......
Ο Χάρι Πι δε μένει πια εδώ
Μακέτα εξωφύλλου - Σελιδοποίηση: Ευθύµης Δηµουλάς Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος 2009 ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΓΚΡΕΚΟΥ & EKΔOΣEIΣ «AΓKYPA» Δ.A. ΠAΠAΔHMHTPIOY A.B.E.E. Λάµπρου Κατσώνη 271 & Γεωργίου Παπανδρέου - Άγιοι Ανάργυροι, Τ.Κ. 13562 Τηλ.: 210 2693800-4 Fax: 210 2693806-7 Κεντρικό κατάστηµα: ΑΓΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ, Σόλωνος 124 - Αθήνα, Τ.Κ. 10681 Τηλ.: 210 3837667, 210 3837540 Fax: 210 3837066 e-mail agyra@agyra. gr www. agyra. gr ISBN: 978-960-422-753-2 Απαγορεύεται η αναπαραγωγή µέρους ή όλης της έκδοσης, η µεταφορά σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό αποθηκευτικό σύστηµα ή αναµετάδοση µε οποιασδήποτε µορφής ηλεκτρονικά, µηχανικά, φωτοτυπικά ή άλλα µέσα, χωρίς την προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Ν. 2121/1993, καθώς και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν και στην Ελλάδα.
ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΓΚΡΕΚΟΥ Ο Χάρι Πι δε μένει πια εδώ Eικόνες: Εύα Καραντινού
Στην Ευγενία
Η πρώτη απογοήτευση Ο οφθαλμίατρος το δήλωσε κατηγορηματικά. «Τα μάτια σου βλέπουν σαν του γερακιού. Καλύτερα να δεις, δε γίνεται, Γιώργη. Άντε με το καλό, να πάτε στο σπίτι σας». Πήρε μια απογοήτευση! Τι ζήτησε πια! Να φορέσει ένα ζευγάρι γυαλιά με ολοστρόγγυλο μαύρο σκελετό. Σαν του ήρωά του! Του Χάρι Πι. Πάει κι αυτή η ελπίδα! Και το νόμιζε τόσο εύκολο! Μέρες τώρα άλλο δεν είχε στο νου του. Είχε οργανώσει το σχέδιο παραπλάνησης του οφθαλμίατρου ως την τελευταία λεπτομέρεια. «Θα τον ξεγελάσω το γιατρό», σκεφτόταν. «Θα κάνω πως δε βλέπω, θα απαντάω λάθος σ ό,τι μου δείχνει και θα τον ξεγελάσω. Εγώ θα φορέσω γυαλιά ο κόσμος να χαλάσει!» Αλλά τζίφος τα πράγματα! Ο γιατρός δεν έφα- 11
ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΓΚΡΕΚΟΥ γε το καλοστημένο παραμύθι του. Ο κόσμος φυσικά δε χάλασε κι ο Γιώργης δε φόρεσε γυαλιά. Η μια απογοήτευση μετά την άλλη! Να, όπως πριν λίγες μέρες, όταν ζήτησε από τον πατέρα του να πάνε διακοπές στον ξάδελφό του, που σπούδαζε στην πατρίδα του ήρωά του, στην Ευρώπη, κι εκείνος του απάντησε: «Κάποια άλλη φορά, στο μέλλον, θα το κάνουμε αυτό το ταξίδι. Προς το παρόν, το μόνο ταξίδι που μπορούμε να κάνουμε είναι στο νησί μας. Την επόμενη Τρίτη αναχωρείς». Ο Γιώργης έστρωσε για εκατοστή φορά τα μαύρα του μαλλιά πάνω στο μέτωπο. Τουλάχιστον τα μαλλιά του ήταν ολόιδια με του Χάρι Πι. Αυτό κανείς δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει. Κάτι ήταν και αυτό! Από το τίποτα 12
Η πρώτη μέρα στο νησί Η επόμενη Τρίτη έφτασε και πέρασε. Σήμερα είναι πρωινό Τετάρτης, κατακαλόκαιρο, και ο Γιώργης ξυπνάει στο σπίτι, στο χωριό των γονιών του. Η γιαγιά πετάει απ τη χαρά της. Τρέχει, σαν κοριτσάκι, πάνω-κάτω. Δεν ξέρει τι να πρωτοκάνει για να τον ευχαριστήσει. Θα φας φρέσκο αυγό, αγόρι μου; Ναι, θα φας. Τι ρωτάω; Και ζυμωτό ψωμί με βούτυρο και μέλι από το μελίσσι του θείου σου. Και το γάλα σου. Να το πιεις όλο Ναι, ναι, αποκρίνεται εκείνος αλλά η σκέψη του είναι αλλού. Άλλο είναι που τον καίει Με το που ξύπνησε έκανε την πρώτη του εξερεύνηση. Κασέτα και κατευθείαν στο βίντεο. «Πού είναι το βίντεο;» Πού είναι το βίντεο, παππού; ρωτάει με αγωνία. Στη χώρα, στο μάστορα, έχει καιρό που χάλασε. 13
ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΓΚΡΕΚΟΥ Καλά, όλο το σύμπαν συνωμοτεί ενάντια στα θέλω του; Κρίμα το ταξίδι που έκαναν οι κασέτες με τον αγαπημένο του ήρωα. Άλλο μέλημα δεν είχε στο νου του παρά μην τις ξεχάσει στο σπίτι του, στην πόλη, και μετά πώς θα περνούσε το καλοκαίρι χωρίς τις ταινίες του! «Και τώρα τι γίνεται; Πώς περνάνε οι μέρες; Κι αυτοί οι φίλοι ακόμα να έρθουν στο νησί». Άντε, ετοιμάσου να πάμε για μπάνιο, φωνάζει ο παππούς καθώς ετοιμάζει τα σύνεργά του για το ψάρεμα. Η γιαγιά δίνει τις τελευταίες οδηγίες. Να προσέχεις το παιδί. Μην ανοιχτείτε στα βαθιά. Και προσοχή στον ήλιο. Καπέλο και φανελάκι. Ο ήλιος καίει! Δεν είναι όπως παλιά. Ξέρω, ξέρω, απαντά ο παππούς βουτώντας το ψαροντούφεκο. Πάμε, αγόρι μου; Είσαι έτοιμος; Αν είναι λέει; Από τότε που θυμάται τον εαυτό του με το ζόρι τον απομάκρυναν από την αγκαλιά της. Τέτοια αγάπη της έχει της θάλασσας! 14
Στη θάλασσα Θάλασσα! Να τη η θάλασσα! Τρέχει με λαχτάρα κοντά της. Πετάει τα ρούχα του. Νιώθει τη ζεστή άμμο στις πατούσες του. Χοροπηδώντας πλησιάζει το νερό και βουτάει αμέσως στη δροσερή, καθάρια αγκαλιά της. Βάζει για τέρμα το «βράχο της παρέας», έτσι τον βάφτισε πέρσι ο Οδυσσέας, ο φίλος του, και με γρήγορες απλωτές κολυμπάει προς τα εκεί. Αργότερα, αποκαμωμένος, ξαπλώνει ανάσκελα στην άμμο. Τη νιώθει πιο ζεστή από τα πριν. Γεύεται την αλμύρα του νερού στα χείλη του. Ακούει το κρώξιμο των γλάρων και το ήσυχο κυματάκι που σκάει στα πόδια του. Πάνω ο ήλιος τού γνέφει χαρούμενος και ζεστός. Κλείνει τα μάτια του. Τώρα ο ήλιος μεταμορφώνεται σε μια πορτοκαλιά, ζεστή σφαίρα. Το μυαλό του έχει 16
Ο ΧΑΡΙ ΠΙ ΔΕ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ ΕΔΩ αδειάσει. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει αργά και ρυθμικά. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου σκέφτεται τον ήρωά του. Φαντάζεται τον εαυτό του να μάχεται για το Καλό, αλλά πολύ γρήγορα το βαριέται αυτό το «παιχνίδι». Είναι η πρώτη φορά, εδώ και πολύ καιρό, που δεν ανταλλάσσει αυτή τη στιγμή με τους ανήλιαγους και σκοτεινούς τόπους που ζει ο Χάρι Πι. 17