Βασίλη Δηµόπουλου Το σώµα και οι ψυχικές αναπαραστάσεις του 1 Χρήστος ΧΟΜΠΑΣ Το κείµενο διαβάστηκε στο πλαίσιο της βιβλιοπαρουσίασης στον εκδοτικό οίκο Γαβριηλίδη στις 24 Μαϊου 2014 Θα ήθελα πρώτα απ όλα να ευχαριστήσω τον κο Δηµόπουλο για την πρόταση που µου έκανε και που µε εµπιστεύτηκε να πω σήµερα λίγα λόγια για το βιβλίο του. Επίσης να ευχαριστήσω τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και τον κο Χατζόπουλο για την οργάνωση αυτής της εκδήλωσης και για τη φιλοξενία. Θα κάνω στην αρχή λίγα γενικά σχόλια για το βιβλίο, ενώ θα προσπαθήσω να µεταφέρω και κάτι από τον απόηχο που άφησε σε εµένα προσωπικά. Στη συνέχεια θα περάσω σε κάποια συγκεκριµένα σηµαντικά ζητήµατα που πραγµατεύεται ο συγγραφέας τα οποία είναι κατά τη γνώµη µου θεµελιώδη τόσο για τη θεωρία όσο και για την κλινική εργασία, ζητήµατα που ούτως ή άλλως έχουν αποτελέσει και εξακολουθούν να αποτελούν αντικείµενο επεξεργασίας, προβληµατισµών αλλά και διαφωνιών µεταξύ των ψυχαναλυτών. Τέλος, θα σταθώ σε ορισµένα σηµεία του βιβλίου που µου φάνηκαν εξαιρετικά χρήσιµα είτε γιατί µε έφεραν ξανά σε επαφή µε κάτι που είχα ξεχασµένο, είτε γιατί µε έµαθαν κάτι νέο. Πρώτα τα γενικά. Όπως µας πληροφορεί από την εισαγωγή του αλλά υπαινίσσεται και ο τίτλος του βιβλίου, ο Β. Δηµόπουλος καταπιάνεται µε τις απαρχές της γέννησης του ψυχικού οργάνου και ως εκ τούτου µε τα σηµαντικότερα θέµατα της ψυχαναλυτικής µεταψυχολογίας και τις πολλαπλές τους προεκτάσεις. Μας ξεναγεί όχι µόνο στη σταδιακή διαµόρφωση της ψυχικής γεωγραφίας και της δόµησης των ψυχικών συστηµάτων, αλλά και σε όλα αυτά που µένουν εκτός ψυχικών τόπων και ταλαιπωρούν και δοκιµάζουν την καθηµερινή µας εργασία. Ξεκινώντας από τις διεγέρσεις (τους ερεθισµούς ή τις φορτίσεις) έσωθεν και έξωθεν του σώµατος που θα αφήσουν τα αντιληπτικά και ίσως τα µνηµονικά τους εντυπώµατα, µας µιλάει για το πώς, υπό την αρχή της ευχαρίστησης δυσαρέσκειας, οι εγγραφές αυτές θα µετασχηµατιστούν ή δεν θα µετασχηµατιστούν, µέσω της επαναληπτικής επανεπένδυσής τους από 1 Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2013. δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 52] 1
την ενόρµηση, σε αναπαραστάσεις. Μας µεταφέρει επίσης στον µυθικό χρόνο του πρωτογενούς ερωγόνου µαζοχισµού - του πρώτου δεσίµατος δηλαδή ή, αλλιώς, της µίξης των αντιτιθέµενων ενορµητικών δυνάµεων σύνδεσης και αποσύνδεσης, έρωτα και καταστροφής. Είναι η εποχή που ο ψυχισµός αρχίζει να κρατάει το δυσάρεστο και να το µεταλλάσσει. Υπό αυτή την προϋπόθεση, από τις πρώτες διεγέρσεις και τις εγγραφές και µε την βοήθεια της ενόρµησης θα προκύψουν εκπρόσωποι αναπαραστάσεις που θα τροφοδοτήσουν τις πρωτογενείς και δευτερογενείς διαδικασίες της σκέψης, της φαντασίωσης, του συµβολισµού και του συναισθήµατος. Έτσι κάπως οργανώνονται και τα κεφάλαια του βιβλίου. Το κείµενο είναι σηµαντικό γιατί προσπαθεί, και κατά τη γνώµη µου καταφέρνει σε µεγάλο βαθµό, όχι µόνο να περιγράψει τις παραπάνω λειτουργίες και βασικές έννοιες της θεωρίας αλλά και να ρίξει φως στη µεταξύ τους σχέση και στις λεπτές πολλές φορές διαφοροποιήσεις που τις χαρακτηρίζουν. Εισάγει επίσης ορισµένους προβληµατισµούς που µας προτρέπουν να σκεφτούµε γύρω από δύσκολα θεωρητικά ζητήµατα και τις κλινικές τους επιπτώσεις (όπως πχ η ενόρµηση θανάτου, το ερώτηµα της ύπαρξης συναισθηµάτων στο ασυνείδητο κλπ θα επανέλθω όµως παρακάτω σε αυτά). Ο βαθµός στον οποίο το βιβλίο αφορά πολύ περισσότερο τις απαρχές - το πρωτογενές από το δευτερογενές φαίνεται, για παράδειγµα, και από µία υποσηµείωση στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου (σελ 22) όπου ο συγγραφέας µας πληροφορεί ότι θα ασχοληθεί µόνο µε την λεγόµενη «διπλή ανατροπή» της ενόρµησης (τη στροφή δηλαδή στο αντίθετο και τη στροφή στον εαυτό) και όχι µε τα άλλα δύο πεπρωµένα της, δηλαδή µε την απώθηση και τη µετουσίωση - αν και τελικά το κάνει για λίγο στα τελευταία κεφάλαια θέλοντας να επισηµάνει τις διαφορές της απώθησης µε την καταστολή και της µετουσίωσης µε τον συµβολισµό αντίστοιχα. Η επιστροφή αυτή στο «πρώτο», στο αρχικό, εµένα τουλάχιστον µου δηµιουργεί µία ανακουφιστική αίσθηση επανεκκίνησης, θα έλεγα, αν µου επιτρέπεται, ένα «µην ξεχνιόµαστε», διότι πολλές φορές έχω αισθανθεί διαβάζοντας κείµενα, ή ακόµα µετέχοντας σε συζητήσεις, συνέδρια, οµάδες εργασίας κλπ ότι µιλάµε για έννοιες και διαδικασίες, ιδίως της κλινικής, από ένα επίπεδο και πέρα, πχ για πολύπλοκες συναισθηµατικές ανταλλαγές µε αντικείµενα, για την ενσυναίσθηση, για διϋποκειµενικότητα και διαδραµατίσεις και γενικότερα για κατηγορίες της ψυχικής δραστηριότητας και του µεταβιβαστικού/αντιµεταβιβαστικού πεδίου που είναι ιδιαίτερα σηµαντικές αλλά, φαινοµενικά τουλάχιστον, αποµακρυσµένες από την ψυχοσεξουαλικότητα, σαν όλα αυτά να αναφέρονται σε κάτι πρωτογενές, δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 52] 2
µόνο που, εάν το σκεφτεί κανείς λίγο καλύτερα, αποτελούν όπως αναφέρει και ο Green (1995) φαινοµενολογικές ή ψυχολογικές περιγραφές που, εφόσον αναλυθούν, θα µας οδηγήσουν λίγο ή πολύ πίσω στις βασικές φροϋδικές ανακαλύψεις. Αυτός ήταν και ο λόγος που µετά από µία πρόσφατη οµιλία του συγγραφέα σε µία εκδήλωση, νοµίζω ήταν γύρω από τη θηλυκότητα, είχα αισθανθεί την ανάγκη (µάλιστα την άλλη µέρα εκ των υστέρων, και αυτό έχει σηµασία για εµένα), να του τηλεφωνήσω και να τον ευχαριστήσω γιατί όπως του είπα µας επιστρέφει σταθερά στην καρδιά της µεταψυχολογίας. Αυτό είναι που επιχειρεί και πετυχαίνει κατά τη γνώµη µου και µε αυτό το βιβλίο: µας επιστρέφει στην καρδιά της ψυχανάλυσης. Και το κάνει µάλιστα µε τον ενθουσιασµό που τον χαρακτηρίζει όταν καταπιάνεται µε αυτά τα θέµατα. Όσοι τον γνωρίζουν προσωπικά ή έχουν παρακολουθήσει κάποιο από τα σεµινάρια ή τις οµάδες εργασίας του, θα συναντήσουν και σε αυτό το κείµενο την αµεσότητα και την ζωντάνια του λόγου του, ενός λόγου που σε µερικά σηµεία έχει µία σχεδόν ακουστική αντιληπτικότητα (ήταν δηλαδή σαν να τον ακούω να µιλάει), χωρίς αυτό να αποδυναµώνει την ουσία και λειτουργία του γραπτού λόγου. Διαισθάνοµαι ότι παρά τον κόπο που απαιτεί µία εργασία σαν αυτή, την συγκεκριµένη πρέπει να την ευχαριστήθηκε. Κόπο απαιτεί βέβαια και η ανάγνωση του βιβλίου. Ως άλλη ενόρµηση κατά κάποιο τρόπο, ασκεί απαίτηση για εργασία, εργασία που, εφόσον τελικά γίνει, θα εγγράψει νέους τρόπους προσέγγισης των εννοιών αλλά και θα εντάξει αυτούς τους νέους τρόπους στο ήδη υπάρχον εσωτερικό εννοιολογικό οπλοστάσιο του αναγνώστη. Με άλλα λόγια θα εµπλουτίσει ή ενδεχοµένως και θα µεταλλάξει τις άδηλες θεωρίες του κλινικού (implicit theories κατά Sandler, 1983). Γι αυτό και αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά. Το βιβλίο όµως απευθύνεται µόνο στον ψυχαναλυτή ή στον κλινικό µε ψυχαναλυτική κατεύθυνση; Κυρίως ναι, και θα τον βοηθήσει πρωτίστως στην κατανόηση των ασθενών του αλλά και στην επικοινωνία των κλινικών του ευρηµάτων µε συναδέλφους. Απευθύνεται όµως και στον κάθε ψυχαναλυτικά ενηµερωµένο αναγνώστη που ζητά να ισχυροποιήσει τα θεµέλια της σκέψης του. Πιστεύω ότι η ψυχαναλυτική σκέψη χρειάζεται σχετικά λιτές και στέρεες βάσεις επάνω στις οποίες θα µπορεί να λειτουργεί πολύπλοκα. Στέρεες αλλά όχι αµετακίνητες βέβαια: το θεωρητικό οικοδόµηµα είναι, αισθάνοµαι, και ας µου επιτραπεί η αναλογία, σαν µία πραγµατική οικοδοµή που σε έναν σεισµό (µε άλλα λόγια µπροστά σε νέα ισχυρά κλινικά δεδοµένα ή ακόµα, µπροστά σε κάθε ανθρώπινη ψυχονοητική παραγωγή, εφόσον κανείς έχει αποφασίσει να την παρακολουθήσει ψυχαναλυτικά) θα ταρακουνηθεί ώστε να δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 52] 3
απορροφήσει τις εντάσεις πολύ περισσότερο στην κορυφή παρά στη βάση. Οι επάνω όροφοι πολλές φορές θα χρειαστούν ανακατασκευή και ίσως άλλη διαρρύθµιση. Κάποιες φορές όµως θα χρειαστούν «επιδιορθώσεις» και στα θεµέλια. Θα περάσω τώρα σε ένα πολύ βασικό, κατά τη γνώµη µου, χαρακτηριστικό του βιβλίου: τη σχέση του θεωρητικού µέρους µε το κλινικό, και θα προσπαθήσω να το κάνω µεταφέροντας το δικό µου βίωµα. Είχα ξεκινήσει το διάβασµα κανονικά από το πρώτο κεφάλαιο για την ενόρµηση και είχα παρασυρθεί στις έννοιες που πραγµατεύεται: τη διέγερση, το ένστικτο, τη µοίρα των ενορµήσεων µε βάση την 1 η και την 2 η τοπική (το τοπογραφικό και δοµικό µοντέλο για τους αγγλοσάξονες), τον καταναγκασµό της επανάληψης και όλα αυτά µέσα από τις απόψεις κλασσικών και σύγχρονων ψυχαναλυτών και πάει λέγοντας. Είχα φτάσει λοιπόν στη σελίδα 40 και είχα αρχίσει να αναζητώ, να διψάω θα έλεγα, αλλά και να ανησυχώ ως προς την ύπαρξη κλινικών παραδειγµάτων που να συνοδεύουν τις πολύπλευρες θεωρητικές αναφορές. Και τότε, στην επόµενη σελίδα εµφανίστηκε το πρώτο. Δηλαδή ακριβώς τη στιγµή που θα χρειαζόταν να το επινοήσω, για να δανειστώ µία ιδέα του Winnicott (1953). Από εκεί και µετά µέτρησα, ούτε λίγο ούτε πολύ, 30 σύντοµα κλινικά παραδείγµατα - βινιέτες που στηρίζουν, εικονογραφούν και ζωντανεύουν τους θεωρητικούς προβληµατισµούς και το κάνουν αυτό µε σοφά µελετηµένες (συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν το ξέρω) δόσεις και µε τρόπο που παρακολουθεί την εναλλαγή µεταξύ της σώρευσης της διανοητική επιθυµίας του αναγνώστη και της ικανοποίησής της. Άλλωστε το βιβλίο διατρέχει τις ψυχικές οργανώσεις και τις κλινικές εικόνες σε σχέση µε τις περισσότερες έννοιες και λειτουργίες που πραγµατεύεται. Έτσι µαθαίνουµε για την αναπαράσταση και το συναίσθηµα, τη σκέψη και τη φαντασίωση, στη νεύρωση, στον ιδεοψυχαναγκασµό, στις οριακές οργανώσεις, στις ναρκισσιστικές παθολογίες αλλά και στην ψύχωση και στις ψυχοσωµατικές οργανώσεις. Σχετικά µε τις τελευταίες: Αυτό το βιβλίο, παρά την ύπαρξη της λέξης «σώµα» στον τίτλο του, δεν αφορά περισσότερο την ψυχοσωµατική απ ότι τις υπόλοιπες οργανώσεις. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται απλά να µας θυµίσει τους δεσµούς των ιχνών, αντιληπτικών, µνηµονικών και αναπαραστατικών και τις ψυχικές τους διαδροµές µε την πηγή τους: το σώµα και τις λειτουργίες του. Αναρωτιέται πάντως (ιδιαίτερα στο τελευταίο κεφάλαιο για το συναίσθηµα και την καταστολή) εάν ένα «σιωπηλό» σώµα είναι πάντα ένα υγιές σώµα, αφού η έλλειψη φυσικού πόνου όταν συνοδεύεται από την έλλειψη ψυχικού πόνου ίσως να σηµαίνει την έναρξη αποδιοργανωτικών διαδικασιών µε την συµµετοχή πολύ πρώιµων µηχανισµών άµυνας (όπως η καταστολή και η διάψευση, δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 52] 4
διάψευση που όµως δεν αναπληρώνεται από την ψευδαίσθηση όπως στην περίπτωση της ψύχωσης) και τελικά να µας δείχνει προς την κατεύθυνση ακραίων ψυχοσωµατικών παλινδροµήσεων. Περνάω τώρα στο 2 ο µέρος αυτής της σύντοµης παρουσίασης και θα σταθώ σε τρία βασικά ζητήµατα για τα οποία ο συγγραφέας σηµειώνει τις δυσκολίες και τις παραδοξότητες στην εννοιολόγησή τους ή/και µας προτείνει την δική του οπτική γύρω από αυτά και πως αυτή διαφοροποιείται από την κλασσική ή την κρατούσα άποψη. Φυσικά δεν θα αναπτύξω εδώ την συζήτηση γύρω από τα θέµατα αυτά, µιας και αποτελούν τεράστια κεφάλαια της ψυχανάλυσης, θα προσπαθήσω όµως να σηµειώσω τα βασικά σηµεία της σκέψης του συγγραφέα. Το πρώτο θέµα είναι η ενόρµηση θανάτου, ίσως η πιο αµφιλεγόµενη έννοια κυρίως ως προς την κλινική της χρησιµότητα. Ο συγγραφέας, µεταξύ άλλων, µας επισηµαίνει το εξής παράδοξο: Ενώ η ενόρµηση θανάτου ορίζεται ως µία διαδικασία αποσυνδέσεων και αποεπενδύσεων µε σκοπό την επιστροφή του οργανισµού σε ανόργανη κατάσταση και άρα αντίκειται στην ενόρµηση ζωής, δεν µπορεί παρά να είναι και στην υπηρεσία της ενόρµησης ζωής. Και αυτό διότι προϋπόθεση των επενδύσεων που η ενόρµηση ζωής επιτάσει και ιδιαίτερα αυτού που ο Green ονοµάζει αντικειµενοποιούσα λειτουργία, είναι να έχουν λάβει χώρα αποεπενδύσεις (προηγούµενων επενδύσεων) και η επανεπένδυσή της ενέργειας τους σε καινούργια αντικείµενα. Με αυτή την έννοια η ενόρµηση θανάτου δεν έχει απλώς ως στόχο το ψυχικό σβήσιµο και την ψυχική σιγή αλλά βρίσκεται και στην υπηρεσία της ενόρµησης ζωής γιατί θα απελευθερώσει χώρο και ενέργεια για τη δηµιουργία νέων αντικειµένων και µορφωµάτων. Αναρωτιέται επίσης ο συγγραφέας εάν θα πρέπει να διατηρήσουµε τον όρο ενόρµηση για µία ώση που έχει σκοπό να επαναφέρει τα πράγµατα σε προηγούµενη κατάσταση, όπως ορίζεται άλλωστε στο κείµενο του 20, ή εάν δικαιούµαστε τη µετονοµασία της σε «ένστικτο θανάτου». Ή ακόµα εάν θα πρέπει να µιλάµε για «λειτουργία» όπως την κατανοεί ο Green όταν µιλάει για «αποαντικειµενοποιούσα λειτουργία». Παρόλα αυτά, βασιζόµενος τόσο στους πρωταρχικούς λόγους για τους οποίους ο Freud εισήγαγε την έννοια (δηλαδή την α. αρνητική θεραπευτική αντίδραση β. τον µαζοχισµό και γ. τον καταναγκασµό της επανάληψης του τραυµατικού) όσο και στις κλινικές εικόνες των ναρκισσιστικών αποεπενδύσεων και της απόρριψης της επιθυµίας (όπως συχνά συµβαίνει µε τους οριακούς), ο συγγραφέας θεωρεί θεµιτή και κλινικά χρήσιµη την υπόθεση της ενόρµησης (ή ενστίκτου) θανάτου. (Αυτό που ίσως αξίζει να αναφερθεί εδώ, σχετικά µε την ονοµατολογία, είναι ότι η Α. Ποταµιάνου θεωρεί περισσότερο προβληµατικό το 2 ο συνθετικό της έννοιας, δηλαδή τον θάνατο, ακριβώς δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 52] 5
γιατί παραπέµπει στον βιολογικό θάνατο και όχι σε διαδικασίες που αφορούν αµιγώς τον ψυχισµό.) Το επόµενο σηµείο αφορά το ζήτηµα των ιχνών και το αµετάλλακτο ή µη ορισµένων πρώτων εγγραµµάτων ή εντυπωµάτων. Εδώ ο συγγραφέας διαφοροποιείται από την άποψη που λέει πως πρέπει να µιλάµε για ίχνη µόνο εφόσον αναφερόµαστε σε διευκολύνουσες διαδροµές (όπως τις ονοµάζει η Α. Ποταµιάνου) διαφορετικά θα πρέπει να µιλάµε για εντυπώµατα ή εγγράµµατα τα οποία δεν θα µας δώσουν ψυχικά παράγωγα. Υποστηρίζει µε άλλα λόγια πως και οι πιο πρώιµες τραυµατικές εγγραφές, εφόσον γίνονται γνωστές σε εµάς µέσω εκδηλώσεων (έστω σωµατικών), επαναλήψεων και, εποµένως, ορισµένων διαδροµών, δεν µπορεί παρά να αποτελούν ίχνη (αν και όχι αναπαραστατικα). Όλες οι επαναλήψεις κατά τον συγγραφέα αποτελούν µία, ελάχιστη έστω, µεταλλαγή και πρώτη αποµάκρυνση από το αρχικό και η επαναφορά µίας αρχικής εγγραφής δεν µπορεί παρά να περνάει µέσα από τις διαστρωµατώσεις του ψυχικού οργάνου δεν συµφωνεί µε άλλα λόγια µε την διάκριση που κάνει ο M. De M Uzan µεταξύ επανάληψης του ταυτόσηµου και επανάληψης του όµοιου. Δεν θεωρεί ότι υπάρχει επανάληψη του ταυτόσηµου. Μας θυµίζει, µεταξύ άλλων, πως το αρνητικό του τραύµατος, σύµφωνα µε τον Freud, αφήνει τη σφραγίδα του στο χαρακτήρα. Αναρωτιέται λοιπόν, πως είναι δυνατόν να επιστρέψει κάτι µέσα από το χαρακτήρα χωρίς να έχει αφήσει κανένα ίχνος (αναφέρεται εδώ και στην εργασία του Σ. Μανωλόπουλου γύρω από το θέµα των ισχυρών αντεπενδύσεων που οργανώνουν τον χαρακτήρα). Επίσης σηµειώνει πως, είτε µιλάµε για ίχνος κενού το οποίο θα επανέλθει µέσα από την αγωνία της απώλειας της αναπαράστασης (σύµφωνα µε τους Botella), είτε για το φόβο της κατάρρευσης (κατά Winnicott), είτε για τον «τρόµο χωρίς όνοµα» (nameless dread, κατά Bion), αναφερόµαστε σε αγωνία, φόβο και τρόµο, δηλαδή σε κάποιο είδος επιστροφής ενός ίχνους. Το τρίτο ζήτηµα αφορά την κλασσική Φροϋδική θέση ότι δεν υπάρχουν ασυνείδητα συναισθήµατα παρά µόνο φορτία/φορτίσεις (ως συνοδοί των αναπαραστάσεων). Ο Β. Δηµόπουλος διαφοροποιείται από αυτή τη θέση στηριζόµενος στα εξής: α) Για να διατηρηθεί η αναπαράσταση και να µην εκπέσει σε αντιληπτικό ίχνος πρέπει να τροφοδοτείται από συναισθήµατα και όχι απλά από quotas, αλλιώς θα εκφυλιζόταν σε αντίληψη και ως αποτέλεσµα το δυναµικό ασυνείδητο θα έχανε την ποιότητά του θα περιείχε δηλαδή µόνο αντιληπτικά ίχνη και όχι αναπαραστατικά, η λειτουργία των οποίων προϋποθέτει την κυκλοφορία συναισθηµάτων β) Υπάρχουν ασυνείδητοι µηχανισµοί άµυνας (όπως ο αντιδραστικός σχηµατισµός, η µετάθεση αλλά και η προβολή κα) που δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 52] 6
αφορούν κατά κύριο λόγο το συναίσθηµα πως γίνεται λοιπόν να είναι ασυνείδητοι µηχανισµοί και να αφορούν κάτι αµιγώς συνειδητό; γ) Ό,τι είναι ευχάριστο για το ένα σύστηµα είναι δυσάρεστο για το άλλο και αντίστροφα: αυτές όµως είναι ποιότητες στη γραµµή της ευχαρίστησης - δυσαρέσκειας που παραπέµπουν στο συναίσθηµα και όχι απλά σε φορτία, και δ) Δεν µπορεί να αγνοηθεί, όπως µας λέει, το ασυνείδητο αίσθηµα ενοχής στην υστερία (και η ενοχή είναι συναίσθηµα) και το οποίο ο Freud το 1923 το συνδέει µε την ηθική συνείδηση και το οιδιπόδειο, άσχετα εάν ένα χρόνο µετά εισάγει στο κείµενο για τον µαζοχισµό την ασυνείδητη ανάγκη τιµωρίας. Παρόλα αυτά ο συγγραφέας δεν συµφωνεί ούτε µε τον Kernberg και τον ορισµό των συναισθηµάτων ως ενός «πρωταρχικού κινητήριου συστήµατος». Σύµφωνα µε την γνώµη του, ο Kernberg προσδίδει έτσι κι αλλιώς χαρακτηριστικά ενορµήσεων στην θεώρηση αυτού του συστήµατος. Τώρα, σε σχέση µε όλα τα προαναφερθέντα θεωρώ περιττό να τονίσω ότι ο αναγνώστης - ιδιαίτερα ο αρχάριος κλινικός - καλό θα ήταν να αναστείλει την επιθυµία του να συµφωνήσει ή να διαφωνήσει µε τις απόψεις αυτές έως ότου τις επαληθεύσει ή διαψεύσει µέσα από την δική του κλινική πρακτική το µόνο εργαστήριο της ψυχαναλυτικής έρευνας. Στο τελευταίο µέρος αυτής της παρουσίασης, όπως είπα στην αρχή, θα σταθώ σε ορισµένα σηµεία του βιβλίου που άγγιξαν το προσωπικό µου ενδιαφέρον είτε γιατί µου έδειξαν νέους τρόπους να ξανακοιτάξω κάτι γνώριµο, είτε γιατί µε έµαθαν κάτι νέο. Αυτό θα το κάνω χωρίς να παρακολουθήσω την σειρά µε την οποία αναπτύσσονται τα θέµατα στο βιβλίο αλλά και απολύτως επιγραµµατικά γιατί δεν είναι αυτός ο χρόνος και η περίσταση για να µπούµε σε λεπτοµέρειες. Θα ξεκινήσω, για παράδειγµα, από κάτι βασικό: µε την πολύ χρήσιµη για µένα λεπτοµερή περιγραφή των διαφορών µεταξύ διέγερσης, εγγραφής και ίχνους όπως και των διαφορών µεταξύ ενόρµησης και ενστίκτου. Εδώ ο συγγραφέας δίνει µια καθαρά ψυχική θέση στην ενόρµηση ενώ κρατάει το ένστικτο πιο κοντά, αλλά πάλι όχι αποκλειστικά, στο σώµα ίσως µια ώση που ξεκινάει από το σώµα και καταλήγει στο σώµα όπως µας λέει. Εξίσου χρήσιµη ήταν η συλλογή των διαφορετικών τρόπων µε τους οποίους µπορεί κανείς να συλλάβει την έννοια της ενόρµησης: α) Ως µία γέφυρα µεταξύ σωµατικού και ψυχικού β) Ως τον ψυχικό εκπρόσωπο µία διέγερσης σωµατικής ή γ) Ως την απαίτηση για εργασία που ασκείται στο ψυχικό όργανο - συνέπεια της σύνδεσής του µε το σώµα. Μας µιλάει επίσης για τις αυτονόητες, αν και παραµεληµένες από τα σύγχρονα ψυχαναλυτικά κείµενα, διαφοροποιήσεις µεταξύ συνείδησης, δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 52] 7
συνειδητού και συνειδητοποίησης ή, αλλού, µεταξύ συµβόλου, συµβολισµού και συµβολοποίησης, σηµειώνοντας πως ο πρωτογενής συµβολισµός αφορά τις πρώτες εγγραφές, σίγουρα πριν από το λόγο, και είναι µία πρώτη µετακίνηση των φορτίσεων ώστε αυτές να µην παραµείνουν στο ίδιο σηµείο. Για αυτό το σκοπό διατρέχει τους σηµαντικότερους ψυχαναλυτικούς συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί µε τα θέµατα: Freud, Klein, Segal, Winnicott, Green, Roussillion. Θα βοηθηθεί ιδιαίτερα όποιος θέλει να ξεκαθαρίσει τη διαφορετική κατανόηση και χρήση των εννοιών της φαντασίωσης και του συµβολισµού στον Freud και στην Klein. Επίσης, µου φάνηκαν πολύ ενδιαφέρουσες ορισµένες αναφορές και διατυπώσεις από τη γαλλική ψυχαναλυτική σκέψη και από την ψυχοσωµατική σχολή του Παρισιού (ιδιαίτερα για κάποιον σαν εµένα που δεν διαβάζει γαλλικά). Για παράδειγµα πως το «φοβάµαι» του νευρωτικού µετατρέπεται σε «δεν µου αρέσει» στην νεύρωση χαρακτήρα (Marty) και έτσι η σύγκρουση τείνει να εξαλειφθεί. Ή ακόµα, ποια είναι η σχέση του προσυνείδητού µε την λεγόµενη «λογοκρισία της ερωµένης» και τις «πρώιµες υστερικές ταυτίσεις» (κατά Fain) αλλά και ποια η διαδικασία µετατροπής του προσυνειδητού σε ερωγόνο ζώνη (µέσω της σεξουαλικοποίησης της σκέψης και του λόγου) κατά την οποία η ευχαρίστηση αντλείται από την ίδια την ερµηνεία και όχι από το νόηµα που αυτή παράγει. Σχετικά µε τον ψυχοσωµατικό ασθενή µαθαίνουµε για το ατελές του ενορµητικού (πάλι κατά Fain): την υπόθεση µε άλλα λόγια ότι δεν έχει λειτουργήσει εξαρχής η διπλή ανατροπή της ενόρµησης µε αποτέλεσµα το Εγώ να µην µπαίνει σε παθητική θέση και έτσι να εξαντλείται. Και όσον αφορά τη λεγόµενη χρηστική σκέψη των ψυχοσωµατικών διαβάζουµε πως η Μ. Αϊζενστάιν (2006) διαφοροποιείται από τη θεωρία του πρώιµου τραύµατος του Marty (όπου η χρηστική σκέψη είναι το αποτέλεσµα ενός ελλειµµατικού προσυνειδητού) επιστρατεύοντας τη δεύτερη φροϋδική θεωρία και την ενόρµηση θανάτου, τις διχοτοµίσεις και τις αποσυνδέσεις που έχουν κρατήσει τις πρώιµες ενδοσωµατικές αντιλήψεις εκτός ψυχικού χώρου. Προσδίδει έτσι αµυντική διάσταση στην χρηστικότητα δηλαδή η χρηστική σκέψη λειτουργεί ως άµυνα για να διατηρούνται οι σωµατοψυχικές διχοτοµίσεις. Σε άλλο σηµείο ο Β. Δηµόπουλος καταπιάνεται µε τον ρόλο των αντικειµένων είτε ως καθρεφτίζοντα (βλ. Winnicott), είτε στέλνοντας αινιγµατικά σαγηνευτικά µηνύµατα (βλ. Laplanche) που θα διευκολύνουν την υποκειµενοποίηση, εκτός βέβαια εάν αυτά τα µηνύµατα µετατραπούν σε βίαια και διωκτικά, στην περίπτωση που δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 52] 8
υπάρχει διάσταση ανάµεσα σε αυτό που νιώθει το παιδί στο σώµα του και στο τι «ερµηνεύει» η µητέρα (βλ. Aulagnier η βία της ερµηνείας). Μένοντας στο θέµα της υποκειµενοποίησης, µας θυµίζει την συµµετοχή του πρωτογενούς µαζοχισµού όπως την συζητάει ο Rosenberg σε σχέση µε την συγκράτηση δυσφορικών βιωµάτων και τη σύνδεσή τους µε την σεξουαλικότητα, αλλά και την ενδιαφέρουσα διατύπωση της Αϊζενστάιν ότι η δοµή της επιθυµίας είναι στην ουσία µαζοχιστική διότι αυτό που επενδύεται είναι η αναµονή. Με άλλα λόγια υπάρχει ευχαρίστηση στην αναµονή λόγω της ψυχικής εργασίας που αυτή περιλαµβάνει. Υποκειµενοποίηση και παθητικότητα άρα είναι άρρηκτα συνδεδεµένες διαδικασίες. Σε σχέση µε την σκέψη, υποτυπώνει τις διαφορές µεταξύ του Bion και του Freud επισηµαίνοντας την έµφυτη προσδοκία του στήθους στη θεώρηση του πρώτου και άρα την εκκίνηση του από την απουσία, το αρνητικό, ενώ στον Freud υπογραµµίζει ότι βασική προϋπόθεση αποτελεί η πρώτη εµπειρία ικανοποίησης από ένα αντικείµενο, (που είναι αντικειµενικά παρόν αλλά όχι υποκειµενικά από την πλευρά του αναπτυσσόµενου ψυχισµού, εφόσον δεχόµαστε τον πρωτογενή ναρκισσισµό). Μας θυµίζει επίσης ότι κάθε σκέψη είναι ενοχική αφού έχει σκοτώσει το αντικείµενο. Με άλλα λόγια ότι η αναπαράσταση λέξης φέρει, εν δυνάµει, µέσα της την απουσία του πράγµατος ή, αλλιώς διατυπωµένο, το πένθος λόγω του αποχωρισµού της από το πράγµα. Αναφέρεται και στη δουλεία του Θανάση Αλεξανδρίδη γύρω από τη σχέση αναπαράστασης λέξης και νοήµατος. Υπάρχουν και άλλα πολλά σηµεία που µε διακίνησαν και στα οποία θα µπορούσα να αναφερθώ όµως λέω να σταµατήσω εδώ για να µην σας κουράσω άλλο. Θα ήθελα πάντως τελειώνοντας να διαβάσω ένα µικρό απόσπασµα από την εισαγωγή του βιβλίου που είναι ενδεικτική, κατά τη γνώµη µου, όχι µόνο της προσέγγισης του Β. Δηµόπουλου στο θεωρητικό και κλινικό πεδίο αλλά κυρίως του ψυχαναλυτικού του ήθους: «είναι αλήθεια πως η «µικροσκοπική» θα έλεγα µελέτη αυτών των σωµατοψυχικών διεργασιών απαιτεί κόπο, επιµονή και κυρίως ικανότητες ανοχής στη µαταίωση. Έχουµε εµείς οι σύγχρονοι ψυχαναλυτές πάντα αυτή τη διαθεσιµότητα; Μήπως η ασυνείδητη, αλλά και συνειδητή, ροπή προς την αρχή της ευχαρίστησης και η κατ επέκταση έλξη προς το γρήγορο και εύκολο αποτέλεσµα µία προβληµατική η οποία παραπέµπει ευθέως στο επίκαιρο θέµα της κρίσης της ψυχανάλυσης µας κάνει να θέλουµε να προσπερνάµε, παρακάµπτοντάς τους, τους σκοπέλους της ψυχαναλυτικής θεωρίας και δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 52] 9
κλινικής, καταφεύγοντας στις πιο ανώδυνες θεωρητικοκλινικές απαντήσεις; Η κλινική εργασία µε διδάσκει πως η διαδικασία της αυθεντικής κατανόησης των αναλυόµένων µου είναι επίπονη και πρέπει να είναι επίµονη προϋποθέτοντας την ανοχή και αντοχή στη µη γνώση». (σελ. 12) Κλείνοντας, θεωρώ πως αυτό, όπως και το προηγούµενο βιβλίο του συγγραφέα γύρω από τη θεωρία και την κλινική του ναρκισσισµού, είναι ένα σύντοµο και συµπυκνωµένο στην οικονοµία του, αλλά σηµαντικό βιβλίο αναφοράς για τα ελληνικά ψυχαναλυτικά γράµµατα. Χρήστος Χοµπάς Βιβλιογραφία Green, A. (1995). Has Sexuality Anything To Do With Psychoanalysis?. Int. J. Psycho-Anal., 76:871-883 Sandler, J. (1983). Reflections on Some Relations Between Psychoanalytic Concepts and Psychoanalytic Practice. Int. J. Psycho- Anal., 64:35-45 Winnicott, D.W. (1953). Transitional Objects and Transitional Phenomena A Study of the First Not-Me Possession1. Int. J. Psycho- Anal., 34:89-97 δελτίο της ελληνικής ψυχαναλυτικής εταιρείας [τεύχος 52] 10