ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α1. Το 19 ο αιώνα οι ρομαντικοί, είχαν γοητευτεί από τη δημοτική ποίηση που έδειχνε να περιφρονεί τους νεοκλασικούς τύπους και ήταν μέρος μιας αντίδρασης ενάντια στον καθωσπρεπισμό του 18 ου αιώνα. Οι ποιητές λοιπόν επηρεάζονται από τη λαϊκή παράδοση, έτσι και ο Σολωμός μέσα σ αυτό το κλίμα είχε σε μεγάλη εκτίμηση το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, γιατί αυτό έδειχνε πως η γλώσσα που μιλούσαν οι απλοί άνθρωποι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για μία δυνατή εκφραστική ποίηση. Στον Κρητικό οι επιρροές αυτές είναι εμφανείς. Ο δεκαπεντασύλλαβος είναι «απηρτισμένος», δηλαδή κάθε στίχος έχει ολοκληρωμένο νόημα που τελειώνει με το στίχο. Το β ημιστίχιο (τομή στην 8 η συλλαβή) ή επαναλαμβάνει ή συμπληρώνει ή προεκτείνει το νόημα του πρώτου ή κάνει μια αντίθεση. Επιπλέον παρατηρούμε ότι η συγγένεια του σολωμικού δεκαπεντασύλλαβου με τον όμοιο στίχο της λαϊκής προφορικής λογοτεχνίας είναι στενή, ιδίως της Κρητικής λογοτεχνίας και κυρίως του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου. «Κι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει» στ. 2 [21]. Ανάλογη στη δημώδη παράδοση είναι η παράσταση αδιανόητου καθ υπερβολή: «Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει» στ. 7 [21]. Η σύνθεση ανά τρία χαρακτηρίζει τη δημοτική ποίηση: ένα επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό της δομής του ποιήματος είναι η σύνθεση των στοιχείων ανά τρία. Χαρακτηριστικό σημείο, όταν ο Κρητικός προσπαθεί να θυμηθεί που έχει ξαναδεί τη «Φεγγαροντυμένη», αμφιβάλλει ανάμεσα σε τρεις δυνατότητες (βλ. τους τρεις στίχους που αρχίζουν με «καν» ή «κάνε» στο 21 [4] στ. 14 16. Ομάδες με τρία στοιχεία βρίσκει κανείς στην ελληνική δημοτική ποίηση, όπου παρατηρούμε μια διαβάθμιση και σχετική κλιμάκωση. Ενδεικτικό στοιχείο της σύνθεσης αυτής.
B1. Σύμφωνα με τον Αθανασόπυλο «Το φως μπορεί μες στο ποιητικό τοπίο του Σολωμού να μεταμορφώνει τα σώματα που φωτίζει. Το φως είναι η ενέργεια του Θεού, είναι η όραση του Θεού. Στο ποίημά μας μπορούμε να εντοπίσουμε τα τέσσερα αυτά στοιχεία: 1. Απόσπασμα 3 [20] στίχος 10: «Εσειόταν το ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι». Παρατηρούμε μέσω μιας εικόνας οπτικής και αμυδρά κινητικής, λόγω του ρήματος «εσειότουν» ότι ο φωτισμός του σκηνικού έχει ήδη αλλάξει. Στο σημείο αυτό η φύση από άγρια και μανιασμένη έχει αλλάξει και μεταμορφώνεται σε ήρεμη και γαλήνια για να υποδεχτεί το «κρυφό μυστήριο», τη θεϊκή μορφή της Φεγγαροντυμένης. Ο φωτισμός λοιπόν αλλάζει το σκοτεινό ουρανό, με τα αστροπελέκια διαδέχεται ένα φωτεινό, διαυγές φεγγάρι που το φως του τρεμοπαίζει πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, ρίχνοντας εκτυφλωτική λάμψη στα φυσικά στοιχεία, ουρανό, θάλασσα και στεριά. 2. Απόσπασμα 3 [20], στίχοι 13 14: «έτρεμε το δροσάτο φως...και στα χρυσά μαλλιά της». Στους τελευταίους στίχους του αποσπάσματος ο ναυαγός Κρητικός περιγράφει την ανάδυση της εξωλογικής μορφής της Φεγγαροντυμένης. Αναφέρεται στη φωτεινή της παρουσία, συνδυάζοντας τρεις εικόνες, «τη δροσιά», «το φως» και «τρέμει», ώστε να διαμορφώσει το κατάλληλο κλίμα για την όψη της Θεάς. Οι φωτεινές ανταύγειες του φεγγαριού την περιλούουν, χωρίς να την καλύπτουν, γεγονός που γίνεται αισθητό με την όραση και την αφή (σχήμα συναισθησίας). Κατόπιν προχωρά σε λεπτομέρειες της μορφής της, μέσω μιας αντίθεσης αναφέρεται στα μαύρα μάτια και τα χρυσά μαλλιά της, επιτείνοντας τη μυστηριακή μορφή που ο Σολωμός θέλει να προσδώσει στη Φεγγαροντυμένη. 3. Χαρακτηριστική εικόνα φωτός παρατηρείται στο στίχο 4 [21] στ. [1-2] «Εκοίταξε τ αστέρια...και την ακτινοβόλησαν και δεν την εσκέπασαν». Τα προσωποποιημένα αστέρια δέχονται την επίδραση του βλέμματος της θεϊκής υπόστασης της Φεγγαροντυμένης που
χαίρονται απ την κίνησή της. Έτσι αναδεικνύουν τη μορφή της Φεγγαροντυμένης, ρίχνοντας άπλετο φως, χωρίς να καλύπτουν τη μορφή της. «Αναγαλλιάσαν», χάρηκαν υπερβολικά και ανταποκρίθηκαν άμεσα σ αυτό. Το φως των αστεριών την ακτινοβολεί, κάνοντας τη φωτεινότερη. Είναι συνήθως η τακτική του Σολωμού να δίνει δύο πηγές φωτός, έτσι εδώ έχουμε το φως των αστεριών που φωτίζουν και το φως της φεγγαροντυμένης που φωτίζει και φωτίζεται. Το πρώτο είναι το φως της όρασης των ορατών, ενώ το δεύτερο είναι το φως της ενόρασης. 4. Απόσπασμα 4[21] στ. 7-8 «Τότε από φως μεσημερνό...που ολούθε λαμπυρίζει». Η οπτασία της θείκής μορφής της φεγγαροντυμένης προσδίδει αυτόματα μια μεταφυσική διάσταση στο τοπίο. Παρατηρούμε ότι οι εξωπραγματικές της ιδιότητες επιβάλλονται και μεταμορφώνουν το φυσικό περιβάλλον σε ναό, με τη μεταμόρφωση του υλικού να παίρνει τώρα ψυχή και πνεύμα (χριστιανικός ανιμισμός). Στους στίχους αυτούς κυριαρχεί η κλιμάκωση της φωτοχυσίας. Παρατηρούμε ότι το φως που αρχικά ακτινοβολούσαν τα αστέρια γίνεται άπλετο, μεταμορφώνοντας τη νύχτα σε μέρα, ενώ όλη η φύση λάμπει σαν ολόφωτος ναός. Β2α) Τα τρία χρονικά επίπεδα της αφήγησης: Στο απόσπασμα 5 [22] στ. 5-9 «Εγώ από εκείνη τη στιγμή δεν έχω πλιά το χέρι...με δακρυσμένο μάτι», πρόκειται για το χρονικό παρόν της αφήγησης, μετά το χαμό της κόρης και αναφέρεται στη ζωή του Κρητικού μετά το ναυάγιο. Ο πρωταγωνιστής μεταμορφώνεται σ ένα ευαίσθητο, ριμαδόρο επαίτη που ζει απ τη φιλευσπλαχνία του κόσμου. Έχασε την πολεμική του αρετή, κέρδισε όμως την ποιητική αρετή, υψώνοντας την πνευματικότητά του και τη ζωή του. Οι Θεοί του έδωσαν τη σπάνια και εξαιρετική χάρη να τραγουδάει τα πάθη του. Άλλες χρονικές μετατοπίσεις στίχ. 16-20: μέσω του σχήματος ανά τρία ο Σολωμός κάνει μια αναδρομή στο απώτερο παρελθόν. Επισημαίνει ότι απέκτησε τέτοια δύναμη από το δάκρυ της Φεγγαροντυμένης, τόση που δεν είχε ούτε, όταν πολεμούσε στη Λαβύρινθο εναντίον των
Τουρκοαιγυπτίων του Μπομπο Ισούφ (αναφορά στην προϊστορία του ήρωα, στα χρόνια που πολέμησε στην Κρήτη). Στίχοι 21 22: επάνοδος στη νύχτα του ναυαγίου. Ο Κρητικός συνεχίζει τον αγώνα του ενάντια στα κύματα με δύναμη. Η προσπάθειά του κάνει την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Β2β) Στους στίχους αυτούς περιγράφεται η μαγνητική έλξη των ψυχών. Η φεγγαροντυμένη στρέφει το βλέμμα της στον κρητικό που βρίσκεται μέσα στα υδάτινα ρεύματα. Η κλίση του κεφαλιού της προς τον ίδιο παρομοιάζεται με την ελκτική δύναμη της μαγνητικής βελόνας της πυξίδας που δείχνει προς το βορρά. Μέσω της συγκεκριμένης παρομοίωσης τονίζεται η έλξη που ασκεί η θεϊκή μορφή στον Κρητικό, κατά τρόπο καθηλωτικό, τέτοιο που τον βάζει σε μία κατάσταση ύπνωσης, όπου δε μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να κουνηθεί. Η εμφάνιση της φεγγαροντυμένης στον Κρητικό με την θεϊκή της διάσταση μας θυμίζει την ομηρική επιφάνεια και ταυτόχρονα απηχεί αντιλήψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για την ψυχή, αφού αυτή η θεϊκή μορφή του είναι καταλυτική προκαλώντας στον ήρωα δέος και έκσταση. Γ1 α)ο Κρητικός κοιτάζοντας τη Φεγγαροντυμένη νιώθει οικειότητα και δέος. Διαισθάνεται ότι η μορφή του είναι γνωστή απ το απώτερο παρελθόν. Με το σχήμα ανά τρία επίδραση της δημοτικής ποίησης που το τρίτο μέρος της έχει βαρύνουσα σημασία, ο αφηγητής αναρωτιέται και αναπολεί που την έχει συναντήσει. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι είχε συναντήσει την κόρη σε μια εκκλησία, σε αγιογραφία. Η δεύτερη ότι ήταν ένα ερωτικό σκίρτημα, αποκύημα της φανατασίας του. Η τρίτη υπόθεση ότι ήταν ένα όνειρο που είχε εντυπωθεί υποσυνειδήτα θηλάζοντας το γάλα της μητέρας του, σαν βρέφος. Επιπλέον, το απόσπασμα απηχεί Πλατωνικές αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η ψυχή είχε ζήσει κάποτε μια τέλεια κατάσταση, στον κόσμο των ιδεών και κατόπιν εξέπεσε στη γήινη της μορφή. Άρα, συχνά ο άνθρωπος ανακαλεί αυτά τα ερεθίσματα, μέσω των αναμνήσεων του ήρωα για τη Φεγγαροντυμένη.
Γ1β) Στους στίχους αυτούς παρουσιάζεται ηεπίδραση που είχε το δάκρυ της Φεγγαροντυμένης που κύλησε στο χέρι του Κρητικού. Όταν πλέον εξαφανίζεται από μπροστά του. Συνεκδοχικά ο Κρητικός μοιάζει να μην έχει «χέρι» δηλαδή στην πράξη γίνεται ανίκανος και χάνει το αγωνιστικό του φρόνημα, την πολεμική του ανδρεία, ενώ στο παρόν της αφήγησης «μεταμορφώνεται» σ ένα ευαίσθητο ποιητή επαίτη που ζει απ την ελεημοσύνη των περαστικών. Το ήθος του μεταβάλλεται, οι αξίες του επαναϊεραρχούνται. Ο ίδιος δεν έχει «χαρά τον πόλεμο», αλλά «τ απλώνω του διαβάτη», ο οποίος συναισθάνεται τον πόνο του Κρητικού και δακρύζει απ τη θέα του εξαθλιωμένου και δυστυχισμένου ήρωα νιώθωντας, βαθιά μέσα, τον πόνο που βιώνει, ο ριμαδόρος ζητιάνος, που απλώνει στο παρόν του, ικετευτικά το χέρι στους περαστικούς. Δ1. Στα δύο ποιήματα μπορούμε να εντοπίσουμε τις ακόλουθες ομοιότητες: α) Στο ποίημα του Καρυωτάκη «Της θάλασσας Νεραϊδα» κυριαρχεί όπως ενδεικτικά υποδηλώνεται στον τίτλο του ποιήματος η μορφή μιας μυθοπλαστικής θαλασσινής υδάτινης ουτότητας, η οποία αναδύεται ως η θεά Αφροδίτη, «ηδονικά» μέσα «απ τα αφρισμένα κύματα». Αντίστοιχα στον «Κτητικό» του Σολωμού στο απόσπασμα 3[20] παρατηρούμε στους στίχους 11-12 να εμφανίζεται ξεπροβάλλοντας μέσα απ το «λαγαρό φεγγάρι» η μορφή της «θεϊκιάς θωριάς» της Φεγγαροντυμένης. β) Ταυτόχρονα κοινό στοιχείο και στα δύο είναι η επίδραση της φύσης η οποία αναδεικνύει ένα θαλασσινό τοπίο. Στο ποίημα του Καρυωτάκη «πετιέται να φεγγάρι» μέσα απ τα βράχια, ασκώντας έντονη επίδραση στο φυσικό περιβάλλον. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους στίχους «Ανατριχιάζει η θάλασσα» (μεταφορά) «τα κυματάκια απαλά με χάρη τα αγκαλιάζουν» Στον «Κρητικό» του Σολωμού η φύση ασκεί έντονη επιρροή ως ένα απ τα βασικά θεματικά μοτίβα της Επτανησιακής Σχολής όπου στο απόσπασμα 3[20] παρουσιάζεται με την άλογη αρχικά και κατόπιν
έλλογη μορφή της, καθώς προετοιμάζεται να υποδεχτεί «το κρυφό μυστήριο», την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης. Επιπρόσθετα στα δύο ποιήματα μπορούμε να εντοπίσουμε και τις ακόλουθες διαφορές. α) Ο πρωταγωνιστής του Σολωμού Κρητικός βρίσκεται ναυαγός στη θάλασσα, όπου οι καιρικές συνθήκες είναι τόσο επικίνδυνες, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τη δική του και της αγαπημένης του κορασιάς. Αντίθετα στο ποίημα του Καρυωτάκη ο πρωταγωνιστής αρχικά στην 1 η στροφή είναι «κρυμμένος κάπου κει στο ερημ ακρογιάλι» β) Στον Κρητικό είναι έντονη η ψυχική επίδραση που βιώνει ο πρωταγωνιστής απ την «μαγνητική έλξη» των ψυχών που κυριολεκτικά του ασκεί η Φεγγαροντυμένη, τόσο έντονη που δε μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Αντίστοιχα και η ίδια όμως η θεά μπορεί να διαβάζει «με θλίψη», «ακούγοντας τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου», όλες τις μύχιες σκέψεις και πόνους του Κρητικού.. Αντίθετα στον Καρυωτάκη ο ερωτικός θαυμασμός και η μαγεία που βιώνει προέρχεται μόνο απ τον πρωταγωνιστή, ενώ η «νεραϊδα», «χάνεται στη θάλασσα», ενώ λίγο πριν, «τα μάτια της τα θεϊκά με φόβο», τον κοιτάζουν δείχνοντας παντελή έλλειψη ψυχικής επαφής. γ) Τέλος μια άλλη αντίθεση έχει να κάνει με το χρόνο. Στον Κρητικό έχουμε αρχικά νύχτα, η οποία «μεταπλάθεται» σε μέρα, λόγω της θεϊκής επίδρασης της φεγγαροντυμένης μετατρέποντας το τοπίο σε μεταφυσικό, η νύχτα πλημμυρίζει με φως. Ενώ στο παράλληλο κείμενο έχουμε μέρα : «ο ήλιος εσκυθρώπιασε μπροστά στα τόσα κάλλη».