Η ΚΑΘ' ΥΛΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σχετικά έγγραφα
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. Ποινικός Κώδικας Άρθρο 1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

«Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γενικοί ορισμοί ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

Νομοθεσία Δίκαιο

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Αριθµ. Βουλ. 1157/2007. Το ικαστικό Συµβούλιο του Στρατοδικείου Αθηνών.

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΝΟΜΟΣ 3904/2010 (ΦΕΚ Α - 218/ )

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ποινική δικαιοδοσία

Μεταφέρεται από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία η εκδίκαση των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας.

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΣυμβΕφΘεσ 250/2018. Απόρρητο επικοινωνίας. Ενδοοικογενειακή απειλή. Προς το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης. Αριθμ. 250/ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΦΩΝΗ

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΠ. ΜΑΝΤΖΟΥΤΣΟΣ Σύμβουλος ΔΣΑ, π. Πρόεδρος ΕΑΝΔΑ Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

Καταργούµενες και τροποποιούµενες διατάξεις

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΠΟIΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΝΝΟΜΩΝ ΑΓΑΘΩΝ Η ΑΡΧΗ ΚΑΜΙΑ ΠΟΙΝΗ, ΚΑΝΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΧΩΡΙΣ ΝΟΜΟ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΙ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ποινική δικαιοδοσία

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜ Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

1. Το µονοµελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από έναν πρωτοδίκη σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται µαζί µε έναν αναπληρωτή για δύο χρόνια, µε

Αθήνα 8/11/2013. Προς Τους Συλλόγους Εκπαιδευτικών Π.Ε. Θέμα: Χορήγηση προσωπικών στοιχείων μαθητών

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 5: Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ

ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΚΩ ΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρα Σελ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα 1

«Οι Τρόποι Παραπομπής του Κατηγορουμένου στο Ακροατήριο»

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΙΚΑΙΟ ΟΣΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Για την πλήρη κατανόηση της οργάνωσης των ποινικών δικαστηρίων προαπαιτείται η κατανόηση της έννοιας

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ Αναµόρφωση της Ποινικής νοµοθεσίας ανηλίκων και άλλες διατάξεις

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4592, (I)/2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΠΡΟΕ ΡΙΚΟ ΙΑΤΑΓΜΑ υπ αριθ. 258 της 26 Ιουλ./8 Αυγ (ΦΕΚ Α 121) Κώδικας Ποινικής ικονοµίας ( 1 )

ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

«Έκδοση διαταγής πληρωμής για αξιώσεις από διοικητική σύμβαση που έχει συναφθεί στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής και άλλες διατάξεις» ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ 2 Η ΕΚΔΟΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Transcript:

1 Η ΚΑΘ' ΥΛΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Έννοια της Δικαιοδοσίας Η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή λειτουργιών (αρ. 26 του Σ 1975/1986/2001) διακρίνει τρία είδη κρατικής δράσης της πολιτείας: τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα τα όργανα - φορείς των λειτουργιών αυτών 1. Ειδικότερα η δικαστική εξουσία, που συνίσταται στην επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν από την εφαρμογή των νόμων, απονέμεται από τα δικαστήρια (αρ. 87 παρ. 1 Σ) και σε αυτό συνίσταται η έννοια της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Ως ποινική δικαιοδοσία νοείται η εξουσία για την τιμωρία των εγκλημάτων και την επιβολή των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι και ασκείται αποκλειστικά από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια (αρ. 96 Σ). Κατ' εξαίρεση, μόνο τα πολιτικά δικαστήρια μπορούν να εκδικάζουν τα ενώπιον του ακροατηρίου τους διαπραττόμενα πταίσματα και πλημμελήματα υπό τους όρους που θέτει το άρθρο 116 ΚΠΔ. Η ποινική δικαιοδοσία περαιτέρω διακρίνεται σε α) τακτική ή κοινή, β) ειδική και γ) εξαιρετική 2, ενώ η έκταση αυτής ως έκφραση της ποινικής δικαιοδοσίας του ελληνικού κράτους προσδιορίζεται από τα άρθρα 5 11 ΠΚ 3 : α) Τακτική ή κοινή ποινική δικαιοδοσία είναι η δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων να εκδικάζουν τις ποινικά κολάσιμες πράξεις, ανεξάρτητα από τα υποκείμενα τέλεσής τους. Η τακτική ποινική δικαιοδοσία ασκείται από τα πταισματοδικεία, τα μονομελή και τριμελή πλημμελειοδικεία, τα τριμελή και πενταμελή εφετεία, το μικτό ορκωτό δικαστήριο και το μικτό ορκωτό εφετείο (αρ. 1, 3, 4, 5, 6, 8 και 9 ΚΠΔ). β) Ειδική ποινική δικαιοδοσία ασκούν: ί) το μονομελές και τριμελές δικαστήριο ανηλίκων και το εφετείο ανηλίκων (αρ.96 παρ.3 Σ και αρ.7 ΚΠΔ), που δικάζουν τα ποινικά αδικήματα των ανηλίκων, δηλαδή των προσώπων που διανύουν το όγδοο μέχρι και το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους (αρ. 121 ΠΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του Ν. 3189/2003), ίί) τα στρατιωτικά δικαστήρια (αρ. 96 παρ.4 Σ), δηλαδή 1 Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο - Τόμος Β", Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας σελ. 128 επ. 2 Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, σελ. 35 επ., Καρρά Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 88 επ. 3 Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, σελ. 100 επ.

2 τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία, αεροδικεία και το Αναθεωρητικό δικαστήριο, τα οποία εκδικάζουν τα εγκλήματα των προσώπων που κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης είχαν την ιδιότητα του στρατιωτικού (αρ. 193 παρ.1 ΣΠΚ) 4 και ίίί) το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 Σ που εκδικάζει τα προβλεπόμενα από τους νόμους «περί ευθύνης Υπουργών» εγκλήματα όσων διετέλεσαν ή διατελούν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί, ως και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και για την εκ προθέσεως παράβαση του Συντάγματος κατά την άσκηση των καθηκόντων του (αρ. 49 παρ.1 και 3 Σ). γ) Εξαιρετική ποινική δικαιοδοσία καλείται η δικαιοδοσία των δικαστηρίων που μπορούν να συσταθούν από τη Βουλή, ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης, σε περιπτώσεις πολέμου και επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος (αρ.48 παρ.1 Σ) για να δικάσουν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 4 του Ν. 566/1977 «περί καταστάσεως πολιορκίας» εγκλήματα, και οποιοδήποτε άλλο έγκλημα θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του κράτους ή διασαλεύει τη δημόσια τάξη (αρ. 5 Ν.766/1977). Στην κορυφή της πυραμίδας των ποινικών δικαστηρίων βρίσκεται ο Άρειος Πάγος, ο οποίος δεν συνιστά τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, αλλά η αποστολή του συνίσταται στον έλεγχο της νομικής ορθότητας και ορθής (άρθρα 93Σ και 139 ΚΠΔ) αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων. Κατ' εξαίρεση ο Άρειος Πάγος ασκεί ουσιαστική ποινική δικαιοδοσία εξετάζοντας τα αυτόφωρα πλημμελήματα και πταίσματα ενώπιον του ακροατηρίου του, κατ' άρθρο 116 παρ.1 εδ. β' ΚΠΔ, εκτός από το πλημμέλημα της ψευδορκίας για το οποίο προβλέπεται η ειδική διαδικασία του άρθρου 337 ΚΠΔ, τις αιτήσεις επανάληψης της διαδικασίας, όταν η αμετάκλητη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση έχει εκδοθεί από οποιοδήποτε δικαστήριο πλην του πλημμελειοδικείου (άρθρο 528 παρ.1 εδ. α' σε συνδυασμό με το άρθρο 527 παρ.3 ΚΠΔ), τις εφέσεις κατά αποφάσεων του συμβουλίου εφετών που αφορούν την έκδοση εκζητουμένου προσώπου το οποίο δε συγκατατίθεται σε αυτή (άρθρο 22 Ν. 2928/2001), ως και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του ίδιου συμβουλίου που αφορούν την έκδοση αλλοδαπών εγκληματιών, όπου οι διατάξεις των άρθρων 436 επ. ΚΠΔ βρίσκουν εφαρμογή (άρθρο 451 ΚΠΔ σε συνδυασμό με άρθρο 39 Ν. 2928/2001). Τέλος, στον Άρειο Πάγο αναγνωρίζεται και εξουσία ρύθμισης ζητημάτων σύγκρουσης αρμοδιότητας (άρθρα 123, 4 Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, σελ. 467 επ.

125, 132 και 137 ΚΠΔ). 2. Έννοια της αρμοδιότητας 3 Ως αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων νοείται το τμήμα εκείνο της ποινικής δικαιοδοσίας που έχει ανατεθεί από το νόμο σε καθένα από τα ποινικά δικαστήρια προσδιορίζοντας και περιορίζοντας ταυτόχρονα τόσο την έκταση της ποινικής ύλης που υπάγεται αποκλειστικά (πέραν των υπαγορευμένων από συγκεκριμένες σκοπιμότητες εξαιρέσεων) σε καθένα από αυτά, όσο και τα όρια της επικράτειας μέσα στα οποία επιτρέπεται να την ασκήσουν 5. Η αρμοδιότητα αποτελεί ποσοστό της δικαιοδοσίας για εκδίκαση ορισμένου εγκλήματος. Η αρμοδιότητα, δηλαδή, είναι μερικότερη έννοια σε σχέση με την ποινική δικαιοδοσία, που υπαγορεύεται και από την ίδια τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του φυσικού δικαστή (αρ. 8Σ), ώστε να διασφαλίζεται η αμεροληψία των δικαστικών οργάνων και να εξασφαλίζεται η προστασία των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Η πραγματική και λογική αδυναμία εκδίκασης όλων των υποθέσεων που μπορούσαν να υπαχθούν στα ποινικά δικαστήρια από ένα µόνο, οδήγησε εξαρχής στην ίδρυση περισσοτέρων δικαστηρίων, ανάλογα µε την υπαγόμενη ύλη των δικαζόμενων ποινικών υποθέσεων (καθ' ύλη αρμοδιότητα), αλλά και µε την έκταση όπου θα μπορούσε να ασκηθεί η αναγνωρισμένη δικαιοδοσία τους µέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας (κατά τόπο αρμοδιότητα). Έτσι, λοιπόν, η αρμοδιότητα διακρίνεται: α) στην καθ' ύλη αρμοδιότητα, µε κριτήριο τη βαρύτητα των δικαζόμενων εγκλημάτων, ώστε να επιτυγχάνεται, κατά τεκμήριο τουλάχιστον, η ορθότερη εκδίκαση των υποθέσεων 6, β) στην κατά τόπο αρμοδιότητα ή δωσιδικία, µε κριτήριο τη γεωγραφική περιφέρεια µέσα στην οποία το καθένα από τα αρµόδια δικαστήρια επιτρέπεται να ασκεί τη δικαιοδοσία του 7 και γ) στη λειτουργική αρμοδιότητα, σύµφωνα µε την οποία στη µία και την αυτή υπόθεση τα διάφορα µονοπρόσωπα ή συλλογικά όργανα ασκούν ιδιαίτερα, παρεχόµενα από συγκεκριµένες διατάξεις (π.χ. η εκ του νόµου παρεχόµενη δυνατότητα στον Εισαγγελέα να παραγγείλει σε έναν από τους περισσότερους αρµοδίους ανακριτικούς υπαλλήλους τη διενέργεια προανάκρισης καθιστώντας αυτόν λειτουργικά αρµόδιο) ή κατόπιν 5 ΣυμβΕφΠειρ 283/1999 ΠοινΔικ 1999.1111 6 Βάση για την καθ ύλη αρμοδιότητα αποτελεί ο χαρακτηρισμός της πράξης από τον ΠΚ ως πταίσματος, πλημμελήματος ή κακουργήματος. 7 Ο όρος δωσιδικία είναι ταυτόσημος αυτού της κατά τόπο αρμοδιότητας, ωστόσο ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπαγωγή συγκεκριμένων προσώπων πχ δικηγόρων στο αρμόδιο καθ ύλη δικαστήριο.

4 εξουσιοδότησης άλλου δικαστικού οργάνου (ο ανακριτής ξένης δικαστικής περιφέρειας κατ' εξουσιοδότηση του αρμόδιου ανακριτή διενεργεί αυτοψία ή εξετάζει μάρτυρες στην περιφέρειά του) καθήκοντα. Η δικαιολογητική βάση της λειτουργικής αρμοδιότητας συνίσταται στο ότι µέσω αυτής διασφαλίζεται η αποτελεσματικότερη άσκηση της εν γένει ποινικής αρμοδιότητας. Το συνταγματικό έρεισµα των περί αρμοδιότητας διατάξεων (αρ. 8Σ) και η, συνεπεία αυτού, αναγωγή τους σε κανόνες δηµοσίας τάξεως, επιβάλλουν τη σχετική εξέτασή τους σε κάθε στάδιο της δίκης και αυτεπαγγέλτως, ενώ ουδεµία παρέκκλιση μπορεί να γίνει ακόµη και µε κοινή βούληση των διαδίκων 8. Οι μόνες επιτρεπτές παρεκκλίσεις είναι οι εκ του νόµου εξαιρετικά προβλεπόμενες οι οποίες έρχονται, στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων - προϋποθέσεων, να εξυπηρετήσουν την αναγκαιότητα για ενιαία κρίση περισσότερων εγκληματικών συμπεριφορών ενός ή περισσοτέρων προσώπων, ώστε να διασφαλιστεί η πληρέστερη εξέταση αυτών, παρέχοντας, όµως, και πάλι τη δυνατότητα στο επιλαμβανόμενο δικαιοδοτικό όργανο, εάν κρίνει ότι κάτι τέτοιο υπαγορεύεται από το συμφέρον της δικαιοσύνης, να διατάξει τον χωρισμό (αρ. 128 παρ. 3 και 130 παρ.2 ΚΠΔ) ή την οµαλότερη εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας. Εξαίρεση, επίσης, από τις διατάξεις της καθ' ύλη αρµοδιότητας εισάγεται µε την εκ του νόµου παρεχόµενη δυνατότητα στα ποινικά δικαστήρια να εκδικάζουν υπό προϋποθέσεις, τα αυτόφωρα πταίσµατα και πλημμελήματα που λαµβάνουν χώρα ενώπιον του ακροατηρίου τους, ως και τα πλημμελήματα της εξύβρισης και δυσφήμισης του δικαστηρίου (αρ. 116-118 ΚΠΔ). Οι περί αρμοδιότητας κανόνες αν δεν ορίζει κάτι άλλο ο νόμος έχουν, ως δικονομικοί νόμοι, αναδρομική ισχύ, και καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις 9. Β. Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ 1. Αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Όπου ο νόµος αναφέρεται σε δικαστικό συµβούλιο εννοεί, κατά κύριο λόγο, το συµβούλιο πληµµελειοδικών και το συµβούλιο εφετών. Το συµβούλιο πληµµελειοδικών, στη σύνθεση του οποίου δεν µετέχει ο ανακριτής (αρ. 305 παρ.2 ΚΠΔ), και αφού έχει εισαχθεί η υπόθεση ενώπιόν του µε την υποβολή εισαγγελικής 8 Αντίθετα με τα όσα ισχύουν στην Πολιτική Δικονομία, με το θεσμό της παρέκτασης. 9 Κατ άρ. 596 παρ. 1 ΚΠΔ, βλ. και Μ. Μαργαρίτη ΕρμΚΠΔ 2008 υπό άρ. 120, ΑΠ 1726/2003 ΠοινΧρ 2004.705

5 πρότασης (αρ. 32 παρ.2 και 171 παρ.1 περ. β' ΚΠΔ), έχει τις εξής δυνατότητες: α) Αποφαίνεται να µη γίνει κατηγορία, όταν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή όταν αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο (εκτός αν στην περίπτωση αυτή πρόκειται να παύσει προσωρινά η δίωξη σύµφωνα µε τα άρθρα 309 παρ.1 στοιχ. γ' και 311 1) ή όταν το γεγονός δε συνιστά αξιόποινη πράξη («απαλλακτικά βουλεύµατα µε στενή έννοια») ή όταν υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή τον καταλογισµό («απαλλακτικά βουλεύµατα µε ευρεία έννοια», αρ. 309 παρ.1 περ. α' και 310 παρ.1 εδ. α' ΚΠΔ). Το ίδιο διατακτικό θα πρέπει να περιλαµβάνει το βούλευµα του συµβουλίου πληµµελειοδικών και όταν υπάρχει έµπρακτη µετάνοια, ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου, καθώς αυτό αναφερόταν ρητά στο προ του Ν. 3160/2003 καθεστώς, όπου τα αρ. 478 παρ.1 εδ. γ' και 482 παρ.1 εδ. γ' ΚΠΔ παρείχαν τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων κατά του κατηγορουμένου εναντίον βουλευµάτων που αποφαίνονταν να µη γίνει κατηγορία λόγω έµπρακτης μετάνοιας, ενώ στην επ' ακροατηρίω διαδικασία, αν διαπιστωθεί η συνδροµή της, ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος (αρ. 486 παρ.1 εδ. α' και 506 ΚΠΔ). β) Αποφαίνεται να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη, αν έγινε παραίτηση από το δικαίωµα της έγκλησης ή ανάκλησή της (ώστε να έχει εξαλειφθεί οριστικά για οποιονδήποτε δικαιούχο το σχετικό δικαίωµα 10 ) ή αν η πράξη αμνηστεύτηκε ή παραγράφηκε το αξιόποινό της ή αν ο κατηγορούμενος πέθανε (αρ. 309 παρ.1 περ. β' και 310 παρ.1 εδ. β' ΚΠΔ). γ) Κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη στην περίπτωση που συντρέχει δεδικασμένο ή δεν υπάρχει η έγκληση, η αίτηση ή η άδεια που απαιτείται για τη δίωξη (άρ. 55 και 310 παρ.1 εδ. γ ΚΠΔ) δ) Παύει προσωρινά την ασκηθείσα ποινική δίωξη µόνο για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας µε πρόθεση, της ληστείας, της εκβίασης, της κλοπής (και ζωοκλοπής) και του εμπρησμού και εφόσον υπάρχουν ενδείξεις που δεν είναι, όµως, επαρκείς για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (αρ. 309 παρ.1 περ. γ' και 311 παρ.1 εδ. α' ΚΠΔ). Ο εισαγγελέας συγκεντρώνει µε οποιονδήποτε τρόπο κρίνει σκόπιμο τις ενδείξεις και τις υποβάλλει στο συμβούλιο (πλημμελειοδικών) περιµένοντας, ωσότου αυτό επιτρέψει, τη νέα δίωξη. Αν, όµως, η δίωξη έχει παύσει µε βούλευµα του συμβουλίου εφετών ή µε βούλευµα του συμβουλίου πλημμελειοδικών που επικυρώθηκε µε βούλευµα του συμβουλίου εφετών, άδεια για νέα δίωξη την παρέχει αυτό και στην 10 Μαργαρίτη Παρασκευόπουλου, Ποινολογία σελ. 255.

6 περίπτωση που τα νέα στοιχεία αφορούν πρόσωπα που αρχικά δεν είχαν διωχθεί (αρ. 311 παρ.2 ΚΠΔ). ε) Διατάσσει περαιτέρω ανάκριση µε προπαρασκευαστικό βούλευμα του (αρ. 548 ΚΠΔ), αν θεωρεί απαραίτητο να γίνουν ορισμένες ανακριτικές πράξεις ή να απαγγελθεί κατηγορία εναντίον ορισμένου προσώπου που σε βάρος του υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται για την πράξη για την οποία διεξάγεται η ανάκριση (αρ. 309 παρ.1 περ. δ' και 312 παρ.1 εδ. α' ΚΠΔ). στ) Παραπέµπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του για συγκεκριμένη πράξη (αρ. 309 παρ.1 περ. ε' και 313 ΚΠΔ). Το συμβούλιο ταυτόχρονα αποφαίνεται και για την επιβολή το πρώτον προσωρινής κράτησης στον κατηγορούμενο (αρ. 315 παρ.3 ΚΠΔ), την απόλυση του προσωρινώς κρατουμένου ή τη διατήρηση της προσωρινής του κράτησης (αρ. 315 παρ.1 ΚΠΔ), µε εξαίρεση την περίπτωση που παραπομπή γίνεται προς το πταισματοδικείο, οπότε υποχρεωτικά ο κατηγορούμενος απολύεται, αφού πλέον δε συντρέχουν οι όροι του αρ. 282 ΚΠΔ και διατάσσεται η κατάργηση του εντάλματος σύλληψης (αρ. 315 ΚΠΔ), ως και για τη διατήρηση ή την κατάργηση της ισχύος του εντάλματος σύλληψης, αν ο κατηγορούμενος ήταν φυγόδικος (αρ. 315 παρ.2 ΚΠΔ). Στις περιπτώσεις του αρ. 310 παρ.1 ΚΠΔ το συμβούλιο έχει την υποχρέωση να διατάξει συγχρόνως την απόδοση σε ορισμένο πρόσωπο, ως ιδιοκτήτη, των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων που κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν στην ανάκριση, σύµφωνα µε το αρ. 259 (αρ. 310 παρ.2 ΚΠΔ). ζ) Τέλος, σύµφωνα µε το άρθρο 307 ΚΠΔ, το συμβούλιο των πλημμελειοδικών κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αίρει τη διαφωνία μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αποφαίνεται για δύσκολα ζητήματα που ανακύπτουν σε αυτό το στάδιο, όπως η κατάσχεση, επιλύει τις διαφορές μεταξύ του εισαγγελέα και των διαδίκων ή μεταξύ των τελευταίων, αποφασίζει για την αποπεράτωση ή τη συνέχιση της ανάκρισης, κρίνει την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του εντάλματος της προσωρινής κράτησης ή την προσφυγή του κατηγορουμένου ή του εισαγγελέα κατά της διάταξης του ανακριτή, που αφορά την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης µε περιοριστικούς όρους, ως και για κάθε θέμα που προβλέπεται στις ειδικές διατάξεις. 2. Η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών

7 Ως προς την αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών το αρ. 316 παρ.2 ΚΠΔ προβλέπει ότι εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 309 επ. ΚΠΔ και το αρ. 317 παρ.1 ορίζει ότι αυτό αποφασίζει: α) Επί των εφέσεων που ασκούνται κατά των βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών σύµφωνα µε το αρ. 481 (όπως αντικαταστάθηκε µε το αρ. 4 Ν. 3160/2003). Στις περιπτώσεις αυτές το συμβούλιο εφετών αποφαίνεται σύµφωνα µε τα αρ. 316, 318 και 319 ΚΠΔ (αρ. 481 παρ.1 ΚΠΔ). Έτσι, το συμβούλιο εφετών μπορεί να αποφασίσει είτε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη ή να την κηρύξει απαράδεκτη (στις περιπτώσεις δε αυτές διατάσσει την κατάργηση του εντάλματος σύλληψης ή προσωρινής κράτησης και απόλυση του κατηγορουμένου, αρ. 319 παρ.1 ΚΠΔ) είτε να διατάξει τη συνέχιση της ανάκρισης μετά το πέρας της οποίας αυτό αποφασίζει κατ' άρ. 318 ΚΠΔ ακόµη και για τα πρόσωπα για τα οποία δεν είχε κρίνει το πρωτόδικο δικαστήριο 11, είτε να παραπέµψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου επικυρώνοντας, εφόσον ο χαρακτηρισµός της πράξης ήταν ορθός, το εκκληθέν βούλευµα ή δίνοντας τον ορθό νοµικό χαρακτηρισµό, και μόλις το βούλευµα καταστεί αμετάκλητο, ακολουθεί η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (αρ. 315 παρ.5 εδ. τελ. ΚΠΔ). Το συμβούλιο εφετών δεν περιορίζεται καθόλου στην κρίση του, ακόµη και αν επιλαμβάνεται υποθέσεως μετά από άσκηση έφεσης από τον κατηγορούμενο, οπότε και το πρώτον μπορεί να διατάξει την επιβολή προσωρινής κράτησης (ή περιοριστικών όρων) ή να διατάξει την άρση ή αντικατάσταση τυχόν επιβληθείσας (318, 315 ΚΠΔ). Αν το προσβαλλόμενο βούλευµα του συμβουλίου πλημμελειοδικών εκδόθηκε ακύρως, το συµβούλιο των εφετών ακυρώνει και δικάζει το ίδιο την υπόθεση στην ουσία της (αρ. 481 παρ.2 ΚΠΔ). Ειδικότερα, στις περιπτώσεις που το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευµά του αποφαίνεται περί αναρμοδιότητας του δεν παρέχεται στον κατηγορούμενο το δικαίωµα της έφεσης, ενώ µόνο ο εισαγγελέας εφετών, μέσα στα πλαίσια της ευρείας δυνατότητας που του παρέχει ο νόµος (αρ. 479 παρ.2 ΚΠΔ), µπορεί να προσβάλλει µε έφεση το εν λόγω βούλευµα 12. Σημειώνεται δε στο σημείο αυτό, ότι όταν το δικαστικό 11 Εάν το Συμβούλιο Εφετών διέταξε περαιτέρω κύρια ανάκριση, τότε, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών που εξέδωσε το εκκληθέν βούλευμα, θα αποφανθεί, εκ νέου, με νέο βούλευμά του, μετά το πέρας της διαταχθείσας, ως άνω, κύριας ανάκρισης, μόνο όταν η ανάκριση αυτή περιλάβει ασκηθείσα ποινική δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη μη περιληφθείσα στο πρώτο (εκκληθέν) βούλευμα και μόνον δι αυτήν αποκλειστικώς, βλ. ΣυμβΑΠ 99/2001 ΠοινΧρ 2002.363 12 Εξαίρεση στην ευρεία δυνατότητα του Εισαγγελέα Εφετών να εφεσιβάλει οποιοδήποτε βούλευµα του συµβουλίου πληµµελειοδικών γίνεται ερµηνευτικά δεκτή η περίπτωση που το συµβούλιο εφετών έκρινε εαυτό αναρµόδιο όταν κλήθηκε το

8 συμβούλιο κηρύσσει εαυτόν αναρμόδιο, δεν παραπέµπει την υπόθεση στο, κατά την κρίση του αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, αλλά στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (επιχ. από τα άρθρα 120,478 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ) 13. β) Το συµβούλιο εφετών, επίσης, αποφαίνεται και για τις προτάσεις του εισαγγελέα να αναθεωρηθεί η κατηγορία. Για το σκοπό αυτό, ο Εισαγγελέας Εφετών, αφού παραλάβει τα έγγραφα σύµφωνα µε όσα ορίζονται στο άρθρο 314, αν δεν ασκήθηκε έφεση κατά του βουλεύματος, ελέγχει μέσα σε τρεις ηµέρες την κατηγορία. Αν διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει κακούργημα ή ότι στο κακούργημα δεν δόθηκε ο χαρακτηρισµός που έπρεπε ή ότι η κατηγορία δεν είναι για οποιονδήποτε λόγο βάσιµη ή δεν αποδείχτηκε όσο ήταν αναγκαίο ή ότι το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος δεν είναι αρμόδιο, εισάγει την υπόθεση µε αιτιολογημένη πρότασή του στο συμβούλιο εφετών (αρ. 317 παρ.1 περ. β' και παρ.2 ΚΠΔ). Η εν λόγω ρύθµιση αφορά, πάντως, µόνο τα κακουργήματα και όχι τα πλημμελήματα, εφόσον η αντίστοιχη διάταξη του αρ. 304 παρ.3 ΚΠΔ που παρείχε αντίστοιχη δυνατότητα και στα πλημμελήματα δεν ισχύει πλέον. γ) Το συμβούλιο εφετών, επίσης, έχει αρμοδιότητα σε ορισμένες περιπτώσεις και για την κήρυξη του πέρατος της προανάκρισης και της τακτικής ανάκρισης. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις επί πλημμελήματος, της κρίσεως της προσφυγής του άρ. 322 παρ. 3 ΚΠΔ, για τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, επί κακουργήματος οι περιπτώσεις του άρ. 308 παρ. 1 ΚΠΔ σε συνδ, με άρ. 1 Ν. 1608/1950, και Ν. 3459/2006, 663/1977, 3074/2002. δ) Το συμβούλιο εφετών είναι αρμόδιο να αποφανθεί σε πρώτο και τελευταίο βαθμό επί της προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ (στην περίπτωση παραπομπής προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας ενώπιον του ακροατηρίου του τριµελούς εφετείου). Ειδικότερα μπορεί α) να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή νόµω ή ουσία αβάσιµη. Στην κρίση του περί νοµικής και ουσιαστικής αβασιμότητας της προσφυγής μπορεί να αχθεί εξ αρχής ή μετά τη διενέργεια αρχικής ή συμπληρωματικής πρώτον να περατώσει την κύρια ανάκριση (π.χ. στις περιπτώσεις του Ν. 1608/1950) και παρέπεµψε την υπόθεση στο συµβούλιο πληµµελειοδικών, το οποίο µε τη σειρά του αποφάνθηκε επίσης περί της αναρµοδιότητάς του. Εν προκειµένω δηµιουργείται αποφατική σύγκρουση αρµοδιότητας, χωρίς να αναγνωρίζεται δικαίωµα στον Εισαγγελέα Εφετών να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύµατος του συµβουλίου πληµµελειοδικών, ερµηνεία που σέβεται το γράµµα του άρθρου 132 ΚΠΔ, µε το οποίο αναγνωρίζεται µόνο στον Άρειο Πάγο η αρµοδιότητα να άρει τη σχετική σύγκρουση, ενώ µία διαφορετική προσέγγιση θα είχε ως αποτέλεσµα τη δέσµευση του συµβουλίου πληµµελειοδικών από την απόφαση του συµβουλίου εφετών που θα έκρινε το πρώτο ως αρµόδιο, ενώ αρχικά αµφότερα τα συµβούλια επιλήφθηκαν επί της υποθέσεως το πρώτον και όχι ως υπαγόµενο το ένα στο άλλο, έτσι ΣυµβΕφΘεσ 1088/2001 Αρμ 2000.441 (µε παρατηρήσεις Ζαχαριάδη). 13 ΣυμβΠλημΘεσσ 248/2004 ΠοινΔικ 2004.535

9 προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης (αν η παραπομπή έγινε σύµφωνα µε το αρ. 308 παρ.3 ΚΠΔ), β) να κάνει δεκτή την προσφυγή είτε εξαρχής ή µετά τη διενέργεια αρχικής ή συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης (αν η παραπομπή έγινε σύµφωνα µε το αρ. 308 παρ.3 ΚΠΔ). Μετά το πέρας των ενεργειών αυτών, και αφού επανεισαχθεί η υπόθεση στο συμβούλιο εφετών από τον εισαγγελέα εφετών, το συμβούλιο ή αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη (αρ. 322 παρ.3 εδ. β' και γ' ΚΠΔ). ε) Στην περίπτωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης η αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών καθιδρύεται όταν ο τελευταίος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης εντάλματος. Επίσης, ο συλληφθείς μπορεί αμφισβητώντας την ταυτότητά του να προσφύγει στο συμβούλιο εφετών σε εικοσιτέσσερις ώρες από την προσαγωγή του στον εισαγγελέα εφετών. Τέλος, το συμβούλιο εφετών κρίνει την προσφυγή εκζητουµένου εναντίον της διάταξης του εισαγγελέα εφετών µε την οποία διατάχθηκε η κράτησή του ή η επιβολή περιοριστικών όρων 14. στ) Στην περίπτωση του άρθρου 529 ΚΠΔ αρμόδιο να κρίνει περί της αναστολής ή μη της εκτελέσεως της ποινής είναι το Συμβούλιο το οποίο είναι αρμόδιο να κρίνει την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας. 15 3. Η αρμοδιότητα του συμβουλίου του Αρείου Πάγου Το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου αποφαίνεται επί των αιτήσεων αναιρέσεως επί βουλευμάτων για τους λόγους που αναφέρονται στο άρ. 484 ΚΠΔ. Στους προβλεπόμενους λόγους αναίρεσης δεν προβλέπεται η αναρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου. Αν όμως το δικαστικό συμβούλιο εσφαλμένα κήρυξε αναρμοδιότητα ή εσφαλμένα δέχτηκε αρμοδιότητα, τότε υποπίπτει σε αρνητική ή θετική αντίστοιχα, υπέρβαση εξουσίας. Γ. Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ 14 Σε περίπτωση συγκατάθεσης του συλληφθέντος αρμόδιο όργανο είναι ο εισαγγελέας εφετών 15 ΑΠ 807/1989 ΠοινΧρ 1990. 174, ΑΠ 222/2009 ΠοινΔικ 2009.286

1. Γενικά 10 Η καθ' ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων αντιστοιχεί, κατά κανόνα, στη βάση της τριµερούς διάκρισης των εγκλημάτων σε κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα (αρ.18 ΠΚ) - εισαγομένων, όμως, όπως και πιο κάτω θα καταδειχθεί, εξαιρέσεων - βάσει των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνονται στο βούλευμα ή την κλήση (αρ.119 1 ΚΠΔ). Ως πραγματικά περιστατικά νοούνται όχι µόνο τα περιεχόμενα στο διατακτικό, αλλά και το αιτιολογικό του βουλεύματος, ως και τα περιεχόμενα στην εισαγγελική πρόταση, αν σε αυτήν αναφέρεται το συμβούλιο 16. Ως θεσμός δημόσιας τάξης η καθ' ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου εξετάζεται σε κάθε στάση της δίκης μέχρι και την έκδοση απόφασης επί της ενοχής 17, ενώ το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εισάγεται για συζήτηση µία υπόθεση δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό της πράξης που περιέχεται στο κλητήριο θέσπισμα ή την κλήση, αλλά υποχρεούται να κρίνει αν τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά συνιστούν αξιόποινη πράξη που υπάγεται πράγματι στην καθ' ύλη αρμοδιότητα του 18. Στην περίπτωση που συντρέχει κάποιος λόγος μείωσης της ποινής για τον χαρακτηρισμό μιας πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος κριτήριο αποτελεί το ανώτερο όριο της απειλούμενης ποινής, το οποίο εξακολουθεί να υπάγεται και μετά τη μείωση στην ίδια διάκριση. Η καθ' ύλη αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων προσδιορίζεται στα αρ. 109-121 ΚΠΔ. 2. Η αρμοδιότητα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου Το μικτό ορκωτό δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό: α) τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων και β) τα πολιτικά πλημμελήματα. Θα πρέπει να επισημανθεί η αυξανόμενη τάση του κοινού νομοθέτη να υπαγάγει όλο και περισσότερα, και σημαντικότερα από ουσιαστικής άποψης, κακουργήματα στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων, επιδεικνύοντας δυσπιστία απέναντι στο σύστημα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων. Η πρακτική αυτή είναι εμφανές ότι καταλύει το τεκμήριο της γενικής αρμοδιότητας των μικτών ορκωτών δικαστηρίων επί κακουργημάτων, αν και συνταγματικά προβλεπόμενη 16 ΤριμΕφΘεσ 3/1998 ΠοινΔικ 1998.782, ΤριμΠλημΘεσ 15786/2001 ΠοινΔικ 2002.139, με γνωμοδ. Λ. Μαργαρίτη 17 ΑΠ 1751/1988 ΠοινΧρ 1988.390 18 ΣυμβΠλημΒόλ 1381/1998 ΠοινΧρ 1998.298

11 (άρ. 97 παρ. 2 Σ), μετατρέποντας τον κανόνα σε εξαίρεση. Παράλληλα προκαλεί πρακτικές δυσχέρειες καθώς απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια για την ανεύρεση του νόμου που ορίζει την καθ ύλη αρμοδιότητα επί των κακουργημάτων 19. Περαιτέρω από τη διατύπωση του Συντάγματος (άρ. 97) προκύπτει ότι όλα τα πολιτικά κακουργήματα και τα πολιτικά πλημμελήματα υπάγονται στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, ενώ τα πολιτικά πταίσματα στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων που συγκροτούνται αποκλειστικά από τακτικούς δικαστές. Το αυτό ισχύει και επί πολιτικών κακουργημάτων και πλημμελημάτων που τελούνται δια του τύπου. Και αυτά υπάγονται στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, ενώ αν πρόκειται για απλά αδικήματα δια του τύπου αυτά υπάγονται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων που συγκροτούνται αποκλειστικά από τακτικούς δικαστές. Στην αποκλειστική αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου υπάγεται η απόφαση για την ταυτότητα του κατηγορουμένου, για το θέμα της αρμοδιότητας, για τη νομιμοποίηση της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος και του αστικώς υπευθύνου, για τις προϋποθέσεις της έγκυρης εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο, για ζητήματα διεξαγωγής διαδικασίας, για παρεμπίπτοντα νομικά ζητήματα, για την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης κατ άρ. 471 παρ. 2 ΚΠΔ, για την ανάκληση της αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε σύμφωνα με το άρ. 101 παρ. 1 ΠΚ, για τις αστικές απαιτήσεις του κατηγορουμένου, για την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης και για την οριστική παύση αυτής, για την αίτηση ακύρωση διαδικασίας ή της απόφασης και για τις ιδιωτικές απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος (άρ. 406 ΚΠΔ) 20. 3. Η αρμοδιότητα του μικτού ορκωτού εφετείου Τα μικτά ορκωτά εφετεία εκδικάζουν τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, Χωρίς τη σύμπραξη των ενόρκων δικαστών αποφαίνονται οι τακτικοί δικαστές για το παραδεκτό της ασκηθείσας έφεσης, και κατά τα λοιπά υπάρχει η ίδια αρμοδιότητα με εκείνη του μικτού ορκωτού δικαστηρίου 21. 19 Μαργαρίτη Ορκωτό Σύστημα : Νομοθετική αυθαιρεσία και ελεγκτική απραξία, ΠοινΔικ 2003.535 20 ΟλΑΠ 5/2005 ΠοινΔικ 2005.664 21 ΑΠ 719/1983 ΠοινΧρ 1983.935, ΜΟΔΘεσ 801/2000 ΝοΒ 2001.707, Λαφαζάνου Διαχωρισμός αρμοδιοτήτων στα ΜΟΔ ΠοινΧρ 1994.947

4. Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου των εφετών 12 Το δικαστήριο εφετών δικάζει: 1. Τα κακουργήματα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα σχετικά με το νόμισμα, τα υπομνήματα, την ιδιοκτησία, τα περιουσιακά δίκαια, την ψευδή βεβαίωση υπαλλήλου, νόθευση, απιστία και υπεξαίρεση στην υπηρεσία, αν τελέστηκαν από πολίτες, άσχετα με το πρόσωπο του παθόντα και το ποσό του οφέλους ή της ζημίας ή αν τελέστηκαν από στρατιωτικούς και στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263α του Ποινικού Κώδικα και εφ` όσον το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε με αυτά ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Τα κακουργήματα της δωροδοκίας που αναφέρονται στα άρθρα 159, 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα και τα κακουργήματα της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας του άρθρου 370Α του Ποινικού Κώδικα 22. Τα κακουργήματα του άρθρου 173 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα και εκείνα που τελέσθηκαν από πρόσωπο που έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτού και προβλέπονται στα άρθρα 189 παράγραφος 3 και 380 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα 23. 2. Τα κακουργήματα κλοπής, υπεξαίρεσης και πλαστογραφίας που προβλέπονται από το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, αν στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε με αυτά ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε κατά του δημοσίου ή των πιο πάνω νομικών προσώπων υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. 3. Τα εγκλήματα της δόλιας χρεοκοπίας ανωνύμων εταιριών και τραπεζών. 4. Τα κακουργήματα της πειρατείας, τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους 24, τα κακουργήματα που προβλέπονται 22 Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 111 προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ.3 Ν.3674/2008,ΦΕΚ Α 136/10.7.2008. 23 Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 111 προστέθηκε με το άρθρο 27 Ν.3772/2009,ΦΕΚ Α 112/10.7.2009. 24 Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης προκύπτει ότι δεν εμπίπτει εν προκειμένω το κατά το άρ. 290 παρ. 1 β ΠΚ κακούργημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, ενώ έχει γίνει νομολογιακά δεκτό ότι δεν υπάγεται εδώ και το κατ

13 στην παράγραφο 1 του άρθρου 187 και στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα. 5. Το κακούργημα της ανθρωποκτονίας σε μονομαχία. 6. Τα πλημμελήματα των αρχιερέων, των νομαρχών, των δικηγόρων, των δικαστών πολιτικής και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων και εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Γενικού Επιτρόπου και των αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, καθώς και του Γενικού Επιτρόπου, του επιτρόπου και των αντεπιτρόπων της επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. 7. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου και κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από το πολυμελές πρωτοδικείο στην περίπτωση του άρθρου 116 παρ. 1. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του δικαστηρίου των εφετών σύμφωνα με το άρθρο 499. Με το άρθρο 36 Ν.2830/2000 (Κώδικα Συμβολαιογράφων) ορίζεται ότι οι συμβολαιογράφοι δωσιδικούν για τα πλημμελήματα ενώπιον του αρμόδιου εφετείου, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και για τα πταίσματα ενώπιον του τριμελούς πλημμελειοδικείου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 112 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Επίσης με το άρθρο 39 Ν.3086/2002 ορίζεται ότι τα μέλη του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ. υπάγονται στην ειδική δωσιδικία των άρθρων 111 παρ. 7 και 112 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Επιπλέον με το άρ. 145 Ν. 3463/2006 ορίζεται ότι οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι Κοινοτήτων, καθώς και οι πρόεδροι Συνδέσμων Δήμων και Κοινοτήτων υπάγονται στην ιδιάζουσα δωσιδικία των άρθρων 111 παρ. 7 και 112 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως, κάθε φορά, ισχύει. Επιπλέον σύμφωνα με το άρθρο 40 παρ. 2 Ν. 1481/1984 σε συνδ. με το άρθρο 20 Ν. 2800/2000 στον κατάλογο των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας υπάγονται και οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ από το βαθμό του υπαστυνόμου Β και άνω. Τέλος στην παρ.3ε του άρθρου 1 Ν.3074/2002, ορίζεται ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και οι βοηθοί του υπάγονται στην ειδική δωσιδικία των άρθρων 111 παρ. 7 και 112 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Εξάλλου η αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου καθιδρύεται και για μια σειρά άρ. 277 ΠΚ κακούργημα της πρόκλησης ναυαγίου, βλ. ΑΠ 718/2003 ΠοινΔικ 2003.1043, Λ. Μαργαρίτη Συναφή εγκλήματα και ποινικό δίκαιο.

14 άλλων εγκλημάτων με ειδικές διατάξεις νόμου. Έτσι στην αρμοδιότητα του ανωτέρω δικαστηρίου υπάγονται : 1. Τα κακουργήματα του εμπρησμού δασών άρθρα 265 και 264 ΠΚ (άρθρο 20 παρ. 1 Ν. 663/1977) 2. Τα κακουργήματα της στάσης κρατουμένων άρθρο 174 παρ. 1, 2 ΠΚ (άρθρο 2 παρ. 8 Ν. 2479/1997) 3. Τα κακουργήματα της αρπαγής (άρθρο 322 ΠΚ) και της αρπαγής ανηλίκων (άρθρο 324 παρ. 2, 3 ΠΚ) (άρθρο 10 ΝΔ 876/1941 και 1 ΑΝ 853/1948) 4. Τα «δια του τύπου» τελούμενα κακουργήματα (άρθρο 97 παρ. 3 Σ) καθώς και τα φέροντα κακουργηματικό χαρακτήρα εγκλήματα τύπου (άρθρο 6 Ν 10/1975) 5. Τα εγκλήματα του Ν. 1608/1950 (άρθρο 1 παρ. 1-3 Ν. 1608/1950) 6. Το κακούργημα της χωρίς δικαίωμα αφαίρεσης ή επιχείρησης αφαίρεσης και καταστροφής της εσοδείας γαιών (άρθρο 5 παρ. 3 ΝΔ 2488/1953) 7. Τα κακουργήματα της ζωοκλοπής και της ζωοκτονίας (άρθρο 2 Ν. 1300/1982) 8. Το κακούργημα της κλοπής υδροβίων ζώων (άρθρο 6 παρ. 1β Ν. 1300/1982) 9. Το κακούργημα της υπεξαίρεσης φορτίου πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος (άρθρο 27 παρ. 2 Ν. 1419/1984) 10. Το κακούργημα της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 22 Ν. 1599/1986 (άρθρο 22 παρ. 6 Ν. 1599/1986) 11. Τα κακουργήματα των άρθρων 20 επ. Ν. 3459/2006 για τα ναρκωτικά (άρθρο 42 παρ. 1 Ν. 3459/2006) 12. Το κακούργημα της απαγόρευσης ανοικοδόμησης δασικών εκτάσεων που καταστράφηκαν (άρθρα 114 παρ. 1 Ν. 1892/1990, 21 παρ. ε Ν. 663/1977) 13. Τα κακουργήματα της κατάρτισης, νόθευσης, χρήσης πλαστών κινητών αξιών με σκοπό τον προσπορισμό περιουσιακό οφέλους (άρθρο 1 Ν. 1960/1991) 14. Τα κακουργήματα του άρθρου 15 Ν. 2168/1993 (άρθρο 15 παρ. 4 Ν. 2168/1993) 15. Τα κακουργήματα του άρθρου 66 παρ. 3 Ν. 2121/1993 16. Τα κακουργήματα του άρθρου 2 Ν. 2331/1995 (άρθρου 2 παρ. 5 Ν. 2331/1995) 17. Τα κακουργήματα του άρθρου 22 παρ. 6, 7 Ν. 2472/1997 (άρθρο 22 παρ. 14 Ν. 2472/1997)

15 18. Τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 17 παρ. 2 και 18 παρ. 1 Ν. 2523/1997 (φορολογική νομοθεσία) κακουργήματα (άρθρο 21 παρ. 5 Ν. 2523/1997) 19. Τα κακουργήματα του Ν. 2803/2000 (άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 2803/2000) 20. Τα κακουργήματα της κλοπής μνημείων, υπεξαίρεσης μνημείων, φθοράς μνημείων, αποδοχής και διάθεσης μνημείων ως προϊόντων εγκλήματος, της παράνομης επέμβασης έργου σε μνημείο, της παράνομης εξαγωγής πολιτιστικού αγαθού (άρθρο 71 παρ. 1 Ν. 3028/2002) 21. Το κακούργημα της δωροδοκίας δικαστή και τα κακουργήματα περί την υπηρεσία δικαστή (άρθρα 29 παρ. 4 ΚΠΔ, 15 παρ. 1 Ν. 2482/2006) 22. Τα κακουργήματα της χρήσεως προνομιακών πληροφοριών για την απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων, διενέργειας συναλλαγών με χρήση παραπλανητικών μεθοδεύσεων, διάδοσης παραπλανητικών πληροφοριών (άρθρα 29 παρ. 2 και 30 παρ. 2 και 17 Ν. 3340/2005) 23. Τα κακουργήματα της μεταφοράς, προώθησης και διευκόλυνσης μεταφοράς αλλοδαπών (άρθρο 88 Ν. 3386/2005) 24. Τα κακουργήματα του Ν. 3213/2003 περί «πόθεν έσχες» 25. Τις υποθέσεις κακουργημάτων ανηλίκων θυμάτων των πράξεων των άρ. 323 Α, 324, 336, 337παρ. 3, 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348 Α, 348Β, 349, 351, 351 Α, 353 ΠΚ (άρθρο 7 Ν. 3727/2008) 26. Τα κακουργήματα των άρθρων 173 παρ. 2, 189 παρ. 3 και 380 ΠΚ 25. Τέλος, το πενταμελές εφετείο δικάζει τις εφέσεις κατά αποφάσεων του τριμελούς εφετείου (όταν το τελευταίο δικάζει σε α βαθμό τα παραπάνω εγκλήματα). 5. Η αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Το τριμελές δικαστήριο πλημμελειοδικών δικάζει: 1. Τα πλημμελήματα, εκτός από όσα ανήκουν στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, του δικαστηρίου των εφετών, του μονομελούς πλημμελειοδικείου και του δικαστηρίου ανηλίκων. 2. Τα πταίσματα των αρχιερέων, νομαρχών, δικηγόρων, των δικαστών πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών, των 25 Για όλα τα ανωτέρω βλ. Π. Παπανδρέου «Η Αρμοδιότητα [άρθρα 109-121 ΚΠΔ]-ΜΕΡΟΣ Α» ΠοινΔικ 2009.768

16 μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων και εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Γενικού Επιτρόπου και των αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, καθώς και του Γενικού Επιτρόπου, του επιτρόπου και των αντεπιτρόπων της επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. 3.Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου. 6. Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου των ανηλίκων Τα δικαστήρια ανηλίκων δικάζουν τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους ηλικίας από δεκατριών μέχρι και του δέκατου όγδοου έτους συμπληρωμένου 26, με τις παρακάτω διακρίσεις: Α) Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει: α) τις πράξεις που τελούνται από ανηλίκους, εκτός από εκείνες που δικάζονται από το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, β) τα πταίσματα που τελούνται από ανηλίκους στην έδρα του πρωτοδικείου και γ) τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου για ανηλίκους. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων επιβάλλει επίσης τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα που ορίζονται από τον Ποινικό Κώδικα για ανηλίκους που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας τους. Έτσι τα μονομελή δικαστήρια ανηλίκων εκδικάζουν τις πράξεις που τελούνται από ανήλικο για τις οποίες οι ποινή του εγκλεισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων σύμφωνα με το άρ. 54 ΠΚ είναι κάτω από πέντε έτη, δηλαδή η κατά νόμο απειλούμενη ποινή είναι κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Επίσης εκδικάζουν υποθέσεις ανηλίκων που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας τους, ανεξάρτητα από το είδος της απειλούμενης στο νόμο ποινής. Β) Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους, για τις οποίες η ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων που πρέπει να επιβληθεί σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα είναι τουλάχιστον πέντε ετών, δηλαδή η απειλούμενη στο νόμο για ενήλικες δράστες ποινή είναι κάθειρξη πάνω από δέκα έτη ή ισόβια κάθειρξη 27. 26 Κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας των Δικαστηρίων Ανηλίκων είναι ο χρόνος τέλεσης των πράξεων και όχι αυτός της εκδίκασης, Μπουρόπουλος, ΕρμΚΠΔ,21957,υπό άρθρο 113,σελ.163 27 Ζήτημα δημιουργείται αν ο νόμος απειλεί αόριστα ποινή κάθειρξης : λαμβάνοντας υπόψη τη νομοθετική αρχή ότι η καθ ύλη αρμοδιότητα προσδιορίζεται βάσει του ανωτέρω ορίου της απειλούμενης ποινής και ότι περισσότερα εχέγγυα ορθοκρισίας παρέχει η κρίση του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, προκρίνεται το συμπέρασμα περί υπαγωγής των υποθέσεων αυτών στην αρμοδιότητα του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, έτσι και Μαργαρίτης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Ανηλίκων, σελ. 64, ΑΠ 224/2003 ΠοινΔικ 2003.919, Λ. Μαργαρίτη παρατ. στην ΣυμβΑΠ 224/2003 ΠοινΔικ 2003.919, ΑΠ 55/2002 ΠοινΧρ 2002.822, ΕφΝαυπλ 78/1999 ΠοινΧρ 1999.760

17 Γ) Το εφετείο ανηλίκων δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών και τριμελών δικαστηρίων ανηλίκων που λειτουργούν στα πλημμελειοδικεία. Ένα ζήτημα που απασχόλησε τη νομολογία με την ευκαιρία της αλλαγής των ορίων ανηλικότητας με το Ν. 3189/2003 (21.10.2003) είναι το θέμα της αρμοδιότητας του δικαστηρίου στην περίπτωση που κατά το χρόνο τέλεσης ο ανήλικος διένυε το 18 ο έτος της ηλικίας του, όντας ενήλικος με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, ενώ η υπόθεσή του εισάγεται προς εκδίκαση μετά τη θέση σε ισχύ του ως άνω νόμου. Εάν μεν η υπόθεση αφορά την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό η νομοθετική επανοριοθέτηση της ανηλικότητας σε μεγαλύτερη ηλικία αποτελεί ευμενέστερο νομικό καθεστώς και άρα σύμφωνα με το άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ αρμόδια θα καταστούν τα δικαστήρια ανηλίκων. Εάν όμως η υπόθεση έχει κριθεί σε πρώτο βαθμό και εκκρεμεί η εκδίκασή της σε δεύτερο βαθμό θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής : H αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109-115 προσδιορίζεται από τον χαρακτηρισμό της πράξης από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, το άρθρο 119 εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις των εδαφίων α και β της παρ. 1 αυτού, δυνάμει του οποίου κατανέμονται οι πράξεις που τελούνται από ανηλίκους μεταξύ του μονομελούς και του τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εξουσία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για την εκδίκαση εφέσεως στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη πρωτοδίκως στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο, η έφεση κατά των αποφάσεων του οποίου υπάγεται σ αυτό και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, είτε ο κατηγορούμενος απέκτησε μεταγενέστερα, κατά νομοθετικό χαρακτηρισμό 28 ή επαγγελματική εξέλιξη, ορισμένη ιδιότητα, είτε η πράξη χαρακτηρίστηκε από το νομοθέτη διαφορετικά, με συνδρομή των οποίων, κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξεως ή κατά το χρόνο της εκδικάσεώς της σε πρώτο βαθμό, η υπόθεση θα ανήκε σε άλλο δικαστήριο και μετά από άσκηση εφέσεως στο αντίστοιχο διαφορετικό εφετείο. Επομένως, στην περίπτωση αυτή το εφετείο, στο οποίο υπάγεται το πρωτόδικο δικαστήριο που διέγνωσε ορισμένη υπόθεση, έχει εξουσία για την εκδίκαση της έφεσης κατά αποφάσεως του τελευταίου, εφόσον η 28 ΤρΕφΘεσ 260/1998 ΠοινΔικ 1999.132

18 υπόθεση αρμοδίως εισήχθη, σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο εισαγωγής της στο πρωτόδικο δικαστήριο. Τυχόν δε αντίθετη κρίση συνιστά αρνητική υπέρβαση εξουσίας 29. Η εξαίρεση της παρ. 1 του άρθρου 130 ΚΠΔ, κατά την οποία ο ανήλικος συμμέτοχος, εφόσον ο Εισαγγελέας ή το Δικαστικό Συμβούλιο με αιτιολογημένη απόφασή τους κρίνουν ότι δεν ενδείκνυται ο χωρισμός της δίκης για το συμφέρον της δικαιοσύνης, δικάζεται από το αρμόδιο για την κύρια πράξη δικαστήριο, εφαρμόζεται αποκλειστικά επί πλημμελημάτων και όχι επί κακουργημάτων. Επί συμμετοχής ανηλίκου σε κακουργηματικές πράξεις, μόνο και αποκλειστικά αρμόδιο δικαστήριο είναι το Δικαστήριο Ανηλίκων, ακόμα και αν ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν ανήλικος κατά την τέλεση της πράξης, έχει ενηλικιωθεί κατά την εκδίκαση αυτής. Διατάσσεται ο χωρισμός της δίκης και η παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο Ανηλίκων, ως προς τον εικοσάχρονο κατηγορούμενο για συμμετοχή σε κακουργηματικές κλοπές, γιατί κατά το χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης του ήταν ανήλικος. 30 7. Η αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Το μονομελές πλημμελειοδικείο δικάζει: Α) Τα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στο νόμο φυλάκιση με ελάχιστο όριο κατώτερο των τριών μηνών ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές εκτός από: α) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και των εφετείων, καθώς και τα συναφή με αυτά (άρθρα 109, 111, 128), β) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου των ανηλίκων, γ) εκείνα που τελούνται δια του τύπου, δ) εκείνα των άρθρων 142, 145, 147, 149, 153, 154, 156, 158, 159, 160, 202 παρ. 1 και 2, 203, 221, 247 παρ. 1 και 2, 251, 259, 266 παρ. 1, 269, 271, 278, 286, 288 παρ. 1, 290 παρ.1 περ.α`,300,314 παρ.1 εδ.α`,328,364 παρ.3 και 397 του Ποινικού Κώδικα. Β) Τα δασικά (εκτός από τον εμπρησμό), τα αγροτικά σε βαθμό πλημμελήματος και τα αγορανομικά αδικήματα, καθώς και τα εγκλήματα: α) του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», β) των άρθρων 1 και 2 του Α.Ν. 86/1967 «περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολήν και την απόδοσιν εισφορών εις Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως», γ) του άρθρου 17παρ. 8 του Ν. 1337/1983 για την «επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις», 29 ΟλΑΠ 10/2005 ΠοινΔικ 2006.132 30 ΤριμΕφΙωαν 150/1999 ΠοινΔικ 2001.155

19 δ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 50 και της παραγράφου 4 του άρθρου 53 του Ν. 2910/2001 "Είσοδος, παραμονή, ελληνική ιθαγένεια και λοιπές διατάξεις), ε) του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής και λοιπές διατάξεις», στ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 43 του Ν. 2696/1999 «Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας», ζ) του άρθρου 23Β του Ν. 248/1914 «Περί οργανώσεως της Ζωοτεχνικής και κτηνιατρικής Υπηρεσίας», η) των παραγράφων 1 και 6 του άρθρου 10 και της περίπτωσης β` της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 1244/1972 «Περί λειτουργίας Ερασιτεχνικών και Πειραματικών Σταθμών Ασυρμάτου Ειδικών Ραδιοδικτύων και ιδρύσεως Υπηρεσίας Ελέγχου Ραδιοεκπομπών». Γ) Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου, καθώς και των αποφάσεων που εκδίδονται από το ειρηνοδικείο σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1 ΚΠΔ. 8. Η αρμοδιότητα του πταισματοδικείου Το πταισματοδικείο δικάζει τα πταίσματα (πράξεις που τιμωρούνται με πρόστιμο ή κράτηση), εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των πλημμελειοδικών και του δικαστηρίου ανηλίκων (άρθρα 112, 113 ΚΠΔ). 9. Η αρμοδιότητα επί εγκλημάτων τελουμένων στο ακροατήριο Για τα εγκλήματα που τελούνται στο ακροατήριο κάθε ποινικό δικαστήριο δικάζει αμέσως τα αυτόφωρα πλημμελήματα και τα πταίσματα που τελούνται στο ακροατήριό του κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αν αυτά υπάγονται στην αρμοδιότητα του καθ` ύλη δικαστηρίου που συνεδριάζει ή κατώτερου, ακόμη και αν ο υπαίτιος ανήκει στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων. Την ίδια εξουσία έχει ο Άρειος Πάγος για όλα τα πλημμελήματα και τα πταίσματα, ενώ από τα πολιτικά δικαστήρια, το ειρηνοδικείο έχει εξουσία για τα πταίσματα και όλα τα άλλα δικαστήρια για τα πλημμελήματα και τα πταίσματα που υπάγονται στην καθ` ύλη αρμοδιότητα του αντίστοιχου ή κατώτερου ποινικού δικαστηρίου. Ως προς τη διαδικασία εφαρμόζονται τα άρθρα 417-424 του ΚΠΔ. Αν το δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να δικάσει αμέσως το πλημμέλημα, ο δράστης συλλαμβάνεται και παραπέμπεται σύμφωνα με το άρθρο 279 ΚΠΔ στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος, αν

20 συντρέχει περίπτωση, εφαρμόζει τα άρθρα 417 κ.ε ΚΠΔ. Αν όμως ο δράστης είναι δικηγόρος, συνήγορος διαδίκου, η σύλληψη εκτελείται αφού ασκήσει τα καθήκοντά του στη δίκη. Αν για οποιονδήποτε λόγο το πλημμέλημα ή το πταίσμα που διαπράχθηκε στο ακροατήριο δεν δικάστηκε αμέσως, δεν αποκλείεται να διωχθεί στη συνέχεια με την κοινή διαδικασία 31. 10. Η αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων Τα στρατιωτικά δικαστήρια (αρ. 96 παρ.3 και 4 Σ) ασκούν ειδική ποινική δικαιοδοσία. Στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης είχαν την ιδιότητα του στρατιωτικού, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου (αρ. 193 παρ.1 ΣΠΚ). Κρίσιμος, δηλαδή, για την υπαγωγή ενός προσώπου στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων είναι ο χρόνος τέλεσης της πράξης, χωρίς να ενδιαφέρει αν κατά τον χρόνο της επ' ακροατηρίω διαδικασίας η ιδιότητα αυτή εξακολουθεί να υφίσταται, µε τη σκέψη ότι τα υπό των στρατιωτών διαπραττόμενα εγκλήματα πρέπει να κρίνονται από ανθρώπους που διέπονται από το πνεύμα της πειθαρχίας και γνωρίζουν τις ιδιαίτερες βιοτικές συνθήκες της στρατιωτικής οικογένειας. Αν, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης δεν υπήρχε η ιδιότητα του στρατιωτικού, ενώ κατά το χρόνο της εκδίκασης αποκτήθηκε, είναι εύλογο ότι το πρόσωπο αυτό δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων (αρ. 96 4 περ. α ' Σ) 32. Η ημέρα 31 Αν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του δικαστηρίου τελέστηκε στο ακροατήριό του εξύβριση ή δυσφήμηση μέλους του δικαστηρίου (άρθρα 361,362,363 ΠΚ.), ακόμη και όταν ο υπαίτιος υπάγεται στην ιδιάζουσα ή εξαιρετική δωσιδικία, τα εγκλήματα αυτά δικάζονται αμέσως από το ίδιο δικαστήριο, που συγκροτείται από άλλους δικαστές. Η κατά νόμο έγκληση υποβάλλεται με δήλωση του δικαιουμένου που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η διαφορετική σύνθεση δεν είναι δυνατή για λόγο που βεβαιώνεται ειδικά στα πρακτικά και στην απόφαση, η άμεση εκδίκαση γίνεται από τους ίδιους δικαστές. Αν ο υπαίτιος της εξύβρισης ή της δυσφήμησης που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο είναι δικηγόρος που ασκεί καθήκοντα συνηγόρου και η διαφορετική σύνθεση του δικαστηρίου δεν είναι δυνατή για λόγο που βεβαιώνεται με τον παραπάνω τρόπο, η πράξη αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίασης, και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη συνηγόρου. Αν στη συνέχεια αποφασιστεί από την αρμόδια αρχή η παραπομπή του σε δίκη, η εκδίκαση γίνεται από το δικαστήριο που προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 136 και 137. Αν η πράξη εκδικαστεί αμέσως, η απόφαση που εκδίδεται εις βάρος του συνηγόρου εκτελείται μόνο όταν αυτός εκπληρώσει εντελώς τα καθήκοντά του στη δίκη κατά τη διάρκεια της οποίας διαπράχθηκε το έγκλημα. Αν το δικαστήριο που σύμφωνα με τα άρθρα 116 και είναι αρμόδιο να δικάσει αμέσως το έγκλημα αναβάλει για οποιονδήποτε λόγο τη δίκη (άρθρο 423), μπορεί να διατάξει την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου που έχει συλληφθεί, αν τούτο επιτρέπεται στην περίπτωση αυτή η περαιτέρω διαδικασία και η εκδίκαση γίνεται από το αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 112 115 ΚΠΔ δικαστήριο. 32 Παπαδαµάκη, ό.π., σελ. 76, Ζησιάδη, ό.π., σελ. 582, αντιθ. Καρρά, ό.π., σελ. 169 επ., ο οποίος εκκινώντας από τη συνταγματική απαγόρευση της εισαγωγής ιδιωτών στα στρατιωτικά δικαστήρια, αρ. 96 παρ. 4 περ. α' Σ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όσοι δεν έχουν κατά το χρόνο της εκδίκασης της πράξης την ιδιότητα του στρατιωτικού δεν υπάγονται στα στρατιωτικά δικαστήρια ή δεν υπάγονται σε αυτά τουλάχιστον ως προς τα µη στρατιωτικά εγκλήµατα.

21 κατάταξης στις ένοπλες δυνάμεις θεωρείται ως χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας, όχι, όμως και η ημέρα απόλυσης, που είναι η αμέσως επόμενη μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων 33. Εξαιρούνται της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων 1) τα µη στρατιωτικά εγκλήματα που διαπράττουν οι στρατιωτικοί κατά τη διάρκεια της άδειας, της αργίας ή τη διαθεσιμότητας, όταν αυτές υπερβαίνουν τους τρεις μήνες ή κατά τη διάρκεια της λιποταξίας, 2) τα πλημμελήματα και τα πταίσματα που διαπράττουν οι στρατιωτικοί στο ακροατήριο οποιουδήποτε κοινού ποινικού δικαστηρίου, αν αυτά δικαστούν αμέσως σύμφωνα µε τα αρ. 116 και 117 ΚΠΔ, 3) οι παραβάσεις των νόμων για τη διεξαγωγή των δημοσίων εκλογών ή δημοψηφίσματος, 4) τα εγκλήματα της ναυταπάτης, πειρατείας και μονομαχίας, καθώς και όσα τελούνται κατά τη διάρκεια μονομαχίας, 5) οι παραβιάσεις του τελωνειακού και δασικού κώδικα και νόμων περί θήρας και αλιείας, 6) οι παραβάσεις των φορολογικών νόμων του αγορανομικού κώδικα, µε εξαίρεση τις πράξεις του άρθρου 154 του κώδικα αυτού, 7) τα κακουργήματα και πλημμελήματα που µε ειδικούς νόμους υπάγονται στα εφετεία και 8) τα εγκλήματα που διαπράττουν οι στρατιωτικοί σε βάρος οργάνων της ελληνικής αστυνομίας, όταν τα όργανα αυτά εκτελούν τα καθήκοντά τους ή για λόγους που έχουν σχέση µε αυτά. Σύμφωνα µε το αρ. 5 παρ. 1 περ. β' ΣΠΚ στρατιωτικοί είναι όσοι ανήκουν στο στρατό ξηράς και στο λιμενικό σώμα. Η ιδιότητα του στρατιωτικού αποκτάται µε την κατάταξη στο στρατό για συγκεκριμένη αιτία και πιο συγκεκριμένα από την ορκωμοσία τους, µε εξαίρεση τους κληρωτούς εθελοντές ή εφέδρους που γίνονται δεκτοί στη στρατιωτική υπηρεσία και οποίοι είναι στρατιωτικοί από την κατάταξή τους και πριν ακόμη ορκιστούν (αρ. 5 παρ. 3 ΣΠΚ), ενώ, µόνο ως προς το έγκλημα της ανυποταξίας, στρατιωτικός είναι όποιος καλείται νόμιμα να καταταγεί από την λήξη της προθεσμίας προς κατάταξη 34. Η αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων (αρ. 5 παρ. 1 περ. ιγ' και ι ΣΠΚ) καθορίζεται στο άρθρο 194 ΣΠΚ, σύμφωνα µε το οποίο οι στρατιωτικοί του στρατού ξηράς υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων, του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος στην αρμοδιότητα του ναυτοδικείου και της πολεμικής αεροπορίας στην αρμοδιότητα του αεροδικείου. Οι στρατιωτικοί που ανήκουν στα κοινά σώματα των 33 ΣυµβΑΠ 314/2003 ΠοινΔικ 2003.849. 34 Προφανής εδώ ο σκοπός του νομοθέτη να υπαγάγει και τα πρόσωπα αυτά στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων καθιερώνοντας το συγκεκριμένο πλάσμα προκειμένου να θεμελιώσει αυτή, καθώς η εν λόγω συμπεριφορά στρέφεται και προσβάλλει απευθείας το αγαθό της υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας.