ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Σχετικά έγγραφα
Άρθρο 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΝΟΜΟΣ 4325/2015 Αποκατάσταση του τεκμηρίου αθωότητας στην πειθαρχική διαδικασία

1. ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΣΕ ΑΡΓΙΑ

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε.

Ατομική γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 196/2017 Αποδοχές υπαλλήλου του ΕΦΚΑ, μετά την άρση της δυνητικής αργίας

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ (Ν.4057/2012 & Ν.4093/2012)

ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΘΕΜΑ: ΠΑΡΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥΝ. 4235/2015«ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ- ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ

Θέμα: Αυτοδίκαια Αργία.


«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 24 Απριλίου 2018 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΜΕΛΕΤΗ. Το πειθαρχικό δίκαιο του δημοσίου υπαλλήλου.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

της δίωξης ή στην αθώωση.

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

... ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ *****

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Με τον πρόσφατο Νόμο 4057/2008 μεταρρυθμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του πειθαρχικού δικαίου των νοσηλευτών και των δημοσίων υπαλλήλων γενικότερα, που

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

την πραγματική στέρηση της ελευθερίας γραμματική διατύπωση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Σελίδα 1 από 5. Τ

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

Άρθρο 46 «Ενιαίος και αδιάσπαστος τίτλος σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου και επαγγελματικά προσόντα αποφοίτων Τ.Ε.Ι..

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ηµητρακόπουλος Γιώργος Πρόεδρος του Συλλόγου της Νίκαιας ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΘΕΜΑ: Διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου-λήψης διοικητικών μέτρων σε δημοτικούς υπαλλήλους

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι. Πειθαρχικά παραπτώματα, Αυτοδίκαιη Αργία. Ν. 3528/2007 όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του ν.

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Οι νέες ρυθμίσεις αναμορφώνουν θεσμούς του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα και του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων.

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΑΔΑ: ΒΛΒΠΧ-ΔΛΓ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΠΕΛΛΑΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ 8 ΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΔΗΜΟΥ ΕΔΕΣΣΑΣ ΣΤΙΣ 21 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014

Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Ι. Επί του ερωτήματος. Ι. Επί των εφαρμοστέων διατάξεων.

Ενημερωτικό Σημείωμα Νομικού Συμβούλου ΚΕΔΕ Γ. Ζυγούρη

Νέο θεσμικό πλαίσιο κινητικότητας των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα- Διαθεσιμότητα και αργία κατάργηση θέσεων ΙΔΑΧ

ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΙΑΡΘΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΡΟΑΓΩΓΩΝ

ΑΤΟΜΙΚΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ: 35/2016

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα Ιεραρχικός έλεγχος - εποπτεία

Θέμα: Απώλεια συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω πενταετούς παραγραφής

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ υπ αριθμ. 253/2013 ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Τμήματος ΣΤ Συνεδρίαση της 25 ης Ιουνίου 2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

2. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Ι. Επί του ερωτήματος.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Προβλήματα εφαρμογής των ρυθμίσεων του Ν 4387/2016 για. την παράλληλη ασφάλιση 1

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΥΓΕΙΑ

ΑΔΑ: ΒΙΗΓΗ-Τ7Μ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ. Αθήνα, 31/3/2014 Αριθ. Πρωτ.: 2/27432/0022

Α Π Ο Φ Α Σ Η 12 /2011

Αθήνα, 30 Νοεμβρίου 2009 ΠΟΛ: /11/2009. ΠΡΟΣ: Όπως Π.Α. Πληροφορίες: Κ. Απέργης Τηλέφωνο : FAX:

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ Β ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΔΑΣΚΑΛΩΝ & ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Transcript:

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΘΕΜΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΜΕ «Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΣΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» ΠΑΛΛΗ Χ. ΒΑΣΙΛΙΚΗ (ΑΜ 2074/2012 ) 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ...σελ. 4 1. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ...σελ. 5 2. ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ 2.1. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ...σελ.6 2.2. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ...σελ. 11 2.2.1. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΣΕ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΡΓΙΑ...σελ. 13 2.2.2. Η ΘΕΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΣΕ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΑΡΓΙΑ...σελ.16 2.2.3. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗΣ ΚΑΙ ΔΥΝΗΤΙΚΗΣ ΑΡΓΙΑΣ...σελ. 20 2.3. ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ...σελ. 25 2.3.1. Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗΣ ΑΡΓΙΑΣ...σελ. 28 2.3.2. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ν. 4093/2015...σελ. 32 3. ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑΣ 3.1. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑΣ- ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑΣ...σελ. 35 3.2. ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ 3.2.1. ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ...σελ. 26 2

3.2.2. ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΘΕΣΗΣ...σελ. 38 ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ...σελ. 45 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...σελ. 47 ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ...σελ.48 3

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Στη διάταξη του άρθρου 107 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007 1 ) απαριθμούνται περιοριστικώς τα προβλεπόμενα πειθαρχικά παραπτώματα. Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 103 και 104 του Υπαλληλικού Κώδικα διαλαμβάνονται τα πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία επάγονται την επιβολή του διοικητικού μέτρου τόσο της αυτοδίκαιης όσο και της δυνητικής αργίας του πειθαρχικώς ελεγχόμενου υπαλλήλου 2. Με τις ρυθμίσεις όμως του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, ήτοι του νόμου 4093/2012 αντικαταστάθηκε το ανωτέρω άρθρο του Υπαλληλικού Κώδικα και οι νεοεισαχθείσες διατάξεις διεύρυναν το πεδίο εφαρμογής του, με την πρόβλεψη περισσοτέρων παραπτωμάτων, τα οποία επάγονταν την αυτοδίκαιη και δυνητική θέση σε αργία του πειθαρχικώς εγκαλούμενου, προκειμένου όπως τονίζεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, να επιτυγχάνεται η άμεση απομάκρυνση όσων υπαλλήλων διώκονταν ή τιμωρούνταν για σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα και ποινικά αδικήματα. Ωστόσο, με τις τελευταίες τροποποιήσεις των ανωτέρω άρθρων του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 4325/2015), οι εν λόγω διατάξεις επανέφεραν τις ρυθμίσεις του ισχύσαντος νομοθετικού καθεστώτος, ήτοι τις ρυθμίσεις των διατάξεων του ν. 3528/2007. Αντικείμενο της παρούσας αποτελεί η εννοιολογική προσέγγιση και οριοθέτηση των εν γένει διοικητικών μέτρων στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, με την αποσαφήνιση αφενός του εφαρμοστέου νομοθετικού καθεστώτος που διέπει το διοικητικό μέτρο της αργίας και της διαθεσιμότητας και αφετέρου την αποτύπωση των εννοιολογικών χαρακτηριστικών τους. 1 Η συγκεκριμένη διάταξη συμπληρώθηκε με το άρθρο 23 παρ.3 ν. 3896/2010 (ΦΕΚ Α 207/8-12-2010) και ακολούθως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4057/2012 (ΦΕΚ Α 54/14-3-2012). 2 Η υπηρεσιακή αυτή κατάσταση αποτελούσε αντικείμενο ρυθμίσεως και πριν από τη θέσπιση του Υπαλληλικού Κώδικα με ειδικές διατάξεις για ορισμένους κλάδους υπηρεσιών. 4

1. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ Δύο από τις κυριότερες έννοιες του πειθαρχικού δικαίου συνιστούν η πειθαρχική ποινή και το διοικητικό μέτρο, η ερμηνεία των οποίων γίνεται ευχερέστερα με την κατ αντιπαραβολή προσέγγισή τους. Ειδικότερα, η διοικητική ποινή διακρίνεται του απλού διοικητικού μέτρου, κατά το μέρος που η επιβολή διοικητικού μέτρου θεσπίζεται χάριν του δημοσίου συμφέροντος που αφορά στην ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και δεν συναρτάται με συγκεκριμένη υπαίτια ή μη πράξη ή συμπεριφορά του διοικουμένου. Η επιβολή του διοικητικού μέτρου επέρχεται αυτοδικαίως από τον νόμο, με μόνη την συνδρομή των οριζόμενων στις οικείες διατάξεις αντικειμενικών προϋποθέσεων. Εν αντιθέσει, με το διοικητικό μέτρο το οποίο επιβάλλεται ανεξαρτήτως διακρίβωσης υπαιτιότητας του διοικουμένου και για το λόγο τούτο δύναται να επιβληθεί και σε διοικούμενο ελλείψει του στοιχείου της υπαιτιότητας, δεν είναι δυνατή η επιβολή πειθαρχικής ποινής σε διοικούμενο σε περίπτωση μη διακρίβωσης της υπαιτιότητας του. 3 Η διοικητική ποινή αποσκοπεί όχι απλώς στη διαπίστωση της αξιόποινης κατάστασης αλλά στην επιβολή κύρωσης κατά της υπαιτίου στάσης του διοικουμένου, διαμορφώνοντας κατ αυτό τον τρόπο μία νέα νομική κατάσταση. Για το λόγο τούτο, για την επιβολή της απαιτείται πάντοτε απολογία ή προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου προκειμένου να διατυπώσει τις απόψεις του. Αντιθέτως, για την επιβολή διοικητικού μέτρου η τήρηση του ανωτέρω τύπου, ήτοι της προηγούμενης ακρόασης δεν είναι απαραίτητη, καθόσον η κρίση του διοικητικού οργάνου για τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων της επιβολής του διοικητικού μέτρου επιστηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα 4. 3 Μ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των Διοικητικών πράξεων, σελ. 143-146 4 Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, σελ. 154-155, 7η έκδοση, εκδ. Σάκκουλας 5

2. ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ 2.1. Η ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ Η αργία ως διοικητικό μέτρο απολήγει σε υπηρεσιακή μεταβολή και προϋποθέτει υπαιτιότητα του υπάλληλου, αποβλέποντας στην προστασία τόσο της Διοίκησης όσο και του υπαλλήλου. Με άλλα λόγια, η θέση σε αργία, δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή, αλλά συνιστά δυσμενές διοικητικό μέτρο, η επιβολή του οποίου επέρχεται αυτοδικαίως από τον νόμο, με μόνη την συνδρομή των οριζόμενων στις οικείες διατάξεις αντικειμενικών προϋποθέσεων. Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι το διοικητικό μέτρο της αργίας έχει θεσπισθεί προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, καθόσον ο υπάλληλος ο οποίος λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς υπόκειται κατά νόμο σε πειθαρχική δίωξη, χωρίς βέβαια τούτο να συνιστά λύση της υπαλληλικής σχέσης ή απώλεια της οργανικής θέσεως ή του κατεχόμενου από τον υπάλληλο βαθμού ή πράξη εκτελέσεως της σχετικής αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, απομακρύνεται πρόσκαιρα από την ενεργό υπηρεσία (κύρια και παρεπόμενα καθήκοντα) και στερείται των δικαιωμάτων του. Η θέση του μόνιμου υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας προϋποθέτει απαραίτητα την προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης ή Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Τούτο διότι, κατά το άρθρο 103 παρ. 4 β του Συντάγματος, οι μόνιμοι υπάλληλοι παύονται ή μπορούν να παυθούν μόνο μετά από απόφαση δικαστική ή Υπηρεσιακού Συμβουλίου, καθόσον η θέση σε κατάσταση αργίας αποτελεί προσωρινή παύση 5. Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 103 παρ. 4 β του Συντάγματος διασφάλιση της μονιμότητας περιλαμβάνει και το δικαίωμα του υπαλλήλου να ασκεί τα νόμιμα καθήκοντα του. Ωστόσο, η θέση σε κατάσταση αργίας, δίχως προηγούμενη απόφαση δικαστική ή Υπηρεσιακού Συμβουλίου, συνιστά παράνομη και αντισυνταγματική στέρηση. 6 Νόμιμοι τρόποι προσωρινής απομάκρυνσης του υπαλλήλου από την 5 A. Τάχος/ Ι. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα ΕρμΥΚ, Τομ. Α, όπ.π., σελ. 1152. 6 Βλ. άρθρο 39 Υ.Κ. «1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον οι θέσεις υπάρχουν. 2. Εξαιρούνται 6

Υπηρεσία είναι μόνον όσοι προβλέπονται ρητώς από τα διαλαμβανόμενα στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα. 7 Η θέση υπαλλήλου σε αργία δεν παραβιάζει το δικαίωμα της προσωπικότητας, ούτε αντίκειται σε άλλη διάταξη του Συντάγματος. Άλλωστε, ως προαναφέρθηκε, η αργία αποτελεί εξαιρετικό διοικητικό μέτρο προσωρινού χαρακτήρα και όχι πειθαρχική ποινή και ως εκ τούτου δεν προδικάζει ενοχή του υπαλλήλου. Η αργία, όμως, είτε υπό τη μορφή της υποχρεωτικής ή της δυνητικής, εμπεριέχει το στοιχείο της ηθικής μορφής, έστω και πρόσκαιρα. 8 Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανωτέρω θέση που διατυπώνεται χωρίς ειδικότερη αιτιολογία και στην αφορώσα στο ζήτημα της αργίας νομολογία, δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα πειστική ως προς την παντελή άρνηση της πειθαρχικής φύσης των συγκεκριμένων μέτρων και της κυρωτικής τους λειτουργίας. 9 Ανεξάρτητα, δηλαδή, από τη δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης για την έκδοση της οικείας διαπιστωτικής της θέσεως σε αργία του υπαλλήλου πράξης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε ο κατ αρχήν δυσμενής τους χαρακτήρας ούτε η κυρωτική τους λειτουργία. Τούτο, καθόσον, πέραν των όποιων λόγων που τα επιβάλλουν, τα συγκεκριμένα διοικητικά μέτρα επιφέρουν ως δυσμενέστατη συνέπεια την προσωρινή ή και την οριστική στην περίπτωση της αυτοδίκαιης αργίας διάρρηξη της υπηρεσιακής σχέσης του υπαλλήλου και την απομάκρυνση του από την Υπηρεσία. Δε χωρεί αμφιβολία ότι κάθε δυσμενές διοικητικό μέτρο, αδιαφόρως του πειθαρχικού ή μη χαρακτήρα του, αποτελεί έκφανση της κατ εξοχήν κυρωτικής λειαπό τη μονιμότητα οι κατά την παρ. 5 του άρθρου 103 του Συντάγματος υπάλληλοι. 3. Μόνιμοι υπάλληλοι, οι οποίοι, σύμφωνα με ειδικές διατάξεις καταλαμβάνουν θέσεις δημοσίων υπαλλήλων της παρ. 2, διατηρούν τη μονιμότητά τους». 7 Βλ. ΣτΕ 2279/1985, 1799/1986 8 Βλ. Α. Τάχο και A. Τάχος/ Ι. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα ΕρμΥΚ, Τομ. Α, όπ.π., σελ. 1153. 7

τουργίας 10, και ως εκ τούτου τα δυσμενή υπηρεσιακά μέτρα δεν μπορούν παρά εξ αντικειμένου να υπάγονται στις εν γένει υπηρεσιακές κυρώσεις 11. Έτσι, η πράξη, με την οποία διαπιστώνεται η υποχρεωτική ή δυνητική θέση σε αργία δημοσίου υπαλλήλου, ακόμη και αν εκληφθεί ως δυσμενές απλώς διοικητικό μέτρο, δεν έχει έναν γενικό ή αυτόνομο χαρακτήρα, αλλά υπάγεται ως ειδικότερη κυρωτική διοικητική ενέργεια στην ευρύτερη έννοια των υπηρεσιακών κυρώσεων 12. Το συμπέρασμα, άλλωστε, ότι το διοικητικό μέτρο της υποχρεωτικής αργίας αποτελεί υπηρεσιακό εν τέλει μέτρο, δεν δύναται να αμφισβητηθεί, κατ αρχήν, λόγω της αυτονόητης σύνδεσής του με ορισμένη δημοσίου δικαίου έννομη σχέση, και ειδικότερα με την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Συνεπώς, αποτελεί ένα διοικητικό μέτρο, που συνδέεται άρρηκτα με την άσκηση των καθηκόντων αυτού που υφίσταται τις δυσμενείς έννομες συνέπειες της επιβολής του 13. Περαιτέρω δε, δεν είναι καταφανώς λογικό να αναγνωρίζεται ότι η θέση σε αργία αποτελεί υπηρεσιακό διοικητικό μέτρο, το οποίο επιβάλλεται με σκοπό την εξασφάλιση της μη παραβίασης του ειδικού υπηρεσιακού καθήκοντος 14, και να μην αναγνωρίζεται αυτονόητα και η κυρωτική του λειτουργία. Κάθε πειθαρχική ποινή ανεξαρτήτως της βαρύτητάς της και του αγαθού που προσβάλλει δεν εκφεύγει της εξ αντικειμένου στενής συγγένειάς της με τον ποινικό κολασμό 15. Κάθε πειθαρχικός έλεγχος, ασχέτως του ειδικότερου σκοπού που 10. Βλ. Ι. Στράγγα, Η έννοια της κυρώσεως ως θεμελιώδης δικαιϊκή έννοια, Ι. Στράγγα, Η έννοια της κυρώσεως ως θεμελιώδης δικαιϊκή έννοια, σε: Είδη κυρώσεων και δικαιϊκοί κλάδοι (επιμ. του ιδίου), σελ. 18 επ., Ι. Γράβαρη, Συγκριτική θεώρηση των διοικητικών και των ποινικών κυρώσεων, Είδη κυρώσεων και δικαιϊκοί κλάδοι (επιμ. Ι. Στράγγα), σελ. 262 επ. 11. Βλ. Α. Τάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 8η έκδ., 2005, σελ. 577. 12. Βλ. και Α. Τσιρωνά, Ο χαρακτήρας της αυτοδίκαιης έκπτωσης δημοσίου υπαλλήλου με αφορμή στην ΣτΕ 2550/2006, ΕφημΔΔ), τευχ. 2/2007, σελ. 155-166. 13. Βλ. Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 2004, σελ. 499. Πρβλ. Σ. Λύτρα, Το πειθαρχικό φαινόμενο στο σύγχρονο ελληνικό δημόσιο δίκαιο, όπ. π., σελ. 57 επ. 14. Πρβλ. Α. Σβώλου Γ. Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, όπ. π., σελ. 107 επ., 15. Βλ. σχετ. Α. Τσιρωνά, Ο χαρακτήρας της αυτοδίκαιης έκπτωσης δημοσίου υπαλλήλου, όπ.π., σελ. 155 166. 8

επιδιώκει, εμπεριέχει ούτως ή άλλως την τιμωρία του υπαλλήλου εφόσον η σχετική διαδικασία ολοκληρώνεται με την επιβολή πειθαρχικής ποινής. Και τούτο, διότι, η αργία ως υπηρεσιακή μεταβολή προϋποθέτει υπαιτιότητα του υπαλλήλου και συνδέεται ρητώς με την πειθαρχική διαδικασία 16, όπως λ.χ. προβλέπεται στα άρθρα 103 παρ. 2 και 104 παρ. 1, β', του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα. Από τα ήδη εκτεθέντα, προκύπτει ότι η περίπτωση της θέσης σε κατάσταση αργίας, μολονότι θεωρείται υπηρεσιακό διοικητικό μέτρο, συνιστά εν τέλει και εξ αντικειμένου υπηρεσιακή κύρωση που επιβάλλεται εξαιτίας μιας αποδοκιμαζόμενης ενέργειας. Ανεξαρτήτως του σκοπού που υπηρετεί και στοχεύει, είτε δηλαδή το συμφέρον της υπηρεσίας είτε την τιμωρία του παραβάτη δεν δύναται να αμφισβητηθεί ότι το συγκεκριμένο δυσμενές μέτρο ενσωματώνει αδιαμφισβήτητα δυσμενείς υπηρεσιακές συνέπειες και σε κάθε δε περίπτωση εμπεριέχει έντονα στοιχεία ηθικής μομφής. Εξ αντικειμένου, συνεπώς, καθώς αποτελούν πράξεις κυρωτικού χαρακτήρα, οι οποίες ανήκουν στις εν ευρεία έννοια υπηρεσιακές κυρώσεις και λόγω της διαδικασίας επιβολής τους παρουσιάζουν άρρηκτη συγγένεια με τον ποινικό κολασμό. Και από άποψη, όμως, εννόμων αποτελεσμάτων σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συνέπειες των μέτρων αυτών είναι δυνατό να είναι κατά πολύ δυσμενέστερες και από αυτές ακόμη τις ποινές που επιβάλλει ένα ποινικό δικαστήριο. Σε κάθε πάντως περίπτωση, με βάση την αυτόνομη έννοια που προσδίδει το Δικαστήριο του Στρασβούργου στην έννοια της ποινής όταν ερμηνεύει τα άρθρα 6 και 7 της Ε.Σ.Δ.Α., και το δυσμενές διοικητικό μέτρο της υποχρεωτικής αργίας δεν μπορεί παρά να θεωρούνται διοικητικές υπηρεσιακές κυρώσεις που η διαδικασία επιβολής τους δεν μπορεί παρά να περιβάλλεται από τις εγγυήσεις των άρθρων 6 και 7 της Ε.Σ.Δ.Α. και, κατά συνέπεια, από την απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής του σχετικού νόμου που τα προβλέπει. Ως εκ τούτου, η πράξη, με την οποία διαπιστώνεται η θέση σε αργία δημοσίου υπαλλήλου, ακόμη και θεωρούμενη ως διοικητικό μέτρο, δεν έχει έναν 16 A. Τάχος/ Ι. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα ΕρμΥΚ, Τομ. Α, όπ.π., σελ. 933. 9

γενικό ή αυτόνομο χαρακτήρα, αλλά υπάγεται ως ειδικότερη μορφή στην ευρύτερη έννοια των υπηρεσιακών κυρώσεων. Η θέση υπαλλήλου σε αργία είτε υποχρεωτική είτε δυνητική επέρχεται λόγω στερήσεως της προσωπικής ελευθερίας, η οποία επιβάλλεται από ισόβιους δικαστές και αποσκοπεί στην απομάκρυνση υπαλλήλου από την ενεργό άσκηση των καθηκόντων του για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήτοι της υπηρεσίας και ομαλή διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας. Η άρση της κατάστασης της αργίας επέρχεται αυτοδικαίως όταν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε. Παράλληλα, η θέση σε αργία δεν προδικάζει την ενοχή του υπαλλήλου αλλά αποτελεί εξαιρετικό διοικητικό μέτρο προσωρινού χαρακτήρα, το οποίο είναι προκαταρκτικό της πειθαρχικής διώξεως του υπαλλήλου και αποσκοπεί στην άμεση απομάκρυνση του από την υπηρεσία. Η απομάκρυνση όμως του υπαλλήλου, δεν συνεπάγεται τη λύση της υπαλληλικής σχέσης αλλά επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος εωσότου το κατ εξοχήν αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, αποφανθεί, εντός της τασσόμενης προθεσμίας και τηρώντας τις εγγυήσεις της πειθαρχικής διαδικασίας, ως προς την ευθύνη του υπαλλήλου σχετικά με τις αιτιάσεις που αποδίδει σε αυτόν η πράξη με την οποία τίθεται σε αργία 17. Η κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου είναι αναγκαίο να στηρίζεται σε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την οποία να συνάγεται ευχερώς η συνδρομή των εξαιρετικών και επειγουσών περιστάσεων, οι οποίες αφενός να δικαιολογούν την αφαίρεση των καθηκόντων του υπαλλήλου, μη προσκρούοντας στο Σύνταγμα. Η βασικότερη συνέπεια του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου είναι η για λόγους δημοσίου συμφέροντος διακοπή της ενεργού ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της πειθαρχικής του υποθέσεως 18. Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος συνίστανται στην προστασία της υπηρεσίας και την ομαλή διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας 19. 17 Βλ. ΣτΕ 1506/1989, 649 /1987 και A. Τάχος/ Ι. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα ΕρμΥΚ, Τομ. Α, όπ.π., σελ. 1157. 18 Βλ. ΣτΕ 649, 4635/1987, 1693/1977, 1957/1975, 3868/1974, 2818/1965 19 Βλ. ΣτΕ 1859/1997 και 1506/1989. 10

2.2. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ- ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ Σύμφωνα με τις πρόσφατες ρυθμίσεις του ν. 4325/2015 «Εκδημοκρατισμός της Διοίκησης- Καταπολέμηση Γραφειοκρατίας - Αποκατάσταση αδικιών», καταργήθηκαν όλες οι προγενέστερες ρυθμίσεις της υποπαρ. Ζ3 της παραγράφου Ζ του ν. 4093/2012 και διελήφθησαν ρυθμίσεις σχετικές με την αυτοδίκαιη και δυνητική αργία, οι οποίες σύμφωνα την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου αποσκοπούν «στον εξορθολογισµό των οικείων διατάξεων και την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης». Ειδικότερα, το περιεχόμενο των άρθρων 103 και 104 του εξής Υπαλληλικού Κώδικα ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως «Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία: α) Ο υπάλληλος ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση. β) Ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή. γ) Ο εκπαιδευτικός ή υπάλληλος που υπηρετεί σε σχολείο, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. 2. Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. 3. Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία ή επανόδου εκδίδεται από το αρμόδιο για το διορισμό όργανο. Αν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορεί να τίθεται σε αργία ο υπάλληλος, κατά του οποίου: α) Έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία. Ειδικά, προκειμένου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε αργία εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό. β) Έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα, το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή γ) υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για έκνομη διαχείριση, οι οποίες στηρίζονται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή αρμόδιου επιθεωρητή». 11

Παράλληλα, στην κείμενη νομοθεσία επαναπροσδιορίστηκαν και διατυπώθηκαν ρητώς οι έννομες συνέπειες που επάγεται η επιβολή του διοικητικού μέτρου της αργίας. Ειδικότερα, ορίζεται ότι «Ο υπάλληλος ο οποίος τελεί σε κατάσταση αργίας απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του. 2. Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών του που παρακρατήθηκε. 3...». Σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, ο νομοθέτης προέβη στην κατάργηση του συνόλου των προγενέστερων ρυθμίσεων αφορωσών στην επιβολή του μέτρου της αυτοδίκαιης αργίας, της δυνητικής αργίας, της αναστολής άσκησης καθηκόντων και των συνεπειών της αργίας, επαναφέροντας το προϊσχύον του ν. 4093/2012 νομικό καθεστώς, ήτοι τις ρυθμίσεις που διαλαμβάνονταν στις διατάξεις του ν. 3528/2007, µε την αναγκαία προσαρμογή του στις ισχύουσες διαδικαστικές διατάξεις. Παράλληλα, εισήγαγε μεταβατικές ρυθμίσεις για όσους υπαλλήλους βρίσκονται σε αργία βάσει των καταργηθεισών διατάξεων. Ειδικότερα, με την παρ. 8 του άρθρου 3 του ν. 4325/2015 προβλέφθηκε ότι, μετά από την πάροδο δεκαπέντε ημερών από την δημοσίευση του παραπάνω νόμου, λήγει αυτοδικαίως η αργία που είχε επιβληθεί αυτοδικαίως σε υπαλλήλους. Μόνη εξαίρεση στην ανωτέρω ρύθμιση συνιστούν οι περιπτώσεις αυτοδίκαιης αργίας που προβλέπονταν στα διαλαμβανόμενα στις διατάξεις του άρθρου 103 του ν. 3528/2007, πριν τροποποιηθούν 20 από τις ανωτέρω καταργούμενες διατάξεις. Τέλος, εντός της δεκαπενθήμερης προθεσμίας, το αρμόδιο όργανο της διοίκησης μπορεί να αποφασίσει με αιτιολογημένη απόφασή του την αναστολή 20 Στην αρχική του μορφή το άρθρο 103 του Υπαλληλικού Κώδικα προέβλεπε ότι «Τίθεται σε αυτοδίκαιη αργία ο υπάλληλος ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή δικαστική απόφαση, έστω κι αν απολύθηκε με εγγύηση. Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης». 12

άσκησης των καθηκόντων των υπαλλήλων που πρόκειται να επανέλθουν αυτοδικαίως, εφόσον συντρέχει επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, παραπέμποντας τους στο οικείο πειθαρχικό συμβούλιο, προκειμένου τούτο ως κατ εξοχήν αρμόδιο να αποφασίσει για τη θέση τους ή µη σε δυνητική αργία. 2.2.1. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΣΕ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΑΡΓΙΑ Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 103 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις του ν. 4325/2015, σε αυτοδίκαια άλλως σε υποχρεωτική αργία τίθεται ο υπάλληλος που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία συνεπεία εντάλματος προσωρινής κράτησης ή δικαστικής απόφασης, έστω κι αν απολύθηκε με εγγύηση. Η στέρηση προσωπικής ελευθερίας νοείται ως πραγματικό γεγονός και όχι μόνο ως νομικό γεγονός. Με άλλα λόγια, ως στέρηση προσωπικής ελευθερίας του τιθέμενου σε κατάσταση αργίας υπαλλήλου νοείται ως φυσική κατάσταση, με τη ρητή βέβαια εξαίρεση της απόλυσης με εγγύηση. 21 Δεν υπάρχει, λοιπόν, στέρηση προσωπικής ελευθερίας του υπαλλήλου, ήτοι προφυλάκιση ή φυλάκιση, και συνεπώς δεν συντρέχει η προϋπόθεση της υποχρεωτικής αργίας στις περιπτώσεις που α) ασκηθεί έφεση με ανασταλτικό αποτέλεσμα 22, β) ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής υπό όρο 23 και γ) μετατραπεί η ποινή σε χρηματική και καταβληθεί αμέσως το σχετικό ποσό 24. Στην περίπτωση, λοιπόν, που διακριβωθεί ότι συντρέχουν οι ρητώς προβλεπόμενες στις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου του Υπαλληλικού Κώδικα προϋποθέσεις, η θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία καθίσταται υποχρεωτική, μη καταλείποντας στη Διοίκηση την ευχέρεια να μην προβεί στην ενέργεια αυτή. Με τον όρο «αυτοδίκαια» νοείται ότι δεν απαιτείται σχετική διοικητική πράξη άλλης ουσιαστικής κρίσης, καθόσον η εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας 21 Η καταβολή εγγύησης αποτελεί απλώς περιοριστικό όρο, ο οποίος αντικαθιστά την προσωρινή κράτηση που επιβλήθηκε στον υπάλληλο βάσει εντάλματος προφυλάκισης (άρθρα 291 και 297 ΚΠΔ) 22 Βλ. άρθρα 471 και 49 παρ. 2 ΚΠΔ 23 Βλ. άρθρα 99 κ.ε. ΠΚ 24 Βλ. άρθρα 82 ΠΚ 13

επιβάλλει την έκδοση σχετικής πράξης. Και τούτο, διότι η αυτοδίκαιη θέση σε αργία ως διοικητικό μέτρο δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιπτώσεων (οριστική παύση, υποβιβασμός), για τις οποίες απαιτείται απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου. Η πράξη θέσεως σε κατάσταση αργίας του υπαλλήλου συνιστά απλώς διαπιστωτική πράξη, λόγω του δυσμενούς για το διοικούμενο- υπάλληλο αποτελέσματος, έχει χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης 25 και προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως. Οι σχετικές με την αυτοδίκαιη αργία διατάξεις είναι στενά ερμηνευτέες και προϋποθέτουν την εφαρμογή συγκεκριμένων ποινικών διατάξεων και τούτο διότι έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα σε σχέση με τις συνταγματικές εγγυήσεις υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 103 του Συντάγματος. Επιπροσθέτως, αυτοδίκαια σε αργία τίθεται ο υπάλληλος και στην περίπτωση, κατά την οποία εκδοθεί κατά υπαλλήλου πειθαρχική απόφαση απόλυσης ενόψει της επιβολής της ποινής της οριστικής παύσης. Στην περίπτωση αυτή, η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης απόλυσης και διαρκεί έως την λήξη της προθεσμίας προσβολής της ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή έως την έκδοση από το εν λόγω Δικαστήριο σχετικής οριστικής απόφασης. Η διαπιστωτική της θέσεως σε αργία πράξη εκδίδεται από το αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου όργανο 26. Συμπερασματικά, λοιπόν, η αυτοδίκαιη αργία πέραν του προσωρινού της χαρακτήρα συνιστά, κατά τη νομολογία, διοικητικό μέτρο προκαταρκτικό της πειθαρχικής διώξεως που δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή και συνεπώς, δεν προδικάζει την ενοχή του υπαλλήλου για τα αδικήματα που του αποδίδονται 27. 25 Βλ. ΣτΕ 2533/2001 και Α. Τάχο, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. 2005, σελ. 564-565 26 Βλ. άρθρο 16 ΥΚ «1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι διορίζονται με απόφαση του οικείου Υπουργού,εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο. 2. Οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διορίζονται με απόφαση του ανώτατου μονομελούς όργανο διοίκησης του και αν δεν υπάρχει του προέδρου του συλλογικού οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου» 27 Βλ. ΣτΕ 1859/1997, 1506/1989 14

To ειδικότερο θέμα που απασχόλησε τη νομολογία και τη θεωρία ήταν η εφαρμογή ή μη του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη θέση του υπαλλήλου σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας. Πιο συγκεκριμένα, το συνταγματικά προστατευόμενο κατ άρθρο 20 παρ. 2 Συντάγματος δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης συνίσταται στη δυνατότητα του διοικουμένου, πριν από την έκδοση δυσμενούς γι αυτόν διοικητικής πράξεως, να διατυπώσει τις απόψεις του, ύστερα από σχετική κλήση του διοικητικού οργάνου. Η άσκηση του δικαιώματος ρυθμίζεται ειδικότερα και διεξοδικά από το άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999). Η προηγούμενη ακρόαση έχει διπλό σκοπό, αφενός να δώσει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να υποστηρίξει τα δικαιώματα του και αφετέρου να διασφαλίσει την καλύτερη ενημέρωση και επομένως την αποτελεσματικότερη, ευλογότερη και δικαιότερη λειτουργία της διοίκησης. Η άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης (και κατ επέκταση κάθε δυνατότητα παροχής εξηγήσεων από τον διοικούμενο πριν από κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται εις βάρος του) δεν απαιτείται να προβλέπεται σε άλλη ειδικότερη διάταξη, καθόσον ρυθμίζεται πλήρως ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα στο Σύνταγμα (και είναι ως εκ τούτου απαραβίαστο), ενώ προβλέπεται λεπτομερώς η διαδικασία άσκησής του στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Συστατική, λοιπόν, έννοια του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης προφανώς αποτελεί η υποχρέωση της διοίκησης να προσκαλεί τον διοικούμενο πριν από οποιαδήποτε πράξη της, ώστε η ακρόαση να είναι πραγματικά προηγούμενη, δηλαδή να προηγείται της εκδόσεως οποιασδήποτε δυσμενούς διοικητικής πράξεως ή μέτρου, άλλως δεν έχει το νόημα που ο συντακτικός νομοθέτης προσέδωσε στο δικαίωμα. Από τα ανωτέρω, λοιπόν, συνάγεται ότι η τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακροάσεως επιβάλλεται στην περίπτωση κατά την οποία ένα δυσμενές για τον διοικούμενο διοικητικό μέτρο λαμβάνεται κατ ενάσκηση διακριτικής εξουσίας εκ μέρους της Διοικήσεως, όχι όμως όταν ο νόμος καθιστά 15

υποχρεωτική τη λήψη του μέτρου αυτού για τη Διοίκηση. Στην περίπτωση αυτή, είτε η Διοίκηση δεν δύναται να ενεργήσει άλλως είτε η επιβολή του μέτρου επέρχεται αυτοδικαίως από το νόμο με μόνη τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων. Συνεπώς, η ακρόαση του διοικουμένου στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να επιφέρει οποιαδήποτε μεταβολή στη διαμόρφωση της κρίσεως του ενεργούντος οργάνου, το οποίο ενεργεί κατά δέσμια αρμοδιότητα. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η θέση σε αυτοδίκαιη αργία υπαλλήλου είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση, εκδίδει κατά δέσμια αρμοδιότητα τη σχετική με τη θέση σε αργία του υπαλλήλου πράξη. Η ανωτέρω πράξη άνευ ετέρου διαπιστώνει ότι η θέση σε αργία του υπαλλήλου εφόσον συντρέχουν οι εκ του νόμου τασσόμενες προϋποθέσεις, χωρίς τη δυνατότητα περαιτέρω εξετάσεως της υποθέσεως και συνεπώς, δεν απαιτείται η εξασφάλιση της δυνατότητας της προηγούμενης ακροάσεως του υπαλλήλου που πρόκειται να τεθεί σε αργία, αφού, όπως προεκτέθηκε, η ακρόαση αυτή δεν θα ήταν δυνατό να επιφέρει οποιαδήποτε μεταβολή. Ωστόσο, υποστηρίχθηκε η άποψη 28 ότι η επιβολή του δυσμενούς μέτρου της αυτοδίκαιης αργίας, η οποία επέρχεται χωρίς να έχει προηγηθεί καμία προηγούμενη ακρόαση αυτού, χωρίς δηλαδή να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να προτείνει και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του ενώπιον της διοίκησης προς υπεράσπιση των εννόμων δικαιωμάτων και συμφερόντων είναι αντίθετη προς το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος. 2.2.2. Η ΘΕΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΣΕ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΑΡΓΙΑ Από τα διαλαμβανόμενα στις ρυθμίσεις του άρθρου 104 του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα, προκύπτει ότι η θέση υπαλλήλου σε δυνητική αργία συνιστά διοικητικό μέτρο προσωρινού και επείγοντος χαρακτήρα που αποσκοπεί στην άμεση απομάκρυνσή του από την υπηρεσία, εφόσον τούτο επιβάλλεται για λόγους υπηρεσιακούς ή δημοσίου συμφέροντος. Ο χαρακτηρισμός της εν λόγω αργίας ως «δυνητικής» έχει την έννοια ότι το υπηρεσιακό συμβούλιο προκειμένου να εκδώσει 28 Βλ. Δυσμενή μέτρα κατά δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, Σπ. Χριστοφορίδη, εκδόσεις Σάκκουλας, σελ. 48 16

τη σχετική απόφασή του, οφείλει να εξετάσει αν συντρέχουν οι οριζόμενες στο ανωτέρω άρθρο προϋποθέσεις, οι οποίες αναλύονται κατωτέρω. Από τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων συνάγεται ότι βασικές προϋποθέσεις για τη θέση υπαλλήλου σε κατάσταση δυνητικής αργίας συνιστούν η συνδρομή τόσο διαζευκτικά όσο και αθροιστικά δύο λόγων α) δημόσιο συμφέρον και β) υπηρεσιακοί λόγοι. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις είναι περιττές διότι οι λόγοι που ορίζει η παρ. 1 του άρθρου 104 του Υπαλληλικού Κώδικα αποτελούν εξ ορισμού και αυτονόητα τους λόγους των προϋποθέσεων. Σε δυνητική αργία τίθεται ο υπάλληλος κατόπιν αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου προς το οποίο διατυπώνεται σχετικό ερώτημα, εφόσον α) υπάρχει «έγκυρη», όσον αφορά τα εξωτερικά της στοιχεία, και εκκρεμής ποινική δίωξη δυνάμενη να καταλήξει σε έκπτωση ή έχει παραπεμθεί στο ακροατήριο για παράβαση καθήκοντος 29, β) εκκρεμής πειθαρχική δίωξη, η οποία δύναται να επιφέρει την ποινή της οριστικής παύσης, γ) βάσιμη υπόνοια, ήτοι σοβαρή άλλως να στηρίζεται σε σοβαρές ενδείξεις, έκνομης διαχείρισης που στηρίζεται σε έκθεση της αρμόδιας Αρχής ή του αρμόδιου Επιθεωρητή. Η έναρξη της ποινικής δίωξης που την καθιστά εκκρεμή γίνεται είτε με την παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα να ενεργηθεί προανάκριση ή ανάκριση είτε με την εκ μέρους του εισαγωγή της υπόθεσης με απ ευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα του Συμβουλίου της Επικρατείας, για τη θέση υπαλλήλου σε κατάσταση δυνητικής αργίας δεν απαιτείται παραπομπή της σχετικής υποθέσεως στο ακροατήριο ή η έκδοση καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου, ούτε προβλέπεται υποχρέωση της διοίκησης να αναμένει την έκδοση της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου. Τούτο, διότι, ο σκοπός της δυνητικής θέσης σε αργία είναι η απομάκρυνση για λόγους υπηρεσιακού ή δημοσίου συμφέροντος του διωκόμενου ποινικώς για σοβαρά αδικήματα που επισύρουν την έκπτωση, έως την εκκαθάριση της υπόθεσης 30. 29 Βλ. αρ. 259 ΠΚ 30 Βλ. ΣΕ 3249/1999 17

Η έναρξη της πειθαρχικής δίωξης που την καθιστά εκκρεμή γίνεται με την κλήση σε απολογία ή με την παραπομπή ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Στην περίπτωση της δυνητικής αργίας, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο προκειμένου να αποφανθεί περί θέσεως ή μη του υπαλλήλου σε αργία πρέπει να συνεκτιμήσει και να σταθμίσει αφενός την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας και αφετέρου την προσωπικότητα του υπό κρίση υπαλλήλου. Με άλλα λόγια, το ανωτέρω συμβούλιο ενόψει της ηθικής μειώσεως και των λοιπών δυσμενών υπηρεσιακών συνεπειών τις οποίες συνεπάγεται για τον υπάλληλο η θέση του σε δυνητική αργία, οφείλει να λάβει υπόψιν του και να εκτιμήσει για το σχηματισμό της κρίσης του στοιχεία που προκύπτουν από το φάκελο (πειθαρχικό και υπηρεσιακό) του υπαλλήλου. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να ληφθούν υπόψη στοιχεία που αφορούν στην προσωπικότητα του και την εν γένει κοινωνική και υπηρεσιακή του συμπεριφορά 31. Η ανωτέρω στάθμιση, πέραν των προαναφερθέντων λόγων, επιβάλλεται και ενόψει της ισχύος του τεκμηρίου της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκόμενου υπαλλήλου. Για το λόγο τούτο οφείλει να αποζητά πληροφορίες και εξηγήσεις από το όργανο που απηύθυνε σε αυτό το ερώτημα περί θέσεως ή μη του υπαλλήλου σε αργία 32. Παράλληλα, διαλαμβάνεται ειδική ρύθμιση στις διατάξεις του άρθρου 104 του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα για τη θέση σε δυνητική αργία υπαλλήλου σε κατεπείγουσες περιπτώσεις που κρίνεται ότι διακυβεύεται το συμφέρον και η εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Η απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, η οποία εκδίδεται κατ ενάσκηση αρμοδιότητας διακριτικής ευχέρειας πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η προηγούμενη ακρόαση του υπαλλήλου στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας και για το λόγο τούτο πρέπει να τηρείται. 31 Για παράδειγμα είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψιν για το σχηματισμό της κρίσης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου τυχόν προγενέστερες πειθαρχικές ή ποινικές καταδίκες και παραγραμμένα πειθαρχικά παραπτώματα. 32 A. Τάχος/ Ι. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα ΕρμΥΚ, Τομ. Α, όπ.π., σελ. 1165. 18

Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί θέσεως ή μη σε δυνητική αργία του πειθαρχικώς διωκόμενου υπαλλήλου θα πρέπει να λάβει υπόψιν του και να συνεκτιμήσει τόσο το δημόσιο συμφέρον και την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας όσο και την προσωπικότητα του υπαλλήλου. Τούτο δε, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, κρίνεται απαραίτητο δεδομένης της ηθικής μείωσης, η οποία μπορεί να καταλήξει σε προσβολή της προσωπικότητας του υπαλλήλου στην περίπτωση θέσεως του σε αργία 33. Στην περίπτωση ακύρωσης της απόφασης, αφορώσα στη θέση σε δυνητική αργία του υπαλλήλου για λόγο σχετικό με την παράβαση τύπου της διαδικασίας, το αρμόδιο όργανο δύναται να επανέλθει και να εκδώσει πράξει όμοιου περιεχομένου με την αρχική και να ορίσει ότι ισχύει αναδρομικά από το χρόνο έκδοσης της αρχικής ακυρωθείσας πράξης. Στην περίπτωση της άτακτης διαχειρίσεως, δεν αρκεί η απλή υπόνοια αλλά αυτή πρέπει να είναι σοβαρή και να ενισχύεται από την οικεία έκθεση στην οποία δεν απαιτείται να υπάρχει ρητή πρόταση για τη λήψη του μέτρου της αργίας αλλά αρκεί μόνον η διαπίστωση πραγματικών περιστατικών, ικανών να θεμελιώσουν και να στηρίξουν την κατά νόμο υπόνοια άτακτης διαχειρίσεως. Η κοινοποίηση της εκδοθείσας πράξης συνιστά το χρονικό σημείο έναρξης της δυνητικής αργίας και για το λόγο τούτο δεν είναι δυνατό να έχει αναδρομική εφαρμογή 34 και διαρκεί υποχρεωτικά για όσο εξακολουθεί να υφίσταται ο δικαιολογητικός λόγος που επέβαλε τη θέση του υπαλλήλου σε κατάσταση δυνητικής αργίας. Η λήξη του διοικητικού μέτρου της αργίας, άλλως η επαναφορά του υπαλλήλου στην ενεργή υπηρεσία, επέρχεται είτε με την κοινοποίηση της σχετικής πράξης επαναφοράς του υπαλλήλου στην υπηρεσία είτε αυτοδίκαια, ήτοι χωρίς να απαιτείται η έκδοση και κοινοποίηση σχετικής διοικητικής πράξης. Πιο συγκεκριμένα, περιπτώσεις αυτοδίκαιης επαναφοράς συνιστούν α) η τελεσιδικία της ποινικής απόφασης, η οποία δεν συνεπάγεται έκπτωση και β) η τελεσιδικία της πειθαρχικής απόφασης, η οποία δεν επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης. 33 Βλ. όπως παραπάνω. 34 Βλ. όπ. π. και ΣΕ 3161/1994. 19

2.2.3. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗΣ ΚΑΙ ΔΥΝΗΤΙΚΗΣ ΑΡΓΙΑΣ Α) Η υπηρεσιακή μεταβολή της θέσης σε κατάσταση αργίας, είτε αυτοδίκαιης είτε δυνητικής, έχει ως συνέπεια ότι ο υπάλληλος απέχει, δηλαδή παύει υποχρεωτικά να ασκεί τα καθήκοντα του στην υπηρεσία. Η αποχή επεκτείνεται και στα καθήκοντα δεύτερης θέσης, την οποία ενδεχομένως κατέχει. Τούτο διότι, υφίσταται ταυτότητα του προσώπου που τέθηκε σε αργία, δηλαδή του υπαλλήλου που την κατέχει. Η καταβολή των αποδοχών ρυθμίζεται αναλυτικά στις διατάξεις του άρθρου 105 του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα. Ως αποδοχές νοείται το σύνολο των αποδοχών που καταβάλλονται στον τιθέμενο σε αργία υπάλληλο, η οποία ως προσωρινό και επείγον διοικητικό μέτρο που δεν επηρεάζει την υπηρεσιακή εν γένει κατάσταση του υπαλλήλου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο ανωτέρω άρθρο ο υπάλληλος έχει δικαίωμα είσπραξης του ημίσεος (1/2) των αποδοχών του 35. Το υπόλοιπο μέρος της αμοιβής του ή μέρος αυτής παρέχεται η διακριτική ευχέρεια να του αποδοθεί κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης του αρμόδιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Με την εν λόγω απόφαση, δεσμεύεται η Υπηρεσία να συμμορφωθεί με το περιεχόμενό της, θετικό ή αρνητικό. Περαιτέρω, από τη διατύπωση των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου συνάγεται ότι ο υπάλληλος δύναται να αξιώσει την επιστροφή του μέρους των 35 Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων επί αιτήσεων αναστολής, οι διοικητικές πράξεις που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων συνδέονται στενά με την ομαλή λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας και νια τον λόγο αυτό η άμεση εκτέλεση τους επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, δεν χορηγείται κατ` αρχήν, αναστολή εκτελέσεως των πράξεων αυτών, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης, οπότε μπορεί, κατ` εξαίρεση, να χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεως των εν λόγω πράξεων κατόπιν συνεκτιμήσεως και των αναγκών της δημόσιας υπηρεσίας. Δεν εμποδίζεται πάντως η χορήγηση αναστολής όταν η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη (βλ. ΣτΕ ΕΑ 884, 699/2005, 723/2003, 322-323 /2002 κ.α). Δεδομένης της καταβολής στον τιθέντα σε αργία υπάλληλο του ημίσεως των αποδοχών του, καθίσταται σαφές ότι δεν στοιχειοθετείται η απαιτούμενη κατά την ανωτέρω νομολογιακή κρίση ανεπανόρθωτη βλάβη, η οποία συνίσταται στην επισφάλεια αξιοπρεπούς διαβίωσης τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειας του. 20

αποδοχών που του παρακρατήθηκε, ήτοι το ήμισυ των αποδοχών του. Με άλλα λόγια, η απόδοση των παρακρατούμενων αποδοχών διαρκούσης της αργίας του υπαλλήλου είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική για τη Διοίκηση. Το υπηρεσιακό συμβούλιο, καλούμενο να αποφανθεί σχετικά με την απόδοση ή μη των ανωτέρω αποδοχών, δεσμεύεται μεν από την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, καθώς και ως προς τη συνδρομή των κατά νόμο προϋποθέσεων του ποινικού αδικήματος. Ωστόσο, ενόψει των ανωτέρω δεν παρέπεται ότι σε περίπτωση αθωώσεως του υπαλλήλου από το ποινικό δικαστήριο, παρακωλύεται η Διοίκηση να κρίνει βάσει των αυτών πραγματικών περιστατικών για τις περαιτέρω διοικητικές ευθύνες του υπαλλήλου και να αρνηθεί την επιστροφή των παρακρατηθέντων 36. Στην περίπτωση συνδρομής μιας των ως άνω περιπτώσεων, δεν υποχρεούται το υπηρεσιακό συμβούλιο στην άνευ ετέρου απόδοση του παρακρατηθέντος ποσού, αλλά δύναται να αποφανθεί και υπέρ της αποδόσεως τούτου με προσηκόντως αιτιολογημένη απόφαση, με ειδική αναφορά προς τα πραγματικά περιστατικά της αντικειμενικής υποστάσεως του ποινικού αδικήματος, του βαθμού υπαιτιότητας του υπαλλήλου, των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα και των αιτιών που προκάλεσαν τούτο. Στην περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος απολύθηκε βάσει της επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, επειδή διέπραξε το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, επάγεται ότι ο υπάλληλος στερείται του συνόλου των αποδοχών του. Η ανωτέρω δυσμενής συνέπεια αφορά μόνο την περίπτωση απόλυσης του υπαλλήλου και μόνον για το προαναφερθέν παράπτωμα. Β) Επιπροσθέτως, η θέση υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας επάγεται τη μη προσμέτρηση του χρόνου της αργίας, ως χρόνου πραγματικής συντάξιμης 36 ΣτΕ 738/1995, Α Τάχος- Ι Συμεωνίδης Ερμ. Υπαλληλικού Κώδικα Γ εκδ. Σάκκουλα 21

υπηρεσίας 37. Μόνη εξαίρεση συνιστά η περίπτωση απαλλαγής του υπαλλήλου από κάθε πειθαρχική ευθύνη. Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία θεωρείται κάθε υπηρεσία που έχει παρασχεθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ΟΤΑ με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία βάσει ειδικών διατάξεων. Η επιβολή του μέτρου της αργίας, είτε δυνητική είτε αυτοδίκαιη, έχει ως αποτέλεσμα την πρόσκαιρη απομάκρυνση του υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία. Τούτο σημαίνει ότι ο υπάλληλος εν τοις πράγμασι δεν παρέχει υπηρεσία και ως εκ τούτου, ο χρόνος αυτός δεν αποτελεί αναγνωριζόμενη πραγματική δημόσια υπηρεσία 38. 37 Στο άρθρο 11 του π.δ/τος 169/2007 Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο, με τίτλο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ορίζονται τα ακόλουθα» 1. Οι υπηρεσίες αυτών που υπάγονται στις διατάξεις για τις πολιτικές συντάξεις και αναγνωρίζονται από τον κώδικα αυτό ως συντάξιμες διακρίνονται σε πραγματικές και πλασματικές. Πραγματική συντάξιμη υπηρεσία είναι αυτή που από πλάσμα του νόμου θεωρείται συντάξιμη. 2... 3... 4... 5... 6... 7. Δε θεωρείται συντάξιμος ο χρόνος της αυθαίρετης αποχής, ο χρόνος της ποινής που έχει επιβληθεί από οποιοδήποτε δικαστήριο, κατά το μέρος που ο χρόνος αυτός εκτίθηκε, ο χρόνος της αργίας και της προσωρινής απόλυσης καθώς και ο χρόνος της προσωρινής κράτησης, εκτός αν για τις περιπτώσεις αυτές επακολούθησε αθώωση ή απαλλαγή κατά περίπτωση οπότε ο χρόνος αυτός θεωρείται ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας...8...9...» 38 Το ζήτημα της συμβατότητας της εν λόγω ρύθμισης με το Σύνταγμα αλλά και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απασχόλησε και την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία με την υπ αριθ. 1401/2012 έκρινε ότι «οι ανωτέρω ρυθμίσεις δεν αντιβαίνουν στα άρθρα 2 παρ, 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος που καθιερώνουν τις αρχές του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, αντίστοιχα, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που κατοχυρώνει τον σεβασμό της περιουσίας κάθε προσώπου, καθόσον κατά τον χρόνο της αργίας δεν παρέχεται από τον υπάλληλο πραγματική υπηρεσία αφού απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του και δεν κτάται κάποιο δικαίωμα, τίθεται δε σ` αυτήν την διοικητική κατάσταση όχι για την τιμωρία του αλλά για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας και την διευκόλυνση της διαλεύκανσης της υπόθεσης στην οποία εμπλέκεται, ενώ μολονότι αυτό το χρονικό διάστημα δεν παρέχεται από` αυτόν εργασία εξασφαλίζεται η διαβίωση του ιδίου και της οικογένειας του με την καταβολή σ` αυτόν του ημίσεως των αποδοχών του, αίρονται δε όλες οι συνέπειες της αργίας και αναγνωρίζεται ως συντάξιμος ο χρόνος αυτής με τη 22

Ενόψει των ανωτέρω, για την αφαίρεση από το συνολικό χρόνο υπηρεσίας του χρόνου αργίας δεν αρκεί η άσκηση πειθαρχικής δίωξης, αλλά απαιτείται σε κάθε περίπτωση η πειθαρχική ή ποινική δίωξη να κατέληξε σε επιβολή σε βάρος του ποινής τουλάχιστον προστίμου τριών μηνών ή οποιαδήποτε καταδίκη. Κατ αντιδιαστολή, στην περίπτωση που η πειθαρχική δίωξη δεν κατέληξε σε επιβολή ποινής, ο χρόνος αργίας υπολογίζεται. Συνεπώς, σε περίπτωση τελικής απαλλαγής του διωκόμενου υπαλλήλου, ο χρόνος της αποχής από τα καθήκοντά του θα συνυπολογισθεί, πάντως, ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και λήξη της όλης ποινικής διαδικασίας και την αθώωση ή απαλλαγή, κατά περίπτωση, του υπαλλήλου. Δεν τίθεται επίσης, με τις προαναφερόμενες διατάξεις, θέμα παραβίασης των άρθρων του Συντάγματος 21 παρ. 1 που καθιερώνει την αρχή της προστασίας της οικογένειας και 22 παρ. 5 που επιτάσσει να μεριμνά το Κράτος για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Τούτο δε διότι με το διοικητικό μέτρο της αργίας και την μη αναγνώριση, ως μη συνταξίμου του χρόνου που ο υπάλληλος τελεί σ` αυτήν, ουδόλως θίγεται η οικογένεια, τουναντίον μάλιστα η πολιτεία δια του άρθρου 64 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα εκφράζει την μέριμνα της για την οικογένεια του υπαλλήλου που καταδικάστηκε και απώλεσε το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα αναγνωρίζοντας σ` αυτήν το σχετικό συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ούτε πλήττεται καθ` οιονδήποτε τρόπο η κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένου και η υποχρέωση του Κράτους να μεριμνά για αυτήν, αφού η αναγνώριση και θεμελίωση ασφαλιστικών -συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων εκ μέρους των εργαζομένων είναι άρρηκτα συνυφασμένη και συνδεδεμένη με την παροχή εκ μέρους τους εργασίας ενώ τέτοια δικαιώματα δεν μπορούν να θεμελιώνονται από διοικητικές καταστάσεις, όπως η αργία, κατά την οποία δεν παρέχεται εργασία και η οποία λήγει με την απόλυση του υπαλλήλου λόγω αμετάκλητης καταδίκης του για ποινικό αδίκημα. Τέλος το θεσπιζόμενο με τις προαναφερθείσες διατάξεις διοικητικό μέτρο της αργίας και η συνακόλουθη, κατά τα ανωτέρω, μη αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου αυτής, δεν παραβιάζουν την καθιερούμενη με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η λήψη αυτού του μέτρου, μη δυναμένου να υποκατασταθεί από κάποιο άλλο, καθίσταται επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας, κρίνεται δε, εκτιμώμενων των σχετικών περιστάσεων, ως το λιγότερο επαχθές για τον υπάλληλο και συνάμα ως το πλέον κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού, η μη αναγνώριση δε ως συντάξιμου του χρόνου αυτού είναι η αυτόθροη και λογική συνέπεια της μη παροχής εκ μέρους του υπαλλήλου εργασίας γι` αυτό το χρονικό διάστημα εφόσον ακολούθησε απόλυση του λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης.» 23

επομένως, το διοικητικό μέτρο της αργίας (δυνητικής ή αυτοδίκαιης) δεν καταλείπει ούτε συνταξιοδοτικής φύσης συνέπειες για τον υπάλληλο 39. Βέβαια, δεν πρέπει να ταυτίζεται η αθωωτική απόφαση με εκείνη που παύει συνεπεία παραγραφής οριστικώς την ποινική δίωξη. Τούτο διότι υφίσταται διαφορά του εννόμου αποτελέσματος που συνεπάγεται η έκδοση καθεμίας από αυτές, εφόσον η παραγραφή συνιστά λόγο, ο οποίος αίρει το αξιόποινο της πράξης και αποσβένει το ουσιαστικό δικαίωμα της πολιτείας να τιμωρήσει την αξιόποινη πράξη με την επιβολή της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής ή την εκτέλεση εκείνης, η οποία έχει ήδη καταγνωσθεί, χωρίς να εξαφανίζει την ύπαρξη αυτού του αδικήματος, όπως αντιθέτως συμβαίνει στην περίπτωση έκδοσης αθωωτικής απόφασης. Ως εκ τούτου η απόφαση που παύει την ποινική δίωξη, συνεπεία παραγραφής, δεν αποτελεί τρόπο περάτωσης της ποινικής δίκης ούτε με αθώωση ούτε με καταδίκη του κατηγορούμενου. Συνεπώς, ο χρόνος της αργίας που επήλθε εξαιτίας ποινικής δίωξης του υπαλλήλου, η οποία περατώθηκε λόγω παραγραφής του αξιοποίνου της πράξης, υπολογίζεται στο χρόνο υπηρεσίας τόσο για την προαγωγή όσο και για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του υπαλλήλου, καθόσον σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, για την αφαίρεση του εν λόγω χρόνου προϋποτίθεται η ασκηθείσα σε βάρος του υπαλλήλου ποινική δίωξη να κατέληξε οπωσδήποτε σε καταδίκη του 40. 39 Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις που ο υπάλληλος αξιώσει την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης ενόψει της επιβολής του διοικητικού μέτρου της αργίας, έχει παγιωθεί νομολογιακά ότι η ηθική όμως βλάβη που επικαλείται ο αιτών, λόγω του χαρακτήρα της επίδικης αργίας ως προσωρινού διοικητικού μέτρου, συνδέεται, κυρίως, με την πειθαρχική δίωξη, και η όποια τέτοια βλάβη, όπως και η ενδεχόμενη αρνητική επίδραση κατά την κρίση του για βαθμολογική ή μισθολογική εξέλιξη, θα επέλθει από την πειθαρχική ποινή που τελικώς θα επιβληθεί σε βάρος του, ενώ σε περίπτωση τελικής πειθαρχικής απαλλαγής του, η ηθική βλάβη θα αποκατασταθεί πλήρως και η επιβολή του επίδικου μέτρου δεν θα έχει καμία συνέπεια ούτε στην υπηρεσιακή του κατάσταση. 40 Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο χρόνος της αργίας υπαλλήλου, επιβληθείσας κατόπιν ασκηθείσης ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως, οι οποίες, λόγω παραγραφής 24

2.3. ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ Με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Ζ3 της παραγράφου Ζ του ν. 4093/2012, αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 103 και 104 του Υ.Κ (ν. 3528/2007) και αναδιαμορφώθηκε ο θεσμός της αυτοδίκαιης αργίας. Με τις διατάξεις του εν λόγω νόμου ρυθμίστηκε κατά τρόπο αυστηρότερο, εν σχέσει με τις προγενέστερες διατάξεις, η αυτοδίκαιη αργία, καθόσον διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 103 του Υ.Κ., ώστε να εμπίπτουν σε αυτό και περιπτώσεις τελέσεως παραπτωμάτων, για τα οποία ο υπάλληλος δεν είχε ακόμη τιμωρηθεί πειθαρχικώς. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω ρύθμιση «τίθεται αυτοδίκαια σε αργία: α) ο υπάλληλος που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία ύστερα από πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια απόφαση ποινικού των αποδοθέντων αδικημάτων δεν απέληξαν σε καταδίκη του υπαλλήλου ή στην επιβολή πειθαρχικής ποινής, δεν υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξη υπαλλήλου, εάν το Υπηρεσιακό Συμβούλιο, εκφέροντας τη γνώμη του, κατ εφαρμογή της διατάξεως του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2470/1997 («1. Για τη μισθολογική εξέλιξη υπαλλήλων από κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο στο αμέσως ανώτερο, απαιτείται να έχει συμπληρωθεί ο καθορισμένος χρόνος υπηρεσίας στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο Κατ εξαίρεση, απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, στις περιπτώσεις που έχει επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, ή υπάρχει ποινική καταδίκη σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του ή όταν από τις εκθέσεις αξιολόγησης και επιθεώρησης ή και λοιπά στοιχεία του προσωπικού μητρώου του προκύπτουν αμφιβολίες για το κατά πόσο ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του στην υπηρεσία ή η συμπεριφορά του προς τους πολίτες κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας δεν είναι η πρέπουσα. Στην περίπτωση που το Υπηρεσιακό Συμβούλιο δεν συμφωνεί για τη χορήγηση του επόμενου μισθολογικού κλιμακίου, ο υπάλληλος επανακρίνεται μετά δύο έτη από τότε που συμπλήρωσε τον απαιτούμενο χρόνο στο μισθολογικό κλιμάκιο που έχει... 2.... 3. Η εξέλιξη θεωρείται ότι συντελείται από την ημέρα συμπλήρωσης του χρόνου υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του νόμου αυτού, πλην των περιπτώσεων του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, για τις οποίες η εξέλιξη θεωρείται ότι συντελείται από την ημέρα συμπλήρωσης της διετίας για τη θετική κρίση του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου για τη χορήγηση του επόμενου μισθολογικού κλιμακίου), κρίνει ότι, βάσει των στοιχείων του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου, αυτός δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του στην υπηρεσία. 25

δικαστηρίου ή ένταλμα προσωρινής κράτησης, β) ο υπάλληλος κατά του οποίου εκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησης και στη συνέχεια ήρθη η προσωρινή κράτηση του ή αντικαταστάθηκε με περιοριστικούς όρους, γ) ο υπάλληλος, ο οποίος παραπέμφθηκε αμετακλήτως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα ή για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης (κοινής και στην υπηρεσία), απάτης, εκβίασης, πλαστογραφίας, δωροδοκίας, καταπίεσης, απιστίας περί την υπηρεσία, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δ) ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής ή της προσωρινής παύσης, και ε) ο υπάλληλος ο οποίος έχει παραπεμφθεί στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο 41 για τα παραπτώματα των περιπτώσεων α`, γ`, δ`, ε`, θ`, ι`, ιδ`, ιη`, κγ`, κδ`, κζ` και κθ` του άρθρου 107 ή αντίστοιχα παραπτώματα του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012, ή αντίστοιχα παραπτώματα του ισχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999)». 41 Υποστηρίχθηκε από τη θεωρία η άποψη ότι οι διαπιστωτικές πράξεις με τις οποίες οι δημόσιοι υπάλληλοι τίθενται σε αυτοδίκαιη αργία αντιβαίνουν στο άρθρο 6 του Συντάγματος, από το οποίο συνάγεται έμμεσα το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου. Περαιτέρω, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση της αυτοδίκαιης θέσης σε αργία γεννώνται και ζητήματα συμβατότητας με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και συγκεκριμένα, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Τούτο διότι, στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως, καθώς και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτονται, ως εκ τούτου, τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, και απαιτήσεις γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Στην έννοια του προστατευμένου περιουσιακού δικαιώματος υπάγονται οι συντάξεις και οι κοινωνικοασφαλιστικές παροχές. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από τακτικές αποδοχές (μισθούς κ.λπ), οι οποίες καταβάλλονται σε εργαζομένους στο δημόσιο τομέα και οι οποίες δεν μπορούν να μειωθούν παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Εντούτοις, η έννοια του δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να είναι απλά η έννοια του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου, δεδομένου ότι από κάθε περικοπή ή περιστολή δαπανών γεννάται όφελος για το Δημόσιο. Βλ. Δυσμενή μέτρα κατά δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, Σπ. Χριστοφορίδης, εκδ. Σάκκουλας, σελ. 50-51 26