«Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή: δυνατότητες και ελλείμματα»

Σχετικά έγγραφα
«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών»

Βασικοί Όροι Προγραμμάτων Ασφαλίσεων Υγείας και Περίθαλψης. Προστατεύουν Άριστα το Πολυτιμότερο Αγαθό της Ζωής μας

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 1 Ποια είναι τα είδη διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης; α Τυπική - είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η ασφαλιστική

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΤΜΗΜΑ ΙΙ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ KAI ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ 4.1 Κατά τη σύναψη της ασφάλισης 4.2 Κατά τη διάρκεια της ασφάλισης

Εγκύκλιος 04/2015 ΘΕΜΑ: ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ «ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ»

αναφέρεται στη Σελίδα Ειδικών Στοιχείων του Ασφαλιστηρίου ή σε σχετική Πρόσθετη Πράξη.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΜΗΜΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κεφάλαιο πρώτο

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΖΩΗΣ

NEA ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΥΘΥΝΗΣ ΓΙΑ ΨΥΚΤΙΚΟΥΣ ΥΔΡΑΥΛΙΚΟΥΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΕΣ ΚΑΥΣΤΗΡΩΝ- ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΟΥΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

N. 2496/1997 (ΦΕΚ Α 87/ ) Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις.

Γ. ΠΕΡΙ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ ΑΡΙΘ. ΔΠΜ-Θ/ΠΚΑΣΤ/

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις. (ΦΕΚ 87/τ.Α /16.5.

2. Στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης οι εισφορές καταβάλλονται :

Απαλλαγή Πληρωμής Ασφαλίστρων λόγω Ανικανότητας

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ :

Ασφάλιστρο είναι το χρηματικό ποσό που δίνει κάθε χρόνο ο ασφαλισμένος, για να εξασφαλίσει την κάλυψη που του παρέχει το ασφαλιστήριο συμβόλαιό του.

Ασφάλιση Οχήματος Ασφάλιση Αυτοκινήτων Ιδιωτικής Χρήσης ΑΝΥΤΙΜΕ AUTO Εταιρία: ΑΡ.Μ.Α.Ε.: Γ.Ε.Μ.Η.: Με έδρα στην Ελλάδα, Εφαρμοστέο Δίκαιο:

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Γιατί ν ασφαλιστώ; Τι είναι και πως λειτουργεί η ασφάλιση;

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Α Π Ο Φ Α Σ Η 49/2014

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ

Πολιτική Κατηγοριοποίησης Πελατών

Επίσης καταργείται το προσωπικό και μόνιμο αυτοκόλλητο σήμα ασφάλισης του αυτοκινήτου και θα αντικατασταθεί από την απόδειξη πληρωμής του συμβολαίου.

Παροχή Προστασίας Ασφαλίστρου

Διπλωματική εργασία ΗΛΕΚΡΟΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ (ΟΝLIΝΕ INSURANCE) KAI ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ της Ελευθερίας Κοσόγλου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 50/2014

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

Λοιπές Κατηγορίες Ασφάλισης Περιουσίας & Αστικής Ευθύνης

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ Ασφαλιστική σύµβαση, τροποποιήσεις της νοµοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις. (ΦΕΚ 87/τ.Α /16.5.

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ. Η επιχείρηση με την επωνυμία «ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΡΙΤΩΝ

«ΑΠΟΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΕΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ & ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΛΑΤΗ- ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

Για όλους τους ανωτέρω κινδύνους εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι Ασφάλισης που επισυνάπτονται.

ΤΕΥΧΟΣ Ε ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ. Παροχή Υπηρεσιών: Μελέτη, Επίβλεψη, Αδειοδότηση Δομικών Έργων σε Υ/Σ ΥΤ/ΜΤ αρμοδιότητας ΔΕΔΔΗΕ

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ (Αφορά Διακηρύξεις για σύναψη Συμβάσεων Παροχής Υπηρεσιών)

2.3. Η σημασία της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για. τον ζημιούμενο Εκούσια και υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης

Κλάδος Γενικής Αστικής Ευθύνης Προγράμματα Επαγγελματικής Αστικής Ευθύνης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Πρόγραμμα Νοσοκομειακής Περίθαλψης Full [Health] Ειδικό

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΕ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ (Λήξη προθεσμίας διαβούλευσης ) ΘΕΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΚΑΛΥΨΕΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

ΔΕΙΓΜΑ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ FX LINK 1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Άρθρο 1 παρ. 2 Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει: τα στοιχεία των συμβαλλομένοων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος. τη διάρκεια της ασφαλιστικής

Κάθε μέρα που μετακινούμαστε στο δρόμο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον μεγάλο κίνδυνο των ανασφάλιστων οχημάτων, τα οποία ολοένα και αυξάνονται.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Project Group. Restatement of European Insurance Contract Law. Established by: Prof. Dr. Fritz Reichert-Facilides ( ), LL.M., Innsbruck.

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ. Α) Χρήσιμοι όροι του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης...9

2. ΟΡΙΣΜΟΙ Στη Σύμβαση χρησιμοποιούνται για συντομία ορισμοί που έχουν τη παρακάτω έννοια:

PENSION MASTER PLAN ΣΥΝΤΑΞΗ MΕ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ

Επισυνάπτεται το νέο έντυπο το οποίο θα πρέπει απαραιτήτως να υπογράφεται από τον πελάτη ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ, σε εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.

Αστική Ευθύνη Προϊόντων Ελίνα Παπασπυροπούλου HDI Global SE. Money Show 2016, Θεσσαλονίκη

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ AΡΘΡΟ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ Σύμφωνα με το Άρθρο 4Θ του Νόμου 2251/1994 & το Άρθρο 150 του Νόμου 4364/2016

2. Για ποια σκοπό επεξεργαζόμαστε τα προσωπικά σας δεδομένα;

Γενική Εισαγωγή αρ. 1. Η ανάγκη προστασίας του καταναλωτή Η ειδική νομοθεσία Σύντομη κριτική επισκόπηση 20-26

ΚΟΙΝ: α) Γρ. κ. Υπουργού β) Γρ. κ. Υφυπουργού γ) Γρ. κας Γεν. Γραμματέως

Κάθε μέρα που μετακινούμαστε στο δρόμο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον μεγάλο κίνδυνο των ανασφάλιστων οχημάτων, τα οποία ολοένα και αυξάνονται.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

Γενικοί Όροι Ασφαλιστηρίου

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ Σύμφωνα με το Άρθρο 4Θ του Νόμου 2251/1994 (όπως ισχύει) & το Άρθρο 150 Ν. 4364/2016

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΠΚΕ/ΠΕΡΙΟΧΗ ΒΟΛΟΥ Α/

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ. Περιβαλλοντική ρβ Ευθύνη και

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Έγγραφο Βασικών Πληροφοριών

Δεδομένα ταυτοποίησης: Ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, Α.Δ.Τ., Α.Φ.Μ., ημερομηνία και τόπο γέννησης.

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ & ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΥΔΡΑΥΛΙΚΩΝ

92/48/ΕΟΚ: Σύσταση της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ασφαλιστικούς μεσάζοντες

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Γενικοί Όροι και Προϋποθέσεις για το Ηλεκτρονικό Κατάστημα της Olympus

Ασφάλειες Επιχειρήσεων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ H ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων της CROMAR Μεσίτες Ασφαλειών Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε.

DRAFT COMMON FRAME OF REFERENCE CHAPTER III, SECTION IX INSURANCE CONTRACT

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ. 1. Για την Εταιρεία

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 137/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 90/2014

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Διπλωματική εργασία Β έτους με θέμα: «Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή: δυνατότητες και ελλείμματα» Του Κυριάκου Θ. Βεργίνη (Α.Μ.: 1555/2009) ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Μαντενιώτου Λυρατζοπούλου Κυριακή Κομοτηνή, Δεκέμβριος 2015 1

Πίνακας περιεχομένων ΕΙΣΑΓΩΓΗ.. 1... ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο 1. Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΩΣ ΑΓΑΘΟ.. 3 2. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 5 Ι. ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ.. 5 ΙΙ. ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ.. 6 III. ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ.. 13 IV. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. 15 Α. Υποχρεωσεις Ασφαλιστη και συνεπειες παραβασης 15 Β. Υποχρεωσεις Ληπτη ασφαλισης και συνεπειες παραβασης 17 V. ΕΝΑΡΞΗ, ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 20 VI. ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ. 21 VII. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ. 24 3. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΕΣΤΕΡΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ.. 27 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο 1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ 29 Ι. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ 29 Α. Εθνικο δικαιο 29 Β. Κοινοτικο δικαιο 31 ΙΙ. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΩΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ. 32 ΙΙΙ. ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΩΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ... 34 Α. Γενικα 34 Β. Ασφαλισμένος που συνάπτει την ασφάλιση για ιδιωτικούς ή μη επαγγ/κους λόγους 36 Γ. Ασφαλισμένος που συνάπτει την ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους.41 ΙV. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΜΕ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ Ή ΜΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ... 44 2

2. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ - ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ 46 Ι. ΓΕΝΙΚΑ 46 ΙΙ. ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΙΟ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ 47 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο 1. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ. 51 Ι. Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΛΗΠΤΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ 51 Α. Εισαγωγικες παρατηρησεις 51 Β. Συμφωνα με τις κοινοτικες οδηγιες.. 52 Γ. Συμφωνα με το ελληνικο ασφαλιστικο δικαιο 56 ΙΙ. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ 62 Α. Ασφαλισεις ζημιων.. 62 Β. Ασφαλισεις ζωής 62 ΙΙΙ. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ. 62 Α. Ασφαλισεις ζημιων (Αρ.4 παρ.2 περ. Η' ν.δ. 400/1970) 62 Β. Ασφαλίσεις ζωής (Αρ.4 παρ.3 περ. Δ' ν.δ. 400/1970). 63 Γ. Πληροφορίες κατά την διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης 65 2. ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ. 65 Ι. ΓΕΝΙΚΑ 65 ΙΙ. ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ 67 Α. Εννοια των ασφαλιστικων ορων 67 Β. Νομική φύση των ασφαλιστικών όρων 69 Γ. Τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την έννοια των ασφαλιστικών όρων 69 ΙΙΙ. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 70 Α. Γενικα 70 Β. Προϋποθέσεις ένταξης. 70 Γ. Δέσμευση των συμβαλλόμενων μερών. 73 3

ΙV. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ 73 V. ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ 74 Α. Γενικες παρατηρησεις για τον δικαστικο ελεγχο των Γ.Α.Ο 74 Β. Έλεγχος της καταχρηστικοτητας των ασφαλιστικών όρων.. 75 Γ. Έννομες συνέπειες της καταχρηστικοτητας των Γ.Α.Ο 83 VI. ΜΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ 84 3. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ.. 85 4. ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ 86 Ι. ΓΕΝΙΚΑ.. 86 ΙΙ. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗΣ.. 87 Α. Εννοια και δογματικη θεμελιωση 87 Β. Άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης και περιπτώσεις.. 87 Γ. Αποτελέσματα άσκησης του δικαιώματος εναντίωσης... 90 ΙΙΙ. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΩΝ (αρ.2 παρ.5 ΑσφΝ).. 90 Α. Γενικα.. 90 Β. Προϋποθέσεις άσκησης δικαιώματος ασφαλιστικής εναντίωσης. 92 Γ. Αποτελέσματα της άσκησης του δικαιώματος εναντίωσης λογω της ύπαρξης Παρεκκλίσεων 92 Δ. Πεδίο εφαρμογής του αρ. 2 παρ.5 ΑσφΝ 93 ΙV. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΜΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ (αρ. 2 παρ. 6 ΑσφΝ). 94 Α. Γενικα... 94 Β. Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ασφαλιστικής εναντίωσης (αρ.2 παρ.6 ΑσφΝ).. 94 Γ. Αποτελέσματα της άσκησης του δικαιώματος εναντίωσης λογω μη επίδοσης των πληροφοριών και των ασφαλιστικών όρων. 95 V. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ.. 95 4

Α. Εννοια και νομικη φυση 95 Β. Σχέση προς την υπαναχώρηση του ΑΚ. 96 Γ. Πεδίο εφαρμογής. 98 Δ. Ασκηση του δικαιωματος ασφαλιστικης υπαναχωρησης 99 Ε. Προϋποθέσεις άσκησης της ασφαλιστικής υπαναχώρησης. 99 ΣΤ. Αποτελέσματα άσκησης της ασφαλιστικής υπαναχώρησης 100 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο 1. ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ.. 100 Ι. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.. 100 ΙΙ. ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΛΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ 101 Α. Εισαγωγή του Κώδικα Δεοντολογίας στον ασφαλιστικό χώρο 101 Β. Σκοπός και περιεχόμενο του Κ.Δ.Α.Ε 101 Γ. Λειτουργία του Κ.Δ.Α.Ε 103 2. ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 103 Βιβλιογραφία. 106 5

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ασφάλιση έχει τις ρίζες της στους αρχαίους χρόνους έχοντας ως στόχο να διαφυλάξει τα συμφέροντα των πολιτών. Ο θεσμός της ασφάλισης πήρε την σημερινή του μορφή περίπου τον 15 ο αιώνα. Ο καταμερισμός του κινδύνου πρωτοεμφανίζεται στην αβαρία του αρχαίου ελληνικού δικαίου έχοντας συνδεθεί αρχικώς με το ναυτικό δίκαιο 1, με την πρώτη ασφαλιστική νομοθεσία να εμφανίζεται στην περιοχή της Ισπανίας τον 15ο αιώνα η οποία ήταν σχετική με την θαλάσσια ασφάλεια. Η ασφάλιση σε αυτά τα πρώιμα χρόνια της μπορεί να χωριστεί σε δυο κατηγορίες. Από τη μια πλευρά συναντάμε την συνεταιριστική αμοιβαία ασφάλιση, που δεν έχει ως στόχο την αποκόμιση κέρδους και από την άλλη πλευρά συναντάμε την ασφάλιση που προκύπτει από μια επιχειρηματική διαδικασία η οποία έχει ως στόχο την παραγωγή κέρδους από την παροχή της υπηρεσίας ασφάλισης. Στην σημερινή εποχή μπορούμε να συναντήσουμε όλων των ειδών τις ασφαλίσεις, οι οποίες είναι ικανές να καλύψουν όλες τις ανάγκες πέρα από τους πολεμικούς κινδύνους και τα πυρηνικά. Στο ιστορικό παρελθόν των ασφαλίσεων μπορούμε να συναντήσουμε ως πρώτες μορφές ασφάλισης την ασφάλεια κατά της πυρκαγιά και την ασφάλεια ζωής, με την πρώτη να εμφανίζεται κατά τη βιομηχανική επανάσταση στις προηγμένες τεχνολογικά περιοχές και τη δεύτερη να εμφανίζεται στην Μεγάλη Βρετανία. Σχετικά με την ελληνική πραγματικότητα παρατηρούμαι ότι στην Ελλάδα η ασφάλιση λαμβάνει ένα μεταπρατικό χαρακτήρα αφού οι περισσότερες εταιρίες είναι από το εξωτερικό και λειτουργούν στην Ελλάδα βάσει πρακτόρων. Παρατηρείται επίσης ότι σε διεθνές επίπεδο οι περισσότερες ασφαλιστικές εταιρίες κατάφεραν να επεκταθούν και σε άλλους κλάδους δημιουργώντας τραπεζικά ιδρύματα που λειτουργούσαν υποστηριχτηκά ενώ 1 Ιωάννης Κοκκινογένης, 12/10/2011, Ιστορική εξέλιξη του ναυτικού δικαίου από την αρχαιότητα έως και σήμερα, available online at http://curia.gr/istoriki-ekseliksi-tou-naftikou-dikaiou-apo-tinarxaiotita-eos-kai-simera/ 1

στην Ελλάδα οι μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρίες είναι αποτελέσμα επιχειρηματικής επέκτασης των ελληνικών τραπεζών. Πέρα από το οικονομικό όφελος που απολαμβάνουν οι ασφαλιστικές εταιρίες μέσω της παροχής της ασφάλισης, θα πρέπει να τονίσουμε ότι επιτελούν κοινωνικό έργο. Η ασφάλιση είναι η διαδικασία εκείνη που καταφέρνει να προστατεύσει την ιδιωτική περιουσία και υγεία από τις οικονομικές συνέπειες και τους αστάθμητους παράγοντες της καθημερινότητας. Η ασφάλιση έχει καταφέρει να αναχθεί σε επιστήμη η οποία απασχολεί αρκετούς κλάδους όπως είναι αυτός των οικονομικών,των μαθηματικών και της νομικής. Οι επιστήμες αυτές μέσω της συνεργασίας σε διεπιστημονικό επίπεδο έχουν καταφέρει να εξελίξουν την ίδια την ασφαλιστική επιστήμη. Κυρίαρχο ρόλο κατέχει η επιστήμη της νομικής που είναι υπεύθυνη για την ρύθμιση των σχέσεων αλλά και για τη λειτουργία της όλης διαδικασίας της ασφάλισης. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να επικεντρωθεί σε ένα από τα υποκείμενα της ασφαλιστικής διαδικασίας το οποίο είναι ο ασφαλισμένος ως καταναλωτής ασφαλιστικών προϊόντων. Για το σκοπό αυτό στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας θα αναλυθεί η έννοια της ασφάλισης ως αγαθό και εν συνεχεία θα ακολουθήσει ανάλυση της ασφαλιστικής σύμβασης και των κατηγοριών που συναντάμε στην ασφαλιστική αγορά. Το κεφάλαιο θα κλείσει με την παράθεση του γενικού προβληματισμού για την προστασία του ασθενέστερου συμβαλλομένου στην ασφαλιστική σύμβαση. Στο δεύτερο κεφάλαιο θα γίνει ανάλυση της εννοιας του ασφαλισμενου ως καταναλωτη με ολες τις διακρισεις των ασφαλισεων που προκυπτουν λογω ακριβως αυτης της ιδιαιτεροτητας της ασφαλιστικης συμβασης ενώ το κεφαλαιο θα κλεισει με τις προστατευτικές αρχές που βρίσκονται στο κείμενο του Ασφαλιστικού νόμου και ευνοούν τον ασφαλισμένο καταναλωτή. Στο τρίτο κεφάλαιο θα αναλυθεί η πολύ σημαντικη υποχρεωση του ασφαλιστη για παροχη πληροφοριων στον ασφαλισμενο-ληπτη της ασφαλισης καθως και τα θεματα που αφορουν τους Γενικους και ειδικους ασφαλιστικους ορους. Το κεφαλαιο θα κλεισει με τους τροπους συμβατικης αποδεσμευσης του ασφαλισμενου με 2

τα δικαιωματα της ασφαλιστικης εναντιωσης και υπαναχωρησης. Στο τέταρτο κεφάλαιo κρινεται σκόπιμο να αναλυθει ο Κωδικας Δεοντολογιας των ασφαλιστικων επιχειρησεων ενώ η παρουσα μελετη θα κλείσει με την παραθεση πορισματων συμπερασματων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο 1. Η ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΩΣ ΑΓΑΘΟ Στην εποχή του 21ου αιώνα η ασφάλιση και ιδίως η ιδιωτική ασφάλιση έχουν λάβει την μορφή της ευρείας χρήσης αφού οι σημερινές συνθήκες καθιστούν πολλές καταστάσεις επικίνδυνες με αποτέλεσμα η ασφάλιση να θεωρείται κάτι απαραίτητο για την «επιβίωση» στο σύγχρονο περιβάλλον. Το σύγχρονο αυτό περιβάλλον που αντιμετωπίζουμε σήμερα σε συνδυασμό με την αυξημένη χρήση της ασφάλισης σε αρκετούς κλάδους κάνει απαραίτητη την νομοθετική υποστήριξη αυτής της διαδικασίας. Μέσα από την εξέλιξη των ασφαλιστικών υπηρεσιών γεννιέται η ανάγκη για την περαιτέρω ανάπτυξη του ασφαλιστικού νομικού πλαισίου έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει μια σχετικά δίκαιη ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για όσους εμπλέκονται στην ασφαλιστική διαδικασία. Η ασφάλιση στην σύγχρονη εποχή λαμβάνει την μορφή του προϊόντος και διανέμεται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Το συγκεκριμένο προϊόν όμως δεν έχει υλική υπόσταση και πρόκειται για ένα οικονομικό προϊόν. Ξεκινώντας λοιπόν την ανάλυση της έννοιας της ασφάλισης μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για την παροχή υπηρεσιών που προσφέρουν οι ασφαλιστές προς τους ασφαλισμένους καταναλωτές, αφού πρώτα γίνει η επεξεργασία του κινδύνου και των πιθανοτήτων να εμφανιστεί αυτός κίνδυνος παράλληλα με την έλευση συγκεκριμένων οικονομικών αναγκών 2. 2 M Dreher,Die Versicherungals Rechtsproduct (1991),σελ. 145-148 3

Για την δημιουργία του συγκεκριμένου προϊόντος που ονομάζεται ασφαλιστικό προϊόν θα πρέπει να δημιουργηθεί μια ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλιζόμενου. Στην συγκεκριμένη σύμβαση θα πρέπει να υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα στοιχεία όπως είναι οι ασφαλιστικοί όροι που θα καθορίζουν τις συμβατικές δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα δύο μέρη με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Το προϊόν της ασφάλισης δεν διαφέρει σε τίποτα από τα υπόλοιπα προϊόντα που μπορούμε να εμπορευτούμε αναφορικά με την προώθησή τους στην ιδιωτική αγορά. Παρατηρούμε λοιπόν ότι τα ασφαλιστικά προϊόντα υπάγονται στις ανταγωνιστικές δυνάμεις και μπαίνουν σε μια διαδικασία σύγκρισης μεταξύ τους με στόχο την καλύτερη ικανοποίηση του πελάτη καταναλωτή. Σημαντική παράλειψη αν δεν τονιστεί ότι στην συγκεκριμένη διαδικασία σημαντικό ρόλο κατέχει η διαφήμιση και η πληροφόρηση των καταναλωτών γύρω από τα συγκεκριμένα προϊόντα. Η σύγχρονη ασφαλιστική έχει κάνει τεράστια βήματα προόδου. Πλέον αποτελεί επιστημονικό κλάδο και βρίσκεται μέσα στις βασικές ακαδημαϊκές ειδικεύσεις των μεγαλύτερων πανεπιστημίων. Η πρόοδος αυτή έχει να προσφέρει μεγαλύτερη εξιδανίκευση στο τελικό προϊόν ενώ και η σχεδίαση του προϊόντος έχει γίνει αρκετά ιδιαίτερη αφού πλέον υπακούει σε συγκεκριμένους μαθηματικούς κανόνες και χρησιμοποιείται συγκεκριμένη ασφαλιστική τεχνική. Ο καθορισμός του κινδύνου πλέον εκπονείται με συγκεκριμένες στατιστικές μεθόδους και οι πιθανότητες και ο υπολογισμός τους λαμβάνει σημαντική θέση στην συγκεκριμένη διαδικασία. Η επιστήμη της ασφάλισης αλλά και η ίδια η ασφαλιστική διαδικασία που δημιουργεί τα ασφαλιστικά προϊόντα έχει εξελιχθεί αρκετά τις τελευταίες δεκαετίες, καταλαμβάνοντας ένα αρκετά μεγάλο όγκο συναλλαγών. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μια παγκόσμια αγορά για τα προϊόντα τους και πλέον διαμορφώνουν τους δικούς τους κανόνες και τις δικές τους διαδικασίες κάνοντας όμως έτσι ακόμα πιο επιτακτική την ανάπτυξη του απαραίτητου θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου που θα καλύπτει αυτή τη διαδικασία. 4

2. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ Ι. ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Όπως ειπαμε στην προηγουμενη παραγραφο, το ασφαλιστικό προϊόν σχηματοποιείται και θεσμοθετείται με την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης. Σκιαγραφώντας λοιπον αυτό το βασικο εργαλειο της ιδιωτικης ασφαλισης είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερουμε το πρώτο και δομικό χαρακτηριστικο της το οποίο είναι η ύπαρξη τουλάχιστον δυο συμβαλλόμενων μερών για την σύνταξη της ασφαλιστικής σύμβασης. Ο ένας, λοιπόν, αντισυμβαλλόμενος είναι ο ασφαλιστής και ο απέναντι αντισυμβαλλόμενος είναι ο λήπτης της ασφάλισης. Δευτερο χαρακτηριστικο είναι ότι προκειται για ενοχικη συμβαση. Ο λήπτης της ασφάλισης έχει ενοχική αξίωση να ζητήσει την παροχή του ασφαλιστή για την ασφαλιστική προστασία που συνίσταται στην ανάληψη του ασφαλιζόμενου κινδύνου και ο ασφαλιστής από την μεριά του διατηρεί και αυτός μια ενοχική αξίωση που αφορά την είσπραξη των ασφαλίστρων. Το τρίτο χαρακτηριστικό της ασφαλιστικής σύμβασης είναι ότι είναι αμφοτεροβαρής γιατί ο λήπτης της ασφάλισης οφείλει να καταβάλλει το ασφάλιστρο 3 και ο ασφαλιστής οφείλει την παροχή του η οποία έχει τα χαρακτηριστικά μια διαρκούς παροχής προσδοκίας και ασφάλειας. Συγκεκριμενα ο ασφαλιστης αναδέχεται τον ασφαλισμενο κινδυνο και πρεπει να είναι ετοιμος καθ όλη την διαρκεια της ασφαλιστικης συμβασης να καλυψει την οικονομικη αναγκη που θα δημιουργηθει, όταν πραγματοποιηθει ο ασφαλισμενος κινδυνος. Ένας λιτός και ευστοχος ορισμος που εχει δοθει με βαση αυτό το χαρακτηριστικο είναι ότι η ασφαλιστικη συμβαση αποτελει μια συμβαση κατά την οποια ο ασφαλιστης παρεχει προστασια, αναλαμβανει δηλαδη τον κινδυνο που διατρεχει ο ασφαλιζομενος, εναντι ασφαλιστρου 4. Τεταρτο χαρακτηριστικό είναι ότι προκειται για συμβαση προσχωρησης αφου ο ασφαλιστής έχει εκ των προτέρων διαμορφώσει τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης και ο ασφαλιζόμενος είτε τους αποδέχεται όλους και 3 Εμπορικός Νόμος, άρθρο 189 4 Ν. Μιλτιάδης, Εισαγωγή στην Ιδιωτική Ασφάλιση, 2003, σελ. 9 5

συνάπτεται η σύμβαση είτε δεν τους αποδέχεται και δεν συνάπτεται η σύμβαση. Πεμπτο στην σειρα και τελευταιο χαρακτηριστικο είναι ότι προκειται για μια διαρκής σύμβαση αφού η παροχή του ασφαλιστή διαρκεί αρχικά όσο διαρκεί και η ασφάλιση. Πιο συγκεκριμένα η παροχή του ασφαλιστή δεν εξαντλείται μόνο στην πληρωμή του ασφαλίσματος αν και όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Αλλά και στην υπόσχεση που έχει δώσει για όλη τη διάρκεια της ασφάλισης ότι θα καταβάλλει το ασφάλισμα στην περίπτωση που ο κίνδυνος επέλθει. Τελος, για την πληρεστερη σκιαγραφηση της ασφαλιστικης συμβασης κρίνεται σκόπιμο στο παρόν σημείο να αναφερθούν τα συστατικά στοιχεία που συνιστούν την ασφαλιστική σύμβαση με στόχο την καλύτερη κατανόησή της. Αρχικά τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του σφαλίσματος, αν αυτός αποτελεί διαφορετικό πρόσωπο Η διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης Το πρόσωπο ή το αντικείμενο καθώς και η χρηματική αξία αυτού ή η περιουσία που κινδυνεύουν ή σχετίζεται με την έλευση του κινδύνου Το είδος των κινδύνων Το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή, αν αυτό προβλέπεται, μέσω της σχετικής αναφοράς για το χρηματικό ποσό που καλείται να καταβάλλει ο ασφαλιστής στον ασφαλιζόμενο Οι τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης Το ασφάλιστρο Και τέλος το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό. ΙΙ. ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Μια ασφαλιστική σύμβαση αποτελεί μια ενοχική αμφοτεροβαρής σύμβαση διαρκείας μέσω τη οποίας ο ασφαλιστής είναι υποχρεωμένος να 6

καλύπτει συγκεκριμένους κινδύνους και ο λήπτης της ασφάλισης από τη μεριά του να πληρώνει το ασφάλιστρο 5. Η ασφαλιστική σύμβαση από την ίδια της τη φύση αποτελεί μια ενοχική δικαιοπραξία και καταρτίζεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις που επιβάλλει ο αστικός κώδικας. Εξαιρέσεις υπάρχουν στις περιπτώσεις όπου ειδικές ρυθμίσεις επιβάλλουν διαφοροποιήσεις που να ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες της ασφαλιστικής σύμβασης. Βασική λοιπόν προϋπόθεση για τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης είναι η δικαιοπρακτική ικανότητα για τα φυσικά πρόσωπα που αποτελούν τους αντισυμβαλλόμενους. Στις ασφαλίσεις που γίνονται για να καλυφθούν επαγγελματικοί σκοποί και ο λήπτης είναι ιδιώτης ή έμπορος και επιλέγουν να καταρτίζουν την ασφαλιστική σύμβαση για ιδιωτικούς σκοπούς. Για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως έχει αναφερθεί και ανωτέρω, πρέπει να υπάρξει πρόταση και αποδοχή. Οι δυο αυτές ενέργειες αποτελούν δηλώσεις βούλησης αλλά και σύμπτωσης των δύο δηλώσεων δηλαδή τόσο του ασφαλιστή όσο και του λήπτη της ασφάλισης στο ίδιο ακριβώς έννομο αποτέλεσμα, έτσι ώστε τελικώς να μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και οι δυο αντισυμβαλλόμενοι δεσμεύονται από την ασφαλιστική σχέση στην οποία κατέληξαν 6. Η κλασσική διαδικασία κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης συμβαίνει όταν την πρόταση για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης την κάνει ο λήπτης της ασφάλισης και στη συνέχεια την αποδέχεται ο ασφαλιστής προς τον οποίο και απευθύνεται η πρόταση. Η σύμβαση συντελείται όταν και μόνο όταν φτάσει στον λήπτη της ασφάλισης η δήλωση αποδοχής του ασφαλιστή. Αναφορικά με την πρόταση που κάνει λήπτης της ασφάλισης θα πρέπει να αναφερθεί ότι αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην ασφαλιστική πρακτική οι ασφαλιστές προτρέπουν τους ενδεχόμενους λήπτες ασφάλισης να ασφαλιστούν έναντι των κινδύνων. Το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει ότι 5 Α. Αργυριάδης, Στ. Ασφ. Δ., σελ. 36 6 Απ. Γεωργιάδης, Γεν. Αρχ., παρ. 31, σελ.235 7

ο λήπτης μπορεί να συμπεριφερθεί ή να λειτουργήσει ως ασφαλιστής. Η διαμεσολάβηση και προτροπή από τον ασφαλιστή πρέπει να ληφθεί υπόψη ως πρόσκληση για να υποβληθεί σε αυτόν η πρόταση του λήπτη της ασφάλισης. Μια πρόταση οφείλει να έχει όλες τις προϋποθέσεις κύρους που ισχύουν για τις δηλώσεις βούλησης καθώς επίσης να είναι ορισμένη, πλήρης και σαφής. Για να πληρεί αυτές τις προϋποθέσεις, η πρόταση πρέπει να περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αλλά και τα επουσιώδη που αυτός που προτείνει θεωρεί σημαντικά για τη σύμβαση. Σύμφωνα λοιπόν με την κλασσική διαδικασία κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης όσα αναφέρονται ανωτέρω θα πρέπει να τηρηθούν για να υπάρξει μια ενεργή ασφαλιστική σύμβαση. Για να μπορέσει όμως ένας καταναλωτής να συντάξει αλλά και να υποβάλλει για αποδοχή μια εμπεριστατωμένη προσφορά θα πρέπει να έχει ενημερωθεί για του πιθανούς κινδύνους από τους οποιους μπορει να αφαλιστει αλλά και για τις προϋποθέσεις κατάρτισης της σύμβασης, τους κανόνες δέσμευσης από αυτή καθώς και για όλες τις πληροφορίες που σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 Η και 3Δ ν.δ. 400/1970 θεωρούνται απαραίτητες. Η πλήρης ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης πριν την υπογραφή της σύμβασης δεν συνέβαινε με το προηγούμενο καθεστώς πράγμα το οποιο έρχεται να αλλάξει ο Ασφαλιστικός Νόμος. Ο ΑσφΝ εισάγει μια νέα διαδικασία κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης. Αυτή η νέα διαδικασία μέσω του νέου ασφαλιστηρίου είναι ικανή να προστατέψει καλύτερα τα συμφέροντα των ασφαλισμένων καταναλωτών αλλά και την ίδια την ασφάλεια των συναλλαγών. Με τη νέα αυτή διαδικασία που εισάγει το άρθρο 2 του ΑσφΝ δημιουργείται μια καλύτερη και ποιοτικότερη σχέση μεταξύ του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλιστή. Ως καθοριστικός παράγοντας μέσα από αυτή τη διαδικασία αναδεικνύεται η πληροφόρηση του καταναλωτή που εντοπίζεται στη διαδικασία σύναψης μιας ασφαλιστικής σύμβασης. Επίσης τα δικαιώματα της εναντίωσης και της υπαναχώρησης δίνουν μια τεράστια δυνατότητα στον ασφαλισμένο να αποδεσμευτεί από συμβάσεις που ήδη έχουν καταρτιστεί. Καθώς επίσης του δίνεται και το δικαίωμα να ελέγχει αλλά και να αξιολογεί συνεχώς τις υπηρεσίες που δέχεται από τον ασφαλιστή του. 8

Μέσα από το πρίσμα της διασφάλισης των συμφερόντων του λήπτη της ασφάλισης στο κρίσιμο προσυμβατικό στάδιο ο ΑσφΝ καθιερώνει ένα νέο τύπο ασφαλιστηρίου. Σε αυτό το νέο τύπο ασφαλιστηρίου πέρα από όλα τα ουσιώδη στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης, επιβάλλεται να ενσωματωθούν οι γενικοί και ειδικοί ασφαλιστικοί όροι, οι πληροφορίες που ενδεχομένως δεν παρήχθησαν από τον ασφαλιστή την περίοδο της υποβολής της αίτησης για ασφάλιση και τέλος τα απαραίτητα έντυπα για την εναντίωση και την υπαναχώρηση. Ένα ακόμη σημαντικό σημείο του προσυμβατικού σταδίου της κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης που πρέπει να αναλυθεί είναι η προσυμβατική δήλωση του κινδύνου. Ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος έχει την υποχρέωση να προβεί σε μια αντικειμενική παρουσίαση του κινδύνου που πρόκειται να αναλάβει ο ασφαλιστής. Η διαδικασία αυτή αποτελεί καθήκον όπως έχει αναφερθεί και ανωτέρω για τον λήπτη της ασφάλισης. Το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί μέσα από αυτή την υποχρέωση του λήπτη είναι η σωστή εκτίμηση του κινδύνου που θα αναλάβει ο ασφαλιστής αλλά και ο σωστός υπολογισμός του ασφαλίστρου 7. Οι προσυμβατικές δηλώσεις του λήπτη της ασφάλισης τον βαραίνουν και έχουν σημασία για την εκτίμηση του κινδύνου μόνο στην περίπτωση που ο ασφαλιστής αποδεχθεί την πρόταση του λήπτη της ασφάλισης για να καταρτιστεί η ασφαλιστική σύμβαση. Αναφέρεται αυτό για να διευκρινιστεί ότι η ευθύνη του λήπτη για την ορθή τήρηση του προσυμβατικού του καθήκοντος που περιγράφτηκε ανωτέρω δεν έχει καμία σχέση με την ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις που επιβάλλεται μέσω του άρθρου 197 του Αστικού Κώδικα. Η τήρηση των προσυμβατικών δηλώσεων του λήπτη με αυτό τον τρόπο αποτελεί ιδιαιτερότητα των ασφαλιστικών συμβάσεων, αφού δεσμεύει τον λήπτη κατά το στάδιο της κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης αλλά και οι κυρώσεις αν επιβληθούν από τη μη τήρηση έρχονται μόνο μετά την κατάρτιση της σύμβασης. Στην περίπτωση που η σύμβαση δεν καταρτιστεί 7 Ο.π Α. Αργυριάδης, Στ. Ασφ. Δ., σελ. 61 9

τότε δεν υπάρχει καμία ευθύνη του λήπτη για ελλειπή ή πλημμελή περιγραφή των περιστατικών που ανέφερε στις δηλώσεις του στο προσυμβατικό στάδιο 8. Οι συνέπειες της παράβασης του καθήκοντος του λήπτη από την ορθή και αντικειμενική περιγραφή του κινδύνου αλλάζουν με τη νέα διαδικασία του ΑσφΝ και ρυθμίζονται από το άρθρο 3 παράγραφος 3-8 ΑσφΝ. Μέσω αυτής της νέας διαδικασίας ο νόμος είναι πιο επιεικής για τον ασφαλισμένο καταναλωτή σε σχέση με ότι ισχυε στο προηγούμενο καθεστώς. Με βάση το προηγούμενο καθεστώς ο ασφαλιστής μπορούσε να απαλλαγεί αυτοδίκαια και να ακυρωθεί η ασφαλιστική σύμβαση χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός υπαιτιότητας. Ο Ασφαλιστικός νομοθέτης αντιλαμβανόμενος την πιθανή άγνοια και απειρία του λήπτη επιβάλλει κυρώσεις μέσω εναλλακτικών λύσεων που προτείνονται στον ασφαλιστή και μπορούν να εφαρμοστούν ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας. Το επόμενο στάδιο στην κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης είναι η αποδοχή της πρότασης από τον ασφαλιστή. Αρχικά ο ασφαλιστής καλείται να εκτιμήσει τον κίνδυνο που θα κληθεί να ασφαλίσει. Την εκτίμηση αυτή την κάνει κατά το διάστημα ανάμεσα στην πρόταση που κάνει ο λήπτης και έως ότου κάνει αποδεκτή την πρόταση ο ασφαλιστής. Η κάθε ασφαλιστική εταιρία ακολουθεί την δική της πολιτική αναφορικά με την εκτίμηση και ταξινόμηση των ασφαλιζόμενων κινδύνων. Η λειτουργία αυτή ονομάζεται underwriting. Το άτομο που καλείται να εκτελέσει αυτή τη λειτουργία είναι υπεύθυνο για την απόφαση που θα λάβει η εταιρία σχετικά με την αποδοχή ή την απόρριψη της αίτησης ασφάλισης που έχει καταθέσει ο λήπτης, ανάλογα πάντα με τα κριτήρια επιλογής της κάθε ασφαλιστικής εταιρίας. Μετά από την αξιολόγηση όλων των στοιχείων που έχει στα χέρια του ο underwriter θα κληθεί να αποφασίσει ανάμεσα στα εξής γεγονότα: Αν θα κάνει αποδεκτή την πρόταση του λήπτη της ασφάλισης, εάν και εφόσον πληρούνται όλα τα κριτήρια επιλογής της ασφαλιστικής εταιρίας που θα κληθεί να αναλάβει τον κίνδυνο Αν θα κληθεί να απορρίψει την αίτηση 8 Ι.Ρόκας, Ιδ Ασφ, παράγραφος 116, σελ.117 10

Τέλος αν θα κάνει δεκτή την πρόταση, προτείνοντας τροποποιήσεις ή παρεκκλίσεις από τους όρους που συμφωνήθηκαν κατά την περίοδο υποβολής της αίτησης Κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα απόρριψης αίτησης προς ασφάλιση βρίσκονται στο πεδιο των ασφαλίσεων των αυτοκινήτων και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις που οδηγοί έχουν συλληφθεί να οδηγούν υπό την επήρεια μέθης ή άτομα νεαρής ηλικίας. Στις ασφαλίσεις ζωής η αίτηση ενός χρήστη ναρκωτικών είναι απίθανο να γίνει δεκτή. Το επόμενο στάδιο είναι αυτό της αποδοχής της πρότασης προς ασφάλιση. Η αποδοχή από μέρους του ασφαλιστή σημαίνει και αυτόματα τη θετική απάντηση στην πρόταση του λήπτη ασφάλισης. Μέσω της αποδοχής ο ασφαλιστής είναι σαν να αποδέχεται ρητά ή σιωπηρά τη συμφωνία καθώς και όλα τα ουσιώδη σημεία της. Η αποδοχή εκ μέρους του ασφαλιστή μπορεί να γίνει είτε προφορικά είτε γραπτά χωρίς να υπάρχει κάποιος περιορισμός για το με πιο τρόπο θα γίνει. Επίσης ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να πληροφορηθεί για την αποδοχή με οποιοδήποτε μέσο. Συνήθως στην ασφαλιστική πρακτική η αποδοχή εκ μέρους του ασφαλιστή γίνεται με την παράδοση του ασφαλιστηρίου συμβόλαιο, αν και αυτό δεν είναι υποχρεωτικό. Στην περίπτωση βέβαια που δεν εκδίδεται ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η αποδοχή γίνεται τι στιγμή που ο λήπτης θα λάβει γνώση για το πλήρες περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης σύμφωνα με τις συναλλακτικές συνήθειες 9. Από τη χρονική στιγμή που ο ασφαλιστής αποδέχεται την πρόταση του λήπτη προς ασφάλιση η σύμβαση αποκτά ενέργεια. Επίσης τη χρονική στιγμή αυτή αρχίζει και η τυπική έναρξη της ασφαλιστικής σύμβασης, που αποτελεί κομβικό σημείο για να προσδιοριστεί η τυπική διάρκεια της σύμβασης, μέσα στην οποία δημιουργούνται οι έννομες συνέπειες, τα δικαιώματα αλλά και οι υποχρεώσεις μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων μερών. Τέλος σχετικά με την αποδοχή της πρότασης πρέπει να αναφερθεί ότι ο ασφαλιστής μπορεί να μην αποδεχτεί την πρόταση του λήπτη π.χ όταν αυτή αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον. 9 Μ.Καράση. Γεν Αρχ, Γ 183-184 11

Χωρίς να ορίζεται ρητά η προθεσμία αποδοχής, η δήλωση αποδοχής θα πρέπει να φτάσει στον λήπτη της ασφάλισης μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα που θα έχει συμφωνηθεί ή συνηθίζεται στις συναλλαγές. Η προθεσμία αποδοχής ξεκινά με την περιέλευση της πρότασης για ασφάλιση στον ασφαλιστή και τελειώνει με την περιέλευση της αποδοχής αυτής στον προτείνοντα λήπτη της ασφάλισης. Η συμφωνία μεταξύ των δύο μερών λειτουργεί κάτω από το πλαίσιο των γενικών αρχών του αστικού δικαίου για την κατάρτιση κάθε σύμβασης. Η συμφωνία θα πρέπει να είναι καθολική και να αφορά όλα τα σημεία της πρότασης και της αποδοχής. Άρα θα πρέπει να υπάρχει σύμπτωση των δύο δηλώσεων βούλησης που εκφράζονται με την πρόταση και αποδοχή. Τα ουσιώδη σημεία τα οποία θα πρέπει να γίνουν αποδεκτά από τον ασφαλιστή και απαιτούνται από τον νόμο για να ολοκληρωθεί η υπόσταση της ασφαλιστικής σύμβασης είναι τα εξής: Η ασφαλιστική αξία Το πρόσωπο του ασφαλισμένου σε σχέση με τη αξιοπιστία του και τη φερεγγυότητά του Το ύψος των ασφάλιστρων Το ύψος του ασφαλιστικού ποσού Η χρονική διάρκεια της σύμβασης Η έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης Πέρα από τα ουσιώδη που αναφέρθηκαν, θα πρέπει τα δυο μέρη να διαπραγματευτούν και ειδικούς όρους όπως είναι για παράδειγμα το εφαρμοστέο δίκαιο. Τέλος θα πρέπει να υπάρχει σύμπτωση βουλήσεων για όλους τους όρους, τόσο για τους ουσιώδεις όσο και για τους επουσιώδεις, ετσι ώστε να μπορέσει η ασφαλιστική σύμβαση να παράξει έννομα αποτελέσματα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε και στις περιπτώσεις των προσωρινών ασφαλίσεων. Υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις όπου το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την υποβολή της πρότασης από τη μερία του λήπτη και την αποδοψχή από τον ασφαλιστή είναι αρκετά μεγάλο. 12

Αυτό μπορεί να συμβαίνει για διάφορους λόγους όπως είναι για παράδειγμα η αξιολόγηση της προσφοράς. Ο λήπτης όμως μπορεί να θέλει επειγόντως την ασφαλιστική κάλυψη από την ασφαλιστική εταιρία. Σε αυτή τη περίπτωση πριν την κατάρτιση της οριστικής ασφαλιστικής σύμβασης και μέχρι να γίνει η αποδοχή από τον ασφαλιστή, είναι δυνατό ο λήπτης να λάβει προσωρινή ασφάλιση του κινδύνου με ξεχωριστή ασφαλιστική σύμβαση. Η προσωρινή αυτή ασφαλιστική κάλυψη ονομάζεται είτε προσωρινή ασφαλιστική σύμβαση είτε προασφάλιση και αποτελεί μια ξεχωριστεί σύμβαση με διάρκεια ζωής όσο διαρκεί η προσωρινή κάλυψη, μέχρι δηλαδή ο ασφαλιστής να κάνει δεκτή την πρόταση του λήπτη και να μετατραπεί η προσωρινή σύμβαση σε μόνιμη. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η προσωρινή κάλυψη θα λήξει αν στο διάστημα που διαρκεί η προασφάλιση επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Ο ΑσφΝ μέσω του άρθρου 1 παράγραφος 3 για πρώτη φορά θα ορίσει αλλά και θα ρυθμίσει την προσωρινή ασφαλιστική σύμβαση. Η διαφορά που παρατηρείται μεταξύ προσωρινής και οριστικής ασφαλιστικής σύμβασης βρίσκεται στο γεγονός ότι ο ασφαλιστής παρέχει ασφαλιστική κάλυψη πριν την αποδοχή της πρότασης για την ασφάλιση του λήπτη και χωρίς συμφωνία πάνω στα ουσιώδη στοιχεία της ασφάλισης 10. Το πιο σημαντικό που εισάγει ο ΑσφΝ σε αυτή τη ρύθμιση είναι ότι πλέον ο καταναλωτής που ενδεχομενως να έχει άμεση ανάγκη από ασφάλιση κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου, μπορεί πια να ασφαλιστεί άμεσα όταν συντρέχει σοβαρός λόγος όπως είναι κυρίως στα ζητήματα υγείας. ΙΙΙ. ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ Το τελικό στάδιο που θα αναλύσουμε είναι αυτό της έκδοσης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Η ασφαλιστική σύμβαση λόγω του ότι είναι μια άτυπη σύμβαση μπορεί να καταρτιστεί με απλή συμφωνία των αντισυμβαλλόμενων μερών, χωρίς να υπάρχει απαίτηση ύπαρξης έγγραφου 10 Ι. Ρόκας, Ιδ. Ασφ,σελ.88 13

για την σύστασή της. Για την απόδειξη όμως τόσο της ασφαλιστικής σύμβασης αλλά και του περιεχομένου που έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στα μέρη απαιτείται ένα έγγραφο και αυτό είναι που ονομάζεται ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Το ασφαλιστήριο έχει αποδεικτικό χαρακτήρα που προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 1 του ΑσφΝ, για να μην υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το μη αποδεικτικό ή ενδεχομένως συστατικό του χαρακτήρα. Το ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο έχει αποδεικτικό χαρακτήρα σημαίνει επίσης ότι αν δεν εκδοθεί το περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να αποδειχθεί το περιεχόμενό του παρά μόνο με όρκο ή ομολογία. Η παράδοση του ασφαλιστηρίου από τον ασφαλιστή στον λήπτη της ασφάλισης αποτελεί μια γνήσια νομική υποχρέωση του ασφαλιστή αγώγιμη και όχι ασφαλιστικό βάρος 11. Η υποχρέωση αυτή του ασφαλιστή μπορεί να χαρακτηριστεί βέβαια ως δευτερεύουσα σε σχέση με την πρωταρχική υποχρέωση που έχει ο ασφαλιστής για την ανάληψη του κινδύνου. Στην υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ασφαλιστής για να εκδώσει και να παραδώσει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο αντιστοιχεί το δικαίωμα που έχει ο λήπτης της ασφάλισης να απαιτήσει την παράδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Το ίδιο ισχύει για όλα τα έγγραφα που εκδίδονται από τον ασφαλιστή κατα τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης. Η μη παράδοση όλων των ανωτέρω καθιστά τον ασφαλιστή υπερήμερο ως προς την εκπλήρωση της παροχής του απέναντι στο λήπτη της ασφάλισης. Ο λήπτης της ασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 343 παράγραφος 1 του Αστικού Κώδικα έχει το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση για την πιθανή ζημιά που μπορεί να είχε από την αδυναμία να αποδείξει ορισμένα στοιχεία εξαιτίας της μη παράδοσης του ασφαλιστηρίου. Επίσης στην περίπτωση που το ασφαλιστήριο συμβόλαιο καταστραφεί ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να απαιτήσει την αντικατάστασή του αλλά με τα έξοδα να βαραίνουν τον ίδιο. 11 Α. Αργυριάδης, Στ.Ασφ.Δ., σελ.68 14

ΙV. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Σκοπός του παρόντος υποκεφαλαίου είναι να συγκεντρώσει τις υποχρεώσεις αλλά και τις συνέπειες παράβασης των υποχρεώσεων που έχουν τα μέρη που συμμετέχουν στην σύναψη μιας ασφαλιστικής σύμβασης. Ορισμένες υποχρεώσεις μπορεί να αναφέρονται και σε άλλο σημείο της εργασίας αλλά κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστούν και συγκεντρωτικά σε αυτό το υποκεφάλαιο. Α. Υποχρεώσεις Ασφαλιστή και συνέπειες παράβασης Οι υποχρεώσεις του ασφαλιστή είναι πολύ σημαντικές για την ομαλή εξέλιξη της ασφάλισης καθώς ο ίδιος έχει καλύτερη γνώση των όρων και των στοιχείων που εμπεριέχει μια ασφαλιστική σύμβαση. Για το λόγο αυτό η βασική υποχρέωση του ασφαλιστή, η οποια αναλύεται διεξοδικά σε επόμενο κεφάλαιο 12, είναι πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης να παραδώσει στον λήπτη της ασφάλειας όλες εκείνες τις πληροφορίες που προβλέπει το ν.δ. 400/1970 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν.2496/1997. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες περιέχουν σημαντικά στοιχεία που οδηγούν τον λήπτη της ασφάλειας να σχηματίσει μια όσο το δυνατό πλήρη εικόνα για την υπηρεσία που θα λάβει. Συγκεκριμενα αυτή η υποχρεωση για την παροχη πληροφοριων στον ληπτη της ασφαλισης ρυθμιζεται βασικα στο αρ.4 του ν.δ 400/1970. Ειδικοτερα στην παρ.3 περ. Δ του αρ. 4 του ν.δ 400/1970 ρυθμιζεται η υποχρεωση πληροφορησης πριν την συναψη ασφαλισεων ζωης, στην παρ.2 περ.η ρυθμιζεται η υποχρεωση πληροφορησης πριν την καταρτιση ασφαλισεων ζημιων, όταν ο κινδυνος βρισκεται στην Ελλαδα και στην παρ.3 περ. Ε ρυθμιζεται η υποχρεωση πληροφορησης κατά την διαρκεια της ασφαλιστικης συμβασης. Τελος στο αρ. 5 παρ.3 του ν.δ 400/1970 ρυθμιζεται η υποχρεωση του ασφαλιστη για ενημερωση του ασφαλισμενου ως προς την χρηματοοικονομικη κατασταση της ασφαλιστικης επιχειρησης. Στο συμβατικό δίκαιο, στο πλαίσιο λειτουργίας του Ν. 2496/1997 για την ασφαλιστική σύμβαση και συγκεκριμένα στο αρ.2παρ.6 αυτού, διατυπώνεται 12 Βλ. Κεφ. 3 επ. 15

με έμμεσο τρόπο το δικαίωμα του λήπτη της ασφάλισης να ζητήσει από τον ασφαλιστή τις πληροφοριες που ο τελευταίος υποχρεούται να παράσχει κατ αρθρο 4 ν.δ 400/1970 και δεν το έχει πράξει μέχρι την επίδοση του ασφαλιστηρίου. Γενικότερα όμως η πληροφόρηση και η δημιουργία σωστής γνώσης στον ασφαλισμένο, ως υποχρέωση που βαρύνει τον ασφαλιστή, πέραν των πληροφοριών που αναγράφονται στο αρ.4παρ.2 περ.η και πα.3 περ.δ ν.δ 400/1970, διατυπώνονται και στις ακόλουθες διατάξεις του ΑσφΝ: στο αρ.2παρ.5 για την γνωστοποιηση ύπαρξης παρεκκλισεων, στο αρ.2 παρ.6 για την γνωστοποιηση της δυνατοτητας ασκησης του δικαιωματος της εναντιωσης το οποιο πρεπει να γινεται γραπτώς και με ευκρινή τρόπο στην πρωτη σελιδα του ασφαλιστηρίου και να είναι με τα εντονοτερα στοιχεία μαζί με την υποχρέωση να δώσει στον λήπτη της ασφάλειας ένα υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης, με στόχο να γνωστοποιησει στον λήπτη τον τρόπο με τον οποιο μπορεί να το χρησιμοποιήσει, στο αρ.8 παρ.3 για την γνωστοποιηση της δυνατοτητας ασκησης του δικαιωματος της υπαναχώρησης, στο αρ.8 παρ.4 για την γνωστοποιηση λόγων καταγγελίας της σύμβασης, στα αρ 2-5 για την γνωστοποιηση των συνεπειων παράβασης των ασφαλιστικων βαρων και των συμβουλων τηρησης τους και στο αρ.2 παρ.4 για την ενημερωση αποστολης των ασφαλιστικων ορων που αναφερονται στο ασφαλιστηριο. Επίσης υποχρεούται στην καταβολή του ασφαλίσματος χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Αν λοιπόν η διάγνωση της έκτασης της ζημιάς χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα, ο ασφαλιστής είναι υποχρεωμένος να καταβάλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση το ύψος εκείνο του ασφαλίσματος που δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Το ασφάλισμα που καλείται ο ασφαλιστής να καταβάλει αποτελείται αποκλειστικά από χρήμα εκτός και αν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό. Αν λοιπόν υπάρχει ειδική συμφωνία μπορεί το ασφάλισμα να καταβληθεί σε είδος. Για παράδειγμα μπορεί ο ασφαλιστής να αναλάβει την ανακατασκευή της κατεστραμμένης οικίας, επίσης στον κλάδο βοήθειας ο ασφαλιστής είναι πιθανό να αναλαμβάνει να παρέχει στον λήπτη της ασφάλειας για παράδειγμα τη μεταφορά το αυτοκινήτου που παρουσιάζει βλάβη με δικά του μεταφορικά μέσα προς το συνεργείο. 16

Μια από τις πιο βασικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ο ασφαλιστής έναντι του λήπτη ασφάλισης είναι η έκδοση του ασφαλιστηρίου. Πιο συγκεκριμενα ο ασφαλιστης υποχρεούται να εκδώσει αλλά και να παραδώσει στον λήπτη της ασφάλισης το σχετικό ασφαλιστήριο καθώς και τους ασφαλιστικούς όρους 13. Τέλος ο ασφαλιστής έχει την υποχρέωση να προστατεύει τον λήπτη της ασφάλισης. Σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 του ασφαλιστικού νόμου «κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη εκτός και αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών». Επιπλέον ο ασφαλιστής καλείται να προστατεύσει τον λήπτη της ασφάλισης μέσω της εφαρμογής της ισότητας αλλά και να προστατεύει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του πελάτη του. Οι συνέπειες που έχει ο ασφαλιστής όταν παραβεί την υποχρέωση που έχει για να παρέχει πληροφορίες προς τον ασφαλιζόμενο, είναι ότι δίνεται το δικαίωμα της εναντίωσης στον ασφαλιζόμενο, όταν το δικαίωμα αυτό ασκηθεί από τον ασφαλιζόμενο επέρχεται η ακύρωση της σύμβασης. Η εναντίωση θα πρέπει να ασκηθεί γραπτώς και εντός του καθορισμένου χρονικού διαστήματος των δεκατεσσάρων ημερών από την παράδοση του ασφαλιστηρίου. Τέλος παραίτηση από το δικαίωμα εναντίωσης μπορεί να συμφωνηθεί όταν μετά από αίτηση του λήπτη της ασφάλισης η ασφαλιστική κάλυψη παρέχεται από την ασφαλιστική εταιρία άμεσα. Β. Υποχρεώσεις Λήπτη ασφάλισης και συνέπειες παράβασης Οι υποχρεώσεις που έχει ο λήπτης ασφάλισης ξεκινούν με την υποχρέωση για καταβολή του ασφαλίστρου. Η συγκεκριμένη υποχρέωση επιβάλλει στον λήπτη της ασφάλισης την εφάπαξ ή με τμηματικές καταβολές πληρωμή του ασφαλίστρου. Στην περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης έχει καθυστέρηση την καταβολή του ασφαλίστρου δίνεται στον ασφαλιστή το 13 Σχετικα με το ασφαλιστήριο βλ. πιο πανω Κεφ.1 2 ΙΙΙ 17

δικαίωμα για καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης με γραπτή δήλωση του προς τον λήπτη της ασφάλισης. Επίσης ο λήπτης της ασφάλισης έχει την υποχρέωση να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή ή μείωση της ζημιάς αλλά και την πιστή τήρηση των οδηγιών του ασφαλιστή. Οι συνέπειες της υπαίτιας παράβασης οδηγούν σε αποζημίωση του ασφαλιστή στην περίπτωση που υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παράβασης και ζημιάς. Ο λήπτης της ασφάλισης έχει επίσης την υποχρέωση για μη πρόκληση κινδύνου αφού οι συνέπειες παράβασης στις ασφαλίσεις ζημιών οδηγούν σε απαλλαγή της υποχρέωσης προς ασφάλισμα στην περίπτωση που επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης. Στην περίπτωση της παράβασης στις ασφαλίσεις προσώπων ο ασφαλιστής απαλλάσσεται μόνο σε περίπτωση δόλου. Τελος πρεπει να τονισουμε και την βασική υποχρέωση που εχει ο ληπτης της ασφαλισης στο προσυμβατικο ακομα σταδιο. Συγκεκριμένα θα πρέπει να δηλώσει στον ασφαλιστή του κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει και το οποίο αντικειμενικά και ουσιωδώς μπορεί να βοηθήσει στην εκτίμηση του ασφαλιζόμενου κινδύνου. 14 Επίσης υποχρεούται να απαντήσει σε κάθε ερώτηση του ασφαλιστή σχετικά με τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο. Είναι αρκετά σημαντική η απάντηση των ερωτήσεων που θέτει ο ασφαλιστής χωρίς δόλο από τη μεριά του λήπτη της ασφάλισης γιατί τα στοιχεία και τα περιστατικά τα οποία ο ασφαλιστής έχει ρωτήσει γραπτώς είναι τα μόνα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση και την αποδοχή του κινδύνου. Αναφορικα με τις συνεπειες σε περιπτωση παραβασης των πιο πανω υποχρεωσεων από την μερια του ληπτη της ασφαλισης, αυτές αναλυονται στις ακολουθες περιπτωσεις (με κριτηριο και γνωμονα τον βαθμο υπαιτιοτητας): Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή της έλλειψης υπαιτιότητας από την μερια του ληπτη της ασφαλισης. Πιο συγκεκριμένα σε αυτή την περίπτωση ο ασφαλιστής έχει το δικαίωμα να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση ή ακόμη και να ζητήσει την τροποποίησή της. Το χρονικό διάστημα 14 Βλ. Εφ. Θεσ/νικης 3114/1998, Ε.Εμπ.Δ. 1999, σελ. 552 που αφορά την ασφάλιση αστικής ευθύνης και Εισηγητικη Έκθεση Ν.2496/1997, σελ. 586 18

που έχει για να προβεί στην παρούσα ενέργεια είναι ένας μήνας από την εκ μέρους του γνώση του στοιχείου ή του περιστατικού. Η πρόταση τροποποίησης που θα καταθέσει ο ασφαλιστής τρέπεται σε καταγγελία αν μέσα σε διάστημα ενός μηνός δεν γίνει δεκτή, η συγκεκριμένη ρύθμιση αναφέρεται στο έγγραφο της πρότασης. Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι η καταγγελία επιφέρει αποτελέσματα μετά την πάροδο δεκαπέντε ημερών από την λήψη της. Η δευτερη περιπτωση είναι αυτή της επιδειξης αμέλειας από την μερια του λήπτη της ασφάλισης οποτε σε αυτή την περιπτωση δίνεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση. Ωστόσο ο ασφαλιστής μπορεί να ζητήσει την τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης μέσα σε ένα μήνα από τη στιγμή που θα λάβει γνώση ο ίδιος για κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο ή περιστατικό. Ισχύει και σε αυτή τη περίπτωση ότι αναφέρθηκε ανωτέρω σχετικά με το πότε τρέπεται σε καταγγελία η πρόταση τροποποίησης αλλά και το πότε επιφέρει αποτελέσματα η καταγγελία. Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση πριν την τροποποίηση της σύμβασης ή πριν η καταγγελία επιφέρει τα αποτελέσματά της, το ασφάλισμα μειώνεται κατά το λόγο του ασφαλίστρου που έχει καθορισθεί προς το ασφάλιστρο που θα έχει καθορισθεί αν δεν υπήρχε η παράβαση. Τελος εχουμε την τριτη περιπτωση δηλ. να υπάρξει δόλος από τη μεριά του λήπτη της ασφάλισης οποτε σε αυτή την περιπτωση δίνεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε ένα μήνα από τη στιγμή που θα λάβει γνώση για κάποιο στοιχείο ή περιστατικό σχετικά με το δόλο που έχει επιδείξει ο λήπτης της ασφάλισης 15. Αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση στην οποία εντοπίζεται δόλος από τη μεριά του λήπτη της ασφάλισης, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης του προς καταβολή του ασφαλίσματος. Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι στις ασφαλίσεις που αφορούν τη ζωή και την ασθένεια, οι συνέπειες της παράβασης του λήπτη της ασφάλισης 15 Βλ. ΑΠ 746/1990 ΕΕμπΔ 1992 σχετικα με την περιπτωση που η συμβαση έχει καταρτισθεί με μεσίτη ασφαλίσεων και ο οποίος ενεργεί ως αντιπρόσωπος του λήπτη της ασφάλισης. 19

επέρχονται μόνο στην περίπτωση που εντοπιστεί δόλος από τη μεριά του λήπτη της ασφάλισης. 16 V. ΕΝΑΡΞΗ, ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ Η έναρξη μιας ασφαλιστικής σύμβασης μπορεί να χωριστεί σε τρείς κατηγορίες, αυτές είναι η τυπική έναρξη, η ουσιαστική έναρξη και η τεχνική έναρξη. Αναφορικά με την τυπική έναρξη μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ανάγεται στο χρόνο που ήρθαν σε συμφωνία οι αντισυμβαλλόμενοι (ασφαλιστής- λήπτης ασφάλισης) και αναγράφεται ως χρόνος έκδοσης του ασφαλιστηρίου. Σύμφωνα με τον κοινά αποδεκτό κανόνα αρκεί η αίτηση για ασφάλιση να γίνει αποδεκτή από τον ασφαλιστή. Η ουσιαστική έναρξη παρατηρούμε ότι ανάγεται στον χρόνο που συμφωνήθηκε να αρχίζει να φέρει τον κίνδυνο ο ασφαλιστής. Τέλος η τεχνική έναρξη ανάγεται στον χρόνο από τον οποίο συμφωνήθηκε να υπολογίζονται τα ασφάλιστρα. Η ουσιαστική και τεχνική έναρξη ασφάλισης προηγούνται της τυπικής. Το αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι ότι μπορεί να υπάρξει αναδρομική ασφάλιση. Δηλαδή μπορεί να συμφωνηθεί σήμερα ασφάλιση, στην οποία η έναρξη κάλυψης των κινδύνων και η έναρξη υπολογισμού των ασφαλίστρων να ανάγονται σε ένα χρονικό σημείο του παρελθόντος. Η βασική όμως προϋπόθεση για να τεθεί σε ισχύ η αναδρομική ασφάλιση είναι, κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, ο ασφαλιστής, ο ασφαλισμένος ή λήπτης της ασφάλισης να αγνοούσαν την τυχόν πραγματοποίηση του κινδύνου. Αναφορικά με την διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης θα πρέπει να αναφέρουμε ότι χωρίζεται σε συμβατική διάρκεια και διάρκεια ευθύνης. Η συμβατική διάρκεια μιας ασφαλιστικής σύμβασης αρχίζει από το χρονικό σημείο της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης και συμπίπτει με την τυπική έναρξη. Η συμβατική διάρκεια λήγει το χρονικό σημείο που προβλέπεται ως 16 Βλ. ΑΠ 1160/1990, ΕΕμπΔ 1992, ΑΠ 746/1990 ΕΕμπΔ 1992, ΕφΑθ 5899/1994 ΕΕμπΔ 1995, σελ.276. 20

λήξη στη σύμβαση. Σχετικά με τη διάρκεια ευθύνης που υπάρχει από τη μεριά του ασφαλιστή παρατηρείται ότι μπορεί να μην αρχίζει το χρονικό σημείο της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης αλλά σε ένα μεταγενέστερο ή προγενέστερο στάδιο. Τέλος η ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να λήξει στις εξής πέντε περιπτώσεις: Αρχικά αν λήξει ο χρόνος για τον οποίο έχει συμφωνηθεί ότι θα ισχύει η ασφαλιστική σύμβαση. Στην περίπτωση της καταγγελίας της σύμβασης από έναν από τους αντισυμβαλλόμενους. Επίσης λήγει η ασφαλιστική σύμβαση στην περίπτωση της ανυπαρξίας ασφαλιστικού συμφέροντος αλλά και στην ανυπαρξία κινδύνου. Τέλος μπορεί να λήξει στην περίπτωση που γίνει άσκηση του δικαιώματος εξαγοράς, το δικαίωμα αυτό υπάρχει μόνο στις ασφαλίσεις ζωής. VI. BAΣΙΚΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ Οι ασφαλιστικές συμβάσεις αποτελούν νομικά κείμενα τα οποία περιέχουν κάποιες γενικές αρχές του νομοθετικού πλαισίου. Οι γενικές αρχές είναι υπεύθυνες για την ρύθμιση της ασφαλιστικής σύμβασης αλλά και γενικότερα της ιδιωτικής ασφάλισης. Στο συγκεκριμένο υποκεφάλαιο θα εξετάσουμε τις βασικές νομικές αρχές που μπορεί να συναντήσει κανείς στις ασφαλιστικές συμβάσεις. Η Αρχή της αποζημίωσης Η συγκεκριμένη αρχή είναι από τις πιο βασικές ασφαλιστικές αρχές, καθώς τα περισσότερα ασφαλιστήρια περιουσίας αποτελούν συμβόλαια αποζημίωσης. Σύμφωνα με τον νόμο ορίζεται ότι ένα συμβόλαιο αποζημίωσης δίνει το δικαίωμα στον ασφαλισμένο να εισπράξει το ποσό που δικαιούται και αναλογεί στο ποσό που ζημιώθηκε. Η αρχή της αποζημίωσης έχει δυο βασικούς σκοπούς. Αρχικά να κάνει δύσκολο στον ασφαλισμένο να κερδίσει περισσότερο πλούτο από ότι είχε πριν την ασφάλιση. Ο ασφαλισμένος στην περίπτωση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης δεν μπορεί 21

να βγει κερδισμένος χρηματικά αν συμβεί η ζημιά αλλά να αποκατασταθεί οικονομικά στην προηγούμενη κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Ο δεύτερος σκοπός της αρχής αυτή είναι να μειώσει τον ηθικό κίνδυνο. Για παράδειγμα αν κάποιοι ασφαλισμένοι που κινούνται με δόλο σκέφτονται να αποκομίσουν κέρδος από τη ζημιά είναι πιθανό να την προκαλέσουν σκόπιμα για να εισπράξουν το ασφάλισμα. Έτσι αν η αποζημίωση δεν υπερβαίνει τη ζημιά, ο ηθικός κίνδυνος είναι μειωμένος. Η Αρχή του Ασφαλίσιμου Συμφέροντος Η συγκεκριμένη νομική αρχή καθορίζει ότι ο λήπτης της ασφάλισης πρέπει να βλάπτεται οικονομικά ή με κάποιο άλλο τρόπο, αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Για παράδειγμα αν υπάρχει ασφαλιστική σύμβαση για κάποιο αυτοκίνητο υπάρχει ασφαλίσιμο συμφέρον εφόσον υπάρχει οικονομική βλάβη από την κλοπή ή φθορά του αυτοκινήτου. Το ασφαλίσιμο συμφέρον κάνει πιο ισχυρή την ασφαλιστική σύμβαση. Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια θα πρέπει να διέπονται από τη συγκεκριμένη αρχή για κάποιους συγκεκριμένους λόγους. Οι λόγοι αυτοί είναι αρχικά για να εμποδίζεται η κερδοσκοπία. Αν το ασφαλίσιμο συμφέρον δεν αποτελούσε απαραίτητο συστατικό των ασφαλιστικών συμβάσεων, τότε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο θα λειτουργούσε κερδοσκοπικά και θα ήταν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η περίπτωση ασφάλισης περιουσία τρίτου και να λειτουργήσει με δόλο ο δικαιούχος του ασφαλίσματος. Αυτή η περίπτωση θα αποτελούσε μια καθαρή κερδοσκοπία και θα ήταν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον. Ένας ακόμη λόγος ύπαρξης του ασφαλίσιμου συμφέροντος είναι η μείωση του ηθικού κινδύνου. Τέλος το ασφαλίσιμο συμφέρον λειτουργεί βοηθητικά για τον προσδιορισμό της ζημιάς. Η αρχή της Υποκατάστασης Η συγκεκριμένη αρχή δίνει τη δυνατότητα για υποκατάσταση του ασφαλιστή στη θέση του λήπτη της ασφάλισης, στη διεκδίκηση 22

αποζημίωσης από τρίτο, για τη ζημιά που κάλυψε η ασφάλιση. Πιο συγκεκριμένα αυτή η αρχή δίνει τη δυνατότητα στον ασφαλιστή να επανεισπράξει από τον τρίτο τα χρήματα που κατέβαλε στον λήπτη της ασφάλισης. Η συγκεκριμένη αρχή έχει τρεις βασικούς σκοπούς. Αρχικά να μη δώσει στον ασφαλισμένο τη δυνατότητα να εισπράξει δυο φορές το ασφάλισμα για την ίδια ασφαλιστική περίπτωση. Να κάνει φανερό στους αμελείς τρίτους τις ευθύνες που έχουν και τέλος να κρατήσει χαμηλά τα ασφάλιστρα. Η αρχή της Μέγιστης Καλής Πίστης Μέσω της συγκεκριμένη αρχής επιβάλλεται και προωθείται η ειλικρίνεια και η εντιμότητα και στα δυο αντισυμβαλλόμενα μέρη. Τα παρακάτω στοιχεία είναι αυτά που συνθέτουν την αρχή της μέγιστης καλής πίστης Αρχικά με την δήλωση ο ασφαλιστής δεν δύναται να παρέχει αποζημίωση στον λήπτη της ασφάλισης στην περίπτωση που η δήλωση είναι λανθασμένη ή ψευδής σε αρκετά και βασικά σημεία. Επίσης αν υπάρξει απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων από τη μεριά του λήπτη της ασφάλισης, ο ασφαλιστής έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να αποζημιώσει τον λήπτη. Τέλος αν υπάρξει μη τήρηση δέσμευσης, η ζημιά δεν θα αποζημιωθεί αν η ασφαλιστική σύμβαση ακυρωθεί πριν από αυτή. Η αρχή της Νομιμότητας Η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει τη μη ασφάλιση αντικειμένων αλλά και καταστάσεις που θεωρούνται παράνομα. Για παράδειγμα δεν μπορεί να ασφαλιστεί ένα αντικείμενο που θεωρείται προϊόν κλοπής. Η αρχή της Συνεισφοράς Με βάση τη συγκεκριμένη αρχή δίνεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να εισπράξει από άλλους ασφαλιστές το ποσό που αναλογεί στην αποζημίωση, όταν η ασφάλιση είναι πολλαπλή. Η συγκεκριμένη αρχή εφαρμόζεται εκεί που κάποιος κίνδυνος καλύπτεται με περισσότερα από ένα ασφαλιστικά συμβόλαια. Για παράδειγμα στη μικτή και αστική ευθύνη του αυτοκινήτου. Η αρχή της Πλησιέστερης Αιτίας 23

Η αρχή αυτή είναι από τις θεμελιώδης και βασικές αρχές όλων των ασφαλίσεων. Ως πλησιέστερη αιτία θεωρείται αυτή η αιτία η οποία σε μεγαλύτερο βαθμό βοηθά στην επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Ο καθορισμός της πλησιέστερης αιτίας είναι αρκετά δύσκολο να καθοριστεί και πολύ συχνά οδηγεί στις αίθουσες των δικαστηρίων για τον σαφή καθορισμό της. VII. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ Οι ασφαλιστικές συμβάσεις μπορούν να λάβουν την παρακάτω μορφή. Ασφάλιση κατά ζημιών και ασφάλιση ποσού Ασφάλιση ενεργητικού και ασφάλιση παθητικού Ασφάλιση υλικών ζημιών πραγμάτων και ασφάλιση άλλων οικονομικών ζημιών Ασφάλιση προσώπων και μη προσώπων Ατομικές και ομαδικές ασφαλίσεις Χερσαία, θαλάσσια και αεροπορική ασφάλιση Ασφάλιση με ασφάλιστρο και αλληλασφάλιση Προαιρετικές και υποχρεωτικές ασφαλίσεις Διακρίσεις της ασφάλισης ανάλογα του κλάδου για τον οποίο χορηγείται η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης Αναφορικά με την πρώτη κατηγορία θα πρέπει να επισημάνουμε ότι χωρίζεται σε δυο κατηγορίες, πρώτη η ασφάλιση κατά ζημιών: όπου η ασφαλιστική κάλυψη είναι συγκεκριμένη, δηλαδή η έκταση της παροχής του ασφαλιστή εξαρτάται από την έκταση της ζημιάς που προκλήθηκε εξαιτίας επέλευσης ασφαλισμένου κινδύνου. Η ασφάλιση κατά ζημιών είναι ως συνήθως η ασφάλιση πραγμάτων και ενεργητικού, η ασφάλιση του 24

παθητικού, η θαλάσσια ασφάλιση και μερικές φορές και η ασφάλιση προσώπων. Η δεύτερη κατηγορία είναι η ασφάλιση ποσού: όπου η ασφαλιστική κάλυψη είναι αφηρημένη, δηλαδή η παροχή του ασφαλιστή δεν εξαρτάται από την έκταση ζημιάς, αλλά είναι πάντα ένα, προσυμφωνημένο με την ασφαλιστική σύμβαση, σταθερό ποσό που οφείλεται στην περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ανεξάρτητα αν ο κίνδυνος προκάλεσε ζημιά. Τέλος η ασφάλιση του ποσού είναι συνήθως η ασφάλιση προσώπων κάποιες φορές όμως είναι και ασφάλιση πραγμάτων. Η επόμενη κατηγορία είναι η ασφάλιση ενεργητικού και παθητικού. Όπου στην ασφάλιση του ενεργητικού ασφαλίζονται οι κίνδυνοι που απειλούν το συμφέρον που έχει ο λήπτης της ασφάλισης για τη διατήρηση πραγμάτων και δικαιωμάτων που του ανήκουν. Στην ασφάλιση του παθητικού γίνεται ασφάλιση κατά ζημιών που καλύπτει τους κινδύνους δημιουργίας ή επαύξησης του παθητικού της περιουσίας του ασφαλισμένου. Η κυριότερη μορφή αυτής της ασφάλισης είναι η ασφάλιση αστικής ευθύνης. Η επόμενη κατηγορία είναι η ασφάλιση υλικών ζημιών και πραγμάτων και η ασφάλιση άλλων οικονομικών ζημιών. Στην ασφάλιση πραγμάτων, για παράδειγμα ασφάλιση πυρκαγιάς, το αντικείμενο της κάλυψης είναι η υλική ζημιά που προκλήθηκε από τη βλάβη του συγκεκριμένου ενσώματος πράγματος και συνίσταται στην αξία της αποκατάστασής του. Ότι δεν συμπεριλαμβάνεται στην ασφάλιση υλικών ζημιών ενσώματου πράγματος συνίσταται στην ασφάλιση άλλων οικονομικών ζημιών, όπως για παράδειγμα είναι η ασφάλιση των πιστώσεων και η ασφάλιση της νομικής προστασίας. Προχωρώντας συναντάμε την κατηγορία που αναφέρεται στην ασφάλιση προσώπων και μη προσώπων. Σε αυτή την κατηγορία η ασφάλιση προσώπων περιλαμβάνει πάντοτε την ασφάλιση ζωής, που είναι ασφάλιση ποσού, μπορεί όμως να περιλαμβάνει και ασφαλίσεις κατά ζημιών, όταν για παράδειγμα η ασφάλιση ατυχημάτων και ασθενειών συμφωνηθεί ως ασφάλιση ζημιών. Η επόμενη κατηγορία ασφαλιστικής σύμβασης είναι οι ατομικές και οι ομαδικές ασφαλίσεις. Στην ομαδική ασφάλιση ζημιών ο λήπτης της ασφάλισης συνάπτει την ασφάλιση με ασφαλιστή για λογαριασμό περισσότερων 25