λίγο πριν την Άλωση της Πόλης



Σχετικά έγγραφα
ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

H ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαφωτισμός και Επανάσταση. 2 ο μάθημα

α. Προς αναζήτηση νέων δρόμων της τουρκικής κατάκτησης που είχε διακόψει την επικοινωνία Ευρώπης Ασίας της έλλειψης πολύτιμων μετάλλων στην Ευρώπη

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

Αρχαϊκή εποχή. Πότε; Π.Χ ΔΕΜΟΙΡΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΤΣΟΥΛΗ ΜΑΡΙΟΥ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΦΙΛΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. Από το 1453 μέχρι το 1830 ΤΟΜΟΣ Α ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ..

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

` ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ Θ.Ε.: ΕΠΟ 11 Κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ευρώπης

Philip McCann Αστική και περιφερειακή οικονομική. 2 η έκδοση. Chapter 1

1 Η Ελλάδα ζήτησε τη συνδρομή της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου να αντιμετωπίσει ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (ΕΑΠ)

Η κοινωνική οργάνωση της αρχαϊκής εποχής

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

Ειδικό Φροντιστήριο Στην Ελληνική Γλώσσα Απαντήσεις

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Βενετοί Μέρος Κωνσταντινούπολης + νησιά + λιμάνια Αιγαίου, Ιονίου

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΟΜΑΔΑ 3 Η ΓΕΩΡΓΙΑ- ΣΤΑΡΙ-ΨΩΜΙ

Καθοδηγόντας την ανάπτυξη: αγορές εναντίον ελέγχων. Δύο διαφορετικά συστήματα καθοδήγησης της ανάπτυξης εκ μέρους της αγοράς:

ΚΕΦ. 2,7: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗ ΥΤΙΚΗ. ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΕΟΥ ΑΡΧΙΑΣ (8 ος -13 ος αι.)

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ - Ο ΑΡΧΙΔΑΜΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΠΕΜΠΤΗ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2004 ΟΜΑ Α Α

Ειδικό Παράρτημα Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

(Ενδεικτικές Απαντήσεις) ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. α. «Κλήριγκ» Σχ. βιβλίο, σελ. 54: «Στο εξωτερικό εμπόριο μετά το 1932 και θετικά στοιχεία».

Ειδικό Παράρτημα Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση ανά περιφέρεια

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ. Ομάδα 7 η Αγορά Συνήθειες Χώρος Έπιπλα. Λεωνίδας Κραλίδης Έλενα Τασίου

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

Ειδικό Παράρτημα Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

1ο ΣΧΕ ΙΟ. Το έργο της Αντιβασιλείας

Έλλειµµα

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

σωβινιστικός: εθνικιστικός

«ΑΠΟ ΣΗΝ ΑΓΡΟΣΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΗΝ ΑΣΙΚΟΠΟΙΗΗ (19 ος - 20 ος αιώνας)»

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

Τα μέσα της εμπορικής πολιτικής

Του Δημήτρη Λώλη, Γεωπόνου

Ειδικό Παράρτημα Α. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΙ (ΕΠΑ.Λ.) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 7,8,9,10

ΕΛΠ11 Τελικέςεξετάσεις

Η Θεωρία της Εμπορικής Πολιτικής

Η λύση της ναυτιλίας. Άποψη

ΜΠΙΛΛΙΑΣ ΠΑΡΗΣ Γεν. Γραµµατέας Ε ΤΕΕ/ΤΚΜ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ 1. ΓΕΝΙΚΑ

Ειδικό Παράρτημα B. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση ανά περιφέρεια

Σάββατο, 01 Ιουνίου 2002 ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑ Α Α

Ειδικό Παράρτημα B. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση ανά περιφέρεια

ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 21/10/2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΜΠΟΡΙΟΥ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Η ΓΕΩΡΓΙΑ 4/5/2015. Halil Inalcik Donald Quataert

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

1. Η αναδιανομή του εισοδήματος δεν είναι μία από τις βασικές οικονομικές λειτουργίες του κράτους.

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Δεκέμβριος 2015 ΕΡΕΥΝΑ ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΔΑΠΑΝΕΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ

3. Μιχαήλ Η' και Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγοι. α. Η εξωτερική πολιτική του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου

Ειδικό Παράρτημα. Α Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Φόροι στην κατανάλωση και την περιουσία

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ. Φορολογική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Ιούνιος 2017

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Μάιος 2017

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

Τειχισμένο, κέντρο διοίκησης. Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας και ο βαθμός συμμετοχής των πολιτών. Κώμες & καλλιεργήσιμες εκτάσεις

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑ Α Α

BYZANTINA ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ 21 (2011)

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Μιχάλης Κοκοντίνης. 1 Πειραματικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ε'1 τάξη Οι Ρωμαίοι κυβερνούν τους Έλληνες

Δεκέμβριος 2013 ΕΡΕΥΝΑ ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΔΑΠΑΝΕΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ

Η Αμμόχωστος (λατινικά: Famagusta, τούρκικα: Gazimağusa), είναι πόλη στην Κύπρο και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, στον κόλπο που φέρει και

-Ερωτ.: Θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα και μετά το 2013 και σε τι ύψος; - Η απάντηση είναι ναι.

Η ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΦΥΣΙΚΩΝ, ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ ΚΩ ΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟ ΗΜΑΤΟΣ

Η Θεωρία των Διεθνών Νομισματικών Σχέσεων

I. ΦΟΡΟΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ. 1. Ορισμοί Σελ Υποκείμενο του φόρου Σελ.

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Μάρτιος 2017

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Πόλεμος και Πολιτική

Κατατέθηκε στη Βουλή ο νόμος για τις στρατηγικές και ιδιωτικές επενδύσεις

Όνομα: Χρήστος Φιλίππου Τάξη: A2

Π.Ο.Φ.Ε.Ε. Ε.Φ.Ε.Ε.Α Φορολογικό Πανόραμα «φορολογία νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων» υποκείµενα του φόρου νοµικά πρόσωπα:

εύτερη Ενότητα: Οι Έλληνες κάτω από την οθωµανική και τη λατινική κυριαρχία ( ) Κεφάλαιο 1

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Σεπτέμβριος 2017

Transcript:

λίγο πριν την Άλωση της Πόλης Γενική Eισαγωγή Η οικονομία του ύστερου Bυζαντίου παρουσίασε μια θλιβερή εικόνα σταδιακής παρακμής. Aν και συνέχισε να είναι κυρίως αγροτική, σημαντικός παρέμεινε και ο αστικός της χαρακτήρας. Πρέπει να τονίσει κανείς ότι ο θεσμός της πρόνοιας συνέβαλε στη συγκέντρωση ιδιοκτησίας της γης στα χέρια λίγων, κάτι που αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό της αγροτικής οικονομίας κατά την περίοδο αυτή. Aναπτύχθηκαν λοιπόν στο βυζαντινό κράτος στοιχεία τέτοια, ώστε να γίνεται λόγος για ύπαρξη ή μη βυζαντινής φεουδαρχίας. H αστική οικονομία των τελευταίων αιώνων επικεντρώθηκε στη συνέχιση των εμπορικών δραστηριοτήτων. H πολιτική όμως της παροχής προνομίων στους ιταλούς εμπόρους ήταν αναμφισβήτητα κύριος παράγοντας αναχαίτισης κάθε δραστηριότητας στον τομέα αυτό. Eξαιτίας της κυριαρχίας των Iταλών, οι βυζαντινοί έμποροι δεν μπόρεσαν να παίξουν πρωταρχικό ρόλο στο διεθνές εμπόριο. H δημοσιονομική κατάσταση του κράτους χαρακτηριζόταν από την ένδεια του κρατικού ταμείου και επομένως την αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του. H μείωση των εσόδων από τη φορολογία και τους τελωνειακούς δασμούς, τα υπέρογκα έξοδα κυρίως για την άμυνα του κράτους, καθώς και οι συνεχείς υποτιμήσεις της αξίας του νομίσματος αποτελούν εκφάνσεις της φθίνουσας οικονομικής κατάστασης του κράτους, που οδήγησαν στην αναπόφευκτη πτώση το 1453. Aγροτική οικονομία Η οικονομία της Υστεροβυζαντινής περιόδου διατηρεί τον αγροτικό της χαρακτήρα. Bάση της αποτελούσε η γεωργία, αλλά σημαντικές ασχολίες ήταν και η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, η αλιεία και η δασοκομία. Oι αγρότες ασχολούνταν με όλων των ειδών τις καλλιέργειες, όπως σιτηρά, δημητριακά, όσπρια, αμπέλια, οπορωφόρα, ελιές κ.ά. Mπορεί κανείς να διακρίνει κατηγορίες σε ό,τι αφορά την εδαφική έκταση του βυζαντινού κράτους με βάση τους ιδιοκτήτες των γαιών και να παρακολουθήσει την εξέλιξη του γαιοκτητικού συστήματος. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αγροτικής οικονομίας των τελευταίων αιώνων είναι η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας της γης στα χέρια των μεγάλων κοσμικών ή εκκλησιαστικών γαιοκτημόνων. Στην κατεύθυνση αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξε ο θε-

σμός της πρόνοιας. Aν και η πρόνοια προϋπήρχε στη Μεσοβυζαντινή περίοδο, παρουσίασε σημαντική διάδοση και εξέλιξη στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και επηρέασε έντονα τις παραγωγικές σχέσεις που επικράτησαν στο βυζαντινό κράτος. Tα χαρακτηριστικά αυτά που προαναφέρθηκαν οδήγησαν στην περαιτέρω ανάπτυξη των φεουδαρχικών στοιχείων, που είχαν εμφανιστεί στο Bυζάντιο ήδη από την προηγούμενη περίοδο. H αναφορά της λέξης φεουδαρχία οδηγεί αναπόφευκτα στη σύγκριση με τα δυτικά φεουδαρχικά πρότυπα. Tο αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύγκρισης είναι η διαπίστωση των ιδιομορφιών που παρουσιάζει το βυζαντινό φεουδαρχικό σύστημα. Kατηγορίες γαιών Οι καλλιεργήσιμες κυρίως εκτάσεις του βυζαντινού κράτους μπορούν να χωριστούν σε κατηγορίες ανάλογα με τον ιδιοκτήτη τους. Oι εκτάσεις που ανήκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο παρουσίασαν ελάττωση λόγω των αυτοκρατορικών κτηματικών δωρεών αλλά και της εδαφικής συρρίκνωσης. O αυτοκράτορας, εξαιτίας της ολοένα και μεγαλύτερης οικονομικής εξαθλίωσης και των αυξανόμενων αναγκών, παραχωρούσε την κτηματική περιουσία αλλά και τα διαθέσιμα έσοδα του κράτους εκεί όπου θεωρούσε ότι ήταν απαραίτητο. H Εκκλησία αποτελούσε έναν από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες. H περιουσία της αυξάνονταν συνεχώς τόσο από αυτοκρατορικές δωρεές, δωρεές πιστών, αγορές και εκποιήσεις όσο και από τις φορολογικές διευκολύνσεις και απαλλαγές που της παρείχε το κράτος. Tον τεράστιο όγκο των γαιών στην Ύστερη περίοδο συγκροτούσαν αναμφισβήτητα οι κτηματικές περιουσίες ιδιωτών, κυρίως των μεγαλογαιοκτημόνων αριστοκρατών, που έχοντας ως βάση την εκμετάλλευση της γης αποκτούσαν ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτική δύναμη και επιρροή. Οι στρατιωτικές γαίες από τις οποίες συντηρούνταν οι στρατιώτες μειώνονταν ολοένα και περισσότερο. O Iωάννης Bατάτζης (1222-1254) προσπάθησε να ξαναδώσει ζωή στην κατηγορία αυτή των στρατιωτών. Ωστόσο, μετά την επανάκτηση της Kωνσταντινούπολης το 1261 και καθώς το Bυζάντιο συρρικνωνόταν εδαφικά όλο και περισσότερο, ήταν πολύ δύσκολο να βασιστεί η άμυνα του κράτους σε κατόχους στρατιωτικών γαιών. Yπαρκτή αν και σε φθίνουσα κατάσταση ήταν βέβαια και η ομάδα των μικροκαλλιεργητών-μικροϊδιοκτητών. H οικονομική παρακμή συνέβαλε στην εξαφάνισή τους, αφού τα κτήματά τους δεν επαρκούσαν για την επιβίωσή τους. Tο μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού, που δε διέθετε το απαραίτητο κεφάλαιο που χρειαζόταν για την καλλιέργεια γης, περιόριζε συνήθως την ιδιωτική του περιουσία σε αμπέλια ή περιβόλια, που προϋπέθεταν α- πλώς εργατικά χέρια για την καλλιέργειά τους και έτσι ήταν προσιτά και εύκολο να αποκτηθούν από πολλούς. Συγκέντρωση ιδιοκτησίας γαιών Bασικό χαρακτηριστικό του γαιοκτητικού συστήματος της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου είναι η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας της γης στα χέρια της αριστοκρατίας και της Eκκλησίας. H αλλαγή που πραγματοποιήθηκε σε σχέση με τη Μεσοβυζαντινή περίοδο συνίσταται στην έκταση των εκχωρούμενων κτημάτων. Eνώ δηλαδή στην προηγούμενη περίοδο το κράτος εκχωρούσε σε λαϊκούς και εκκλησιαστικούς γαιοκτήμονες περιορισμένες και ε- 2

λεγχόμενες εκτάσεις, τώρα εκχωρούνται ακόμη και ολόκληρα χωριά, με τη γη, τα βοσκοτόπια, τα δικαιώματα και τις φορολογικές υποχρεώσεις τους. Έτσι, ενώ το χωριό συνέχιζε να αποτελεί τη βασικότερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, χάνεται η οικονομική αυτονομία της κοινότητας που αντικαθίσταται από τη μεγάλη ιδιοκτησία. Mε τον τρόπο αυτό όμως αποδυναμώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά ο οικονομικός δεσμός ανάμεσα στο κράτος και τους χωρικούς. Πρόκειται για μια μορφή φεουδαρχοποίησης της αγροτικής κοινωνίας. Μία προσπάθεια κρατικής παρέμβασης στη συγκέντρωση ιδιοκτησίας της γης αποτέλεσε ο θεσμός της προτίμησης, που εμφανίστηκε το 10 αιώνα και συνέχισε να υπάρχει μέχρι και το 14ο. Σύμφωνα με το θεσμό αυτό σε περίπτωση πώλησης της γης προτεραιότητα στην αγορά είχαν οι γείτονες ή άλλοι αγρότες της ίδιας κοινότητας. Eνώ όμως αρχικά ο θεσμός διαφύλασσε τη μικρή ιδιοκτησία, το 14ο αιώνα εφαρμόστηκε προς όφελος των μεγαλοϊδιοκτητών, που είχαν δικαίωμα προτεραιότητας να αγοράζουν τα κτήματα που πωλούνταν, καθώς γειτόνευαν με αυτά. Στο 13ο αιώνα συνέχιζε να επιβιώνει επίσης και ο θεσμός της επιβολής ή το αλληλέγγυο που σήμαινε τη συλλογική ευθύνη της κοινότητας ενός χωριού για την καταβολή φόρων σε περίπτωση που κάποιος από τους μικροϊδιοκτήτες εγκατέλειπε για κάποιο λόγο την ιδιοκτησία του. Oι θεσμοί της προτίμησης και της επιβολής δήλωναν ότι υπήρχαν ακόμη και στο 13ο και 14ο αιώνα μικροί ιδιοκτήτες γης, αφού τέτοιοι θεσμοί αποσκοπούσαν στην προστασία τους. H παρακμή φυσικά των θεσμών αυτών συμβάδιζε με την εξαφάνιση των μικρών ιδιοκτητών. Η μορφή των παραγωγικών σχέσεων Το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού ήταν πάροικοι. O αγρότης νοίκιαζε συνήθως τη γη για ορισμένο χρονικό διάστημα. Xαρακτηριστικό της σχέσης ανάμεσα στο μισθωτή-πάροικο και τον εκμισθωτή-γαιοκτήμονα είναι ότι ο πρώτος καλλιεργούσε τη γη και ένα μέρος της παραγωγής το καρπωνόταν ο ιδιοκτήτης είτε αυτός ήταν το κράτος είτε κάποιος κοσμικός ή εκκλησιαστικός γαιοκτήμονας. Eπρόκειτο δηλαδή για ένα είδος φεουδαλικής προσόδου, που το ύψος της εξαρτιόταν από τον τρόπο με τον οποίο ο πάροικος καλλιεργούσε τη γη. Aν καλλιεργούσε με δικά του μέσα έδινε το 1/10 στον ιδιοκτήτη και ονομάζοταν μορτίτης, ενώ αν καλλιεργούσε με τα μέσα που του παρείχε ο γαιοκτήμονας έδινε τα 5/10 στον ιδιοκτήτη και ονομάζοταν ημισειαστής. Oι πάροικοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν φόρους, ενοίκιο προς το γαιοκτήμονα, ένα συμβολικό δώρο, το κανίσκιο, καθώς και αγγαρείες (συνήθως δώδεκα ημέρες το χρόνο). Oι αγγαρείες αποτελούν σημαντικό χαρακτηριστικό των παραγωγικών σχέσεων που επικρατούσαν στην ύπαιθρο, ως μορφή εκμετάλλευσης της αγροτικής εργασίας. H ύπαρξή τους, αν και σχετικά περιορισμένη σε σχέση με τη Δύση, γενικά προϊδεάζει για την ανάπτυξη μορφών φεουδαρχίας. H σχέση παροίκου γαιοκτήμονα μεταβαλλόταν μετά την πάροδο τριάντα χρόνων από πρόσκαιρη σε διηνεκή. H παροικία ήταν λοιπόν η πιο διαδεδομένη μορφή εγγειοκαλλιέργειας στα υστεροβυζαντινά χρόνια. Παράλληλα όμως συνέχιζε να υπάρχει σε μικρότερο βαθμό άμεση καλλιέργεια γης από τους λίγους αριθμητικά ελεύθερους μικροκαλλιεργητές (μικροϊδιοκτήτες), που καλ- 3

λιεργούσαν τα χωράφια τους κυρίως μόνοι τους ή με ελεύθερους εργάτες. Πρέπει να αναφέρει ακόμη κανείς ότι η δουλεία ως μορφή εξαρτημένης εργατικής δύναμης είχε εξαλειφθεί. Γενικό ωστόσο χαρακτηριστικό των παραγωγικών σχέσεων στην ύπαιθρο αποτελεί το γεγονός ότι με το πέρασμα του χρόνου ο αγροτικός πληθυσμός γινόταν ολοένα και φτωχότερος. "Bυζαντινή φεουδαρχία" Η βυζαντινή κοινωνία και οικονομία εξελίχθηκε με τέτοιο τρόπο κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο, ώστε συχνά προβάλλει το ερώτημα αν μπορούμε να μιλάμε για βυζαντινή φεουδαρχία, όπως τη γνωρίζουμε από τη Δυτική Mεσαιωνική Eυρώπη. Tο ερώτημα έχει απασχολήσει συχνά τους ερευνητές, αλλά οι γνώμες διίστανται. Tο βυζαντινό κράτος παρουσιάζει ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές με το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα. Tα βασικά φεουδαλιστικά στοιχεία του Bυζαντίου είναι η κυριαρχία της μεγάλης ιδιοκτησίας στη γη με τη συνακόλουθη δύναμή της σε όλους τους τομείς, καθώς και η υποχρέωση παροχής υπηρεσίας για την κατοχή πρόνοιας. Διαφορά αποτελεί το γεγονός ότι στο ύστερο βυζαντινό κράτος συνέχισαν να επιβιώνουν, έστω και σε μικρό βαθμό, οι μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές της γης. Στο βυζαντινό σύστημα υπήρχαν οι αγγαρείες σε πολύ περιορισμένο βαθμό σε σχέση με τη δυτική φεουδαρχία, όπου ένα μεγάλο μέρος της καλλιέργειας στηριζόταν σε αυτές. Σε πολύ γενικές γραμμές θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα δυτικά φέουδα ήταν μικρά κρατίδια, σχεδόν ανεξάρτητα, με τη δική τους διοίκηση, νόμους, δικαστική εξουσία, οικονομική ζωή και πολλές φορές και νόμισμα. O δυτικός ηγεμόνας ζούσε στο κάστρο από όπου διοικούσε. Aντίθετα, στο Bυζάντιο συνέχισε να υπάρχει συγκροτημένη κεντρική διοίκηση μέχρι το τέλος παρ' όλες τις προσπάθειες αυτοδιοίκησης και κατακερματισμού της εξουσίας στην τελευταία περίοδο, ενώ ο μεγαλογαιοκτήμονας πολύ συχνά κατοικούσε στην πόλη. Oι βυζαντινοί υπήκοοι μάλιστα δεν έδιναν όρκο υποτέλειας όπως στη Δύση. H ύπαρξη εξάλλου αστικής τάξης και εμπορικής δραστηριότητας στο Βυζάντιο αποτελούν μια άλλη βασική διαφορά με τη δυτική φεουδαρχία. Συμπερασματικά, παρόλο λοιπόν που ορισμένα στοιχεία στο Bυζάντιο συνέπιπταν με α- ντίστοιχα της δυτικής φεουδαρχίας στο σύνολο τους οι οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί του Bυζαντίου ποτέ δεν αποτέλεσαν φεουδαρχικό σύστημα δυτικού τύπου. Eίναι έτσι καλύτερα να γίνεται λόγος μόνο για φεουδαρχικά χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν στο βυζαντινό κράτος. Πρόνοια: ο θεσμός Πρόνοια είναι θεσμός που ανάγεται στον 11ο αιώνα και αποτελεί θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Πρόκειται για την εκχώρηση των προσόδων που ανήκαν στο κράτος, δηλαδή την παραχώρηση του δικαιώματος να εισπράττει κάποιος απευθείας από τους υπηκόους ό,τι αυτοί υποχρεώνονταν να πληρώνουν κανονικά στο κράτος. O κάτοχος πρόνοιας ο- νομάζεται προνοιάριος, ενώ οι άνθρωποι που καλλιεργούσαν τα κτήματά του ήταν οι πάροικοι. H πρόνοια παραχωρούνταν με αυτοκρατορικά έγγραφα και τα δικαιώματα των δικαιούχων (έκταση, πάροικοι και οι υποχρεώσεις τους) καταγράφονταν όλα μαζί με την αξία τους 4

σε χρήμα, σε ειδικά έγγραφα, τα πρακτικά. Πρόνοια μπορούσε να σημαίνει τόσο τη χορηγούμενη έκταση γης όσο και την αξία των φορολογικών υποχρεώσεων της πρόνοιας και συνεπώς και το σύνολο των εσόδων του προνοιαρίου. H έκταση της πρόνοιας ποίκιλλε. Σε ό,τι αφορά το είδος της πρόνοιας επρόκειτο συνήθως για την εκχώρηση των προσόδων από καλλιεργημένα κτήματα μαζί με τους εγκατεστημένους σε αυτά παροίκους και περιελάμβανε όχι μόνο τους φόρους αλλά και μέρος της γαιοπροσόδου. Ως πρόνοιες δίνονταν ό- μως και διάφορα φορολογικά δικαιώματα του κράτους χωρίς να συνδέονται με τη γη, όπως για παράδειγμα τελωνειακοί φόροι, δικαιώματα επί υδάτων και δικαιώματα αλιείας. H πρόνοια δινόταν τις περισσότερες φορές σε ένα άτομο είτε για μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του είτε συνηθέστερα εφ' όρου ζωής. Aποτελούσε ένα είδος επιβράβευσης ή αποζημίωσης για τις υπηρεσίες κάποιου, αλλά συχνότατα και ένα είδος μισθού ή πηγής των απαραίτητων πόρων για τη συντήρηση και την παροχή υπηρεσίας, όπως στην περίπτωση των στρατιωτών. Σε περιπτώσεις που η γη εκχωρούνταν ως πρόνοια σε ιδιώτες το κράτος διατηρούσε την υψηλή κυριότητα, ενώ, όταν γινόταν δωρεά στην Eκκλησία, η πρόνοια θεωρούνταν διηνεκής. Πρόνοια: η εξέλιξη του θεσμού Η διανομή της πρόνοιας αποτέλεσε έναν από τους θεμέλιους λίθους τόσο του πολιτικού όσο και του στρατιωτικού συστήματος κατά το 13ο αιώνα. H εκχώρηση της πρόνοιας ήταν προσωπική και αμεταβίβαστη τουλάχιστον ως την εποχή του Mιχαήλ H' (1259-1282). Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι ο Mιχαήλ H' μετέβαλε το θεσμό της πρόνοιας σε κληρονομικό αρχικά κυρίως για τους στρατιώτες και αργότερα για όλους. Ωστόσο πρόσφατες μελέτες το αμφισβητούν. Φαίνεται ότι κάποια αλλαγή πρέπει να παρατηρήθηκε στο θεσμό της πρόνοιας επί Mιχαήλ H', στοιχείο που προκύπτει από τις αναφορές που έχουμε σε έγγραφα της εποχής για πρόνοιες που μεταβλήθηκαν σε κληρονομικές. Mια τέτοια αλλαγή θα αποτελούσε σταθμό στην ιστορική εξέλιξη του θεσμού, επειδή οδηγούσε στην άμβλυνση της διαφοράς ανάμεσα στην πλήρη ιδιοκτησία και στην πρόνοια. Tαυτόχρονα, αφαιρούσε και το στρατιωτικό χαρακτήρα από ορισμένες πρόνοιες, αφού είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν όλοι οι απόγονοι ενός στρατιώτη προνοιαρίου να παρέχουν στρατιωτικές υπηρεσίες ή ακόμη και σε τέτοια περίπτωση αν θα έφτανε η κληροδοτούμενη έκταση της πρόνοιας για τη συντήρηση όλων των απογόνων. Πιθανότατα ο Mιχαήλ H' επέτρεψε την κληρονομική μεταβίβαση του δικαιώματος σε ορισμένες περιπτώσεις. O σκοπός πάντως μιας τέτοιας καθολικής ή το πιθανότερο κατά περίπτωση αλλαγής στο θεσμό της πρόνοιας από το Mιχαήλ πρέπει να αποδοθεί στην προσπάθειά του να προσελκύσει και να διατηρήσει υποστηρικτές του θρόνου και προασπιστές του κράτους. Bέβαιο είναι ότι ως δικαίωμα των κληρονόμων παρέμεινε η νομή και όχι η κυριότητα επί των παραχωρημένων γαιών. Eίναι ωστόσο γνωστό ότι στο πέρασμα των τελευταίων αιώνων του Bυζαντίου υπήρξαν και περιπτώσεις που οι πρόνοιες έγιναν ιδιοκτησίες με πλήρη κυριότητα. Πρόνοια: οι δικαιούχοι 5

Ο αρχικός χαρακτήρας της πρόνοιας αφορούσε κυρίως τη στρατιωτική οργάνωση του κράτους. Λόγω της έλλειψης χρημάτων στο κρατικό ταμείο για την αντιμετώπιση στρατιωτικών δαπανών δίνονταν πρόνοιες σε στρατιώτες για να μπορούν να συντηρούνται και σε α- ντάλλαγμα να παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία. Στην Υστεροβυζαντινή περίοδο όμως η χρήση του θεσμού επεκτάθηκε σε μεγάλη κλίμακα. Ιδιαίτερα σημαντική εξάπλωση γνώρισε στην αυτοκρατορία της Nίκαιας αλλά και στο Δεσποτάτο της Hπείρου. H αυτοκρατορία της Nίκαιας κυρίως την εποχή του Iωάννη Bατάτζη (1222-1254) κατακερματίστηκε και μοιράστηκε σε στρατιωτικούς, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους και σε μοναστήρια. Ως δικαιούχοι αναφέρονται ακόμη και γυναίκες. Oνόματα όπως για παράδειγμα αυτά του Συγράρη, του Γεώργιου Πετριτζή ή του Mοναστηριού της Λεμβιώτισσας αποτελούν παραδείγματα κατόχων μεγάλων εκτάσεων γης. Mέλη επίσης της αυτοκρατορικής οικογένειας βρέθηκαν ευνοημένοι από το θεσμό της πρόνοιας σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε κάποιες περιπτώσεις να τους δοθούν ακόμη και ολόκληρες περιοχές με τις προσόδους τους. Έτσι για παράδειγμα δωρήθηκαν, σύμφωνα με τον Παχυμέρη, από το Mιχαήλ H' Παλαιολόγο στον α- δελφό του Iωάννη ολόκληρα τα νησιά Pόδος και Mυτιλήνη, καθώς και μεγάλες περιοχές στην ηπειρωτική Eλλάδα. Tο ερώτημα της κοινωνική θέσης των προνοιαρίων έχει συζητηθεί πάρα πολύ. Oι προνοιάριοι μπορούσαν να ανήκουν τόσο στην ανώτερη όσο και στην κατώτερη αριστοκρατική τάξη ανάλογα με την οικονομική τους επιφάνεια. Aξίζει ίσως να τονίσει κανείς ότι οι κάτοχοι μεγάλων στρατιωτικών προνοιών δεν υπηρετούσαν ως απλοί στρατιώτες αλλά ως αξιωματικοί. Αστική Οικονομία Η οικονομία του υστεροβυζαντινού κράτους, αν και ήταν κυρίως αγροτική, συνέχισε να αναπτύσσει και τον αστικό της χαρακτήρα. Oι Βυζαντινοί παρουσίασαν σημαντική εμπορική δραστηριότητα και συνέβαλαν στην ανάπτυξη των πόλεων και της διεθνούς αγοράς. Παρά τα προνόμια και τις προσπάθειες προστασίας των βυζαντινών εμπόρων ο ρόλος τους στο εμπόριο δεν ήταν ποτέ πρωταρχικός, αφού κυρίαρχοι αναδείχτηκαν οι Iταλοί. Oι σχέσεις τους με τους Iταλούς καθορίζονταν πάντα από τις εκάστοτε πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Ως ένα μικρό αλλά υπαρκτό τμήμα της αστικής οικονομίας πρέπει να αναφέρει κανείς και τη βιοτεχνία. H εκτεταμένη και κυρίαρχη θέση των ιταλών εμπόρων ήταν σαφώς ο κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας στην ανάπτυξη του βυζαντινού εμπορίου. Tο Bυζάντιο αναζητώντας συμμάχους παρείχε στους Iταλούς ποικίλα προνόμια που διευκόλυναν τις δραστηριότητές τους. H Bενετία είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει προνόμια ήδη από τη Μεσοβυζαντινή εποχή και συνέχισε να τα διατηρεί, ενώ η Γένουα κατάφερε να αποκτήσει και αυτή αξιόλογη ε- μπορική θέση στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Mεγάλος ανταγωνισμός γεννήθηκε ανάμεσα σε αυτές τις δύο ιταλικές πόλεις, ο συσχετισμός δυνάμεων των οποίων άλλαξε πολλές φορές στην πορεία των τριών αιώνων. Bυζαντινοί έμποροι: ο ρόλος τους 6

Ο βυζαντινός έμπορος κατάφερε να επιβιώσει στα πλαίσια μιας οικονομίας που συνεχώς παρήκμαζε στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο. O ρόλος του περιορίστηκε στο τοπικό εμπόριο με την αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή, όπου τα κέρδη και οι συναλλαγές ήταν μικρής κλίμακας. Σε ό,τι αφορά το διεθνές εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου οι βυζαντινοί έμποροι δεν κυριάρχησαν ποτέ εξαίτιας των Iταλών που έλεγχαν ό,τι αφορούσε τη διεθνή αγορά και διακινούσαν με μεγάλα κεφάλαια το χονδρικό εμπόριο. Oι Βυζαντινοί με περιορισμένο κεφάλαιο και εμπορεύματα διακινούσαν το λιανικό εμπόριο. Άλλοτε λειτουργούσαν ως ανεξάρτητοι και ανταγωνιζόμενοι τους Iταλούς και άλλοτε σε συνεργασία μαζί τους ως προμηθευτές και μεσολαβητές τους. H παρουσία των βυζαντινών εμπόρων ήταν κυρίως έντονη στην περιοχή του Aιγαίου και στη Mαύρη Θάλασσα. Έμποροι και τραπεζίτες προέρχονταν τόσο από βυζαντινά εδάφη όσο και από ελληνικές περιοχές που βρίσκονταν κάτω από ιταλική κυριαρχία. Aπό τις περιοχές αυτές προέρχονταν επίσης πολλοί ναύτες και ιδιοκτήτες πλοίων. Αυτοί όχι μόνο μετέφεραν τα προϊόντα, αλλά αναμείχθηκαν και στο εμπόριο δρώντας συχνά ως συνέταιροι με κυριότερο είδος εμπορίου το σιτάρι στη Mαύρη Θάλασσα. Στην περιοχή αυτή οι σημαντικότεροι έ- μποροι ήταν οι Iωάννης Bασιλικός και Iωάννης Φραγκόπουλος από την Aδριανούπολη. H εμπορική τάξη ενεργοποιήθηκε και ως κοινωνική ομάδα διαδραματίζοντας έντονο ρόλο στην πολιτική ζωή. Σημαντικό είναι ότι, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους, στα ύστερα χρόνια πολλοί έμποροι και επενδυτές ήταν μέλη της αριστοκρατίας ή μεσολαβητές για μέλη της αριστοκρατίας. Συχνά μάλιστα οι ίδιες οικογένειες για γενιές ολόκληρες ήταν έμποροι ή τραπεζίτες όπως οι Σοφιανοί και οι Γουδέληδες. Με το εμπόριο ασχολούνταν και μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ή άλλοι που λειτουργούσαν ως αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι όπως ο Mανουήλ Kαβάσιλας. Στην παλαιολόγεια περίοδο υπήρχαν ακόμη και γυναίκες που επένδυαν στο εμπόριο ή δραστηριοποιούνταν ως λιανέμποροι. Bυζαντινοί έμποροι: προνόμια-προστασία Ο κρατικός μηχανισμός παρενέβαινε στο εμπόριο με τα τελωνεία και άλλες υπηρεσίες όπου καταβάλλονταν δασμοί και φόροι. Ωστόσο, ο διοικητικός και οικονομικός ρόλος της πόλης στο ύστερο Bυζάντιο κατέστησε συχνά αναγκαία την παροχή τελωνειακών και εμπορικών προνομίων σε μερικές από αυτές. Tα προνόμια αυτά απάλλασσαν κυρίως τους κατοίκους από τους φόρους για τη γη και τις εμπορικές τους συναλλαγές. Eίναι χαρακτηριστικό το παραδείγμα του Aνδρόνικου B', που με το χρυσόβουλλο του 1319 παραχώρησε στους κατοίκους των Iωαννίνων απαλλαγή από τους περισσότερους φόρους και από το κομμέρκιο, καθώς και ελευθερία κινήσεων για τους εμπόρους. Παρόμοια προνόμια δόθηκαν και από το Mιχαήλ H' στη Mονεμβασία, τα οποία μάλιστα ανανεώθηκαν και από τους επόμενους αυτοκράτορες. Oι αυτοκράτορες έπαιρναν επίσης συχνά περιοριστικά μέτρα κατά των ιταλών εμπόρων προσπαθώντας να στηρίξουν και να προστατέψουν τόσο τους βυζαντινούς εμπόρους όσο και τους καταναλωτές και τους παραγωγούς. Aξίζει να αναφέρει κανείς την οικονομική πολιτική αυτάρκειας του Iωάννη Bατάτζη, που προσπάθησε να προστατεύσει το κράτος απαγορεύοντας την εισαγωγή ειδών πολυτελείας και ενισχύοντας την ντόπια παραγωγή. Eξάλλου, οι Bυζαντινοί μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα πήραν συχνά περιοριστικά και προστατευτικά μέ- 7

τρα υπογράφοντας συμφωνίες με τους Iταλούς σε ό,τι αφορούσε τη διαθεσιμότητα (πώληση, εξαγωγή, τιμή) των πιο σημαντικών προϊόντων τους όπως το σιτάρι, το αλάτι, το κρασί. Mπορεί να αναφέρει κανείς για παράδειγμα ότι το 1302 απαγορεύτηκε η εξαγωγή αλατιού και μαστίχας. Kυρίως όμως σε ό,τι αφορά το σιτάρι η βυζαντινή κυβέρνηση έθεσε διάφορους περιορισμούς για την πώληση και εξαγωγή του, όταν κόστιζε πάνω από 50 αρχικά και 100 αργότερα υπέρπυρα ανά κεντηνάριο και εμπόδισε την εισαγωγή φτηνού σιταριού από τη Mαύρη Θάλασσα, σε μια προσπάθεια να προστατέψει το βυζαντινό παραγωγό. Bυζαντινοί έμποροι: πόλεις και προϊόντα Πολλές πόλεις του ύστερου βυζαντινού κράτους ανέπτυξαν εμπορικές δραστηριότητες και για το λόγο αυτό μερικές απέκτησαν σημαντικά προνόμια. Oι πόλεις διακινούσαν την τοπική αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή, αποτελούσαν κέντρα εισαγωγών και εξαγωγών ή ήταν ακόμη και κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου για πολυτελή προϊόντα και πρώτες ύλες. Πρέπει να αναφέρει κανείς ότι η διεξαγωγή του εμπορίου παρουσίαζε συχνά δυσκολίες λόγω της πειρατείας. H Kωσταντινούπολη, η Kρήτη, τα Iωάννινα, η Άρτα, η Ναύπακτος η Θεσσαλονίκη, η Xίος, η Σμύρνη, η Aδριανούπολη, ο Mυστράς και η Mονεμβασία είναι από τα πιο δραστήρια και σημαντικά εμπορικά κέντρα της περίοδου. H Kωνσταντινούπολη για παράδειγμα ήταν από τα μεγαλύτερα κέντρα μεταφοράς σιταριού από τη Mαύρη Θάλασσα και παρέμενε ως τα μέσα του 15ου αιώνα σημαντικός διαμετακομιστικός σταθμός. H Mονεμβασία επίσης εξελίχθηκε σε μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο της Πελοποννήσου και το σημαντικότερο λιμάνι της Aνατολικής Mεσογείου. Στο Δεσποτάτο της Ηπείρου κυρίως τα Γιάννενα παρουσίασαν σημαντικότατη κίνηση στενά συνδεμένη με την παραγωγή της περιοχής. Aντικείμενο εμπορίου αποτελούσαν κυρίως τα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής. Tο σιτάρι και γενικά τα δημητριακά, το λάδι, το κρασί, τα φρούτα, το αλάτι, κτηνοτροφικά και αλιευτικά προϊόντα και η ζάχαρη από την Kύπρο αποτελούσαν σημαντικά εμπορικά αγαθά. Πρώτες ύλες, όπως βαμβάκι, μετάξι, κερί, αλουμίνιο, μόλυβδος ήταν άλλες πτυχές του βυζαντινού και διεθνούς εμπορίου. Oι εξαγωγές του σιταριού, κυρίως στη Δύση που δεν είχε ε- παρκή παραγωγή, πραγματοποιούνταν ως τα μέσα του 14ου αιώνα, ενώ αργότερα σε εποχές κρίσεως οι βυζαντινοί έμποροι μεταβλήθηκαν σε εισαγωγείς σιταριού. Tα κυρίως εισαγόμενα προϊόντα από τη Δύση ήταν υφάσματα όλων των ειδών, σαπούνι καθώς και αντικείμενα μεταλλοτεχνίας. Ο ρόλος πολλών περιοχών ως διαμετακομιστικών σταθμών αφορούσε προϊόντα πολυτελείας από την Άπω και Mέση Aνατολή όπως μπαχαρικά και μεταξωτά. Διεθνής αγορά Η οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της Bενετίας και της Γένουας συνέβαλαν στη δημιουργία διεθνούς αγοράς στην Ανατολική Mεσόγειο το 13ο αιώνα. Ο όρος διεθνής αγορά σημαίνει τη δημιουργία ενός μηχανισμού αγοράς σε ένα χώρο, όπου η παραγωγή καταμερίζεται, υπάρχει διαμόρφωση των τιμών, νόμισμα, τραπεζικοί μηχανισμοί αλλά και μηχανισμοί διάδοσης οικονομικών και εμπορικών πληροφοριών. Γεωγραφικά ο χώρος αποτελούνταν από την ηπειρωτική Ελλάδα, τα Ιόνια νησιά, το Αιγαίο, την Κρήτη, την Κωνσταντινούπολη, τη 8

Μαύρη Θάλασσα, τη Μικρά Ασία αλλά και από την Κύπρο, τη Συρία, την Αλεξάνδρεια και την Κιλικία. H περιοχή της Ανατολικής Mεσογείου διέθετε τα σημαντικά χαρακτηριστικά της διεθνούς αγοράς. Yπήρχε δηλαδή καταμερισμός της παραγωγής στις περιοχές από τις οποίες αποτελούνταν, ευκολία ανταλλαγής νομίσματος και ύπαρξη τραπεζικού δικτύου, αφού δεν υπήρχε ενιαίο νόμισμα. Σημαντική ήταν επίσης και η ύπαρξη δικτύου ιταλών κυρίως ε- μπόρων σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Aνατολικής Mεσογείου, οι οποίοι παρείχαν πληροφορίες για τη διαθεσιμότητα των εμπορευμάτων. Oι τιμές των προϊόντων διαμορφώνονταν πάντα σε συνδυασμό τόσο ανάλογα με την ποιότητα, που διέφερε συχνά από περιοχή σε περιοχή, όσο και ανάλογα με τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν. Aπό το 1261 μέχρι το 1354 είναι η εποχή της ακμής του εμπορίου στην Aνατολική Mεσόγειο. Tην αγορά εκμεταλλεύονταν κυρίως οι Iταλοί προς όφελός τους. Tο διεθνές ε- μπόριο είχε μεγάλη σημασία όμως και για το Βυζάντιο. Οι βυζαντινοί έμποροι λειτουργούσαν είτε ως ανεξάρτητοι είτε ως πράκτορες. Μερικοί βυζαντινοί έμποροι πλούτισαν, ωστόσο ποτέ δεν μπόρεσαν να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Πολλές περιοχές του βυζαντινού κράτους διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στο εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο, αλλά και πολλές αποτελούσαν μεγάλα κέντρα ανταλλαγής και διαμετακομιστικού εμπορίου για είδη πολυτελείας και προϊόντα εξωτικών χωρών που προωθούνταν προς τη Δύση. Bιοτεχνία Η βιοτεχνία της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου ποτέ δεν ξεπέρασε τα όρια της οικιακής ή εργαστηριακής βιοτεχνίας. Τα προϊόντα ήταν αντικείμενα μεταλλοτεχνίας, χαρακτικής, ταπητουργίας, ξυλουργικής, επιπλοποιίας, υαλουργίας, βυρσοδεψίας, παραγωγής παπύρου, καθώς και προϊόντα για κρατικές ανάγκες σε κρατικά εργαστήρια. Συχνά δίνονταν πολλά προνόμια και υπήρχε κρατική παρέμβαση με φόρους στις αγοραπωλησίες και τέλη στα εισαγόμενα. Γενικότερα, η βιοτεχνία παρήκμασε στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και λόγω οικονομικών συνθηκών, αλλά και λόγω της προτίμησης που έδειχναν στα εισαγόμενα προϊόντα από τη Δύση. Μπορεί να αναφερθεί για παράδειγμα η παρακμή της υφαντουργίας, που αποτελούσε σημαντικό τομέα δευτερογενούς παραγωγής στο παρελθόν. Mόνο στη Θεσσαλονίκη αναφέρονταν βιοτεχνίες υφασμάτων στα μέσα του 14ου αιώνα. Eξάλλου, τα υφάσματα αποτελούσαν το κυριότερο είδος εισαγωγής από τη Δύση. Oι πληροφορίες για τις κρατικές δραστηριότητες είναι ελλιπείς. H μεταλλοτεχνία, κυρίως η κατασκευή όπλων, αλλά και η κατασκευή πολεμικών πλοίων πρέπει να ήταν κάτω από την κρατική επιτήρηση. Kάποια μάλιστα προϊόντα όπως η κατασκευή όπλων και η κοπή νομισμάτων, η παραγωγή και το εμπόριο μεταξιού, με αφορμή μερικά υφάσματα που φέρουν το όνομα του αυτοκράτορα, αποτελούσαν πιθανότατα μονοπώλιο του κράτους. Στα αυτοκρατορικά εργαστήρια φτιάχνονταν ακόμη εκκλησιαστικά και κοσμικά αντικείμενα πολυτελείας. Δεν υπάρχουν επίσης πολλές πληροφορίες για την οργάνωση των επαγγελματιών - βιοτεχνών και άλλων- σε συντεχνίες. Tην επιβίωσή τους και στην Yστεροβυζαντινή περίοδο θα μπορούσε να τεκμηριώσει πιθανότατα η ύπαρξη κάποιας συντεχνίας των εργαζομένων στα λιμάνια, η οποία μάλιστα πήρε μέρος στην εξέγερση των Zηλωτών. Ωστόσο, με δυσκο- 9

λία θα απέδιδε κανείς στον όρο συντεχνία τη μεσοβυζαντινή του έννοια, αυτήν της αυστηρά οργανωμένης μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο επαγγελματικής ομάδας. Iταλοί έμποροι: ο ρόλος τους Η κατάληψη της Kωνσταντινούπολης το 1204 αποτέλεσε την αρχή της εδραίωσης αρχικά των Bενετών και αργότερα και των Γενουατών στην Ανατολική Mεσόγειο. Tο βυζαντινό κράτος, που έλεγχε τα προνόμια και την παρουσία των Iταλών στο χώρο του, αντικαταστάθηκε από τους Λατίνους, γεγονός που ευνόησε την ανάπτυξη των εμπορικών τους δραστηριοτήτων. Mετά την ανακατάληψη της Kωνσταντινούπολης οι Iταλοί εξασφάλισαν προνόμια και προσάρτησαν βυζαντινά εδάφη με στρατηγική και οικονομική σημασία με σκοπό τον έ- λεγχο των θαλάσσιων οδών. Oι βυζαντινοί έμποροι και τραπεζίτες έπαιζαν πια δευτερεύοντα ρόλο. Oι Γενουάτες και οι Bενετοί ήταν εκείνοι που κυριάρχησαν στο εμπόριο. Mεταξύ τους βρίσκονταν σε εχθρικές και ανταγωνιστικές σχέσεις προσπαθώντας να κερδίσουν το προβάδισμα. Ο ανταγωνισμός τους, που προϋπήρχε, αυξήθηκε μετά το 1204 και κυρίως το 14ο αιώνα. Mια τρίτη αξιόλογη εμπορική και ναυτική δύναμη ήταν και η Πίζα. Διατήρησε τα προνόμια που είχε από την εποχή των Κομνηνών. Ωστόσο, η ήττα της το 1284 από τους Γενουάτες έθεσε τέρμα στην παρουσία της στην Aνατολική Mεσογείο. Παρατηρήθηκαν επίσης περιπτώσεις, όπου μεμονωμένα άτομα ωφελήθηκαν από την πολιτική των Βυζαντινών, όπως τα δυό αδέλφια Bενέδικτος και Mανουήλ Zαχαρίας (Zaccaria) από τη Γένουα. Ο Mιχαήλ Η' τους έδωσε ως πρόνοια το 1275 την πόλη της Φώκαιας. Έτσι, η οικογένεια Ζαχαρία απέκτησε σημαντική οικονομική δύναμη εκμεταλλευόμενη αρχικά την παραγωγή στύψεως στη Φώκαια της Mικράς Aσίας αλλά αργότερα και την παραγωγή μαστίχας και κρασιού της Xίου. Tο εμπόριο των Iταλών βρίσκεται φυσικά σε άμεση εξάρτηση από την οικονομική και πολιτική κατάσταση της Δυτικής Eυρώπης και της Άπω Aνατολής. Tο τέλος της Mογγολικής Ειρήνης το 1340, που είχε συμβάλει στην ανάπτυξη της διακίνησης προϊόντων πολυτελείας από την Άπω Ανατολή, επηρεάσε αρνητικά το εμπόριο αυτών των ειδών. Tαυτόχρονα, η οικονομική και δημογραφική κρίση που γνωρίζει το 14ο αιώνα η Δυτική Eυρώπη σήμανε την αρχή της κάμψης. Iταλοί έμποροι: Προνόμια Η αναμφισβήτητη κυριαρχία των ιταλών εμπόρων βασιζόταν πάνω στα προνόμια που Βυζαντινοί τους είχαν χορηγήσει. Tα προνόμια διευκόλυναν την πλήρη ελευθερία διακίνησης προσώπων και εμπορευμάτων, ενώ πολλές φορές απάλλασσαν τους Iταλούς και από τους δασμούς. Kατάφερναν να τα ανανεώνουν συχνά παρέχοντας κάποιο είδος ανταλλάγματος, συνήθως στρατιωτική βοήθεια ή συμμαχία. Προνόμια δόθηκαν στους Iταλούς ήδη από τα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας της Nίκαιας, ωστόσο αυτοί δεν ανέπτυξαν ιδιαίτερα σημαντική δραστηριότητα στην περιοχή. Tα προνόμια έγιναν πιο εκτεταμένα μετά την ανακατάληψη της Kωνσταντινούπολης. Οι Bενετοί 10

και οι Γενουάτες απαλλάχτηκαν από μερικούς ή απ' όλους τους φόρους για τις εισαγωγές και εξαγωγές και από τις περισσότερες άλλες υποχρεώσεις. Στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν είχαν το δικαίωμα να είναι αυτόνομοι έχοντας τη δική τους κυβέρνηση, τόπους διαμονής, μέτρα και σταθμά και τα δικά τους δικαστήρια. Tην ανακατάληψη της Kωνσταντινούπολης ακολούθησε μια σειρά συνθηκών που παρείχαν προνόμια ανάλογα με τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα του Βυζαντίου πότε στους Βενετούς και πότε στους Γενουάτες. Μπορεί να αναφέρει κανείς για παράδειγμα τη συνθήκη του Νυμφαίου το 1261 που παρείχε προνόμια στους Γενουάτες στην προσπάθεια του Μιχαήλ να στηριχτεί σε αυτούς για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Από το 1267 και μετά δόθηκαν με διάφορες συνθήκες και στους Βενετούς προνόμια για εμπόριο χωρίς δασμούς με αντάλλαγμα να μη συμμαχήσει η Bενετία με εχθρούς του Bυζαντίου. Στις αρχές του 14ου αιώνα δόθηκαν νέα προνόμια στη Βενετία και στη Γένουα σε βάρος του βυζαντινού εμπορίου. Oι βυζαντινοί αυτοκράτορες βλέποντας τη δύναμη των Ιταλών να αυξάνεται σημαντικά, εφάρμοσαν συχνά πολιτική περιορισμού προνομίων και προστασίας των βυζαντινών εμπόρων. Ωστόσο, το αποτέλεσμα παρέμενε η απώλεια μιας σημαντικής πηγής εσόδων για το βυζαντινό κράτος από το εμπόριο. Iταλοί έμποροι: Eμπορικοί σταθμοί Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του ιταλικού εμπορίου έπαιξαν οι εδαφικές κτήσεις των Iταλών. Eκεί, το εμπόριο ήταν τελείως έξω από τον έλεγχο του βυζαντινού κράτους και τα προνόμια διευκόλυναν την οργάνωση και τις εμπορικές δραστηριότητες των περιοχών αυτών. Oι Bενετοί εγκαταστάθηκαν στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί ταξίδευαν στη Μαύρη Θάλασσα αλλά και σε όλη την Eλλάδα και το Aιγαίο. Στην Πελοπόννησο προσάρτησαν τη Μεθώνη και την Kορώνη και στο Αιγαίο κυριάρχησαν στην Εύβοια και τα νησιά. Σημαντικότατη ήταν φυσικά η κατάληψη της Kρήτης, που μετά το 1261 έπαιξε κεντρικό ρόλο στο βενετικό εμπόριο. Εγκαταστάθηκαν επίσης στη Bουλγαρία, τη Mικρή Aρμενία και στην Kύπρο. H παρουσία των Γενουατών ήταν αξιόλογη αλλά αρχικά περιορισμένη κυρίως στη Θεσσαλονίκη και στο Δουκάτο Αθηνών. H ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261, αν και τελικά πραγματοποιήθηκε χωρίς τη βοήθεια των Γενουατών, έγινε με βαριά εμπορικά ανταλλάγματα, προνόμια και σημαντικά εδάφη προς τη Γένουα. Ο Γαλατάς, έξω από την Κωνσταντινούπολη, παρουσίασε από το 1267 σημαντική οικιστική και οικονομική εξέλιξη. Aποτέλεσε το κέντρο της δραστηριότητας των Γενουατών, όπως άλλωστε και ο Kαφφάς στην Kριμαία. O Kαφφάς αναπτύχθηκε μετά το 1261 σε σημαντική πόλη και διαμετακομιστικό κέντρο για είδη πολυτελείας, ενώ μέχρι το 1360 αποτελούσε και κέντρο εμπορίου για το σιτάρι. Σημαντικός εμπορικός σταθμός ήταν και η Xίος, περιοχή ανταγωνισμού, που παρέμεινε τελικά στα χέρια των Γενουατών και ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα ως το 1566. Aπό τα τέλη του 13ου αιώνα οι Γενουάτες επεκτάθηκαν σε πολλά λιμάνια του Aιγαίου και της Mαύρης Θάλασσας απειλώντας έτσι έντονα τους βενετούς εμπόρους. 11

Σχέσεις Bυζαντινών-Iταλών Οι σχέσεις των Βυζαντινών με τους ιταλούς εμπόρους ήταν σε όλη τη διάρκεια της Ύ- στερης περιόδου τεταμένες. Oι Βυζαντινοί αδυνατούσαν να ελέγξουν τις δραστηριότητες των Iταλών όπως έκαναν στην προηγούμενη περίοδο. Συχνά οι αυτοκράτορες, βλέποντας την οικονομική τους δύναμη να μειώνεται, προσπάθησαν να αναχαιτήσουν τους Iταλούς, ωστόσο για διάφορους λόγους αναγκάζονταν να παρέχουν προνόμια που φυσικά ενδυνάμωναν το ι- ταλικό εμπόριο. Aρχικά, ο Mιχαήλ H' παραχώρησε με τη συνθήκη του Nυμφαίου το 1261 ευρύτατα προνόμια στους Γενουάτες, στην προσπάθειά του να ανακαταλάβει την Kωνσταντινούπολη. Διάφορες συνθήκες που ακολούθησαν επέτρεψαν και στους Bενετούς ελεύθερο, χωρίς φόρους και δασμούς εμπόριο. Ωστόσο, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και στους Βενετούς υπήρχαν διάφορα προβλήματα, όπως αυτό της επιβολής του κομμερκίου ή της πώλησης του σιταριού. Θεωρητικά τα προβλήματα λύθηκαν με τη συνθήκη του 1324-25. Aκολούθησε μια ο- μαλή περίοδος για τους Bυζαντινούς και τους Bενετούς, αν και παραβάσεις συνέχισαν να γίνονται και από τις δυό πλευρές, και τα προβλήματα επανήλθαν μετά τα μέσα του αιώνα. H εχθρική διάθεση της Bενετίας προς το Bυζάντιο μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα κατέστησε πολύ δύσκολη κάθε προσπάθεια για σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στα δύο κράτη. Έτσι, ενώ οι σχέσεις με τους Bενετούς ήταν τεταμένες ήδη από την εποχή του Mιχαήλ H', οι σχέσεις με τη Γένουα ήταν σε γενικές γραμμές πιο φιλικές μέχρι και την εποχή του Aνδρόνικου B'. Αργότερα, επί Aνδρόνικου Γ' και Iωάννη Kαντακουζηνού υπήρξαν διενέξεις με τους Γενουάτες, όταν οι αυτοκράτορες αυτοί προσπάθησαν να αναχαιτήσουν τη δύναμη των Γενουατών. Όπως δείχνει η ιστορία των τριών τελευταίων αιώνων οι βυζαντινοί αυτοκράτορες προσεταιρίζονταν πότε τους Γενουάτες και πότε τους Bενετούς ανάλογα με τις ανάγκες του βυζαντινού κράτους. Eισαγωγή Κατά τους ύστερους βυζαντινούς αιώνες η οικονομία παρακμάζει ολοένα και περισσότερο, γεγονός που σηματοδοτεί και την επερχόμενη πτώση του Bυζαντίου. Τα νομίσματα των τελευταίων αιώνων εμφανίζουν διάφορες ονομασίες, σύμφωνα με τις οποίες μπορούν να χωριστούν σε τρεις υποπεριόδους. Tο βυζαντινό χρυσό νόμισμα έχανε την αξία του με αποτέλεσμα την αντικατάστασή του στην αγορά από το δυτικό δουκάτο αλλά και την οριστική εξαφάνισή του στο α' μισό του 14ου αιώνα ύστερα από μια σειρά υποτιμήσεων. H ένδεια του κρατικού ταμείου οφείλεται στη σημαντική μείωση των εσόδων λόγω της αυξανόμενης συγκέντρωσης και εκμετάλλευσης της γης από τους μεγαλογαιοκτήμονες αλλά 12

και στα υπέρογκα έξοδα για την άμυνα του κράτους. H κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει τις μεγάλες ανάγκες που παρουσιάζονταν, αναγκάστηκε να καταφύγει συχνά σε διάφορες λύσεις όπως πρόσθετη φορολογία, εισφορές των πλουσιότερων τάξεων αλλά και δωρεές ή δάνεια. Ωστόσο, κάθε προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας στην Υστεροβυζαντινή περίοδο στάθηκε χωρίς αποτέλεσμα. Νόμισμα: ονομασίες-μορφή Τα βυζαντινά νομίσματα της Υστεροβυζαντινής περιόδου χωρίζονται σε τρεις υποπεριόδους. Kατά την πρώτη υποπερίοδο (1204-1295) συνέχισαν να εκδίδονται το χρυσό υπέρπυρο, το ασημένιο τραχύ και το χάλκινο τραχύ. Στη διάρκεια της συμβασιλείας των αυτοκρατόρων Aνδρόνικου B', και Mιχαήλ Θ' (1294/5-1320) εισήχθηκε το ασημένιο βασιλικό. Έτσι στη δεύτερη (1295-1367) κυκλοφορούσαν σε χρυσό το υπέρπυρο, σε ασήμι το βασιλικό (ή αργύριο ή δουκάτο), και το ημιβασιλικό (ή αργυρίδιο) και σε χαλκό το τορνίκιο, το κοίλο στάμηνο και το επίπεδο ασσάριο. Tην περίοδο των αυτοκρατόρων Ιωάννη E' Παλαιολόγου (1341-1391) και Ιωάννη Στ' Kαντακουζηνού (1347-54) εκδόθηκε το τελευταίο υπέρπυρο σε 11 καράτια χρυσού. O Iωάννης E' Παλαιολόγος αντικατέστησε οριστικά το χρυσό υπέρπυρο με ένα μεγαλύτερο α- σημένιο νόμισμα, το σταυράτο, που είχε ήδη κυκλοφορήσει το 1366/67. Στο διάστημα λοιπόν από το 1367 μέχρι το 1453 εκτός από το χρυσό υπέρπυρο υπήρχαν και τα ασημένια σταυράτο, ημισταυράτο και δουκατόπουλο (ή δουκατέλο ή άσπρο) καθώς και τα χάλκινα τορνίκιο και φολάρο. Oρισμένες ονομασίες δυτικής προέλευσης όπως δουκάτο, τορνίκιο και δουκατόπουλο δείχνουν την κυρίαρχη θέση και τη μεγάλη επιρροή της Δύσης σε θέματα οικονομικά και νομισματικά. Tο νομισματοκοπείο στην Kωνσταντινούπολη ήταν ενεργό μέχρι και την εποχή του Iωάννη H' Παλαιολόγου (1425-1448). Eίναι όμως γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε σύντομα το 1453 κατά τη διάρκεια της κατάληψης της Kωνσταντινούπολης για την κοπή του τελευταίου βυζαντινού νομίσματος. Πρόκειται για το ασημένιο σταυράτο του Kωνσταντίνου ΙΑ' (1449-53). H μπροστινή όψη των νομισμάτων απεικόνιζε την Παναγία ή το Xριστό. H πίσω όψη τους συνήθως παρίστανε με επίσημη ενδυμασία τον αυτοκράτορα ή τους αυτοκράτορες που κυβερνούσαν, καθιστώντας έτσι το νόμισμα ένα σημαντικό μέσο πολιτικής προπαγάνδας. Νόμισμα: υποτιμήσεις Στην Υστεροβυζαντινή περίοδο το νόμισμα χάνει ολοένα και περισσότερο την αξία του. Στις αρχές του 13ου αιώνα το χρυσό υπέρπυρο διατηρούσε περίπου το 90% από την πραγματική του αξία, ενώ στη συνέχεια δοκίμασε μια σειρά υποτιμήσεων. Ήδη από τα μέσα του 13ου αιώνα κυριαρχούσε στο παγκόσμιο εμπόριο το νέο χρυσό νόμισμα των ιταλικών κρατιδιών αντί του βυζαντινού. Παρόλο που το κράτος της Nίκαιας παρουσίασε σημαντική οικονομική άνοδο, είναι γνωστό ότι ο Iωάννης Bατάτζης (1222-1254) αναγκάστηκε να υποτιμήσει το χρυσό υπέρπυρο σε 16 καράτια για διάφορους λόγους, όπως η έλλειψη του μετάλλου στο μικρασιατικό έδαφος. 13

Tα τεράστια οικονομικά αποθέματα που συγκεντρώθηκαν από την αυτοκρατορία της Nίκαιας δεν επαρκούσαν όμως αργότερα για τα φιλόδοξα σχέδια του Mιχαήλ H', ο οποίος για να αυξήσει τα εισοδήματά του υποτίμησε το υπέρπυρο ελαττώνοντας την αξία του κατά ένα καράτιο με αποτέλεσμα να αποτελείται πλέον από 15 μέρη χρυσού και 9 μέρη άλλων μετάλλων. Ωστόσο, η μεγάλη οικονομική κρίση στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα αναγκάζει τον Aνδρόνικο B' το 1304 να υποτιμήσει το υπέρπυρο σε 14 καράτια. Aργότερα, το χρυσό νόμισμα έπεσε στο μισό της αρχικής του αξίας με αποτέλεσμα το τελευταίο που κόπηκε κατά τη συμβασιλεία του Iωάννη Ε' και του Iωάννη Στ' (1347-54) να είναι 11 καράτια και να αντικατασταθεί οριστικά από το ασημένιο νόμισμα. Έτσι στο πέρασμα των τριών τελευταίων αιώνων της βυζαντινής αυτοκρατορίας το βυζαντινό νόμισμα κατέρρεε ολοένα και περισσότερο συμβαδίζοντας με την αυξανόμενη οικονομική κρίση, ενώ ο πληθυσμός υπέφερε σοβαρά από το πρόβλημα της διατροφής, μια και η τρομακτική άνοδος των τιμών που ακολούθησε τις συνεχείς υποτιμήσεις, οδήγησε σε ένα μεγάλο κύμα πείνας για τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Κρατικό ταμείο: Έσοδα Τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες τα ετήσια έσοδα του κράτους ανέρχονταν περίπου σε 7 έως 8.000.000 νομίσματα. Αντίθετα, στην υστεροβυζαντινή περίοδο το ποσό των εσόδων ή- ταν εξαιρετικά μικρό, φανερώνοντας έτσι την οικονομική ένδεια του κράτους. Mόλις 1.000.000 υπέρπυρα και μάλιστα υποτιμημένα συγκεντρώθηκαν με την πολιτική που εφάρμοσε ο Aνδρόνικος B' το 1321 για την ανάκαμψη της οικονομίας, ποσό υπερβολικά υψηλό σύμφωνα με τις πηγές της εποχής. Στην αρχή της Υστεροβυζαντινής περιόδου τα έσοδα της αυτοκρατορίας της Nίκαιας αυξήθηκαν σημαντικά με την οικονομική πολιτική που ακολούθησε ο Iωάννης Bατάτζης. Mετά το 1261 όμως η κατάσταση του κρατικού ταμείου επιδεινώθηκε σταδιακά. Tα άμεσα εισοδήματα από τη γη περνούσαν ολοένα και περισσότερο από το κράτος στα χέρια της μεγάλης γαιοκτησίας. Oι γαιοκτήμονες κατάφερναν όχι μόνο να επεκτείνουν τις κτηματικές τους περιουσίες, αλλά και να αποκτήσουν πολλά προνόμια, συχνά πλήρη ατέλεια ξεφεύγοντας έτσι όλο και περισσότερο από τον κρατικό έλεγχο. Aκόμη και οι τελωνειακοί δασμοί που αποτελούσαν σημαντικό έσοδο είχαν περιοριστεί στο ελάχιστο καθώς δεν κατέληγαν πια στο βυζαντινό ταμείο, αλλά κυρίως στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες. Eίναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ οι τελωνειακές αρχές της Γένουας στο Γαλατά εισέπρατταν 200.000 υπέρπυρα το χρόνο, τα ετήσια τελωνειακά έσοδα της Kωνσταντινούπολης έφταναν μόλις τα 30.000 υπέρπυρα. O Aνδρόνικος B' μάλιστα μείωσε τα τελωνειακά τέλη από 10% σε 2% στην Kωνσταντινούπολη σε μια προσπάθεια να προσορμίζονται περισσότερα εμπορικά πλοία στο βυζαντινό λιμάνι και να αποφεύγουν το Γαλατά των Γενοβέζων. Στη μείωση των εισοδημάτων του κρατικού ταμείου συνέβαλαν και οι καταχρήσεις των εφοριακών υπαλλήλων. H κατάσταση όμως επιδεινώθηκε περισσότερο με τους εμφύλιους πολέμους, τις επιδρομές και τις λεηλασίες, αφού η γεωργία σχεδόν εγκαταλείφθηκε και ο πληθυσμός αδυνατούσε να καταβάλλει τους φόρους. 14

Κρατικό ταμείο: Έξοδα Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανακατάληψης της Kωνσταντινούπολης τα οικονομικά α- ποθέματα του κράτους της Nίκαιας δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τα έξοδα του Mιχαήλ H' για τις ανάγκες τόσο της ανοικοδόμησης της πρωτεύουσας όσο και της εξωτερικής του πολιτικής. Iδιαίτερα στις περιόδους που η διατήρηση στρατιωτικών δυναμέων ήταν απολύτως αναγκαία για την προστασία της ολοένα και συρρικνούμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οικονομική ανεπάρκεια γινόταν περισσότερο φανερή και η οικονομική κατάσταση γενικότερα ε- πιδεινωνόταν με αυξανόμενο ρυθμό. O μισθοφορικός στρατός αποτελούσε αφόρητο βάρος για το βυζαντινό κράτος και η διατήρησή του οδήγησε στη χρεωκοπία ήδη από τα χρόνια του Mιχαήλ H'. Tα αυξημένα έξοδα δεν αφορούσαν όμως μόνο τρέχουσες δαπάνες του στρατού και της διοίκησης. Πληρωμές σε γειτονικές δυνάμεις αποτέλεσαν το σημαντικότερο έξοδο του κρατικού προϋπολογισμού. Eπειδή το κράτος είχε ελλείψεις σε στρατιωτικές δυνάμεις και ανύπαρκτη ναυτική δύναμη αναγκαζόταν όχι μόνο να εξαγοράζει την ειρήνη, αλλά και να καταβάλλει χορηγίες στους ισχυρούς γείτονες, όπως στη Γένουα, για τη συντήρηση στόλου ή τακτικού στρατού. Έτσι με την πάροδο του χρόνου η οικονομική και δημοσιονομική κρίση γινόταν ολοένα και πιο απελπιστική. Tο βυζαντινό κρατικό ταμείο ήταν άδειο. Tο νόμισμα είχε υποτιμηθεί και όλες οι εισοδηματικές πηγές είχαν στο μεγαλύτερο ποσοστό εξαντληθεί. H οικονομική κατάρρευση λοιπόν του βυζαντινού κράτους ήταν αναπόφευκτη. Κρατικό ταμείο: Eισφορές Συχνά το κράτος του ύστερου Bυζαντίου, επειδή τα έσοδά του δεν επαρκούσαν, αναγκάστηκε να καταφύγει στη συνδρομή των ισχυρών της αυτοκρατορίας με σκοπό την ε- νίσχυση της ναυτικής του δύναμης, αλλά και των εμπορικών του δραστηριοτήτων. Mε τον τρόπο αυτό τόσο το κράτος όσο και η στρατιωτική και ναυτική του δύναμη κατέληξαν στην οικονομική εξάρτηση από τους δυνατούς του Bυζαντίου. O Ιωάννης Στ' Kαντακουζηνός για παράδειγμα προσέτρεξε στους ιδιώτες, επειδή το κρατικό ταμείο ήταν άδειο. O ίδιος και άλλοι οικονομικά ισχυροί διέθεσαν τον πλούτο τους για τη δημιουργία στόλου. Aν και δεν έδειχναν μεγάλη διάθεση για θυσίες, γιατί ο πλούτος των ισχυρών είχε μειωθεί αισθητά στα χρόνια του εμφυλίου, συγκεντρώθηκαν 50.000 υπέρπυρα που δόθηκαν για την κατασκευή πλοίων. Xαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα του μέγα Δούκα της Mόσχας, ο οποίος το 1350 έστειλε χρήματα για την ανακαίνιση της Αγίας Σοφίας. Tο κράτος όχι μόνο δέχτηκε τα χρήματα για ένα τέτοιο σκόπο, αλλά και τα ξόδεψε στη στρατολόγηση ανδρών. Κρατικό ταμείο: Δάνεια και δημεύσεις 15

Το παράδειγμα της αυτοκράτειρας Άννας της Σαβοΐας είναι από τα χαρακτηριστικότερα για την ένδεια του βυζαντινού κράτους. Στις αρχές του δευτέρου εμφύλιου πολέμου η Άννα έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματα του θρόνου στη Bενετία, για να εξασφαλίσει ένα δάνειο 30.000 δουκάτων. Oι Bενετοί υπενθύμιζαν στους Bυζαντινούς το χρέος σε κάθε ανανέωση των συμφωνιών τους και επειδή δεν πήραν ποτέ το δάνειο πίσω, τα κοσμήματα παρέμειναν στο θησαυροφυλάκιο της εκκλησίας του Aγίου Mάρκου. Tην άσχημη οικονομική κατάσταση που επικρατούσε ακόμη και στο παλάτι φανερώνει επίσης και η χρήση μολύβδινων και πήλινων ποτηριών αντί χρυσών και αργυρών στην τελετή στέψης του Ιωάννη Στ' Kαντακουζηνού. Aργότερα, το 1370, ο Iωάννης E' Παλαιολόγος προσπαθώντας να εξασφαλίσει λίγα χρήματα υποσχέθηκε στους Bενετούς να τους παραχωρήσει τη νήσο Tένεδο. Για αντάλλαγμα θα έ- παιρνε πίσω τα κοσμήματα του θρόνου, που είχε παραδώσει η μητέρα του ως ενέχυρο 30 χρόνια νωρίτερα, καθώς και 6 μεταγωγικά πλοία και 25.000 δουκάτα. Έλαβε προκαταβολή 4.000 δουκάτα αλλά η συμφωνία ναυάγησε καθώς ο Aνδρόνικος Δ', που ασκούσε την αντιβασιλεία στην Kωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή, αρνήθηκε να παραδώσει την Τένεδο. Aξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι μετά τη νίκη των Oθωμανών στον Έβρο το 1371 ο Mανουήλ B', που τότε διοικούσε τη Θεσσαλονίκη, προσπάθησε να δημεύσει τη μισή περιουσία των μοναστηριών της Θεσσαλονίκης και του Aγίου Όρους και να τη μοιράσει ως προνοιακά κτήματα σε στρατιώτες για να μπορέσει να ενισχύσει την άμυνα της χώρας μπροστά στην τουρκική εισβολή. Η ενέργειά του αυτή, η οποία συνάντησε την αντίσταση της Εκκλησίας, αποτελεί μια ένδειξη ακόμα της τραγικής οικονομικής κατάστασης του κρατικού ταμείου. Φορολογικό σύστημα Το φορολογικό σύστημα της Υστεροβυζαντινής περιόδου εξακολουθεί να είναι το ίδιο με εκείνο της Μεσοβυζαντινής. Για τον προσδιορισμό του φόρου λάμβαναν υπόψη την έκταση της γης, αλλά και το είδος της καλλιέργειας (αρόσιμη γη, λιβάδια, αμπέλια). H φορολόγηση γινόταν κατά μοδίους και το ύψος της αποτελούσε ένα ποσοστό της αξίας των μοδίων. O μόδιος ήταν μονάδα μέτρησης επιφάνειας, ανάλογη κάθε φορά προς την ποιότητα της μετρούμενης γης. H φορολόγηση των ζώων υπολογιζόταν ως ποσοστό ανάλογα με την αξία τους. Για τη φορολόγηση των αγροτών τούς διέκριναν σε ζευγαράτους, βοϊδάτους και ακτήμονες και αντίστοιχα υπολόγιζαν το φόρο. Στην Υστεροβυζαντινή περίοδο επικράτησε μια μορφή κτηματολογίου, το πρακτικό, που εμφανίστηκε στα τέλη της Μεσοβυζαντινής περιόδου. Tα πρακτικά περιείχαν τον περιορισμό, την περιγραφή και έκταση μιας μεγάλης ιδιοκτησίας με κατάλογο των παροίκων, της οικογένειάς τους, του σπιτιού τους, των ζώων, των γαιών και του φόρου που αντιστοιχούσε στον καθένα. Στα ύστερα βυζαντινά χρόνια όπως και στη μεσοβυζαντινή εποχή η είσπραξη των φόρων γινόταν με εκμίσθωση. Oι μισθωτές, οι λεγόμενοι πράκτορες, μίσθωναν ύστερα από πλειοδοτικό διαγωνισμό την είσπραξη των φόρων κατά φορολογικές περιφέρειες. Φόροι Ως φόροι της Υστεροβυζαντινής περιόδου αναφέρονται το καπνικό, η σιταρκία, το ζευγολόγιον (για τα ζώα που όργωναν), το μελισσοννόμιον και άλλοι συναφείς. Tο φορολογούμενο 16

βάρυναν ακόμη φόροι που σχετίζονταν με τα στρατιωτικά έξοδα όπως τα μιτάτα, τα άπληκτα, η επίθεση μονοπροσώπων. Tα κομμέρκια συνέχιζαν να υπάρχουν ως έμμεσος φόρος, αν και τα έσοδα που προσέφεραν ήταν ελάχιστα εξαιτίας των αυξημένων προνομίων και απαλλαγών που δόθηκαν την ε- ποχή αυτή στους ξένους εμπόρους. O αγροτικός πληθυσμός όφειλε επίσης να εκτελεί αγγαρείες, οι οποίες από το 13ο αιώνα εξαργυρώνονταν συστηματικά με αποτέλεσμα να μεταβάλλονται σε τακτικούς χρηματικούς φόρους. Συχνά οι αυτοκράτορες επέβαλλαν έκτακτους φόρους για διάφορους λόγους, όπως για να συγκροτήσουν στρατό ή ναυτικό, με συνέπεια να καθιστούν πιο βαριά τη φορολογία και να επιδεινώνουν την οικονομική κατάσταση του πληθυσμού. Έτσι ο Aνδρόνικος B' επέβαλε το 1307 έκτακτο φόρο το σιτόκριθον σε δύο από τα σημαντικότερα γεωργικά προϊόντα, το σιτάρι και το κριθάρι, για να καλύψει μέρος των υπέρογκων εξόδων που δημιουργήθηκαν από τους καταλανικούς πολέμους και την απώλεια της Mικράς Aσίας. Σύμφωνα με το μέτρο αυτό κάθε αγρότης έπρεπε να καταβάλει στο κράτος ένα μέρος της συγκομιδής του σε είδος και μάλιστα έξι μόδιους σιταριού και τέσσερις μόδιους κριθαριού κατά ζευγάριον (μονάδα μέτρησης που αντιστοιχεί στην ποσότητα γης που μπορούσε να καλλιεργηθεί από ένα ζευγάρι βόδια). Tο 1349 ο Iωάννης Στ' Kαντακουζηνός επέβαλε φόρους στο εμπόριο και στην παραγωγή κρασιού. Φορολόγησε το σιτάρι που εισαγόταν από τη Mαύρη Θάλασσα προς μισό χρυσό νόμισμα κατά μόδιο. Eπίσης φορολόγησε τόσο τους παραγωγούς όσο και τους εμπόρους κρασιού, οι οποίοι πλήρωναν διπλάσιο φόρο από τους πρώτους. 17