και τις τιμές της διάρκειας σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ένα αυτοματοποιημένο πείραμα αντίληψης προκειμένου να προσδιοριστεί η συνεισφορά της κλίσης καθοδικού τόνου και της αλλαγής της σειράς των όρων στην αναγνώριση της έμφασης. Και οι δύο αυτές αντιστοιχίες εξετάστηκαν τόσο ξεχωριστά όσο και σε συνδυασμούς. Το γλωσσικό υλικό του πειράματος αυτού περιλάμβανε τροποποιημένα εκφωνήματα με τρία διαφορετικά επίπεδα κλίσης καθοδικού τόνου και έξι διαφορετικές σειρές των όρων σύνταξης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του γραπτού πειράματος παραγωγής καθώς και του γραπτού πειράματος αντίληψης η συντακτική αντιστοιχία της έμφασης για την Ελληνική επιβεβαιώθηκε ότι είναι η μετακίνηση των όρων σύνταξης με έμφαση στην αρχή της πρότασης, ενώ για τη Ρωσική αυτή η μετακίνηση γινόταν προς την τελική θέση.
Περίληψη 7 Αναφορικά με την επίδραση της έμφασης στο τονικό περίγραμμα, αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση της έμφασης στο Υποκείμενο έχουμε παρατηρήσει την τοπική επέκταση του τονικού εύρους συνοδευόμενη από τη γενική συμπίεσή του στην περιφέρεια. Ο συνδυασμός των δύο αυτών χαρακτηριστικών αναγνωρίζεται από τις περισσότερες μελέτες της έμφασης ως βασικό τονικό σχήμα για την πραγμάτωση της έμφασης. Από την άλλη, στην περίπτωση της Ρωσικής δεν παρατηρήθηκε καμία ουσιώδης διαφορά στις τονικές καμπύλες, όπου το εμφατικό τονικό σχήμα δεν βρήκε εφαρμογή σε κανένα από τα εκφωνήματα. Έχοντας αναλύσει τα δεδομένα του προφορικού πειράματος παραγωγής σε σχέση με την ένταση πρέπει να σημειώσουμε ότι η έμφαση φάνηκε να επηρεάζει την ένταση και στην Ελληνική και στην Ρωσική. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και σχετικά με την διάρκεια, η οποία και για τις δύο γλώσσες φάνηκε μόνο έμμεσα να επηρεάζεται από την εφαρμογή της έμφασης. Στο συντακτικό επίπεδο η μετακίνηση των συντακτικών στοιχείων-φορέων της προβαλλόμενης πληροφορίας στην αρχή της πρότασης και στο τέλος της αποτελούν τις συντακτικές αντιστοιχίες της έμφασης για την Ελληνική και την Ρωσική αντίστοιχα. Αφ ετέρου η κατανομή των ποσοστών αναγνωρισιμότητας κατά το γραπτό πείραμα αντίληψης δεν έδειξε καμία στατιστικά σημαντική τάση που να συνέδεε την έμφαση με κάποια συγκεκριμένη σειρά των όρων. Στην παρούσα διατριβή προτείνουμε την πολυπαραγοντική μέθοδο ανάλυσης της έμφασης, η οποία στο επίπεδο της προσωδίας συνδυάζει τα ακουστικά και τα τονικά χαρακτηριστικά όλων των
8 Περίληψη στοιχείων ενός εκφωνήματος. Η αποδοτικότητα εφαρμογής της ανάλυσης της κλίσης καθοδικού τόνου επιβεβαιώθηκε από τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, δείχνοντας ότι η αύξηση της ταχύτητας καθοδικού τόνου βρέθηκε καθοριστική, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι τονικές δομές έδειχναν μεγάλη ομοιότητα, γεγονός που καταδεικνύει τον ιδιαίτερο ρόλο της ταχύτητας του τόνου κατά την παραγωγή και την αντίληψη της έμφασης.
Summary The present dissertation reports on the ways focus is being applied and perceived in simple three-constituent sentences. The main objective of this research was to reveal the complex nature of focus and to introduce a multi-factor approach to this study. Although the oral production experiments results confirmed such focus application means, i.e. fundamental frequency, intensity, duration, word order switch, the perception experiments data revealed that none of them alone could be sufficient for a concrete focus recognition. The structure of the present dissertation is predefined by the dual nature of this research, and, apart from the Introduction and Conclusions, it consists of two major parts: production of focus and perception of focus. In the Introduction the goals of this research are being defined and the theoretical framework is described. The organisation of the parts dedicated to the production and perception of focus is similar and is based on the two sides of these processes, i.e the syntactic and tonal. The experimental character of the present research defines the way its results are being presented: experimental methodology, anguage material analysis of the data and comparative data from Russian. At the level of syntax, the only focus correlate applicable to simple three-constituent sentences, given the free word order of Greek and Russian, was simple dislocation. At the level of prosody, the so called focal accent, i.e. tonal rise, widely suggested as the main correlate of focus, has been also investigated along with the global compression tendency. Apart from studying F0 movements we also
10 Summary included intensity and duration observations, as those two have also been reported to contribute in focus production and perception. In order to follow the close interrelation between production and perception at every stage of our research, each production experiment was followed by a respective perception experiment. At this first stage, our results confirmed that focus application involves dislocation at the level of syntax, as well as effects on fundamental frequency, intensity and duration at the level of prosody. The perception experiments, through which the abovementioned correlates have been cross-checked, showed that in sounding speech it is prosody that has the leading role, since the impact of syntactic correlates of focus can be neutralised. In the present dissertation, the basic focus analysis unit suggested here is the tonal curve slope. By tonal curve slope we mean the angle of the F0 curve which expresses the correlation between F0 changes and time. In other words, by tonal slope we mean the speed with which the tone either rises or falls during the expansion/compression realised within the focus nucleus. At the second stage of the present research, slope analysis has been applied to the same recorded material used previously for focus production correlates identification, and it incorporated F0 measurements combined with duration measurements. After having made slope measurements, a computerised perception experiment was carried out to identify the impact the falling tone slope and word order have on focus identification. Both correlates were tested alone and in all possible combinations. The speech material included manipulated stimuli with 3 different falling tone slopes and 6 different word orders.
Summary 11 According to the results of the written focus production and written focus perception experiments, the syntactic correlate of focus for Greek was confirmed to be the movement of the prominent element to the initial position, while for Russian it was the final position associated with prominence. Considering the effects of focus application on the tonal contour, it should be noticed that in case of Subject focus we observe local tonal expansion accompanied by tonal compression which is identified by the most studies on focus as the basic contour used for focus realisation. On the other hand, in case of Russian no major difference between the tonal contours has been observed. In all cases, the typical focus contour, characterised by local tonal expansion and global tonal compression, was not applied. Focus was found to affect the intensity, although this effect was only combined with other tonal means used for focus application in both Greek and Russian. Similar results were obtained for the means of duration which for both languages were observed to be indirectly affected by focus application. Increased rates of identification were observed in cases of overlapping and serious confusion was observed in cases of opposition between syntactic and tonal means. This observation confirms that neither of the correlates is self-subsistent to undertake leading role in focus perception. In our data, we observed that the speed with which F0 falls is increased in cases of focus application. It should be mentioned, though, that the F0 fall examined in this study is likely to be only part of the post-focus F0 events, as all the post-focus components need to
12 Summary be considered, while segmental and syllable anchoring points for peaks and valleys should be also considered in the further study. At the level of syntax, the dislocation of syntactic elements bearing the highlighted information to the beginning of sentence, and to the end of the sentence constitute syntactic correlates of focus in Greek and in Russian, respectively. The distribution of the perception rates during written focus identification, on the other hand, showed no statistically significant tendency connecting focus assignment and word order type. In accordance with the results of the present study, it seems that prosody is the most efficient way of applying focus. According to the findings of the present study, word order manipulations had no major perceptual effect regarding focus. The results of our experiment combining time and F0 effects of focus through the slope unit indicated that the increase of the falling tone speed rate accompanied focus application in all cases in our speech material. The fruitfulness of such a complex approach was supported by the results of the present analysis, showing that the increase of the falling tone speed was present even in cases of great similarity between tonal contours, a finding that makes us believe in the special role of tonal speed in focus production.
Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή 14 1.1. Στόχοι 14 1.2. Έμφαση 15 1.3. Σύνταξη 17 1.4. Επιτονισμός 20 1.5. Θεωρητικές προσεγγίσεις της έμφασης 26 1.5.1. Συντακτικο-κεντρικές προσεγγίσεις 29 1.5.2. Προσωδιο-κεντρικές προσεγγίσεις 30 1.5.3. Σημασιο-κεντρικές προσεγγίσεις 34 1.5.4. Πολυπαραγοντική προσέγγιση 36 2. Παραγωγή της έμφασης 38 2.1. Συντακτικές αντιστοιχίες της έμφασης 38 2.1.1. Πειραματική μεθοδολογία 40 2.1.2. Γλωσσικό υλικό 44 2.1.3. Βασική σειρά των όρων 47 2.1.4. Αλλαγή σειράς των όρων 51 2.1.5. Συγκριτικά δεδομένα από την Ρωσική 53 2.2. Τονικές δομές 60 2.3. Βασική τονική δομή 61 2.4. Τονικές αντιστοιχίες της έμφασης 63 2.4.1. Θεμελειώδης συχνότητα 64 2.4.2. Τονική δομή 71 2.4.3. Ρυθμός 77 2.4.4. Θεμελειώδης συχνότητα και ένταση 85 2.4.5. Πολυπαραγοντική ανάλυση 89 2.4.6. Συγκριτικά δεδομενα από την Ρωσική 98 3. Αντίληψη της έμφασης 120 3.1. Συντακτικές αντιστοιχίες της έμφασης 120 3.1.1. Πειραματική μεθοδολογία 121 3.1.2. Γλωσσικό υλικό 123 3.1.3. Βαθμός αναγνωρισιμότητας των συντακτικών αντιστοιχιών της έμφασης124 3.1.4. Συγκριτικά δεδομένα από την Ρωσική 129 3.2. Τονικές αντιστοιχίες της έμφασης 134 3.2.1. Πειραματική μεθοδολογία 135 3.2.2. Γλωσσικό υλικό 138 3.2.3. Βαθμός αναγνωρισιμότητας των τονικών αντιστοιχιών της έμφασης 140 3.2.4. Συγκριτικά δεδομένα από την Ρωσική 145 3.3. Συντακτικές και τονικές αντιστοιχίες της έμφασης 148 3.3.1. Πειραματική μεθοδολογία 148 3.3.2. Γλωσσικό υλικό 150 3.3.3. Βαθμός αναγνωρισιμότητας των συντακτικών και των τονικών αντιστοιχιών της έμφασης 153 3.3.4. Συγκριτικά δεδομένα από την Ρωσική 162 4. Συζήτηση και συμπεράσματα 168 5. Βιβλιογραφία 189
1. Εισαγωγή Στην παρούσα διατριβή μελετάται η πραγμάτωση της έμφασης (focus) στις απλές καταφατικές προτάσεις της Νέας Ελληνικής και της Ρωσικής. Η μελέτη αυτή παρουσιάζει τα αποτελέσματα πολυπαραγοντικής πειραματικής ανάλυσης της έμφασης, εξετάζοντας τους συντακτικούς και τους τονικούς παράγοντες ως προς την συνεισφορά τους στην παραγωγή της και στην αντίληψη του καθένα ξεχωριστά αλλά και σε περισσότερους δυνατούς συνδυασμούς προκειμένου να προβληθεί ο ρόλος των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των παραγόντων αυτών. Η Ελληνική κυριαρχεί στην ανάλυση αυτή, ενώ η Ρωσική χρησιμοποιείται επιλεκτικά για λόγους σύγκρισης κυρίως, προκειμένου να γίνει έλεγχος της αποτελεσματικότητας της μεθοδολογικής προσέγγισης και της χρήσης της νέας πολυπαραγοντικής μονάδας που συστήνεται για την ανάλυση. Στην παρούσα μελέτη εφαρμόστηκε η σύνθετη προσέγγιση στην ανάλυση της έμφασης, βασισμένη στα πειραματικά δεδομένα για τους συντακτικούς και τονικούς μηχανισμούς παραγωγής και αντίληψής της στην Ελληνική και Ρωσική. 1.1. Στόχοι Στο πλαίσιο της πολυπαραγοντικής ανάλυσης της έμφασης, η εφαρμογή της οποίας παρουσιάζεται στη διατριβή αυτή, τα ακόλουθα ερωτήματα έχουν τεθεί: Πώς η έμφαση επηρεάζει την συντακτική δομή απλών καταφατικών προτάσεων; Πώς η εφαρμογή της έμφασης επηρεάζει την επιτονική δομή απλών καταφατικών προτάσεων;
Έμφαση 15 Πώς η εφαρμογή της έμφασης επηρεάζει την ρυθμική δομή απλών καταφατικών προτάσεων; Υπάρχει κάποια σχέση που συνδέει την έμφαση, τη διάρκεια και την κίνηση της Θεμελιώδους συχνότητας (F0); Οι συντακτικές ή/και οι επιτονικές αντιστοιχίες της έμφασης παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αντίληψη της έμφασης και κατά συνέπεια είναι υποχρεωτικά στοιχεία στην πραγμάτωσή της; Σε αντιστοιχία με τα άνω ερωτήματα, ερευνήθηκαν βασικές συντακτικές, επιτονικές και ρυθμικές δομές, σε σχέση με την πραγμάτωση της έμφασης στα Ελληνικά και τα Ρωσικά στις απλές καταφατικές προτάσεις ως προς την παραγωγή και την αντίληψη. Η παρούσα μελέτη εξετάζει απλές καταφατικές προτάσεις αποτελούμενες από τρία συντακτικά στοιχεία το Υποκείμενο, το Ρήμα και το Αντικείμενο. Σε αυτές τις απλές δομές οι πιθανές θέσεις της έμφασης ήταν οι εξής: Καμία έμφαση, Έμφαση στο Υποκείμενο, Έμφαση στη Ρηματική φράση και Έμφαση στο Αντικείμενο. 1.2. Έμφαση Ο στόχος της διατριβής αυτής είναι να παρουσιάσει μία πολυπαραγοντική ανάλυση των μηχανισμών πραγμάτωσης της έμφασης στα Ελληνικά και στα Ρωσικά. Οι μηχανισμοί αυτοί συγκροτούνται από τις συντακτικές και τις επιτονικές στρατηγικές
16 Εισαγωγή που χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή και την αντίληψη της έμφασης. Κατά την παραγωγή της έμφασης στον προφορικό λόγο γίνονται αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ακόλουθων βασικών παραγόντων: Φωνητικού, καθώς έμφαση μπορεί να αποδοθεί με την κατανομή και δομή του επιτονισμού, Συντακτικού, καθώς έμφαση μπορεί να αποδοθεί με ποικίλες εναλλαγές της σειράς των όρων και γενικότερα με ποικίλες συντακτικές δομές, Σημασιολογικού, καθώς κατέχει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πληροφοριακής δομής του εκφωνήματος (utterance). Η περιγραφή των συσχετισμών ανάμεσα σε αυτά τα συστατικά μπορεί να γίνει στο πλαίσιο ενός καθαρά ιεραρχικού μοντέλου, στην κορυφή του οποίου βρίσκονται οι συντακτικές δομές (π.χ. Chomsky, 1995). Εξάλλου, η αλληλεπίδραση που υπάρχει μεταξύ των φωνολογικών και των συντακτικών συστατικών μπορεί να έλθει στην επιφάνεια, καθώς οι φωνολογικοί περιορισμοί επηρεάζουν τις συντακτικές δομές και οι συντακτικοί κανόνες επιδρούν στην φωνολογική μορφή (Inkelas & Zec, 1995). Παρά το γεγονός ότι ο διαχωρισμός των γλωσσικών επιπέδων φωνολογικού, συντακτικού, σημασιολογικού, πραγματολογικού, συντελεί στην καλύτερη οργάνωση των γλωσσικών ερευνών, δεν πρέπει να ξεχνούμε τον καθαρά συμβατικό χαρακτήρα ενός τέτοιου διαχωρισμού. Ο ενιαίος χαρακτήρας του συστήματος της ανθρώπινης γλώσσας ορίζεται με βάση τη λειτουργία της και γίνεται αντιληπτός
Σύνταξη 17 μέσα από την πολυεπίπεδη συνεργασία και αλληλεπίδραση, η οποία επηρεάζει όλα τα στοιχεία σε κάθε συμβατικό επίπεδο του γλωσσικού συνεχούς (Wardhaugh, 1992). Η έμφαση, ως τρόπος οργάνωσης της πληροφορίας, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της ενότητας, αφού η σύνδεσή της με συγκεκριμένες συντακτικές και επιτονικές δομές έχει διαπιστωθεί και μελετηθεί αρκετά, χωρίς όμως να έχουμε ακόμα και τώρα μία ξεκάθαρη συνολική εικόνα των μηχανισμών παραγωγής και αντίληψής της. Οι συντακτικές, επιτονικές και σημασιολογικές προσεγγίσεις δεν έχουν αποδώσει ουσιαστικά στην έρευνα της έμφασης, απομονώνοντας η καθεμία ένα επίπεδο από τα υπόλοιπα γλωσσικά επίπεδα, μέσω των οποίων γίνεται η πραγμάτωση της έμφασης. Είναι πολύ σημαντικό πάντα να έχει κανείς υπόψη του την πολυκατευθυντικότητα των πολλαπλών αλληλεπιδράσεων που γίνονται κατά την παραγωγή και την αντίληψη της έμφασης. Εφόσον η πρόταση είναι μία ακολουθία λεξικών μονάδων συνδεδεμένων μεταξύ τους, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της δομής των προτάσεων την οργάνωση αυτής της αλυσίδας - διαδραματίζουν η σύνταξη και ο επιτονισμός. Αυτή η συγκριτική ανάλυση των συντακτικών και επιτονικών αντιστοιχιών της έμφασης που συγκροτούν το μηχανισμό πραγμάτωσής της αποτελεί το κύριο αντικείμενο της παρούσας διατριβής. 1.3. Σύνταξη Η σύνταξη προσφέρει ποικίλους τρόπους να μετατραπεί η λέξη σε πρόταση εφαρμόζοντας τους βασικούς κανόνες διαμόρφωσης της
18 Εισαγωγή δομής και οργάνωσης της σημασίας. Οι συντακτικοί κανόνες βοηθούν στη σύνδεση των στοιχείων για να διαμορφωθεί η πρόταση, αλλά και συνεισφέρουν στη συγκρότηση του κειμένου. Η σύνταξη είναι αυτή που ανοίγει αμέτρητες δυνατότητες για μεγέθυνση της φράσης ή της πρότασης (Testelets, 2001). Παραδοσιακά, η πρόταση νοείται ως μονάδα της γλώσσας, τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι η συντακτική και η εννοιολογική πληρότητα. Η πρόταση αποτελεί μία γραμμική ακολουθία λεξικών μονάδων συνδεδεμένων μεταξύ τους με φωνολογικές, μορφολογικές, συντακτικές και σημασιολογικές σχέσεις (Testelets, 2001). Οι συσχετισμοί των γλωσσικών επιπέδων προκύπτουν ως αποτέλεσμα των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων, με στόχο τη συντακτική και εννοιολογική πληρότητα. Η εφαρμογή των συντακτικών κανόνων προϋποθέτει την χρήση συγκεκριμένων μορφολογικών τύπων και πρωτίστως καθορίζει τη σειρά με την οποία εμφανίζονται οι λέξεις-στοιχεία. Η μελέτη της πρότασης βασίζεται πρώτα και σημαντικότερα στη συντακτική ανάλυση ως μέθοδο καθορισμού της γραμματικής δομής (Testelets, 2001: 61). Οι πυλώνες με τους οποίους θεμελιώνεται μία τέτοια ανάλυση είναι το Υποκείμενο, το Ρήμα και το Αντικείμενο. Σε αντιστοιχία με τις τρείς αυτές κατηγορίες γίνεται πρώτα η κατάταξη των στοιχείων της πρότασης. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για την ανάλυση των σχέσεων μεταξύ των στοιχείων, για τη μελέτη των αλληλεξαρτήσεων και της ιεραρχίας τους, όμως οι τρεις αυτές κατηγορίες αποτελούν τα θεμέλια για αυτήν τη μελέτη και ανάλυση. Οι τρεις αυτές κατηγορίες αντιστοιχούν στα βασικά σημασιολογικά πεδία τα οποία θα
Σύνταξη 19 μπορούσαν να προσδιοριστούν μέσω των ακόλουθων ερωτήσεων: Ποιός; Τι έκανε; Σε ποιον ή με ποιον; Πού; Πότε; κτλ. Κατά τη φορμαλιστική προσέγγιση, η ανάλυση της πρότασης γίνεται με καθαρά γλωσσολογικούς όρους, τους οποίους λόγω περιορισμών του καθαρά συντακτικού εγχειριδίου της δανείστηκε κυρίως από τη μορφολογία (Shakhmatov, 2001, Peshkovsky, 1956). Για αυτόν το λόγο, θα ήμασταν πιο ακριβείς εάν ονομάζαμε την προσέγγιση αυτή φορμαλιστικό-μορφολογική καθώς διαχωρίζει το γλωσσικό σύστημα από την εφαρμογή του στην ανθρώπινη ομιλία. Το θέμα διαχωρισμού του ονομαστικού γλωσσικού συστατικού και του επικοινωνιακού στοιχείου απασχολεί ακόμα και τώρα τους γλωσσολόγους. Ο εναλλακτικός δρόμος απέναντι στον φορμαλισμό είναι η σημασιολογική προσέγγιση η οποία βασίζεται στην ιδέα της κυριαρχίας της σημασίας πάνω από τη μορφή. Η πρώτη προσπάθεια στην έρευνα των μηχανισμών μετάβασης «από τη σημασία προς τη μορφή» στη γραμματική περιγραφή έγινε από τον Jespersen, ο οποίος πρότεινε η νέα προσέγγιση στη γραμματική «από μέσα, ή από τη σημασία» να ονομάζεται σύνταξη (Jespersen, 1958). Σημαντική πρόοδος στη μελέτη της σύνταξης σημειώθηκε στο πλαίσιο της Σχολής της Πράγας και της περιγραφικής γλωσσολογίας της Αμερικής. Ο βασικός εκφραστής της Σχολής της Πράγας V. Mathesius επεξεργαζόμενος τις ιδέες των A. Weil, G. Paul και μερικών άλλων γλωσσολόγων του 19 ου αιώνα έδειξε ότι η σύνταξη επηρεάζεται από δύο ειδών δραστηριότητες του ομιλητή, οι οποίες αντιστοιχούν στη γραμματική και στην επίκαιρη δομή της πρότασης (Mathesius, 1983). Ο δημιουργός της θεωρίας της «δομικής
20 Εισαγωγή σύνταξης» L. Tesniere (Tesniere, 2001) πρότεινε ένα ολικό μοντέλο συντακτικής ανάλυσης της πρότασης βασισμένο στις ακόλουθες αρχές: Οι συντακτικές σχέσεις έχουν ολικό χαρακτήρα και είναι μονοκατευθυντικές, Υπάρχει μόνο ένα γραμματικό κέντρο στην πρόταση το Ρήμα οι δυνατότητες συνδυασμών του οποίου καθορίζουν τη δομή της πρότασης, Υπάρχουν πολλοί τρόποι μεταφοράς της ιεραρχίας της δομής σε γραμμική ακολουθία των συντακτικών μονάδων, Οι συμμετέχοντες σε μία κατάσταση, οι «Πρωταγωνιστές», πρέπει πάντα να διαφοροποιούνται από τις συνθήκες. Το όνομα του Chomsky στη γλωσσολογία συνδέεται με τη θεωρία της γενετικής γραμματικής, η οποία σήμανε τη μετάβαση από την καθαρά περιγραφική μεθοδολογία στην επεξηγηματική, προσανατολισμένη στη διαμόρφωση της θεωρίας της γλώσσας (Chomsky, 1957). Αυτή η ιδιομορφία της θεωρίας καθόρισε τον επαναστατικό χαρακτήρα της προσέγγισης, αλλά και το χαρακτήρα όλων των αντίθετων θεωριών. Με τη γενετική γραμματική του, ο Chomsky έδειξε ότι η εφαρμογή των τυπικά αυστηρών εννοιών και μαθηματικών μοντέλων μπορεί να συνεισφέρει στην γλωσσολογική έρευνα, διακρίνοντας τις θεμελιώδεις αρχές στην δομή της γλώσσας. 1.4. Επιτονισμός Ο επιτονισμός αποτελεί «το σύνολο των εναλλαγών τόνου (pitch) κατά τη ροή του εκφωνήματος» (Hart et al.,1990: 10). Ο επιτονισμός
Επιτονισμός 21 μπορεί να περιγραφεί καθαρά με τους όρους του τόνου και οι εναλλαγές του τόνου μπορούν να ταυτιστούν με τις διακυμάνσεις της θεμελιώδους συχνότητας, αφού οι απόλυτες τιμές του φαίνονται να εξαρτώνται από τα εξωγλωσσολογικά στοιχεία, όπως το φύλο, η ηλικία κα. (Hartmann, 2007). Το σύνολο των κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους διαμορφώνονται οι φωνητικές τιμές των τόνων, αποτελεί τη βάση για το περίγραμμα F0 που συνδέει έναν τόνο με τον επόμενο. Πολλές έρευνες για τον επιτονισμό περιορίζουν το αντικείμενο μελέτης τους στο τονικό περίγραμμα αφήνοντας τις αλλαγές στη διάρκεια και την ένταση έξω, πράγμα το οποίο είναι αντίθετο προς τη φύση του γλωσσικού φαινομένου, το οποίο στην ύπαρξή του ενώνει τη μελωδία, την ένταση και τη διάρκεια. Σημαντικό ερώτημα στην έρευνα της προσωδίας είναι κατά πόσο ο κάθε τόνος συνεισφέρει ανεξάρτητα στην κατανόηση του εκφωνήματος ή το επιτονικό νόημα μπορεί να καθορίζεται από την καθολική μελωδία. Αυτό το δίλημμα αποκαλύπτει τη μεγαλύτερη θεωρητική διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών της ιεραρχικής προσέγγισης, που περιγράφουν τον επιτονισμό ως υπερτεμαχιακό (suprasegmental) επίπεδο στην ιεραρχία της γλώσσας, και των υποστηρικτών της γραμμικής προσέγγισης, που ερευνούν όλα τα ακουστικά φαινόμενα έτσι όπως συναντώνται στην ηχητική ακολουθία. Εκτός από τις διακυμάνσεις της θεμελιώδους συχνότητας οποιαδήποτε ανάλυση του επιτονισμού είναι αδύνατον να γίνει χωρίς αυτές οι διακυμάνσεις να τοποθετηθούν στον άξονα του χρόνου, συνδυάζοντας τις μετρήσεις της διάρκειας με τις παρατηρήσεις για το συσχετισμό τους με τα όρια ήχου, λέξης, εκφωνήματος. Έτσι οι
22 Εισαγωγή κανόνες του επιτονισμού εφαρμόζονται σε τρία φωνολογικά συστατικά: Φρασιακούς τόνους (phrasal tones), οι οποίοι προσδιορίζονται μέσω της κίνησης της θεμελιώδους συχνότητας, Μετρική αναπαράσταση, που δένει τους ήχους με τη ροή του χρόνου, Οριακούς τόνους, οι οποίοι συνδέουν τα ηχητικά υποσύνολα Κατά την περιγραφή των φρασιακών τόνων θα ήταν αδύνατο να παραβλέψουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φωνής του ομιλητή που καθορίζουν τη μοναδικότητά της, αλλά και την αποκλειστική συχνότητα και διακύμανση που καθορίζουν τον κάθε ήχο, την παρουσία του οριακού τόνου κ.α. Κάθε πειραματική έρευνα η οποία υπολογίζει τη χρονική διάσταση πρέπει να υπολογίζει τους κάτωθι παράγοντες: Την προκαθορισμένη διάρκεια των φωνητικών κινήσεων (π.χ. ο συνδυασμός γλώσσα-χείλη απαιτεί περισσότερο χρόνο για το συντονισμό κατά την εκφορά του λόγου από μόνα τα χείλη, ενώ επίσης το άνοιγμα της φωνητικής διόδου (vocal tract) διαρκεί περισσότερο χρόνο για τα χαμηλά φωνήεντα από τα ψηλά αφού η κίνηση είναι μεγαλύτερη), Την προ-οριακή επιμήκυνση (pre-boundary lengthening), Τον τόνο και την έμφαση,
Επιτονισμός 23 Την ταχύτητα εκφοράς του λόγου που μπορεί να διαφοροποιείται για πολλούς λόγους, Τα επί τόπου αντικρίσματα σύνθεσης και εκτέλεσης του μηνύματος (π.χ. επιβράδυνση ή παύση). Ο όρος «τονική ομάδα» (stress group) χρησιμοποιείται κατά τις περιγραφές χρονικών χαρακτηριστικών μιας γλώσσας και προσδιορίζεται ως γλωσσική μονάδα η οποία αποτελείται από τονισμένη συλλαβή και οποιονδήποτε αριθμό άτονων συλλαβών που την ακολουθούν μέχρι όμως μη συμπεριλαμβανομένης της επόμενης τονισμένης συλλαβής (Pike, 1946, Abercrombie, 1967, Gronnum, 1998). Βασική κατηγορία που χρησιμοποιείται κατά την περιγραφή της ρυθμικής δομής είναι η «τονική ομάδα» ή «πους» (foot), «προσωδιακή λέξη» (prosodic word) κτλ. Την κυρίαρχη θέση στην κατανομή του γλωσσικού σήματος κατέχει ο τόνος (stress). Η έννοια του τόνου αναφέρεται στο μηχανισμό που διακρίνει τη συλλαβή, γύρω από την οποία μορφοποιείται η φωνητική λέξη (Botinis, 1989, Bolinger, 1980, Vouper-Kuhlen, 1986, Warren, 1999). Ο λεξικός τόνος έχει πολλές φωνητικές αντιστοιχίες, μέσω των οποίων πραγματώνεται, όπως π.χ. η θεμελιώδης συχνότητα, η διάρκεια και η ένταση. Συνοψίζοντας, πρέπει να πούμε ότι οι ρυθμικές ακολουθίες διαμορφώνονται μέσω των εναλλαγών πίεσης και χαλάρωσης και κατά συνέπεια η παραγωγή πιο διακεκριμένης, τονισμένης συλλαβής, απαιτεί περισσότερη ένταση των μυών (Bolinger, 1986, Abercrombie, 1967, Ladefoged, 1982, Schlueter, 2005). Οι ρυθμικές δομές προσδιορίζονται από τη φυσιολογία των φάσεων εισπνοής-εκπνοής και των κύκλων μυϊκής έντασης-χαλάρωσης (Lehiste, 1970, Bolinger,
24 Εισαγωγή 1964). Σύμφωνα με τον Allen, ο ρυθμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία παράπλευρη λειτουργία που δεν μεταφέρει πολλές πληροφορίες (Allen, 1975). Πολλοί γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι η κύρια λειτουργία του ρυθμού είναι η κατάτμηση της ομιλίας σε λέξεις που διευκολύνει την αντίληψη του γλωσσικού σήματος (Abercrombie, 1967, Lehiste, 1970). Τυπολογικά οι γλώσσες χωρίζονται ως προς τα ρυθμικά χαρακτηριστικά τους σε δύο ομάδες: τονικές (stress-timed) και συλλαβικές (syllable-timed). Αυτή η ταξινόμηση γίνεται βάσει του μηχανισμού που καθορίζει την σχέση μεσοτονικού διαστήματος και διάρκειας. Έτσι σε περίπτωση τονικών γλωσσών, στις οποίες κατατάσσονται η Αγγλική και η Ρωσική, οι τονικές ομάδες και κατά συνέπεια τα μεσοτονικά διαστήματα τείνουν να έχουν την ίδια διάρκεια, ενώ για τις συλλαβικές γλώσσες, όπως τα Γαλλικά και τα Ισπανικά, τα μεσοτονικά διαστήματα βασίζονται στον αριθμό των συλλαβών. Η απόλυτη ισοχρονία δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής για καμία γλώσσα και το αντικείμενο έρευνας είναι η σχετική ισοχρονία, η οποία μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με τη γλώσσα, την προσωδιακή της δομή, αφού ο ρυθμός συνδέεται πολύ στενά με τη συλλαβική δομή και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά των φωνηέντων της κάθε γλώσσας. Ο γλωσσικός ρυθμός συνδέεται στενά επίσης με την παράμετρο της διάρκειας, αφού η προσαρμογή και η αντίληψη του ρυθμού γίνεται διαμέσου των παρεμβάσεων στις διάρκειες των συλλαβών και την θέση του τόνου που επηρεάζουν τις διάρκειες των τονικών ομάδων. Αυτή η στενή σχέση μεταξύ της ρυθμικής δομής και της διάρκειας μπορεί να ενσωματωθεί στον ορισμό της ρυθμικής
Επιτονισμός 25 μονάδας ως χρονική δομή, η οποία καταλαμβάνει μία χρονική περίοδο. Η ταξινόμηση των γλωσσών ως προς το βαθμό ισοχρονίας γίνεται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια: Διαφοροποίηση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των τονισμένων/άτονων συλλαβών, Λεξικός καθορισμός της θέσης του τόνου στις λέξεις, Αντισταθμιστική επιμήκυνση των τονισμένων συλλαβών στις αντιπαραθέσεις τονισμένων συλλαβών (Nespor & Vogel, 1989, Selkirk, 1984), Αντισταθμιστική επιβράχυνση, αποκόφωση των φωνηέντων και χρονική συρρίκνωση των μη τονισμένων συλλαβών (Nespor & Vogel, 1989, Selkirk, 1984). Στην περίπτωση που μία γλώσσα παρουσιάζει τα άνωθι χαρακτηριστικά σε μεγάλο βαθμό, θεωρείται τονική γλώσσα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση η γλώσσα αυτή θεωρείται συλλαβική. Αναλύοντας τα κριτήρια μόνα τους, είναι φανερό ότι οποιοσδήποτε ευθύς και ξεκάθαρος διαχωρισμός είναι ανέφικτος βάσει δεδομένων για την παραγωγή της ομιλίας. Εμπειρικές ενδείξεις βασισμένες στα ακουστικά δεδομένα και φυσικές μετρήσεις είναι κατά βάθος αμφίβολες, γεγονός που ώθησε τους φωνητικούς να κατατάξουν την ισοχρονία στην ομάδα διαδικασιών συνδεδεμένων με την αντίληψη και όχι με την παραγωγή (Lehiste, 1977, Dauer, 1983, Ramus et al., 1999). Ένα τέτοιο συμπέρασμα υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι η αντιστοίχιση μεταξύ των γλωσσών που ανήκουν σε διαφορετικούς ρυθμικούς τύπους παρατηρείται ως προς τη χρήση διαφορετικών
26 Εισαγωγή στρατηγικών για την κατάτμηση των λέξεων και των συλλαβών (Cutler, 1997). Συμπεραίνοντας, πρέπει να τονίσουμε ότι ο επιτονισμός εμπλέκει περισσότερες από μία διαστάσεις και περισσότερες από δύο γλωσσικές κατηγορίες και έτσι δημιουργεί πολλές επιπλοκές κατά τη μελέτη του. 1.5. Θεωρητικές προσεγγίσεις της έμφασης Ο όρος «έμφαση» ανήκει στο σημασιο-πραγματολογικό πεδίο λόγω της επικοινωνιακής της λειτουργίας: να μεταφέρει στον ακροατή ένα σύνολο ιδεών που θεωρούνται νέες και σημαντικές πληροφορίες. Η βασική γλωσσολογική λειτουργία της έμφασης είναι η απόδοση του σημασιολογικού βάρους (semantic weighting) σε διάφορες γλωσσολογικές μονάδες ανάλογα με την πληροφοριακή δομή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του περικειμένου των εκφωνημάτων. Οι σημασιολογικές αντιστοιχίες της έμφασης σχετίζονται κυρίως με την πληροφοριακή δομή, η οποία δομείται πάνω στην ιδέα ότι κάποια αποσπάσματα του εκφωνήματος μεταφέρουν νέες πληροφορίες και κάποια άλλα περιέχουν παλιές ή γνωστές για τους συνομιλητές πληροφορίες. Στην διαδικασία επικοινωνίας ως ανταλλαγής πληροφοριών, η σημασία των νέων πληροφοριών υπερισχύει των παλιών και έτσι η βασικότατη λειτουργία της έμφασης σχετίζεται με το σημασιολογικό βάρος, σύμφωνα με το οποίο τα διαφορετικά σημεία της παραγόμενης ομιλίας παίρνουν διαφορετικό λειτουργικό φόρτο ως προς τη σχέση πληροφορία προς σημασία. Η αντιπαράθεση νέων και παλιών πληροφοριών αναφέρεται πολύ συχνά ως «έμφαση προϋπόθεση (presupposition)» όμως και άλλοι
Θεωρητικές προσεγγίσεις της έμφασης 27 όροι είναι αρκετά διαδεδομένοι στη διεθνή βιβλιογραφία, όπως «θέμα (theme) ρήμα (rheme)», «θέμα (topic) σχόλιο (comment)», «προβολή (foreground) φόντο (background)» κ.τ.λ. (Jackendoff, 1972, Hirst & Di Cristo, 1999). Μέχρι τώρα, οι έρευνες για την έμφαση διεξάγονταν στο πλαίσιο γενικών ερευνών του επιτονικού στοιχείου, το οποίο αποτελείται από το συστατικό της εκφραστικότητας και την πληροφοριακή δομή ή διαφορετικά το συστατικό της εμφατικής δομής (Halliday, 1967, Crystal, 1969). Η σημασιολογική πλευρά του επιτονισμού έχει μελετηθεί με όρους δεδομένων/νέων πληροφοριών και της πληροφοριακής δομής (Halliday, 1967, Chafe, 1976), με όρους θέματος και σχολίου (Kuno, 1972), και δέχτηκε επίσης επιρροές από τις σχέσεις με τα ζεύγη προϋπόθεσης-έμφασης (Chomsky, 1971, Jackendoff, 1972, Williams, 1980). Συνολικά, οι μελέτες για την έμφαση μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο ομάδες: τις συντακτικο-κεντρικές και τις προσωδιο-κεντρικές. Οι συντακτικο-κεντρικές μελέτες για την έμφαση υποστηρίζουν ότι η σύνταξη έχει την κυρίαρχη θέση στην παραγωγή της έμφασης και ελέγχει όλα τα υπόλοιπα γλωσσικά μέσα (Cinque, 1993, Zubizarreta, 1998, Selkirk, 1986, 1995). Από την άλλη, οι προσωδιοκεντρικές μελέτες συνδέουν την παραγωγή της έμφασης με τον επιτονισμό, δίνοντας έτσι προτεραιότητα στην προσωδία (Pierrehumbert & Beckman, 1988, Xu, 2005, Jun & Fougeron, 2000). Πολύ συχνά η έμφαση συνδέεται απευθείας με τον κύριο τόνο (main stress) του εκφωνήματος (Chomsky & Halle, 1968). Οι τρόποι με τους οποίους η έμφαση συνδέεται με τον κύριο τόνο μπορούν να
28 Εισαγωγή ποικίλλουν, όπως επί παραδείγματι στα Αγγλικά ο κύριος τόνος μετακινείται ενώ στις γλώσσες όπου μία τέτοια μετακίνηση δεν είναι δυνατή χρησιμοποιείται η συντακτική μετακίνηση στην θέση της. Στην Ελληνική και τα δύο αυτά μέσα η μετάθεση του κύριου τόνου και η συντακτική μετακίνηση είναι αποδεκτά και έτσι οι ομιλητές έχουν τη δυνατότητα να συνδυάζουν και τις δύο αυτές στρατηγικές στην παραγωγή της έμφασης, ανάλογα με τις προσωπικές τους προτιμήσεις (Baumann et al., 2006). Η έμφαση σε πολλές γλώσσες μπορεί να επηρεάζει την προσωδία αλλάζοντας την τονική δομή του εκφωνήματος. Παρά την εμφανή επιρροή που έχει η εφαρμογή της έμφασης, η σχέση της με τους διαφορετικούς τύπους προσωδίας δεν είναι ξεκάθαρη, όπως δεν είναι ξεκάθαρη και η σχέση της έμφασης με την φρασεοποίηση (phrasing) (Frota, 2000). Ο μεγαλύτερος αριθμός των μελετών για την έμφαση, ανεξάρτητα από το εάν αυτές αναλύουν την έμφαση σε συντακτικό, επιτονικό ή σημασιολογικό επίπεδο, γίνεται με σημείο αναφοράς την επιτονική όψη της παραγωγής της έμφασης. Παρά την ευρεία αναγνώριση της επίδρασης της έμφασης στον επιτονισμό, οι περισσότερες μελέτες αναφέρονται στις γενικές επιρροές που ασκεί η έμφαση στη διαμόρφωση του τονικού περιγράμματος, χωρίς να αναλύονται οι λεπτομέρειες αυτής της επίδρασης σε επίπεδο κίνησης της θεμελιώδους συχνότητας, αλλαγών στις διάρκειες, σε επίπεδο της έντασης κτλ. Έτσι, στις μελέτες για την έμφαση είναι ευρέως αναγνωρισμένος ο ρόλος του επιτονισμού, όπως και της σύνταξης, αλλά οι αλληλεπιδράσεις αυτών των δύο επιπέδων ακόμα προκαλούν πολλές
Θεωρητικές προσεγγίσεις της έμφασης 29 αντιρρήσεις και αμφιβολίες. Έντονες συζητήσεις μεταξύ ανάμεσα στους γλωσσολόγους προκαλούνται όχι μόνο σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις της σύνταξης και του επιτονισμού, αλλά και σε σχέση με τη σύνδεση ανάμεσά τους που γίνεται στο πλαίσιο σχέσης κυριαρχίας ή ισότητας. Κάτωθι συνοψίζονται οι συζητήσεις αυτές, με στόχο να γίνει εισαγωγή στα θέματα που χρήζουν επίλυσης με τα μέσα της σύνθετης πολυπαραγοντικής προσέγγισης που παρουσιάζεται στην παρούσα διατριβή. 1.5.1. Συντακτικο-κεντρικές προσεγγίσεις Μία από τις πιο διαδεδομένες προσεγγίσεις στην έρευνα της έμφασης είναι η συντακτικο-κεντρική (Mathesius, 1983, Jackendoff, 1972, Brody, 1990, Svolacchia et al., 1995, Rizzi, 1997). Σύμφωνα με αυτήν, η έμφαση αποτελεί ένα γλωσσικό εργαλείο για την οργάνωση των στοιχείων της γλώσσας σε σημασιολογική ιεραρχική αλυσίδα. Στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής, η έμφαση θεωρείται συντακτικό φαινόμενο σχετιζόμενο με τους τόνους (pitch accents), οι οποίοι μπορούν να υλοποιηθούν μόνο στο πλαίσιο των συντακτικών στοιχείων. Συνεπώς το μήνυμα που μεταφέρεται μέσω των τονικών ή συντακτικών αλλαγών μπορεί να πραγματοποιηθεί πλήρως μόνο μέσα στη φράση ή πρόταση και αυτό κάνει την έμφαση συντακτικό φαινόμενο. Η βασική ιδέα της συντακτικο-κεντρικής προσέγγισης είναι ότι η έμφαση συνδέεται με τη συντακτική μετακίνηση, αφού είναι η προσαρμογή της έμφασης που προκαλεί τη μετακίνηση προς τη θέση του προσδιοριστή (specifier) της εμφατικής φράσης (Brody, 1990,
30 Εισαγωγή Rizzi, 1997). Η Μινιμαλιτική θεωρία συσχετίζει την έμφαση με τον έλεγχο ιδιοτήτων: τα στοιχεία σε έμφαση μετακινούνται στη θέση του προσδιοριστή της κείμενης στην αριστερή περιφέρεια Εμφατικής Φράσης, είτε με έναν εμφανή τρόπο είτε πλαγίως (Frascarelli, 2000, Horvath, 1995). Σύμφωνα με τον Κανόνα Κύριου Τονισμού (Nuclear Stress Rule), η εφαρμογή της έμφασης συνδυάζεται με τη μετακίνηση του κύριου τόνου, αφού αυτή είναι η στρατηγική που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή έμφασης στην τελική θέση. Ορισμένοι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η μετακίνηση προς τα δεξιά δεν πρέπει να εξηγείται ως μη-συντακτικό φαινόμενο, το οποίο δεν υπάγεται στους κανόνες μετακίνησης (Zubizarreta, 1998). Υπάρχουν περιπτώσεις που η έμφαση στο τελικό στοιχείο της πρότασης απαιτεί ανακατάταξη (scrambling). Θεμέλια της φωνολογικής ιεραρχίας βρίσκονται στη συντακτική δομή του εκφωνήματος, όμως η φωνολογική δομή παραμένει ανεξάρτητη σε σχέση με την συντακτική (Lieberman & Prince, 1977). 1.5.2. Προσωδιο-κεντρικές προσεγγίσεις Η προσωδιο-κεντρική προσέγγιση στην έρευνα για την έμφαση τοποθετεί την έμφαση στο επίκεντρο της προσωδίας ως εργαλείο επιβολής της ιεραρχίας στο μεταφερόμενο μήνυμα, καθώς σύμφωνα με την προσωδιακή φωνολογία ο επιτονισμός που κατέχει τον κύριο οργανωτικό ρόλο στην ομιλία. Η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης ιεραρχίας στην δομή της ομιλίας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι διαφορετικοί φωνολογικοί κανόνες εφαρμόζονται σε σχέση με
Θεωρητικές προσεγγίσεις της έμφασης 31 διαφορετικά τμήματα του προσωδιακού επιπέδου (όπως π.χ. το φαινόμενο σάντχι (sandhi) ). Η μελέτη του επιτονισμού προϋποθέτει την ανάλυση των πραγματώσεων τονικού ύψους (pitch events), οι οποίες εκφράζονται μέσω της Θεμελιώδους Συχνότητας (F0), οι τιμές της οποίας συνδεόμενες η μία με την άλλη μέσω των τονισμένων συλλαβών διαμορφώνουν το τονικό περίγραμμα (contour), όπου η κύρια έμφαση αποδίδεται μέσω του φρασιακού τόνου (phrase accent) (Pierrehumbert, 1980). Το τονικό ύψος (pitch) παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ταξινόμηση γλωσσών, διαχωρίζοντάς τες σε γλώσσες μουσικού τονισμού (tone languages) και γλώσσες δυναμικού τονισμού (stress languages), ανάλογα με τη λειτουργία του τονικού ύψους. Η Ελληνική ανήκει στην ομάδα γλωσσών δυναμικού τονισμού, αφού η κύρια χρήση του τονικού ύψους γίνεται στο επίπεδο επιτονισμού, ενώ στις γλώσσες μουσικού τονισμού η χρήση διαφορετικών τόνων διακρίνει τη σημασία των φωνημάτων, μορφημάτων και λέξεων. Οι προσωδιο-κεντρικές μελέτες της έμφασης έδειξαν ότι για πολλές γλώσσες η εφαρμογή της έμφασης γίνεται μέσω των κορυφών του τονικού ύψους (pitch peaks). Τα στοιχεία σε τελική θέση πάντα χαρακτηρίζονται από την κορύφωση του τονικού ύψους, ανεξαρτήτως του ρόλου που αυτά παίζουν στην πληροφοριακή δομή του εκφωνήματος. Έτσι σε κάποιες γλώσσες η κατανομή των κορυφών του τονικού ύψους και των επιτονικών σχημάτων καθορίζει τη δομή της έμφασης. Η παρουσία ή απουσία των κορυφών τονικού ύψους λειτουργεί ως μηχανισμός εφαρμογής διαφορετικών εμφατικών δομών (Selkirk, 1995).
32 Εισαγωγή Στο πλαίσιο των προσωδιο-κεντρικών θεωριών, οι επιτονικοί μηχανισμοί παραγωγής έμφασης θεωρούνται πλήρως ανεξάρτητοι από τη σύνταξη και κυριαρχικός ρόλος της σύνταξης στην γραμματική ιεραρχία απορρίπτεται κατηγορηματικά. Από την άλλη, ακόμη και παρά το γεγονός ότι η έμφαση νοείται ως επιτονικό φαινόμενο, η θέση για τη μέγιστη σημασία της σύνταξης στην παραγωγή της έμφασης είναι ευρέως αποδεκτή, αφού είναι η σύνταξη που παρέχει τα θεμέλια για την εφαρμογή των κανόνων της προσωδίας. Η σκέψη για την προσωδία ως ανεξάρτητο επίπεδο έκφρασης βασίζεται σε περιπτώσεις στις οποίες οι συσχετισμοί μεταξύ των συντακτικών και επιτονικών συστατικών δεν γίνονται εμφανείς. Η παρουσία της πολύ στενής σύνδεσης μεταξύ του επιτονισμού και της σύνταξης πηγάζει από τον οργανωτικό ρόλο που παίζουν και οι δύο αυτοί παράγοντες, και, κατά συνέπεια, η επιτονική δομή προσφέρει έδαφος για τις ποικίλες αλληλεπιδράσεις των συντακτικών και φωνολογικών δομών (Inkelas & Zec, 1995, Nespor & Vogel, 1986, Selkirk, 1984). Πολλές μελέτες για τον επιτονισμό βασίζονται στην ιδέα εισαγωγής στην προσωδία μιας αυστηρής επίπεδης ιεραρχίας, στην οποία οι περισσότεροι γλωσσολόγοι χρησιμοποιούσαν ορολογία διαφορετική από αυτήν της Selkirk (Selkirk, 1980): επιτονική φράση (intonational phrase), φωνολογική φράση (phonological phrase), προσωδιακή λέξη (prosodic word), πους (foot) και συλλαβή (syllable) (Beckman & Pierrehumbert, 1986, Hayes, 1989, Nespor & Vogel, 1986, Selkirk, 1984).
Θεωρητικές προσεγγίσεις της έμφασης 33 Οι επιτονικές φράσεις αποτελούν τη μεγαλύτερη φωνολογική ενότητα με ξεκάθαρα και αναμφισβητούμενα φωνητικά όρια και ταυτόχρονα είναι η μονάδα περισσότερο και πιο στενά συσχετιζόμενη με τη συντακτική δομή του εκφωνήματος (Ladd, 1996). Η Pierrehumbert χρησιμοποιεί τα τονικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να διακρίνει τα όρια της επιτονικής φράσης: τα τονικά σήματα αυτών των ορίων αποκαλούνται οριακοί τόνοι (boundary tones), που μπορούν να είναι είτε υψηλοί είτε χαμηλοί (Pierrehumbert, 1980). Μέσα στα όρια της επιτονικής φράσης ο φρασιακός τόνος τοποθετείται μετά τον πυρηνικό τόνο. Οι επιτονικές φράσεις αποτελούνται από μικρότερες φωνολογικές μονάδες, τις φωνολογικές φράσεις (phonological phrase). Η φωνολογική φράση μπορεί να οριστεί ως η πρώτη μονάδα στην προσωδιακή ιεραρχία, αποτελούμενη από περισσότερες από μία ανεξάρτητες λέξεις (Nespor & Vogel, 1986). Η προσωδιο-κεντρική όψη της έμφασης έγινε βάση για τη γλωσσική ταξινόμηση που πρότειναν οι Vallduvi και Engdahl. Σύμφωνα με αυτήν, οι γλώσσες χωρίζονται σε πλαστικές (plastic) και μη-πλαστικές (non plastic), ανάλογα με τη δυνατότητα χρήσης της προσωδίας για την παραγωγή της έμφασης (Vallduvi & Engdahl, 1995). Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η Ισπανική θεωρείται μηπλαστική γλώσσα, επειδή η απουσία του τόνου σε προτασιακό επίπεδο ακυρώνει τη δυνατότητα παραγωγής της βασικής, μημαρκαρισμένης επιτονικής δομής. Στις γλώσσες τέτοιου τύπου η παραγωγή της έμφασης αναγκαστικά συνδέεται με τη σύνταξη.