Ονοματεπώνυμο: Ημερομηνία: Λογοτεχνία Γ Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης Κείμενο: Γιώργος Παυλόπουλος «Τα αντικλείδια» ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ I. ΘΕΜΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Η Ποίηση, οι ποιητές και τα ποιήματα, μέσα από μια αλληγορία. Ο μαγικός κόσμος της Ποίησης παραμένει απρόσιτος στους «μυημένους», για πολλούς είναι ένα ασύλληπτο όνειρο. II. ΔΟΜΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ (Θεματικοί άξονες) Η δομή του ποιήματος ακολουθεί αφηγηματικό σχήμα παραμυθιού. Υ- πάρχει μύθος και επιμύθιο και το ποίημα κινείται σε σχήμα κύκλου, τελειώνει δηλαδή όπως ακριβώς ξεκινά. Ο χωρισμός του λοιπόν διαιρείται σε δύο κύριες ενότητες: 1 η Ενότητα (στιχ.1-13): Ορισμός της Ποίησης. 2 η Ενότητα(στιχ.14-18): Ορισμός ποιημάτων. III. ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ Στο ποίημα υπάρχει ένας αφηγητής που αποτελεί και το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος. Αυτός έχει την «καθολική εποπτεία του κόσμου» και η φωνή του συμπίπτει με τη φωνή του ποιητή ή αποτελεί μια persona (προσωπείο του). Παράλληλα, οι άνθρωποι διαιρούνται σε δύο κατηγορίες. Υπάρχουν οι «πολλοί» που δεν σχετίζονται με την ποίηση και την αντιμετωπίζουν με κάποια αδιαφορία. Αυτοί αδυνατούν να αντιληφθούν τα βαθύτερα νοήματά της και την υποτιμούν. Από την άλλη έχουμε τους «λίγους», τους ποιητές που γράφουν ποιήματα και αναπτύσσουν σχέσεις δραματικές με τα έργα τους. προσπαθούν απεγνωσμένα να ανοίξουν τις πόρτες της ποιήσεως αλλά τελικά καταλήγουν στα «αντικλείδια».
IV. Ο ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ Ο χώρος του ποιητικού μύθου είναι μαγικός, μυστηριακός, δεν προσδιορίζεται με πραγματολογικό τρόπο ούτε και ορίζεται με σαφήνεια. Ο χρόνος είναι προαιώνιος «από τότε που υπάρχει ο κόσμος». V. Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ Ο τίτλος του ποιήματος είναι ο ίδιος με τον τίτλο της ποιητικής συλλογής στην οποία αυτό εντάσσεται. Πρόκειται για τίτλο μυστηριακό μέχρι το «επιμύθια» του ποιήματος. Μέσα από τον ίδιο τον τίτλο ουσιαστικά ο ποιητής κάνει τη διάκριση της ποίησης σε δύο επίπεδα: υπάρχει «το κλειδί» και το «αντικλείδι». Το κλειδί είναι ένα, αλλά κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται και έτσι όλοι προσπαθούν να κατανοήσουν τα βαθύτερα νοήματα της ποίησης αλλά καταλήγουν στη ματαίωση, καθώς αυτό αποδεικνύεται άδικος κόπος. Αυτή η αδυναμία των ποιητών να βρουν το «κλειδί» της ποίησης οδηγεί στο να δημιουργηθούν πολλά «αντικλείδια». Τα αντικλείδια αποτελούν ουσιαστικά το σύνολο των ποιημάτων που έχουν γραφτεί ως τώρα. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Ενότητα Α - Στίχοι 1 13 «Ο ορισμός της ποίησης από τον αφηγητή»: Το ποίημα αρχίζει με έναν απρόοπτο ορισμό, μια απόπειρα να οριστεί η έννοια της ποίησης, που μοιάζει με κατάθεση ενορατικής εμπειρίας: «η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή». Εύλογα δημιουργείται η απορία αν η ποίηση είναι αυτή καθαυτή η πόρτα ή αυτό που μπορεί κανείς να δει μέσα απ αυτήν, εφόσον είναι ανοιχτή. Στο σημείο αυτό βλέπουμε και την πρώτη αναίρεση των σκέψεων του ποιητή: αν και η πόρτα είναι ανοιχτή, οι πολλοί που κοιτάζουν μέσα από αυτή δεν μπορούν να δουν τίποτα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι αδιάφοροι, αυτοί που δεν τους ενδιαφέρει ουσιαστικά η τέχνη της ποιήσεως, γι αυτό το λόγο και δεν μπορούν να αντιληφθούν τα βαθύτερα νοήματά της. Με ένα παιχνίδι ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις κοιτάζω βλέπω, ο ποιητής χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες: α)σ αυτούς που κοιτάζουν από την ανοιχτή πόρτα αλλά δεν μπορούν να δουν τίποτα και είναι πολλοί. Αυτοί είναι αδιάφοροι για την ποίηση και δεν μπορούν να κατανοήσουν τα νοήματά της. β) Από την άλλη βλέπουμε αυτούς που κάτι βλέπουν και μαγεύονται και είναι οι λίγοι, οι ευαίσθητοι. Τους συναρπάζει η μαγεία των λέξεων, είναι πρόκληση για τους ίδιους να δώσουν με τα υλικά της τέχνης τους την ουσία της ποίησης, να πλάσουν εικόνες, ιδέες και αξίες. Για αυτούς η ποίηση είναι κάτι διαφορετικό, μοναδικό, αστραφτερό, ονειρικό, αλλά όταν επιχειρούν να το προσεγγίσουν γίνεται για αυτούς κάτι απρόσιτο που τους κλείνει απέξω και του ματαιώνει. Απογοητευμένοι αναζητούν το κλειδί της Ποίησης αλλά κανείς δεν
ξέρει πού βρίσκεται. Ο αγώνας τους λοιπόν αποκτά δραματική διάσταση, αφού όλη τους σχεδόν η ζωή ξοδεύεται σ αυτή την αναζήτηση. Γίνεται λοιπόν σαφές πως η Ποίηση δεν είναι η πόρτα αλλά αυτό που υπάρχει μέσα σ αυτήν. Όσοι επιθυμούν να εισχωρήσουν στο «άβατό» της, προσπαθούν απεγνωσμένα να προσπελάσουν την ουσία της δημιουργώντας αντικλείδια, αλλά δυστυχώς η πόρτα παραμένει κλειστή. Κανένας τους δεν μπορεί πλέον να ησυχάσει, αφού αυτό που μπόρεσαν να δουν παγίδεψε το νου τους, εγκλώβισε τη σκέψη τους και τους έγινε έμμονη ιδέα. Οι προσπάθειες των ανθρώπων αυτών μένουν ά- καρπες, όπως αυτές των «συφοριασμένων Τρώων» του Καβάφη ή τη μάταιη προσπάθεια του Σίσυφου. Αναζητούν τη μυστική «μαγική λέξη» της ποίησης που θα τους επιτρέψει την είσοδο στη «χώρα των ιδεών», τη χώρα της ποίησης, όπου η είσοδος επιτρέπεται μόνο στους μυημένους. Ενότητα Β - Στίχοι 14 18 «Τα αντικλείδια της ποίησης»: Στην ενότητα αυτή ο αφηγητής δίνει έναν δεύτερο ορισμό, αυτή τη φορά των ποιημάτων: τα ποιήματα λοιπόν που έχουν δημιουργηθεί μέσα στους αιώνες είναι τα αντικλείδια («τα ποιήματα που γράφτηκαν / από τότε που υπάρχει ο κόσμος / είναι μια ατελείωτη αρμαθιά αντικλείδια»). Ο ποιητής χρησιμοποιεί το συμβολισμός με τα «αντικλείδια» για να αναφερθεί σε όλη την ποιητική παραγωγή. Δεν αναφέρεται μόνο στα ποιήματα της εποχής του, αλλά σε όλα όσα έχουν γραφτεί ανά τους αιώνες. Γράφονται με μικρό γράμμα σε αντίθεση με την Ποίηση που γράφεται με κεφαλαίο, γιατί μόνο η τελευταία αποτελεί τον ιδανικό στόχο. Στο στόχο αυτόν αποβλέπουν όλοι οι ποιητές, ο οποίος όμως παραμένει άπιαστος, χιμαιρικός σαν απραγματοποίητο όνειρο. Η ίδια η ποίηση άλλωστε είναι απρόσιτη σαν την Αλήθεια. Κάθε ποίημα που γράφεται είναι και ένας καρπός βασανιστικού πνευματικού μόχθου, που κάνει το δημιουργό του να ελπίζει πως μ αυτό θα καταφέρει να ανοίξει την πόρτα της Ποίησης. Οι ποιητές κατά τον Παυλόπουλο παλεύουν «στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου», προσπαθώντας να κατακτήσουν την αλήθεια της τέχνης τους. Κάθε ποιητής αυτό δοκιμάζει να πετύχει αλλά δεν τα καταφέρνει. Το μόνο που καταφέρνει είναι να προσθέσει ακόμα ένα αντικλείδι ποίημα στη συλλογή του. Η χρήση του α πληθυντικού προσώπου (για ν ανοίξουμε) αποκαλύπτει την ταύτιση του ποιητή με τους λίγους που μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος Ο καταληκτικός στίχος του ποιήματος μας ξαναγυρίζει στην αρχή του ποιητικού μύθου (κύκλος) και έτσι το ποίημα αφήνει ανοιχτό το θέμα της παραβίασης μιας ανοιχτής πόρτας (σχήμα οξύμωρο και λογική αντίφαση). Είναι μια περιπέτεια χωρίς τέλος, που θα επαναλαμβάνεται όσο θα υπάρχουν ποιητές, όσο θα υπάρχει ο κόσμος.
ΤΕΧΝΙΚΗ 1. Γλωσσικές Παρατηρήσεις Η γλώσσα του ποιήματος είναι απλή και καθημερινή και σε μερικά σημεία λαϊκή (π.χ. κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι, αρμαθιά αντικλείδια ). Ο τόνος είναι πεζολογικός(κυριαρχία κύριων προτάσεων) και δείχνει πως ο ποιητής δέχτηκε επιρροές από τον Κ.Καβάφη, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή του ποιήματος. 2. Ύφος Το ύφος του είναι απλό, λιτό, φυσικό, κουβεντιαστό και χαμηλόφωνο. ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Το ποίημα περιέχει ποιητική αφήγηση από παντογνώστη αφηγητή, που γνωρίζει τη βαθύτερη ουσία της ποίησης. Αφηγείται έναν αλληγορικό ποιητικό μύθο σε γ πρόσωπο (τριτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση). Από την παντογνωσία του ξεφεύγει μόνο στο 17 ο στίχο («για ν ανοίξουμε»), όπου σε α πληθυντικό ρηματικό πρόσωπο καταθέτει και τη δική του εμπειρία στην ατέρμονη και δραματική αναζήτηση του μυστικού της Ποίησης. Συγκαταλέγει μάλιστα και τον εαυτό του στο πλήθος των ποιητών που προσπαθούν να κατακτήσουν την αληθινή ποιητική τέχνη. Φαίνεται ότι με τη χρήση του α πληθυντικού προσώπου ο ποιητής συμμετέχει πιο ενεργά στην αφήγησή του, αποτελεί και ο ί- διος μέρος του ζητήματος, προσδίδει στο έργο έτσι αμεσότητα, ζωντάνια και παραστατικότητα. Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ Η βαθύτερη ουσία της Ποίησης παρουσιάζεται μέσω μιας αλληγορικής αφήγησης. Η αληθινή Ποίηση παρουσιάζεται εξιδανικευμένη, ονειρική και απρόσιτη για τους πολλούς ποιητές. Μόνο οι λίγοι είναι ικανοί να την προσεγγίσουν, οι εκλεκτοί, αυτοί που πραγματικά αισθάνονται μέσα τους τη φλόγα τους και μπορούν να την εκφράσουν με ποιητικό λόγο. Παρ όλα αυτά πρόκειται πάλι μόνο για απόπειρες να ανοιχτεί η ποιητική «πόρτα» η οποία εν τέλει είναι απροσπέλαστη και οι ποιητές τελικά παραμένουν με τα «αντικλείδια». ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΥΦΟΣ Η γλώσσα είναι απλή, λιτή, καθημερινή και κάποιες φορές λαϊκή («κάτι βλέπουν», «αρμαθιά», «και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε»). Ο τόνος είναι πεζολογικός, απόδειξη των επιδράσων που έχει δεχτεί ο ποιητής από την καβαφική ποίηση. Επιρροές που αφορούν το περιεχόμενο: η ματαιοπονία, το «χάλασμα» της ζωής, οι δραματικές προσπάθειες των ποιητών, οι ατελέσφορες απόπειρες, η υψηλή ευθύνη του καλλιτέχνη απέναντι στην τέχνη του κ.α. Επιρροές ως προς τη μορφή των ποιημάτων: η πεζολογία, ο διδακτικός τόνος, η υπαινικτι-
κή γραφή, η χρήση της καβαφικής ειρωνείας, το καβαφικό λεκτικό («τη ζωή τους χαλάνε», «να ιδούν»). Το ύφος είναι κουβεντιαστό και χαμηλόφωνο. ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ Μεταφορές: «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή», «το μάτι τους αρπάζει κάτι», «μαγεμένοι», «τη ζωή τους χαλάνε», «να ιδούν στο βάθος», κ. ά. Επαναλήψεις: «ανοιχτή», «δεν ανοίγει», «δεν άνοιξε», «για ν ανοίξουμε» κ. ά. Εικόνες (οπτικές): «πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε», «φτιάχνουν αντικλείδια» κ.ά. Το σχήμα κύκλου: ο πρώτος στίχος επαναλαμβάνεται και στο τέλος ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ. Το ποίημα του Παυλόπουλου αναφέρεται στη μαγευτική αλλά και επίπονη προσπάθεια των ποιητών να διεισδύσουν στον ποιητικό χώρο και να πολιτογραφηθούν στην καβαφική πόλη των ιδεών. Κάθε τους προσπάθεια ανανεώνει την πρόκληση, και το ταξίδι προς το μαγικό κόσμο της Ποίησης δεν έχει τέλος. Η Ποίηση είναι ένα άπιαστο είδωλο, ένας μαγικός κόσμος και η πόρτα της δε θα ανοίξει ποτέ προκειμένου οι θησαυροί της να μη λεηλατηθούν και η ίδια να μην απομυθοποιηθεί. Δε θα γίνει ποτέ κτήμα κανενός, γιατί, απλούστατα, ανήκει σε όλους. ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ Ο ποιητής εκφράζει μια καθολική, συνολική γνώση του κόσμου γύρω του, του χώρου και του χρόνου που περιγράφει στην αφήγησή του. Με το α πληθυντικό πρόσωπο των ρημάτων του συμμετέχει και ο ίδιος ψυχικά στις αγωνιώδεις προσπάθειες των ανθρώπων να κατακτήσουν το χώρο της Ποίησης, να κατανοήσουν τα βαθύτερα νοήματα της ποιητικής δημιουργίας. Οι πολλοί όμως νιώθουν εξόριστοι από τον κόσμο αυτό. Γι αυτούς παραμένει ένα άπιαστο όνειρο, κάτι μακρινό και απροσπέλαστο.