Τ Α ΧΤΑΠΟΔΑΚΙΑ Μ. Καραγάτσης ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ Το διήγημα είναι παρμένο από τη συλλογή διηγημάτων «Το νερό της βροχής», η οποία δημοσιεύτηκε το 1950. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ α. Νοηματική απόδοση Είναι χειμώνας και οι νοτιάδες φέρνουν σύννεφα. Όμως ο ήλιος ρίχνει που και που το χρυσαφένιο φως του στο μικρό λιμάνι. Το βράδυ ο καιρός χάλαγε πάλι, οι γλάροι πετούσαν χαμηλά, τα σύννεφα ξανάρχονταν μεγαλώνοντας το σκοτάδι. Ενας άσχημος γέρος, ο Παναγιωτάκης, χτυπημένος και μεθυσμένος, μπαίνει σε ένα λαϊκό στέκι. Χαιρέτησε τις δύο παρέες που υπήρχαν εκεί και έπιασε συζήτηση με το μαγαζάτορα. Ο γέρος ήπιε δυο ποτήρια ούζο και κέρασε την παρέα στο μαγαζί. Η παρέα απέκρουσε το κέρασμά του, όμως η επιμονή του γέρου παραλίγο να οδηγήσει σε παρεξήγηση. Τελικά μεσολάβησε ο ταβερνιάρης και έδιωξε το γέρο από το μαγαζί. Όμως ο Παναγιωτάκης δεν ήθελε να φύγει. Προσπάθησε να πείσει τον ταβερνιάρη να του φτιάξει τα χταποδάκια, αλλά μάταια. Προσπάθησε να ανοίξει συζήτηση με μια παρέα, όμως προσέβαλλε έναν από την παρέα, τον υποπλοίαρχο, και τελικά κάποιος οξύθυμος τον έβγαλε έξω από το μαγαζί. Σε λίγο ο Παναγιωτάκης προσπάθησε να ξαναμπεί στο μαγαζί, όμως με φωνές και με βρισιές τον έδιωξαν. Το μόνο που ήθελε, ήταν να φάει τα χταποδάκια του συντροφιά με άλλους, σαν άνθρωπος. Όμως η κακία των άλλων ανθρώπων δεν τον άφησε... Ο Παναγιωτάκης απογοητεύτηκε τελείως με τη συμπεριφορά των ανθρώπων, βγήκε έξω και κάθησε για λίγο με σκυφτό το κεφάλι στο σκαλοπάτι β. Ερμηνευτικά Γλωσσικά σχόλια 1. το όντις: πράγματι.
2. ο Αστέρας: ο Αποσπερίτης. 3. μπιτζάροντας: γέρνοντας αριστερά και δεξιά (ακριβώς όπως καράβι). 4. τραμπάκουλο: μικρό και πλατύ ιστιοφόρο σκάφος. 5. σοροκάδα: κύματα που προκαλούν νότιοι και δυτικοί άνεμοι. 6. ερίφης: άνθρωπος. 7. μπερντάχι: ξυλοδαρμός. 8. γινομένος: μεθυσμένος, φτιαγμένος. 9. σερτικός: νευρικός. 10. ποσώς: καθόλου. 11. θαραπάηκαν: ευχαριστήθηκαν. 12. λακριντί: συνομιλία. 13. ένεκα που: επειδή. 14. κόβε λόγια και στρι: σταμάτα τη συζήτηση και φύγε. 15. τον πάσα τυχών: τον καθένα. 16. κάνω το κομμάτι μου: κάνω επίδειξη. 17. εξ ου: απ αυτήν την αιτία. 18. ντερμπεντέρης: αλήτης. 19. φουβού: φουφού, ψησταριά. 20. τσαμπούκ: γρήγορα. 21. κουτσαβάκικο: μάγκικα. 22. μπεχλιβάνικο: όπως έκαναν οι μπεχλιβάνηδες (παλαιστές). 23. κάνεις τον κάργα: παριστάνεις το σπουδαίο. 24. ψοφοδεής: κακομοίρης, δειλός. 25. μετρονόμιο: όργανο που χρησιμοποιούν οι πιανίστες. 26. όστρια: άνεμος νότιος. Πραγματολογικά Ιδεολογικά Πολιτιστικά σχόλια 1. Το θέμα του διηγήματος:
Το θέμα του διηγήματος είναι η μοναξιά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος από τη φύση του επιδιώκει την επικοινωνία με τους συνανθρώπους του. Είναι ον κοινωνικό και δεν μπορεί να ζήσει ούτε στιγμή μόνος του. Αυτό ισχύει για κάθε άνθρωπο, ισχύει και για τον Παναγιωτάκη του διηγήματος. Το χταποδάκι και τα κεράσματα είναι η αφορμή για να πετύχει την επικοινωνία με τους συνανθρώπους του. 2. Η ανθρώπινη κακία: Το περιβάλλον στην ταβέρνα αντιμετωπίζει τον Παναγιωτάκη εχθρικά, με αδιαφορία, περιφρόνηση και σκληρότητα. Ίσως επειδή ήταν μέθυσος, ίσως επειδή η ζωή τον είχε ρίξει στο περιθώριο. Όλοι τον αποφεύγουν σα λεπρό. Ο Παναγιωτάκης δεν είναι κακός, το αντίθετο μάλιστα, αγαπά τους ανθρώπους και επιδιώκει την επικοινωνία μαζί τους. Όμως οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν εχθρικά όποιον διαφέρει απ αυτούς, όποιον παρουσιάζει κάποιο μειονέκτημα που τον φέρνει σε κατώτερη κοινωνική θέση. Τα θύματα αυτής της εχθρότητας δεν είναι μόνο οι μέθυσοι, σήμερα είναι και οι φορείς του AIDS, οι τσιγγάνοι, οι ξένοι και γενικά, κάθε άτομο, η κατηγορία του πληθυσμού που φαίνεται να μειονεκτεί. Η εξήγηση είναι απλή. Η καταδίκη όσων μειονεκτούν δίνουν στο «μέσο ανθρωπάκο» ένα αίσθημα ανωτερότητας. Τον βοηθά να ξεπεράσει τα συμπλέγματα κατωτερότητας που στην πραγματικότητα αισθάνεται. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται κοινωνικός ρατσισμός. ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Νοηματικές ενότητες/επιμέρους πλαγιότιτλοι Το διήγημα αποτελείται από έξι ενότητες: 1η ενότητα: «Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα... που σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου»: Περιγραφή των καιρικών συνθηκών. 2η ενότητα: «Έτσι λοιπόν... και θάβουν τον»: Ο ερχομός του Παναγιωτάκη στην ταβέρνα.
3η ενότητα: «Ακούμπησε το στράτσο... στο μαγαζί μου!» :Το κέρασμα από τον Παναγιωτάκη και η παρεξήγηση. 4η ενότητα: «Σα ν αποφάσισε... να πιω ένα κρασί;»: Ο Παναγιωτάκης προσπαθεί νο πείσει τον ταβερνιάρη να του φτιάξει τα χταποδάκια. 5η ενότητα: «Αργά κατάλαβε... κακία ανθρώπινη»: Πετούν τον Παναγιωτάκη έξω από το μαγαζί - η ανθρώπινη κακία. 6η ενότητα: «Τότε, κατάλαβε... Σαν άνθρωπος ακριβώς»: Η απογοήτευση του Παναγιωτάκη και η φυγή. ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 1. Νατουραλισμός: Ο συγγραφέας ακολουθεί την τεχνοτροπία του νατουραλισμού. Το διήγημα παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νατουραλισμού. α) Το περιβάλλον και οι άνθρωποι έχουν προέλευση λαϊκή και παρουσιάζονται χωρίς εξωραϊσμούς, όπως ακριβώς είναι. Η συμπεριφορά τους καθορίζεται και διαμορφώνεται από τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν. β) Η γλώσσα είναι λαϊκή με στοιχεία αργκό. Είναι δηλαδή η γλώσσα που χρησιμοποιείται από λαϊκούς ανθρώπους στις ταβέρνες. Επίσης, η καταγραφή των γεγονότων είναι ακριβής και λεπτομερειακή. γ) Μέσα από την περιγραφή των καταστάσεων, οι οποίες παρουσιάζονται χωρίς εξωραϊσμούς, αναπτύσσεται κοινωνικός προβληματισμός. δ) Τονίζεται η αρνητική πλευρά της ζωής, η σκληρότητα και η μοναξιά, η κακία και η εχθρότητα. 2. Περιγραφή: Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή της φύσης, στην οποία επικρατεί μια ταραχή που ταιριάζει στην ατμόσφαιρα του διηγήματος. 3. Η γλώσσα:
Η γλώσσα του διηγήματος είναι λαϊκή με πολλά στοιχεία «αργκό». Παράδειγμα αποτελεί οι εκφράσεις «κόβε λόγια και στριβε! Πολύ ψείρα μας γίνηκες!» Ταυτόχρονα, ο Παναγιωτάκης χρησιμοποιεί εκφράσεις λόγιες -«Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις» κ.λπ. - προσπαθεί να δείξει ανωτερότητα, όμως αποτυχαίνει. α) το κοινωνικό περιβάλλον του διηγήματος και β) τα μέσα με τα οποία ο συγγραφέας το αποδίδει. α) Το κοινωνικό περιβάλλον: Το διήγημα εκτυλίσσεται σε περιβάλλον λαϊκό. Η ταβέρνα είναι μια τυχαία λαϊκή ταβέρνα και οι θαμώνες είναι απλοί άνθρωποι «του λαού». β) Τα μέσα: Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί γλώσσα λαϊκή και εκφράσεις από την αργκό, τέτοιες που χρησιμοποιούσαν παρόμοια άτομα στις ταβέρνες. Για παράδειγμα, για την περιγραφή του πρωταγωνιστή και της συμπεριφοράς του, χρησιμοποιούνται λέξεις όπως «ο λεγάμενος», «ο ερίφης», «κακοσούσουμος», «κουτρουβάλα», «μπερντάχι», «του αλατιού τον είχαν καμωμένο». Ο ήρωας του διηγήματος προσπαθεί να χρησιμοποιήσει λόγιες εκφράσεις (τις οποίες, επειδή δεν τις ξέρει, τις παραφθείρει); Ο Παναγιωτάκης χρησιμοποιεί εκφράσεις λόγιες, όπως: «εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις», «περικαλώ κύριος» κ.ά. Όμως, επειδή δεν τις γνωρίζει καλά, τις παραφθείρει. Η συμπεριφορά του ερμηνεύεται εύκολα: προσπαθεί να δείξει στους άλλους ανθρώπους ότι δεν είναι κανένας αλήτης ή κακοποιός. Αντίθετα, είναι ευγενικός, καλός, καθωσπρέπει. Μ αυτόν τον τρόπο πιστεύει ότι, παρά το μεθύσι του, οι άλλοι θαμώνες της ταβέρνας θα τον δεχτούν στην παρέα τους. Η εκτίμηση και η παρέα τους είναι το μόνο που θέλει να πετύχει. Το κύριο συναίσθημα που διακατέχει τον ήρωα και καθορίζει τη συμπεριφορά του;
Ο Παναγιωτάκης είναι μέθυσος και περιθωριακός. Κανείς δεν επιθυμεί την παρέα του, ούτε καν η γυναίκα του, η Ευταλία. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν έχει ούτε έναν άνθρωπο να μιλήσει, να πει τον πόνο του, να ανταλλάξει δυο φιλικές κουβέντες. Η σκληρότητα που δείχνει το περιβάλλον του τον γεμίζει μοναξιά και απογοήτευση. Η μοναξιά είναι το κύριο συναίσθημα που διακατέχει τον ήρωα και καθορίζει τη συμπεριφορά του. Η στάση του συγγραφέα απέναντι στον ήρωά του. Ο συγγραφέας προσπαθεί να παρουσιάσει τα γεγονότα από κάποια απόσταση, αντικειμενικά. Όμως είναι φανερή η συμπάθειά ταυ προς τον ήρωα, τον Παναγιωτάκη. Λέει ότι χαιρετάει πολύ εγκάρδια. Κι ακόμη, είναι άνθρωπος κοινωνικός, πολύ συσχετικός, η μουγκαμάρα και η περισυλλογή ποσώς δεν του επήγαιναν», «κερνάει την άλλη παρέα, ήθελε να ψήσουν τα χταποδάκια και να τα φάνε» όλοι μαζί. Η «μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν», ο Παναγιωτάκης είναι γεμάτος από «φιλειρηνικά αισθήματα». Όλες οι παραπάνω εκφράσεις, οι οποίες περιγράφουν τον Παναγιωτάκη και παρουσιάζουν την επιθυμία του να έχει λίγη παρέα, «σαν άνθρωπος», φανερώνουν τη συμπάθεια του συγγραφέα προς το πρόσωπο αυτό. Βέβαια, μερικές φορές ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εκφράσεις και χαρακτηρισμούς αρνητικούς. Χαρακτηρίζει τον Παναγιωτάκη «αναιδή» και «αλιτήριο», όμως αυτές οι εκφράσεις αποδίδουν περισσότερο την αντιμετώπιση του Παναγιωτάκη από τους άλλους θαμώνες της ταβέρνας, τους «καθωσπρέπει» ανθρώπους. Αυτοί περιφρονούσαν τελείως τον μεθυσμένο και κακόμοιρο συνάνθρωπό τους.