ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ (2) ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «Συμβολή στη μελέτη της σεισμικότητας του Ελληνικού χώρου σε σύνδεση με τις μεταβολές του πεδίου των τάσεων» Ο ευρύτερος ελληνικός χώρος αποτελεί μία εξαιρετικά πολύπλοκη σεισμοτεκτονικά περιοχή. Πολλοί ισχυροί και καταστροφικοί σεισμοί έχουν συμβεί στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή της. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη αλληλεπίδρασης μεταξύ των ρηγμάτων μέσω της εξέλιξης του πεδίου των τάσεων στην περιοχή, λόγω ισχυρών σεισμών με Μ 6.5 που έγιναν από τις αρχές του 20 ου αιώνα έως και σήμερα. Η μεθοδολογία η οποία υιοθετήθηκε προτάθηκε αρχικά από τους Deng and Sykes (1997). Με την εφαρμογή της μεθόδου επιδιώκεται η συσχέτιση μεταξύ των μεταβολών των τάσεων Coulomb και της γένεσης ισχυρών σεισμών. Οι μεταβολές αυτές είτε επιταχύνουν την εκδήλωση επερχόμενων σεισμών είτε την επιβραδύνουν. Εξαρτώνται από τη συνεχή φόρτιση στις σημαντικότερες ζώνες διάρρηξης μιας περιοχής και από τη σεισμική ολίσθηση κατά τη γένεση των ισχυρότερων σεισμών. Η μεταβολή των τάσεων σε μία πολύπλοκη τεκτονικά περιοχή καθίσταται σημαντική για την εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας και τη μελέτη του σεισμικού κύκλου της περιοχής αφού θεωρείται ότι κατά τη γένεση ενός μεγάλου σεισμού η συγκεκριμένη ζώνη διάρρηξης αποφορτίζεται ολοκληρωτικά, ενώ μετά το σεισμό συσσωρεύεται παραμόρφωση εκ νέου, εξαρτώμενη από τον απαιτούμενο χρόνο ανάκτησης των τάσεων. Για τους υπολογισμούς του μοντέλου εξέλιξης του πεδίου των τάσεων κρίθηκε απαραίτητη η συλλογή αξιόπιστων δεδομένων σχετικών με τις γεωμετρικές και κινηματικές ιδιότητες του υπεύθυνου ρήγματος το οποίο κάθε φορά ενεργοποιείται. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν γεωλογικές και σεισμολογικές κυρίως μελέτες και η πλειονότητα των στοιχείων που υιοθετήθηκαν αφορούν σεισμολογικά δεδομένα και γεωλογικές παρατηρήσεις υπαίθρου. Με βάση τα στοιχεία αυτά επιλέχτηκαν οι κατάλληλοι και οι πιο αξιόπιστοι μηχανισμοί γένεσης και προσδιορίστηκαν τα μοντέλα διάρρηξης με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια. Η συλλογή όλων των παραπάνω πληροφοριών οδηγεί σε μία σειρά υπολογισμών πολύπλοκων και χρονοβόρων κυρίως στην περίπτωση που η περιοχή μελέτης είναι ευρεία και υπάρχει σημαντικός όγκος δεδομένων. Προκύπτει επομένως η αναγκαιότητα για την αυτοματοποίηση των υπολογισμών που συνδέονται τόσο με τις μεταβολές της τάσης Coulomb που οφείλεται στη σεισμική ολίσθηση όσο και με την τεκτονική φόρτιση των 1
σημαντικότερων ενεργών ρηγμάτων στην υπό μελέτη περιοχή. Για τον λόγο αυτό αναπτύχθηκε η εφαρμογή "Coulomb Stress Application" η οποία αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στον χρήστη να εισάγει τα απαραίτητα δεδομένα για την εκτίμηση της εξέλιξης του πεδίου των τάσεων σε μία περιοχή (Paradisopoulou et al., 2007). Συγκεκριμένα τα στάδια που ακολουθούνται κατά την εφαρμογή του εργαλείου αυτού περιληπτικά είναι: α) Συλλογή δεδομένων για τους σεισμούς ενδιαφέροντος και για τις παραμέτρους των ρηγμάτων. Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε μία σχεσιακή βάση δεδομένων η οποία περιέχει όλες τις απαραίτητες παραμέτρους που χρειάζονται ως πληροφορία εισόδου για το πρόγραμμα dis3d (Erickson, 1986). β) Υπολογισμός των γεωμετρικών παραμέτρων όπως μήκος και πλάτος του ρήγματος, το πλάτος του και η σεισμική ολίσθηση, χρησιμοποιώντας είτε εμπειρικές σχέσεις (στην παρούσα εργασία Wells and Coppersmith, 1994; Papazachos et al., 2004) είτε μεθοδολογίες που περιγράφονται εν συνεχεία αναλυτικά, και γ) Εκτέλεση όλων των απαραίτητων προγραμμάτων (π.χ. dis3dop.exe, GMT package (Wessel and Smith, 1998)) ώστε τελικά να κατασκευασθούν χάρτες των μεταβολών των τάσεων Coulomb λόγω της σεισμικής ολίσθησης και χάρτες της εξέλιξης του πεδίου των τάσεων Coulomb στην περιοχή μελέτης. Η εφαρμογή αποτελεί μία μέθοδο απεικόνισης όλων των διαδικασιών που απαιτούνται για τον υπολογισμό των μεταβολών των τάσεων, ενώ ταυτόχρονα παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης των αποτελεσμάτων διότι προβάλλονται χάρτες με διάφορους συνδυασμούς δεδομένων. Ο καθορισμός των ρυθμών ολίσθησης στα σημαντικότερα ρήγματα της περιοχής ήταν απαραίτητος στον υπολογισμό του εξελικτικού μοντέλου των τάσεων και βασίστηκε σε γεωδαιτικές κυρίως μετρήσεις οι οποίες συχνά συμφωνούσαν με γεωλογικές παρατηρήσεις υπαίθρου διαφόρων ερευνητών. Η τεκτονική φόρτιση μιας περιοχής πραγματοποιείται με ρυθμό ανάλογο προς την ασεισμική ολίσθηση των ρηξιγενών δομών οι οποίες κυριαρχούν. Καθώς οι μεγάλες δομές ολισθαίνουν διαρκώς ασεισμικά για μεγάλα χρονικά διαστήματα του γεωλογικού χρόνου, η μετατόπισή τους αποτυπώνεται στους γεωλογικούς σχηματισμούς και στη μορφολογία, η μελέτη των οποίων συμβάλει στον προσδιορισμό του αντίστοιχου ρυθμού ολίσθησης του ρήγματος. Οι παρατηρήσεις συνεπώς που αφορούν τους ρυθμούς ολίσθησης και τις ταχύτητες κινήσεων των επιμέρους μικροπλακών προκύπτουν τόσο από γεωλογικά, τεκτονικά, γεωμορφολογικά δεδομένα όσο και από γεωδαιτικά στοιχεία. Τα κύρια ενεργά ρήγματα που εντοπίζονται στη Δυτική Τουρκία, στο Αιγαίο και στην ηπειρωτική χώρα στην Ελλάδα συνδέονται με τα όρια των λιθοσφαιρικών πλακών, δηλαδή την προς τα δυτικά διάδοση της κίνησης του ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας και τον εφελκυσμό στο Αιγαίο που σχετίζεται με τη διαδικασία κατάδυσης στο 2
Νότιο Αιγαίο. Μεγάλη ώθηση στην κατανόηση των τεκτονικών κινήσεων και της παραμόρφωσης του φλοιού έδωσαν οι γεωδαιτικές μετρήσεις (GPS, Global Positioning Systems). Οι μετρήσεις GPS έδειξαν ότι μεγάλες περιοχές πάνω στη λιθόσφαιρα κινούνται συνεχόμενα ενώ η παραμόρφωση εντοπίζεται κυρίως σ ένα μικρό αριθμό δομών που εκτείνονται στη βάση της λιθόσφαιρας. Κατά την ενδιάμεση σεισμική περίοδο το ρήγμα δεν ολισθαίνει έως το σεισμογόνο βάθος στη σχιζόσφαιρα. Στο κατώτερο τμήμα του φλοιού, την πλαστόσφαιρα, το ρήγμα κινείται αργά και συνεχόμενα φορτίζοντας το πάνω μέρος το οποίο είναι ακίνητο. Το όρια των πλακών ορίζονται από τα ενεργά ρήγματα τα οποία ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση κίνησης των πλακών, τη σεισμικότητα και τους ιστορικούς σεισμούς. Η μεθοδολογία η οποία εφαρμόζεται, στην παρούσα εργασία, προϋποθέτει την ποσοτικοποίηση των αργών συνεχών κινήσεων των ενεργών ρηγμάτων αφού ο συνυπολογισμός τους είναι απαραίτητος προκειμένου να εφαρμοστεί το μοντέλο εξέλιξης του πεδίου των τάσεων. Τα πιο αξιόπιστα από τα δεδομένα αυτά έχουν ληφθεί από σχετικές μελέτες, όπως των Armijo et al. (2003) οι οποίοι όρισαν το πεδίο των ταχυτήτων και τους ρυθμούς ολίσθησης των κυρίων δομών στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή της, μεταξύ άλλων. Οι Armijo et al. (2003) συνδύασαν τα γεωδαιτικά με τα γεωλογικά δεδομένα και παρείχαν μία αξιόπιστη περιγραφή για τη σημερινή κατάσταση της παραμόρφωσης που επικρατεί στην περιοχή της Ανατολίας, του Αιγαίου και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Δεδομένα των μακράς διάρκειας ρυθμών ολίσθησης χσρησιμοποιήθηκαν και από τους Reilinger et al. (2006) οι οποίοι όρισαν ένα καινούριο πεδίο ταχυτήτων με δεδομένα GPS από το 1988-2005 ανανεώνοντας τα αποτελέσματα που είχαν προτείνει οι McClusky et al. (2000, 2003). Οι μετρήσεις GPS αφορούσαν τις ζώνες αλληλεπίδρασης της Αραβικής, Αφρικανικής και Ευρασιατικής πλάκας, γειτονικά τμήματα του κεντρικού Ιράν, της Τουρκίας και τις κινήσεις των τμημάτων του Αιγαίου και της Πελοποννήσου σε σχέση με την Ευρασιατική πλάκα. Στο Σχήμα 1 απεικονίζονται οι ζώνες που συνδέονται με τα ενεργά όρια των πλακών σύμφωνα με τους Armijo et al. (2003), Reilinger et al. (2006) (για το βόρειο τμήμα κοντά στη Βουλγαρία μέχρι την Αλβανία) και 3
Goldsworthy et al. (2002) (για την περιοχή της Θεσσαλίας και Βόρειας Ελλάδας). Σχήμα 1. Απεικόνιση των κύριων ζωνών που αποτελούν τα όρια των ενεργών τεκτονικών δομών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Τα μεγάλα βέλη δείχνουν τις σχετικές κινήσεις των πλακών σε σχέση με την Ευρασία. Το κύριο εφελκυστικό πεδίο δίνεται με κόκκινο διαφανές χρώμα. ΡΜΚ: είναι το Ρήγμα Μετασχηματισμού της Κεφαλονιάς. Τα κύρια ρήγματα είναι σύμφωνα με τους (Papazachos et al., 1998; Armijo et al., 1999; Και McClusky et al., 2000). Τα ρήγματα τα οποία λήφθηκαν υπόψη στους υπολογισμούς του εξελικτικού μοντέλου παρουσιάζονται στο Σχήμα 2, με ροζ χρώμα, συνοδευόμενα από την κωδική ονομασία που αποδόθηκε σε κάθε ένα. Όλες οι τιμές των ρυθμών ολίσθησης αντιπροσωπεύουν το 60% των ρυθμών ολίσθησης που προτάθηκαν από τους Armijo et al. (2003), Flerit et al. (2004) και Reillinger et al. (2006) διότι για τους υπολογισμούς λαμβάνεται υπόψη η ενέργεια που εκλείεται κατά τη σεισμική ολίσθηση των ρηγμάτων. Στη συνέχεια υπολογίστηκαν οι μεταβολές των τάσεων Coulomb λόγω της σεισμικής ολίσθησης ύστερα από τη γένεση κάποιου ισχυρού σεισμού (Μ 6.5), σύμφωνα με τον τύπο διάρρηξης του ρήγματος που ενεργοποιήθηκε 4
Σχήμα 2. Τα σημαντικότερα ενεργά κύρια ρήγματα της περιοχής μελέτης τα οποία εισήχθησαν στην εφαρμογή του εξελικτικού μοντέλου των τάσεων απεικονίζονται στο σχήμα αυτό με ροζ χρώμα. Δίνεται επίσης η κωδική ονομασία του κάθε ρήγματος. Με μαύρο χρώμα δίνονται τα ρήγματα τα οποία συνδέονται με σεισμούς μεγέθους Μ 6.5 και για τα οποία υπολογίσθηκε η μεταβολή της τάσης λόγω σεισμικής ολίσθησης. Στη συνέχεια υπολογίστηκαν οι μεταβολές των τάσεων Coulomb οι οποίες οφείλονται στη γένεση των ισχυρών σεισμών (Μ 6.5) που έγιναν στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή της κατά την ενόργανη περίοδο. Οι υπολογιμοί έγιναν σύμφωνα με τον τύπο διάρρηξης του ρήγματος που ενεργοποιήθηκε. Στο Σχήμα 3 δίνεται ένα παράδειγμα υπολογισμού της μεταβολής των τάσεων Coulomb κατά τη διάρκεια ενός σεισμού που έγινε στην περιοχή Manyas της Βορειοδυτικής Τουρκίας το 1964 με Μ=6.5. Οι τιμές των μεταβολών απεικονίζονται χρωματικά, με τις γαλάζιες αποχρώσεις να συμβολίζουν μικρές (ανοιχτό γαλάζιο) και μεγάλες μειώσεις (σκούρο μπλε)των τιμών των τάσεων. Αντίθετα, οι κόκκινες αποχρώσεις δείχνουν αυξήσεις των θετικών μεταβολών των τάσεων Coulomb. Από το σχήμα παρατηρείται μια ιδιαίτερα μεγάλη σκιερή ζώνη που αναπτύσσεται σε διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ και μία φωτεινή ζώνη σε διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ κατά τη διεύθυνση δηλαδή της παράταξης του ρήγματος. Το πεδίο των τάσεων υπολογίζεται για κανονικού τύπου διάρρηξη στην περίπτωση αυτή. 5
Σχήμα 3. Α. Απεικόνιση του ρήγματος που συνδέεται με το σεισμό του 1964. Το επίκεντρο του σεισμού δίνεται με αστερίσκο ενώ διακρίνεται και ο μηχανισμός γένεσής του. Β. Οι μεταβολές της στατικής τάσης (Coulomb) κατά τη σεισμική ολίσθηση που σχετίζονται με το σεισμό του 1964 (Μ6.5). Το πεδίο τάσεων υπολογίζεται για κανονικού τύπου διάρρηξη. Οι μεταβολές στην τάση παρουσιάζονται με τη χρωματική κλίμακα, σε bars. Το πράσινο χρώμα αντιστοιχεί σε σχεδόν μηδενικές μεταβολές της τάσης Coulomb. Τα γαλάζια χρώματα αντιστοιχούν σε αρνητικές τιμές της μεταβολής των τάσεων και οι διαβαθμίσεις από το κίτρινο χρώμα στο κόκκινο απεικονίζουν τις θετικές μεταβολές της τάσης. Τα ρήγματα με μαύρο ανιστοιχούν στα γειτονικά ρήγματα τα οποία στη συνέχεια υπεισέρχονται στο εξελικτικό μοντέλo και με λευκό χρώμα αναπαρίσταται το ρήγμα το οποίο συνδέεται με τη γένεση του σεισμού και αυτό για το οποίο έχει πραγματοποιηθεί ο υπολογισμός των ΔCFF. Παρατηρείται ότι η γένεση του σεισμού έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών των τάσεων στα άκρα του ρήγματος δηλαδή στα ΒΔ και ΝΔ. Οι υπολογισμοί του εξελικτικού πεδίου των τάσεων στη συνέχεια, γινόταν σταδιακά από την αρχή της περιόδου που καλύπτει η παρούσα μελέτη (από το 1902) μέχρι ακριβώς πριν από το χρόνο γένεσης κάθε ισχυρού σεισμού, με σκοπό να εξετασθεί αν η γένεση του σεισμού αυτού επηρεάσθηκε από τις μεταβολές του πεδίου των τάσεων, αν δηλαδή η γένεση του συγκεκριμένου σεισμού επιταχύνθηκε ή επιβραδύνθηκε λόγω των μεταβολών αυτών. Σε κάθε στάδιο του μοντέλου το πεδίο των τάσεων υπολογιζόταν σύμφωνα με τον τύπο διάρρηξης του επόμενου σεισμού, για τον οποίο ελέγχεται πιθανή πρόκληση. Σε σχέση με τις προηγούμενες σχετικές μελέτες η εργασία αυτή καλύπτει το μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα ώστε τα δεδομένα να είναι πλέον αξιόπιστα (ενόργανη περίοδος), λαμβάνει υπόψη τη συνεχή τεκτονική φόρτιση στις σημαντικότερες ενεργές δομές της περιοχής και ο υπολογισμός της εξέλιξης του πεδίου των τάσεων γίνεται κάθε φορά για όλους τους αναμενόμενους τύπους διάρρηξης (κανονική, ανάστροφη, οριζόντιας μετατόπισης). 6
Ο υπολογισμός των μεταβολών των τάσεων επεκτάθηκε μέχρι το 2008 με σκοπό να προσδιοριστούν οι δομές οι οποίες σήμερα βρίσκονται σε περιοχές θετικών μεταβολών των τάσεων. Τα παρακάτω σχήματα απεικονίζουν τη μεταβολή του πεδίου των τάσεων από το 1902 έως και το 2008 και συμπεριλαμβάνουν τις μεταβολές των τάσεων Coulomb λόγω της σεισμικής ολίσθησης όλων των ισχυρών σεισμών μέχρι και τον τελευταίο της Μεθώνης το 2008 και την τεκτονική φόρτιση των ρηγμάτων για 106 χρόνια. Το πεδίο των τάσεων υπολογίστηκε για τέσσερις τύπους ρηγμάτων, οριζόντιας μετατόπισης, δεξιόστροφο, κανονικό, ανάστροφο και οριζόντιας μετατόπισης, αριστερόστροφο. Στα σχήματα απεικονίζονται επίσης και οι μηχανισμοί γένεσης σεισμών μεγέθους Μ 5.0 οι οποίοι έγιναν στην περιοχή μελέτης κατά την περίοδο από το Φεβρουάριο του 2008 έως το Δεκέμβριο του 2008. Σχήμα 4. Οι υπολογισμοί του εξελικτικού πεδίου των τάσεων Coulomb όπως έχουν προκύψει μέχρι το 2008 στην περιοχή μελέτης για τέσσερις τύπους ρηγμάτων: α)δεξιόστροφα οριζόντιας μετατόπισης, β) κανονικά ρήγματα, γ)αριστερόστροφα οριζόντιας μετατόπισης και δ) ανάστροφα ρήγματα. Απεικονίζονται επίσης οι μηχανισμοί γένεσης για δεξιόστροφα ρήγματα οριζόντιας μετατόπισης (α), για κανονικά ρήγματα (β) και για ανάστροφα ρήγματα (δ) που συνδέονται με σεισμούς που έχουν γίνει στην περιοχή με Μ 5.0, μετά το σεισμό της Μεθώνης το 2008 μέχρι και το 12/2008. Οι υπολογισμοί έχουν πραγματοποιηθεί α) για αντιπροσωπευτικό οριζόντιας μετατόπισης μηχανισμό διάρρηξης (παράταξη=90, κλίση=87 και γωνία ολίσθησης=-178 ), β) για αντιπροσωπευτικό κανονικό μηχανισμό διάρρηξης (παράταξη=275, κλίση=45 και γωνία ολίσθησης=-90 ), γ) για αντιπροσωπευτικό αριστερόστροφο οριζόντιας μεττατόπισης μηχανισμό διάρρηξης (παράταξη=30, κλίση=80 και γωνία ολίσθησης=-41 ) και δ) για αντιπροσωπευτικό ανάστροφο μηχανισμό διάρρηξης. 7
Σε κάθε στάδιο του εξελικτικού μοντέλου των τάσεων, μπορούν να εκτιμηθούν πιθανές θέσεις αναμενόμενων σεισμών. Οι συγκεκριμένες θέσεις συνδέονται με τον υπολογισμό πιθανοτήτων γένεσης σεισμών με σκοπό την εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας στην περιοχή μελέτης. Οι μεθοδολογίες που έχουν αναπτυχθεί από τους Stein et al. (1997), Toda et al. (1998) και Parsons (2004, 2005) είναι αυτές που ακολουθήθηκαν για την εκτίμηση των πιθανοτήτων. Στο Σχήμα 4 δίνεται μία σχηματική απεικόνιση μίας ξαφνικής επίδρασης της αύξησης και της μείωσης της τάσης που δημιουργείται από ένα σεισμό σε κάποιο ρήγμα (Toda et al., 1998). Στα σχήματα 4 (γ) και (δ) δίνεται η εικόνα της συνολικής πιθανότητας που αποτελεί άθροισμα τριών πιθανοτήτων: πριν την επίδραση της μεταβολής της τάσης, κατά τη μόνιμη επίδραση και πιθανότητα που υπολογίζεται από την παροδική μεταβολή της τάσης λόγω του κύριου σεισμού. Παρατηρείται ότι η πιθανότητα κατά την παροδική επίδραση της μεταβολής της τάσης αυξάνεται (ή μειώνεται) απότομα μέχρι μία τιμή και κατόπιν μειώνεται εκθετικά με το χρόνο έως ότου φτάσει στην τιμή η οποία αντιστοιχεί στην πιθανότητα κατά τη μόνιμη επίδραση. Για τον υπολογισμό των πιθανοτήτων γένεσης ισχυρών (Μ>6.5) σεισμών στα γνωστά ενεργά ρήγματα της περιοχής μελέτης, εφαρμόσθηκαν δύο μοντέλα: Το απλό μοντέλο Poisson και το μοντέλο δεσμευμένης πιθανότητας (conditional probability model (Cornell et al., 1968; Hagiwara, 1974)). Στις σχέσεις που ισχύουν για το μοντέλο της δεσμευμένης πιθανότας εισήχθηκε και ο παράγοντας της μεταβολής της τάσης Coulomb ώστε να δειχθεί κατά πόσο αυτός επηρεάζει την πιθανότητα γένεσης ενός σεισμού σ ένα από τα σημαντικότερα ρήγματα της περιοχής μελέτης. Επειδή η τάση μεταβάλλεται χωρικά η τιμή της προκαλεί αλλαγή στις τιμές των πιθανοτήτων υπολογίσθηκαν τρεις τιμές της παραμέτρου αυτής (ΔCFFmin (ελάχιστη τιμή), ΔCFFmax (μέγιστη τιμή) και ΔCFFaverage (μέσος όρος). Επομένως, αρχικά υπολογίζεται η πιθανότητα χωρίς την επίδραση των μεταβολών της τάσης. Κατόπιν υπολογίζονται οι τιμές της δεσμευμένης πιθανότητας (ελάχιστη, μέγιστη, μέση τιμή), που για κάθε κύριο ρήγμα λόγω της μόνιμης και παροδικής επίδρασης της τάσης. Οι τιμές των πιθανοτήτων που υπολογίστηκαν, χρησιμοποιώντας τα παραπάνω μοντέλα, αναφέρονται στα επόμενα 30 χρόνια. 8
Σχήμα Error! Νo text of specified style in document.5. Σχηματική απεικόνιση μίας ξαφνικής αύξησης και μείωσης της τιμής της μεταβολής της τάσης σε κάποιο ρήγμα λόγω ενός σεισμού σε διπλανό ρήγμα. α) Αύξηση της τιμής της μεταβολής της τάσης η οποία ενισχύει το χρόνο του να γίνει ένας σεισμός. Εάν το ρήγμα βρίσκεται στην περιοχή θετικών μεταβολών των τάσεων τότε προκαλείται η διέγερση του ρήγματος αυτού. β) Μία ξαφνική μείωση της τιμής της μεταβολής της τάσης καθυστερεί το χρόνο στον οποίο μπορεί να γίνει ο επόμενος σεισμός. H μείωση στην τάση προκαλεί «σκοτεινές περιοχές» οπότε το ρήγμα καθυστερεί να ενεργοποιηθεί (Harris and Simpson, 1996). γ) Μακράς διάρκειας (μόνιμη) και μικρής διάρκειας (παροδική) μεταβολή της πιθανότητας (Dieterich and Kilgore, 1996) η οποία συνδέεται με την αύξηση της τάσης. δ) Μόνιμη και παροδική μεταβολή της πιθανότητας η οποία συνδέεται με τη μείωση της τάσης. Το σχήμα είναι τροποποιημένο από Toda et al. (1998). 9