Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 67

Σχετικά έγγραφα
Άρειος Πάγος Εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημ

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Newsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-245

2.3. Η σημασία της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για. τον ζημιούμενο Εκούσια και υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-201

Πρόεδρος: Β. Θάνου-Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρος ΑΠ. Εισηγητής: Π. Χατζηπαναγιώτης. ικηγόροι: Ι. Αρνέλλος, Γ. Πέτρου

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Γενικοί και Ειδικοί Όροι Κάλυψης Νοµικής Προστασίας (Ολοκληρωµένης ).

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-178

ΕΚΤΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ.

Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-214

Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-181

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-226

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-288

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΤΕΥΧΟΣ Ε ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ. Παροχή Υπηρεσιών: Μελέτη, Επίβλεψη, Αδειοδότηση Δομικών Έργων σε Υ/Σ ΥΤ/ΜΤ αρμοδιότητας ΔΕΔΔΗΕ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Άρειος Πάγος Τακτική Ολομέλεια Αριθμός 23/2007 (Δημοσίευση ΝοΒ 2007 σελ. 1852)

Επίσης καταργείται το προσωπικό και μόνιμο αυτοκόλλητο σήμα ασφάλισης του αυτοκινήτου και θα αντικατασταθεί από την απόδειξη πληρωμής του συμβολαίου.

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 71

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 115

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-201

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

«ΑΠΟΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΕΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ & ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΛΑΤΗ- ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

Newsletter 1-2/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-202

Κάθε μέρα που μετακινούμαστε στο δρόμο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον μεγάλο κίνδυνο των ανασφάλιστων οχημάτων, τα οποία ολοένα και αυξάνονται.

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΠΡΟΣΤΗΣΑΝΤΟΣ ΑΠΟ ΠΡΑΞΗ ΥΠΟΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΟΣ

Γ. ΠΕΡΙ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ ΑΡΙΘ. ΔΠΜ-Θ/ΠΚΑΣΤ/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ KAI ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ 4.1 Κατά τη σύναψη της ασφάλισης 4.2 Κατά τη διάρκεια της ασφάλισης

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-300

Για όλους τους ανωτέρω κινδύνους εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι Ασφάλισης που επισυνάπτονται.

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Αρείου Πάγου 1185/1993 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ.231,.ε.ν.52/96, σ.237&238

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ :

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-175

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 43

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΚΟ ΟΣΙΑ

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ (Αφορά Διακηρύξεις για σύναψη Συμβάσεων Παροχής Υπηρεσιών)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

Κάθε μέρα που μετακινούμαστε στο δρόμο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον μεγάλο κίνδυνο των ανασφάλιστων οχημάτων, τα οποία ολοένα και αυξάνονται.

Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ]

Ασφάλιση Οχήματος Ασφάλιση Αυτοκινήτων Ιδιωτικής Χρήσης ΑΝΥΤΙΜΕ AUTO Εταιρία: ΑΡ.Μ.Α.Ε.: Γ.Ε.Μ.Η.: Με έδρα στην Ελλάδα, Εφαρμοστέο Δίκαιο:

Αρείου Πάγου 197/1994 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ. 726,.Ε.Ν. 52/96, σ. 239

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ]

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 85

Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-124

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Νέο Νομοθετικό Πλαίσιο για την Υποχρεωτική Ασφάλιση Οχημάτων

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΤΜΗΜΑ ΙΙ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ]

Newsletter 05 06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 136

ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΚΑΛΥΨΕΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3758, 3/10/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ (ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΡΙΤΟΥ) ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2000 ΚΑΙ 2003

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

αναφέρεται στη Σελίδα Ειδικών Στοιχείων του Ασφαλιστηρίου ή σε σχετική Πρόσθετη Πράξη.

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ]

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΖΩΗΣ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/427-1/

Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ]

ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ARAG (ΕΛΛΑΔΑ/ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ) Ι.Χ. ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2016

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 67 [ 2 ]

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Schwenzer Ingeborg: Ευθύνη των µετόχων για χρέος-πρόστιµο που επιβάλλεται στην ΑΕ ηµοσίευση: ίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιρειών, 2011, σελίδα 156 Βελλής Γεώεγιος: Ευθύνη για πρόκληση αφερεγγυότητας - Εταιρικό και πτωχευτικό δίκαιο ηµοσίευση: Επιθεώρηση Εµπορικού ικαίου, 2010, σελίδα 801 Στυλιανίδου Μαρία: Μη ζητηθείσα (αυτόκλητη) επικοινωνία ηµοσίευση: ΕπιθΤραπ/κού-Αξ/κού Χρηµ/κού ικαίου, 2010, σελίδα 833 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αξιόγραφα - Επιταγή ικαστήριο: Ειρηνοδικείο Πειραιώς Αριθµός απόφασης: 21 Έτος: 2009 Σύντοµη Περίληψη: - Τυπικά στοιχεία επιταγής. Υπογραφή εκδότη. Σύµφωνα µε το γράµµα του νόµου δεν επιτρέπεται αντί της υπογραφής του εκδότου να τίθεται η µονογραφή του. ιαταγή πληρωµής. - Σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 5960/1933 «Περί Επιταγής», η επιταγή πρέπει να περιέχει ορισµένα τυπικά στοιχεία, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακυρότητα του τίτλου κατά το νόµο της επιταγής (άρθρο 2). Μεταξύ δε των άλλων τυπικών στοιχείων η επιταγή πρέπει να περιέχει και την υπογραφή του εκδίδοντος της επιταγή (εκδότης). Η υπογραφή αυτή στα φυσικά πρόσωπα περιλαµβάνει το όνοµα και το επώνυµο, ενώ στα νοµικά πρόσωπα περιλαµβάνει την επωνυµία και την υπογραφή του εκπροσώπου τους. Το επώνυµο πρέπει κατ' αρχήν να αναγράφεται ολόκληρο, το δε όνοµα µπορεί να είναι και συντετµηµένο. Σύµφωνα µε το γράµµα του νόµου δεν επιτρέπεται αντί της υπογραφής του εκδότου να τίθεται η µονογραφή του (βλ. Ι. Μάρκου, ίκαιο Επιταγής, β' έκδοση, σελ. 45, 59, Νικ. Ρόκα, Αξιόγραφα σελ. 65, 138, ΕφΠειρ 77/1985 Ελ νη 1985.746). - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολ προκύπτει ότι µεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, µε τη συνδροµή ή µη των οποίων µπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωµής είναι αφ' ενός η ύπαρξη χρηµατικής απαίτησης του αιτούντος από ορισµένη έννοµη σχέση και αφ' ετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται µε δηµόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει κατ' άρθρο 628 ΚΠολ, να µην εκδώσει διαταγή πληρωµής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋποθέσεως, εκδοθεί διαταγή πληρωµής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωµής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας

απόδειξης της απαίτησης µε άλλα αποδεικτικά µέσα. Ιδιωτικό έγγραφο κατά την έννοια του νόµου θεωρείται κάθε έγγραφο το οποίο δεν είναι δηµόσιο και φέρει την υπογραφή του εκδότη κατά το άρθρο 443 ΚΠολ, έγγραφη δε απόδειξη δεν υπάρχει όταν υφίσταται µεν το έγγραφο και αποδεικνύεται απ' αυτό το ύψος της απαίτησης και ο δικαιούχος αυτής, όχι όµως ονοµαστικά ο υπόχρεως (βλ. ΕφΑθ 4987/2003, Ελ νη 45.519, ΕφΑθ 13978/1988 ΕΕµπ ΜΑ.73). ΚΠολ : 623, 624, 628, 632, 633, Νόµοι: 5960/1933, άρθ. 1, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΕΕµπ 2011, σελίδα 114 Αξιόγραφα - Επιταγή ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1388 Έτος: 2010 Σύντοµη Περίληψη: - Ενεχύραση επιταγών. Υποχρεώσεις ενεχυρούχου δανειστή. Αδικοπραξία. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει, ότι προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζηµίωση για τη ζηµία, που προήλθε από παράνοµη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπόχρεου προς αποζηµίωση, είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ του ζηµιογόνου γεγονότος και του επιζήµιου αποτελέσµατος. Υπάρχει δε η αιτιώδης αυτή συνάφεια, όταν, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας (αρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολ ), η φερόµενη ως ζηµιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριµένης περιπτώσεως (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήµιο αποτέλεσµα, επέφερε δε πράγµατι τούτο στη συγκεκριµένη περίπτωση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του εάν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από αυτό πραγµατικά περιστατικά, γενικά και αφηρηµένα λαµβανόµενα, επιτρέπουν το συµπέρασµα, ότι η πράξη ή παράλειψη εκείνη µπορεί να θεωρηθεί αντικειµενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσµατος, αφού σχηµατίζεται µε τη χρησιµοποίηση των διδαγµάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγµατικών περιστατικών στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου 519 αρ. 1 και 19 ΚΠολ για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας. Αντιθέτως, η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι στη συγκεκριµένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή παράλειψη εκείνης αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήµιου αποτελέσµατος περί του ότι δηλαδή το ζηµιογόνο γεγονός σε σχέση µε τη ζηµία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσµατος, ως αναγόµενη σε εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολ ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. - Από τα άρθρα 297, 298, 330, 1224 εδ. α, 1235 αριθ. 1, 1243 αριθ. 1 και 1256 ΑΚ συνάγεται ότι ο ενεχυρούχος δανειστής έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει την ενοχική απαίτηση του ενεχυραστή κατά τρίτου, στην οποία έχει συσταθεί το ενέχυρο, έτσι ώστε να µην επέλθει µερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάµωση αυτής, αν δε από πταίσµα του προκαλέσει την εν λόγω απόσβεση ή αποδυνάµωση και εντεύθεν ζηµία στον ενεχυραστή, αυτός δικαιούται αποζηµιώσεως, σύµφωνα µε τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΑΠ 852/2002, 204/1991). - εχόµενο το Εφετείο ότι οι αρµόδιοι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγοµένης µε πρόθεση παρακράτησαν και αχρήστευσαν τις άνω δύο επιταγές, τις οποίες και δεν εµφάνισαν προς πληρωµή στην πληρώτρια τράπεζα, εντός της νοµίµου προθεσµίας, [4]

ούτε παρέδωσαν στην ενάγουσα, ώστε η τελευταία να ασκήσει τις εξ' αυτών αξιώσεις της έναντι των υπόχρεων προς πληρωµή τους, µε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ορθώς ερµήνευσε και εφάρµοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 και 1224 εδ. 1 ΑΚ, και ειδικότερα ως προς τη συνδροµή αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της άνω παράνοµης και υπαίτιας συµπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγοµένης και της επελθούσας στην ενάγουσα ζηµίας. ΑΚ: 297, 298, 330, 914, 1224, 1235, 1243, 1256, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αξιόγραφα - Επιταγή ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 495 Έτος: 2010 Σύντοµη Περίληψη: - Ακάλυπτη επιταγή. Αδικοπραξία. Εις ολόκληρον ευθύνη νοµικού προσώπου µε τους νόµιµους εκπροσώπους του. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ένσταση συµψηφισµού. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Αποδοχή πραγµάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Προσωπική κράτηση. - Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζηµιώνει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζηµιώσει, προκύπτει ότι µεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνοµος και υπαίτιος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ του ζηµιογόνου γεγονότος και της ζηµίας. Παράνοµη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύµφωνα µε το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιµωρείται µε τις προβλεπόµενες σ' αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιµα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωµής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι µόνον του δηµόσιου αλλά και του ιδιωτικού συµφέροντος, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 και επ. του ΑΚ, προκύπτει, ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζηµιώνοντας έτσι παράνοµα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζηµιώσει. Η αξίωση προς αποζηµίωση από τα άρθρα 914 και επ. ΑΚ συρρέει µε την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει (ΟλΑΠ 23/2007). ικαιούχος της αποζηµιώσεως είναι όχι µόνον ο κοµιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εµφανίσεώς της (τελευταίος κοµιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κοµιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζηµία από τη µη πληρωµή της επιταγής, η δε ζηµία αυτού είναι απότοκος της παράνοµης συµπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια µε αυτήν (ΟλΑΠ 29/2007). Για τη θεµελίωση αυτής της αγωγής από αδικοπραξία αρκεί ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης εναγόµενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα µε την αξία της διαθέσιµα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο εκδόσεως και πληρωµής και ότι η επιταγή αυτή εµφανίσθηκε προς πληρωµή µέσα στην οκταήµερη προθεσµία µε αφετηρία την αναγραφόµενη επί του σώµατος αυτής ηµεροχρονολογία εκδόσεώς της. - Κατά το άρθρο 71 του ΑΚ, "το νοµικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δηµιουργεί υποχρέωση αποζηµίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επί πλέον εις ολόκληρον". [5]

- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται µόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, δηλαδή µε την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας µη αληθινής ή µη αρµόζουσας ή έννοιας περιορισµένης ή στενής, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). - Τα άρθρα 440, 441, 447, 450 παρ. 1, 483 του ΑΚ και 262 παρ. 2 του ΚΠολ ορίζουν τα εξής: 1) "O συµψηφισµός επιφέρει απόσβεση των µεταξύ δύο προσώπων αµοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι οµοειδείς κατ' αντικείµενο και ληξιπρόθεσµες", 2) "Ο συµψηφισµός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί µε δήλωση προς τον άλλον. Η πρόταση του συµψηφισµού επιφέρει απόσβεση των αµοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν", 3) "Ο εγγυητής µπορεί να αντιτάξει σε συµψηφισµό την ανταπαίτηση του πρωτοφειλέτη κατά του δανειστή...". 4) " εν επιτρέπεται συµψηφισµός κατά απαίτησης η οποία προέρχεται από αδίκηµα που διαπράχθηκε από δόλο". 5) "Η καταβολή που έγινε από ένα (εις ολόκληρον) συνοφειλέτη απαλλάσσει και τους λοιπούς. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση δόσης ή υπόσχεσης αντί καταβολής, δηµόσιας κατάθεσης, ανανέωσης και συµψηφισµού. Απαίτηση ενός από τους συνοφειλέτες δεν µπορεί να προταθεί σε συµψηφισµό κατά του δανειστή από τους λοιπούς". 6) "Ενστάσεις από δικαίωµα τρίτου επιτρέπονται µόνον στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόµος". Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η άσκηση του δικαιοπλαστικού δικαιώµατος του συµψηφισµού, µε µονοµερή δήλωση του δικαιούχου, παρέχεται εξαιρετικώς µεν στον εγγυητή, ως προς ανταπαιτήσεις του πρωτοφειλέτη κατά του δανειστή, λόγω του παρεπόµενου χαρακτήρα της εγγυήσεως, που ακολουθεί την κύρια οφειλή και προστατεύεται µε τα αυτά µέσα, όχι δε και στον εις ολόκληρον συνοφειλέτη, ο οποίος όµως µπορεί να επικαλεσθεί παραδεκτώς έναντι του δανειστή την επελθούσα απόσβεση της απαιτήσεως, λόγω προταθείσης κατ' αυτής σε συµψηφισµό (δικαστικώς ή εξωδίκως) ανταπαιτήσεως άλλου εις ολόκληρον συνοφειλέτη, εκτός αν προέρχεται αυτή από αδίκηµα εκ δόλου του δανειστή ή του νοµικώς ταυτιζόµενου και αντιπροσωπεύοντος, κατά το άρθρο 71 του ΑΚ, το νοµικό πρόσωπο καταστατικού οργάνου του. Όταν όµως η παραβίαση συµβατικής υποχρεώσεως θεµελιώνει παραλλήλως και αξίωση αδικήµατος από δόλο, οπότε υπάρχει συρροή δύο αξιώσεων, η επίκληση συµψηφισµού κατά της αξιώσεως από σύµβαση επιφέρει απόσβεση και της παράλληλης αξιώσεως από αδικοπραξίας. - Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως "πράγµατα" θεωρούνται οι πραγµατικοί ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, το οποίο ασκείται ως αµυντικό ή επιθετικό µέσο µε αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ή µε λόγο έφεσης ή αντέφεσης (ΟλΑΠ 3/1997). εν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισµό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997). - Κατά δε το άρθρο 559 αρ. 10 του ΚΠολ, που εφαρµόζεται στην κρινόµενη υπόθεση, ενόψει του χρόνου συζητήσεώς της στο πρωτοβάθµιο ικαστήριο, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του µε το άρθρο 14 του ν. 2915/2001, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο δέχθηκε πράγµατα που έχουν ουσιώδη [6]

επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή χωρίς να διατάξει περί αυτών απόδειξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο εξήτασε τον συνιστώντα "πράγµα" ισχυρισµό κατ' ουσίαν (ΑΠ 1379/1984). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολ η προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόµος και "κατά εµπόρων για εµπορικές απαιτήσεις". Εξ άλλου, µε το Ν. 2462/1997 κυρώθηκε το " ιεθνές Σύµφωνο για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα" που συνάφθηκε µεταξύ των Κρατών µελών του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη στις 16.12.1966 και από την επικύρωσή του αποτελεί διάταξη κανόνα υπέρτερης νοµικής βαθµίδας, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος. Στο άρθρο 11 του Συµφώνου αυτού ορίζεται ότι " κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναµίας του να εκπληρώσει συµβατική υποχρέωση". Η ίδια η διατύπωση του κανόνα τούτου, δηλώνει λεκτικά και νοηµατικά ότι δεν υπήρξε επιθυµία των συντακτών του Συµφώνου να καταργήσουν την προσωπική κράτηση, αλλά µόνο να ορίσουν, ως εξαίρεση, πως σε περίπτωση αδυναµίας δεν πρέπει ο οφειλέτης να προσωποκρατείται για χρέη. Συνεπώς, το µεν άρθρο 1047 παρ. 1 ΚΠολ εξακολουθεί να προβλέπει την προσωπική κράτηση ως µέσο αναγκαστικής εκτελέσεως επί εµπόρων για ενοχικές απαιτήσεις, το δε άρθρο 11 του ανωτέρω Συµφώνου εισάγει δικαιοκωλυτικό κανόνα που αποκλείει την απαγγελία προσωπικής κράτησης κατ' εµπόρου για ενοχικές οφειλές, όταν η µη εξόφληση των συµβατικών υποχρεώσεών του οφείλεται αποκλειστικά σε αδυναµία αυτού προς εκπλήρωση, χωρίς να επηρεάζει τη δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για αξιώσεις από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 23/2005). Οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1-4, 7 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγµατος, εφόσον η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας µε την προσωπική κράτηση του οφειλέτη προβλέπεται µε νόµο και δεν έρχεται σε αντίθεση µε τη συνταγµατικά κατοχυρωµένη αρχή της αναλογικότητας. ιότι ναι µεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγµατος), πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία είναι απαραβίαστη, αλλά, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Συντάγµατος, επιτρέπεται να ορίζονται µε νόµο περιορισµοί στον εν λόγω δικαίωµα, που µπορεί να φθάνουν και στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (βλ. ΟλΑΠ 1/2009). ΑΚ: 71, 297, 298, 440, 441, 447, 450, 483, 914, ΚΠολ : 262, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 10, 1047, Νόµοι: 5960/1933, άρθ. 40-47, 79, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΝοΒ 2010, σελίδα 302 Ασφαλιστικό ίκαιο - Ασφαλιστική σύµβαση ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 232 Έτος: 2010 Σύντοµη Περίληψη: - Παραγραφή αξιώσεων που πηγάζουν από ασφαλιστική σύµβαση. Παραγραφή στην ασφάλιση αστικής ευθύνης. - Σύµφωνα µε τις διαχρονικού δικαίου διατάξεις άρθρων 33 και 34 του Ν. 2496/1997, περί της ασφαλιστικής συµβάσεως, µε τον οποίο καταργήθηκαν ως σύνολο οι διατάξεις του ένατου τµήµατος του εµπορικού νόµου, (άρθρα 189-225), η ισχύς του αρχίζει έξι µήνες µετά τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ οι κατά την έναρξη ισχύος του υφιστάµενες ασφαλιστικές συµβάσεις διέπονται εφεξής [7]

από το νόµο αυτόν. Ο ανωτέρω νόµος δηµοσιεύθηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως στις 16-5-1997 και, άρα, άρχισε να ισχύει από 16-11-1997. Περαιτέρω, από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων, µε τις αναλογικά εφαρµοζόµενες διατάξεις των άρθρων 24 και 25 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι ο νεότερος αυτός νόµος διέπει τόσο τις ασφαλιστικές συµβάσεις που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος του, όσο και εκείνες που είχαν συναφθεί προηγουµένως και είναι εκκρεµείς, ασφαλιστικές όµως περιπτώσεις που επήλθαν πριν από την ουσιαστική έναρξη ισχύος του κρίνονται βάσει των οικείων διατάξεων του ΕµπΝ. Περαιτέρω, κατά το ισχύον κατά το ένδικο χρονικό διάστηµα άρθρο 10 του Ν. 2426/1997, "αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύµβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζηµιών µετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων µετά από πέντε (5) χρόνια, από του τέλους του έτους, µέσα στο οποίο γεννήθηκαν". Κατά δε το άρθρο 251 ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών και του άρθρου 201 ΑΚ συνάγεται, ότι στη σύµβαση της ασφάλισης της αστικής ευθύνης έναντι των τρίτων, η αξίωση του ασφαλισµένου από τη σύµβαση αυτή κατά του ασφαλιστή γεννιέται, όταν ο τρίτος, που υπέστη τη ζηµία και έναντι του οποίου ευθύνεται προς αποζηµίωση ο ασφαλισµένος, επιδώσει προς τον τελευταίο τη σχετική µε την αποκατάσταση της ζηµίας του αγωγή. Και τούτο διότι από τότε επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση, έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί µε δικαστική απόφαση ή µε εξώδικο συµβιβασµό το µέγεθος της αξίωσης του ζηµιωθέντος τρίτου και από τότε καθίσταται δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης του ασφαλισµένου έναντι του ασφαλιστή. Κατά συνέπεια, η εν λόγω αξίωση του ασφαλισµένου κατά του ασφαλιστή, παραγράφεται µε την παρέλευση τεσσάρων ετών, σε περίπτωση ασφαλίσεως ζηµιών, αρχόµενων από το τέλος του έτους εντός του οποίου επιδόθηκε στον ασφαλισµένο η αγωγή του ζηµιωθέντος τρίτου, και όχι από του τέλους του έτους εντός του οποίου επήλθε η ζηµία. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ, µε την οποία προβλέπεται ως λόγος διακοπής της παραγραφής η µε οποιαδήποτε τρόπο αναγνώριση της αξιώσεως από τον υπόχρεο, αρκεί για το αποτέλεσµα αυτό οποιαδήποτε ενέργεια και συµπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στο δανειστή, από την οποία να προκύπτει ότι ο πρώτος, ευρισκόµενος σε πλήρη επίγνωση της αξιώσεως του τελευταίου, θεωρεί αυτήν ότι υπάρχει, ώστε να µην είναι αναγκαία η έγερση σχετικής αγωγής. Με την έννοια αυτή δεν εξετάζεται αν η ενέργεια και συµπεριφορά του οφειλέτη έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, ούτε αν συνιστά συµβατική ή µονοµερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύµβαση αναγνωρίσεως χρέους, κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ. Η έχουσα τα παραπάνω στοιχεία συµπεριφορά πρέπει να επιδεικνύεται πριν από τη συµπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστή και όχι έναντι τρίτου προσώπου. ΑΚ: 201, 251, 260, 873, Νόµοι: 2496/1997, αρθ. 10, 33, 34, ηµοσίευση: ΕΕµπ 2011, σελίδα 147 Ασφαλιστικό ίκαιο - Ασφαλιστική υποκατάσταση ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 586 Έτος: 2010 Σύντοµη Περίληψη: - Ασφαλιστική υποκατάσταση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 298 και 914 ΑΚ, προκύπτει, ότι ο παρά το νόµο ζηµιώσας άλλον υπαιτίως υποχρεούται σε αποζηµίωση, η οποία περιλαµβάνει τη [8]

διαφορά µεταξύ της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης του ζηµιωθέντος και εκείνης στην οποία θα βρισκόταν αυτός αν δεν συνέβαινε το ζηµιογόνο γεγονός. Γι' αυτό, όταν εξ αυτού προκύπτει και κάποια ωφέλεια, τελούσα σε αιτιώδη προς τούτο σύνδεσµο, πραγµατική ζηµία είναι ό,τι υπολείπεται µε την αφαίρεση της ωφέλειας. Από αυτή τη γενική αρχή εισάγει εξαίρεση η διάταξη του άρθρου 930 παράγραφος 3 ΑΚ, κατά την οποία επί θανατώσεως ή βλάβης του σώµατος ή της υγείας προσώπου, η προς αποζηµίωση αξίωση δεν αποκλείεται εκ του λόγου ότι άλλος υποχρεούται σε αποζηµίωση ή διατροφή του αδικηθέντος, υπό την έννοια ότι δικαιούται αυτός να απαιτήσει αµφότερες τις παροχές, δηλαδή τη ζηµιά και την ωφέλεια και όταν αυτές έχουν ως αιτία το ίδιο επιζήµιο γεγονός (ΟλΑΠ 807/1973). - Το άρθρο 31 του Ν. 2496/1997, το οποίο εντάσσεται στο τρίτο κεφάλαιο του ανωτέρω νόµου που αφορά την ασφάλιση ατυχηµάτων και ασθενειών, στην παράγραφο 1 αυτού ορίζει, ότι "αν δεν συµφωνήθηκε κάτι άλλο, η ασφάλιση ατυχηµάτων περιλαµβάνει τις σωµατικές βλάβες που προέρχονται από εξωτερική, βίαιη, αιφνίδια και ξένη προς την πρόθεση του ασφαλισµένου αιτία, εφόσον προκαλέσει προσωρινή ή µόνιµη, µερική ή ολική αναπηρία ή θάνατο ή ανάγκη νοσηλείας", ενώ στην παράγραφο 3 αυτού ορίζει ότι "µπορεί να συµφωνηθεί η καταβολή ασφαλίσµατος που αντιστοιχεί είτε στις συγκεκριµένες άµεσες ζηµιές του ασφαλισµένου είτε στο τυχόν κατ' αποκοπή για κάθε περίπτωση συµφωνηµένα ποσά εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές είτε στην παροχή ιατροφαρµακευτικών και χειρουργικών υπηρεσιών. Αν συµφωνήθηκε η καταβολή των συγκεκριµένων άµεσων ζηµιών, έχουν εφαρµογή τα άρθρα 14 και 15 του παρόντος νόµου". Εξάλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του Ν. 2496/1997 "εάν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζηµιάς κατά τρίτου, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή! στην έκταση του ασφαλίσµατος που κατέβαλε", ενώ κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο λήπτης της ασφάλισης και, σε περίπτωση ασφάλισης για λογαριασµό, ο ασφαλισµένος και ο τυχόν τρίτος δικαιούχος του ασφαλίσµατος, υποχρεούνται να διαφυλάξουν τα δικαιώµατα τους κατά του τρίτου που περιέρχονται στον ασφαλιστή. Παραβίαση της υποχρέωσης αυτής επάγεται ευθύνη των υπόχρεων, προς αποκατάσταση κάθε ζηµιάς του ασφαλιστή". Με τις διατάξεις αυτές στις ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων, ατυχήµατος και ασθένειας, στο µέτρο που αυτές λειτουργούν ως ασφαλίσεις ζηµίας, καθιερώνεται η αποζηµιωτική αρχή ή αρχή απαγόρευσης του πλουτισµού. Έτσι, κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του ανωτέρω άρθρου 31 Ν. 2496/1997, αν µε την ασφαλιστική σύµβαση ατυχήµατος και ασθενειών συµφωνηθεί η καταβολή συγκεκριµένων άµεσων ζηµιών, έχει εφαρµογή το άρθρο 14 παράγραφος 1 του ίδιου νόµου, λειτουργεί δηλαδή ο µηχανισµός της υποκατάστασης του ασφαλιστή κατά του υπόχρεου τρίτου και περιέρχεται σ' αυτόν η αξίωση, στην έκταση του ποσού που κατέβαλε για τις συγκεκριµένες άµεσες ζηµίες. Η ασφαλιστική υποκατάσταση αποτελεί εκχώρηση από τον νόµο και επέρχεται αυτοδίκαια από το χρόνο καταβολής της ασφαλιστικής αποζηµίωσης στο λήπτη της ασφάλισης. Στην εκχώρηση από το νόµο εφαρµόζονται αναλογικά οι διατάξεις για τη συµβατική εκχώρηση, εφόσον προσαρµόζονται στη φύση και στο σκοπό της και δεν προβλέπεται απόκλιση και εποµένως, αφού δεν προβλέπεται διαφορετικά, είναι αναγκαία η αναγγελία για να γίνουν γνωστά τα περιστατικά της ασφαλιστικής υποκατάστασης. ΑΚ: 298, 914, Νόµοι: 2496/1997, άρθ. 14, 15, 31, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ηµοσίευση: ΕΕµπ 2011, σελίδα 115 Ασφαλιστικό ίκαιο - Ασφαλιστικός σύµβουλος [9]

ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 337 Έτος: 2010 Σύντοµη Περίληψη: - Ευθύνη του προστήσαντος. Ασφάλιση ζωής. Ασφαλιστικός σύµβουλος. Ζηµία από οικείο πταίσµα. Απαράδεκτοι λόγοι αναίρεσης. Παράβαση κανόνα δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε µία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζηµία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνοµα κατά την υπηρεσία τους. Η εφαρµογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας, διατηρεί το δικαίωµα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα αντιπρόσωπό του κατά την διενέργεια υλικών κυρίως ενεργειών σε σχέση µε τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, ή ο τελευταίος υπόκειται σε συγκεκριµένες υποχρεώσεις, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνοµη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ακόµη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζηµιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ' ευκαιρία ή εξ αφορµής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ' αυτόν ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη µεταξύ τους σχέση, εφόσον µεταξύ της ζηµιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ' αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ιδιαίτερη σχέση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο µέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, που κατέστη (τέλεση) δυνατή, εξαιτίας ακριβώς της θέσης, των µέσων και των ευκαιριών που παρέσχε ο αντιπροσωπευόµενος στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης προς τον αντιπρόσωπο και µε την χρησιµοποίησή τους για άλλον σκοπό από εκείνον για τον οποίο του παρασχέθηκαν. - Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 του ίδιου Νόµου 1989/1991, σε περίπτωση ασφαλίσεως ζωής µπορούσε να συµφωνηθεί ότι η ασφαλιστική αποζηµίωση δεν θα καταβάλλεται σε µετρητά, αλλά µε τη µεταβίβαση στο δικαιούχο αριθµού µεριδίων αµοιβαίου κεφαλαίου ή µετοχών εταιρειών επενδύσεως χαρτοφυλακίου. Στο πλαίσιο της πιο πάνω διάταξης αλλά και εκείνων των άρθρων 13 παρ. 2 περ. ΙΙΙ και 13 γ' του Ν.. 400/1970 οι ασφαλιστικές εταιρείες διέθεταν ως ασφαλιστικά προϊόντα και ασφαλίσεις ζωής, στις οποίες οι προβλεπόµενες παροχές καθορίζονταν από την αξία µονάδων, συνδεοµένων µε µία συγκεκριµένη αξία µεριδίων αµοιβαίων ή εσωτερικών µεταβλητών κεφαλαίων, που οργάνωναν και διαχειρίζονταν οι ίδιες ασφαλιστικές εταιρείες ως οιονεί αµοιβαία κεφάλαια. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, Ανώνυµη Ασφαλιστική Εταιρεία για την εκπλήρωση του έργου της διάθεσης των πιο πάνω ασφαλιστικών επενδυτικών προϊόντων, µπορούσε να χρησιµοποιεί στο πλαίσιο ιδιαίτερης συµβατικής σχέσης, επιτρεπτής πληρεξουσιότητας, το σύνολο ανά την επικράτεια του εµπορικού δικτύου της, περιλαµβανοµένων και των ασφαλιστικών συµβούλων και πρακτόρων, παράλληλα και εκτός του νοµοθετικού πλαισίου των διατάξεων του άρθρου 36 παρ. 24 του Ν. 2496/1997, µε την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 16 του νόµου 2170/1993, και του νόµου 1569/1985, σε συνδυασµό και µε τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 8 παρ. 1 και 2 του Π 298/1986 "περί των ασφαλιστικών συµβούλων και συντονιστών και παραγωγών ασφαλίσεων", οι οποίες στο σύνολο τους δεν απέκλειαν τη λειτουργία της παράλληλης αυτής σχέσης, αφ' ενός ασφαλιστικού συµβούλου συνδεοµένου µε σύµβαση έργου, µε τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, και αφ' ετέρου [10]

ιδιαίτερης παραγωγικής συνεργασίας στην εκµετάλλευση του ενδιαφέροντος των πελατών τους για την αγορά ασφαλίσεων ζωής συνδεοµένων κατά την προαναφερθείσα έννοια µε την αξία µεριδίων αµοιβαίων κεφαλαίων, ή εσωτερικών µεταβλητών κεφαλαίων που οργανώνουν διαχειρίζονται οι ίδιες ασφαλιστικές εταιρείες ως οιονεί αµοιβαία κεφάλαια. Περιεχόµενο της ανατεθείσας στον ασφαλιστικό σύµβουλο ως αντιπρόσωπο υπηρεσίας στο πλαίσιο της πιο πάνω σχέσης επιτρεπτής πληρεξουσιότητας, δεν µπορούσε να είναι η σύναψη συµβάσεων αγοράς των πιο πάνω ασφαλίσεων ζωής, όσο συνδεόταν µε την αξία µεριδίων αµοιβαίων κεφαλαίων, ούτε η είσπραξη των ασφαλίστρων µε τη µορφή της προκαταβολής τους, στο όνοµα και δια χειρός του ασφαλιστικού συµβούλου, το δε αντικείµενο της µεταξύ τους συναπτόµενης σύµβασης περιοριζόταν στη διαµεσολάβηση του αντιπροσώπου στη διάθεση των ασφαλιστηρίων, δηλαδή στην ενηµέρωση του πελάτη επενδυτή, την παροχή σ' αυτόν οικονοµετεχνικών συµβουλών και την διαβίβαση της εντολής του στην ασφαλιστική εταιρεία διαχείρισης προς εκτέλεση της και κατάρτιση της αντίστοιχης σύµβασης από αυτήν. Πάντως, σε περίπτωση που ο ασφαλιστικός σύµβουλος µε την ιδιότητα εκείνη του αντιπροσώπου της ασφαλιστικής εταιρείας ζηµιώσει υπαίτια και παράνοµα τον υποψήφιο πελάτη επενδυτή παραβαίνοντας τις υποχρεώσεις του κατά τη λήψη και διαβίβαση της εντολής του για τη σύναψη της πιο πάνω σύµβασης ασφάλισης ζωής µέσω της αξίας µεριδίου αµοιβαίου κεφαλαίου, θεµελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη του, η οποία βαρύνει κατ' άρθρο 922 ΑΚ και την αντιπροσωπευόµενη ασφαλιστική εταιρεία, ακόµη και αν η ζηµιογόνος ενέργεια του πρώτου συνίστατο στην από αυτόν παράνοµη ιδιοποίηση των ασφαλίστρων σύναψης της σύµβασης που κατέβαλε σ' αυτόν ο επενδυτής ατοµικά, καίτοι µε βάση τη µεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του αντιπροσώπου της σύµβασης δεν παρεχόταν στον τελευταίο τέτοιο δικαίωµα, αφού στην περίπτωση αυτήν ο αντιπρόσωπος, καταχρώµενος την υπηρεσία του υπερβαίνει τα καθήκοντά του, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται η ρητή συµβατική απαγόρευση είσπραξης ατοµικά του τιµήµατος διάθεσης των πιο πάνω ασφαλιστηρίων (ασφαλίστρων), η κατάχρηση δε αυτή αυτή δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς τη συµβατική ανάθεση σ' αυτόν της ευθύνης διαµεσολάβησης της σύναψης ασφάλισης ζωής µε την έννοια που προαναφέρθηκε. - Από τα άρθρα 300 και 330 ΑΚ, που εφαρµόζονται και στην περίπτωση ευθύνης προστήσασας ασφαλιστικής εταιρείας από υπαίτια αδικοπρακτική συµπεριφορά προστηθέντος ασφαλιστή στη διάθεση των πιο πάνω ασφαλιστηρίων όπως άλλωστε και προκειµένου για τη διάθεση αµοιβαίων κεφαλαίων, που τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων του και κατά παράβαση των εντολών που είχαν δοθεί, συνάγονται τα εξής: Σε περίπτωση που έχει προκληθεί σε κάποιον ζηµία, περιουσιακή ή µη, και έχει ανακύψει θέµα ευθύνης άλλου για αποζηµίωση ή χρηµατική ικανοποίηση, αν εκείνος που ζηµιώθηκε παρέλειψε από αµέλεια, µη καταβολή δηλαδή της επιµέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές, ήτοι της επιµέλειας του µέσου συνετού ανθρώπου εντός του επαγγελµατικού και λοιπού κύκλου αυτού του πταίστη, θετική πράξη, την οποία όφειλε, από το νόµο ή από δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστεως, να επιχειρήσει και η οποία ήταν ικανή, κατ' αιτιώδη συνάφεια, να την αποτρέψει (τη ζηµία), και έτσι παρέλειψε αυτός να αποτρέψει τη ζηµία, το δικαστήριο µπορεί να µην επιδικάσει αποζηµίωση ή χρηµατική ικανοποίηση, ή να µειώσει το ποσό της. Και η µεν κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδροµή ή όχι πταίσµατος του ζηµιωθέντος, η οποία είναι κρίση σχετική µε νοµική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο κατά τις άνω διατάξεις η κρίση όµως για τον καθορισµό του ποσοστού κατά το οποίο πρέπει να µειωθεί η αποζηµίωση δεν υπόκειται στον έλεγχο αυτό, γιατί αφορά εκτίµηση πραγµάτων. - Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισµό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόµιµα στο δικαστήριο της ουσίας, [11]

εκτός αν πρόκειται για παράβαση που δεν µπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλµα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, Υ) για ισχυρισµό που αφορά τη δηµόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νοµιµότητα της προσβαλλόµενης απόφασης µε βάση τα πραγµατικά γεγονότα και τους ισχυρισµούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους. Το απαράδεκτο δε αυτό αφορά όλους τους αναιρετικούς λόγους, ενώ για να είναι ορισµένος ο λόγος πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι η ακυρότητα προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας ακόµη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα. - Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφάρµοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου µη εφαρµοστέο ή παρέλειψε την εφαρµογή του εφαρµοστέου ή εφάρµοσε τέτοιο κανόνα εσφαλµένα, προσδίδοντας σ' αυτόν έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγµατι έχει. - Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος, προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους. ΑΚ: 300, 330, 914, 922, ΚΠολ : 61, 62, 517, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, 562, Νόµοι: 2190/1920, άρθ. 68, 75, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΕΕµπ 2011, σελίδα 148 Ασφαλιστικό ίκαιο - Αυτοκίνητα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 637 Έτος: 2010 Σύντοµη Περίληψη: - Ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκινητικό ατύχηµα. Ο τραυµατισθείς ή θανατωθείς, ασφαλισµένος ή λήπτης της ασφάλισης ιδιοκτήτης του οχήµατος, δεν είναι τρίτος, διότι η ευθύνη αυτού καλύπτεται από την ασφαλιστική σύµβαση και, ως εκ τούτου, δεν έχει αξίωση, είτε ο ίδιος, είτε σε περίπτωση θανάσιµου τραυµατισµού του, οι κληρονόµοι του ή άλλοι δικαιοδόχοι του, κατά του ασφαλιστή. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση ως προς ορισµένους διαδίκους. - Στη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Ν. 489/1976 (όπως ήδη ισχύει) ορίζεται ότι "Η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαµβάνει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξ αίτιος θανάτωσης ή σωµατικής βλάβης ή ζηµιών σε πράγµατα, στην οποία περιλαµβάνεται και η χρηµατική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη καθώς και την αστική ευθύνη λόγω θανάτωσης ή σωµατικών βλαβών έναντι των µελών της οικογενείας του ασφαλισµένου οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου του οποίου η αστική ευθύνη καλύπτεται σύµφωνα µε την πρώτη παράγραφο, ανεξάρτητα από δεσµό συγγένειας". Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 7 του αυτού νόµου [12]

ορίζεται, ότι " εν θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων του όρθρου 2 παρ. 1 και άρθρου 6 παρ. 2: α) Ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζηµία β) κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται µε σύµβαση ασφάλισης γ) εκείνος ο οποίος έχει καταρτίσει µετά του ασφαλιστή σύµβαση και δ) οι νόµιµοι εκπρόσωποι νοµικού προσώπου που είναι ασφαλισµένο ή εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νόµιµη προσωπικότητα". Και τα δύο ως άνω άρθρα ισχύουν, όπως τροποποιήθηκαν µε το Π 264/91. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο Ν. 489/1976 ρυθµίζει την έναντι τρίτων υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητο, αποβλέπει δηλαδή στην προστασία τρίτων προσώπων και όχι του ίδιου του κυρίου του αυτοκινήτου και ασφαλισµένου. Η κάλυψη ιδίων ζηµιών δεν ρυθµίζεται από το Ν. 489/1976, αλλά είναι προαιρετική, υπό την προϋπόθεση κατάρτισης πρόσθετης ασφάλισης, για την κάλυψη των ζηµιών αυτών. Σύµφωνα µε τα ανωτέρω, δεν πρόκειται περί ευθύνης έναντι τρίτου προσώπου, όταν από πταίσµα τον οδηγού του οχήµατος, τραυµατίζεται ή θανατώνεται ο ασφαλισµένος - ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, ο οποίος, κατά το ατύχηµα, ήταν συνεπιβάτης. Στην περίπτωση αυτή ο τραυµατισθείς ή θανατωθείς, ασφαλισµένος ή λήπτης της ασφάλισης ιδιοκτήτης του οχήµατος, δεν είναι τρίτος, διότι η ευθύνη αυτού καλύπτεται από την ασφαλιστική σύµβαση και, ως εκ τούτου, δεν έχει αξίωση, είτε ο ίδιος, είτε σε περίπτωση θανάσιµου τραυµατισµού του, οι κληρονόµοι του ή άλλοι δικαιοδόχοι του, κατά του ασφαλιστή (ΑΠ 1139/2007, ΑΠ 876/2007). - Στην προκείµενη περίπτωση, το δικάσαν Εφετείο, έκρινε ως νόµιµη την αγωγή των συγγενών της θανούσας Ζ, της οποίας ο θανάσιµος τραυµατισµός, σύµφωνα µε τις παραδοχές της προσβαλλόµενης απόφασης, επήλθε, κατά το ένδικο τροχαίο ατύχηµα, που προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του συζύγου αυτής ΧΧΧ, ο οποίος οδηγούσε το δίκυκλο µοτοποδήλατο, επί του οποίου επέβαινε η θανούσα, στην κυριότητα της οποίας ανήκε αυτό και το οποίο ήταν ασφαλισµένο στην εναγοµένη - νυν αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία και δέχθηκε ότι οι ενάγοντες - νυν αναιρεσίβλητοι - συγγενείς της θανούσας έχουν αξίωση αποζηµίωσης κατά της ασφαλιστικής εταιρείας. Πλην όµως, µε το να κρίνει έτσι το δικάσαν Εφετείο, παρεβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεδοµένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η θανούσα - ιδιοκτήτρια του ζηµιογόνου οχήµατος και ασφαλισµένη (λήπτρια της ασφάλισης) δεν είναι τρίτη (άρθρ. 7 Ν. 489/1976) και, ως εκ τούτου, η οικογένεια αυτής δεν έχει αξίωση κατά του ασφαλιστή και υπέπεσε στην από το αρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολ (µόνον) πληµµέλεια, κατά το βάσιµο περί τούτου λόγο αναίρεσης, ο οποίος αφορά τους πρώτη έως και έκτο των αναιρεσιβλήτων. Νόµοι: 489/1976, άρθ. 2, 6, 7, ηµοσίευση: ΕΕµπ 2011, σελίδα 141 Ασφαλιστικό ίκαιο - Αυτοκίνητα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 932 Έτος: 2010 Σύντοµη Περίληψη: - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Εύρεση τοξικών ουσιών στο αίµα του υπαίτιου οδηγού. Ασφαλιστικές εξαιρέσεις. Απαλλαγή ασφαλιστή. - Εάν η αναιρεσιβαλλόµενη απόφαση περιέχει επάλληλες αιτιολογίες (κύριες ή επικουρικές), κάθε µία από τις οποίες στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό και εάν, έστω και µία εξ αυτών δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς (διότι απορρίπτονται οι κατ' αυτής λόγοι), οι λόγοι αναίρεσης, µε τους οποίους, πλήττονται οι λοιπές [13]

αιτιολογίες είναι αλυσιτελείς. Εποµένως ο ίδιος λόγος, κατά το σκέλος αυτού, από το 559 αριθ. 1 ΚΠολ, µε τον οποίον αποδίδεται η πληµµέλεια της παραβίασης των ουσιαστικών διατάξεων των αρθρ. 25 περ. 8 της Κ4/585/1978 ΑΧΕ και του αρθρ. 42 του ΚΟΚ εκ του ότι το δικάσαν Εφετείο, δέχθηκε, κατά την κύρια αιτιολογία της απόφασής του ότι "στην περίπτωση που ο οδηγός του ασφαλισµένου αυτοκινήτου κρίνεται υπαίτιος, η ασφαλιστική εξαίρεση επέρχεται ανεξάρτητα από το εάν υπήρξε αιτιώδης σύνδεσης ατυχήµατος και ασφαλιστικής εξαίρεσης", είναι απορριπτέος, ως αλυσιτελής, αφού από το περιεχόµενο της προσβαλλοµένης απόφασης προκύπτει ότι περιλαµβάνεται σ' αυτήν, ως προς το ως άνω ζήτηµα και άλλη επάλληλη αιτιολογία, η οποία αυτοτελώς στηρίζει το διατακτικό της και η οποία ουδόλως πλήττεται µε λόγο αναίρεσης, στην οποία αναφέρεται (σελίς. 18η) ότι "ανεξάρτητα από αυτά, το ικαστήριο κρίνει ότι, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η χρήση από το ΑΑ των παραπάνω τοξικών ουσιών µείωσε την ικανότητα οδήγησης και τα αντανακλαστικά του και αποτέλεσε την κύρια αιτία πρόκλησης του επίδικου ατυχήµατος, δηλαδή την απώλεια του ελέγχου του οδηγούµενου υπ' αυτού αυτοκινήτου (ΙΧΕ), το οποίο εισήλθε στο αντίθετο ρεύµα κυκλοφορίας και συγκρούσθηκε µε το κανονικά κινούµενο Χ λεωφορείο, σύµφωνα µε τις παραδοχές της προσβαλλοµένης, τις περιεχόµενες σε προηγούµενο τµήµα αυτής (σελίς 9η και 10η). - Παραµόρφωση εγγράφου, για τη ίδρυση του από το αρθρ. 559 αριθ. 20 ΚΠολ, λόγου αναίρεσης υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, ότι το έγγραφο έχει περιεχόµενο καταδήλως διάφορο από το αληθινό και καταλήγει σε πόρισµα επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα, δηλαδή όταν υπάρχει σφάλµα στην ανάγνωση του κειµένου ή φράσης ή λέξης αυτού, η οποία ήταν κρίσιµη για τον σχηµατισµό του αποδεικτικού πορίσµατος. ΚΠολ : 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 12, 559 αριθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2010 Ασφαλιστικό ίκαιο - Αυτοκίνητα ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 119 Έτος: 2010 Σύντοµη Περίληψη: - Ασφάλιση αυτοκινήτου. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύµατος. ικαίωµα έφεσης. Αναγκαστική οµοδικίας. - Κατά τις διατάξεις του αρθρ. 42 παρ. 1 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), όπως αντικαταστάθηκε εξ ολοκλήρου από το αρθρ. 43 του Ν. 2936/2001, απαγορεύεται η οδήγηση κάθε οδικού οχήµατος από οδηγό ο οποίος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύµατος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισµό είναι από 0,50 γραµµάρια ανά λίτρο αίµατος (0,50 gr/l) και άνω, µετρούµενο µε τη µέθοδο της αιµοληψίας που είναι υποχρεωτική σε περίπτωση θανατηφόρου οχήµατος (αρθρ. 42 παρ. 3 ΚΟΚ). Η κατά τα ανωτέρω ανίχνευση στον οργανισµό οινοπνεύµατος σε ποσοστό που υπερβαίνει τα 0,50 γραµµάρια ανά λίτρο αίµατος αποτελεί πλήρη απόδειξη, κατά πρόβλεψη του νόµου, χωρίς να επιτρέπεται ανταπόδειξη, ότι ο οδηγός αυτός βρίσκεται σε κατάσταση µέθης και είναι απολύτως ανίκανος προς οδήγηση (ΑΠ 1234/2005 Ελ νη 49.738, Αθαν. Κρητικού "Αποζηµίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήµατα", παρ. 1941 α σε συµπλήρωµα 2002 της έκδοσης 1998). Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 185, 189, 192, 361 ΑΚ, 1 επ. του Ν. 2496/1997 " ασφαλιστική σύµβαση κλπ" και 11 παρ. 1 του Ν. 489/1976 " περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ [14]

αυτοκινήτων αστικής ευθύνης", προκύπτει ότι η σύµβαση ασφάλισης καταρτίζεται µε απλή συναίνεση των µερών, συντελείται από το χρόνο αποδοχής της αίτησης για ασφάλιση από τον ασφαλιστή, η οποία υποδηλώνεται µε την κατάρτιση και παράδοση ή αποστολή του ασφαλιστηρίου στον αιτούντα, για το κύρος του οποίου αρκεί µόνη η υπογραφή του ασφαλιστή. Με τη σύµβαση ασφάλισης µπορεί εγκύρως να συµφωνηθεί ότι αποκλείεται η κάλυψη ζηµιών από τον ασφαλιστή που προκαλούνται από την κυκλοφορία αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός κατά το χρόνο του ατυχήµατος τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύµατος ή τοξικών ουσιών κατά την έννοια του άρθρου 42 του Κ.Ο.Κ. Η συνοµολόγηση του όρου αυτού, που δεν απαλλάσσει τον ασφαλιστή της υποχρέωσης να αποζηµιώσει τον ζηµιωθέντα τρίτο, παρέχει όµως σ αυτόν δικαίωµα αναγωγής κατά του ασφαλισµένου, µπορεί να γίνει είτε µε την ενσωµάτωση αυτούσιου του όρου αυτού στη σύµβαση ασφάλισης, είτε και µε την παραποµπή της σύµβασης στους όρους της Κ4/585/1978 απόφασης του Υπουργού Εµπορίου ή στο ΦΕΚ που αυτή έχει δηµοσιευθεί (ΦΕΚ 795/8.4.1978 Τ. ΑΕ και ΕΠΕ) δια της οποίας παραποµπής η εν λόγω υπουργική απόφαση, στο άρθρο 25 παρ. 8 της οποίας ορίζεται ότι αποκλείονται της ασφάλισης ζηµίες που προξενούνται κατά το χρόνο που ο οδηγός του αυτοκινήτου τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύµατος ή τοξικών ουσιών κατά την έννοια του άρθρου 42 του ΚΟΚ, αποκτά συµβατικό χαρακτήρα. Για τη δέσµευση του ασφαλισµένου από τους κατά τα ανωτέρω ενσωµατωµένους στο ασφαλιστήριο όρους δεν είναι απαραίτητο να υπογράφεται το ασφαλιστήριο και από αυτόν, αφού η αποδοχή των όρων του µπορεί να γίνει και σιωπηρά. Αυτό δύναται να συµβεί µε την παραλαβή ασφαλιστηρίου, την καταβολή του ασφαλίστρου, την επικόλληση στο παρµπρίζ του αυτοκινήτου του ειδικού σήµατος που παραδίδει ο ασφαλιστής στον αντισυµβαλλόµενο, τη δήλωση του επιγενοµένου ατυχήµατος κλπ (ΑΠ 1609/2007 ΝοΒ 56.1274, ΑΠ 425/2000 Ελ νη 41.1590, Αθαν. Κρητικού ο.π.). - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 516 και 517 ΚΠολ συνάγεται ότι δικαίωµα έφεσης έχουν οι διάδικοι της πρώτης δίκης, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν µέρει, εκτός αν υπάρχει αναγκαστική οµοδικία, οπότε η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των οµοδίκων. ΑΚ: 185, 189, 192, 361, ΚΠολ : 516, 517, Νόµοι: 489/1976, άρθ. 11, Νόµοι: 2496/1997, Νόµοι: 2696/1999, άρθ. 42, Νόµοι: 2936/2001, άρθ. 43, ηµοσίευση: INLAW 2010 Ασφαλιστικό ίκαιο - Επικουρικό Κεφάλαιο ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1240 Έτος: 2010 Σύντοµη Περίληψη: - Επικουρικό Κεφάλαιο. - Το Επικουρικό Κεφάλαιο ευθύνεται για αποζηµίωση του παθόντος τρίτου στην περίπτωση του εδαφίου β' της παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε µε το Π /µα 237/1986, δηλαδή όταν το ατύχηµα προήλθε από αυτοκίνητο, ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 του άνω νόµου υποχρέωση για σύναψη σύµβασης ασφάλισης αστικής ευθύνης. Ανασφάλιστο θεωρείται ένα αυτοκίνητο, για το οποίο δεν έχει συναφθεί ποτέ σύµβαση ασφάλισης, [15]

όπως επίσης όταν η συναφθείσα στο παρελθόν σύµβαση ασφάλισης λύθηκε ή ακυρώθηκε µεταγενέστερα µε νόµιµο τρόπο (καταγγελία, αντίθετη συµφωνία), εφόσον επακολούθησε η κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 489/1976 γνωστοποίηση της ακύρωσης ή λύσης της σύµβασης ασφάλισης από τον ασφαλιστή στον αντισυµβαλλόµενο και το ατύχηµα συνέβη µετά πάροδο δεκαέξι (16) ηµερών από την εγκύρως χωρήσασα γνωστοποίηση. Αντίθετα, αν µετά την εγκύρως χωρήσασα λύση της σύµβασης ασφάλισης µεταξύ των µερών, δεν επακολουθήσει η προβλεπόµενη από το άρθρο 11 παρ. 2 Ν. 489/1976 γνωστοποίηση της λύσης της σύµβασης ασφάλισης, τότε διατηρείται η έναντι του παθόντος τρίτου ευθύνη του ασφαλιστή παρά τη χωρήσασα λύση της σύµβασης ασφάλισης, οπότε και δεν µπορεί να γίνει λόγος για ανασφάλιστο αυτοκίνητο και έτσι δεν ανακύπτει περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου για ζηµίες προς τρίτους. Η αγωγή του τρίτου παθόντος δύναται να στηριχθεί στην ιδιότητα του ζηµιογόνου αυτοκινήτου ως ανασφαλίστου. Σε απόκρουση τέτοιας αγωγής, το Επικουρικό Κεφάλαιο µπορεί να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι είχε καταρτιστεί σύµβαση ασφάλισης. Σε τέτοια περίπτωση ο παθών τρίτος έχει το δικαίωµα να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η σύµβαση αυτή έληξε, λύθηκε, ακυρώθηκε ή έχει ανασταλεί µε νόµιµο τρόπο, επιπλέον δε ότι έγινε γνωστοποίηση αυτής µε έγγραφη επιστολή από τον ασφαλιστή προς τον ασφαλισµένο ή αντισυµβαλλόµενο και ότι το ατύχηµα έχει συµβεί µετά παρέλευση 16 ηµερών από αυτή τη γνωστοποίηση. Αν αποδειχτεί αυτός ο ισχυρισµός, το ζηµιογόνο αυτοκίνητο θεωρείται ανασφάλιστο και το Επικουρικό Κεφάλαιο ενέχεται στην καταβολή της αποζηµίωσης. Έτσι, ο τρίτος παθών δεν βρίσκεται σε δυσχερή θέση έναντι του αντιδίκου του, Επικουρικού Κεφαλαίου, αφού γνωρίζοντας την ασφαλιστική σύµβαση που επικαλέστηκε το τελευταίο έχει την ευχέρεια να ερευνήσει αν η ασφάλιση κατά τον χρόνο του ατυχήµατος ίσχυε ή είχε λήξει, ακυρωθεί ή ανασταλεί και να προβάλει και αποδείξει τον σχετικό ισχυρισµό του (ΟλΑΠ 3/2005). Οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Π /τος 314/1993, εκδοθέντος προς συµµόρφωση στην 90/232 Οδηγία της ΕΟΚ, οι οποίες τροποποίησαν το άρθρο 19 του Ν. 489/1976 και ορίζουν η πρώτη ότι " δεν επιτρέπεται στο Επικουρικό Κεφάλαιο να απαιτεί, προκειµένου να καταβάλει την αποζηµίωση, να αποδείξει το θύµα καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι το υπεύθυνο για το ατύχηµα µέρος δεν είναι σε θέση ή αρνείται να πληρώσει" και η δεύτερη ότι " σε περίπτωση διαφοράς µεταξύ του Επικουρικού Κεφαλαίου και του Ασφαλιστή Αστικής Ευθύνης για το ποίος πρέπει να αποζηµιώσει το θύµα για σωµατικές βλάβες που προκαλούνται από όχηµα αγνώστων στοιχείων ή για υλικές ζηµιές και σωµατικές βλάβες ανασφαλίστου αυτοκινήτου, το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται σε πρώτη φάση να αποζηµιώσει το θύµα. Αν τελικά αποφασισθεί ότι ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης θα έπρεπε να είχε καταβάλει την αποζηµίωση εξ ολοκλήρου ή εν µέρει, ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης θα επιστρέψει το οφειλόµενο ποσό στο Επικουρικό Κεφάλαιο που την κατέβαλε", δεν παρέχουν στήριγµα σε διαφορετική εκδοχή, αφού αυτές, όπως προκύπτει από το περιεχόµενο τους, αναφέρονται σε διαφορά µεταξύ του Επικουρικού Κεφαλαίου και ασφαλιστή και δεν καθιερώνουν από την αρχή δυνατότητα του παθόντος τρίτου να στραφεί κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και υποχρέωση του τελευταίου, ακόµη και αν το αυτοκίνητο ήταν ασφαλισµένο, να αποζηµιώσει τον τρίτο και στη συνέχεια να στραφεί κατά του ασφαλιστή και να ζητήσει απόδοση των όσων κατέβαλε (ΟλΑΠ 3/2005). Ζήτηµα αναλογικής εφαρµογής του άρθρου 3 του άνω Π.. και στις σχέσεις µεταξύ του Επικουρικού Κεφαλαίου και τρίτου που ζηµιώθηκε δεν τίθεται, διότι δεν υπάρχει κενό δικαίου που να χρήζει ρυθµίσεως, αφού οι προϋποθέσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου απέναντι στον ζηµιωθέντα τρίτο ρυθµίζονται, όπως προαναφέρθηκε, από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 489/1976. Τέλος, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Κ4/585/1978 ΑΥΕ, που εκδόθηκε µε εξουσιοδότηση του [16]

άρθρου 6 παρ. 6 του Ν. 489/1976, "η ασφαλιστική σύµβαση ισχύει για την ασφαλιστική περίοδο, η οποία ορίζεται στο ασφαλιστήριο και ανανεώνεται εκάστοτε για ίσο χρονικό διάστηµα µετά τη λήξη αυτής της ασφαλιστικής περιόδου ως και των εποµένων, εκτός εάν τριάντα (30) ηµέρες πριν από το τέλος εκάστης ασφαλιστικής περιόδου, εκάτερο των συµβαλλοµένων µερών ειδοποιήσει το έτερο µε συστηµένη επιστολή περί του αντιθέτου" (ΟλΑΠ 3/2005). ΚΠολ : 226, 559 αριθ. 1, 576, Οδηγίες: 90/232/ΕΟΚ, Νόµοι: 489/1976, άρθ. 11, 19, Π : 314/1993, άρθ. 2, 3, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΕΕ 2011, σελίδα 329 Ασφαλιστικό ίκαιο - Λύση ασφαλιστικής σύµβασης ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1304 Έτος: 2010 Σύντοµη Περίληψη: - Σύµβαση ασφάλισης. Καθυστέρηση της καταβολής ασφαλίσµατος. Ειδοποίηση οφειλέτη. Λύση σύµβασης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 189 επ. του ΕµπΝ, προκύπτει, ότι η σύναψη της αµφότερους συµβάσεως ασφαλίσεως προϋποθέτει πρόταση του αντισυµβαλλόµενου και αποδοχή από τον ασφαλιστή. Η σύµβαση θεωρείται καταρτισµένη αφότου ο ασφαλιστής αποδεχτεί την περί ασφαλίσεως αίτηση. Η αποδοχή µπορεί να εκδηλωθεί και σιωπηρώς όπως µε την αποστολή του ασφαλιστηρίου εγγράφου, την µε οποιοδήποτε τρόπο ειδοποίηση κ.λ.π. Το ασφαλιστήριο αποτελεί αποδεικτικό και όχι συστατικό έγγραφο, εκδίδεται δε από τον ασφαλιστή, από τον οποίο και υπογράφεται, χωρίς να απαιτείται και υπογραφή από τον ασφαλισµένο. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 33 παρ 1 του Ν 400/1970 όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 7 του Ν. 2170/1993 ορίζεται, ότι τα ασφάλιστρα των ασφαλιστηρίων καταβάλλονται σε µετρητά είτε κατά το χρόνο σύναψης της ασφάλισης εφάπαξ, είτε κατ ελάχιστον µε µηνιαίες ισόποσες τµηµατικές καταβολές Κάθε τµηµατική καταβολή γίνεται στις καθοριζόµενες στο ασφαλιστήριο ηµεροµηνίες... Η τυχόν καθυστέρηση τµηµατικής πέραν από τον οριζόµενο στο ασφαλιστήριο χρόνο καθιστά το ασφαλιστήριο άκυρο. Η ασφαλιστική επιχείρηση µπορεί να επικαλεστεί την ακυρότητα µόνο αφού προηγουµένως ειδοποιήσει αποδεδειγµένα τον ασφαλισµένο µε επιστολή πριν από τριάντα (30) τουλάχιστον ηµέρες χωρίς να επιτρέπεται αντίθετη συµφωνία στο σηµείο αυτό. Η τήρηση της διαδικασίας αυτής είναι απαραίτητη τόσο στην περίπτωση που συµφωνήθηκε τµηµατική καταβολή των ασφαλίστρων, όσο και εφάπαξ καταβολή αυτών, εφόσον, για την κατάρτιση της συµβάσεως, αρκεί η αποδοχή από τον ασφαλιστή της πρότασης του αντισυµβαλλόµενου, ενώ η καθυστέρηση της καταβολής ως µόνο αποτέλεσµα έχει την περιέλευση του ασφαλισµένου σε υπερηµερία και την ακυρότητα της σύµβασης ασφαλίσεως, µε την προϋπόθεση, όµως, ότι σε κάθε περίπτωση θα γίνει η, ως άνω, ειδοποίηση εντός της προβλεπόµενης προθεσµίας των τριάντα ηµερών. Εξάλλου, από το άρθρο 11 παρ. 2εδ α' και β' του Π 237/86, που κωδικοποίησε τις διατάξεις του Ν. 489/76, όπως τροποποιήθηκε και συµπληρώθηκε µε το νόµο 1569/1985 και τα Π 1019/1981 και 118/85, η ακύρωση ή η λήξη κατά του τρίτου µεν προσώπου που ζηµιώθηκε µπορεί να αντιταχθεί, µόνο, αφού το ατύχηµα συνέβη µετά πάροδο δεκαέξι ηµερών από την εκ µέρους του ασφαλιστή γνωστοποίηση της ακύρωσης ή της λήξης ή αναστολής. Η γνωστοποίηση γίνεται στην κατοικία η διαµονή του [17]

ασφαλισµένου ή του αντισυµβαλλόµενου µε έγγραφο του οποίου αποδεικνύεται η χρονολογία λήψης και το περιεχόµενο, µετά δε την έναρξη ισχύος του άρθρου 7 του Ν. 2170/1993 γίνεται στην κατοικία ή διαµονή µε επιστολή του ασφαλιστή προς τον ασφαλιζόµενο. Σχετικά, όµως, µε τον ασφαλιζόµενο εφαρµόζονται οι διατάξεις των άρθρων 7 του Ν. 2170/1993 και 361 του ΑΚ, από τις οποίες προκύπτει, ότι η σύµβαση ασφαλίσεως µπορεί να λυθεί, εκτός των άλλων προβλεποµένων περιπτώσεων, και µε καταγγελία οποτεδήποτε από οποιοδήποτε αντισυµβαλλόµενο καθώς και µε κατάργηση της µε αντισυµφωνία χωρίς να είναι απαραίτητο να τηρηθούν οι προθεσµίες και η διαδικασία που προβλέπονται από τις, ως άνω, διατάξεις για την περίπτωση δηλαδή που προβάλλονται αξιώσεις από τον ζηµιωθέντα τρίτο κατά του ασφαλιστή του ζηµιογόνου αυτοκινήτου. Κατά συνέπεια, αν δεν γίνει νοµότυπα ή δεν γίνει καθόλου η γνωστοποίηση της λύσης της σύµβασης ασφάλισης, ο ασφαλιστής, παρά τη λύση της, εξακολουθεί κατά το νόµο να ευθύνεται έναντι του ζηµιωθέντος τρίτου και το ποσόν που τυχόν θα καταβάλει στον τελευταίο, δικαιούται να το αναζητήσει από τον ασφαλισµένο από τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισµού. ΑΚ: 361, ΕµπΝ: 189, Ν : 400/1970, άρθ. 30, Νόµοι: 489/1976, Νόµοι: 2170/1993, άρθ. 7, ηµοσίευση: INLAW 2010 Ασφαλιστικό ίκαιο - Παραγραφή - Πλαγιαστική αγωγή κατά ασφαλιστή ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 69 Έτος: 2011 Σύντοµη Περίληψη: - Πλαγιαστική αγωγή κατά του ασφαλιστή. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Παραβίαση διατάξεων ΚΟΚ. - Από τη διάταξη του άρθρου 72 του ΚΠολ προκύπτει ότι όταν ο οφειλέτης δεν προβαίνει σε δικαστική άσκηση των δικαιωµάτων του, ο δανειστής του µπορεί να ζητήσει δικαστική προστασία για λογαριασµό του, ασκώντας αυτός τα δικαιώµατα του οφειλέτη του, εκτός από εκείνα που συνδέονται στενά µε το πρόσωπο του. Το δικαίωµα το οποίο δεν ασκεί, ο οφειλέτης πρέπει να είναι κεκτηµένο και απαιτητό. - Από τη σύγκριση του χρόνου παραγραφής της αξιώσεως του ζηµιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλιστή προκύπτει ότι ο πρώτος, σε περίπτωση παραγραφής της κατά του ασφαλιστή αξιώσεως του (αρθρ. 10 παρ. 2 Ν. 489/1976), µπορεί να ασκήσει κατ' αυτού πλαγιαστικά την από τη σύµβαση ασφαλίσεως αξίωση του ασφαλισµένου κατά του ασφαλιστή, εφ' όσον η τελευταία υπόκειται σε µεγαλύτερη παραγραφή κατά το άρθρο 195 του ΕΝ (ήδη άρθρο 10 Ν. 2496/1997). Η αξίωση αυτή του ασφαλισµένου κατά του ασφαλιστή γεννιέται από την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως ήτοι από του χρόνου που ο παθών τρίτος θα επιδώσει στον υπόχρεο την περί αποζηµιώσεως αγωγή. Υπάρχει η δυνατότητα σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο τόσο της ευθείας αξίωσης του ζηµιωθέντος τρίτου κατά του υπόχρεου σε αποζηµίωση, όσο και της πλαγιαστικής αγωγής κατά του ασφαλιστή. εν έχει ιδιαίτερη σηµασία το χρονικό σηµείο επίδοσης της αγωγής στον υπόχρεο ασφαλισµένο. Αρκεί η επίδοση του δικογράφου της αγωγής στον ασφαλισµένο να έχει γίνει κατά το χρόνο εκδίκασης των αγωγών στο δικαστήριο (ΑΠ 1776/2008, 398/2007). [18]