Overzicht grammatica Kosmos voor DT Grieks Lidwoord. ὁ, ἡ, τό: de, het

Σχετικά έγγραφα
1st and 2nd Person Personal Pronouns

persoon praesens imperfectum sigmatische aoristus

Noun: Masculine, Κύριος - D2.1 Meaning: Lord, Master. Noun: Neuter, ἔργον - D2.2 Meaning: work

3 Adjectives. Paradigms Adjectives Article Article. ὁ, ἡ, τό the Masc. Fem. Neut. NS ὁ ἡ τό GS τοῦ τῆς τοῦ DS τῷ τῇ τῷ AS τόν τήν τό

Traducción. Tema de PRESENTE AORISTO FUTURO PERFECTO. tiempos históricos. Departamento de Griego IES Avempace. pretérito imperfecto

ἐγώ ik ζύ je/jij - hij/zij/het 1 e persoon 2 e persoon 3 e persoon mnl vrl onz


Ε Π Ι Θ Ε Σ Ο Β ΚΛΙΗ

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

VADE-MECUM de l helléniste

Η ελεύθερη έκφραση μέσω του τύπου. Κάνω κάτι πιο φιλελεύθερο Η πίστη και η αφοσίωση στην ιδέα της ελευθερίας.

I. De verbuiging van de substan1even

Participle Morphs. λύων λύουσα λῦον λύοντος λυούσης λύοντος λυόμενος λυομένη λυόμενον λυομένου λυομένης λυομένου. ουσ. ομεν

EL ADJETIVO GRIEGO

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

Michèle TILLARD Lycée Montesquieu, LE MANS janvier Ἡ φλέψ Φλέψ Τὴν φλέβα Τῆς φλεβός Τῇ φλεβί

Nominativus 3rd person (αὐτός, αὐτή, αὐτό) is not used for he/she/it/they. (οὗτος, ἐκεῖνος can be used instead)

[Γραμματική. Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο

CH7 α GRK 101 Handout

ΣΡΙΣΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ: Τα επίθετα αυτά κλίνονται κατά την γ κλίση των ουσιαστικών στο αρσενικό και το ουδέτερο γένος τους.

EL VERBO GRIEGO 1. Voz Activa

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

καταλήξεις ασυναίρετων της β' κλίσης Ενικός ον. γεν. δοτ. αιτ. κλ. -ον -ου -ῳ -ον -ον -ος -ου -ῳ -ον -ε Πληθυντικός -οι -ων -οις -ους -οι

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

Croy Lesson 10. Kind of action and time of action. and/or Redup. using the verb λύω

Impf ἔλυες ἐλύου. Plup ἐλελύκης ἐλέλυσο. ἐλελύκεμεν ἐλελύμεθα. ἐλελύκεσαν ἐλέλυντο

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs using the verb λύω. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating.

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating. Croy Lesson 10

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

1. ιδαγµένο κείµενο από το πρωτότυπο Θουκυδίδου Ἱστοριῶν Β 36

ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ. Αρχαία ελληνική γλώσσα. Κορίνα Τσιτσιρίκου

ἐγώ io / I σύ tu / you μοῦ, ἐμοῦ di me / of me σοῦ di te / of you μοῖ, ἐμοί a me / to me σοί a te / to you μέ, ἐμέ me / me σέ te / you

Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Α1,1 και Γ1, 1-2. απόσπασμα α

Lengua griega: Morfología nominal y verbal básica 1. MORFOLOGÍA NOMINAL. Acusativo τήν τόν τό. Genitivo τῆς τοῦ. Nominativo αἱ οἱ τά

Preview of Grammar Sections from A Greek Ørberg. 1. ἡ γραμματικὴ τέχνη

Lesson 13 Demonstratives

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ (ΑΓΝΩΣΤΟ)

GRAMÁTICA GRIEGA ARTÍCULO

εἰ δὲ μή, παῦσαι ἤδη, ὦ θαυμάσιε, πολλάκις μοι λέγων τὸν αὐτὸν λόγον, bepaling cmpl. attribuut complement (object)

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18


Ο πύργος της Βαβέλ Πως «εξηγεί» η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία την ποικιλία γλωσσών στον κόσμο

Πῶς σὺ Ιουδαῖος ὢν παρ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς γυναικὸς Σαμαρίτιδος οὔσης;

I am. Present indicative

Ασκήσεις γραμματικής. Εκφώνηση. Να μεταφέρετε τους παρακάτω τύπους στον άλλο αριθμό: τοῦ σοφοῦ. (ὦ) δίκαιε. τὸν τίμιον. τοὺς πιστοὺς.

EJERCICIOS DE FLEXIÓN DE SUSTANTIVOS Y ADJETIVOS SEGUNDA DECLINACIÓN:

Klassieke Olympiaden Grieks POLYKRATES taaleigen van Herodotus

Chapter 13. The Definite Article The Demonstrative Adjectives and Pronouns

Croy Lesson 18. First Declension. THIRD Declension. Second Declension. SINGULAR PLURAL NOM -α / -η [-ης]* -αι. GEN -ας / -ης [-ου]* -ων

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

14 Τότε προσέρχονται αὐτῷ οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου λέγοντες, Μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος πενθεῖν ἐφ ὅσον μετ αὐτῶν ἐστιν ὁ

Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας

ΜΑΡΤΙΟΣ Θ 2014 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. ΕΝΟΤΗΤΑ 8 η (Νέο Βιβλίο) Ένα παράδειγμα σεβασμού προς τους γονείς

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 22 ΜΑΪΟΥ 2004 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Corrections to the Antoniades Patriarchal Greek Text of the New Testament

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

Ο ΟΙΚΟΣ Εjercicios complementarios

ΘΟΥΚΥ Ι Η ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36

Biblical Readings AGE Ch. 13

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

πατρίδα του (ο φιλόπατρις) Αυτός που είναι αγνώστου Το Εκκλησίας Αυτός που δεν έχει πατρίδα

ΘΕΜΑ 243ο: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 3,

Konsonantische Deklination : ρ- und ν-stämme. ὁ μήν τοῦ μην-ός τῷ μην-ί τὸν μῆν-α (ὦ μήν) ὁ κρατήρ τοῦ κρατῆρ-ος τῷ κρατῆρ-ι τὸν κρατῆρ-α (ὦ κρατήρ)

Traducción. Tema de PRESENTE AORISTO FUTURO PERFECTO. tiempos históricos. Departamento de Griego IES Avempace. pretérito imperfecto

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

ΘΕΜΑ 61ο Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 9-11

Numbers / Αριθμοι - According to 4Q121 Septuagint Numbers (4QLXXNum) - Verse Order

ΚΕΙΜΕΝΑ. Α. Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή

Περικλέους Σταύρου Χαλκίδα Τ: & F: chalkida@diakrotima.gr W:

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ, ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ...

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Β Γυμνασίου. Ενότητα 2 : Γ. Γραμματική

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ. Ἐπιμέλεια: Στέφανος Σουλδάτος Καλλιτεχνικό Μελώδημα (Εργαστήρι Παραδοσιακής Μουσικής

DECLINACIÓN ATEMÁTICA (TERCERA DECLINACIÓN) Desinencias

ΘΕΜΑ 271ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 3,

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 3)

Λίτσος Ευάγγελος - Φιλόλογος - 3 ο Γυμνάσιο Κομοτηνής

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικοµάχεια Β, 1, 4-7

ΤΡΙΩΡΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 3 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011 ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ : ΖΩΗΣ ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ ΕΠΩΝΥΜΟ:... ΟΝΟΜΑ:...

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7

LES 2 MASCULINA VAN DE A-DECLINATIE IMPERFECTUM EN AORISTUS VAN ΛΟΥΩ A. GRAMMATICA. 1. Declinatie van masculiene a-stammen SINGULARIS

Κατάλογος τῶν Συγκερασµῶν ὅλων τῶν Βυζαντινῶν ιατονικῶν Κλιµάκων µέχρι καὶ σὲ 1200 µουσικὰ διαστήµατα (κόµµατα)

44 Χρόνια Φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης

5.A De voorbereiding. οὕτω δ οὐ πολλῷ ὕστερον 1 ἐν τῷ μηνὶ A Γαμηλιῶνι B ὁ γάμος C. ἐπετελεῖτο D. πολλοὶ δὲ γάμοι ἐν ταῖς Ἀθήναις διέμενον 2

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Θουκυδίδου Περικλέους Ἐπιτάφιος (ΙΙ, 41)

Mounce Handout: Introduction to Participles (PTCs), Present-stem PTCs Dr. Phillip Marshall

EL ARTÍCULO PRIMERA DECLINACIÓN FEMENINOS

Chapter 14-α Grammar Material, + End of CH13-β Review

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτων, Πολιτεία 615C-616Α Αρδιαίος ο τύραννος

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Περὶ Εἰρήνης Λόγος ή Συµµαχικὸς Προοίµιο (απόσπασµα)

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

Transcript:

Lidwoord ὁ, ἡ, τό: de, het. nom. ev. ὁ ἡ τό gen. ev. τοῦ τῆς τοῦ dat. ev. τῷ τῇ τῷ acc. ev. τόν τήν τό nom. mv. οἱ αἱ τά gen. mv. τῶν τῶν τῶν dat. mv. τοῖς ταῖς τοῖς acc. mv τούς τάς τά Zelfstandig naamwoord η/α-declinatie ἀδελφή: zus οἰκία: huis ἀθλητής: atleet νεανίας: jongen vrl. vrl. mnl. mnl. nom. ev. ἡ ἀδελφή ἡ οἰκία ὁ ἀθλητής ὁ νεανίας gen. ev. τῆς ἀδελφῆς τῆς οἰκίας τοῦ ἀθλητοῦ τοῦ νεανίου dat. ev. τῇ ἀδελφῇ τῇ οἰκίᾳ τῷ ἀθλητῇ τῷ νεανίᾳ acc. ev. τὴν ἀδελφήν τὴν οἰκίαν τὸν ἀθλητήν τὸν νεανίαν nom. mv. αἱ ἀδελφαί αἱ οἰκίαι οἱ ἀθληταί οἱ νεανίαι gen. mv. τῶν ἀδελφῶν τῶν οἰκιῶν τῶν ἀθλητῶν τῶν νεανιῶν dat. mv. ταῖς ἀδελφαῖς ταῖς οἰκίαις τοῖς ἀθληταῖς τοῖς νεανίαις acc. mv τὰς ἀδελφάς τὰς οἰκίας τοὺς ἀθλητας τοὺς νεανίας 1

ο-declinatie ἀδελφός: broer τέκνον: kind mnl. onz. nom. ev. ὁ ἀδελφός τὸ τέκνον gen. ev. τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ τέκνου dat. ev. τῷ ἀδελφῷ τῷ τέκνῳ acc. ev. τὸν ἀδελφόν τὸ τέκνον nom. mv. οἱ ἀδελφοί τὰ τέκνα gen. mv. τῶν ἀδελφῶν τῶν τέκνων dat. mv. τοῖς ἀδελφοῖς τοῖς τέκνοις acc. mv τοὺς ἀδελφούς τὰ τέκνα 2

gemengde declinatie δαίμων: godheid σῶμα: lichaam ἀνήρ: man πατήρ: vader πόλις: stad(sstaat) mnl. onz. nom. ev. ὁ δαίμων τὸ σῶμα gen. ev. τοῦ δαίμονος τοῦ σώματος dat. ev. τῷ δαίμονι τῷ σώματι acc. ev. τὸν δαίμονα τὸ σῶμα nom. mv. οἱ δαίμονες τὰ σώματα gen. mv. τῶν δαιμόνων τῶν σωμάτων dat. mv. τοῖς δαίμοσι(ν) τοῖς σώμασι(ν) acc. mv τοὺς δαίμονας τὰ σώματα mnl. mnl. vrl. nom. ev. ὁ ἀνήρ ὁ πατήρ ἡ πόλις gen. ev. τοῦ ἀνδρός τοῦ πατρός τῆς πόλεως dat. ev. τῷ ἀνδρί τῷ πατρί τῇ πόλει acc. ev. τὸν ἄνδρα τὸν πατέρα τὴν πόλιν nom. mv. οἱ ἄνδρες οἱ πατέρες αἱ πόλεις gen. mv. τῶν ἀνδρῶν τῶν πατέρων τῶν πόλεων dat. mv. τοῖς ἀνδράσι(ν) τοῖς πατράσι(ν) ταῖς πόλεσι(ν) acc. mv τοὺς ἄνδρας τοὺς πατέρας τὰς πόλεις 3

Bijvoeglijk naamwoord ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθόν: goed μακρός, μακρά, μακρόν: lang nom. ev. ἀγαθός ἀγαθή ἀγαθόν gen. ev. ἀγαθοῦ ἀγαθῆς ἀγαθοῦ dat. ev. ἀγαθῷ ἀγαθῇ ἀγαθῷ acc. ev. ἀγαθόν ἀγαθήν ἀγαθόν nom. mv. ἀγαθοί ἀγαθαί ἀγαθά gen. mv. ἀγαθῶν ἀγαθῶν ἀγαθῶν dat. mv. ἀγαθοῖς ἀγαθαῖς ἀγαθοῖς acc. mv ἀγαθούς ἀγαθάς ἀγαθά nom. ev. μακρός μακρά μακρόν gen. ev. μακροῦ μακρᾶς μακροῦ dat. ev. μακρῷ μακρᾷ μακρῷ acc. ev. μακρόν μακράν μακρόν nom. mv. μακροί μακραί μακρά gen. mv. μακρῶν μακρῶν μακρῶν dat. mv. μακροῖς μακραῖς μακροῖς acc. mv μακρούς μακράς μακρά 4

πολύς, πολλή, πολύ: veel μέγας, μεγάλη, μέγα: groot πᾶς, πᾶσα, πᾶν: heel, geheel, ieder, alle nom. ev. πολύς πολλή πολύ gen. ev. πολλοῦ πολλῆς πολλοῦ dat. ev. πολλῷ πολλῇ πολλῷ acc. ev. πολύν πολλήν πολύ nom. mv. πολλοί πολλαί πολλά gen. mv. πολλῶν πολλῶν πολλῶν dat. mv. πολλοῖς πολλαῖς πολλοῖς acc. mv πολλούς πολλάς πολλά nom. ev. μέγας μεγάλη μέγα gen. ev. μεγάλου μεγάλης μεγάλου dat. ev. μεγάλῳ μεγάλῃ μεγάλῳ acc. ev. μέγαν μεγάλην μέγα nom. mv. μεγάλοι μεγάλαι μεγάλα gen. mv. μεγάλων μεγάλων μεγάλων dat. mv. μεγάλοις μεγάλαις μεγάλοις acc. mv μεγάλους μεγάλας μεγάλα nom. ev. πᾶς πᾶσα πᾶν gen. ev. παντός πάσης παντός dat. ev. παντί πάσῃ παντί acc. ev. παντά πᾶσαν πᾶν nom. mv. πάντες πᾶσαι πάντα gen. mv. πάντων πασῶν πάντων dat. mv. πᾶσι(ν) πάσαις πᾶσι(ν) acc. mv πάντας πάσας πάντα 5

Voornaamwoorden Aanwijzend voornaamwoord ὅδε, ἥδε, τόδε: bijv. deze, dit; zelfst. hij, zij het οὗτος, αὕτη, τοῦτο: bijv. deze, dit, die, dat; zelfst. hij, zij het ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο: bij. die, dat; zelfst. hij, zij het. nom. ev. ὅδε ἥδε τόδε gen. ev. τοῦδε τῆσδε τοῦδε dat. ev. τῷδε τῇδε τῷδε acc. ev. τόνδε τήνδε τόδε nom. mv. οἵδε αἵδε τάδε gen. mv. τῶνδε τῶνδε τῶνδε dat. mv. τοῖσδε ταῖσδε τοῖσδε acc. mv τούσδε τάσδε τάδε. nom. ev. οὗτος αὕτη τοῦτο gen. ev. τούτου ταύτης τούτου dat. ev. τούτῳ ταύτῃ τούτῳ acc. ev. τοῦτον ταύτην τοῦτο nom. mv. οὗτοι αὗται ταῦτα gen. mv. τούτων τούτων τούτων dat. mv. τούτοις ταύταις τούτοις acc. mv τούτους ταύτας ταῦτα. nom. ev. ἐκεῖνος ἐκείνη ἐκεῖνο gen. ev. ἐκείνου ἐκείνης ἐκείνου dat. ev. ἐκείνῳ ἐκείνῃ ἐκείνῳ acc. ev. ἐκεῖνον ἐκείνην ἐκεῖνο nom. mv. ἐκεῖνοι ἐκεῖναι ἐκεῖνα gen. mv. ἐκείνων ἐκείνων ἐκείνων dat. mv. ἐκείνοις ἐκείναις ἐκείνοις acc. mv ἐκείνους ἐκείνας ἐκεῖνα 6

Voornaamwoord αὐτός αὐτός, αὐτή, αὐτό: bijv. zelf; zelfst. hij, zij, het (nooit in de nom.). nom. ev. αὐτός αὐτή αὐτό gen. ev. αὐτοῦ αὐτῆς αὐτοῦ dat. ev. αὐτῷ αὐτῇ αὐτῷ acc. ev. αὐτόν αὐτήν αὐτό nom. mv. αὐτοί αὐταί αὐτά gen. mv. αὐτῶν αὐτῶν αὐτῶν dat. mv. αὐτοῖς αὐταῖς αὐτοῖς acc. mv αὐτούς αὐτάς αὐτά Vragend voornaamwoord τίς: wie (mensen) τί: wat (dingen) mnl./vrl. onz. nom. ev. τίς τί gen. ev. τίνος τίνος dat. ev. τίνι τίνι acc. ev. τίνα τί nom. mv. τίνες τίνα gen. mv. τίνων τίνων dat. mv. τίσι(ν) τίσι(ν) acc. mv τίνας τίνα 7

Persoonlijk voornaamwoord ἐγώ: ik σύ: jij ἡμεῖς: wij ὑμεῖς: jullie nadruk zonder nadruk zonder 1 e pers 2 e pers. nom. ev. ἐγώ σύ gen. ev. ἐμοῦ μου σοῦ σου dat. ev. ἐμοί μοι σοί σοι acc. ev. ἐμέ με σέ σε nom. mv. ἡμεῖς ὑμεῖς gen. mv. ἡμῶν ὑμῶν dat. mv. ἡμῖν ὑμῖν acc. mv ἡμᾶς ὑμᾶς Betrekkelijk voornaamwoord ὅς, ἥ, ὅ: die, dat, welke, wiens, waarmee, etc. nom. ev. ὅς ἥ ὅ gen. ev. οὗ ἧς οὗ dat. ev. ᾧ ᾗ ᾧ acc. ev. ὅν ἥν ὅ nom. mv. οἵ αἵ ἅ gen. mv. ὧν ὧν ὧν dat. mv. οἷς αἷς οἷς acc. mv οὕς ἅς ἅ 8

Telwoorden εἷς, μία, ἕν: één. nom. ev. εἷς μία ἕν gen. ev. ἑνός μιᾶς ἑνός dat. ev. ἑνί μιᾷ ἑνί acc. ev. ἕνα μίαν ἕν 9

Participium I praesensstam groep 1a (regelmatig) λύων: losmakend Activum nom. ev. λύων λύουσα λῦον gen. ev. λύοντος λυούσης λύοντος dat. ev. λύοντι λυούσῃ λύοντι acc. ev. λύοντα λύουσαν λῦον nom. mv. λύοντες λύουσαι λύοντα gen. mv. λυόντων λυουσῶν λυόντων dat. mv. λύουσι(ν) λυούσαις λύουσι(ν) acc. mv λύοντας λυούσας λύοντα λυόμενος: zich(zelf) losmakend Medium nom. ev. λυόμενος λυομένη λυόμενον gen. ev. dat. ev. acc. ev. λυομένου λυομένης λυομένου nom. mv. gen. mv. dat. mv. acc. mv 10

εἰμί (onregelmatig) ὤν: zijnde Activum nom. ev. ὤν οὖσα ὄν gen. ev. ὄντος οὔσης ὄντος dat. ev. ὄντι οὔσῃ ὄντι acc. ev. ὄντα οὖσαν ὄν nom. mv. ὄντες οὖσαι ὄντα gen. mv. ὄντων οὐσῶν ὄντων dat. mv. οὖσι(ν) οὔσαις οὖσι(ν) acc. mv ὄντας οὔσας ὄντα 11

IΙ aoristusstam groep 1 sigmatisch (regelmatig) κρούσας: losgemaakt hebbend Activum nom. ev. λύσας λύσασα λῦσαν gen. ev. λύσαντος λυσάσης λύσαντος dat. ev. acc. ev. nom. mv. gen. mv. dat. mv. acc. mv κρουσάμενος: zich(zelf) losgemaakt hebbend Medium nom. ev. λυσάμενος λυσαμένη λυσάμενον gen. ev. λυσαμένου λυσαμένης λυσαμένου dat. ev. acc. ev. nom. mv. gen. mv. dat. mv. acc. mv 12

groep 2 thematisch (onregelmatig) λαβών: vastgepakt hebbend Activum nom. ev. λαβών λαβοῦσα λαβόν gen. ev. λαβόντος λαβούσης λαβόντος dat. ev. acc. ev. nom. mv. gen. mv. dat. mv. acc. mv λαβόμενος: zich(zelf) vastgepakt hebbend Medium nom. ev. λαβόμενος λαβομένη λαβόμενον gen. ev. dat. ev. acc. ev. λαβομένου λαβομένης λαβομένου nom. mv. gen. mv. dat. mv. acc. mv 13

Werkwoord I praesensstam groep 1a (thematisch regelmatig) λύω: ik maak los Activum Medium indicativus λύω λύομαι (praesens) λύεις λύει λύει λύεται λύομεν λυόμεθα λύετε λύεσθε λύουσι(ν) λύονται indicativus ἔλυον ἐλυόμην (imperfectum) ἔλυες ἐλύου ἔλυε(ν) ἐλύετο ἐλύομεν ἐλυόμεθα ἐλύετε ἐλύεσθε ἔλυον ἔλύοντο imperativus λῦε λύου λύετε λύεσθε participium λύων λυόμενος λυομένη λυόμενον infinitivus λύειν λύεσθαι 14

groep 1b samengetrokken (thematisch regelmatig) ποιῶ: ik maak, ik doe indicativus (praesens) indicativus (imperfectum) imperativus participium Activum ποιῶ ποιεῖς ποιεῖ ποιοῦμεν ποιεῖτε ποιοῦσι(ν) ἐποίουν ἐποίεις ἐποίει ἐποιοῦμεν ἐποιεῖτε ἐποίουν ποίει ποιεῖτε ποιῶν infinitivus ποιεῖν 15

groep 2 (athematisch regelmatig) δύναμαι: ik kan indicativus (praesens) Activum Medium δύναμαι δύνασαι δύναται δυνάμεθα δύνασθε δύνανται indicativus (imperfectum) ἐδυνάμην ἐδύνασο ἐδύνατο ἐδυνάμεθα ἐδύνασθε ἐδύναντο imperativus δύνασο δύνασθε participium δυνάμενος δυναμένη δυνάμενον infinitivus δύνασθαι 16

εἰμί (onregelmatig) εἰμί: ik ben indicativus (praesens) Activum εἰμί εἶ ἐστί(ν) ἐσμέν ἐστέ εἰσί(ν) indicativus (imperfectum) ἦ(ν) ἦσθα ἦν ἦμεν ἦτε ἦσαν imperativus participium ὤν infinitivus εἶναι 17

II aoristusstam groep 1 sigmatisch (regelmatig) ἔκρουσα: ik heb losgemaakt Activum Medium indicativus ἔλυσα ἐλυσάμην (aoristus) ἔλυσας ἐλύσω ἔλυσε(ν) ἐλύσατο ἐλύσαμεν ἐλυσάμεθα ἐλύσατε ἐλύσασθε ἔλυσαν ἐλύσαντο imperativus λῦσον λῦσαι λύσατε λύσασθε participium λύσας λυσάμενος λυσαμένη λυσάμενον infinitivus λῦσαι λύσασθαι 18

groep 2 thematisch (onregelmatig) ἔλαβον: ik heb vastgepakt Activum Medium indicativus ἔλαβον ἐλαβόμην (aoristus) ἔλαβες ἐλάβου ἔλαβε(ν) ἐλάβετο ἐλάβομεν ἐλαβόμεθα ἐλάβετε ἐλάβεσθε ἔλαβον ἐλάβοντο imperativus λάβε λαβοῦ λάβετε λάβεσθε participium λαβών λαβόμενος λαβομένη λαβόμενον infinitivus λαβεῖν λαβέσθαι 19