Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ. Οργανώσεις, διαδικασίες, αδιέξοδα



Σχετικά έγγραφα
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ. Εργασία της μαθήτριας Έλλης Βελέντζα για το πρόγραμμα ΣινΕφηβοι

ΒΟΓΛΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Κεφάλαιο: Ονοματεπώνυμο Μαθητή: Ημερομηνία: 20/11/2017 Επιδιωκόμενος Στόχος: 70/100. Ι. Μη λογοτεχνικό κείμενο

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ Ευρωβαρόμετρο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Τακτικό EB 69.2) - Άνοιξη 2008 Αναλυτική σύνθεση

Η ΚΙΝΑ ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

Τράπεζα θεμάτων Νέας Ελληνικής Γλώσσας Β Λυκείου GI_V_NEG_0_18247

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

50 τρόποι για να προετοιμαστεί η επανάσταση. Stephanie McMillan

ΠΕΑΕΑ 15/10/ ΔΣΕ

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Τρίτη (Κοµµουνιστική) ιεθνής εύτερο Συνέδριο ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ Κοµµουνιστική Αποχική Φράξια του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόµµατος

Προλεγόμενα Η 5 η δεκαετία του 20 ού αιώνα, η δεκαετία του 1940, ασφαλώς και έχει μείνει στο συλλογικό ιστορικό ασυνείδητο των Ελλήνων ως η δεκαετία τ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Ιστορία. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 16 Σεπτεμβρίου Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ιστορία & Εκπαίδευση]

*** ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2010/0310(NLE)

στις οποίες διαμορφώθηκαν οι ιστορικοί και οι πολιτισμικοί όροι για τη δημοκρατική ισότητα: στη δυτική αντίληψη της ανθρώπινης οντότητας, το παιδί

ΛΥΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Συντάχθηκε απο τον/την Άννα Φραγκουδάκη - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 26 Σεπτέμβριος :28

O Μεταπολεμικός Κόσμος

Συνεντεύξεις «πρόσωπο με πρόσωπο (face to face). Κοινές ερωτήσεις για όλους τους συμμετέχοντες.

European Year of Citizens 2013 Alliance

Άρθρο του Σταμάτη Σουρμελή*

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΚΟΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΏΠΗ ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΈΣ ΓΡΑΜΜΈΣ

Διεθνής Οργανισμός είναι ένα σύνολο κρατών, που δημιουργείται με διεθνή συνθήκη, διαθέτει μόνιμα όργανα νομική προσωπικότητα διαφορετική από τα κράτη

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Τίτλος: The nation, Europe and the world: Textbooks and Curricula in Transition

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΦΑΚΕΛΟΣ ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Θέμα: Η εξάπλωση του σχολείου - Η γένεση του κοινωνικού ανθρώπου.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Ορισμοί Εννοιών Ελευθερία-Βία-Ολοκληρωτισμός Φαυλοκρατία Δημοκρατία-Ευθύνη

«Η ευρωπαϊκή ταυτότητα του μέλλοντος»

Παλιό Νέο: Τάσεις και στάσεις στην Ελλάδα σήμερα

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣY.ΡΙΖ.Α.

Αυτή ακριβώς η μεταλλαγή είναι το θέμα του παρόντος βιβλίου. Προκειμένου να την προσδιορίσουμε μέσα σε όλο αυτό το ομιχλώδες τοπίο της

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

8035/17 ΜΜ/γομ/ΕΠ 1 DG E - 1C

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ

Μελέτη πάνω στην εφαρμογή της θεωρίας παιγνίων σε θέματα πολεμικών τακτικών και στρατηγικής.

ζωή για τη δική της ευδαιμονία. Μας κληροδοτεί για το μέλλον προοπτικές χειρότερες από το παρελθόν. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά.

Η κρίση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων Η ιταλική και γερμανική ενοποίηση. Φύλλο Εργασίας

Οι αρχειακές συλλογές του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ- ΣΧΟΛΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ Η

Πρόλογος. Στις μέρες μας, η ελεύθερη πληροφόρηση και διακίνηση της πληροφορίας

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Δρ. Ευριπιδου Πολυκαρπος Παθολογος-Διαβητολογος C.D.A. College Limassol

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. «Η Νίκη της Δράμας»

Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924

Δελτίο τύπου της ΔΟΔ για την ετήσια έκθεση σχετικά με τις δολοφονίες δημοσιογράφων κα εργαζομένων στα ΜΜΕ το 2015

«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Διαπολιτισμικές σχέσεις στις πλουραλιστικές κοινωνίες

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - I ΡΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞEΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚHΣ EΝΩΣΗΣ

Τόμσεν Διάλογοι ή Περιμένοντας το Γεγονός

Κυρίες και κύριοι καλημέρα Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση

Γιατί ένα σεμινάριο για τις συγκρούσεις;

Η οικολογική ηθική ως μέρος της απελευθερωτικής ηθικής και το ζήτημα της θεμελίωσης. Η συμβολή ορισμένων Ελλήνων: Καστοριάδης, Τερζάκης, Φωτόπουλος.

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

LUDWIK FLECK ( ) (Λούντβικ Φλεκ) Ο Ludwik Fleck και η κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 11:53

Σ Υ Ν Ε Σ Μ Ο Σ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ω Ν Β Ι Ο Μ Η Χ Α Ν Ι Ω Ν. Χαιρετισµός. κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου. Προέδρου του ΣΕΒ. στην Ηµερίδα που διοργανώνει

15206/14 AΣ/νικ 1 DG D 2C

Ημερίδα: Πολιτισμός της μνήμης και συνεργασία νέων στην Παραμυθιά

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελληνίων Εξετάσεων Ημερησίων Επαγγελματικών Λυκείων (ΟΜΑΔΑ Α )

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Κοινή Γνώμη. Κολέγιο CDA ΔΗΣ 110 Κομμωτική Καρολίνα Κυπριανού 11/02/2015

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ΜΟΝΤΕΛΑ-ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

Χαιρετισμός στην εκδήλωση για την συμπλήρωση 20 χρόνων από την αδελφοποίηση των Δήμων Ηρακλείου και Λεμεσού

Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού. Οργανωσιακή Κουλτούρα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Εισηγητής Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος. Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος

{jfalternative}251 content There are no translations available.{/jfalternative} ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ. το 79ο φύλλο (Ιανουάριος 2009)

Σκέψεις για την οργάνωση

Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας ΜΟΝΑΔΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ 15/09/2008 ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ 2009

Γιώργος Πολίτης: «Τα καταφέραμε σε πιο δύσκολες εποχές, θα τα καταφέρουμε και τώρα»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ενότητα 12η (Α 2, 5-6) - Ο άνθρωπος είναι «ζ?ον πολιτικ?ν»

ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. συγγραφέας ΓΙΑΝΝΑ ΦΙΛΑΟΥ

22/2/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Επιστήμη Διοίκησης Επιχειρήσεων. Πότε εμφανίστηκε η ανάγκη της διοίκησης;

κέβιν κέβιν κέβιν κάρτερ ο κέβιν κάρτερ γεννήθηκε στη νότιο αφρική το 1960 το 1960 ήταν η χρονιά της σφαγής του σάρπβιλ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Οργανώνοντας την υπεράσπιση,σε δίκες που εφαρμόζεται η αντιτρομοκρατική νομοθεσία

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΜΥΡΙΝΑΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΑΞΗ Β

B8-0481/2018 } B8-0482/2018 } B8-0483/2018 } RC1/Τροπ. 1

EL Eνωµένη στην πολυµορφία EL B8-0350/1. Τροπολογία

GEORGE BERKELEY ( )

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0320/5. Τροπολογία. Helmut Scholz εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

Transcript:

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ Οργανώσεις, διαδικασίες, αδιέξοδα

ΚOΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ SOCIAL SCIENCES ISABELLE SOMMIER H ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ Οργανώσεις, διαδικασίες, αδιέξοδα Μετάφραση Άννα Παπασταύρου

Περιεχόμενα Εισαγωγή 9 Κεφάλαιο 1 ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ 15 Ξεπερασμένες θεωρίες ανάλυσης 16 Η «τρομοκρατία» ως εμπόδιο 21 Η σιωπή γύρω από το 68 24 Η «χρονιά του 1968», ένας κύκλος διαμαρτυρίας 29 Κεφάλαιο 2 ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ; 36 Το διεθνές πλαίσιο 36 Οι φοιτητικές εξεγέρσεις 42 Εξέγερση μιας γενιάς 52 Η ανάπτυξη της άκρας Αριστεράς 55 Το αυτόνομο κίνημα 64 Κεφάλαιο 3 ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ 69 Καταστολή και αντι-κινήματα 70 Ανταγωνισμοί και αμοιβαίες επιρροές 79 Η κοινωνική απομόνωση 94 Η λογική της παρανομίας 102 Κεφάλαιο 4 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΒΙΑΣ 111 Η έμπρακτη προπαγάνδα 113 Αντίσταση και αντάρτικο πόλεων 117

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ Μεταφέροντας την επίθεση στον σκληρό πυρήνα του κράτους 122 Αντι-ιμπεριαλισμός και υπερεθνοποίηση της δράσης 128 Κεφάλαιο 5 ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΥ 144 Οι πολιτικές κατά της τρομοκρατίας 144 Αποχαιρετισμός στα όπλα 151 Συμπέρασμα 163 Παραρτήματα Κατάλογος οργανώσεων 165 Βιογραφικά σημειώματα 169 Αριθμητικά δεδομένα 176 Βιβλιογραφία 185

Εισαγωγή ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, επαναστάσεις ξεσπούν σε όλες τις ηπείρους, συχνότερα από τη φοιτητική νεολαία, άλλοτε και από τη νεολαία της εργατικής τάξης. Χωρίς συντονισμό και χωρίς σχέση μεταξύ τους, οι πρώτες διεκδικήσεις αφορούσαν το εκπαιδευτικό σύστημα και, με επίκεντρο την καταδίκη του πολέμου στο Βιετνάμ, τη διεθνή αλληλεγγύη. Το κόκκινο χρώμα δέσποζε στις πορείες. Η αναζωπύρωση της επαναστατικής ελπίδας έθεσε, λοιπόν, σε πολλές χώρες το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας με τα όπλα ή τουλάχιστον το ζήτημα μιας ενεργής αντίστασης σε ενδεχόμενη διολίσθηση των «αστικών» καθεστώτων προς τον αυταρχισμό. Οδήγησε στην εκκόλαψη μικρών ομάδων της άκρας Αριστεράς με εκλεκτικές συγγένειες φυσικά με το μαρξισμό σε όλες τις εκδοχές του με κυρίαρχη τη μαοϊκή αλλά και με τον αναρχισμό και το σιτουασιονισμό (situationnisme). Στην πλειονότητά τους αυτές οι ομάδες διαλύθηκαν γρήγορα ή επιβίωσαν ως φλύαρα γκρουπούσκουλα που ανέλυαν τις «αντιφάσεις του συστήματος» και προφήτευαν την επικείμενη κατάρρευση του καπιταλισμού εκ των έσω. Κάποιες ομάδες, ωστόσο, ριζοσπαστικοποιήθηκαν, ανέλαβαν αμέσως δράση και πήραν το δρόμο της παρανομίας και του ένοπλου αγώνα. Οι Κομμουνιστικοί Πυρήνες που δρούσαν στο Βέλγιο, η 17 Νοέμβρη στην Ελλάδα, οι Ομάδες Αντιφασιστικής Αντίστασης της 1ης του Οκτώβρη στην Ι- σπανία, η Οργισμένη Ταξιαρχία στη Βρετανία ήταν επίσης 9

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ κινήματα των οποίων η ανάμνηση δεν επέζησε διόλου πέρα από τις χώρες όπου εμφανίστηκαν και έδρασαν. Δεν ισχύει το ίδιο για τις ομάδες που μελετάμε σ αυτό το βιβλίο: τις Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigate Rosse / BR) στην Ιταλία και τη γερμανική RAF (Rote Armee Fraktion Φράξια Κόκκινος Στρατός) και, σε άλλο ύφος, τον Ιαπωνικό Κόκκινο Στρατό (Nihon Sekigun), των οποίων η φήμη ξεπέρασε τα εθνικά σύνορα επίσης, την Άμεση Δράση (Action Directe / AD) στη Γαλλία, ακόμη και αν εμφανιζόταν διαφοροποιημένη ως προς τα πρότυπα του 1968, και την Οργάνωση Γουέδερμεν (Weather Underground Organization / WUO) στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες υπήρξαν εν μέρει το λίκνο της εξέγερσης και το φαινόμενο της επαναστατικής βίας δεν τους ήταν άγνωστο. 1 Σήμερα αυτά τα ονόματα δεν θυμίζουν τίποτε περισσότερο από μια μακρινή περίοδο, αν όχι μια εντελώς άλλη εποχή. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους. Κατά πρώτον, εμπόδια επιστημονικής και ιστοριογραφικής φύσης είχαν ως αποτέλεσμα τη διάκριση της ιστορίας των χρόνων αυτών στα γεγονότα του 68 από τη μια και στην τρομοκρατία στα «χρόνια του μολυβιού» από την άλλη. Αποκομμένες από την ιστορία αυτές οι ομάδες μοιάζουν αλλόκοτες, αν όχι παθολογικές, και το ότι επιλέγουν τη βία μοιάζει ακατανόητο, αν όχι παράλογα αιρετικό. Και η ουσία είναι πως η ιστορία δεν αγαπάει τους ηττημένους, πόσο μάλλον όταν έχουν ακολουθήσει παραβατική πορεία. Θαμμένα στην ουσία αυτά τα χρόνια επανεμφανίζονται μολαταύτα κατά περιόδους, πάντα στον αστερισμό των σκαν- 10 1. Κατάλογος των οργανώσεων υπάρχει στα παραρτήματα.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ δάλων και των έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Αντιπαραθέσεων με επίκεντρο την υπόθεση της Ναταλί Μενιγκόν (Nathalie Ménigon) *2, ιδρυτικού μέλους της Άμεσης Δράσης, που χρειάστηκε να κάνει πλήθος αιτήσεις και να κινήσει άπειρες διαδικασίες ώσπου να εξασφαλίσει, στις 19 Ιουλίου του 2007, ένα καθεστώς μερικής ελευθερίας, αφού πρώτα υπέστη δύο εγκεφαλικά επεισόδια που της προκάλεσαν ημιπληγία και ως τότε είχε εκτίσει περισσότερο από είκοσι χρόνια από την ποινή της ομοίως, την υπόθεση της Ζοέλ Ομπρόν (Joëlle Aubron) *, μέλους της Άμεσης Δράσης, η οποία χρειάστηκε να περιμένει μέχρι τον Ιούνιο του 2004 για να πετύχει, έπειτα από δικαστικό αγώνα, αναστολή της ποινής της για λόγους υγείας (πέθανε την 1η Μαρτίου του 2006). Τα άλλα μέλη της Άμεσης Δράσης, παρ ότι η έκτιση της 18χρονης ποινής τους ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2005, παραμένουν στη φυλακή. Στη Γερμανία, η απελευθέρωση, τον Μάρτιο του 2007, της Μπριγκίτε Μονχάουπτ (Brigitte Mohnhaupt) *, μιας από τις ηγετικές μορφές της δεύτερης γενιάς της RAF, έπειτα από 24 χρόνια εγκλεισμού της προκάλεσε επίσης αντιπαραθέσεις, λιγότερο έντονες ωστόσο. Το ζήτημα της έκδοσης από τη Βόρεια Κορέα μελών ενός τμήματος του Ιαπωνικού Κόκκινου Στρατού δηλητηριάζει τις σχέσεις Πιονγκγιάνγκ και Τόκιο, παρ ότι από το 2000 τα παιδιά των μελών αυτών επιστρέφουν σταδιακά στην Ιαπωνία. Τελικά, η οριστική πολιτική και ιστορική διευθέτηση αυτής της περιόδου δεν υπήρξε πουθενά αλλού τόσο οδυνηρή όσο στην Ιταλία, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις του Πάολο Περσικέτι (Paolo Persichetti), που εκδό- 2. Για τα ονόματα που συνοδεύονται από αστερίσκο βλ. τα βιογραφικά σημειώματα στα παραρτήματα. 11

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ 12 θηκε τον Αύγουστο του 2002, του Τσέζαρε Μπατίστι (Cesare Battisti), που συνελήφθη δύο χρόνια αργότερα, και της Μαρίνα Πετρέλα (Marina Petrella), που σήμερα αναμένει την έκδοσή της. Πέρα από τις φυλακίσεις που έχουν πια ελαττωθεί αριθμητικά (3 μέλη της RAF βρίσκονται ακόμη στη φυλακή, 66 των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία), η διαμάχη μαίνεται στο επίπεδο της μνήμης, κυρίως αφότου τα γεγονότα του 1968 και οι μετέπειτα εντυπωσιακές πολιτιστικές αλλαγές κάθονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Τον Ιούλιο του 1988, ο τέως ηγέτης της νόμιμης οργάνωσης Lotta Continua (LC Διαρκής Αγώνας) Αντριάνο Σόφρι (Adriano Sofri) * κατηγορήθηκε από έναν ανανήψαντα ότι είχε διατάξει τη δολοφονία του αστυνομικού επιθεωρητή Λουίτζι Καλαμπρέζι (Luigi Calabresi) στις 17 Μαΐου του 1972 το 1990 καταδικάζεται σε κάθειρξη 22 ετών. Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ (Daniel Cohn-Bendit), πέρα από τα σχόλιά του εκείνη την εποχή με θέμα τη σεξουαλικότητα, κατηγορείται και για τη φιλία του με τον μαχητή των Επαναστατικών Πυρήνων (Revolutionäre Zellen ή Rote Zellen / RZ) της Γερμανίας Χανς-Γιόακιμ Κλάιν (Hans-Joachim Klein) *, τον οποίο βοήθησε, αφότου αυτός εγκατέλειψε τον ένοπλο αγώνα το 1977, κρύβοντάς τον στη Γαλλία. Στη διάρκεια της δίκης του ίδιου του Κλάιν *, το 2001, ο «πράσινος» υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ (Joschka Fischer) βρέθηκε επίσης εκτεθειμένος λόγω του ακτιβιστικού του παρελθόντος: φωτογραφίες δείχνουν τους δύο άνδρες, το 1973 στη Φρανκφούρτη, πιασμένους στα χέρια με την αστυνομία. Αυτά τα χρόνια αποτελούν μαρτυρίες μιας κρίσης που δεν θα εκτονωθεί όσο ένας ιστορικός διάλογος δεν την ξαναφέρνει στην επιφάνεια. Αυτό το βιβλίο ελπίζει να συμβάλει σε

ΕΙΣΑΓΩΓΗ αυτόν το διάλογο, εξετάζοντας τον κύκλο διαμαρτυρίας του 1968 στο σύνολό του: από το γενικό σκεπτικό που έδωσε σε ένα κομμάτι της νεολαίας την αίσθηση ότι ζει σε μια επαναστατική περίοδο μέχρι την οριστική αδρανοποίηση, περνώντας από ποικίλες διαδικασίες ριζοσπαστικοποίησης, που έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στην ισχυροποίηση κάποιων ομάδων, και από τη διερεύνηση της εξέλιξης της στρατηγικής τους. 13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ ΗΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ των κοινωνικών κινημάτων, σύντομη χρονικά αλλά πολύ πλούσια, κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά, στιγματίζεται από ένα μοναδικό παράδοξο. Τα πάντα, στο λεξιλόγιο, παραπέμπουν στον πόλεμο, με πρώτη τη λέξη «militant» 1, που έχει την ίδια λατινική ρίζα με το «militaire» [στρατιωτικός], όπως επίσης και τα «στρατεύομαι», «επιστράτευση» κ.λπ. Στις πρώτες του απόπειρες ταξινόμησης αυτό το αντικείμενο μελέτης συνέδεσε τη συλλογική δράση με τη βία. Ωστόσο, στην πορεία της ί- διας της δεκαετίας του 1960, μια εξαιρετικά επιζήμια διάκριση εδραιώνεται ανάμεσα στην ανάλυση των κοινωνικών κινημάτων από τη μια και στην ανάλυση της βίας από την άλλη. Ο λόγος είναι, κυρίως, η απόρριψη της λεγόμενης συλλογικής συμπεριφοράς που προσέγγιζε το ζήτημα υπό το πρίσμα της «επιθετικότητας». Η διάκριση αυτή οφείλεται επίσης στο νόημα που αποκτά αυτή την περίοδο ο όρος «τρομοκρατία». Στο σταυροδρόμι των δύο αυτών θεωρητικών ζητημάτων (κοινωνικά κινήματα και βία) εμφανίζεται το πολιτικό στοίχημα των δεσμών μεταξύ 1968 και τρομοκρατίας συσκο- 1. Στρατευμένος, μαχητής, με την έννοια του μέλους ή και του οπαδού. (Σ.τ.Μ.) 15

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ τίζοντας μέχρι πρόσφατα τη μελέτη των μηχανισμών ριζοσπαστικοποίησης σε όλη τη δεκαετία του 1970. Ξεπερασμένες θεωρίες ανάλυσης Πριν ακόμη από την εμφάνιση των κοινωνικών κινημάτων ως ιδιαίτερου αντικειμένου ανάλυσης, η προσοχή εστιάζεται στις βίαιες συμπεριφορές, είτε πρόκειται για εκδηλώσεις της «ψυχολογίας της μάζας», η οποία εύκολα θεωρείται επιρρεπής στο έγκλημα, είτε για επαναστατικές καταστάσεις όπως περιγράφει ο μαρξισμός. Αυτός ο δεσμός συντηρείται με την πρώτη γνήσια σχολή ανάλυσης της συλλογικής δράσης: πράγματι, οι ψυχοκοινωνικές θεωρίες ή θεωρίες της συλλογικής συμπεριφοράς συνδέονται με την «επιθετικότητα». Δίνουν έμφαση στην κοινωνική δομή της ομάδας, στα κοινά βιώματα των μελών της που συγκροτούν μια συμπεριφορά που δεν αποδίδεται στην ανθρώπινη φύση αλλά μια συμπεριφορά που ανταποκρίνεται σε εξωτερικά ερεθίσματα: τη ματαίωση ή/και την κοινωνική μάθηση. Οι θεωρίες της κοινωνικής μάθησης 2 υπενθυμίζουν ότι η βίαιη συμπεριφορά είναι μια επίκτητη συμπεριφορά που διδάσκεται και που είτε απορρίπτεται είτε γίνεται ευνοϊκά δεκτή ανάλογα με τις κουλτούρες και τις υποκουλτούρες. Αν και η βία συνολικά αποδοκιμάζεται από την κυρίαρχη κουλτούρα, στην πραγματικότητα κάποιες κοινωνικές ομάδες τής αποδίδουν εν μέρει θετικό πρόσημο. Αυτό συμβαίνει για διαφορετικούς αλλά όχι αλληλοαποκλειόμενους λόγους: είτε διότι η στάση αυτή ταιριάζει με τη γενικά αρνητική εικόνα 16 2. Albert Bandura, Aggression. A Social Learning Analysis, Ίνγκλγουντ Κλιφς, Prentice-Hall, 1973.

ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ που αποδίδει το περιβάλλον στην ομάδα, κι εκείνη ανταποδίδει το στίγμα μ αυτό τον τρόπο είτε διότι η βία ταυτίζεται με ένα κοινωνικό πρότυπο, λ.χ. τη λαϊκή φιγούρα του «κοινωνικού ληστή» είτε διότι χαίρει μιας επίφασης νομιμότητας, ιδιαίτερα χάρη σε μια ιδεολογική διάσταση. Ο Τεντ Γκαρ (Ted Gurr) 3 με τη σειρά του βελτίωσε το λεγόμενο πρότυπο ματαίωσης/επιθετικότητας που είχε προταθεί από τον Τζον Ντόλαρντ (John Dollard) το 1939, εισάγοντας την έννοια της σχετικής στέρησης. Αυτό που μπορεί να καταλήξει σε επιθετικότητα δεν είναι πια η αντικειμενική συνθήκη της ματαίωσης αλλά η υποκειμενική αντίληψή της. Η επιθετικότητα γεννιέται από την αντιπαράθεση ανάμεσα στις προσδοκίες των ατόμων (value expectations, υποκειμενικό επίπεδο) και την αντικειμενική ικανοποίηση των αναγκών (value capacities, αντικειμενικό επίπεδο). Ο κοινωνιολόγος διακρίνει τρεις τύπους βίας: τις ταραχές, τις αυθόρμητες δηλαδή λαϊκές εξεγέρσεις οι οποίες κατά συνέπεια είναι πλημμελώς έως και καθόλου οργανωμένες τη συνωμοτική βία, τις συγκεκριμένες δηλαδή δράσεις μιας μειονότητας (συνωμοσίες, επιθέσεις, πολιτικές δολοφονίες) τον εσωτερικό πόλεμο (εμφύλιος πόλεμος, επανάσταση), που χαρακτηρίζεται από την έκτασή του, τους δεσμούς μάζας και ελίτ και το σχέδιο ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης. Αντίθετα, η πολιτική βία εξαρτάται από το επίπεδο κοινωνικής βίας που προκύπτει από το αίσθημα σχετικής ματαίωσης. Ωστόσο εξαρτάται εξίσου από διάφορους παράγοντες πολιτιστικής και πολιτικής φύσης. Το πέρασμα από την κοινωνική βία στην πολιτι- 3. Ted Gurr, Why Men Rebel, Πρίνστον, Princeton University Press, 1970. 17

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ 18 κή βία διευκολύνεται από δύο ισχυρούς παράγοντες. Από τη μία, τη διάδοση μιας κανονιστικής αιτιολόγησης της βίας, με άλλα λόγια μιας ιδεολογίας ή μιας ηθικής που νομιμοποιεί την καταφυγή σε αυτήν: εδώ περιλαμβάνονται το δικαίωμα αντίστασης στην καταπίεση, η θεωρία της τυραννοκτονίας τον 16ο και 17ο αιώνα, ο μαρξισμός, ο αναρχοσυνδικαλισμός, οι απελευθερωτικές θεωρίες. Από την άλλη, τη διάδοση μιας εργαλειακής αιτιολόγησης (ιστορική αποτελεσματικότητα της βίας, αίσθημα περιθωριοποίησης της ομάδας). Είναι η πεποίθηση, που βασίζεται στην εκ των υστέρων γνώση, για την πρακτική της αποτελεσματικότητα: «μόνο η βία αποδίδει». Αυτή η επιρροή του παρελθόντος παρουσιάζει ενδιαφέρον, κυρίως για να ερμηνεύσει το ισχύον ρεπερτόριο δράσης και την εξέλιξή του. Οι ευνοϊκοί προς τη βία παράγοντες μπορούν να αμβλυνθούν ή και να εξουδετερωθούν από έναν τρίτο παράγοντα: την ικανότητα του καθεστώτος να επιστρατεύει πολιτικά και στρατιωτικά στηρίγματα που καθιστούν την καταφυγή στη βία λιγότερο δικαιολογημένη και πιο επιζήμια. Ο Γκαρ εισάγει έτσι τη μελέτη του περιβάλλοντος και των αντιδράσεων σε αυτό, ιδιαίτερα τη νομιμοποίηση του καθεστώτος και των δυνάμεων καταστολής που διαθέτει, καθώς και το ρόλο των μέσων επικοινωνίας και μαζικής ενημέρωσης. Πέρα από αυτές τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις δομικού χαρακτήρα, οι αναλύσεις της συλλογικής συμπεριφοράς έχουν καταρριφθεί δυναμικά, και δικαιολογημένα στο ψυχοκοινωνικό πεδίο της ματαίωσης, από τη θεωρία που τείνει να επικρατήσει ραγδαία: τη θεωρία κινητοποίησης πόρων. Η αδιαμφισβήτητη πρόοδος που επιφέρει αυτή η θεωρία στην κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων γίνεται παρ όλα αυτά με κόστος μια συνολική αποδόμηση της έννοιας «βία»,

ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ πιθανότατα ως απάντηση στις θεωρίες που την ανταγωνίζονται. Όπως εξηγεί ο Τσαρλς Τίλι (Charles Tilly): «Για να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τις βίαιες πράξεις, οφείλουμε να κατανοήσουμε τις μη βίαιες πράξεις. Κάθε μελέτη που ασχολείται μεμονωμένα με τα περιστατικά βίας σχετίζεται με τις συνέπειες που επιφέρουν δύο διαφορετικά είδη καθοριστικών παραγόντων: εκείνων που καθορίζουν τη συλλογική δράση γενικά, είτε παράγουν βία είτε όχι, και εκείνων που καθορίζουν τα βίαια αποτελέσματα της συλλογικής δράσης» 4. Σε αυτή την προσέγγιση η βία αντιμετωπίζεται με αμφιλεγόμενο τρόπο: εμφανίζεται εναλλακτικά ως συνέχιση της πολιτικής ή περιορίζεται σε απλό πόρο κινητοποίησης, άλλοτε ανταποδοτικού, άλλοτε αντιπαραγωγικού, υποκείμενου πάντα σε μια λογική κόστους-οφέλους. Η εξέταση τέτοιων πόρων περιορίζεται στην ωφελιμιστική τους διάσταση και παραβλέπει τα συναισθήματα και τις πεποιθήσεις. Οι πόροι αυτοί εμφανίζονται ως εμπορεύματα με σταθερή αξία, η δε χρήση τους υπολογίζεται αυστηρά βάσει της αποτελεσματικότητάς τους, ανεξάρτητα από τα υποκείμενα και το περιεχόμενο της κινητοποίησης. Παραβλέποντας το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της κινητοποίησης, οι συνέπειές της γίνονται αντιληπτές απλώς ως ανταλλαγή στρατηγικών πυρών, όπου τα υποκείμενα μπορούν να ελέγξουν πλήρως το εκάστοτε διακύβευμα 5. Η πρόδηλη λογιστική αντίληψη αυτής 4. Charles Tilly, From Mobilization to Revolution, Ρίντινγκ, Μασαχουσέτη, Addison Wesley, 1978, σ. 182. 5. Αυτά τα όρια έχουν σημαντικά αναλυθεί και σχολιαστεί από τον Michel Dobry, Sociologie des crises politiques, Παρίσι, Presses des Sciences Po, 1986, σ. 34-38. 19

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ της ανάλυσης αποκαλύπτει μια εντελώς αποστεωμένη εικόνα της βίας η οποία, χωρίς συναισθήματα και πεποιθήσεις, παύει να υπάρχει ως διακριτό αντικείμενο ανάλυσης καθώς συγχέεται με τη σύγκρουση. Έτσι, ενώ η σύγκρουση αποτελεί συστατικό στοιχείο της κοινωνίας, η βία εκλαμβάνεται ως περιθωριακή και απορριπτέα, ειδικά στις δημοκρατίες, που α- ντλούν τη δύναμή τους από την ικανότητά τους να ρυθμίζουν τις συγκρούσεις και να τις ενσωματώνουν με ειρηνικές μορφές έκφρασης. Η βίαιη δράση δεν είναι συστηματική ούτε και ασήμαντη και, κατά συνέπεια, η εμπλοκή σε αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με το ίδιο αναλυτικό πλαίσιο ό- πως κάθε άλλη πολιτική εμπλοκή. Ο Νταγκ ΜακΆνταμ (Doug McAdam) 6 υπήρξε ο πρώτος που έκανε την πλέον εύστοχη διάκριση ανάμεσα στον ακτιβισμό χαμηλού ή υψηλού κόστους, με κριτήρια το χρόνο, την ενέργεια και τα χρήματα, καθώς και τη διάκριση ανάμεσα στον ακτιβισμό υψηλού και χαμηλού ρίσκου που ο ίδιος αποδίδει στους προβλεπόμενους κινδύνους (φυσικούς, κοινωνικούς, νομικούς, οικονομικούς κ.λπ.) που ενέχει η απόφαση για τη σχετική εμπλοκή. Η εμπλοκή υψηλού ρίσκου απαιτεί εξειδικευμένα εργαλεία ανάλυσης που μέχρι πρόσφατα η επιστημονική μελέτη των κοινωνικών κινημάτων δεν χρησιμοποιούσε, επειδή κυριαρχούσε το μοντέλο της ορθολογικής επιλογής. Ο ένοπλος ακτιβισμός που είναι το αντικείμενο της παρούσας μελέτης ανήκει σαφέστατα στην κατηγορία υψηλού ρίσκου, όπου ο ύστατος κίνδυνος είναι ο θάνατος ή η φυλακή. Όμως ο κίνδυνος δεν είναι μόνο η φυσική εξόντωση, μια και χωρίς αμφιβολία ο ύψιστος κίνδυνος είναι το να βρε- 20 6. Doug McAdam, «Recruitment to High Risk Activism: The Case of Freedom Summer», American Journal of Sociology, 92, 1986, σ. 67.

ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ θεί κανείς χωρίς κοινωνική στήριξη, να βρεθεί στο περιθώριο της κοινωνίας, και η εμπλοκή του να είναι χωρίς επιστροφή. Ακόμη και σήμερα (και ίσως κυρίως σήμερα) η εμπλοκή στη βίαιη δράση συχνά αποδοκιμάζεται ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν γίνεται κατανοητή και εξακολουθεί να βαραίνει τη ζωή των εμπλεκομένων, εξαιτίας της διάρκειάς της και κυρίως εξαιτίας του ότι τους οδήγησε στην παρανομία ή και στη φυλακή. Η «τρομοκρατία» ως εμπόδιο Καθώς η κοινωνιολογική μελέτη των κοινωνικών κινημάτων σκόπιμα απείχε από τη μελέτη της βίας, η τελευταία εκλαμβανόταν όλο και περισσότερο υπό το πρίσμα της «τρομοκρατίας». Στην αρχή της δεκαετίας του 1980, σύμφωνα με μια συμπιληματική βιβλιογραφία που ανακάτευε μαρτυρίες, δημοσιογραφικές αναφορές και αναλύσεις ειδικών όλων των ειδών, σπανίως πανεπιστημιακών 7, στη βία αποδίδονταν πάνω από εκατό ορισμοί. Κάποιοι την ταύτιζαν με κάθε βία που κατευθύνεται προς πολιτικούς στόχους, άλλοι με όλους τους βίαιους τρόπους δράσης, άλλοι πάλι, κατά την παράδοση του Ρεϊμόν Αρόν (Raymond Aron) 8, έδιναν έμφαση στις ψυχολογικές συνέπειες της δράσης, που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις 7. Isabelle Sommier, «La menace terroriste: entre logiques experts et mobilisation des passions politiques», στο Anne-Marie Dillens (επιμ.), La Peur, Βρυξέλλες, Facultés Universitaires Saint-Louis, σ. 67-84. 8. Raymond-Claude-Ferdinand Aron (1905-1983): Γάλλος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας, πανεπιστημιακός καθηγητής της Σορβόνης και του Κολεγίου της Γαλλίας, γνωστός παγκοσμίως από τις σκεπτικιστικές αναλύσεις των μεταπολεμικών αριστερών ρευμάτων στη Γαλλία, που επηρεάστηκαν ευρύτατα από τη μαρξιστική παράδοση. (Σ.τ.Μ.) 21

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ 22 καθαρά υλικές συνέπειές της. Μέσα σε μια ανάλογη σύγχυση, ο όρος χρησιμοποιείται για ομάδες με ασαφή χαρακτηριστικά, από την άποψη τόσο της ιδεολογίας όσο και της οργάνωσης, καθώς κάποιες αποτελούνταν από μερικά άτομα, ενώ άλλες από πραγματικούς άτακτους στρατούς. Σε ένα προηγούμενο δοκίμιο, αποδομήσαμε τη διάκριση αυτή και προτείναμε τον ορισμό της καθολικής βίας, για να καταδείξουμε έναν ιδιαίτερο τύπο βίαιης στρατηγικής προσαρμοσμένης στις μαζικές κοινωνίες: την άσκηση μιας τυφλής βίας με ισχυρό, θεαματικό αποτέλεσμα, που πλήττει τον αστικό πληθυσμό σύμφωνα με την αρχή του διαχωρισμού θυμάτων («αμάχων», «αθώων») και στόχου (πολιτικής εξουσίας). Από αυτή την άποψη, δεν μπορούμε a priori να χαρακτηρίσουμε τις ομάδες της άκρας Αριστεράς ως τρομοκρατικές, στο βαθμό που οι πράξεις τους θεμελιώνουν μια σχέση ενοχής-τιμωρίας, όπως αποδεικνύει η προτίμησή τους στις πολιτικές δολοφονίες και όχι στις απόπειρες κατά της ζωής αδιακρίτως. Αυτός ο ορισμός αποσκοπεί στο να «αποσαφηνίσει» κατά κάποιον τρόπο μια ασαφή και υπερβολικά διευρυμένη έννοια και να θέσει το ερώτημα αν μπορεί κανείς να παρατηρήσει, στη διάρκεια του 20ού αιώνα, την εμφάνιση ενός ιδιαίτερου τρόπου λειτουργίας στην άσκηση της βίας. Πράγματι, η βία stricto sensu δεν συνιστά ένα ρεπερτόριο συλλογικής δράσης με την έννοια που της αποδίδει ο Τίλι. Ακόμη κι ο πιο κλασικός ορισμός της είναι υπερβολικά ευρύς για να περιγράψει ξεκάθαρα μορφές δράσης που τείνουν να ξεφύγουν από τις αναγκαστικά υποκειμενικές ερμηνείες κυρίως εκείνων που υιοθετούνται από τα θύματά της. Επίσης, το να μπλέκει κανείς στην ίδια κατηγορία τις εμπρηστικές απόπειρες σε δημόσιους χώρους, τις στοχευμένες δολοφονίες, τις σπασμένες βιτρίνες στις πορείες διαμαρτυρίας ή ακόμη και την κράτηση

ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ πολιτών ως ομήρων ως συνέπεια των απεργιών στις δημόσιες υπηρεσίες δεν έχει επιστημονική βάση, εκτός κι αν θέλει να καταγράψει τις ομάδες και τις πράξεις που προκαλούν την ηθική κατακραυγή της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Έτσι λοιπόν, αντί να αφιερώσουμε μια σχολαστική μελέτη στη «βία» γενικά, μας φαίνεται προτιμότερο να τη μελετήσουμε σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό και μάλιστα ιδεολογικό περιβάλλον. Στο ίδιο πνεύμα, κάτω από τον όρο «τρομοκρατία» συγκεντρώνονται ομάδες και τρόποι δράσης εξαιρετικά διαφορετικοί: πολιτικές δολοφονίες, νοούμενες ως «φόνος δημόσιου προσώπου με πολιτικό κίνητρο έξω από κάθε νομική διαδικασία» 9 δολοπλοκίες ή συνωμοσίες ως σχέδιο με στόχο την εσωτερική ασφάλεια το αντάρτικο, που μαζί με την τρομοκρατία αποτελούν έμμεση στρατηγική μακράς διαρκείας που διεξάγεται από άτακτους μαχητές, διακρίνεται ωστόσο εδαφικά και πολιτικά, έχοντας στόχο να κερματίσει εδαφικά την κρατική κυριαρχία τέλος η εξέγερση, μοντέλο που επικαλούνται συχνότερα από κάθε άλλο οι ένοπλοι ακτιβιστές, παρ ότι δεν έχουν τύχει ικανοποιητικής υποστήριξης από τουλάχιστον ένα μέρος του πληθυσμού, ώστε να μπορούν να υπερβούν το στάδιο μιας δράσης που έχει στόχο την επίδειξη ή τον παραδειγματισμό. Γι αυτόν το λόγο επιλέγουμε να μιλάμε νηφάλια για «επαναστατική βία». Κρατάμε τον πιο κοινά παραδεκτό ορισμό της βίας: «συμπεριφορά που έχει ως στόχο να προκαλέσει βλάβες σε άτομα ή ζημιές σε αγαθά» 10 και, με το ίδιο σκεπτι- 9. Μax Lerner όπως αναφέρεται στο Franklin L. Ford, Le Meurtre Politique. Du tyrannicide au terrorisme, Παρίσι, PUF, 1990, σ. 20. 10. Ted R. Gurr και Hugh D. Graham, Violence in America, Νέα Υόρκη, Signet Books, 1969, σ. XVII. 23

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ κό, χαρακτηρίζουμε ως πολιτική βία «κάθε συλλογική επίθεση που εξαπολύεται στο εσωτερικό μιας πολιτικής κοινότητας, κατευθυνόμενη ενάντια στο πολιτικό καθεστώς, τους συντελεστές του τις ανταγωνιζόμενες πολιτικές ομάδες όσο και τους εκπροσώπους της καθεστηκυίας τάξης ή την πολιτική του» 11. Η βία τους είναι «επαναστατική» στο βαθμό που επιδιώκει να επιτεθεί στην εξουσία του κράτους σύμφωνα με μια ιδεολογία ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Η επαναστατική βία δεν είναι αποκλειστικότητα των ομάδων της άκρας Αριστεράς, παρ ότι αυτές ακριβώς μας απασχολούν εδώ τη συναντάμε και σε κάποιες ομάδες φασιστικού χαρακτήρα, η επιθετικότητα των οποίων, εξάλλου, την ίδια περίοδο συμβάλλει τα μέγιστα στην άνοδο των πρώτων. Η σιωπή γύρω από το 68 Η σύγχυση που προκαλούν αυτά τα ζητήματα στους ακαδημαϊκούς κύκλους, για την περίοδο που μελετάμε, επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο για έναν ακόμη λόγο: την ιστοριογραφική διαμάχη γύρω από το 68, που συσκοτίζεται, για να μην πούμε παγιδεύεται, από πολιτικά παιχνίδια. Το έχουμε ξαναπεί: το 1968 είναι ένα ζήτημα ταμπού. Το ταμπού μπορεί να εκφράζεται με δύο τρόπους: με την απόλυτη σιωπή που κυριαρχεί στην Ιαπωνία, όπου οι συνέπειες του γεγονότος θεωρούνται υπεύθυνες για την αποτυχία τελικά του συνόλου της Αριστεράς. Ο δεύτερος τρόπος είναι η δημιουργία μιας επίσημης μνήμης, διαδικασία που την παρατηρούμε τόσο στη Γαλ- 24 11. Ted R. Gurr, Why Men Rebel, Πρίνστον, Princeton University Press, 1970, σ. 3-4. Για μια κριτική των ορισμών, βλ. Isabelle Sommier, La Violence politique et son deuil. L après 68 en France et en Italie, 2η έκδ., Presses Universitaires de Rennes, 2008.

ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ λία όσο και στην Ιταλία. «Επίσημη μνήμη», μιας και πρόκειται για σχολαστική επεξεργασία της ίδιας της ιστορίας, για μια επιλεκτική περιγραφή, που τελικά δημιουργεί ένα «πνευματικό δόγμα» 12 λόγω της στήριξής της από τα μίντια. Αυτό που διακυβεύεται είναι το βαθύ πολιτικό νόημα των «γεγονότων» και η κληρονομιά τους. Στη Γαλλία ο ρυθμός αυτής της παραγωγής κειμένων και μνήμης εξελίσσεται σε τέσσερις φάσεις: σε πρώτη φάση εκείνη τη στιγμή υπάρχει πληθώρα μαρτυριών εν θερμώ που αντιστρέφουν την εικόνα του καλοκάγαθου οικογενειακού μύθου σε δεύτερη φάση, η αδιαφορία μέχρι την επέτειο των δέκα πρώτων χρόνων στην τρίτη, η ανακίνηση του θέματος και η διαμάχη για τη διεκδίκηση της κληρονομιάς μεταξύ των δύο πρώτων επίσημων εορτασμών (του 1978 και του 1988), όπου ο εορτασμός ενός συμπαθητικού «ωραίου Μάη» αντιπαρατίθεται με τις καταγγελίες των αριστεριστών και των μαρξιστών για παραποίηση της «γνήσιας» σημασίας του «Μάη» σε τέταρτη φάση, η μεγάλη λύτρωση και οι δίκες από το 1998 και μετά, με αποκορύφωμα την κατηγορία σε βάρος του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ το 2001 για παιδοφιλία, που τροφοδότησε και την προεκλογική εκστρατεία του τότε προέδρου της δημοκρατίας. Από αυτές τις διαμάχες μπορούμε να συγκρατήσουμε ένα μονάχα παράδοξο σχετικά με την πολιτική και επαγγελματική σταδιοδρομία που ακολούθησαν τελικά οι πρωταγωνιστές του 68. Μάλιστα οι διαμάχες αυτές έφεραν στο προσκήνιο ένα πολύ ιδιαίτερο κομμάτι αυτής της «γενιάς» που αποτελείται από τη μειοψηφία των επιγόνων που απέκτησαν πρόσβα- 12. Louis Pinto, «La doxa intellectuelle», Actes de la recherche en sciences sociales, 90, Δεκέμβριος 1991, σ. 95. 25

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ ση στα μίντια και στα εκδοτικά κυκλώματα. Η ιστορία όμως δεν μπορεί να μονοπωλείται από τους πρωταγωνιστές της που επικαλούνται ότι κανείς δεν μπορεί να μιλά για ό,τι δεν έχει ζήσει. Έτσι μια δεύτερη ανάγνωση αυτών των χρόνων, και η αρχική περιοδολόγηση σε «καλή» δεκαετία του 1960 και σε «κακή» του 1970, αποκαλύπτει ένα διακύβευμα που τίποτα δεν έχει να κάνει με τα βιώματα. Και όπως το συνοψίζει η Εβελίν Πιζιέ (Évelyne Pisier): «η περιθωριοποίηση του αριστερισμού γίνεται το τίμημα της σωτηρίας του Μάη» 13. Στην Ιταλία η βιβλιογραφία ασχολείται αφενός με τα «θαυμαστά χρόνια» του 1968-1969, που εξυμνούνται για τον πανηγυρικό και πρόσχαρο χαρακτήρα τους, και αφετέρου με τη σκοτεινή δεκαετία του 1970, τα «χρόνια του μολυβιού», χωρίς διάκριση και χωρίς δεσμούς μεταξύ τους. Όπως έχουμε πει, η «εστίαση στο τραυματικό γεγονός και η απομόνωσή του στο χώρο και το χρόνο, αν υποθέσουμε ότι ανταποκρίνεται σε μια προσπάθεια εξορκισμού του, ταυτόχρονα συμβάλλει στη διαιώνισή του, όπως συμβαίνει και με καθετί που πηγάζει μέσα από τις νευρώσεις του πολέμου» 14. Η περιοδολόγηση αποτελεί εξίσου κλασικό αμυντικό εργαλείο που αποφεύγει να ασχοληθεί με τις συνάφειες των δύο περιόδων. Στην Ιταλία εμφανίστηκαν έρευνες που αποσκοπούσαν στην κατανόηση του κύκλου διαμαρτυρίας στο σύνολό του μόλις τη δεκαετία του 1990. Ωστόσο πολλά ρεύματα διαπερνούν αυτή την περίοδο. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960, συγκροτείται μια επανα- 26 13. Évelyne Pisier, «Paradoxes du gauchisme», Pouvoirs, 39, 1986, σ. 16. 14. Isabelle Sommier, «Les années 68 entre l oubli et l étreinte des années de plomb», Politix, 30, 1995, σ. 170.

ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ στατικότητα, που νομιμοποιεί τη χρήση ακόμη και της ένοπλης βίας και προετοιμάζεται γι αυτήν. Η αφηρημένη δικαιολόγηση της βίας είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των ομάδων, ανεξάρτητα από την πρακτική που ακολουθούν («μαζική», πρωτοποριακή, παράνομη). Πράγματι, όλοι πιστεύουν ότι διανύεται μια επαναστατική περίοδος και, κατά συνέπεια, η βία βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, τώρα ή στο εγγύς μέλλον. Μάλιστα αυτό είναι τόσο προφανές, που ελάχιστα κείμενα εκείνης της εποχής προσπαθούν να αιτιολογήσουν με λεπτομέρειες την καταφυγή στη βία. Μελετώντας τα βρίσκουμε δύο γραμμές νομιμοποίησής της: μια υλιστική γραμμή, που θεωρεί ότι η βία είναι ιστορικά νομοτελειακή και α- ποτελεί συνέχεια του επαναστατικού κινήματος που κληρονόμησαν οι οργανώσεις. Είναι αναγκαία, αναπόφευκτη, επιβεβλημένη από τον εχθρό που δεν θα δεχθεί να ηττηθεί χωρίς να αντιδράσει. Στη συνέχεια μια ιδεαλιστική γραμμή, που θεωρεί τη βία μέσο απελευθέρωσης, τόσο ατομικής όσο και συλλογικής. Αντιλαμβάνεται εδώ κανείς τις επιρροές από τον αναρχισμό αλλά και από τους απελευθερωτικούς αγώνες του Τρίτου Κόσμου, ιδιαίτερα εκείνου του Βιετνάμ η δίκαιη καταφυγή στη βία των καταπιεσμένων λαών τούς επιτρέπει να ξαναβρούν την αξιοπρέπειά τους και να νικήσουν τον εχθρό, ακόμη και εκείνον που θεωρείται αήττητος, ενίοτε δε ένα εσχατολογικό όραμα. Κάποιες οργανώσεις αισθάνονται μια επιτακτική ψυχική ανάγκη. Μέσα από τη βία γεννιέται ένας καινούριος άνθρωπος. Η βία είναι γενεσιουργός μέσω μιας διττής θυσίας: του καταπιεσμένου και του καταπιεστή. 15 15. Frantz Fanon, Les Damnés de la terre, Παρίσι, Maspero, 1961. 27

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ 28 Αυτή η θεωρητική νομιμοποίηση της βίας συνδυάζεται με μια πρακτική νομιμοποίηση, επίσης κοινό στοιχείο της περιόδου, σύμφωνα με την οποία οι συγκρούσεις στους δρόμους, ο «στρατευμένος αντιφασισμός» (με άλλα λόγια οι συγκρούσεις και τα «αντίποινα» ενάντια σε ομάδες της άκρας Δεξιάς), οι παράνομες ακόμη και βίαιες, σε στιλ «Ρομπέν των Δασών», πράξεις με αποδέκτη την εργατική τάξη, τα σαμποτάζ, οι απαγωγές των αφεντικών και τα αντίποινα ενάντια σε αξιωματούχους, οι επιθέσεις στις δυνάμεις καταστολής, σε αστυνομικά τμήματα ή φυλακές αποτελούν συνεπώς μέρος των συνηθισμένων τρόπων πολιτικής εμπλοκής. Σε αυτό το πλαίσιο, κανείς, αν πιστέψουμε τις αληθοφανείς μαρτυρίες (δηλαδή αυτές που δεν αποποιούνται κάθε ευθύνη επιρρίπτοντάς τη στους άλλους), δεν αποφάσισε ξαφνικά να συστήσει μια τρομοκρατική οργάνωση ή να εμπλακεί στον ένοπλο αγώνα, με εξαίρεση τις Ομάδες Αντάρτικης Δράσης (Gruppi di Azione Partigiana / GAP) της Ιταλίας. Η διαφοροποίηση αυτή των οργανώσεων έγινε σταδιακά και όχι προγραμματισμένα ή συνειδητά. Τα στάδια αυτά καθορίζονταν ενίοτε από τις αντιδράσεις που προκαλούσε μία δράση, ανεξάρτητα από τις αρχικές προθέσεις των φορέων της. Συχνότερα πρόκειται για μια αναδρομική ψευδαίσθηση, για να επαναλάβουμε την έκφραση του Μισέλ Ντομπρί (Michel Dobry), παρά για να οριστεί η πορεία μιας οργάνωσης από τη στιγμή που γεννιέται. Γίνεται κανείς «τρομοκράτης» λόγω των γεγονότων και του βλέμματος των άλλων πάνω του. Η υπόθεση Αντριάνο Σόφρι * που αναφέρεται στην εισαγωγή δείχνει εξάλλου πόσο ο χαρακτηρισμός ως «τρομοκρατία» μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Μέχρι τις δηλώσεις ενός ανανήψαντος, η Lotta Continua δεν θεωρούνταν τρομοκρατική οργάνωση ως νόμιμη, ασκούσε ένα βαθμό βίας που δεν τη διαχώριζε ούτε από την PotOp (Potere Operaio Ερ-

ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ γατική δύναμη) ούτε από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1970. Αυτή η υπόθεση για την ιστορική συνέχεια των οργανώσεων που προκύπτει από την πορεία τους στη Γαλλία και την Ιταλία και κατά συνέπεια η σημασία που δόθηκε στη ριζοσπαστικοποίησή τους και την τελική τους κατηγοριοποίηση συνιστά σήμερα τη βασική γραμμή που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος των σχετικών μελετών. Η «χρονιά του 1968», ένας κύκλος διαμαρτυρίας Όσο δεν μπορούμε, τελικά, να υποβιβάσουμε τις εξεγέρσεις του 1968 σε εκδηλώσεις βίας, άλλο τόσο δεν μπορούμε και να τις διακρίνουμε σε δύο χρονικές, άσχετες μεταξύ τους, περιόδους. Κατ αρχάς είναι σκόπιμο να προχωρήσουμε σε μια ανακατασκευή της ιστορίας, για να διευκρινίσουμε την επιλογή της επαναστατικής βίας. Αυτή η ανακατασκευή είναι εν μέρει εφικτή χάρη στην έννοια του κύκλου της κινητοποίησης, η οποία επέτρεψε εξίσου να συμβιβάσουμε την επιστημονική μελέτη των κοινωνικών κινημάτων και την κοινωνιολογία της βίας με την εξέταση των διαδικασιών ριζοσπαστικοποίησης. Ο Σίντνεϊ Τάροου (Sidney Tarrow) στη μελέτη του για τα κοινωνικά κινήματα στην Ιταλία στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 πρότεινε την έννοια του «κύκλου διαμαρτυρίας» ή «κύκλου συλλογικής δράσης» (cycle of protest ή cycle of collective action), που εμείς θα ονομάζαμε «κύκλος κινητοποίησης». Αυτός ο κύκλος, ως «αυξομειούμενο κύμα συλλογικών πράξεων στενά δεμένων μεταξύ τους και των αντιδράσεων προς αυτές» 16, διακρίνεται από πέντε στοιχεία: την ε- 16. Sidney Tarrow, Democracy and Disorder: Protest and Politics in Italy, 1965-1975, Οξφόρδη, Oxford University Press, 1989, σ. 95. 29

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ ντατικοποίηση της σύγκρουσης, τη γεωγραφική και κοινωνική της εξάπλωση, την εμφάνιση αυθόρμητων πράξεων, καθώς επίσης και νέων οργανώσεων, την ανάδυση νέων συμβόλων, νέων ερμηνειών του κόσμου και νέων ιδεολογιών, την επέκταση του ρεπερτορίου δράσης. Κάθε κύκλος ακολουθεί τρεις φάσεις: μία ανιούσα φάση εξέγερσης τη φάση της «στιγμής της παραφροσύνης», όπου όλα φαίνονται εφικτά, για να θυμηθούμε μια έκφραση του Αριστίντ Ζόλμπεργκ (Aristide Zolberg) 17, μία φάση κορύφωσης που χαρακηρίζεται από τη ριζοσπαστικοποίηση της δράσης και μία κατιούσα φάση. Για τον κοινωνιολόγο, ένας κύκλος ανοίγει από τη στιγμή που κάποιες «δομικές συγκρούσεις» βρίσκουν έναν ευνοϊκό συνδυασμό πολιτικών σκοπιμοτήτων, ανάλογα με τη διαίρεση των ελίτ, το μερικό άνοιγμα του πολιτικού συστήματος προς τις άλλοτε περιθωριακές ομάδες και την εμφάνιση νέων κοινωνικών ομάδων. Είναι εξίσου συνδεδεμένος με τα ρεπερτόρια δράσης του Τσαρλς Τίλι, καθότι πράγματι έ- νας κύκλος ταυτίζεται συχνά μ έναν τρόπο δράσης ιδιαίτερα σημαντικό, όπως οι καθιστικές διαμαρτυρίες της δεκαετίας του 1960 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πρότυπο του Τάροου μπορεί να αμφισβητηθεί επειδή παραβλέπει τις «δευτερεύουσες πιέσεις» ενώ ταυτόχρονα τονίζει τις ασυνέχειες των επεισοδίων. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της μεθόδου που εφαρμόζει για να «επιβεβαιώσει» την ύπαρξη ενός κύκλου που αναλύει τα επεισόδια διαμαρτυρίας 18. Έτσι η πρωτοποριακή του έρευνα στηρίζεται στη μελέτη των 30 17. Aristide Zolberg, «Moments of Madness», Politics and Society, 2, 1972, σ. 183-207. 18. Protest Events Analysis PEA: τεχνική απογραφής των επεισοδίων διαμαρτυρίας με καταφυγή σε πηγές του Τύπου.

ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ αρχείων μιας ιταλικής εφημερίδας από το 1966 μέχρι το 1973, χωρίς να ξεκαθαρίζει ικανοποιητικά την επιλογή αυτών των χρονολογιών, ώστε εύκολα να αναρωτιέται κανείς αν ο κύκλος που ξεκινάει έτσι δεν είναι απλώς προϊόν της μεθοδολογικής του επιλογής. Αν μάλιστα δεν προσθέσουμε και άλλα εργαλεία, για παράδειγμα αναλύσεις δικτύων, όπως προτείνει ο ΜακΆνταμ, από αυτή τη μέθοδο προκύπτουν τρία ενδεχόμενα: 19 α) διακινδυνεύουμε να αναλύσουμε περισσότερο τους κύκλους στους οποίους εστιάζουν τα μίντια από τους ίδιους τους κύκλους διαμαρτυρίας stricto sensu, β) ένας κύκλος διαμαρτυρίας μπορεί να περάσει εντελώς απαρατήρητος, αν ενταχθεί στο πρίσμα άλλων κύκλων μεγαλύτερης σημασίας (εκλογές, διεθνή γεγονότα κ.λπ.), γ) εάν αυτή η μέθοδος ανάλυσης ασκεί μια δαρβινική επίδραση στην επιλογή αιτίων ικανών να αναδειχθούν σε σημαντικό κοινωνικό κίνημα και να παραμείνουν «επίκαιρα», σύμφωνα με τις αυστηρές προδιαγραφές των μίντια, είναι ένα εργαλείο εντελώς ακατάλληλο να συλλάβει τις εξελίξεις όταν, για παράδειγμα, το κίνημα εγκαταλείπει το πεζοδρόμιο και ακολουθεί την οδό της νομιμοποίησης ή, το αντίθετο, την οδό της ριζοσπαστικοποίησης. Η εμπειρική σκοπιά που εισάγει η μέθοδος είναι θεμελιώδης, από τη στιγμή που συστηματοποιούνται οι δεσμοί μεταξύ αδρανοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης. Αν ο Τάροου είχε επεκτείνει την έρευνά του στον Τύπο έστω και κατά τρία χρόνια ακόμη, όταν το 1977 στην Ιταλία υπήρχε ένα 19. Olivier Fillieule, «On n y voit rien. Le recours aux sources de presse pour l analyse des mobilisations protestataires», στο Pierre Favre, Olivier Fillieule και Fabien Jobard (επιμ.), L Atelier du politiste: théories, actions, représentations, Παρίσι, La Decouverte, 2007. 31

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ νέο κύμα διαμαρτυρίας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αποτελέσματά του θα ήταν, αν μη τι άλλο, διαφορετικά. Το μέγεθος αυτού του βιβλίου δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε στην εξέταση των ορίων αυτού του κύκλου ανά χώρα. Εξού και η επιλογή μας να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μπερνάρ Λακρουά (Bernard Lacroix) «χρονιά του 1968» για να χαρακτηρίσουμε αυτή την περίοδο που σηματοδοτείται από την αναβίωση της επαναστατικής ελπίδας, ελπίδα που μεταφράζεται κυρίως σε προετοιμασία και νομιμοποίηση για τη χρήση ακόμη και ένοπλης βίας. Εκτός από το μεθοδολογικό πρόβλημα, το μοντέλο του κύκλου διαμαρτυρίας υστερεί αναλυτικά, καθώς βασίζεται υπερβολικά στην έννοια της δομής των πολιτικών ευκαιριών 20, έννοια η οποία, παρ ότι αναφέρεται σαφώς στο μοντέλο αυτό, όταν συνδυάζεται μαζί του το υποβαθμίζει. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι αυτή η έννοια είναι «απορροφητική» (spongieux), για να επαναλάβουμε το χαρακτηρισμό του Ερίκ Νεβό (Érik Neveu) 21, στο βαθμό που μας επιτρέπει να πούμε σχεδόν οτιδήποτε και μαζί το αντίθετό του, καθώς ισχυροποιούνται οι παράγοντες που καθιστούν τα πολιτικά καθεστώτα ευάλωτα και παραβλέπονται οι επι- 32 20. Η δομή των πολιτικών ευκαιριών είναι μια έννοια του μοντέλου ανάλυσης της πολιτικής διαδικασίας. Αποσκοπεί στο να συμπεριλάβει τις εν λόγω κινητοποιήσεις στους περιορισμούς που θέτει και τις ευκαιρίες που παρουσιάζει το πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζονται οι κινητοποιήσεις αυτές. 21. Érik Neveu, Sociologie des mouvements sociaux, Παρίσι, La Découverte, 1996, σ. 102 [ελλ. έκδ. Ερίκ Νεβό, Κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων, μτφ. Μ. Λογοθέτη, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2010] και, για μια οριστική κριτική της έννοιας, Olivier Fillieule, «Requiem pour un concept», στο Gilles Dorronsoro, La Turquie Conteste, Παρίσι, CRNS Éditions, 2005, σ. 201-218.

ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ πτώσεις του περιβάλλοντος, της χρονικότητας και οι δυναμικές τους και κατά συνέπεια τα αντίποινα μεταξύ αντιπάλων. Το ίδιο ισχύει και με τη μεταβλητή της «καταστολής», που μπορεί εξίσου καλά να αναχαιτίσει τη διαμαρτυρία όσο και να την οξύνει, όπως θα δείξουμε, αν την εξετάσουμε ταυτόχρονα ανάλογα με τους παράγοντες ριζοσπαστικοποίησής της και του τέλους του κύκλου της. Πράγματι, φαίνεται ως κάτι παγιωμένο, σε παραδόσεις εξίσου διαφορετικές όσο η θεωρία της κινητοποίησης πόρων ή η σχολή του Τουρέν (των νέων κοινωνικών κινημάτων), ότι «η αδρανοποίηση ριζοσπαστικοποιεί, ενώ αντίθετα η κινητοποίηση αδρανοποιεί» 22. Εκτός του ότι τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε για να χαράξουμε έναν κύκλο θα πρέπει να τελειοποιηθούν, θεωρούμε ότι αξίζει να μελετήσουμε επίσης αυτό που παρουσιάζεται ως «γενικός κανόνας». Θα προχωρήσουμε σ αυτό όχι με μια το λιγότερο νεφελώδη εξέταση της δομής των πολιτικών ευκαιριών που θα «σταματούσε» στη φάση της αδρανοποίησης αλλά με τη βοήθεια του δείκτη «κοινωνικής απομόνωσης». Οι συνέπειες που επιφέρει η κοινωνική απομόνωση της οργάνωσης, και ειδικά η έλλειψη α- πήχησης στην κοινωνική ομάδα την οποία ευελπιστεί να εκπροσωπήσει, είναι πολύ αντιφατικές μπορούν εξίσου καλά να πιέσουν προς τη ριζοσπαστικοποίησή της όσο και προς την εκούσια χρεοκοπία της. Ο ίδιος ο Τάροου τοποθετεί την εμφάνιση των ένοπλων ομάδων στο τέλος ενός κύκλου τεσσάρων σταδίων: της δημιουργίας νέων οργανώσεων, της υποταγής στη ρουτίνα της 22. Dominique Wisler, Violence politique et mouvements sociaux. Études sur les radicalisations sociales en Suisse durant la période 1969-1990, Γενεύη, Éditons Georg, 1994, σ. 30. 33

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ συλλογικής δράσης, της έστω μερικής ικανοποίησης των αιτημάτων, της απεμπλοκής των περισσότερων μελών από την ομάδα που συνοδεύεται από τη ριζοσπαστικοποίηση όσων απομένουν. Το μοντέλο του δεν απέχει πολύ από το πρότυπο της αντιστροφής, που αναπτύσσει ο Μισέλ Βιεβιόρκα (Michel Wieviorka), σε μια άλλη σχολή επηρεασμένη από τον Τουρέν. Σύμφωνα με τον Βιεβιόρκα, η τρομοκρατία είναι μια «ακραία και αλλοιωμένη μορφή κοινωνικού αντι-κινήματος» 23 που τείνει να υποκαταστήσει το κοινωνικό κίνημα επιβάλλοντας το ρεύμα της ιστορίας που εκείνη θεωρεί αναγκαίο. Σε ένα προηγούμενο βιβλίο είχαμε την ευκαιρία να εκφράσουμε πολλές ενστάσεις: η θέση του έχει κανονιστική εμβέλεια «η στήριξη της εν λόγω ομάδας ισοδυναμεί κατά κάποιον τρόπο με ένα χρίσμα που ωραιοποιεί τη δράση με τον ευγενή σκοπό της επαναστατικότητας ενώ η μη στήριξή της με έναν αφορισμό που θα την έκανε να διολισθήσει στη λιγότερο ευγενή κατηγορία της πολιτικής βίας, αν όχι στη σαφώς απεχθή κατηγορία της τρομοκρατίας» 24. Τα εμπειρικά μεθοδολογικά εργαλεία που θα μπορούσαν να καθορίσουν το βαθμό συνενοχής που συνδέει την ομάδα αναφοράς με την αυτοαποκαλούμενη πρωτοπορία δεν έχουν προσδιοριστεί και συνεπώς η θεωρητική του ευρηματικότητα ακυρώνεται ιστορικά. Σύμφωνα με τον Βιεβιόρκα, η «τρομοκρατική παρεκτροπή» θα έπρεπε, λογικά, να επηρεάσει τις πιο απομονωμένες οργανώσεις της περίφημης ομάδας αναφοράς (π.χ. της εργατικής τάξης) και έτσι, για να επανέλθουμε στη σύγκριση των γαλλικών και των ιταλικών περιπτώσεων, να επηρεάσει τη Γαλλία και όχι την 34 23. Michel Wieviorka, Sociétés et Terrorisme, Παρίσι, Fayard, 1988, σ. 17. 24. Isabelle Sommier, Le Terrorisme, Παρίσι, Flammarion, 2000, σ. 80.

ΕΝΑ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ Ιταλία. Δυστυχώς, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Θα μπορούσε επίσης να κανείς να θεωρήσει ότι ο κίνδυνος κλιμάκωσης ήταν πιο έντονος στη Γαλλία: αντίθετα με τις ομάδες της ιταλικής άκρας Αριστεράς, η Προλεταριακή Αριστερά (Gauche Prolétarienne / GP) χρησιμοποιεί εκρηκτικά (βόμβα εναντίον της ακροδεξιάς εφημερίδας Minute στις 13-14 Μαΐου 1971), η πρώτη πολιτική απαγωγή (του βουλευτή Μισέλ ντε Γκραϊγί [Michel de Grailly]) έγινε στη Γαλλία τον Νοέμβριο του 1970, η Επαναστατική Κομμουνιστική Νεολαία (Jeunesse Communiste Révolutionnaire / JCR) κάνει δύο απόπειρες οργανωμένης βίας (1971 και 1973) για να αντιταχθεί στην ακροδεξιά ομάδα Νέα Τάξη (Ordre Nouveau), για να αναφέρουμε μόνο κάποιες περιπτώσεις. Παρά την απογοήτευση που προξενεί αυτό, πρέπει οπωσδήποτε να αναγνωρίσουμε ότι οι μεταβλητές ασκούν αντιφατικές επιδράσεις ανάλογα με το περιβάλλον, εν μέρει επειδή συνδυάζονται όταν οι συγγραφείς έχουν την τάση να θέλουν να προωθήσουν μονοσήμαντες εξηγήσεις. Η προσφυγή σε ένα ορθολογικό μοντέλο δεν αποκλείει τη συνεκτίμηση της ταυτότητας μιας ομάδας, που ασκεί επιρροή στις στρατηγικές επιλογές της. Αυτό θα γίνει εξετάζοντας τις επιπτώσεις της παρανομίας και αναλύοντας την ταυτότητα της ομάδας και την ιδιαιτερότητα του οργανωτικού της προτύπου, στοιχεία που καθιστούν τις ένοπλες οργανώσεις κλειστές ομάδες και υπό αυτή την έννοια ιδιαίτερες για την κατανόηση των κοινωνικών κινημάτων. Όμως πριν από αυτό, πρέπει να α- σχοληθούμε με την εκκόλαψη του φαινομένου. 35

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ; ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΟΤΙΘΕΤΑΙ να αποκαταστήσει τόσο το πλαίσιο όσο και τα εμφανή χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την έναρξη του κύκλου: από τη μια πλευρά, το χαρακτήρα της εξέγερσης σε επίπεδο γενιάς και την επώασή της μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο, υπό την επιρροή μιας εσωτερικής, ταχύτατα πολιτικοποιούμενης αστάθειας, και, από την άλλη, τον ακτιβισμό της άκρας Αριστεράς, και όλα αυτά μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο που ευνοεί τη θεματική της ρήξης και την εξέγερση των αδυνάμων. Πέρα από τα κοινά χαρακτηριστικά που θέτουν το ερώτημα της εξάπλωσης ενός κοινωνικού κινήματος, ερώτημα που παραμένει μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό ανοιχτό, σε αυτό το κεφάλαιο επισημαίνονται κάποια διακριτά όρια ανάμεσα στις διαφορετικές περιπτώσεις. Πρόκειται κυρίως για την ικανότητα (ή μη) υπέρβασης των αρχικών ορίων της αμφισβήτησης αλλά και για έναν καθαρά ιδεολογικό παράγοντα που είναι κοινός και στις τρεις ευρωπαϊκές χώρες που εξετάζουμε. 36 Το διεθνές πλαίσιο Όπως ήδη τονίσαμε, το διεθνές πλαίσιο συνέβαλε αναμφίβολα στη δημιουργία ενός προτύπου αγωνιστή που σε συνδυασμό με την αλληλεγγύη στους «μαχόμενους λαούς» προείκαζε την εμφάνιση επιθετικών διαδηλώσεων και νέων μορφών

ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ; δράσης που συχνά εμπνέονταν από το αντάρτικο πόλεων. Έτσι, έχουμε στη Γαλλία βομβιστικές απόπειρες που διαπράχθηκαν από την Εθνική Επιτροπή για το Βιετνάμ (Comité Vietnam National / CVN), προσκείμενη στους τροτσκιστές, ενάντια σε στόχους αμερικανικών συμφερόντων (Bank of America, Trans-World Airlines κ.λπ.), καταστροφή των κεντρικών γραφείων της American Express τον Μάρτιο του 1968 από όπου προέκυψε το Κίνημα της 22ας Μαρτίου. Στην Ευρώπη, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εκδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ γίνονται με τα συνθήματα «Φτιάξτε ένα, δύο, χίλια Βιετνάμ», σύμφωνα με την προτροπή του Τσε Γκεβάρα στην Τριηπειρωτική της Αβάνας του 1967, καθιστώντας τον εμβληματική μορφή. Με δυο λόγια, όλα οδηγούν στη σκέψη, όπως λέει η ακροαριστερή εφημερίδα Lotta Continua τον Ιούλιο του 1970, ότι «η γενική τάση είναι η επανάσταση». Οι πιο μεγάλοι σε ηλικία απ όσους συμμετείχαν στα γεγονότα του Μάη του 68, αυτοί των οποίων η πολιτικοποίηση και μάλιστα ο ακτιβισμός προηγούνται των φοιτητικών εξεγέρσεων, επικαλούνται συχνά ως προοίμιο της στράτευσής τους την αλληλεγγύη στους Αλγερινούς αυτονομιστές, στους Κουβανούς ή ευρύτερα στους Λατινοαμερικανούς επαναστάτες και, φυσικά, τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το «ταξίδι στην Κούβα», που το καλοκαίρι του 1960 εγκαινίασαν κάποιοι Αμερικανοί φοιτητές, γίνεται της μόδας. Η αναχώρηση του Τσε για να προωθήσει τον φοκισμό (στρατηγική για το α- ντάρτικο στη Λατινική Αμερική) κι η δολοφονία του το 1967 στη Βολιβία τον ανάγουν σε ηρωική μορφή, ρομαντική όσο και τραγική. Άλλο σκηνικό: η Κίνα, όπου μόλις το 1966 ο Μάο Τσετούνγκ κήρυξε την Πολιτιστική Επανάσταση, κινητοποιώ- 37

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ ντας τη νεολαία ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση της ε- ξουσίας. Από τη στιγμή της ρήξης του με τη Σοβιετική Ένωση, έξι χρόνια νωρίτερα, όπου είχε αμφισβητήσει τις ρεβιζιονιστικές απόψεις της περί ειρηνικής συνύπαρξης και του ενδεχόμενου περάσματος στο σοσιαλισμό μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, ήδη προσφερόταν ως εναλλακτικό πρότυπο απέναντι στον μεγάλο σοβιετικό αδελφό. Μαζί με τον Λιν Πιάο, ανέπτυξε τη θεωρία του παγκόσμιου λαϊκού πολέμου, σύμφωνα με την οποία ο ιμπεριαλισμός θα περικυκλωνόταν από την περιφέρειά του, δηλαδή τον Τρίτο Κόσμο, που έτσι θα τον ανακήρυττε υπέρμαχο υπερασπιστή του. Η στήριξή του στη νεολαία ενάντια στους καθηγητές και τα στελέχη του κόμματος ολοκληρώνει την εικόνα του ως γνήσιου και μόνιμα ανήσυχου επαναστάτη που δικαιώνει την εξέγερση της νεολαίας. Το ντατζιμπάο 1 του «Έχουμε δίκιο να επαναστατούμε» πρόκειται να χρησιμεύσει ως σλόγκαν ιδιαίτερα στη Γαλλία και δίνει τον τίτλο σε ένα βιβλίο που έγραψαν οι Φιλίπ Γκαβί (Philippe Gavi), Μπενί Λεβί (Benny Lévy) και Ζαν-Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) 2. Όμως ο πιο ενοποιητικός αγώνας είναι σίγουρα αυτός που «ηρωικά» φέρει σε πέρας ο (μικρός) βιετναμέζικος λαός ενάντια στην αμερικανική υπερδύναμη. Το 1965 ο πόλεμος του Βιετνάμ γνωρίζει σαφή ριζοσπαστικοποίηση: έναρξη των βομβαρδισμών στις 7 Φεβρουαρίου, αποστολή 300.000 στρατιωτών και ασύδοτη χρήση ναπάλμ, εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες και βασανιστήρια. Στο εσωτερικό των 38 1. Εφημερίδα τοίχου με πολιτικό περιεχόμενο κατά λέξη: «εφημερίδα με μεγάλους χαρακτήρες» και κατ επέκταση το επιγραμματικό κείμενοσλόγκαν που προβάλλει. (Σ.τ.Μ.) 2. Philippe Gavi, Benny Lévy και Jean-Paul Sartre, On a raison de se révolter (collection «La France Sauvage»), Gallimard, 1974.

ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ; ΗΠΑ, που ήδη σπαράσσεται από τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα, είναι η σπίθα που πυροδοτεί τις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Από τα 26,8 εκατομμύρια νέων Αμερικανών υποψήφιων προς επιστράτευση, μόλις το 42,5% επιστρατεύεται μεταξύ Αυγούστου 1964 και Μαρτίου 1973 οι υπόλοιποι, κατά βάση οι φοιτητές των μεσαίων και ανώτερων τάξεων, την αποφεύγουν με αναβολή. Η νέα Αριστερά πρωτοστατεί στους αγώνες ενάντια στον πόλεμο. Το 1965 καίγονται για πρώτη φορά οι στρατιωτικές ταυτότητες. Στην Ουάσινγκτον διοργανώνονται πανεθνικές διαμαρτυρίες στις 17 Απριλίου 1965 από τους Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία (Students for a Democratic Society / SDS) και από το Κίνημα για την Ελευθερία του Λόγου (Free Speech Movement / FSM) στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στις 21 και 22 Μαΐου. Τον Νοέμβριο, ο Κουάκερος Νόρμαν Μόρισον (Norman Morrison) αυτοπυρπολείται μπροστά στο Πεντάγωνο σε ένδειξη αλληλεγγύης ταυτόχρονα με τους βουδιστές του Νοτίου Βιετνάμ. Η πάλη διευρύνεται από το 1967 και μετά, όταν ένα σχέδιο μετατροπής των κανόνων στράτευσης (το Selective Service System) απειλεί να θίξει τους αρχαιότερους φοιτητές με πενιχρές πανεπιστημιακές επιδόσεις. Πολλοί νέοι γυρίζουν πίσω τις προσκλήσεις στράτευσης, γύρω στους 20.000 δραπετεύουν, με προορισμό κυρίως τον Καναδά, και 27.444 λιποταξίες καταγράφονται μεταξύ της 1ης Ιουλίου 1968 και της 30ής Ιουνίου 1969, ενώ μεταξύ 1967 και 1969 εκδηλώνονται μικρές εξεγέρσεις. Τον Ιανουάριο του 1968 αρχίζει η δίκη Σποκ (Spock), του διάσημου ψυχιάτρου που κατηγορήθηκε ότι παρακινούσε σε λιποταξία και παράβαση της Καθολικής Πράξης Στρατιωτικής Εκπαίδευσης (Universal Military Training Act). Τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους, 400 στρατιώτες από το Σιάτλ οργανώνουν πορεία ειρήνης. Μεταξύ του 1967 39

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ και του 1969, η νέα αμερικανική Αριστερά, διαδηλώνοντας στο ρυθμό του σλόγκαν «We won t go» («Δεν θα πάμε»), συμβάλλει ουσιαστικά στη μεταστροφή της κοινής γνώμης στο ζήτημα της εμπλοκής στον πόλεμο του Βιετνάμ, κάτι που κατέγραψαν και οι δημοσκοπήσεις. Έτσι, από την άνοιξη του 1967 μέχρι το φθινόπωρο του 1969, το ποσοστό των φιλειρηνιστών (colombes) από το 35% φτάνει στο 69%, ενώ των φιλοπόλεμων (faucons) υποχωρεί από το 49% στο 20%. Όμως η πάλη ενάντια στον πόλεμο διεθνοποιείται και γίνεται το βασικό μέσο διάδοσης της αμφισβήτησης και σημείο επαφής της νέας Αριστεράς. Ήδη από το καλοκαίρι του 1965, η φοιτητική αμφισβήτηση φτάνει στη Μεγάλη Βρετανία, στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και στο London School of Economics. Το δικαστήριο του Ράσελ 3, που συγκεντρώνει προσωπικότητες απ όλο τον κόσμο, συνέρχεται στη Στοκχόλμη τον Μάιο του 1967, μια και η Γαλλία αρνήθηκε να το φιλοξενήσει, και καταδικάζει τις Ηνωμένες Πολιτείες για γενοκτονία. Η Διεθνής Διάσκεψη για το Βιετνάμ στο Δυτικό Βερολίνο, τον Φεβρουάριο του 1968, αποτελεί αφορμή για πολλές διαδηλώσεις, συχνά βίαιες, τόσο στο Βερολίνο όσο και στο Φράιμπουργκ, στο Αμβούργο, στο Μόναχο, στη Βρέμη, για να αναφέρουμε μόνο τις πιο σημαντικές από αυτές. Επιτρέπει επίσης στις διάφορες ομάδες της ακροαριστεράς (με- 40 3. Επίσης γνωστό ως Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου του Βιετνάμ, συστάθηκε τον Νοέμβριο του 1966 από τον Βρετανό φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ (Bertrand Russel) με στόχο την έρευνα για το ρόλο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και στρατιωτικής εμπέμβασης στο Βιετνάμ, μετά την ήττα και αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων και την ίδρυση του Βόρειου και του Νότιου Βιετνάμ το 1954. Αποτελούνταν από 25 προσωπικότητες διεθνούς κύρους, μεταξύ των οποίων ο Ζαν-Πολ Σαρτρ. (Σ.τ.Μ.)