ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΕΓΧΟΥ & ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ (ΚΕΕΛΠΝΟ) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ Εµβόλιο λύσσας Αιτιολογία της λύσσας: Η λύσσα είναι οξεία εξελισσόµενη νόσος του κεντρικού νευρικού συστήµατος µε θνητότητα σχεδόν 100%, που εκδηλώνεται µε εγκεφαλοµυελίτιδα η οποία προκαλείται από τον ιό της λύσσας (Rabdviridae family). Μετάδοση: Η λύσσα είναι ανθρωποζωονόσος. Μεταδίδεται από δήγµα ζώου που πάσχει από λύσσα ή και µε την επαφή µε κάποιο σηµείο του δέρµατος που έχει κάποια πληγή. Ο ιός µεταναστεύει από την πύλη εισόδου δηλ. τη πληγή δια των νεύρων στον εγκέφαλο. Επιδηµιολογία: Σε κάποιες περιοχές της Γης παρατηρείται υψηλή ενδηµικότητα. Τέτοιες είναι: η Κεντρική και Νότια Αµερική: η Βραζιλία, η Βολιβία, η Γουατεµάλα, το Εκουαδόρ, το Ελ Σαλβαδόρ, η Κολοµβία, το Μεξικό και το Περού, και στην Ανατολική και Ν.Α. Ασία: το Βιετνάµ, η Ινδία, το Νεπάλ, η Σρι Λάνκα, η Ταϊλάνδη, η Ινδονησία και οι Φιλιππίνες. ιακρίνουµε την λύσσα των σκύλων, ή «λύσσα του δρόµου», µε κύριο ξενιστή το σκύλο, που ενδηµεί στην Ασία, την Αφρική, τη Μέση Ανατολή και σε µικρότερο βαθµό την Νότια Αµερική, και την λύσσα των άγριων ζώων η οποία αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής έχει και διαφορετικό ξενιστή: στην Ευρώπη την αλεπού, στο Ιράν το λύκο, στην Κεντρική Αµερική τις νυχτερίδες βαµπίρ, κ.ο.κ. Ποιος είναι ο κίνδυνος για τον ταξιδιώτη; Σχετικά µε την επίπτωση έκθεσης σε δήγµα ζώου ύποπτου για λύσσα σε ταξιδιώτες δεν υπάρχουν ακριβή δεδοµένα. Ωστόσο τα δεδοµένα κάποιων µελετών δείχνουν ότι η επίπτωση αυτή κυµαίνεται από 16 έως 200 ανά 100,000 ταξιδιώτες.
Ποια είναι η πρόληψη; Προληπτικά µέτρα έναντι των δηγµάτων από ζώα (www.keelpn.gr) Προληπτικά µέτρα έναντι των δηγµάτων από ζώα ύποπτα µε λύσσα (www.keelpn.gr) Εµβολιασµός Σε ποιους ταξιδιώτες συστήνεται το εµβόλιο της λύσσας; Η λύσσα αποτελεί σπάνια νόσο για τον ταξιδιώτη. Ωστόσο, η περίοδος επώασής της µπορεί να είναι πολύ µακρά (έως και 7 έτη) ενώ είναι 100% θανατηφόρος. Τα άτοµα που ταξιδεύουν προς τις περιοχές αυξηµένης ενδηµικότητας πρέπει να είναι ενηµερωµένα σχετικά µε τον κίνδυνο µόλυνσης. Άτοµα που πρόκειται κατά τη διαµονή τους να παραµείνουν αρκετές ώρες στο ύπαιθρο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της νύχτας, ή που πρόκειται να ασχοληθούν µε δραστηριότητες που θα τους φέρουν σε στενή επαφή µε ζώα, βρίσκονται σε αυξηµένο κίνδυνο, ακόµα και αν η διάρκεια παραµονής τους είναι µικρή. Η προληπτική χορήγηση του εµβολίου της λύσσας συνιστάται στα άτοµα που διατρέχουν αυξηµένο κίνδυνο έκθεσης: άτοµα που λόγω του επαγγέλµατός τους έρχονται σε συχνή επαφή µε ζώα: κτηνίατροι, δασοφύλακες, σπηλαιολόγοι κ.ά. στους µετανάστες και τους ταξιδιώτες των χωρών ενδοζωοτίας, που πρόκειται να παραµείνουν για µακρό χρονικό διάστηµα ή που κάνουν συχνά ταξίδια σε αυτές τις περιοχές, και κυρίως αν ο τόπος διαµονής τους θα βρίσκεται µακριά από κάποιο καλά εξοπλισµένο κέντρο παροχής ιατρικών υπηρεσιών και οι οποίοι ανήκουν σε κατηγορία υψηλού κινδύνου ( περιπετειώδη ταξίδια, ποδηλάτες, σπηλαιολόγοι, αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας, κ.ά.). Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι τα περισσότερα ατυχήµατα αναφέρονται σε µικρά παιδιά, και γι αυτό θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σηµασία σε αυτήν την ηλικιακή οµάδα ταξιδιωτών. Εµβόλιο της λύσσας (Πίνακας 1) Το εµβόλιο χορηγείται ενδοµυϊκά, στο δελτοειδή στους ενήλικες και τα παιδιά, και στο πρόσθιο-έξω τµήµα του µηρού στα βρέφη. εν πρέπει ποτέ να γίνεται στο γλουτό. Το εµβόλιο HDCV µπορεί να χορηγηθεί και ενδοδερµικά (βλέπε παρακάτω). Η ενδοδερµική χορήγηση απαιτεί προσωπικό µε ειδική κατάρτιση, άλλως το εµβόλιο µπορεί να είναι αναποτελεσµατικό. Ο τρόπος αυτός χορήγησης του εµβολίου είναι πιο οικονοµικός (χρησιµοποιείται το 1/10 της κανονικής δόσης του εµβολίου) και γι αυτό είναι ευρέως διαδεδοµένος στις αναπτυσσόµενες χώρες.
Το εµβόλιο πρέπει να φυλάσσεται στους +2 ο C µε +8 ο C. εν πρέπει να καταψύχεται. Το εµβόλιο HDCV διατηρείται σε αυτή τη θερµοκρασία για 3,5 έτη, και σε θερµοκρασία δωµατίου (37 ο C) για 1 µήνα. 1. εµβόλιο HDCV (human diplid cell vaccine): περιέχει αδρανοποιηµένο σε β- προπιολακτόνη ιό (στέλεχος Pitman-Mre) που καλλιεργείται σε MRC-5 ανθρώπινα διπλοειδή κύτταρα. 2. κεκαθαρµένο εµβόλιο PCECV (purified chick embry cell vaccine): περιέχει αδρανοποιηµένο σε β-προπιολακτόνη ιό (στέλεχος Flury LEP) που καλλιεργείται σε ινοβλάστες εµβρύου κότας. 3. προσροφηµένο εµβόλιο RVA (rabies vaccine adsrbed): περιέχει αδρανοποιηµένο σε β-προπιολακτόνη ιό (στέλεχος Kissling από Challenge Virus Standard, CVS). Ο ιός αναπτύσσεται σε καλλιέργεια διπλοειδών, πνευµονικών, εµβρυϊκών κυττάρων rhesus, και συµπυκνώνεται µε προσρόφηση σε φωσφορικό αργίλιο. Κάθε δόση εµβολίου (1ml) περιέχει 2,5 IU αντιγόνου ιού λύσσας. Τα εµβόλια που παρασκευάζονται µε καλλιέργεια του ιού σε ανθρώπινα κύτταρα έχουν υψηλό κόστος παραγωγής, και γι αυτό δεν είναι πάντα διαθέσιµα σε αναπτυσσόµενες χώρες. Πίνακας 1. Προφύλαξη από λύσσα πριν και µετά έκθεση Εµβόλιο HDCV Προφυλακτικός εµβολιασµός Οδός χορήγησης όση οσολογικό σχήµα Αντιλυσσικός ορός Προφυλακτική χορήγηση ενδοµυϊκά ενδοδερµικά* 1 ml 0,1 ml ηµέρες 0,7, 21-28 ηµέρες 0,7, 21-28 όχι όχι Χορήγηση µετά έκθεση ναι ενδοµυϊκά ή 1 ml ηµέρες 0, 3 όχι ενδοδερµικά 0,1 ml ηµέρες 0, 3 όχι όχι ενδοµυϊκά 1 ml ηµέρες 0, 3, 7, 14, 28 ναι * Η ενδοδερµικά χορήγηση δεν είναι αποδεκτή σε όλες τις χώρες. Η προληπτική χορήγηση του εµβολίου γίνεται σε 3 δόσεις, τις ηµέρες 0, 7, και 21-28. Κάθε δόση αντιστοιχεί σε 1ml (ή 0,1 ml αν η χορήγηση γίνει ενδοδερµικά και µόνο για το HDCV) και είναι ίδια για τα παιδιά και τους ενήλικες. Προστατευτικός τίτλος αντισωµάτων αναπτύσσεται 7-14 ηµέρες µετά την 3 η δόση, και διαρκεί συνήθως για 2 έτη. Τα διάφορα εµβόλια µπορούν να χορηγηθούν εναλλάξ χωρίς να επηρεάζεται η ανοσογονικότητά τους.
Αν η αναχώρηση είναι άµεση µπορούν να χορηγηθούν µία ή δύο δόσεις (1 ml) ενδοµυϊκά ή εναλλακτικά 4 (x0.1 ml) ενδοδερµικά (ID) στο κάθε άνω και κάτω άκρο, οι οποίες προσφέρουν µερική προστασία. Στην περίπτωση της ενδοδερµικής χορήγησης, η ανάπτυξη αντισωµάτων είναι πιο ταχεία, ωστόσο η χορήγηση του εµβολίου πρέπει να γίνεται από επαγγελµατία υγείας καλά εξοικειωµένο µε την τεχνική ενδοδερµικής χορήγησης. Αυτό που επιτυγχάνεται µε την προληπτική χορήγηση του εµβολίου είναι ότι απλοποιείται η διαδικασία προφύλαξης µετά από έκθεση (κάνοντας µη απαραίτητη τη χορήγηση ανοσοσφαιρίνης και µειώνοντας τις δόσεις του εµβολίου που απαιτούνται από 5 σε 3), ενώ δίνεται µεγαλύτερο χρονικό περιθώριο για αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Επίσης καλύπτεται το ενδεχόµενο µη αντιληπτής έκθεσης. Η προληπτική χορήγηση του εµβολίου δεν συνεπάγεται ότι δεν απαιτείται να γίνει σωστή περιποίηση του τραύµατος µε σαπούνι και νερό ή ιωδιούχο διάλυµα. εν υπάρχει καµία αντένδειξη για τη χορήγηση του εµβολίου µετά έκθεση. Η προφυλακτική χορήγηση του εµβολίου αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της κύησης (εκτός και αν υπάρχει µεγάλος κίνδυνος έκθεσης, και δεδοµένου ότι δεν υπάρχουν στοιχεία υπέρ της βλαπτικής δράσης του εµβολίου στο έµβρυο), σε άτοµα µε ιστορικό υπερευαισθησίας σε προηγούµενη δόση ή σε κάποιο από τα συστατικά του εµβολίου (όπως η νεοµυκίνη). Το PCECV πρέπει να χορηγείται µε προσοχή σε άτοµα µε αλλεργία στο αυγό. Η ανοσοκαταστολή δεν αποτελεί αντένδειξη για τον εµβολιασµό. Στα άτοµα µε ανοσοκαταστολή ή υπό αγωγή µε ανοσοκατασταλτικά ή µε σακχαρώδη διαβήτη, το εµβόλιο χορηγείται ενδοµυϊκά, αλλά µετά τον εµβολιασµό πρέπει να γίνει έλεγχος του τίτλου αντισωµάτων. Τα άτοµα µε HIV λοίµωξη και CD4<300 κύτταρα/mm 3 (ή <15%) έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν προστατευτικό τίτλο αντισωµάτων. Ανεπιθύµητες ενέργειες: Οι ανεπιθύµητες ενέργειες του εµβολίου αφορούν είτε τοπικές αντιδράσεις (25%) όπως ερυθρότητα, πόνος, σκληρία στο σηµείο της ένεσης, είτε συστηµατικά συµπτώµατα (20%) όπως πυρετός, κεφαλαλγία, ζάλη, αδυναµία, κοιλιακό άλγος, µυαλγίες. Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται επίσης και 3 περιπτώσεις συνδρόµου Guillain-Barré µε πλήρη ίαση µετά 12 εβδοµάδες, καθώς και άλλες διαταραχές από το περιφερικό ή το κεντρικό νευρικό σύστηµα των οποίων όµως η αιτιολογική συσχέτιση µε το εµβόλιο δεν έχει τεκµηριωθεί. Η χορήγηση αναµνηστικών δόσεων συνοδεύεται ενίοτε (6%) από την εµφάνιση αλλεργικών αντιδράσεων που αφορούν κυρίως αντιδράσεις τύπου «ανοσοσυµπλέγµατος», όπως ορονοσία και αρθραλγίες, 2-21 ηµέρες µετά τον εµβολιασµό.
Αλληλεπιδράσεις µε άλλα εµβόλια ή φάρµακα - Συγχορήγηση: Μεταξύ της χρήσης ανθελονοσιακών φαρµάκων και της ενδοδερµικής χορήγησης του εµβολίου HDCV θα πρέπει να µεσολαβεί χρονικό διάστηµα 1 τουλάχιστον µήνα. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν, το εµβόλιο θα πρέπει να χορηγηθεί ενδοµυϊκά. Αποτελεσµατικότητα: Προστατευτικός τίτλος αντισωµάτων αναπτύσσεται στο 100% των ατόµων που εµβολιάστηκαν είτε πριν είτε µετά από έκθεση. Ο τίτλος αυτός διατηρείται για 2 έτη σε ποσοστό 93%-98% των εµβολιασθέντων µε 3 δόσεις ενδοµυϊκώς και σε ποσοστό 83%- 95% των εµβολιασθέντων µε 3 δόσεις ενδοδερµικώς. Η ενδοδερµική χορήγηση του εµβολίου συνδέεται µε χαµηλότερο τίτλο αντισωµάτων (που όµως και πάλι βρίσκεται πάνω από το όριο των 0,5 IU/ml που θεωρείται προστατευτικό) και µε ταχύτερη πτώση του. Έως σήµερα δεν έχουν αναφερθεί περιστατικά νόσησης µετά έκθεση, µε την προϋπόθεση ότι έγινε σωστή χορήγηση του εµβολίου (είτε προφυλακτική είτε µετά έκθεση) και της ειδικής ανοσοσφαιρίνης. Όλες οι περιπτώσεις νόσου παρά τον εµβολιασµό οφείλονται σε λανθασµένη χορήγηση είτε του εµβολίου είτε της ανοσοσφαιρίνης. Σκευάσµατα που κυκλοφορούν στην Ελλάδα: Στην Ελλάδα κυκλοφορεί µόνο το HDCV εµβόλιο : VACCIN RABIQUE MERIEUX (Vianex): περιέχει αδρανοποιηµένο ιό Wistar Virus PM/W1 38 1503-3M. Κυκλοφορεί σε µορφή φιαλιδίου µιας δόσης που περιέχει λυοφιλοποιηµένο εµβόλιο για ανασύσταση µε ανάµειξη µε διαλύτη πριν τη χορήγηση (τελικός όγκος 1.0 ml). εν κυκλοφορεί στην αγορά. ιατίθεται µόνο στις Υγειονοµικές /νσεις των Νοµαρχιών. Βιβλιογραφία 1. http://www.sante.guv.fr/htm/dssiers/vaccins2003/11vaccin16.htm 2. www.cdc.gv/travel/diseases/rabies.htm 3. www.nhs.uk: Travax/Rabies Vaccine. 4. Virk A, Jng EC. Adult Immunizatins. In: Kzarsky PE, et al. Travel Medicine. Msby; 2004: 87-122. 5. Pltkin, S.A. Rabies. Clin Infect Dis. 2000; 30(1): 4-12. 6. Pltkin SΑ, Rupprecht CΕ, Kprwski H. Rabies vaccine. In: Pltkin S, Orenstein W. Vaccines. Philadelphia PA: W, B Saunders; 4 th ed. 2004: 1011-1038.