ΔΙΚΑΙΟ ΜΜΕ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Π. ΜΑΝΙΑΤΗΣ 2016

Σχετικά έγγραφα
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

Μεταφέρεται από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία η εκδίκαση των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας.

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

ΓΕΔΔ_ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ_001_ΑδικηματαΠ

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

2. Το Π.Δ. 81/2002 (ΦΕΚ Α 57) περί συγχωνεύσεως των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

ΤΟΜΕΑΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Υπεύθυνη δήλωση σχετικά με τα κριτήρια αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

θέμα: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ Α. Εισαγωγή -λόγοι δημιουργίας ΑΔΑ -οι ΑΔΑ πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Ενότητα 8 η : Η Βουλή

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Εισαγωγή στο ίκαιο των Πληροφοριακών Συστημάτων, των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και του ιαδικτύου Α.Μ Χριστίνα Θεοδωρίδου 2

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΥΛΗ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Σχέδιο Νόµου. «Επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης. και επαναφορά της αρχής του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων» Άρθρο 1

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΛΕΞΗ 1 ΣΟΦΙΑ ΜΑΡΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

ΤΙΤΛΟΣ: ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑΣ, ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3649, 1/11/2002

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΠ. ΜΑΝΤΖΟΥΤΣΟΣ Σύμβουλος ΔΣΑ, π. Πρόεδρος ΕΑΝΔΑ Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Κατάλογος των νομικών βάσεων που προβλέπουν τη συνήθη νομοθετική διαδικασία στη Συνθήκη της Λισαβόνας 1

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Υπεύθυνη δήλωση σχετικά με τα κριτήρια αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

Transcript:

ΔΙΚΑΙΟ ΜΜΕ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Π. ΜΑΝΙΑΤΗΣ 2016

1 Σημειώσεις Δίκαιο ΜΜΕ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Π. ΜΑΝΙΑΤΗΣ 2016

2 Όπου τον πρώτο λόγο έχει η άποψη του μέσου ανθρώπου, τον πρώτο λόγο τον αναλαμβάνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όπου θέλουμε να τον έχει η φωτισμένη άποψη, τον πρώτο ρόλο πρέπει να τον αναλαμβάνει το σχολείο. Ρ. Ντεμπρέ, Εξηγώντας τη Δημοκρατία στην κόρη μου.

3 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ 7 ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΛΕΙΔΙΑ 8 ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Φιλελευθερισμός και δημοκρατία στα ΜΜΕ 9 Εκφώνηση καταλόγου ελέγχου 1 14 Ενδεικτική απάντηση καταλόγου ελέγχου 1 15 ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ο θεσμός των ενόρκων μετά τη Μεταπολίτευση 16 ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: Οι ρυθμίσεις του Συντάγματος 1975 16 ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ: Οι κατώτερες του Συντάγματος ρυθμίσεις 18 ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Οι ρυθμίσεις για τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια 19 ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Οι ρυθμίσεις για τα εφετεία κακουργημάτων 20 ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Οι ρυθμίσεις πριν το Μνημόνιο 20 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Οι ρυθμίσεις μετά το Μνημόνιο και ως προς τα πλημμελήματα δια του τύπου 27 ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Μονομελές, τριμελές και πενταμελές Εφετείο 28 Εκφώνηση καταλόγου ελέγχου 2 33 Ενδεικτική απάντηση καταλόγου ελέγχου 2 34 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Δικονομικά ζητήματα του τύπου 39 ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: Το ζήτημα του ορκωτού συστήματος για τα αδικήματα του τύπου 39 ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Θεωρητική προσέγγιση 40 ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Πολιτική προσέγγιση 40 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Δραματική προσέγγιση 43 ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Η «Ορέστεια» 43 ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Κριτική της προσέγγισης 45 ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Οι ρυθμίσεις στην ελληνική έννομη τάξη 48 ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Το προϊσχύσαν δίκαιο 48 ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Το αμιγές ορκωτό σύστημα 48 ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Το μεικτό ορκωτό σύστημα 49 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Το ισχύον δίκαιο 52 ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ: Ευρύτερες συνταγματικές ρυθμίσεις για τον τύπο 53

4 ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Περιορισμοί της ελευθεροτυπίας 53 ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Το κατασχετό των εντύπων 53 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Η θεώρηση των αδικημάτων του τύπου ως αυτόφωρων 54 ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Αστική και ποινική ευθύνη του τύπου και ταχεία εκδίκαση 56 ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Η συνταγματική ρύθμιση 56 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Νομοθετικές ρυθμίσεις 57 ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Η αστική ευθύνη 57 ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Η ποινική ευθύνη 60 Εκφώνηση καταλόγου ελέγχου 3 64 Ενδεικτική απάντηση καταλόγου ελέγχου 3 65 ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Συγκέντρωση 67 ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: Συγκέντρωση ελέγχου στην αγορά 69 ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Η αιτιολογία της ρύθμισης 69 ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Η ρύθμιση 70 ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ: Άλλες ρυθμίσεις 74 ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Έλεγχος μετρήσεων 74 ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Ιδιοκτησιακό καθεστώς 76 Εκφώνηση καταλόγου ελέγχου 4 81 Ενδεικτική απάντηση καταλόγου ελέγχου 4 82 ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Αδειοδότηση 84 ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: Αδειοδότηση για μετάδοση αναλογικού προγράμματος 84 ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Η αιτιολογία της ρύθμισης 84 ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Η ρύθμιση 85 ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Αδειοδότηση ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών 86 ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Διαδικασία αδειοδότησης 86 ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Κριτήρια αξιολόγησης για την αδειοδότηση 90 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Αδειοδότηση ραδιοφωνικών σταθμών 92 ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ: Αδειοδότηση για παροχή ηλεκτρονικών επικοινωνιών 94

5 ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Ρυθμίσεις για τα επίγεια ψηφιακά 94 ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Επίγεια ψηφιακή τηλεόραση και ραδιόφωνο 94 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Μετάβαση στην επίγεια ψηφιακή εκπομπή 94 ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Ευρυζωνικά δίκτυα 100 Εκφώνηση καταλόγου ελέγχου 5 103 Ενδεικτική απάντηση καταλόγου ελέγχου 5 104 ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Προστασία των τηλεθεατών ως καταναλωτών 106 Εκφώνηση καταλόγου ελέγχου 6 115 Ενδεικτική απάντηση καταλόγου ελέγχου 6 115 ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ζητήματα του διαδικτύου 119 ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: Το συνταγματικό ζήτημα της ελευθερίας του διαδικτύου 119 ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Η ελευθερία εκφράσεως και η ελευθερία της πληροφορίας μέσω του διαδικτύου 119 ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Το συνταγματικό καθεστώς του διαδικτύου ως μέσου μετάδοσης λόγου ή παράστασης 124 ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ: Νομικά ζητήματα της Κοινωνίας της Πληροφορίας 130 ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Η αναζήτηση του δικαίου της Κοινωνίας της Πληροφορίας 130 ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Το ζήτημα της ουτοπίας της ρύθμισης της Κοινωνίας της Πληροφορίας 131 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Δημοκρατική προσέγγιση της ρύθμισης της Κοινωνίας της Πληροφορίας 135 ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Κρατικά άντρα παρανομίας με έμφαση στο Πριγκιπάτο της Χώρας της Θάλασσας (Sealand) 135 ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Νομικά πειράματα εκδημοκρατισμού 138 ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Η Δικαστική των Υπολογιστών (Computer Forensics) 143

6 ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Τεχνικές της Δικαστικής των Υπολογιστών 143 ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ Τεχνικές εκτός Διαδικτύου 144 ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Η τεχνική «μύρισμα» και η έρευνα στο Διαδίκτυο 147 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Ευρύτερα ζητήματα 149 ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Προβλήματα στην προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων στο δικαστήριο και οι ανακριτικοί υπάλληλοι 149 ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Ανακεφαλαίωση και συμπεράσματα 151 Εκφώνηση καταλόγου ελέγχου 7 154 Ενδεικτική απάντηση καταλόγου ελέγχου 7 155 ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Συμβολή στον εκδημοκρατισμό της εξουσίας 160 1. Ορκωτό σύστημα και τύπος 160 2. Ευρύτερα ΜΜΕ πέρα από τον τύπο 164 Εκφώνηση καταλόγου ελέγχου 8 167 Ενδεικτική απάντηση καταλόγου ελέγχου 8 168 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 170 1. ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΥΠ ΑΡΙΘΜΟΝ 1 (ΠΡΩΤΟ, ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ) 171 1.1 Εκφώνηση 171 1.2 Λύση 172 1. ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΥΠ ΑΡΙΘΜΟΝ 1 (ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ) 173 1.1 Εκφώνηση 173 2.1 Λύση 174 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 175 ΣΥΝΟΨΗ 179

7 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΚ Αστικός Κώδικας Αρ. Άρθρο ΒΔ Βασιλικό Διάταγμα ΔiΜΕΕ Δίκαιο Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Εδ. Εδάφιο Ε.Σ.Ρ. Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΜΜΕ Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης Ν. Νόμος ΝΔ Νομοθετικό Διάταγμα Παρ. Παράγραφος ΠΔ Προεδρικό Διάταγμα ΠΚ Ποινικός Κώδικας

8 ΕΝΝΟΙΕΣ - ΚΛΕΙΔΙΑ -Αδειοδότηση -Δημοκρατία -Διαδίκτυο -Δικαστικά θέματα στους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές / Δικαστική των Υπολογιστών (Computer Forensics) - Δικαστές -Δικηγόροι -Εισαγγελείς -Ένορκοι -Ηλεκτρονικές επικοινωνίες -Καταναλωτές -Κοινοβουλευτικό σύστημα -Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) -Ραδιοφωνία -Συγκέντρωση -Τηλεηχοπληροφόρηση -Τηλεόραση

9 ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Φιλελευθερισμός και δημοκρατία στα ΜΜΕ Έννοιες - κλειδιά -Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) -Φιλελευθερισμός -Πολιτειοκρατία -Δημοκρατικό πολίτευμα -Πολυφωνία Ο τύπος έχει μία ιστορία μεγαλύτερη της μισής χιλιετίας, είναι φυσικό να αποτελεί το σημείο αναφοράς στο ευρύτερο πλαίσιο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Αυτό όμως που προέχει είναι η διαμόρφωση μίας θεωρίας γενικότερα για αυτούς τους διαύλους, πολύ περισσότερο που πλέον ο τύπος έχει χάσει τα σχετικά πρωτεία. Ο όρος «Μέσο» δηλώνει το παρένθετο όργανο για την εκτέλεση μίας εργασίας ή την εκπλήρωση μίας λειτουργίας. Έτσι και στο χώρο της επικοινωνίας, τα Μέσα αποτελούν όχημα επαγωγό για τη διαβίβαση ενός μηνύματος. Όμως, η λέξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδίδει πάντα τη σημασία ορισμένων ΜΜΕ καθώς έχουν ξεπεράσει τη δυναμική ενός απλού ενδιάμεσου θεσμού. Το δεύτερο συνθετικό του τεχνικού όρου ΜΜΕ είναι και αυτό διφορούμενο καθώς βέβαια η μάζα δηλώνει ένα πλήθος ανθρώπων, πλην όμως μπορεί να εκληφθεί ότι αποδίδει στο κοινωνικό αυτό σύνολο έναν απρόσωπο χαρακτήρα και σε τελευταία ανάλυση ότι ενέχει απαξία. Η τελευταία συνιστώσα αποτελεί μία αμφισβητούμενη έννοια από άλλη σκοπιά. Πράγματι, συνήθως χρησιμοποιείται ο όρος «ενημέρωσης», ο οποίος μάλιστα είναι ο καθιερωμένος στις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας. Πάντως, ιδίως στην επιστήμη γίνεται χρήση και του ευρύτερου όρου «επικοινωνίας», συνήθως εναλλακτικά και με τον προαναφερθέντα. Η συχνότερη εκδοχή υιοθετεί μία προσέγγιση που εστιάζει σε μία κεντρική λειτουργία αυτών των Μέσων, η οποία συνίσταται στην πληροφόρηση του

10 κοινού κατά κανόνα σε ζητήματα της τρέχουσας επικαιρότητας. Επίσης, η ενημερωτική επιλογή βασίζεται στην παραδοσιακή τους τεχνολογική εκδοχή, που έγκειται στο χαρακτήρα τους ως εργαλείων μονής κατεύθυνσης και όχι αμφίδρομης επικοινωνίας. Τα Μέσα υπερβαίνουν, μερικές φορές κατά πολύ, την αποστολή της ενημέρωσης της μαζικής κοινωνίας, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ένα από αυτά δεν επιτελεί, κατά κύριο ή αποκλειστικό σκοπό, τη λειτουργία της πληροφόρησης. Σημειώνονται διάφορες διακρίσεις έτσι ώστε ο ενημερωτικός χαρακτήρας επιφυλάσσεται σε μία κάπως στενή κατηγορία. Για παράδειγμα, τα οπτικοακουστικά Μέσα κατατάσσονται σε μια μακρά σειρά, η οποία εκκινεί από καλλιτεχνικά Μέσα, όπως το θέατρο, ο κινηματογράφος και η φωνογραφία, διέρχεται από Μέσα ενημέρωσης, όπως το ραδιόφωνο και η τηλεόραση και καταλήγει σε Μέσα επικοινωνιακά, όπως τα σύγχρονα μέσα τηλεματικής 1. Εξάλλου, ένα άλλο εννοιολογικό δίπολο καλεί σε μία ιδιαίτερη προσέγγιση προκειμένου να εφαρμόζεται στην επιστημονική έρευνα. Πρόκειται για την κλασική αντιδιαστολή μεταξύ της φιλελεύθερης τάσης και της ολοκληρωτικής. Ο φιλελευθερισμός είναι η σχολή σκέψης και η πολιτική πρακτική που ρέπει προς τη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας. Αντίθετα, ο ολοκληρωτισμός συνιστά ένα μοντέλο ευρύτατης διείσδυσης της εξουσίας στην ιδιωτική σφαίρα, σε βάρος σχετικών ατομικών δικαιωμάτων. Αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα στον αντίποδα των οπαδών της ελευθερίας είναι ότι η σχεδόν σαρωτική ρύθμιση των πτυχών της ιδιωτικής ζωής επιχειρείται κατά κανόνα από το κράτος, ιδίως από αυταρχικά καθεστώτα. Επομένως, αξίζει να επισημανθεί το φαινόμενο της τάσης της κρατικής εξουσίας να ασκεί κυρίαρχο και δη εκτεταμένο ρόλο στον αντίστοιχο χώρο της κοινωνίας, ιδιαίτερα στην οικονομία. Η επικράτηση αυτή του Δημοσίου και μάλιστα με χαρακτηριστικά έντονου παρεμβατισμού συνήθως αποδίδεται με τον όρο «κρατισμός» κατά μετάφραση από τα γαλλικά. Όμως, είναι προτιμότερος ο όρος «πολιτειοκρατία», που αποτελεί μία δόκιμη και εύηχη λέξη, 1 Γ. Κική, Η ελευθερία των οπτικοακουστικών μέσων (υπό το πρίσμα και της Συνταγματικής αναθεώρησης του 2001), Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη 2003, σ. 9.

11 δανεισμένη από το Γ. Φιλάρετο, του οποίου το έργο «Σύνταγμα της Ελλάδος, μετά εισαγωγής ιστορικής και σχολίων κατ άρθρον» εκδόθηκε στην Αθήνα στα 1889 2. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν πρόκειται απλώς για μία ηπιότερη παραλλαγή του διαδεδομένου όρου αλλά για μία αναφορά στο πολιτικό γίγνεσθαι με έκδηλη την επίδραση της δημοκρατικής αρχής. Πράγματι, αν και οι λέξεις «Κράτος» και «Πολιτεία» χρησιμοποιούνται εναλλακτικά στο ελληνικό Σύνταγμα, γενικότερα η Πολιτεία υποδηλώνει τη δημόσια εξουσία που αντιστοιχεί σε μία κοινωνία πολιτών. Άρα, η πολιτειοκρατία έχει κατ αρχήν μία αρνητική έννοια έναντι εννοιών όπως τα ατομικά δικαιώματα και η ίδια η κοινωνία των πολιτών αλλά δεν παύει να μπορεί να εκληφθεί και ως μία δημοκρατικότερη έκφανση των κοινών. Αυτό που αξίζει επίσης να επισημανθεί είναι ότι αναδεικνύεται μία σχέση συμπληρωματικότητας που είναι δυνατό να διαμορφωθεί ανάμεσα στις έννοιες που συνήθως βρίσκονται σε αντιπαράθεση, δηλαδή στο φιλελευθερισμό και στην πολιτειοκρατία. Αν η πρώτη είναι αντιθετική εξ ορισμού με την προαναφερθείσα έννοια του ολοκληρωτικού πολιτεύματος, η πολιτειοκρατία είναι ευεπίφορη για μία λιγότερο προβληματική σχέση με την αρχή της ελευθερίας των προσώπων. Ιστορικά ο φιλελευθερισμός, όπως άλλωστε και η σύστοιχη αρχή της δημοκρατίας, αποτελεί μία δυναμική έννοια συνδεδεμένη με ποικίλους πολιτικούς αγώνες. Όμως, και η προσέγγιση του κρατικού συγκεντρωτισμού όχι απλώς δεν είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο αλλά αποτελεί μία σταθερά των ιστορικών εποχών και των πολιτευμάτων σε διεθνή κλίμακα. Το αποτέλεσμα είναι ότι εκεί όπου αναπτύσσονται φιλελεύθερα κινήματα, κατά κανόνα αυτά αντιμετωπίζουν και την αντίδραση της πολιτειακής τάξεως πραγμάτων. Συχνά σημειώνεται μία παρατεταμένη διελκυστίνδα μεταξύ των κατακτήσεων των ιδιωτών και των συμφερόντων του Κράτους. Αν αυτή η εναλλαγή στη σκακιέρα της κοινωνίας έναντι της εξουσίας αποτελεί μία παραδοσιακή πρακτική στην πολιτική και ιδιαίτερα μία τυπική έκφανση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος που λειτουργεί κανονικά, είναι αξιοσημείωτο ότι τα ΜΜΕ 2 Α. Μανιάτης, Η πολιτειοκρατία στην Ελληνική Οικονομία, σ. 720, in Β. Αγγελής και Λ. Μαρούδας (εκδ.), Οικονομικά Συστήματα, Αναπτυξιακές Πολιτικές και Στρατηγικές των Επιχειρήσεων στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα 2006.

12 αποτελούν προνομιακό σημείο αυτού του αμφίρροπου αγώνα. Ο λόγος για τον οποίο οι δίαυλοι πληροφόρησης της κοινωνίας αποτελούν το «μήλον της έριδος» είναι ότι ελέγχοντας το δίαυλο, είναι δυνατό να καθοδηγηθούν οι μάζες προς τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές. Έτσι, τα Μέσα, όσο και αν φαινομενικά μπορούν να εκληφθούν ως ουδέτεροι θεσμοί, έχουν ιστορικά λειτουργήσει ως μηχανισμοί στρατευμένης πάλης για την επίτευξη φιλελεύθερων στόχων ή κατά περίπτωση για τη διατήρηση ή την ανάκτηση των θέσεων του κατεστημένου, όπως αυτό συντίθεται από το κράτος και τους κοινωνικούς του συμμάχους. Συνεπώς, ξεπερνούν την λογική του τεχνικού στοιχείου για τη διεξαγωγή ενός αγώνα και συνιστούν τα ίδια παραταξιακούς θεσμούς διεκδίκησης ή άμυνας, όντας αναπόσπαστο τμήμα του λαού, όπως αυτός λειτουργεί ως ένα σύνολο αντιμαχόμενων ομάδων συμφερόντων. Η ετερότητα αυτή αναδεικνύει και την ανάγκη διασφάλισης της πολυφωνίας στον ευαίσθητο αυτό χώρο. Έτσι, στο πλαίσιο αυτής της διελκυστίνδας κερδισμένα βγήκαν τα ΜΜΕ στο τέλος του 19 ου αιώνα ενώ οι δυνάμεις της πολιτειοκρατίας επέβαλαν την αντιμεταρρύθμιση κατά τον επόμενο. Διαμορφώθηκε σε αυτήν την εκατονταετία των μεγάλων ανατροπών μία ιδιόμορφη πολιτική διαμοίρασης των διαύλων έτσι ώστε ο παραδοσιακός να διατηρηθεί ως ελεύθερος κατά αντιδιαστολή προς άλλους νεωτεριστικούς. Ειδικότερα, δεν καταργήθηκε η ήδη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ελευθεροτυπίας αλλά αυτή δεν συμπληρώθηκε με την καθιέρωση της παρόμοιας αρχής Μέσα όπως το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Θα ήταν ενδιαφέρον να εξεταστεί το ζήτημα της ελευθερίας των ΜΜΕ έναντι κυρίως της κρατικής εξουσίας, εστιάζοντας στην πολιτική διάσταση του αγαθού της ελευθερίας. Συγκεκριμένα, αυτό που πραγματικά χρειάζεται ανάλυση είναι ο στόχος και η διαδικασία δημοκρατικού μετασχηματισμού του θεσμικού πλαισίου της επικοινωνίας, δηλαδή ο εκδημοκρατισμός των ΜΜΕ. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης με βάση τη συνταγματική αρχή της κυριαρχίας του λαού, σημαντική είναι η μελέτη πτυχών του δικαίου των ΜΜΕ. Πρόκειται για έναν ιδιόμορφο νομικό κλάδο, που μόλις κατά τα τελευταία χρόνια τείνει να θεωρηθεί ως μία ενιαία πειθαρχία στο χώρο της νομικής επιστήμης, δεδομένου ότι οι ιδιαίτερες ρυθμίσεις

13 των Μέσων, ιδίως στο πλαίσιο του προαναφερθέντος ιστορικού συμβιβασμού, δεν συνέτειναν σε μία ενοποιητική προσέγγιση αυτής της σύνθετης κανονιστικής ύλης. Η διαμόρφωση μίας νομικής θεωρίας των επικοινωνιακών μηχανισμών εντάσσεται σε μία εκσυγχρονιστική δυναμική, η οποία χωρίς να είναι ξένη προς την πολιτειοκρατία προσδένεται στο άρμα του φιλελευθερισμού. Στη συνέχεια, κρίνεται σκόπιμη η εξέταση θεσμών όπως: α. Ο τύπος, β. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση, γ. το διαδίκτυο.

14 Εκφώνηση καταλόγου ελέγχου 1 1.Τι δηλώνεται με τον όρο ΜΜΕ; 2.Τι είναι ο φιλελευθερισμός και με τι αντιδιαστέλλεται; 3.Τι είναι η πολιτειοκρατία; 4.Τι θεωρείται ως τυπικό στοιχείο στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος; 5.Πώς αναδεικνύεται η ανάγκη πολυφωνίας στο χώρο των ΜΜΕ;

15 Ενδεικτική απάντηση καταλόγου ελέγχου 1 1.Οι μηχανισμοί επικοινωνίας με τη μαζική κοινωνία, για ενημερωτικούς ή ευρύτερους σκοπούς. 2.Ο φιλελευθερισμός είναι η σχολή σκέψης και η πολιτική πρακτική που ρέπει προς την ελευθερία, κατά αντιδιαστολή προς τον ολοκληρωτισμό. 3.Η πολιτειοκρατία είναι η επικράτηση της πολιτείας έναντι των ιδιωτών, πράγμα όμως που μπορεί να έχει και μία δημοκρατική διάσταση σε σύγκριση με τον παραδοσιακό παρεμβατισμό του Κράτους. 4.Η εναλλαγή στην επικράτηση μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτείας, πράγμα που αποτελεί και μία παραδοσιακή πρακτική στην ιστορία των πολιτικών αγώνων. 5.Με το φαινόμενο της ετερότητας, δηλαδή της ύπαρξης διαφορετικών και μάλιστα ανταγωνιστικών δυνάμεων σε μία κοινωνία, οι οποίες εκφράζονται μέσα από προσκείμενα ΜΜΕ.

16 ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: O θεσμός των ενόρκων μετά τη Μεταπολίτευση Έννοιες κλειδιά - Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων - Πενταμελή Εφετεία Κακουργημάτων - Μεικτό ορκωτό σύστημα - Εγκληματική οργάνωση - Εξαίρεση ενόρκων Σημαντική καμπή και για την πορεία του συστήματος εκδίκασης των κακουργημάτων αποτέλεσε η Μεταπολίτευση. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: Οι ρυθμίσεις του Συντάγματος 1975 Στο Σχέδιο Συντάγματος του κυβερνώντος κόμματος της Νέας Δημοκρατίας όχι απλώς δεν επιχειρήθηκε κάποια μορφή αναβίωσης του αμιγούς μοντέλου αλλά αντιθέτως αναβιβαζόταν σε συνταγματική ρύθμιση του δημοκρατικού πολιτεύματος ο μηχανισμός της δικτατορικής περιόδου. Τελικά, τροποποιήθηκε το Σχέδιο αυτό έτσι ώστε να μη θεσμοθετηθεί η πλειοψηφία των δικαστών καριέρας. Καθώς στις σχετικές εργασίες της αναθεώρησης ακούστηκαν από διάφορες παρατάξεις πολλές και ποικίλες απόψεις, τελικά υιοθετήθηκε μία κάπως «ανοικτή» προσέγγιση. Έτσι, κατά το α εδ. της παρ. 1 του άρ. 97 του ισχύοντος Συντάγματος 1975/1986/2001 «Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει». Πρόκειται για μία ρύθμιση επιβεβαιωτική του νεοπαγούς υβριδικού μοντέλου, διακρινόμενη από ευελιξία μέσα από την τεχνική της επιφύλαξης υπέρ του νόμου. Η αντιγνωμία για αυτό το αμφιλεγόμενο ζήτημα ήταν μεγάλη και η τελική επιλογή του συντακτικού νομοθέτη μπορεί να θεωρηθεί ως ένα φυσιολογικό αποτέλεσμα, η οποία δεν τον εξέθετε στη μομφή της ρητής υιοθέτησης του δικτατορικού μοντέλου των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων κυριαρχούμενων από τους τακτικούς δικαστές. Πάντως, ένας

17 κανόνας δικαίου ή ένας θεσμός που εισάγεται από ένα αντιδημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι κατά ανάγκη και απόλυτα ασύμβατος με την έννομη τάξη της Δημοκρατίας. Θα πρέπει επίσης να αναγνωριστεί στα θετικά στοιχεία της αναθεώρησης ότι ορίστηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα μίας έκκλητης (δηλαδή με άσκηση του ένδικου μέσου της εφέσεως) δίκης, με τη διατύπωση ότι «Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών υπόκεινται στα ένδικα μέσα που ορίζει ο νόμος». Πράγματι, οι κατηγορούμενοι απέκτησαν τη δυνατότητα να ζητήσουν πρόσθετη έννομη προστασία, σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ασκώντας το τακτικό ένδικο μέσο της εφέσεως, θα μπορούσαν να προσβάλουν την οριστική απόφαση του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου στο μεικτό ορκωτό εφετείο, πράγμα που αποτελεί θεμελιώδη δικονομική εγγύηση καθώς φαινόμενα όπως η δικαστική πλάνη δεν είναι ανύπαρκτα στη δικαστηριακή πρακτική. Εξάλλου, κατά το εδ. α της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, «Κακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα, που με συντακτικές πράξεις, ψηφίσματα και ειδικούς νόμους έχουν υπαχθεί έως την ισχύ του Συντάγματος στη δικαιοδοσία των εφετείων, εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά, εφόσον δεν υπαχθούν με νόμο στην αρμοδιότητα των ορκωτών δικαστηρίων». Όπως δηλαδή και στο Σύνταγμα του 1952, υιοθετήθηκε ρητά η κατ εξαίρεση συνέχιση της εκδίκασης κάποιων εγκλημάτων, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των εφετείων, αν και δίνεται η δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να άρει αυτό το ιστορικό κατάλοιπο καθιστώντας καθολική την εφαρμογή του κανόνα της δικαιοδοσίας των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων. Στην πραγματικότητα, αυτή η απόκλιση από την ετυμηγορία των ενόρκων δεν φαίνεται να αντιμετωπιζόταν σαν μία εξαίρεση που θα έκλεινε σύντομα τον κύκλο της, εφόσον θεσπίστηκε στην ίδια παράγραφο και η διαμετρικά αντίθετη δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να εμπλουτίσει τη δικαιοδοσία των ίδιων εφετείων και με άλλα κακουργήματα, χωρίς όμως σε αυτήν την περίπτωση να γίνεται λόγος και για τα πολιτικά εγκλήματα. Πρόκειται για μία ρήτρα που δείχνει ότι το κράτος παραδοσιακά εμπιστεύεται περισσότερο τους τακτικούς δικαστές από τους ενόρκους, ακόμη και όταν οι τελευταίοι δεν αποτελούν παρά την οριακή πλειοψηφία κατ εφαρμογή του μεικτού μοντέλου. Η επίμαχη δικανική ύλη αποτελείται από ιδιάζοντα εγκλήματα μεγάλου αντίκτυπου όσον αφορά το δημόσιο συμφέρον. Εξέχουσα θέση στην κατηγορία αυτή έχουν αδικήματα

18 που στρέφονται κατά της πολιτειακής υπόστασης, πράγμα που δείχνει ένα κύκλωμα εσωτερικότητας. Αυτό σημαίνει ότι όταν η πολιτεία θίγεται σε δικά της συμφέροντα, προκειμένου να διασφαλίσει την τιμωρία των ενόχων επιλέγει τους «δικούς της ανθρώπους» αντί για πολίτες αμέτοχους στην εξουσία της. Βέβαια, δεν παραγνωρίζεται το γεγονός ότι σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα και μάλιστα αβασίλευτο υπάρχει κατά τεκμήριο ένας ανεξάρτητος δικαστικός κλάδος, ικανός να φέρει σε πέρας την ποινική του αποστολή με τρόπο αδέκαστο, ιδίως χάρη στη δόκιμη επιλογή της ύπαρξης και δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ακόμη και κατά την περίοδο εφαρμογής του ισχύοντος Συντάγματος, η οποία διακρίνεται από μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα πολιτική ομαλότητα, δεν υπάρχουν προβλήματα από την επιλογή του εφετειακού μοντέλου. Κατ αρχάς, η ύπαρξη αποκλειστικά επαγγελματιών δικαστών στιγματίζεται μερικές φορές από την ύπαρξη αυστηρών κρίσεων, στον αντίποδα της προαναφερθείσας επιείκειας των ενόρκων. Ακόμη και στα πλημμελήματα της συνήθους δικαιοδοσίας, οι δικαστές δεν αντιστέκονται πάντα με επιτυχία στον πειρασμό να επιδείξουν «το αυστηρό πρόσωπο της δικαιοσύνης». Υπάρχει η τάση να ενεργούν προς γενικό παραδειγματισμό, ιδίως ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία έξαρσης των διαφόρων μορφών εγκληματικότητας. Κάτι τέτοιο όμως προσβάλλει την αρχή του κράτους δικαίου και συνδέει συνειρμικά το δικαστή της έδρας, τον πλημμελειοδίκη, με το πρότυπο του «καταδικαστικού» δικαστή. Αν ληφθεί υπόψη ότι τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια συγκροτούνται στην έδρα κάθε πρωτοδικείου από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του και δύο πρωτοδίκες, πέρα από τους τέσσερις ενόρκους 3, προκύπτει εύλογα προβληματισμός για το ρόλο των πρωτοδικών ως κακουργιοδικών, με βάση τα προεκτεθέντα για το ρόλο των ιδίων ως πλημμελειοδικών. ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ: Οι κατώτερες του Συντάγματος ρυθμίσεις Κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές, ιδίως ως προς τα δικαστήρια των εφετών (εφετεία κακουργημάτων). 3 Παρ. 1 του άρ. 8 ΚΠΔ.

19 ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Οι ρυθμίσεις για τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια Με μεγάλη καθυστέρηση θεσπίστηκε νόμος σε εκτέλεση της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 97 του Συντάγματος, δηλαδή για τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια. Είναι αξιοσημείωτο ότι το Σύνταγμα στη μεταβατική του διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 112 προέβλεψε την ισχύ των κατά την έναρξη της ισχύος του ίδιου κειμένου υφιστάμενων νόμων μέχρι την έκδοση του εκάστοτε εκτελεστικού νόμου. Έτσι, και μετά τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος, εξακολούθησε η εφαρμογή του Ν.Δ. 804/1971, του οποίου τα άρ. 2 παρ. 1, 21 παρ. 1 και 22 αντικαταστάθηκαν με τα άρ. 3, 4 και 5 του Ν. 85/1975. Η μόνη μεταβολή που επήλθε ήταν ο ορισμός δύο αναπληρωματικών δικαστών αντί ενός καθώς και δύο αναπληρωματικών ενόρκων αντί ενός. Το τροποποιημένο νομοθέτημα ίσχυσε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1979. Ο καταργητικός του νόμος είναι ο Ν. 969/1979 ο οποίος καινοτόμησε ενσωματώνοντας τις διατάξεις του για τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με αντικατάσταση των διατάξεων των άρ. 377 έως 408 περί Κακουργιοδικείων ενώ μέχρι το νόμο αυτό οι σχετικές διατάξεις δεν ήταν ενσωματωμένες στον Κώδικα. Το πρωτοποριακό αυτό νομοθέτημα καθιέρωσε για πρώτη φορά την άσκηση εφέσεως κατά των αποφάσεων του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου και κατά των αποφάσεων των πενταμελών Εφετείων στα επταμελή. Και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας τα μεικτά δικαστήρια ορίστηκαν ως επταμελή, με πλειοψηφία τεσσάρων ενόρκων έναντι τριών τακτικών δικαστών. Κατά την εισηγητική έκθεση του αντίστοιχου νομοσχεδίου σε προσαρμογή προς τις ελληνικές συνθήκες ορίζεται αυτή η αναλογία διότι αφενός εξασφαλίζει την ουσιαστική συμβολή του λαϊκού στοιχείου στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και αφετέρου καθιερώνει και την καλύτερη κατά το δυνατό σύνθεση αυτών των δικαστηρίων. Επίσης, διευρύνθηκε η αρμοδιότητα του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου έναντι της περιορισμένης αρμοδιότητας των τακτικών δικαστών οι οποίοι παραμένουν ένα αυτοτελές σώμα που για ορισμένα θέματα αποφασίζουν ως ένα αυτοτελές τακτικό δικαστήριο, χωρίς δηλαδή τη σύμπραξη ενόρκων. Το αποτέλεσμα αυτής της καινοτομίας είναι ότι για τα κρίσιμα θέματα της εισαχθείσας ποινικής κατηγορίας η αρμοδιότητα ανήκει στο ενιαίο δικαστήριο, δηλαδή

20 και στους ενόρκους οι οποίοι σχεδόν ολοκληρωτικά αποφαίνονται επί της ουσίας της ποινικής υποθέσεως, και δη σε ισότιμη σύμπραξη με τους τακτικούς δικαστές. ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ: Οι ρυθμίσεις για τα εφετεία κακουργημάτων Τα εφετεία κακουργημάτων (ειδικά εφετεία) βρίσκονται σε τροχιά σταδιακής ελάττωσης της σύνθεσής τους, ήδη πριν το Μνημόνιο του 2010. ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Οι ρυθμίσεις πριν το Μνημόνιο Ιδιαίτερης βαρύτητας είναι η εξέλιξη που παρατηρήθηκε σχεδόν μία δεκαετία από τη συνταγματική επιβεβαίωση της δικαιοδοσίας των ειδικών Εφετείων. Ήδη από το 1984 η Ολομέλεια του Εφετείου είχε ομόφωνα τοποθετηθεί υπέρ της μείωσης των συνθέσεων των ειδικών εφετείων κακουργημάτων 4. Επειδή υπήρχαν και κάποιοι που συζήτησαν για πιθανή αντισυνταγματικότητα, η Ολομέλεια κατέληξε στη θέση ότι η παρ. 2 του άρ. 97 του Συντάγματος κάνει λόγο απλώς για εφετεία χωρίς άλλη εξειδίκευση, πράγμα που σημαίνει ότι αφήνει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει τη σύνθεσή τους. Με την παρ. 2 του άρ. 14 του Ν. 1649/1986 μεταβλήθηκε η συγκρότηση των Εφετείων στη ζητούμενη κατεύθυνση. Προβλέφθηκε για πρώτη φορά η εκδίκαση των υποθέσεων αυτής της εξαιρετικής δικαιοδοσίας από τα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων. Αντί να εκδικάζονται κακουργήματα όπως η πλαστογραφία από τα Πενταμελή Εφετεία, πλέον αρκεί η γνώμη της ελάχιστης δυνατής πλειοψηφίας για την κήρυξη της ενοχής. Η γνώμη δύο δικαστών κρίθηκε επαρκής για να στερηθεί την ελευθερία του ένας κατηγορούμενος ακόμη και αν είναι βέβαιος περί του αντιθέτου ο άλλος σύνεδρος. Βέβαια, υπάρχει για τον καταδικασμένο η ασφαλιστική δικλείδα να εφεσιβάλει την απόφαση, ελπίζοντας σε μία ευνοϊκότερη κρίση. 4 Πρακτικό 4/1984, σσ. 4-5.

21 Κατά αυτής της νομοθετικής εξέλιξης έχει διατυπωθεί και το επιχείρημα ότι μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών είναι ζήτημα αν υπάρχει άλλη που έδωσε τη δυνατότητα σε δύο μόνο δικαστές να στερούν ισοβίως την ελευθερία των κατηγορουμένων 5. Όμως, και το δικαστήριο της έκκλητης δίκης έχει υποστεί μία παρόμοια σμίκρυνση καθώς τα επταμελή εφετεία μετατράπηκαν σε πενταμελή. Η σμίκρυνση των συνθέσεων έχει επικριθεί καθώς πρέπει να θεωρείται ως το μεγαλύτερο διακύβευμα η ευδικία, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η προστασία της υπόληψης και άλλων έννομων αγαθών του κατηγορουμένου. Αλλιώς, αν το βασικό κριτήριο για τη δόμηση του ποινικού συστήματος είναι η ταχύτητα στην εκδίκαση των υποθέσεων και η απαλλαγή των δικαστών από δικαστικά καθήκοντα, τότε θα αρκούσαν ίσως και τα μονομελή δικαστήρια. Όμως, τα ποινικά δικαστήρια δεν είναι σαν τα πρωτοδικεία της πολιτικής δικαιοσύνης, για τα οποία υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας όπως η αναγνώριση ενός σωματείου έχουν περάσει από τα πολυμελή στα μονομελή. Από τη στιγμή που ιστορικά σε κάποια εγκλήματα επιφυλάχθηκε ένα εξαιρετικό καθεστώς δικαιοδοσίας, σημαίνει ότι αυτά έχουν μία ιδιάζουσα βαρύτητα για το δημόσιο συμφέρον, πράγμα που δεν πρέπει να παρερμηνεύεται σε μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων καταδίκης του κατηγορουμένου. Πάντως, η εξέλιξη της σμίκρυνσης των συνθέσεων έχει τελικά θετικό πρόσημο καθώς τα εφετεία έχουν μία ομοιογενή συγκρότηση. Ήδη τα πρωτοβάθμια εφετεία αποτελούνται από δικαστές ανώτερου βαθμού, δηλαδή από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες 6. Αφού πρόκειται εξ ορισμού για δικαστήρια των εφετών, πράγματι είναι εύλογο τα δικαστήρια αυτά να δικάζουν με ολιγομελείς συνθέσεις, στο παραδοσιακό πλαίσιο του αποκλεισμού των μονομελών συνθέσεων και της διεύρυνσης της σύνθεσης σε δεύτερο βαθμό. Άλλωστε, η τάση του εμπλουτισμού του πεδίου αρμοδιότητας αυτών των δικαστηρίων και με νέες κατηγορίες κακουργημάτων, με την αύξηση του φόρτου εργασίας τους υποδηλώνει τη σκοπιμότητα αυτής της εξέλιξης. 5 Μ. Μιχόπουλος, Η Απονομή της Δικαιοσύνης στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 2005, υποσ. 110. 6 Παρ. 1 του άρ. 8 ΚΠΔ.

22 Εξάλλου, οι συνταγματικές αναθεωρήσεις του 1986, του 2001 και του 2008 άφησαν άθικτες τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Πάντως η δεύτερη από αυτές, ιδιαίτερα ευρεία, ήταν προσανατολισμένη στο άρ. 97 του Συντάγματος. Ειδικότερα, η οικεία αρμόδια επιτροπή εισηγήθηκε προς την ολομέλεια της πρώτης βουλής με ευρύτατη πλειοψηφία την αναθεώρηση του άρθρου με στόχο την ενίσχυση της δικαιοδοσίας των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων. Στη δεύτερη ψηφοφορία της ολομέλειας εκείνης της βουλής οι ψήφοι ήταν 185 ναι, 93 όχι και 1 «παρών». Όμως, παρά την κατ αρχήν θετική στάση της προκατόχου της, η Ζ αναθεωρητική βουλή δεν το τροποποίησε. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ δρομολογούνταν οι εξελίξεις για την αναθεώρηση του άρ. 97 είχε ήδη περάσει ένα μεγάλο μέρος αδικημάτων στην ειδική δικαιοδοσία των Εφετείων. Σήμερα στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης έχει ουσιαστικά μετατραπεί το μεικτό ορκωτό σύστημα από κανόνα σε εξαίρεση καθώς έχει προκύψει αποψίλωσή του από τα 3/5 της ύλης του 7. Εξάλλου, το ακανθώδες ζήτημα της πάταξης της τρομοκρατίας οδήγησε στη θέσπιση εξειδικευμένων ρυθμίσεων του ουσιαστικού και του δικονομικού ποινικού δικαίου, με το Ν. 2928/2001, ο οποίος αφορά γενικότερα τις εγκληματικές οργανώσεις, και τον τροποποιητικό του Ν. 3251/2004. Κατά την παρ. 1 του άρ. 187 Π.Κ., με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) που επιδιώκει τη διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται σε κατονομαζόμενα στην ίδια παράγραφο άρθρα του Π.Κ., όπως μεταξύ άλλων το 348 Α (πορνογραφία ανηλίκων) και το 386 Α (απάτη με υπολογιστή) και σε μία σειρά από άλλα νομοθετήματα όπως η νομοθεσία για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (π.χ. κακουργήματα της παράνομης ανασκαφής, κακουργήματα αρχαιοκαπηλίας όπως η κλοπή μνημείων, ης υπεξαίρεσης μνημείων και η κλεπταποδοχή μνημείων). Συνακόλουθα, η παρ. 5 του άρ. 111 ΚΠΔ, το οποίο καθορίζει την αρμοδιότητα σε πρώτο βαθμό κρίσης του δικαστηρίου των εφετών, δηλαδή του τριμελούς εφετείου, ύστερα από διαδοχικές τροποποιήσεις υπάγει σε αυτό τα εξής: «Τα κακουργήματα της

23 πειρατείας, τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους, τα κακουργήματα που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 187 και στο άρθρο 187 Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κακουργήματα». Το άρ. 187Α, όπως ισχύει με το δεύτερο από τους προαναφερθέντες νόμους, είναι εξειδικευμένο για τις τρομοκρατικές πράξεις ενώ τιμωρεί αυτοτελώς και την απλή συγκρότηση τρομοκρατικής οργάνωσης ή την ένταξη κάποιου ως μέλους σε αυτή. Η εισαγωγή αυτών των νέων ρυθμίσεων με άξονα τον κεντρικό θεσμό της εγκληματικής οργάνωσης ή της τρομοκρατικής οργάνωσης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και τη διεύρυνση της αρμοδιότητας του δικαστηρίου των εφετών, το οποίο έτσι είναι αρμόδιο να εκδικάσει και πράξεις που κανονικά δεν θα υπάγονταν σε αυτό. Λόγου χάρη η ανθρωποκτονία από πρόθεση, η οποία αποτελεί το κατ εξοχήν αδίκημα που εκδικάζεται κατά το αμιγές ή το μεικτό ορκωτό σύστημα σε διεθνή κλίμακα, υπάγεται τόσο στον κατάλογο των κακουργημάτων τη διάπραξη των οποίων επιδιώκει μία εγκληματική οργάνωση κατά το άρ. 187 ΠΚ όσο και στις τρομοκρατικές πράξεις που μπορούν να τελεστούν από κάποιον, κατά το άρ. 187 Α ΠΚ. Πρόκειται για μία σημαντική τομή στην ιστορία της δικονομίας των φονικών δικαστηρίων. Θα πρέπει σε αυτό το σημείο πάντως να διευκρινιστεί ότι μέσα από το μηχανισμό των «συναφών» κακουργημάτων η δολοφονία είχε ήδη περιέλθει εμμέσως στα δικαστήρια των εφετών. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι το άρ. 12 παρ. 1 του Ν. 1897/1990, που καθιερώνει την αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) και για τα συναφή προς τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας της αεροπλοϊας εγκλήματα δεν αντίκειται στο Σύνταγμα 8. Η δίκη των φερόμενων ως μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη», η ακροαματική διαδικασία της οποίας σε πρώτο βαθμό έγινε στα 2003, διεξήχθη από τακτικούς δικαστές και όχι κατά το υβριδικό δικαστηριακό πρότυπο. Αυτή η εξέλιξη έχει 7 Μ. Μιχόπουλος, Η Απονομή της Δικαιοσύνης στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 2005, υποσ. 105.

24 προκαλέσει προβληματισμό όσον αφορά τη συνταγματικότητά της, αν και κατά τη νομολογία ως πολιτικά εγκλήματα χαρακτηρίζονται τα απευθυνόμενα άμεσα κατά της πολιτείας, τα οποία τείνουν στην ανατροπή ή αλλοίωση του υπάρχοντος σε αυτή πολιτεύματος. Θεωρείται έτσι ότι δεν εμπίπτουν στην έννοια αυτή πράξεις που προσβάλλουν και ιδιωτικά δικαιώματα, όπως αυτά της ζωής και της ασφάλειας των επιβατών του αεροσκάφους και της φθοράς περιουσιακών αγαθών. Η τρομοκρατία λοιπόν έχει τεθεί εκτός της κρίσιμης εννοίας του πολιτικού εγκλήματος ενώ εγκληματολόγοι την εντάσσουν στα βίαια αντιπολιτευτικά πολιτικά εγκλήματα 9. Οι πολέμιοι αυτής της νομοθετικής μεταβολής επικαλούνται και το γεγονός ότι το Σύνταγμα επιτρέπει την υπαγωγή και άλλων κακουργημάτων, χωρίς να αναφέρεται και σε άλλα πολιτικά εγκλήματα, στη δικαιοδοσία των εφετείων, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Ούτε η παρ. 2 του άρ. 97 ούτε κάποιο άλλο άρθρο του Συντάγματος επιτρέπει να ανατεθεί σε εφετείο ή σε οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο η εκδίκαση πολιτικών εγκλημάτων. Προκύπτει έτσι ότι όλα ανεξαιρέτως τα πολιτικά εγκλήματα, που δεν είχαν υπαχθεί στα εφετεία πριν να τεθεί σε ισχύ το Σύνταγμα, πρέπει να εκδικάζονται από μεικτά ορκωτά δικαστήρια. Αντί όμως η ερμηνεία των νόμων να οδηγεί σε ένα συμπέρασμα, η ερμηνεία καθοδηγείται από το αρεστό συμπέρασμα. Αυτό αποκαλείται στο λεξιλόγιο της θεωρίας του δικαίου «ερμηνεία ως συμπέρασμα του συμπεράσματός της» 10. Πάντως, θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι σε υποθέσεις τρομοκρατίας, οι οποίες έχουν έκδηλη πολιτική διάσταση, η ανάμειξη ενόρκων δικαστών ίσως προκαλούσε περισσότερα προβλήματα από τα πλεονεκτήματα που γενικά παρουσιάζει το υβριδικό μοντέλο, όπως ισχύει σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι στα προαναφερθέντα προτερήματα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η εξέλιξη ότι ένορκοι δικαστές λειτουργούν πλέον σφαιρικά σε πλήρη σύμπραξη με τους τακτικούς, όχι μόνο για την κατάγνωση της ενοχής αλλά και για την επιμέτρηση της ποινής. Πράγματι, τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποσύρεται σε διάσκεψη για την ποινή, εφόσον η απόφαση 8 Γ. Αποστολάκης, Τα μικτά ορκωτά δικαστήρια. Θεωρία και νομολογία κατ άρθρο, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις Τρίκαλα Αθήνα 2007, σ. 32. 9 Γ. Πανούσης, Εισαγωγή in Α. Καρδαρά, Τρομοκρατία και ΜΜΕ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 2003, σ. 10. 10 Άρθρο Δ. Δημούλη «Πολιτικά εγκλήματα και νομικές μεροληψίες».

25 είναι καταδικαστική, και αφού έχει δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα και στο συνήγορο για το ίδιο θέμα 11. Οι ένορκοι είναι πιθανό να φοβούνταν να προχωρήσουν σε μία ετυμηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων, ακόμη και αν η συνείδησή τους το υπαγόρευε, χωρίς να παραγνωρίζεται ότι κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται να συμβεί και σε τακτικούς δικαστές. Πρόκειται για μία περίπτωση που αναδεικνύει τον έντονα αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του ζητήματος της συμμετοχής ενόρκων, ιδίως στην εκδοχή του αμιγούς ορκωτού συστήματος. Αν στο πλαίσιο της επιβίωσης του βασιλικού θεσμού η συνταγματική απαγόρευση της εκδίκασης των κακουργημάτων αποκλειστικά από δικαστές καριέρας, πλην εξαιρέσεων, είχε μία ιδιαίτερη αξία καθώς έτσι περιοριζόταν και η δυνατότητα αυλικού επηρεασμού του δικαστηρίου, στο βαθμό δηλαδή που υπήρχε θεσμοθετημένη ή και de facto εξάρτηση του δικαστικού σώματος από το βασιλιά ή την προσκείμενη κυβέρνηση, στην προεδρευόμενη δημοκρατία υπάρχει σημαντική διαφορά. Ο δικαστής στο αβασίλευτο πολίτευμα παρουσιάζεται περισσότερο αποκομμένος από εξαρτήσεις από την πολιτική εξουσία και άρα αφοσιωμένος στην αμερόληπτη άσκηση της ειδικής αποστολής που του έχει ανατεθεί, ενεργώντας κατά συνείδηση. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα «αλλοίωσης» της δικαστηριακής σύνθεσης καθώς έχει το δικονομικό δικαίωμα να εξαιρέσει 3 ενόρκους. Έτσι, για παράδειγμα, παρατηρείται η τάση η υπεράσπιση να ζητεί σε εγκλήματα όπως ο βιασμός και άλλα παραπλήσια να εξαιρεί τις γυναίκες ενόρκους, προσδοκώντας στον περιορισμό του αριθμού των γυναικών που θα δικάσουν. Άλλωστε, ένα άτυπο προκαταρκτικό φιλτράρισμα συντελείται και πριν την προεπιλογή των ενόρκων καθώς η προεπιλογή γίνεται με βάση τους εγγεγραμμένους σε καταλόγους των τοπικών επαγγελματικών οργανώσεων, όπως ο δικηγορικός σύλλογος και ο ιατρικός, δηλαδή κατά τεκμήριο από ιδιαίτερα μορφωμένα άτομα ήδη για τον πρώτο βαθμό της δίκης, πράγμα που σημαίνει ότι το μεικτό ορκωτό σύστημα εφαρμόζεται στην ουσία αλλοιωμένο. 11 Αρ. 333 παρ. 2-3, 371 παρ. 3β ΚΠΔ.

26 Η επιλογή αυτή είναι ταυτόχρονα «αριστοκρατική» και τυχαία σε σχέση με τη θεματική της δικαστικής ύλης. Καθώς υποστηρίζεται ότι οι ένορκοι δεν μπορούν να κρίνουν εγκλήματα με «τεχνικό χαρακτήρα», όπως είναι τα οικονομικά εγκλήματα, υπήχθησαν στα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων τα οικονομικά σε ευρεία έννοια εγκλήματα. Όμως ούτε ο τακτικός δικαστής διαθέτει τις απαιτούμενες για την ορθή κρίση τέτοιων υποθέσεων τεχνικές γνώσεις, με αποτέλεσμα να καταφεύγει σε πραγματογνώμονες, των οποίων, όπως γνωρίζουν όσοι συμμετέχουν ενεργά στη δικαστική πραγματικότητα, οι γνωμοδοτήσεις τους είναι πολύ επισφαλείς. Είναι εύλογη η πρόταση ακριβώς σε αυτές τις περιπτώσεις να αξιοποιηθεί το ορκωτό σύστημα, εφόσον ένορκοι θα μπορούσαν να έχουν τις γνώσεις του πεδίου που αφορά το εκάστοτε οικονομικό έγκλημα 12. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι στην επαρχία ο πρόεδρος του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου ή εφετείου έχει να κάνει με πιο συνεργάσιμους ενόρκους ενώ στην Αττική με πιο «ισχυρογνώμονες», σε σημείο που να ψηφίζει ένας ένορκος υπέρ της ενοχής όταν ο Πρόεδρος εκφράζεται υπέρ της αθωότητας. Αν από τα παραπάνω προκύπτει ότι το σώμα των ενόρκων έχει πολύ ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, σημαντικά είναι και τα στοιχεία που αφορούν τους συμπράττοντες δικαστές. Εκτιμάται ότι περίπου το 90% της επιθεώρησης των τακτικών δικαστών του κλάδου της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης προκύπτει μέσα από το χειρισμό των πολιτικών δικών και όχι των ποινικών, επομένως είναι φυσιολογικό να μη δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα οι δικαστές στις ποινικές δίκες και ειδικότερα στις σχέσεις τους με τους ενόρκους. Εξάλλου, έχει παρατηρηθεί σε μία πολύκροτη ποινική δίκη στην πράξη ο Πρόεδρος του δικαστηρίου να συντάξει με τέτοιο τρόπο τη δικαστική απόφαση με την οποία δεν συμφωνούσε έτσι ώστε να ήταν εύκολη η αναίρεση της απόφασης και η νέα εκδίκαση. Μελέτη περίπτωσης 1 Καταδίκη τέως δικαστή από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών 12 Γ. Συλίκος, Δικαστές ή ένορκοι: Λειτουργική ισορροπία ή αντιρροπία;, Συνήγορος Έτος 2 ο Τεύχος 6 Φεβρουάριος Μάρτιος 98, σ. 24.

27 Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών εξέδωσε απόφαση κατά τον Αύγουστο 2006, την πρώτη που εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαλεύκανσης της εγκληματικής δραστηριότητας «παραδικαστικού» κυκλώματος από τα πολλά που έχουν αποκαλυφθεί σχεδόν ταυτόχρονα. Κατόπιν βουλεύματος του Αρείου Πάγου, για πρώτη φορά η παθητική δωροδοκία σε συνδυασμό με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μετατράπηκε από πλημμέλημα σε κακούργημα. Μεταξύ άλλων που καταδικάστηκαν σε πρώτο βαθμό, ήταν και ένας τέως δικαστής της πολιτικής δικαιοσύνης, πράγμα που αποτελεί μία σπάνια ιδιομορφία του δικαστηριακού μοντέλου του ειδικού Εφετείου καθώς ανώτεροι δικαστές έπρεπε να δικάσουν έναν πρώην συνάδελφό τους, κατώτερου βαθμού αλλά του ίδιου κλάδου, με αποτέλεσμα να τονίζεται ο εγγενής χαρακτήρας αυτού του μοντέλου ως εσωτερικού ελέγχου του κράτους. Στον κατηγορούμενο επιβλήθηκε ποινή εικοσιπενταετούς καθείρξεως, η οποία προέκυψε από ποινές της τάξεως συνολικά των 86 ετών. Πρόκειται για το ανώτατο όριο κύρωσης που μπορεί να επιμετρηθεί κατά συρροή αληθή. Μάλιστα, η ποινή αυτή εκτελείται άμεσα καθώς επιβλήθηκε άνευ αναστολής με την άσκηση εφέσεως. Παρατηρείται ότι ανήκει στη φύση του τακτικού δικαστή να αποτροπιάζεται από συμπεριφορές όπως αυτή του κατηγορουμένου, οπότε και λόγω της αντίστοιχης διαμόρφωσης της δικανικής του πεποίθησης να άγεται στη maximum επιμέτρηση της ποινής εναντίον της συμπεριφοράς του 13. ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Οι ρυθμίσεις μετά το Μνημόνιο και ως προς τα πλημμελήματα δια του τύπου Η Ελλάδα έχει τεθεί σε μία φάση γνωστή ως μνημονιακή, με αρχή το Μάιο του 2010 οπότε συνήφθη το πρώτο Μνημόνιο σχετικά με την κρίση χρέους. Μία από τις συνέπειες της πολιτικής της ελληνικής Πολιτείας είναι και οι νομοθετικές μεταβολές που έχουν με 13 Α. Κατσαντώνης, Ενστάσεις. Μια απόφαση αλλιώτικη από τις άλλες, Τύπος της Κυριακής Κυριακή 13 Αυγούστου 2006, σ. 16.

28 διάφορα νομοθετήματα επέλθει στο δικαστικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου και του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Μονομελές, τριμελές και πενταμελές Εφετείο Ειδικότερα όσον αφορά το θεσμό των ενόρκων, προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία ένα πρωτοβάθμιο δικαστήριο μονομελές για τα κακουργήματα, το «Μονομελές Εφετείο» Κακουργημάτων. Προστέθηκε λοιπόν στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ένα άρθρο, το υπ αριθμ. 110 με τίτλο «Μονομελές Εφετείο», με το άρθρο 29 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και με έναρξη ισχύος την ημερομηνία 2.4.2012. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι το μονομελές εφετείο κακουργημάτων δικάζει τα πιο κάτω εγκλήματα εκτός αν στο νόμο απειλείται κατά αυτών η ποινή όχι της πρόσκαιρης αλλά της ισόβιας κάθειρξης: 1. Τα κακουργήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 308 Α Κ.Π.Δ., για τα οποία προβλέπεται η περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ εξαίρεση, δηλαδή αντί της κατά κανόνα περάτωσης με υποβολή της δικογραφίας στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, με υποβολή της δικογραφίας από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο (δηλαδή τα κακουργήματα του Ν. 2168/1993 «Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξεις», του Ν. 2523/1997 «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις», του Ν. 3386/2005 «Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια», του Ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας», του Ν. 3459/2006 «Κώδικας Νόμων για τα Ναρκωτικά», του εμπρησμού δασών και των άρθρων 374 «διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής» και 380 «ληστεία» του Ποινικού Κώδικα) καθώς και αυτά της παραγράφου 1 του άρθρου 308 Β Κ.Π.Δ.

29 (δηλαδή των άρθρων 375 «υπεξαίρεση», 386 «απάτη», 386 Α «απάτη» με υπολογιστή», 390 «απιστία» και 404 «τοκογλυφία», του Ποινικού Κώδικα, στα οποία χωρεί η διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής μετά από αίτημα του κατηγορουμένου), εφόσον για τα τελευταία έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής. 2. Τα κακουργήματα των άρθρων 114 του Ν. 1892/1990 (ανοικοδόμηση δασικών εκτάσεων), 66 του Ν. 2121/1993 (παράβαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας) και 52 του Ν. 4002/2011 (διεξαγωγή τυχερών παιχνιδιών χωρίς άδεια με παιγνιομηχανήματα ή μέσω διαδικτύου). 3. Τα κακουργήματα των νόμων 2725/1999 (ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις) και 3028/2002 (προστασία πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως μεταξύ άλλων το κακούργημα της παράνομης ανασκαφής, το οποίο εφόσον τελείται εντός αρχαιολογικού χώρου τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη, και ιδίως η αρχαιοκαπηλία, η οποία διακρίνεται στις περιπτώσεις των κακουργημάτων της κλοπής μνημείων, της υπεξαίρεσης μνημείων και της κλεπταποδοχής μνημείων). Εξάλλου, το Τριμελές Εφετείο: 1. είναι το δικαστήριο που κατά κανόνα δικάζει σε δεύτερο βαθμό, δηλαδή τις εφέσεις κατά αποφάσεων των τριμελών πλημμελειοδικείων (και πολυμελών πρωτοδικείων στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 116 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Επιπλέον, δικάζει τις εφέσεις κατά των (πρωτοβάθμιων) αποφάσεων του προαναφερθέντος μονομελούς εφετείου κακουργημάτων, συνεπώς έγινε πλέον δικαστήριο δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας για πρώτη φορά για κακουργήματα. 2. κατ εξαίρεση δικάζει και ως πρωτοβάθμιο τα πλημμελήματα των προσώπων ειδικής δωσιδικίας, όπως δικηγόρων κλπ. 3. επίσης ως πρωτοβάθμιο δικάζει τα κακουργήματα που προβλέπουν το άρθρο 111 Κ.Π.Δ. (π.χ. περί τα υπομνήματα όπως η πλαστογραφία) και ορισμένοι ειδικοί ποινικοί νόμοι (και από τα κατ αρχήν υπαγόμενα στο μονομελές εφετείο εκείνα κατά των οποίων στο νόμο απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης), π.χ. τα κακουργήματα που τελούνται δια του τύπου καθώς το άρ. 97 παρ. 3 του

30 Συντάγματος ορίζει ότι τα αδικήματα του τύπου ανεξαρτήτως βαθμού (συνεπώς και τα κακουργήματα) υπάγονται στα τακτικά ποινικά δικαστήρια (συνεπώς όχι στα μεικτά ορκωτά δικαστήρια). Το πενταμελές Εφετείο δικάζει τις εφέσεις κατ αποφάσεων του τριμελούς εφετείου (όταν το δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό τα παραπάνω εγκλήματα). Συνεπώς, έχει ελαφρυνθεί ο φόρτος εργασίας του πενταμελούς μέσα από την υπαγωγή της ύλης του μονομελούς κατ έφεση στο τριμελές πλέον. ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ: Οι ρυθμίσεις για τα πλημμελήματα δια του τύπου Στην εποχή του Μνημονίου παρόμοιες εξελίξεις είχαν ήδη συμβεί όσον αφορά τα πλημμελήματα δια του τύπου. Ειδικότερα, με το άρ. 10 παρ. 4 του Ν. 3904/2010 υπήρξε αλλαγή στο περιεχόμενο του άρ. 114 Κ.Π.Δ. που προβλέπει την αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, το οποίο συνεχίζει ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο να δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου καθώς και κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από το ειρηνοδικείο σύμφωνα με το άρ. 116 παρ. 1. Ενώ προβλεπόταν μεταξύ άλλων ότι το δικαστήριο αυτό, που στελεχώνεται από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη, δικάζει σε πρώτο βαθμό κρίσης τα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στο νόμο φυλάκιση με ελάχιστο όριο κατώτερο των τριών μηνών ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές, με μία σειρά από εξαιρέσεις όπως εκείνα που τελούνται δια του τύπου (τα οποία επομένως υπάγονταν συλλήβδην στην αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου σε πρώτο βαθμό), η δικαστική ύλη του μονομελούς έχει σημαντικά διευρυνθεί πλέον. Υπό το καθεστώς του προαναφερθέντος Ν. 3904/2010 το δικαστήριο αυτό δικάζει τα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στο νόμο φυλάκιση με ελάχιστο όριο κατώτερο του ενός έτους (αντί των τριών μηνών) ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές εκτός από: α) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων και των εφετείων, καθώς και τα συναφή με αυτά (άρθρα 109, 111, 128 Κ.Π.Δ.), (ρύθμιση ίδια με εκείνη της προηγούμενης μορφής του άρθρου), β) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου των ανηλίκων,

31 γ) εκείνα των άρθρων 259 (παράβαση καθήκοντος) και 302 (ανθρωποκτονία από αμέλεια) του Π.Κ. και της συκοφαντικής δυσφήμισης δια του Τύπου (αντί του προαναφερθέντος γενικού κανόνα του αποκλεισμού αρμοδιότητας του μονομελούς για όλα τα πλημμελήματα δια του Τύπου). Συκοφαντική δυσφήμιση προκύπτει όταν όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Η ποινή που προβλέπεται στο άρ. 362 Π.Κ. είναι 3 μήνες κατά κατώτατο όριο. Μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή. Μπορεί επίσης να επιβληθεί και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 63.Π.Κ. Επισημαίνεται ότι τα άλλα εγκλήματα κατά της τιμής που προβλέπονται στο ίδιο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, όπως η εξύβριση (άρ. 361 Π.Κ.) και η δυσφήμηση (άρ. 362) διαμορφώνονται ως πλημμελήματα που με κριτήριο την ποινή υπάγονταν και εξακολουθούν να υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου. Η διαφορά η οποία προέκυψε με το Ν. 3904/2010 είναι ότι ενοποιήθηκε (σχεδόν πλήρως, με μόνη εξαίρεση τη συκοφαντική δυσφήμιση) το πεδίο αρμοδιότητας του δικαστηρίου αυτού, είτε τα εγκλήματα κατά της τιμής διαπράττονται δια του τύπου είτε διαφορετικά (π.χ. με δια ζώσης επικοινωνία), ενώ κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς το τριμελές πλημμελειοδικείο ήταν το «δικαστήριο των πλημμελημάτων του τύπου» και ουσιαστικά (δεδομένου ότι είναι μάλλον περιθωριακό το φαινόμενο της δυνατότητας διάπραξης πταισμάτων δια του τύπου, όπως το πταίσμα της εξύβρισης κατά το άρ. 361 παρ. 2 ή κακουργημάτων δια του τύπου, όπως η πορνογραφία ανηλίκων) το «δικαστήριο των αδικημάτων του τύπου» σχεδόν απόλυτα. Ως γενική παρατήρηση μπορεί να αναφερθεί ότι οι παραπάνω εξελίξεις, όπως αυτές συνίστανται στην επιβολή της πρόσκαιρης καθείρξεως απεριόριστα (μέχρι και 20 ετών ή σε περίπτωση συγχώνευσης των επιμέρους ποινών μέχρι και 25 έτη) στο μονομελές εφετείο κακουργημάτων (δηλαδή σε έναν τακτικό δικαστή, για τον οποίο ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας δεν προβλέπει, ως όφειλε, αν απαιτείται να είναι πρόεδρος εφετών ή αν αρκεί να είναι εφέτης), είναι ταυτόχρονα υπέρμετρα περιοριστικές για τα ανθρώπινα δικαιώματα ιδίως των κατηγορουμένων αλλά και αντιφατικές με την πολιτική του Κράτους στην ποινική καταστολή. Η αντίφαση αυτή αφορά τουλάχιστον την περίπτωση

32 της καταπολέμησης της αρχαιοκαπηλίας και γενικότερα της εγκληματικότητας της σχετικής με τα πολιτιστικά αγαθά, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια, ιδίως με τη θέσπιση του σχετικού Ν. 3658/2008 η Πολιτεία έδωσε το στίγμα ότι ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αντιμετωπίσει επιτυχώς αυτή τη μορφή εγκληματικότητας. Ωστόσο, και η εξέλιξη με τη διαμοίραση της ύλης των πλημμελημάτων δια του τύπου ανάμεσα στο τριμελές πλημμελειοδικείο και το μονομελές αποβαίνει περιοριστική για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς ένας κατώτερος πρωτοδίκης (ούτε καν απαραίτητα ένας ανώτερος δικαστής που να φέρει το βαθμό του προέδρου πρωτοδικών) θα δικάζει τα πλημμελήματα δια του τύπου, με μόνη εξαίρεση τη συκοφαντική δυσφήμιση δια του τύπου η οποία παραμένει στο πεδίο αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου. Η γκάμα των τακτικών ποινικών δικαστηρίων των αρμόδιων για την εκδίκαση των εγκλημάτων κατά της τιμής, σαν την εξύβριση, είναι ευρύτερη αν ληφθεί υπόψη ότι κατ εξαίρεση η εξύβριση τιμωρείται ως πταίσμα, κατά το άρ. 361 παρ. 2 Π.Κ., συνεπώς υπάγεται στο Πταισματοδικείο. Επιπλέον, το τριμελές πλημμελειοδικείο, ενώ ήταν το αποκλειστικό πλημμελειοδικείο για τα πλημμελήματα δια του τύπου σε πρώτο βαθμό, οπότε το τριμελές εφετείο ήταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που δίκαζε τις εφέσεις κατά του τριμελούς πλημμελειοδικείου, πλέον έχει προβιβαστεί καθώς οι πρωτοδίκες (πλημμελειοδίκες) θα δικάζουν αποκλειστικά τα πλημμελήματα δια του τύπου, κατ αποκλεισμό των εφετών οι οποίοι λόγω και της εμπειρίας τους προσιδιάζουν στην εκδίκαση των εφέσεων. Δημιουργείται λοιπόν ένα κύκλωμα εμμέσως πλην σαφώς (αποκλειστικού) αυτοελέγχου των πλημμελειοδικών, πράγμα που εκθέτει τη Δικαιοσύνη σε μία ευαίσθητη και για τη λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος ύλη, σαν τα εγκλήματα δια του τύπου.