A B P Y T A ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ. Επιμέλεια: Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος. Πρότυπο Λύκειο Αναβρύτων Νοέμβριος 2015

Σχετικά έγγραφα
System Principal Parts Tenses and Voices

STAMTIJDEN PER VERBUM (kleine lijst)

STAMTIJDEN PER TIJDSTAM (kleine lijst) Deze lijst bevat de stamtijden die in de woordenlijst opgenomen zijn.

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

CH11 α/β GRK 101 Handout

Chapter 15-α. Athematic 2 nd Aorists ACTIVE. PARADIGMS (lists of forms) BASIC PATTERN indic imperat inf ptc

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS in CORE VOCABULARY COMPOUND VERBS

CH12 α, β GRK 102 Handout

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS in CORE VOCABULARY STEMS ENDING in VOWELS

1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

δακρύω δακρύσω ἐδάκρυσα δεδάκρυκα δεδάκρυμαι (I am in tears): to cry, weep

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΑΤΑ ΛΟΓΟΣ ΗΜΑΤΩ ΤΗΣ ΑΡ ΧΑΙΑΣ ΕΛΛ ΗΝΙΚΗΣ

Shell Remove Greek Vacation Work

Σχηματισμός της οριστικής. Ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων α' συζυγίας

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

The Ultimate ATHENAZE I Verb Chart STRONG AORIST. 1stPP Future Aorist Perfect

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

CH12 α, β GRK 102 Handout

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ 1

System Principal Parts Tenses and Voices

a) ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι. b) Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας.

Επιμέλεια : Παναγιώτης Γ. Αθανασόπουλος. εἴργω ἐλαύνω ἐλέγχω ἕλκω ἐλπίζω ἐνθυμέομαι-οῦμαι ἐννοέω-ῶ ἐντέλλομαι ἔξεστι (απρόσωπο) ἔοικα ἐπανορθόω-

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS IN CORE VOCABULARY

Λυσίου, Δήμου καταλύσεως ἀπολογία, 1-3

Πλάτωνος, Γοργίας, 483, b d

Ενότητα 1. Ενότητα 2

STAMTIJDEN PER VERBUM (grote lijst) Deze lijst bevat de stamtijden van alle verba uit de woordenlijst die één of meer onregelmatigheden

GCSE (9 1) Classical Greek

αἰσχρός, αἰσχρά, αἰσχρόν (comp. αἰσχίων) ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθόν ἄδικος, ἄδικον ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον (comp. ῥᾴων) δίκαιος, δικαία, δίκαιον

λέ-λου-μαι λέ-λου-νται λε-λού-μεθα λέ-λου-σθε

OCR Greek GCSE Word List Produced by Eton College

EL AORISTO. El aoristo, que equivale a nuestro pretérito indefinido, presenta varios tipos: Pasivos con -θη-. ἔλυθην (λύω)

Longus : Daphnis et Chloé XXXI 1

Tema de aoristo. Morfología y semántica

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs using the verb λύω. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating.

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ που απαντούν στο έργο του Ξενοφώντα

Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά,

PERSON PRIMARY. Aorist. Present Future Perfect (Subjunctive) Aorist. Passive. Future SECONDARY. Passive. Imperfect Aorist Pluperfect (Optative)

College Greek Exam Syllabus Fifth Annual Exam (2013)

TEST 17 MAGGIO PRONOMI: pronome relativo (prolessi e attrazione) cfr. scheda in fot.

ἔ-λου-σα-ν ἐ-λού-σα-σθεσθε Thematische Verben auf - ω Aoristbildung: (1) schwacher Aorist -σα oder -α Sg. Sg. Pl. Pl.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Vocabularies for J. W. Roberts

Guide to Principal Parts of Regular Verbs

Croy Lesson 10. Kind of action and time of action. and/or Redup. using the verb λύω

Ο ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

GREEK GRAMMAR I Future Active and Middle-Deponent Indicative Tense Dr. Marshall

I. EL VERBO *PARADIGMA VERBAL

Τα σύνθετα ρήματα έχουν την τάση να διατηρούν τον τόνο τους στη συλλαβή που τονίζεται και το αντίστοιχο απλό ρήμα: λύειν - ἀπολύειν, ἦχθαι - ἀπῆχθαι,

STAMTIJDEN PER TIJDSTAM (grote lijst)

Μελέτησε τις παρακάτω σημειώσεις για τις καταλήξεις των ρημάτων

Attica Intermediate Classical Greek

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating. Croy Lesson 10

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΡΗΜΑΤΩΝ. Επιμέλεια : Δριμαροπούλου Ε. Σεβαστή

1ο Κείμενο. Καίτοι πῶς ἄν τις τὴν ἀνδρίαν ἢ τὴν φρόνησιν ἢ σύμπασαν τὴν ἀρετὴν. τὴν Εὐαγόρου φανερώτερον ἐπιδείξειεν ἢ διὰ τοιούτων ἔργων καὶ

Greek Verbs. Kind (and with Indic, Time) of action. Relation of subject to action. Who is acting

Attica Intermediate Classical Greek

Euripide, Hécube v Exodos Euripide, Hécube v Exodos Plaidoyer de Polymestor devant Agamemnon 2) La vengeance des femmes

Longus : Daphnis et Chloé XXX 1

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. ΕΝΟΤΗΤΑ 8 η (Νέο Βιβλίο) Ένα παράδειγμα σεβασμού προς τους γονείς

Chapter 54. The First and Second Aorist Indicative Passive

αἱρέω αἱρήσω εἷλον ᾕρηκα to take, capture αἱρεθήσοµαι ᾑρέθην ᾕρηµαι

Sophocle : Oedipe Roi v La résistance de Tirésias

Greek Vocabulary List For: Antiphon, Second Tetralogy. Count, Word, Short Definition,

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο ( )

EL AORISTO ejercicios. 1 ἀόριστος

Ενεργητική Παθητική Ενεργητική Παθητική ἀγγέλλω 1 ἀγγέλλομαι ἀγορεύω 2 ἀγορεύομαι ἤγγελλον ἠγγελλόμην ἠγόρευον ἠγορευόμην

PERSON NUMBER TENSE MOOD VOICE. Endings: 123 & S/P PRIMARY. Aorist. Passive. Present Future Perfect (Subjunctive) Aorist Passive & Future Passive

College Greek Exam Syllabus Fourth Annual Exam (2012)

Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΑΡΧΑΙΑ **ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ. 1) Να κάνετε την εγκλιτική αντικατάσταση.

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

Α. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου Β

Η μουσική εξημερώνει

Lektion 27: Die μι-verben / athematische Konjugation. εἰμί "sein" Die Besonderheiten der μι-verben

λείπω πάσχω ἐ πιλανθάνομαι λ α γ χ άνω

[NOUN -proper] god, God (n) lord, master, the Lord man, human Christ father, Father day, lifetime, time period wind; breath; spirit, Spirit son

PERSON NUMBER TENSE MOOD VOICE

Cumulative Vocabulary List

Texte grec Prologue (1) : Polydore se présente

Acte I, Scène 1 : Chéréas, Sostrate

Ο πλούτος της αττικής γης. Όλη η υποενότητα Α (κείμενο) είναι εκτός ύλης. Δηλαδή εκτός ύλης είναι οι σελίδες 36, 37 και 38

Vocabulary for the second semester

The Aorist Tense. Talking About the Past. A lesson for the Paideia web-app Ian W. Scott, 2015

δείκνυμι, βαίνω, γιγνώσκω, redundant μή Intensive Classical Greek Prof. Kristina Chew 12 July 2015

Enclosed is the ATH2010 group s collation for chapter 11β (part 1) of Athenaze (Ἀθήναζε).

STAMMFORMEN (SCHWERGEWICHT: κοινή)

Kάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή της συγγραφέως

Attica Intermediate Classical Greek

Ενότητα 2 «Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή»

Ασκήσεις γραμματικής

Longus : Daphnis et Chloé XXXII 1

Λογισμικό: Αρχαία με Νόημα Κατηγορία αναπηρίας: Κώφωση Βαρηκοΐα Μάθημα: Αρχαία Ελληνικά Τάξη/εις: Α, Β Γυμνασίου

δείκνυμι, δείξω, ἔδειξα, δέδειχα, δέδειγμαι, ἐδείχθην. show

Lucien 1 Histoires véritables I Lucien Histoires véritables I Deuxième tempête, et décollage : Plein ciel vers les sphères

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

Transcript:

N B P Y ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ T Επιμέλεια: Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος Πρότυπο Λύκειο Αναβρύτων Νοέμβριος 2

) ἄγω ἦγον ἄξω ἤγαγον (αορ. β ) ἀγήοχα, ἦχα ἠγηόχειν, ἤχειν 2) αἱρέω ῶ (συλλαμβάνω, κυριεύω) ᾕρουν αἱρήσω εἷλον (αορ. β ) ᾕρηκα ᾑρήκειν 3) αἴρω (σηκώνω) ᾖρον ἀρῶ ἦρα ἤρκα ἤρκειν 4) αἰσθάνομαι ᾐσθανόμην αἰσθήσομαι ᾐσθόμην (αορ. β ) ᾔσθημαι ᾐσθήμην ) ἀκούω ἤκουον ἀκούσομαι ἤκουσα ἀκήκοα ἠκηκόειν 6) ἁλίσκομαι (κυριεύομαι, παθητικό του ἁλισκόμην αἱρῶ) ἁλώσομαι ἑάλων, ἥλων (αορ. β ) ἑάλωκα, ἥλωκα ἑαλώκειν, ἡλώκειν 7) ἁμαρτάνω ἡμάρτανον ἁμαρτήσομαι ἥμαρτον (αορ. β ) ἡμάρτηκα ἡμαρτήκειν 8)ἀναλίσκω, ἀναλόω ῶ ἀνήλισκον, ἀνήλουν ἀναλώσω ἀνήλωσα ἀνήλωκα ἀνηλώκειν N B ἄγομαι ἠγόμην ἄξομαι, ἀχθήσομαι ἠγαγόμην, ἤχθην (αορ. β ) ἦγμαι ἤγμην αἱροῦμαι (εκλέγω, εκλέγομαι) ᾑρούμην αἱρήσομαι, αἱρεθήσομαι εἱλόμην (αορ. β ), ᾑρέθην ᾕρημαι ᾑρήμην αἴρομαι ᾐρόμην ἀροῦμαι, ἀρθήσομαι ᾐράμην, ᾔρθην ἦρμαι ᾔρμην P Y T ἀκουσθήσομαι ἠκούσθην ἁμαρτάνομαι (ἁμαρτάνεται) ἡμαρτάνετο ἡμαρτήθη ἡμάρτηται ἡμάρτητο ἀναλίσκομαι, ἀναλοῦμαι ἀνηλισκόμην, ἀνηλούμην ἀναλωθήσομαι ἀνηλώθην ἀνήλωμαι ἀνηλώμην Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος 2

) (ἀπο)θνήσκω (σκοτώνομαι) ἀπέθνησκον ἀποθανοῦμαι ἀπέθανον (αορ. β ) τέθνηκα ἐτεθνήκειν ) ἀπόλλυμι, ἀπολλύω ἀπόλλυμαι ἀπώλλυν, ἀπώλλυον ἀπωλλύμην ἀπολῶ ἀπολοῦμαι ἀπώλεσα ἀπωλόμην ἀπολώλεκα ἀπόλωλα ἀπολωλέκειν ἀπωλώλειν ) ἀφικνέομαι οῦμαι ἀφικνούμην ἀφίξομαι ἀφικόμην (αορ. β ) ἀφῖγμαι ἀφίγμην 2) βαίνω βαίνομαι ἔβαινον βήσομαι εβην εβάθην βέβηκα ἐβεβήκειν 3) βάλλω ἔβαλλον βαλῶ ἔβαλον (αορ. β ) βέβληκα ἐβεβλήκειν 4) βιβάζω εβίβαζον βιβῶ εβίβασα N B P Y T βάλλομαι ἐβαλλόμην βαλοῦμαι, βληθήσομαι ἐβαλόμην, ἐβλήθην βέβλημαι ἐβεβλήμην βιβάζομαι εβιβασάμην ) βούλομαι ἐβουλόμην, ἠβουλόμην βουλήσομαι ἐβουλήθην, ἠβουλήθην βεβούλημαι ἐβεβουλήμην 6) γίγνομαι ἐγιγνόμην γενήσομαι ἐγενόμην (αορ. β ) γεγένημαι, γέγονα ἐγεγενήμην, ἐγεγόνειν Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος 3

7) γιγνώσκω γιγνώσκομαι ἐγίγνωσκον ἐγιγνωσκόμην γνώσομαι γνωσθήσομαι ἔγνων ἐγνώσθην ἔγνωκα ἔγνωσμαι ἐγνώκειν ἐγνώσμην 8) δείκνυμι δείκνυμαι ἐδείκνυν ἐδεικνύμην δείξω δείξομαι, δειχθήσομαι ἔδειξα ἐδειξάμην, ἐδείχθην δέδειχα δέδειγμαι ἐδεδείχειν ἐδεδείγμην ) δέω (έχω ανάγκη, και ως απρόσ. δεῖ) δέομαι ἔδεον ἐδεόμην δεήσω δεήσομαι, ἐδεήθην ἐδέησα δεδέημαι 2) διαλέγομαι διελεγόμην διαλέξομαι, διαλεχθήσομαι διελέχθην διείλεγμαι διειλέγμην 2) δίδωμι δίδομαι ἐδίδουν ἐδιδόμην δώσω δώσομαι, δοθήσομαι ἔδωκα (αορ. β ) ἐδόμην (αορ. β ), ἐδόθην δέδωκα δέδομαι ἐδεδώκειν ἐδεδόμην 22) δοκέω ῶ, και ως απρόσ. δοκεῖ ἐδόκουν ἐδόκει δόξω δόξει ἔδοξα ἔδοξε δέδοκται ἐδέδοκτο 23) δύναμαι ἐδυνάμην, ἠδυνάμην δυνήσομαι ἐδυνήθην, ἠδυνήθην δεδύνημαι 24) ἐάω ῶ (αφήνω) εἴων ἐάσω εἴασα εἴακα εἰάκειν N B P ἐῶμαι ἐάσομαι εἰάθην εἴαμαι Y T Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος 4

2) ἐθέλω, θέλω ἤθελον ἐθελήσω, θελήσω ἠθέλησα ἠθέληκα ἠθελήκειν 26) εἶμι, ἔρχομαι ᾖα, ᾔειν εἶμι, ἀφίξομαι ἦλθον (αορ. β ) ἐλήλυθα ἐληλύθειν 27) εἰμί ἦν ἔσομαι ἐγενόμην γέγονα ἐγεγόνειν 28) ἐλαύνω ἐλαύνομαι ἤλαυνον ἠλαυνόμην ἐλῶ (κλίνεται κατά τα συνηρ. σε αω) ἤλασα ἠλασάμην, ηλάθην ἐλήλακα ἐλήλαμαι 2) ἕπομαι (ακολουθώ) εἱπόμην ἕψομαι ἑσπόμην (αορ. β ) (ἠκολούθηκα) N B P Y T 3) ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά) ἠπιστάμην ἐπιστήσομαι ἠπιστήθην 3) ἐρωτάω ῶ ἠρώτων ἐρωτήσω, ἐρήσομαι ἠρόμην (αορ. β ) ἠρώτηκα ἠρωτήκειν 3) εὑρίσκω ηὕρισκον, εὕρισκον εὑρήσω ηὗρον, εὗρον (αορ. β ) εὕρηκα, ηὕρηκα εὑρήκειν, ηὑρήκειν εὑρίσκομαι ηὑρισκόμην, εὑρισκόμην εὑρήσομαι, εὑρεθήσομαι ηὑρόμην, εὑρόμην (αορ. β ), ηὑρέθην εὕρημαι εὑρήμην, ηὑρήμην Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος

32) ἔχω ἔχομαι εἶχον εἰχόμην ἕξω, σχήσω ἕξομαι, σχήσομαι ἔσχον (αορ. β ) ἐσχόμην ἔσχηκα έσχημαι ἐσχήκειν εσχήμην 33) ζήω ῶ, βιόω ῶ ἔζων ζήσω, βιώσομαι ἐβίων (αορ. β ) βεβίωκα 34) ἵημι (ρίχνω) ἵεμαι ἵην ἱέμην ἥσω ἥσομαι, εθήσομαι ἧκα (αορ. β ) ηκάμην, είμην, είθην εἷκα εῖμαι εἵκειν είμην 3) ἵστημι ἵσταμαι ἵστην ἱστάμην στήσω στήσομαι ἔστησα ἐστησάμην, ἔστην (αορ. β ) (στήσας ἔχω) ἕστηκα (στήσας εἶχον) εἱστήκειν 36) καλέω ῶ καλοῦμαι ἐκάλουν ἐκαλούμην καλῶ καλοῦμαι, κληθήσομαι ἐκάλεσα ἐκαλεσάμην, ἐκλήθην κέκληκα κέκλημαι ἐκεκλήκειν ἐκεκλήμην 37) κάμνω (κοπιάζω, κουράζομαι) ἔκαμνον καμοῦμαι ἔκαμον (αορ. β ) κέκμηκα ἐκεκμήκειν 38) κτάομαι ῶμαι (αποκτώ) ἐκτώμην κτήσομαι ἐκτησάμην, ἐκτήθην κέκτημαι, ἔκτημαι ἐκεκτήμην 3)κτείνω (σκοτώνω) ἔκτεινον κτενῶ ἔκτεινα ἔκτονα ἐκτόνειν N B P Y T Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος 6

4) λαγχάνω ἐλάγχανον λήξομαι ἔλαχον (αορ. β ) εἴληχα εἰλήχειν 4) λαμβάνω ἐλάμβανον λήψομαι ἔλαβον (αορ. β ) εἴληφα εἰλήφειν 42) λανθάνω (διαφεύγω της προσοχής) ἐλάνθανον λήσω ἔλαθον, (αορ. β ) λέληθα ἐλελήθειν 43) λέγω ἔλεγον λέξω, ἐρῶ ἔλεξα, εἶπα, εἶπον (αορ. β ) εἴρηκα εἰρήκειν 44) λείπω ἔλειπον ἔλιπον (αορ. β ) λέλοιπα ἐλελοίπειν λαμβάνομαι ἐλαμβανόμην ληφθήσομαι ἐλαβόμην (αορ. β ), ἐλήφθην εἴλημμαι ειλήμμην N B P Y T λέγομαι ἐλεγόμην λεχθήσομαι, ῥηθήσομαι ἐλέχθην, ἐρρήθην εἴρημαι, λέλεγμαι εἰρήμην λείπομαι ἐλειπόμην λείψομαι, λειφθήσομαι ελιπόμην, ἐλείφθην λέλειμμαι ἐλελείμμην 4) μανθάνω ἐμάνθανον μαθήσομαι ἔμαθον (αορ. β ) μεμάθηκα ἐμεμαθήκειν 46) μάχομαι ἐμαχόμην μαχέσομαι ἐμαχεσάμην μεμάχημαι ἐμεμαχήμην 47) μιμνήσκομαι ἐμιμνησκόμην μνησθήσομαι ἐμνήσθην μέμνημαι ἐμεμνήμην Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος 7

48) οἶδα (γνωρίζω) ᾔδη και ᾔδειν εἴσομαι και εἰδήσω ἔγνων ἔγνωκα ἐγνώκειν 4) οἴομαι και οἶμαι (νομίζω) ᾠόμην και ᾤμην οἰήσομαι ᾠήθην ) ὁράω ῶ ἑώρων ὄψομαι εἶδον (αορ. β ) ἑόρακα, ἑώρακα, ὄπωπα ἑωράκειν ) ὀφείλω (χρωστώ) ὤφειλον ὀφειλήσω ὠφείλησα, ὤφελον (αορ. β ) ὠφείληκα ὠφειλήκειν 2) ὀφλισκάνω (καταδικάζομαι σε πρόστιμο) ὠφλίσκανον ὀφλήσω ὦφλον (αορ. β ) ὤφληκα ὠφλήκειν 3) πάσχω ἔπασχον πείσομαι ἔπαθον (αορ. β ) πέπονθα ἐπεπόνθειν 4) πείθω ἔπειθον πείσω ἔπεισα πέπεικα ἐπεπείκειν ) πέμπω (στέλνω) ἔπεμπον πέμψω ἔπεμψα πέπομφα ἐπεπόμφειν 6) πίνω ἔπινον πίομαι ἔπιον (αορ. β ) πέπωκα N B P Y T ὁρῶμαι ἑωρώμην ὀφθήσομαι ειδόμην, ὤφθην ἑόραμαι, ἑώραμαι, ὦμμαι ἑωράμην ὀφείλομαι ὠφειλόμην ὠφειλήθην πείθομαι ἐπειθόμην πείσομαι, πεισθήσομαι ἐπιθόμην (αορ. β ), ἐπείσθην πέπεισμαι, πέποιθα ἐπεπείσμην, ἐπεποίθην πέμπομαι ἐπεμπόμην πέμψομαι, πεμφθήσομαι έπεμψάμην, ἐπέμφθην πέπεμμαι ἐπεπέμμην Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος 8

7) πίπτω ἔπιπτον πεσοῦμαι ἔπεσον (αορ.β ) πέπτωκα ἐπεπτώκειν 8) πυνθάνομαι (πληροφορούμαι) ἐπυνθανόμην πεύσομαι ἐπυθόμην (αορ. β ) πέπυσμαι ἐπεπύσμην ) σκοπέω ῶ και σκοπέομαι οῦμαι (εξετάζω, σκέπτομαι) ἐσκόπουν και ἐσκοπούμην σκέψομαι ἐσκεψάμην ἔσκεμμαι ἐσκέμμην 6) σπένδω (χύνω από το ποτήρι κρασί σπένδομαι (κάνω συνθήκη) προς τιμήν των θεών) ἐσπενδόμην ἔσπενδον σπείσομαι σπείσω ἐσπεισάμην ἔσπεισα ἔσπεισμαι ἐσπείσμην 6) στρέφω ἔστρεφον στρέψω ἔστρεψα ἔστροφα ἔστρόφην 62) συλλέγω συνέλεγον συλλέξω συνέλεξα συνείλοχα συνειλόχειν 63) τείνω ἔτεινον τενῶ ἔτεινα τέτακα 64) τέμνω ἔτεμνον τεμῶ ἔτεμον (αορ. β ) τέτμηκα ἐτετμήκειν N B P Y T στρέφομαι ἐστρεφόμην στρέψομαι, στραφήσομαι εστρεψάμην, ἐστράφην, ἐστρέφθην ἔστραμμαι εστράμμην συλλέγομαι συνελεγόμην συλλέξομαι, συλλεγήσομαι συνελεξάμην, συνελέγην συνείλεγμαι συνειλέγμην τείνομαι ἐτεινόμην τενοῦμαι, ταθήσομαι ετεινάμην, ετάθην τέταμαι ἐτετάμην τέμνομαι ἐτεμνόμην τεμοῦμαι, τμηθήσομαι ἐτεμόμην, ἐτμήθην τέτμημαι ἐτετμήμην Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος

6) τίθημι τίθεμαι ἐτίθην ἐτιθέμην θήσω θήσομαι, τεθήσομαι ἔθηκα (αορ. β ) ἐθέμην, ἐτέθην τέθεικα τέθειμαι ἐτεθείκειν έτεθείμην 66) τρέπω τρέπομαι ἔτρεπον ἐτρεπόμην τρέψω τρέψομαι ἔτρεψα ἐτρεψάμην ἔτραπον (αορ. β ) ἐτραπόμην (αορ. β ), ἐτράπην τέτροφα τέτραμμαι ἐτετρόφειν ἐτετράμμην 67) τυγχάνω ἐτύγχανον τεύξομαι ἔτυχον (αορ. β ) τετύχηκα ἐτετυχήκειν, τετυχηκώς ἦν 68) ὑπισχνοῦμαι (υπόσχομαι) ὑπισχνούμην ὑποσχήσομαι ὑπεσχόμην (αορ. β ) ὑπέσχημαι ὑπεσχήμην 6) φαίνω ἔφαινον φανῶ ἔφηνα πέφαγκα ἐπεφάγκειν 7) φέρω ἔφερον οἴσω ἤνεγκα, ἤνεγκον (αορ. β ) ἐνήνοχα ενηνόχειν 7) φεύγω (διαφεύγω, είμαι εξόριστος) ἔφευγον φεύξομαι, φευξοῦμαι ἔφυγον (αορ. β ) πέφευγα ἐπεφεύγειν 72) φημί (λέω, ισχυρίζομαι) ἐφην φήσω ἐφησα 73) φθάνω ἔφθανον φθήσομαι ἔφθασα, ἔφθην (αορ. β ) N B P Y T φαίνομαι ἐφαινόμην φανοῦμαι, φανήσομαι ἐφηνάμην, ἐφάνην, ἐφάνθην πέφασμαι, πέφηνα ἐπεφάσμην φέρομαι ἐφερόμην οἴσομαι, οἰσθήσομαι, ἐνεχθήσομαι ἠνεγκάμην, ἠνέχθην ἐνήνεγμαι ἐνηνέγμην Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ 74) φθείρω ἔφθειρον φθερῶ ἔφθειρα ἔφθαρκα ἐφθάρκειν 7) φύω (είμαι από τη φύση μου) ἔφυον φύσω ἔφυσα 76) χρῶμαι (χρησιμοποιώ, έχω) ἐχρώμην χρήσομαι ἐχρησάμην κέχρημαι φθείρομαι ἐφθειρόμην φθεροῦμαι, φθαρήσομαι ἐφθάρην ἔφθαρμαι ἐφθάρμην φύομαι ἐφυόμην φύσομαι ἔφυν (αορ. β ) πέφυκα ἐπεφύκειν N B P Y T Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος