Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Δ Ι Ο Ι Κ Η Τ Ι Κ Η Δ Ι Κ Α Ι Ο Σ Υ Ν Η Κ Α Ι Σ Υ Ν Τ Α Γ Μ Α

Σχετικά έγγραφα
1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Οι δημόσιες δαπάνες - Ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Οι δημόσιες δαπάνες - Ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. Αρθρο: 1 Ημ/νία: Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ

Α. ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 21 ο / ΑΠΟΦΑΣΗ 836/2012

ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: 0001 (Αποδοχές και Συντάξεις ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: Α. Θεσμικό πλαίσιο δαπάνης.

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Ακυρωτικές διαφορές

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 819/2015 Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος Δημοσίου - Μη συμμόρ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Νομιμότητα και Μορφές Παρανομίας Διοικητικής Πράξης

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

Σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις επί του σχεδίου του ΒΙΒΛΙΟΥ IV (ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ):

137/2017 από το πρακτικό της 25 ης / τακτικής συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής Δήμου Αγιάς

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ. I) Διοικητικό Εφετείο (ν. 702/1977)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΘΕΜΑ: Ακύρωση της αριθμ. 809/2016 απόφασης (ορθή επανάληψη) της Εκτελεστικής Επιτροπής του Περιφερειακού Συνδέσμου ΦΟΔΣΑ Κεντρικής Μακεδονίας.

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΣτΕ 2302/2011. κατά του..., κατοίκου Βάρης Αττικής (...), ο οποίος δεν παρέστη.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Άρθρο 7 Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΑΠΟΦΑΣΗ 73 / Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6702-1/

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Κεφάλαιο 5. Τα διοικητικά δικαστήρια και η δικαστική προστασία του διοικούμενου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

2. Το Π.Δ. 81/2002 (ΦΕΚ Α 57) περί συγχωνεύσεως των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΡΟΣ. Την Εκτελεστική Επιτροπή της «Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών. Γιατρών Ελλάδας» (ΟΕΝΓΕ)

Νομολογία 261/2003 Μονομελές Πρωτοδικείο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

του Δήμου Μυκόνου Νομού Κυκλάδων, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Σπυρίδωνα Λάβδα (Α.Μ. 61 Δ.Σ. Σύρου), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ : ΝΟΜΙΚΗΣ Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Δ Ι Ο Ι Κ Η Τ Ι Κ Η Δ Ι Κ Α Ι Ο Σ Υ Ν Η Κ Α Ι Σ Υ Ν Τ Α Γ Μ Α ΜΑΘΗΜΑ : ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΔΑΣΚΩΝ : Α. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΟΝΟΝ/ΜΟ : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ Α. Μ : 1340201000470 Email : c.papastephanou@hotmail.com ΜΑΙΟΣ 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ..σελ. 4 6 2. Η ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ...σελ. 7-9 2.1 Του Συμβουλίου της Επικρατείας.σελ. 7 2.2 Του Ελεγκτικού Συνεδρίου...σελ. 8 2.3 Των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων σελ. 8-9 3. Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ...σελ. 10-18 3.1 Η διάκριση των διοικητικών διαφορών σελ. 10-12 3.2 Η διάκριση των διοικητικών δικαστηρίων με βάση τη δικαιοδοσία σελ. 12-18 3.2.α Δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας.σελ. 13-14 β. Δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου..σελ 14-15 γ. Δικαιοδοσία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων σελ. 15-17 4. Η ΚΑΘ ΥΛΗΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ σελ. 19-20 5. Η ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ..σελ. 21-23 6. Η ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ.σελ. 24-25 7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ..σελ. 26-27 8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ........σελ. 28 29 2

9. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ..σελ. 30-35 ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΕΔ ΑΠ ΕΣ ΣτΕ ΔΔ ΔΕ ΔΠ ΚΔΔ/μιας ΚΕΔΕ ΚΦΔ ΝΠΔΔ ΟΤΑ ΤΔΔ Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο Άρειος Πάγος Ελεγκτικό Συνέδριο Συμβούλιο της Επικρατείας Διοικητικά Δικαστήρια Διοικητικό Εφετείο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων Κώδικας Φορολογικού Δικαίου Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια 3

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Φιλοσοφικό μεν διαχρονικό δε στέκει το ερώτημα : τι είναι δίκαιο και δικαιοσύνη; Ένα ερώτημα που φαντάζει διελκυστίνδα μεταξύ του «δέοντος» και του «είναι». Εν τη γενέσει του ο άνθρωπος, ως homosapiens πλέον, ανέκαθεν επιχειρούσε να προσδώσει στο εν λόγω ερώτημα μια απάντηση κατά το δυνατόν όλο και πιο ικανοποιητική και προσφιλή στον ηθικό του κόσμο. Η αφετηριακή παρατήρηση «ότι το δίκαιο είναι κάτι συναφές με την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων, με τις σχέσεις που απορρέουν από την κοινωνική συμβίωση και με τις πράξεις που τελούνται στο πλαίσιο των σχέσεων αυτών» 1 δεν ανταποκρινόταν κατά τρόπο απόλυτο και ικανοποιητικό στην ανθρώπινη επιθυμία για λύση του «αινίγματος». Οι θεοκρατικές καταβολές του δικαίου αποτέλεσαν το πρώτο περιεχόμενο του ορισμού της έννοιας «δικαιοσύνη» και σηματοδότησαν την αρχή μιας μακραίωνης πορείας στοχασμού με τον 19ο αιώνα να «μοιάζει μάλιστα προς στιγμήν να τραβάει και μια δεύτερη γραμμή έναντι της παράδοσης του νεώτερου φυσικού δικαίου και των θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου» 2 3 Σήμερα, η δικαιοσύνη τελεί σε άρρηκτη συνάρτηση με την κοινωνική συνείδηση για το δίκαιο. «Δικαιοσύνη σημαίνει τον κανόνα δικαίου, που ανταποκρίνεται στην περί δικαίου κοινωνική συνείδηση, όπως επικρατεί σε δεδομένο κοινωνικό χώρο. Δικαιοσύνη είναι ότι επικρατεί στην κοινωνική συνείδηση ως ορθό, είναι η περί του ορθού αντίληψη της κοινωνίας» 4. Ο γενικός αυτός ορισμός περί δικαιοσύνης εξειδικεύεται σε επί μέρους τμήματα προσδιορισμού ανάλογα με τη φύση των υποθέσεων που επιλαμβάνεται ο θεσμός αυτός. Εν προκειμένω, διοικητική δικαιοσύνη «νοείται το σύνολο των διοικητικών δικαστηρίων που 1 Σούρλας Π., Μια εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου, Σάκκουλας, 1995 Αθήνα Κομοτηνή, σελ. 21. 2 Παπαγεωργίου Κ., Δίκαιο και Δικαιοσύνη, Εισαγωγικές σημειώσεις και βιβλιογραφικές υποδείξεις φιλοσοφίας του δικαίου, 2011/2012, σελ. 10. 3 «H βρετανική φερειπείν Φιλοσοφία Δικαίου που έχει τις ρίζες της στον Χομπς και τον Μπένθαμ αναζητεί τις προϋποθέσεις του δικαίου όχι σε κάποιες αξίες ή ηθικές και πολιτικές ιδέες, αλλά σε γεγονότα ( ωμά ή θεσμικά, όπως είναι το γεγονός της θέσης τους από ειδικά εντεταλμένα για το σκοπό αυτό πρόσωπα). Ο Τζων Ωστιν επικεντρώνεται στο χαρακτήρα του δικαίου ως συνόλου προσταγών (= έκφραση επιθυμίας του "κυρίαρχου" συνοδευόμενη από απειλή κυρώσεων για την περίπτωση μη συμμόρφωσης) που γίνονται αποδεκτές από τους κοινωνούς που "συνηθίζουν να υπακούουν".» Παπαγεωργίου Κ., Δίκαιο και Δικαιοσύνη, Εισαγωγικές σημειώσεις και βιβλιογραφικές υποδείξεις φιλοσοφίας του δικαίου, 2011/2012, σελ. 10. 4 Δημητρόπουλος Α., Γενική Συνταγματική Θεωρία, τ. Α, Σάκκουλας, 2004 Αθήνα Κομοτηνή, σελ 51 52. 4

προβλέπονται από την έννομη τάξη και οι κανόνες που ρυθμίζουν την οργάνωση, δικαιοδοσία, αρμοδιότητα και λειτουργία τους.» 5. Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου τομέα απονομής δικαιοσύνης, που να εκφεύγει από τους δύο σταθερούς πυλώνες του πολιτικού και ποινικού δικαιοδοτικού συστήματος, προέκυψε από τον συγκερασμό πλειόνων παραγόντων, προεξέχουσας της ανάγκης για προστασία του διοικούμενου, όντας σε δυσμενέστερη θέση, από τις παραβάσεις των οργάνων του Κράτους και των λοιπών οργάνων της Διοίκησης. Επίσης, το γεγονός ότι οι δικαστές των διοικητικών δικαστηρίων, που ασχολούνται αποκλειστικά με τον δικαστικό έλεγχο της Διοίκησης, ειδικεύονται στην εφαρμογή κανόνων του διοικητικού δικαίου αλλά και ότι η οργάνωση και λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων είναι απλή και λιγότερο δαπανηρή, συνιστούν κατά τρόπο αναντίλεκτο παράγοντες που συνηγορούν στην ανάγκη γένεσης μιας ανεξάρτητης διοικητικής αρχής απονομής της δικαιοσύνης, η άσκηση της οποίας πραγματώνεται από άτομα επιφορτισμένα με λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, ήτοι τους δικαστές 6. Η ανεξάρτητη αυτή αρχή απονομής της δικαιοσύνης από τα διοικητικά δικαστήρια υπακούει στην σχετική συνταγματική επιταγή. Σημείο κομβικό για την ανεξαρτητοποίηση της διοικητικής δικαιοσύνης από την πολιτική η ενιαία απονομή διοικητικής και πολιτικής δικαιοσύνης θεσπίστηκε με το Σύνταγμα του 1844 και διατηρήθηκε και στα επόμενα Συντάγματα - αποτέλεσε το άρθρο 82 του Συντάγματος του 1952 κατά το οποίο «άπασαι αι διοικητικαί διαφοραί εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια». Η τελειοποίηση της διοικητικής δικαιοσύνης επήλθε με το ισχύον Σύνταγμα του 1975 το οποίο προέβλεψε την δημιουργία ενός ολοκληρωμένου και διακεκριμένου συστήματος απονομής διοικητικής δικαιοσύνης. Τα άρθρα 94 και 95 αποτελούν τον κορμό και πυλώνα λειτουργίας και οργάνωσης των διοικητικών δικαστηρίων αφήνοντας στον κοινό νομοθέτη την αρμοδιότητα να ορίσει την επί μέρους λειτουργία και δομή των δικαστηρίων αυτών. Κατά τα άρθρα 94 και 95 του ισχύοντος Συντάγματος, λοιπόν, οι οιουδήποτε είδους διοικητικές διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων. «Το Σύνταγμα προβλέπει δύο ανώτατα διοικητικά δικαστήρια, ήτοι το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) και το Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΣ)» 7. Κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 συστάθηκε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ). Η γενική δικαιοδοσία εκδίκασης διαφορών ουσίας ανήκει στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια (ΤΔΔ). 5 Σπηλιωτόπουλος Ε. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τ. Β, 14 η εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη, 2011 Αθήνα, σελ 12. 6 Σύνταγμα άρθρα 87 1 88, 89, 90 και 91. 7 Δαγτόγλου Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 5 η έκδ., Σάκκουλας, 2011 Αθήνα Κομοτηνή, σελ 157. 5

Η παρούσα εργασία στόχο έχει να μελετήσει τον τρόπο λειτουργίας και δομής της διοικητικής δικαιοσύνης μέσα από την ανάπτυξη και ερμηνεία της οργανωτικής και λειτουργικής δομής των επί μέρους διοικητικών δικαστηρίων. Θα προηγηθεί η μελέτη της οργάνωσης και της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων και θα ακολουθήσει η ανάπτυξη των ενδίκων βοηθημάτων και ένδικων μέσων στο πλαίσιο των διοικητικών διαφορών. Τέλος, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση συμπερασμάτων, τα οποία προκύπτουν από την σχετική μελέτη. 6

2. Η ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ 2.1 Το Συμβουλίου της Επικρατείας Ιδρυθέν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε απομίμηση του γαλλικού θεσμού του Conseiln d Etat, το 1835 «το ΣτΕ κατέχει, ως ακυρωτικό και αναιρετικό δικαστήριο, την κεντρική και την ανώτατη θέση στην διοικητική δικαιοσύνη» 8. Η δομή και λειτουργία του καθορίζεται από το Προεδρικό Διάταγμα 18/1988. Η στελέχωσή του αποτελείται από το προεδρείο το οποίο περιλαμβάνει τον Πρόεδρο και 10 Αντιπροέδρους, 53 Συμβούλους, 56 παρέδρους και 50 Εισηγητές και δόκιμους εισηγητές, καθώς και από το προσωπικό της γραμματείας. Τα ανωτέρω μέλη του προεδρείου είναι δικαστικοί λειτουργοί κατά την έννοια του άρθρου 88 παρ. 1 του Συντάγματος και ως εκ τούτου έχουν την ιδιότητα του τακτικού δικαστή. Ο Πρόεδρος είναι επιφορτισμένος με την γενική διεύθυνση των εργασιών του ΣτΕ, με την εκπροσώπηση του σώματος στις δημόσιες αρχές, προεδρεύει της Ολομέλειας αλλά και των Τμημάτων, εφόσον αυτό καθίσταται κατά την κρίση του σκόπιμο και αναγκαίο. Από τους 10 Αντιπρόεδρους, οι 6 προΐστανται ενός από τα τμήματα του ΣτΕ, οι Σύμβουλοι τελούν έργο εισηγητή και συμμετέχουν στις συνεδριάσεις των σχηματισμών του ΣτΕ με αποφασιστική ψήφο και οι Πάρεδροι επίσης εκτελούν έργο εισηγητή με τη διαφορά όμως ότι συμμετέχουν στις συνεδριάσεις με συμβουλευτική ψήφο εκτός απ αυτούς οι οποίοι συμμετέχουν στην επεξεργασία κανονιστικών διαταγμάτων των οποίων η ψήφος είναι αποφασιστική. Τέλος, οι Εισηγητές επικουρούν τους Συμβούλους και του Παρέδρους 9. Οι αρμοδιότητες του ΣτΕ ασκούνται σε Ολομέλεια και σε έξι Τμήματα Α, Β, Γ, Δ, Ε και ΣΤ, το κάθε ένα από αυτά συντίθεται κατά δύο τρόπους: α) κατά την επταμελή σύνθεση β) κατά την πενταμελή σύνθεση. Τέλος, η Ολομέλεια συντίθεται από τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους, τους Συμβούλους, δύο Παρέδρους και τον γραμματέα και για να υπάρξει απαρτία απαιτείται η παρουσία των μισών συν ενός από το συνολικό αριθμό αυτών και ο αριθμός των μετεχόντων πρέπει να είναι περιττός. 8 Δαγτόγλου Π., ο. π., σελ 162. 9 Διάταγμα 18/1988, άρθρα 2 και 3. 7

2.2 Του Ελεγκτικού Συνεδρίου Το ΕΣ όταν δικάζει σε Ολομέλεια έχει χαρακτήρα ανωτάτου τακτικού δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας είναι αμετάκλητες και ανέκκλητες εκτός από την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Αποτελείται από τον πρόεδρο, 8 αντιπροέδρους, 30 Συμβούλους, 44 Παρέδρους και 40 Εισηγητές 10 οι οποίοι απολαμβάνουν την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Ο Πρόεδρος επιφορτίζεται από διάφορες αρμοδιότητες όπως την άσκηση ανώτατης εποπτείας στις εργασίες και στους υπαλλήλους του ΕΣ, την διεύθυνση των συνεδριάσεων και των διασκέψεων καθώς και την παρέμβαση, με μορφή εισήγησης, σε όσες υποθέσεις κρίνει απαραίτητο. Οι Αντιπρόεδροι προεδρεύουν των τμημάτων και διευθύνουν τις εργασίες αυτών αλλά επίσης δύνανται να ασκούν καθήκοντα συμβούλων και οι Σύμβουλοι εισηγούνται τις υποθέσεις που τους έχουν ανατεθεί. Τέλος, οι Πάρεδροι δύνανται να εκτελούν χρέη εισηγητών και να μετέχουν στις συνεδριάσεις των τμημάτων με συμβουλευτική ψήφο 11. Το ΕΣ ασκεί τις δικαστικές του αρμοδιότητες σε Ολομέλεια και σε 5 Τμήματα. Η Ολομέλεια στελεχώνεται από τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και τους Συμβούλους και για την ύπαρξη απαρτίας απαιτείται η παρουσία των περισσοτέρων του συνολικού αριθμού. Η σύνθεση κάθε επί μέρους Τμήματος συνίσταται από έναν Αντιπρόεδρο, δύο Συμβούλους και δύο Παρέδρους, των οποίων η ψήφος είναι συμβουλευτική και η αρμοδιότητα των Τμημάτων ορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας. 2.3 Των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Όπως προελέχθη «η πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη να δημιουργήσει διοικητικά δικαστήρια γενικής δικαιοδοσίας, εγκαταλείποντας το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας, διατυπώθηκε ρητά στο Σύνταγμα του 1952» 12 κατά το οποίο ιδρύθηκαν μόνο τα φορολογικά δικαστήρια στο πλαίσιο όμως ειδικής δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων. Σήμερα τα ΤΔΔ, έπειτα από το ρηξικέλευθο περιεχόμενο του Ν. 702/77, επιλαμβάνονται κατά κόρον διοικητικών διαφορών ουσίας και αποτελούνται, ως προς την 10 Ν 2721/1999 άρθρο 38 παρ. 1 β. 11 Διάταγμα 774/1980, άρθρο 77. 12 Σοϊλεντάκης Ν., Η Διοικητική Δικαιοσύνη Μετά το Σύνταγμα του 1975, Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών, 1986 Αθήνα, σελ 67. 8

δομή και σύστασή τους, από τα διοικητικά πρωτοδικεία (ΔΠ) και τα διοικητικά εφετεία (ΔΕ). Τα μεν ΔΠ διακρίνονται σε μονομελή, αποτελούμενα από τον πρόεδρο τον πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων (ΔΔ) ή τον πρωτοδίκη ΔΔ και σε τριμελή, που αποτελούνται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ΔΔ και δύο πρωτοδίκες ΔΔ ή παρέδρους πρωτοδικών ΔΔ. Τα δε ΔΕ ομοίως διακρίνονται σε μονομελή και τριμελή. Σημειωτέον ότι η σύνθεση έκαστου διοικητικού δικαστηρίου περιλαμβάνει και έναν γραμματέα 13. Οι δικαστές των ΔΔ είναι δικαστικοί λειτουργοί και τακτικοί δικαστές κατά την έννοια των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 επ. Σ και οι βαθμοί των οποίων είναι i) Πρόεδρος εφετών ΔΔ, ii) Εφέτης ΔΔ, iii) Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ, iv) Πρωτοδίκης ΔΔ και v) Πάρεδρος Πρωτοδικών ΔΔ 14. Τέλος, η διάσκεψη και η λήψη αποφάσεων των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων διενεργείται είτε σε Ολομέλεια είτε σε Συμβούλια, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Η Ολομέλεια απαρτίζεται από το σύνολο των δικαστών που συνθέτουν το δικαστήριο και για την ύπαρξη απαρτίας απαιτείται η παρουσία του μισού αριθμού συν ενός των δικαστών και όχι λιγότερα από τρία. Βασικό νομοθετικό κείμενο περί οργάνωσης και λειτουργίας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων αποτελεί ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας. 13 ΚΟΔΚΔΛ άρθρο 7 14 ΚΟΔΚΔΛ άρθρο 55 παρ. 1 9

3. Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Πριν την επί μέρους ανάπτυξη της δικαιοδοσίας εκάστου διοικητικού δικαστηρίου θεωρούμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στον ορισμό της έννοιας «δικαιοδοσία», προς επίτευξη εμπεριστατωμένου λόγου. «Δικαιοδοσία γενικά είναι η εξουσία των δικαστηρίων να παρέχουν με βάση την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ιδιότητά τους ως δικαιοδοτικά όργανα, δικαστική προστασία σε εκείνες τις υποθέσεις ή διαφορές που σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους υπάγονται στα δικαστήρια.» 15. Επιχειρώντας, λοιπόν, έναν παραγωγικό συλλογισμό διαπιστώνουμε ότι η διοικητική δικαιοδοσία, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 93 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι η εξουσία των διοικητικών δικαστηρίων να επιλαμβάνονται διοικητικών υποθέσεων κατά τρόπον και τρόπο και χρόνο που ορίζει το Σύνταγμα και οι σχετικοί νόμοι. Στο παρόν κεφάλαιο θα προηγηθεί η παράθεση των διακριτών μορφών της έννοιας «διοικητική διαφορά» και έπειτα θα ακολουθήσει η υπαγωγή αυτών των διακριτών διοικητικών διαφορών στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. 3.1 Διάκριση Διοικητικών Διαφορών Κατά τον καθηγητή κ. Μητσόπουλο «διαφορά είναι η διατάραξη μιας έννομης σχέσης ή κατάστασης η οποία προκύπτει από την διαγωγή ή την κατάσταση ενός προσώπου ή από άλλο λόγο, κατά τρόπον ώστε να είναι αναγκαία η παροχή δικαστικής προστασίας της μορφής εκείνης που είναι πρόσφορη κατά τους ισχύοντες κανόνες της έννομης τάξης για την άρση αυτής της διατάραξης.». Η έννοια της διοικητικής διαφοράς αποτελεί συνιστώσα της γενικής έννοιας «διαφορά» και κατά τον καθηγητή κ. Σπηλιωτόπουλο «διοικητική διαφορά θεωρείται κάθε διατάραξη μιας έννομης κατάστασης, που προκαλείται από πράξη (νομική ή υλική) ή παράλειψη ενός οργάνου (με τη στενή ή την ευρεία έννοια του όρου), δημοσίου νομικού προσώπου, η οποία δηλαδή καταλογίζεται στο νομικό αυτό πρόσωπο και αφορά ή δημιουργεί σχέση διεπόμενη από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου» 16. Προκύπτει, λοιπόν, ότι οι συστατικές έννοιες, υπό την σωρευτική πλήρωση των οποίων συντελείται μια διοικητική διαφορά, είναι η εξής: i) η διαταρασσόμενη έννομη σχέση 15 Κλάμαρης Ν., Κουσούλης Σ., Πανταζόπουλος Σ., Πολιτική Δικονομία : Οργανισμός Δικαστηρίων Γενική Εισαγωγή και Διαδικασία στα πρωτοβάθμια Δικαστήρια Απόδειξη, Σάκκουλας, 2012 Αθήνα Κομοτηνή., σελ 258. 16 Σπηλιωτόπουλος Ε., ο. π., σελ 29. 10

ή η έννομη σχέση που δημιουργείται από την διατάραξη υπαγωγής της σε κανόνες διοικητικού δικαίου ii) η διατάραξη να επέρχεται από πράξη ή παράλειψη οργάνου (εν στενή ή ευρεία εννοία) ενός δημοσίου νομικού προσώπου και iii) να υπάρχει ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας για την αποκατάσταση της έννομης κατάστασης που διαταράχθηκε 17. Οι διοικητικές διαφορές επιδέχονται και αυτές διάκρισης και μάλιστα σε ακυρωτικές διαφορές και σε διαφορές ουσίας. Η προκείμενη διάκριση δεν αρκείται σε μια απλή ονοματοδότηση των διαφορών, αλλά ανάλογα με το είδος της διοικητικής διαφοράς λαμβάνει χώρα διαφορετικό ένδικο βοήθημα, διαφορετικού περιεχομένου και σκοπού και επιλαμβάνεται της υποθέσεως διαφορετικό δικαστήριο. Είναι άξιο μνείας ότι δεν υπάρχει σταθερό και απαρέγκλιτο κριτήριο διαχωρισμού των διοικητικών διαφορών σε διαφορές ουσίας και ακυρωτικές διαφορές, παρόλο που κατά καιρούς διατυπώθηκαν εκ μέρους της Νομολογίας και της Θεωρίας διάφορες απόψεις και θέσεις επ αυτού. Το Σύνταγμα, με τα άρθρα 94 και 95, αρκείται απλώς στη χάραξη ορίου μεταξύ των δύο κατηγοριών με το άρθρο 94 παρ. 1 να υπαγάγει ευθέως στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων τις διαφορές που πηγάζουν «από α) διοικητικές συμβάσεις β) ενέργειες διοικητικών οργάνων οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον στη δεύτερη αυτή περίπτωση ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο.» 18. Ήτοι, ως γενικό κανόνα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όλες οι διαφορές ουσίες και οι ακυρωτικές διαφορές εμπίπτουν το πεδίο δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του ΣτΕ, όπως νόμος ορίζει, εκτός απ όσες ρητά το Σύνταγμα ορίζει ότι ανήκουν στη δικαιοδοσία του ΕΣ 19 Ως εκ τούτου λοιπόν προβαίνουμε a posteriori σε μια διαπίστωση των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της κάθε κατηγορίας αποβλέποντας στην κατά το δυνατόν ορθότερη και απλούστερη κατηγοριοποίηση των διοικητικών διαφορών και πάλι όμως χωρίς θεμελιακό κριτήριο. Έτσι λοιπόν ως ακυρωτική διαφορά νοείται αυτή κατά την οποία το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του ελέγχει α) τη νομιμότητα μιας κανονιστικής ή ατομικής ή γενικής ατομικής διοικητικής πράξης ή την παράλειψη έκδοσης μιας διοικητικής πράξης β) διαπιστώνει την έκδοση της πράξης ή τη συντέλεση της παράλειψης κατά παράβαση των κανόνων αυτών, χωρίς να προβαίνει στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της 17 Σπηλιωτόπουλος Ε., ο. π.,σελ 29-30. 18 Πικραμένος Μ., Τα κριτήρια της Νομολογίας του ΑΕΔ και Συμβουλίου της Επικρατείας για διάκριση Ιδιωτικών Διοικητικών Διαφορών. 19 Σύνταγμα, άρθρο 98. 11

υπόθεσης γ) απλώς και μόνο ακυρώνει, ήτοι εξαφανίζει την πράξη ή ακυρώνει την παράλειψη 20. Αποκλειστικό παραδεκτό ένδικο βοήθημα εν προκειμένω είναι η αίτηση ακυρώσεως της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή παράλειψης, πράγμα που θα αναλυθεί κατωτέρω. Ως διοικητικές διαφορές ουσίας νοούνται εκείνες κατά τις οποίες το επιλαμβανόμενο δικαστήριο, στο πλαίσιο ελέγχου τη νομιμότητας και εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, α) αναγνωρίζει είτε την ύπαρξη ενός δημοσίου, ήτοι προβλεπόμενου από κανόνες διοικητικού δικαίου, δικαιώματος, ή και δικαιώματος που προβλέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο, β) διαπιστώνει ότι το εν λόγω δικαίωμα έχει υποστεί βλάβη γ) προσδιορίζει το βαθμό και την έκταση της βλάβης δ) καθορίζει την αποκατάσταση της έννομης κατάστασης του αιτούντος το ένδικο βοήθημα. Η εν λόγω αποκατάσταση δύναται να συνίσταται είτε στην ακύρωση ή τροποποίηση της διοικητικής πράξης ή την ακύρωση της παράλειψης που προκάλεσε την διατάραξη της έννομης κατάστασης. Το περιεχόμενο του αιτήματος στη διοικητική διαφορά ουσίας είναι είτε η ακύρωση ή τροποποίηση ατομικής διοικητικής πράξης ή ακύρωση της παράλειψης είτε η καταδίκη του δημοσίου νομικού προσώπου στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού ή άλλης παροχής. Ως κατακλείδα θα μπορούσαμε να πούμε «ότι ακυρωτικό χαρακτήρα έχουν οι διαφορές που εισάγονται στο ΣτΕ και το ΔΕ με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακυρώσεως. Όλες οι άλλες διοικητικές διαφορές έχουν χαρακτήρα διαφοράς ουσίας» 21 3.2 Διάκριση Διοικητικών Δικαστηρίων Το Σύνταγμα θεμελιώνει τη δικαστική λειτουργία και εξουσία του Κράτους με το άρθρο 26 παρ. 3 ταυτίζοντας έτσι κατά τρόπο αναμφισβήτητο το δίκαιο με τη δικαιοσύνη ταυτότητα η οποία «22 επιτυγχάνεται όταν η περί δικαίου κοινωνική συνείδηση μεταφέρεται στις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου, όταν δηλαδή η πολιτική εξουσία μετατρέπει σε δίκαιο εκείνο που επικρατεί στην κοινωνική συνείδηση». Ήτοι «δικαιοσύνη είναι το δημοκρατικά παραγόμενο δίκαιο» 23 Επιφορτισμένα με την απονομή της δικαιοσύνης είναι τα δικαστήρια το οποία ενεργούν βάσει της δοθείσας εκ του Συντάγματος δικαιοδοσίας. Κατά το άρθρο 93 παρ. 1 «τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς 20 ΣτΕ 3193/2000. 21 Σπηλιωτόπουλος Ε., ο. π., σελ 32. 22 Δημητρόπουλος Α., Γενική Συνταγματική Θεωρία, τ. Α, Σάκκουλας, 2004 Αθήνα Κομοτηνή, σελ 53. 23 Δημητρόπουλος Α., Γενική Συνταγματική Θεωρία, τ. Α, Σάκκουλας, 2004 Αθήνα Κομοτηνή, σελ 55. 12

νόμους.». Στην παρούσα εργασία αντικείμενο μελέτης και απασχόλησης συνιστούν τα διοικητικά δικαστήρια τα οποία συνθέτουν το θεσμό απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Η παρουσία των πρώτων διοικητικών δικαστηρίων, κατά το αγγλικό και ιδιαίτερα το γαλλικό πρότυπο, αρκέστηκε στη διάκριση τακτικών και ειδικών διοικητικών δικαστηρίων. Στην κατηγορία τακτικών, υπό ευρεία έννοια δικαστηρίων, περιλήφθησαν το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, ενώ την κατηγορία των ειδικών δικαστηρίων αποτέλεσαν τα φορολογικά δικαστήρια δήμων και κοινοτήτων το Διοικητικό Δικαστήριο Μεταλλείων, τα διοικητικά δικαστήρια ορίων κλπ. Η ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας επήλθε με τον Ν. 1406/83 ο οποίος κατήργησε την ύπαρξη των ειδικών δικαστηρίων. 3.2.α Η δικαιοδοσία του ΣτΕ Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι παραδοσιακά το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο και αρμόδιο για την ακύρωση των εκτελεστών αποφάσεων των διοικητικών αρχών. Η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητά του ρυθμίζεται από το άρθρο 95 του Συντάγματος εν γένει, ενώ ειδικά η αρμοδιότητα της Ολομέλειας καθορίζεται απ ευθείας από το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος και από το άρθρο 14 του Προεδρικού Διατάγματος 18/1989. Η αρμοδιότητα των Τμημάτων καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ βάσει του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν 3900/2010. Οι αρμοδιότητες του ΣτΕ θα λέγαμε ότι εμφορούνται από ένα διφυή χαρακτήρα αφού οι αρμοδιότητές του άπτονται τόσο συμβουλευτικού χαρακτήρα όσο και δικαστικού. Εν προκειμένω οι δικαστικές αρμοδιότητες του ΣτΕ καθορίζονται από το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος και είναι α) η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου, β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει, γ) η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους και δ) η επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Ως προς τις υποθέσεις της ακυρωτικής αρμοδιότητας του ΣτΕ το ίδιο άρθρο στην παράγραφο 3 επιφυλάσσεται ότι δύνανται να υπαχθούν με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια όπου και το ΣτΕ δικάζει σε δεύτερο βαθμό. Από την ανωτέρω παράθεση προκύπτει η τρισυπόστατη μορφή του ΣτΕ που αποκρυσταλλώνεται στην ακυρωτική αρμοδιότητα, στην αναιρετική αρμοδιότητα και στη 13

εκδίκαση διαφορών ουσίας κατ επιταγήν του Συντάγματος και των νόμων. Έτσι, λοιπόν, διαφαίνεται το «σχετικό συνταγματικό τεκμήριο» κατά το οποίο το ΣτΕ χαρακτηρίζεται ως το κατ εξοχήν αρμόδιο δικαστήριο εκδίκασης ακυρωτικών διαφορών. Εν τούτοις ο Ν. 702/1977 στο άρθρο 1 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 2721/1999 έρχεται να αποδυναμώσει την αποκλειστική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ υπάγοντας στην αρμοδιότητα των ΔΕ την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό αιτήσεων ακυρώσεως, οι οποίες στρέφονται κατά ορισμένων ατομικών διοικητικών πράξεων. Ωστόσο, η αρμοδιότητα του ΣτΕ, αφορώσα την ακύρωση κανονιστικών διοικητικών πράξεων, παραμένει αναλλοίωτη και ως εκ τούτου δικόγραφο κατατεθέν στο ΔΕ με αίτημα ακύρωσης κανονιστικής πράξης απορρίπτεται ως απαράδεκτο 24. Ως προς την Ολομέλεια του ΣτΕ, αυτή απολαμβάνει ειδικής αρμοδιότητας ήτοι α) για υποθέσεις που εισάγονται απ ευθείας σ αυτήν με πράξη του Προέδρου λόγω μεγαλύτερης σπουδαιότητας και β) για ζητήματα ή υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί σ αυτήν με απόφαση ενός των τμημάτων για τον ίδιο λόγο. Ειδικής αρμοδιότητας απολαμβάνουν και τα Τα μήματα Α. Β, Γ, Ε, και ΣΤ με πενταμελή σύνθεση, ήτοι είναι αρμόδια αποκλειστικά για τις υποθέσεις που έχει παραπεμφθεί ειδικώς σε αυτά. Εν αντιθέσει, το τμήμα Δ με πενταμελή σύνθεση έχει γενική αρμοδιότητα, δηλαδή είναι αρμόδιο για την εκδίκαση κάθε ακυρωτικής ή αναιρετικής διαφοράς, δεδομένου ότι αυτή δεν υπάγεται στην επταμελή σύνθεσή του, στα λοιπά αναφερθέντα τμήματα ειδικής αρμοδιότητας και στην Ολομέλεια 25. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας του τμήματος ή της σύνθεσης στο οποίο έχει υπαχθεί μια υπόθεση, η αρμοδιότητα εξετάζεται αυτεπαγγέλτως ή έπειτα από σχετική αίτηση των διαδίκων και έπειτα από εκδιδόμενη απόφαση παραπέμπεται η υπόθεση στον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό. 3.2.β Η δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου Το ΕΣ αποτελεί μαζί με το ΣτΕ και τον Άρειο Πάγο (ΑΠ) ένα από τα τρία Ανώτατα Δικαστήρια της Ελλάδας. Ο διφυής του χαρακτήρας, του επιτρέπει την άσκηση τόσο διοικητικών όσο και δικαστικών αρμοδιοτήτων με την αρμοδιότητά του να διακρίνεται σε γνωμοδοτική, ελεγκτική και δικαστική. Ιδρύθηκε κατά το γαλλικό πρότυπο Cours des Comptes με το βασιλικό διάταγμα της 27ης Σεπτεμβρίου / 9ης Οκτωβρίου του 1833 επί 24 Ν. 702/1977, άρθρο 2 παρ. 2. 25 Δ/μα 361/2001, άρθρο 4. 14

της Κυβέρνησης Τρικούπη στον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησης της χώρας από την Αντιβασιλεία του Όθωνα με το ρόλο της ανώτατης Ελεγκτικής αρχής 26. Πρώτος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ήταν ο οικονομολόγος και πολιτικός Ν. Σιλήβεργος. Οι αρμοδιότητές του ορίζονται απ ευθείας εκ του Συντάγματος στο άρθρο 98 κατά την τελευταία αναθεώρηση του οποίου το ΕΣ ασκεί προληπτικό έλεγχο όλων των μεγάλων συμβάσεων που ασκεί το Κράτος και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και είναι οι εξής: α) ο έλεγχος δαπανών του Κράτους και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) ή άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), β) ο έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο, γ) ο έλεγχος των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των ΟΤΑ ή άλλων ΝΠΔΔ, δ) η γνωμοδότηση για τα νομοσχέδια που αφορούν συντάξεις ή αναγνώριση υπηρεσίας για την παροχή δικαιώματος σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 73 του Συντάγματος, ε) η σύνταξη και η υποβολή έκθεσης στη Βουλή για τον απολογισμό και ισολογισμό του Κράτους στ) η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων, ζ) η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και εν γένει των δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων τοπικής αυτοδιοίκησης. Σημαίνον αποτελεί το γεγονός ότι κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου οι αποφάσεις του ΕΣ για τις ανωτέρω υποθέσεις δεν υπόκεινται στον έλεγχο του ΣτΕ. 3.2.γ Η δικαιοδοσία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Τα τακτικά ή γενικής δικαιοδοσίας δικαστήρια είναι αρμόδια να επιδικάσουν και να επιληφθούν οιασδήποτε διαφορά ουσίας εξαιρουμένων όσων υπάγονται ρητώς δια του Συντάγματος και νόμου σε ειδικά δικαστήρια 27. Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είναι αρμόδια για την εκδίκαση διοικητικών διαφορών ουσίας με την επιφύλαξη όμως των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και εκείνων του Συμβουλίου της Επικρατείας 28. «Η σύστασή τους είχε αρχικά προβλεφθεί στο Σύνταγμα του 1952 (άρθρο 82). Συγκεκριμένα, με το νδ 3845/1958 «περί Κώδικος Οργανισμού Φορολογικών Δικαστηρίων συστάθηκαν τα τακτικά φορολογικά δικαστήρια, αρμόδια για την εκδίκαση των φορολογικών 26 http://books.google.gr/books?id=nq, 06/05/2014 27 ΚΚΔ/μιας, άρθρο 2. 28 Γεωργόπουλου Κ.Λ., Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2001 Αθήνα, σελ. 387 15

διαφορών.» 29. Ο ν. 1406/1983 επέφερε την ολοκλήρωση της γενικής αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως προς τις διαφορές ουσίας υπάγοντας στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων όσες διαφορές ουσίας δεν είχαν υπαχθεί μέχρι τότε. Κατά το ισχύον νομοθετικό σύστημα, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα ΤΔΔ καθορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999) και από το άρθρο 94 του Συντάγματος, ενώ για όσες διαφορές δεν προβλέπεται σχετική ρύθμιση παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις του ν. 4125/1960 «περί κυρώσεως του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας», του Ν. 702/1977 «περί υπαγωγής υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια», του Ν. 1406/1983 «ολοκλήρωση της διαδικασίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων» και του Ν. 1756/1988 όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν. Πέρα από την γενική δικαιοδοσία των ΤΔΔ επί διαφορών ουσίας, με το άρθρο 1 του Ν. 702/1977 υπάγονται στα ΤΔΔ και δη στο ΔΕ ορισμένες ακυρωτικές διαφορές, μνημονευθείσες στο εν λόγω άρθρο και αφορώσες αιτήσεις ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών. Μια συστάδα και άλλων ακυρωτικών διαφορών έρχεται να προσθέσει κο Ν. 2721/1999 με το άρθρο 29 παρ. 1 στην σε πρώτο βαθμό αρμοδιότητα των ΤΔΔ. Εν προκειμένω, αν τα ΤΔΔ διαπιστώσουν είτε έπειτα από αίτηση διαδίκου είτε αυτεπαγγέλτως, ότι η αίτηση ακυρώσεως επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν δεν είναι αρμόδια ως προς τούτο, παραπέμπουν την υπόθεση στο ΣτΕ, το οποίο αποφασίζει περί αρμοδιότητας και αν κρίνει ότι η υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα του ΔΕ δύναται ή να την αναπέμψει ή να την κρατήσει και να την δικάσει το ίδιο κατ ουσίαν. Έτσι λοιπόν, διαφαίνεται ότι τα ΤΔΔ αποκτούν μια ειδική αρμοδιότητα σχετικά με τις ακυρωτικές διαφορές, πέραν της γενικής αρμοδιότητάς τους επί διαφορών ουσίας και αυτό κατ επιταγήν του άρθρου 95 παρ. 3 του Συντάγματος. Η ειδική αυτή αρμοδιότητα των ΤΔΔ εξικνείται στην σε πρώτο βαθμό εκδίκαση υποθέσεων και η σε τελευταίο βαθμό εκδίκαση αυτών υπάγεται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ μέσω της άσκησης του ενδίκου μέσου της εφέσεως. Εν τούτοις, παρόλο που η γενική αρμοδιότητα των ΤΔΔ επί των ουσιαστικών διαφορών, η οποία πρέπει και ολοένα να διευρύνεται, υπακούει στις επιταγές του Κράτους Δικαίου, πρέπει να διαφυλαχθεί η γενική αρμοδιότητα επί ακυρωτικών διαφορών του ΣτΕ. Συνεπώς, παρόλη την υπαγωγή ορισμένων ακυρωτικών διαφορών στα ΤΔΔ συγκεκριμένα στο τριμελές ΔΕ- δεν πρέπει να αλλοιούται η γενική αρμοδιότητα των ΤΔΔ επί διαφορών 29 Δημητρόπουλος Α., Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους, τ. Β, Σάκκουλας, 2009 Αθήνα Κομοτηνή σελ 787. 16

ουσίας και η γενική αρμοδιότητα και ρόλος του ΣτΕ επί ακυρωτικών διαφορών προς διατήρηση της ισορροπίας της διοικητικής δικαιοσύνης. Στο παρόν σημείο κρίνεται σκόπιμη η παράθεση και ανάλυση των επί μέρους διαφορών ουσίας που υπάγονται στα ΤΔΔ. Με κριτήριο το αντικείμενο και το περιεχόμενο οι διαφορές ουσίες υπαγόμενες στα ΤΔΔ, διακρίνονται σε α) φορολογικές διαφορές, β) χρηματικές διαφορές, γ) λοιπές διαφορές. Οι φορολογικές φύσεως διαφορές απαριθμούνται στο άρθρο 1 του ΚΦΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 του Ν. 1805/1988) και είναι μεταξύ άλλων διαφορές που ανακύπτουν από τον καταλογισμό φόρων, δασμών, τελών, προστίμων και χρηματικών κυρώσεων καθώς και διαφορές από τη δημοτική και κοινοτική φορολογία 30. Στις χρηματικές διαφορές υπάγονται μεταξύ άλλων οι διαφορές με περιεχόμενο αξίωσης αποζημίωσης κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ πηγάζουσες από το Διοικητικό Δίκαιο και όχι από ιδιωτικές συμβάσεις. Εν παραδείγματι τέτοιες αξιώσεις για αποζημίωση είναι αυτές των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ αλλά και οι αξιώσεις σχετικά με τις μη δεδουλευμένες αποδοχές με βάση το άρθρο 29 παρ. 3 του Ν. 2721/1999. Οι λοιπές διαφορές είναι αυτές «που έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση ή την τροποποίηση ατομικής διοικητικής πράξης ή την ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας» 31. Μεταξύ άλλων είναι οι διαφορές σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση, την προστασία γενικά αναπήρων και θυμάτων πολέμου, αγωνιστών εθνικής αντίστασης. Επιπροσθέτως, είναι οι διαφορές σχετιζόμενες με τη νομοθεσία για τα μεταλλεία και τα ορυχεία (Ν. 1406/1983), με τη νομοθεσία για τα σήματα (Ν. 1406/1983, άρθρο 11) και το κύρος των εκλογών των οργάνων των ΟΤΑ (ΚΔΔ/μιας, άρθρο 244 και ΚΔΚ, άρθρο 64) καθώς και διαφορές σχετιζόμενες με την εφαρμογή του ΚΕΔΕ. Ως προς τη μεμονωμένη αρμοδιότητα καθενός τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, πρέπει να λεχθεί ότι η γενική πρωτοβάθμια αρμοδιότητα για την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Ήτοι «το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο είναι πρωτοδίκως αρμόδιο σε όλες τις περιπτώσεις που ο νόμος (ή το Σύνταγμα) δεν προβλέπει την αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου» 32. Αυτό ορίζεται ρητώς στο άρθρο 6 παρ. 1 του ΚΔΔ/μιας. Στο ίδιο άρθρο όμως στην παράγραφο 2 απαριθμώνται οι εξαιρέσεις του γενικού κανόνα αναφέροντας τις εξαιρούμενες διαφορές που υπάγονται στα λοιπά ΤΔΔ. `Επιπροσθέτως, όπως ελέχθη ανωτέρω, το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο είναι αρμόδιο και 30 Ν. 1406/1983 άρθρο 1. παρ. 2. 31 Σπηλιωτόπουλος Ε., ο. π., σελ 227. 32 Δαγτόγλου Π., ο. π., σελ 215. 17

επί των ακυρωτικών διαφορών που γεννώνται από ατομικές διοικητικές πράξεις κατ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών. Οι εν λόγω αποφάσεις είναι έκκλητες με το ένδικο μέσο της εφέσεως ενώπιον του ΣτΕ. Το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση χρηματικών διαφορών μέχρις ορισμένου ποσού αλλά και για την εκδίκαση ανακοπών κατά πράξεων που εκδίδονται στα πλαίσια διοικητικής εκτελέσεως και την εκδίκαση αμφισβητήσεων σχετικών με τη διαδικασία διοικητικής εκτέλεσης, που αφορούν τον ορισμό ή την αντικατάσταση μεσεγγυούχου ή φύλακα και εν γένει τη μεσεγγύηση ή τη φύλαξη κινητών ή ακίνητων, ή την εκκαθάριση ή τον προσδιορισμό των εξόδων και των δικαιωμάτων της εκτέλεσης καθώς και την εκδίκαση προσφυγής κατά πρωτοκόλλου επιβολής αποζημιώσεως λόγω ανοικοδομήσεως εντός δασών ή αναδασωτέων εκτάσεων. Αναφορικά με το τριμελές διοικητικό εφετείο, αυτό έχει δευτεροβάθμια αρμοδιότητα, είναι δηλαδή αρμόδιο για την εκδίκαση εφέσεων κατά των αποφάσεων των τριμελών διοικητικών πρωτοδικείων 33 εκτός αν δια νόμου οι αποφάσεις είναι ανέκκλητες ή ανατίθεται η σε δεύτερο βαθμό εκδίκαση της υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο. Σχετικά με το μονομελές διοικητικό εφετείο έχει εξαιρετική δευτεροβάθμια αρμοδιότητα επί αποφάσεων του μονομελούς πρωτοδικείου επί αγωγής και προσφυγής αλλά και επί εφέσεων κατά αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων 34. Άξιο σημείο μνείας αποτελεί η ανάθεση ακυρωτικών διαφορών με περιεχόμενο ατομικές πράξεις - στην αρμοδιότητα του τριμελούς ΔΕ όπως ρητά κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Ν. 705/1977, έπειτα από υπαγόρευση του άρθρου 95 παρ. 3 του Συντάγματος.. Αρμόδιο για την δευτεροβάθμια εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων είναι το ΣτΕ κατά το άρθρο 5 του Ν. 705/1977. 33 ΚΔΔ/μιας, άρθρα 6 παρ. 6 εδ. Α, και 218 παρ 1 εδ. α. 34 ΚΔΔ/μιας, άρθρο 6 παρ. 6. 18

4. Η ΚΑΘ ΥΛΗΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ Η έννοια της αρμοδιότητας αποτελεί στενότερη έννοια αυτής της δικαιοδοσίας. Αρμοδιότητα συνιστά την «ειδικότερη εξουσία κάθε πολιτικού δικαστηρίου να εκδικάζει μια υπόθεση, να παρέχει δηλαδή δικαστική προστασία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η διαφορά της δικαιοδοσίας από την αρμοδιότητα δεν είναι ποιοτική αλλά ποσοτική.» 35. Η έννοια της αρμοδιότητας εμπεριέχει δύο επί μέρους συνιστώσες, ήτοι την καθ ύλην αρμοδιότητα και την κατά τόπο αρμοδιότητα, επί τη βάσει των οποίων κρίνεται κάθε φορά αν έκαστο δικαστήριο είναι αρμόδιο και καθ ύλην και κατά τόπον να εκδικάσει και να επιληφθεί της συγκεκριμένης υποθέσεως. Η υλική αρμοδιότητα καθορίζει ποιο δικαστήριο, από εκείνα που βρίσκονται στην ίδια περιφέρεια, είναι αρμόδιο να επιληφθεί για πρώτη φορά μιας υπόθεσης με κριτήριο και άξονα απάντησης το περιεχόμενο και το αντικείμενο της εκάστοτε υπόθεσης. Εν προκειμένω ο διαχωρισμός των διοικητικών δικαστηρίων επί τη βάσει της καθ ύλην αρμοδιότητας γίνεται με το κριτήριο του βαθμού δικαιοδοσίας τους. Η επί μέρους αρμοδιότητα των ΤΔΔ αναλύθηκε επαρκώς ανωτέρω. Σχετικά με την κατά τόπο αρμοδιότητα, αυτή είναι «η έννοια που σηματοδοτεί τη σχέση του διάδικου ή της υποθέσεως με ένα συγκεκριμένο, από πλευράς του τόπου της έδρας του, δικαστήριο» 36. Δηλαδή, ποιο από όλα τα δικαστήρια που εντοπίζονται στην ελληνική επικράτεια είναι αρμόδιο από γεωγραφικής άποψης να επιληφθεί μιας υπόθεσης. Ευλόγως, δεν προκύπτει ζήτημα τοπικής αρμοδιότητας του ΣτΕ και του ΕΣ καθόσον αυτό σταθερά παραμένει στην πρωτεύουσα της χώρας. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με τα ΤΔΔ, η σύσταση και παρουσία των οποίων εντοπίζεται σε όλη την επικράτεια της χώρας και αυτό είναι προσαρμοσμένο στο θεμελιώδες δικαίωμα της δικαστικής προστασίας του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν εντοπίζονται ΤΔΔ σε όλες τις ελληνικές περιφέρειες, ακόμα και σε απομακρυσμένες, και τίθεται το ερώτημα ποιο απ όλα αυτά γεωγραφικά είναι αρμόδιο. Ο ΚΔΔ/μιας δίνει επαρκείς απαντήσεις στο άρθρο 7 κατά τις οποίες, αν δεν προκύπτουν αντίθετες διατάξεις, ισχύουν τα εξής: εν περιπτώσει διαφορών από διοικητικές πράξεις ή παράλειψης έκδοσης διοικητικής πράξης, ορίζεται αρμόδιο το δικαστήριο της έδρας της εκάστοτε εκδίδουσας 35 Κλάμαρης Ν., Κουσούλης Σ., Πανταζόπουλος Σ., ο.π., σελ 265. 36 Κλάμαρης Ν., Κουσούλης Σ., Πανταζόπουλος Σ., ο.π., σελ 265. 19

αρχής με εξαίρεση όμως τις διαφορές που σχετίζονται με τα όρια των Δήμων και Κοινοτήτων και τις διαφορές προκύπτουσες από τον ΟΓΑ (άρθρο7 παρ. 2) Σχετικά με τον ΚΕΔΕ οι διαφορές που προκύπτουν ρυθμίζοντα στο άρθρο 218 παρ. 2 ΚΔΔ/μιας και αναφορικά με τις δημοτικές ή κοινοτικές εκλογές η τοπική αρμοδιότητα ρυθμίζεται στο άρθρο 245 παρ. 2 του ΚΔΔ/μιας. Ως προς το σημαίνον ζήτημα της ύπαρξης δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας το άρθρο 12 παρ. 1 του ΚΔΔ/μιας ορίζει ρητώς ότι αυτές εξετάζονται αυτεπαγγέλτως. Κατά την ίδια παράγραφο του ίδιου άρθρου, αν το δικαστήριο διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του, ήτοι η υπόθεση υπάγεται στα πολιτικά ή ποινικά δικαστήρια, απορρίπτει στο σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο. Αν όμως διαπιστώσει ότι αυτή υπάγεται στο ΣτΕ, στο ΕΣ ή σε άλλο τακτικό διοικητικό δικαστήριο, παραπέμπει το ένδικο βοήθημα ή μέσο στο αρμόδιο δικαστήριο. Όταν το παραπέμψει η απόφαση είναι υποχρεωτική για το ισόβαθμο ή κατώτερο δικαστήριο. Σχετικά με την απόφαση για παραπομπή η παράγραφος 3 ορίζει ότι αν είναι του πρωτοδικείου ή του εφετείου δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικο μέσο και η παράγραφος 4 υπογραμμίζει ότι η απόφαση δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για τον λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου με ελάσσονα σύνθεση. Σχετικά τώρα με την αναρμοδιότητα των ΔΕ ως προς την εκδίκαση ακυρωτικών πράξεων ανατιθέμενων από τον Ν. 702/1977, το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι αν το διοικητικό εφετείο κρίνει ότι η αίτηση ακυρώσεως δεν είναι κατά το άρθρο 1 υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του ΔΕ, παραπέμπει αυτή το δικαστήριο αυτό την υπόθεση στο ΣτΕ το οποίο αποφασίζει περί της αρμοδιότητας και δύναται είτε να την αναπέμψει είτε να τη δικάσει κατ ουσίαν. 20

5. Η ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ 5.1 Αίτηση Ακυρώσεως «Η αίτηση ακυρώσεως είναι το ένδικο βοήθημα, το οποίο ασκείται με ορισμένες προϋποθέσεις στο ΣτΕ ή στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο που έχει αποκτήσει ειδική αρμοδιότητα και με το οποίο επιδιώκεται η παροχή δικαστικής προστασίας με την εξαφάνιση μιας διοικητικής πράξης, για ορισμένους λόγους που ανάγονται στην εξωτερική ή εσωτερική νομιμότητάς της.» 37. Εμφαίνεται, λοιπόν, ότι το εν λόγω ένδικο βοήθημα εισάγει ακυρωτική διαφορά και χωρεί κατά διοικητικών πράξεων. Σκοπός του δεν είναι η τροποποίηση της διοικητικής πράξης αλλά η ακύρωσή της, ήτοι το επιλαμβανόμενο δεν υπεισέρχεται στην ουσία των πραγματικών περιστατικών, αλλά ο ρόλος του εξικνείται στην εξέτασή του κατά πόσο η συγκεκριμένη πράξη κατά την έκδοση και εκτέλεσή της πληροί ορισμένα εσωτερικά και εξωτερικά νομικά στοιχεία. Σημειωτέον δε ότι η αίτηση ακυρώσεως ρυθμίζεται διεξοδικά από τα άρθρα 45 52Α του π.δ 18/1989. Ωστόσο, η ενεργητική νομιμοποίηση του διοικούμενου προς άσκηση του εν λόγω ένδικου βοηθήματος πρέπει να πληροί ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις για να είναι παραδεκτή και ως εκ τούτου να μπορέσει το ένδικο βοήθημα που άσκησε να εξετασθεί. Οι γενικές προϋποθέσεις είναι η ικανότητα δικαίου και η ικανότητα για δικαστική συμπαράσταση. Οι ειδικές αυτές προϋποθέσεις διακρίνονται σε υποκειμενικές και σε αντικειμενικές. Οι υποκειμενικές προϋποθέσεις αναφέρονται στο πρόσωπο του αιτούντα και στις ενέργειές του και είναι α) η ύπαρξη έννομου συμφέροντος το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, προσωπικό και ενεστώς, β) η τήρηση ορισμένης προθεσμίας 38 και γ) η άσκηση της τυχόν προβλεπόμενης ενδικοφανούς προσφυγής 39. Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις αναφέρονται στην προσβαλλόμενη πράξη και στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου και σε αυτές περιλαμβάνονται η φύση της προσβαλλόμενης πράξης και η έλλειψη παράλληλης προσφυγής. Τώρα ως προς τους λόγους ακυρώσεως, ήτοι τα νομικά ελαττώματα της διοικητικής πράξης η διαπίστωση των οποίων επιφέρει την ακύρωση αυτή, η διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος αρκείται στην αναφορά δύο λόγων : την υπέρβαση εξουσίας και την παράβαση νόμου. Το άρθρο 48 του Δ/τος 18/1989 συμπληρώνει ως λόγους ακυρότητας α) 37 Σπηλιωτόπουλος Ε., ο. π., σελ 78. 38 Δ/μα 18/1989, άρθρο 46. 39 Δ/μα 18/1989, άρθρο 47. 21

την αναρμοδιότητα της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την πράξη, β) την παράβαση ουσιώδους τύπου που έχει ταχθεί για την ενέργεια της πράξης, γ) την παράβαση κατ ουσίαν διάταξης νόμου και δ) την κατάχρηση εξουσίας. 5.2 Η Προσφυγή «Η προσφυγή αποτελεί το ένδικο βοήθημα με το οποίο ζητείται η άσκηση ουσιαστικού ελέγχου διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως από τα διοικητικά δικαστήρια.». Στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια η προσφυγή αποτελεί το κανονικό ένδικο βοήθημα και η αίτηση ακυρώσεως την εξαίρεση, ενώ στο ΣτΕ συμβαίνει το αντίθετο: είναι το κατ εξοχήν ακυρωτικό δικαστήριο και κατ εξαίρεση εκδικάζει προσφυγές, προπάντων τις υπαλληλικές προσφυγές που θα εξετασθούν κατωτέρω 40. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση υπεισέρχεται στην αλήθεια και ουσία των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων εξεδόθη η διοικητική πράξη με σκοπό την όλη ή μερική τροποποίηση ή ακύρωσή της. Η προσφυγή ρυθμίζεται διεξοδικά από τα άρθρα 63-70 του ΚΔΔ/μιας και εμφανίζει ως ειδικές προϋποθέσεις παραδεκτού α) το έννομο συμφέρον 41 και εδώ ενεστώς, προσωπικό άμεσο, β) προθεσμία 42 γ) χαρακτήρας προσβαλλόμενης πράξης και δ) τυχόν άσκηση προηγούμενης ενδικοφανούς προσφυγής. 5.3 Η Αγωγή Είναι ένδικο βοήθημα που ασκείται στα ΤΔΔ και ρυθμίζεται από τα άρθρα 71 78 του ΚΔΔ/μιας. Αντικείμενο της αγωγής είναι χρηματική διαφορά και οι προϋποθέσεις παραδεκτού της άσκησής της αρκούνται στην ύπαρξη έννομου συμφέροντος και την εξάντληση από ειδικές διατάξεις ενδεχομένου χρηματικής ικανοποίησης του διοικούμενου από την Διοίκηση. Προθεσμία άσκησης της αγωγής δεν ορίζεται αλλά είναι εύλογο η αγωγή να ασκείται στο χρονικό πλαίσιο ενέργειας της επίδικης αξίωσης, ειδάλλως θα απορριφθεί ως αβάσιμη αφού θα εκλείψει ο λόγος ύπαρξής της, ήτοι η αξίωση. 40 Δαγτόγλου Π., ο. π., σελ 565. 41 ΚΔΔ/μιας, άρθρο 64 παρ. 1 εδ. α. 42 ΚΔΔ/μιας, άρθρο 66. 22

5.4 Υπαλληλική προσφυγή Η υπαλληλική προσφυγή ασκείται στο ΣτΕ και μνημονεύεται στο άρθρο 103 του Συντάγματος. Οι ειδικές προϋποθέσεις άσκησής της συνίστανται στην προθεσμία ασκήσεώς της που είναι εξήντα μέρες, στο έννομο συμφέρον και στο είδος της προσβαλλόμενης πράξης ως πράξη της διοίκησης η οποία μπορεί να είναι τόσο ατομικό όσο και κανονιστική. Επειδή τόσο το Σύνταγμα όσο και ο νόμος σιωπούν ως προς τους λόγους παραδεκτού της άσκησης υπαλληλικής προσφυγής μπορούν να αναφερθούν λόγοι που να αναφέρονται τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική νομιμότητα της πράξης και στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Τόσο η ανακοπή για διαφορές του ΚΕΔΕ όσο και η άσκηση ενστάσεων για διαφορές από δημοτικές ή κοινοτικές εκλογές ρυθμίζονται και αυτές από τον ΚΔΔ/μιας. 23

6. Η ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ 6. 1 Η Αίτηση Αναιρέσεως «Η αίτηση αναιρέσεως είναι το ένδικο μέσο που ασκείται στο ΣτΕ, με το οποίο επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας, από άποψη ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, μιας τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου» 43. Κατοχυρώνεται στο άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος και ρυθμίζεται από τα άρθρα 53 57 του Δ/τος 18/1989. Οι προϋποθέσεις άσκησης του εν λόγω ένδικου μέσου είναι οι γενικές που αναφέρθησαν ήδη στην αίτηση ακυρώσεως αλλά και ειδικές όπως : το έννομο συμφέρον, η προθεσμία και η ύπαρξη οριστικής και τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου κατά της οποίας άλλωστε και στρέφεται η αίτηση αναιρέσεως. Το άρθρο 56 του Δ/τος 18/1989 απαριθμεί τους λόγους αναιρέσεως και είναι οι εξής : α) υπέρβαση καθηκόντων ή καθ ύλην αναρμοδιότητα του διοικητικού δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, β) μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεσή του, γ) παράβαση ουσιώδους τύπου διαδικασίας, δ) εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου που διέπει την επίδικη σχέση και ε) η ύπαρξη δύο ή περισσότερων τελεσίδικων αποφάσεων που είναι αντιφατικές μεταξύ τους στην ίδια υπόθεση και για τους δύο διαδίκους. 6.2 Η Έφεση 6.2.α Στο Συμβούλιο της Επικρατείας Ρυθμίζεται από τα άρθρα 58 67 του Δ/τος 18/1989 και κατά την έφεση υπόκειται ενώπιον του ΣτΕ η οριστική απόφαση του διοικητικού εφετείου, η οποία εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 702/1977, επί αιτήσεως ακυρώσεως ή τριτανακοπής. Ορίζεται επίσης στο άρθρο 59 του Δ/τος 18/1989 το ανεπίτρεπτο της άσκησης της δεύτερης εφέσεως από τον ίδιο διάδικο. Ως λόγοι εφέσεως το άρθρο 64 κάνει λόγο για σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης. Το άρθρο 65 αναφέρεται στο ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως 43 Σπηλιωτόπουλος Ε., ο. π., σελ 147. 24

κατά το οποίο με βάση το άρθρο 52 του Δ/τος μπορεί να διαταχθεί αναστολή της διοικητικής πράξης που είχε προσβληθεί για ακύρωση. 6.2.β Στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια Ρυθμίζεται από τα άρθρα 92 100 του ΚΔΔ/μιας και βάσει του άρθρου 92 παρ. 1 του ΚΔΔ/μιας ασκείται κατά αποφάσεων εκδιδόμενες σε πρώτο βαθμό. Η δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου απαριθμεί ορισμένες αποφάσεις οι οποίες είναι ανέκκλητες ενώ η τέταρτη παράγραφος επιτρέπει την έφεση κατά ορισμένων αποφάσεων ανεξαρτήτως ποσού. Η προθεσμία άσκησής της ορίζεται σε 60 ημέρες και ρυθμίζεται από το άρθρο 94 του ΚΔΔ/μιας. Κατά το άρθρο 95 του ΚΔΔ/μιας ως λόγος εφέσεως δύναται να αποτελέσει κάθε νομικό ή πραγματικό σφάλμα της απόφασης και κάθε παράλειψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως όσα είχε υποχρέωση. 25

7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Από την ανωτέρω ανάλυση καταδεικνύεται ότι το ατομικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, «θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα με δικονομικό περιεχόμενο ελευθέρας προσβάσεως του πολίτη στα δικαστήρια, που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές με λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» πραγματώνεται και μέσα στο πλαίσιο της διοικητικής δικαιοσύνης. Ο διοικούμενος έχει κάθε δικαίωμα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του και να άρει οιεσδήποτε κακοδικίες που συντρέχουν στο πρόσωπό του στο βαθμό και στα όρια που του επιτρέπουν το Σύνταγμα και οι σχετικοί νόμοι. Ως προς το περιεχόμενο της άνωθεν ανάπτυξης, αυτό οδηγεί σε ορισμένες διαπιστώσεις. Κατά πρώτον αποδείχθηκε ανωτέρω, στο μέτρο του εφικτού μιας εργασίας, ότι η δικαστική προστασία, που παρέχεται στον διοικούμενο στην περίπτωση της διαφοράς ουσίας, είναι πληρέστερη από την παρεχόμενη δικαστική προστασία στην περίπτωση της ακυρωτικής διαφοράς. Και αυτό, διότι στην περίπτωση της διαφοράς ουσίας ερευνάται και η ουσία της υπόθεσης, ήτοι το δικαστήριο εξετάζει και εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά, παρέχεται, συνεπώς, προστασία όχι μόνο κατά παράνομων διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων, αλλά και κατά άλλων ενεργειών της Διοίκησης και τέλος, τα μέσα αποκατάστασης της ζημιωθείσας θέσης του διοικουμένου δεν εξικνούνται απλώς και μόνον στην ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, αλλά και στην τροποποίηση της διοικητικής πράξης, καθώς και στην επιδίκαση ορισμένου χρηματικού ποσού. Κατά δεύτερον, αποδείχθηκε ότι η τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, τελειοποίησε και ολοκλήρωσε το θεσμό της διοικητικής δικαιοσύνης, αφού προσαυξήθηκε ο αριθμός των αρμοδιοτήτων των διοικητικών δικαστηρίων και αποσαφηνίστηκε ο χαρακτήρας και ρόλος των ΤΔΔ και του ΣτΕ. Ως προς την ακυρωτική διαδικασία, πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει το ΣτΕ επιφορτισμένο με γενική δικαιοδοσία επίλυσης ακυρωτικών διαφορών με το Σύνταγμα να αφιερώνει ολόκληρο το άρθρο 95 - εξαιρουμένης της ειδικής δικαιοδοσίας των ΤΔΔ. Τα δε ΤΔΔ απολαμβάνουν γενικής δικαιοδοσίας ως προς τις διαφορές ουσίας, εξαιρουμένων ορισμένων περιπτώσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΣτΕ και ρυθμίζονται ρητά από το Σύνταγμα, με το Ελεγκτικό Συνέδριο να διαδραματίζει ακέραια τον ρόλο του ελεγκτή του Κράτους. 26

Σημείο άξιο μνείας και επισήμανσης συνιστά το άρθρο 94 του Συντάγματος σχετικά με το αναθεωρημένο περιεχόμενό του κατά το οποίο ορίζεται επιφύλαξη υπέρ του νόμου αναφορικά με τον καθορισμό της έννοιας της ιδιωτικής και διοικητικής διαφοράς. Ο θεσμός της διοικητικής δικαιοσύνης, λοιπόν, φαντάζει να αποσαφηνίζεται και να μορφοποιείται κατά τρόπο ομοιόμορφο και τελειοποιημένο, έπειτα από μια μακρόχρονη πορεία σκεπτικισμού. Ο διοικούμενος, φέροντας το κεκτημένο δικαίωμά του για δικαστική προστασία, τυγχάνει μιας πλήρους δικαστικής αντιμετώπισης και έτσι πραγματώνεται το εν λόγω δικαίωμά του κατά τρόπο ακώλυτο και σύννομο. 27

8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΗΓΕΣ Βιβλιογραφία 1. Γεωργόπουλου Κ.Λ., Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2001 Αθήνα 2. Δαγτόγλου Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 5 η έκδ., Σάκκουλας, 2011 Αθήνα Κομοτηνή. 3. Δημητρόπουλος Α., Γενική Συνταγματική Θεωρία, τ. Α, Σάκκουλας, 2004 Αθήνα Κομοτηνή. 4. Δημητρόπουλος Α., Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους, τ. Β, Σάκκουλας, 2009 Αθήνα Κομοτηνή. 5. Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, 2 η εκδ., Σάκκουλας, 2008 Αθήνα Κομοτηνή. 6. Κλάμαρης Ν., Κουσούλης Σ., Πανταζόπουλος Σ., Πολιτική Δικονομία : Οργανισμός Δικαστηρίων Γενική Εισαγωγή και Διαδικασία στα πρωτοβάθμια Δικαστήρια Απόδειξη, Σάκκουλας, 2012 Αθήνα - Κομοτηνή 7. Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, τ. Α, Θέμις, 2012 Αθήνα 8. Παπαγεωργίου Κ., Δίκαιο και Δικαιοσύνη, Εισαγωγικές σημειώσεις και βιβλιογραφικές υποδείξεις φιλοσοφίας του δικαίου, 2011/2012 9. Πικραμένος Μ., Τα κριτήρια της Νομολογίας του ΑΕΔ και Συμβουλίου της Επικρατείας για διάκριση Ιδιωτικών Διοικητικών Διαφορών. 10. Σοϊλεντάκης Ν., Η Διοικητική Δικαιοσύνη Μετά το Σύνταγμα του 1975, Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών, 1986 Αθήνα. 11. Σούρλας Π., Μια εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου, Σάκκουλας, 1995 Αθήνα Κομοτηνή. 28

12. Σπηλιωτόπουλος Ε. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τ. Β, 14 η εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη, 2011 Αθήνα. Διαδικτυακές Πηγές 1. http://www.elsyn.gr/elsyn/root.jsp 2. http://books.google.gr/books?id=nq 3. http://www.katraslaw.gr/ki/2010-04-19-18-54-42/250-2011-01-17-20-22-58 29