ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΠολ ΜΕ ΤΟΝ ν. 4446/2016 (ΦΕΚ 240 Α/22.12.2016) Ιωάννης Κατράς ικηγόρος Οι παραπεμπόμενες σελίδες αναφέρονται στο βιβλίο μου: «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κατ άρθρο Νομολογία» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ Αθήνα Θεσσαλονίκη Με τον ν. 4446/2016 επήλθαν τροποποιήσεις στις διατάξεις των άρθ. 241, 495, 505, 575, 740, 800 ΚΠολ, 71 ΕισΝΚΠολ και 7 3 ν.δ. 1544/1942. Οι τροποποιούµενες διατάξεις έχουν ως εξής: Α. Στη σελ. 232, προστίθεται 3 στο άρθ. 241 ΚΠολ, το οποίο Άρθ. 241 [Αναβολή συζήτησης]. 1. Ύστερα από αίτηση του διαδίκου και αν ακόµη δεν κατατέθηκαν προτάσεις ή αυτές κατατέθηκαν εκπρόθεσµα, µπορεί να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης µόνο µια φορά, ανά βαθµό δικαιοδοσίας, σε µεταγενέστερη δικάσιµο, εφόσον υπάρχει σπουδαίος κατά την κρίση του δικαστηρίου λόγος, µε απλή σηµείωση στο πινάκιο. Σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων, οι υποθέσεις αναβάλλονται υποχρεωτικά σε δικάσιµο που ανακοινώνει το δικαστήριο εντός αποκλειστικής προθεσµίας ενενήντα (90) ηµερών ή σε άλλη εµβόλιµη δικάσιµο. 2. Το δικαστήριο µπορεί να επιδικάσει, µε απόφαση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, δικαστική δαπάνη σε βάρος εκείνου που ζήτησε την αναβολή, µε αίτηση του αντιδίκου του, 70 έως 400 ευρώ. 3. Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήµατος του διαδίκου, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση, υπέρ του Ταµείου Χρηµατοδότησης ικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ. Ι.Κ.): α) ενώπιον Ειρηνοδικείου και Μονοµελούς Πρωτοδικείου παραβόλου ποσού είκοσι (20) ευρώ, β) ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου παραβόλου ποσού τριάντα (30) ευρώ, γ) ενώπιον του Εφετείου παραβόλου ποσού σαράντα (40) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτηµα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ. Ι.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούµενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του ηµοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτηµα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιµερίζεται ισοµερώς σε αυτούς. [Όπως ισχύει µετά τα άρθ. 8 2 ν. 2915/2001, 7 3 ν. 3043/2002, 8 2 ν. 4055/2012. Η 3 προστέθηκε µε άρθ. 35 1 ν. 4446/2016. Σχετ. 184, 226 4, 237 4 εδ. τελ., 524 1, 548 ΚΠολ. ΑιτΕκθ ν. 4446/2016: «Με την 1 προστίθεται 3 στο άρθρο 241 του ΚΠολ, µε την οποία εισάγεται υποχρέωση του διαδίκου να καταθέτει στο ικαστήριο παράβολο υπέρ του ΤΑ.Χ. Ι.Κ., ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήµατός του, σε κάθε περίπτωση που αφορά το συγκεκριµένο λόγο αναβολής πλην της αποχής των δικηγόρων. Η ρύθµιση αυτή παρίσταται αναγκαία, δεδοµένου ότι µεγάλος όγκος των υποθέσεων που σήµερα εκκρεµούν ενώπιον της δικαιοσύνης προέρχεται από αναβολές υποθέσεων. Αυτό έχει ως συνέπεια τόσο τη δαπάνη πόρων του δικαστικού συστήµατος όσο και την αύξηση της εκκρεµότητας και άρα των καθυστερήσεων στην απονοµή δικαιοσύνης. Εκτιµάται ότι η εισαγωγή του εν λόγω παραβόλου, το οποίο είναι κλιµακούµενο ανάλογα µε τη βαθµίδα της δικαιοσύνης και ανέρχεται σε ποσό τέτοιο που δεν καθιστά απαγορευτική την πρόσβαση σε αυτή, θα λειτουργήσει καταρχάς αποτρεπτικά για την υποβολή αιτηµάτων αναβολής, περιορίζοντάς τα στην πράξη στα υπαγορευόµενα από επιτακτικούς λόγους ανωτέρας βίας, ενώ σε κάθε περίπτωση θα αποκαταστήσει εν µέρει τους δαπανώµενους πόρους, προκειµένου για την ενίσχυση της λειτουργίας της»]
Β. Στη σελ. 413, τροποποιείται το εδ. α της 3 του άρθ. 495 ΚΠολ, το οποίο Άρθ. 495 [Τρόπος άσκησης ένδικων µέσων Παράβολα]. 1. Τα ένδικα µέσα της ανακοπής ερηµοδικίας, της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης ασκούνται µε δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραµµατεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόµενη απόφαση ή στη γραµµατεία του πρωτοδικείου της µεταβατικής έδρας, αν προσβάλλεται απόφαση εφετείου που συνεδρίασε σε µεταβατική έδρα. 2. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση στο βιβλίο που τηρείται σύµφωνα µε το άρθρο 496, την οποία υπογράφει και αυτός που καταθέτει. Στο δικόγραφο που κατατίθεται σηµειώνεται ο αριθµός της έκθεσης και η χρονολογία της και βεβαιώνονται µε την υπογραφή εκείνου που συντάσσει την έκθεση. 3. Εκείνος που ασκεί το ένδικο µέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραµµατέας, ως εξής: Α. Για το ένδικο µέσο της έφεσης: α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού εβδοµήντα πέντε (75) ευρώ, β) κατά απόφασης Μονοµελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, γ) κατά απόφασης Πολυµελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Β. Για το ένδικο µέσο της αναίρεσης: α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, β) κατά απόφασης Μονοµελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριακοσίων (300) ευρώ, γ) κατά απόφασης Πολυµελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ, δ) κατά απόφασης Εφετείου παράβολο ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ. Γ. Για το ένδικο µέσο της αναψηλάφησης: α) κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων, µονοµελών και πολυµελών πρωτοδικείων παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ, β) κατά αποφάσεων Εφετείου και του Αρείου Πάγου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ. Σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο µέσο από ή κατά περισσότερων διαδίκων κατατίθεται ένα παράβολο από τους εκκαλούντες, αναιρεσείοντες ή αιτούντες. Το ύψος του ποσού αναπροσαρµόζεται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και ικαιοσύνης, ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ικαιωµάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο µέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή µερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο µε την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δηµόσιο ταµείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αριθ. 3 και 5, και 592 αριθ. 1 και 3. [Όπως αντικ. µε ν. 4335/2015 και το εδ. α της 3 αντικ. µε άρθ. 35 2 ν. 4446/2016. Σχετ. 21, 500, 505 2 ΚΠολ. ΑιτΕκθ ν. 4446/2016: «Με την παράγραφο 2 αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 495 του Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας, αναφορικά µε τα ποσά των παραβόλων που κατατίθενται στο δικαστήριο για την άσκηση των ενδίκων µέσων της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης. Η εκτίµηση που διαπνέει την εισαγόµενη ρύθµιση είναι ότι, αν και η υποχρέωση καταβολής παραβόλου για την άσκηση ενδίκου µέσου είναι καταρχήν ένα πρόσφορο µέτρο για την αποτροπή της άσκησης προδήλως αβάσιµων ένδικων βοηθηµάτων, είναι ωστόσο δυσανάλογη η οµοιόµορφη επιβάρυνση της άσκησης όλων των ενδίκων µέσων κάθε κατηγορίας µε παράβολο ενιαίας αξίας. Για το λόγο αυτό, κρίνεται σκοπιµότερο, σύµφωνα και µε το πνεύµα της προηγούµενης παραγράφου η αξία του παραβόλου να
κλιµακώνεται, αναλόγως του ενδίκου µέσου και του δικαστηρίου στο οποίο αυτό υποβάλλεται»] Γ. Στη σελ. 429, αντικαθίσταται η 2 του άρθ. 505 ΚΠολ, το οποίο Άρθ. 505 [Περιεχόµενο ανακοπής Παράβολο]. 1. Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της ανακοπής. 2. Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραµµατεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήµην απόφαση και ανέρχεται για κάθε ανακόπτοντα: α) σε ποσό που δεν µπορεί να είναι µικρότερο από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και µεγαλύτερο από διακόσια (200) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το Ειρηνοδικείο, β) σε ποσό που δεν µπορεί να είναι µικρότερο από εκατόν πενήντα (150) ευρώ και µεγαλύτερο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το Μονοµελές Πρωτοδικείο, ή γ) σε ποσό που δεν µπορεί να είναι µικρότερο από διακόσια (200) ευρώ και µεγαλύτερο από τριακόσια (300) ευρώ, όταν εκδίδεται από το Πολυµελές Πρωτοδικείο ή το Εφετείο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρµόζεται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και ικαιοσύνης, ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ικαιωµάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο µέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή µερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο µε την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δηµόσιο ταµείο. [Όπως η 2 αντικ. µε άρθ. 35 3 ν. 4446/2016. Σχετ. 19 κ.δ. 26.6/10.7.1944 ΑιτΕκθ ν. 4446/2016: «Με την 3 αντικαθίσταται η 2 του άρθρου 505 του Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας, η οποία αφορά το παράβολο που προκαταβάλλεται κατά την άσκηση ανακοπής ερηµοδικίας. Με την εισαγόµενη ρύθµιση, το ποσό του παραβόλου ερηµοδικίας αναπροσαρµόζεται κατά τρόπο ώστε να κάθε φορά να ανταποκρίνεται στη βαθµίδα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται το ένδικο µέσο. Το παράβολο κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου του ενδίκου µέσου, ενώ επιστρέφεται στον ανακόπτοντα ακόµα και σε περίπτωση µερικής νίκης του. Τέλος, παρέχεται ειδικότερη εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονοµικών και ικαιοσύνης, ιαφάνειας και Ανθρωπίνων ικαιωµάτων για την αναπροσαρµογή του ύψους του ποσού του παραβόλου»]. Στη σελ. 571, προστίθενται εδ. δ και ε στο άρθ. 575 ΚΠολ, το οποίο Άρθ. 575 [Αναβολή συζήτησης]. Με αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο µπορεί να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης µία µόνο φορά σε µεταγενέστερη δικάσιµο, που ορίζεται αµέσως µε επισηµείωση στο πινάκιο. Τα εδάφια τρίτο και τέταρτο της 4 του άρθρου 226 εφαρµόζονται και εδώ. Σε κάθε περίπτωση αναβολής της συζήτησης το δικαστήριο µπορεί να διατηρήσει την κατά το άρθρο 565 2 αναστολή. Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήµατος του διαδίκου, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση υπέρ του Ταµείου Χρηµατοδότησης ικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ. Ι.Κ.) παραβόλου ποσού πενήντα (50) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτηµα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ. Ι.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούµενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του ηµοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτηµα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιµερίζεται ισοµερώς σε αυτούς. [Όπως αντικ. µε ν. 4335/2015. Τα εδ. δ και ε προστέθηκαν µε άρθ. 35 4 ν. 4446/2016. Σχετ. 937 2 ΚΠολ ]
Ε. Στη σελ. 718, αντικαθίσταται η 1 του άρθ. 740 ΚΠολ, το οποίο Άρθ. 740 [Αρµοδιότητα]. 1. Στην αρµοδιότητα του Μονοµελούς Πρωτοδικείου υπάγονται οι υποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 739, η θέση προσώπου σε ακούσια νοσηλεία, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και η ανακοπή των άρθρων 787 του παρόντος και 82 ΑΚ. Εξαιρούνται οι υποθέσεις που αφορούν την ιατρικώς υποβοηθούµενη αναπαραγωγή, οι οποίες υπάγονται στην αρµοδιότητα των Πολυµελών Πρωτοδικείων και εκείνες που από το νόµο υπάγονται στην αρµοδιότητα των Ειρηνοδικείων. 2. Στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 δεν επιτρέπεται παρέκταση της αρµοδιότητας. [Όπως η 1 αντικ. µε ν. 4446/2016. Σχετ. 121 ΕισΝΑΚ, 48 ν. 2190/1920, 48, 259 2, 261 3, 262-263, 264 2 ν. 4072/2012. ΑιτΕκθ τροπολ. ν. 4446/2016: «Με την προτεινόµενη διάταξη της 1 επαναφέρεται η καθ' ύλη αρµοδιότητα του Μονοµελούς Πρωτοδικείου στις υποθέσεις υιοθεσίας. Η αρµοδιότητα επί των συγκεκριµένων υποθέσεων µεταφέρθηκε, αρχικώς, µε το άρθρο 20 του ν. 4055/2012 (Α 51), από τα Πολυµελή Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία, για λόγους επιτάχυνσης απονοµής της ικαιοσύνης, πλην όµως, µε το άρθρο 9 του ν. 4138/2013 (Α 72) εξαιρέθηκαν από την εν λόγω αρµοδιότητα και µεταφέρθηκαν στην αρµοδιότητα των Μονοµελών Πρωτοδικείων, διότι η υπαγωγής του σε δικαστήρια µικρών δήµων, µε έδρα πολλές φορές χωριά της επαρχίας, καταστρατηγεί τις διατάξεις που διασφαλίζουν τη µυστικότητα της υιοθεσίας. Με την επαναφορά των υποθέσεων υιοθεσίας στο Πολυµελές Πρωτοδικείο, µε τον ν. 4335/2015 (Α'87), διαπιστώθηκαν καθυστερήσεις στην απονοµή της δικαιοσύνης, αφού οι υποθέσεις προσκολλήθηκαν στα τµήµατα οικογενειακών υποθέσεων του Πολυµελούς Πρωτοδικείου, τα οποία είναι πολύ βεβαρηµένα µε δύσκολα νοµικά και ουσιαστικά ζητήµατα, που σχεδόν στο σύνολό τους ενέχουν οξύτατες αντιδικίες. Όπως καταδείχθηκε, αποτέλεσµα ήταν και παραµένει η πολύµηνη καθυστέρηση στις υποθέσεις υιοθεσίας τόσο στον προσδιορισµό δικασίµου, όσο και στην έκδοση αποφάσεων. Αντίθετα, η κτηθείσα εµπειρία από την υπαγωγή των υποθέσεων υιοθεσίας στην αρµοδιότητα των Μονοµελών Πρωτοδικείων αποδείχθηκε απόλυτα ικανοποιητική τόσο από άποψη ταχύτητας στην εκδίκαση, όσο και στην έκδοση ικανοποιητικών αποφάσεων»] ΣΤ. Στη σελ. 746, τροποποιούνται οι 1-2 του άρθ. 800 ΚΠολ, το οποίο Άρθ. 800 [Υιοθεσία]. 1. Αρµόδιο για την τέλεση της υιοθεσίας είναι κάθε Μονοµελές Πρωτοδικείο της Επικράτειας. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την τέλεση της υιοθεσίας, αν ο υιοθετών ή o υιοθετούµενος είναι ελληνικής ιθαγένειας, ακόµη και αν δεν έχουν τη συνήθη διαµονή τους στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή είναι αρµόδια τα δικαστήρια της πρωτεύουσας του Κράτους. 2. Οι συναινέσεις για την υιοθεσία δηλώνονται ενώπιον του δικαστηρίου που τελεί την υιοθεσία σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δηµοσιότητα. Η ίδια διαδικασία τηρείται και όταν πρόκειται για την ακρόαση, από το δικαστήριο, του υποψήφιου να υιοθετηθεί ανηλίκου που δεν συµπλήρωσε το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του ή άλλων τέκνων του υποψήφιου θετού γονέα, στις περιπτώσεις που η ακρόαση αυτή προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο. Στην περίπτωση υιοθεσίας ανηλίκου που προστατεύεται από αρµόδια κοινωνική υπηρεσία ή αναγνωρισµένη κοινωνική οργάνωση, η συναίνεση των φυσικών γονέων για την τέλεση της υιοθεσίας µπορεί να δηλωθεί και ενώπιον δικαστηρίου ή δικαστή που έχουν λάβει σχετική εντολή. 3. Οι προθεσµίες της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης εναντίον απόφασης που απαγγέλλει την υιοθεσία είναι αν δεν επιδοθεί η απόφαση, ένα έτος και αρχίζουν σε κάθε περίπτωση από τη δηµοσίευση της απόφασης. 4. Η προθεσµία της τριτανακοπής κατά της απόφασης που τελεί την υιοθεσία είναι έξι (6) µήνες από τη γνώση της υιοθεσίας και σε κάθε περίπτωση τρία (3) έτη από την τελεσιδικία της απόφασης. Ο φυσικός γονέας
που, λόγω της εφαρµογής διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, δεν συναίνεσε στην υιοθεσία του παιδιού του έχει το δικαίωµα, προκειµένου να ασκήσει τριτανακοπή κατά της σχετικής δικαστικής απόφασης, να πληροφορείται τα στοιχεία αυτής της απόφασης από την αρµόδια κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση που συνέπραξε στην τέλεση της υιοθεσίας. 5. Οι ανήλικοι που έχουν συµπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας τους έχουν την ικανότητα να παρίστανται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο κατά την τέλεση της υιοθεσίας και να ασκούν ένδικα µέσα κατά της σχετικής απόφασης, ανεξάρτητα από το αντίστοιχο δικαίωµα του νόµιµου αντιπροσώπου τους. 6. Το δικαστήριο µπορεί να διατάξει, η κύρια διαδικασία τέλεσης της υιοθεσίας να διεξάγεται κεκλεισµένων των θυρών. [Όπως οι 1, 2, 4, 5 αντικ. µε ν. 4335/2015 και όπως οι 1-2 ισχύουν µετά το άρθ. 117 2-3 ν. 4446/2016. Σχετ. 740 1, 748 2 ΚΠολ. ΑιτΕκθ τροπολ. ν. 4446/2016: «Με την προτεινόµενη διάταξη της 2 προστίθεται εδάφιο πρώτο στην 1 του άρθρου 800 του ΚΠολ, µε το οποίο ρυθµίζεται η κατά τόπο αρµοδιότητα του Μονοµελούς Πρωτοδικείου που τελεί την υιοθεσία. Η εν λόγω αρµοδιότητα είχε ορισθεί µε το άρθρο 9 του ν. 4138/2013 (Α 72), ως αρµοδιότητα «κάθε δικαστηρίου της Επικράτειας», καθώς η προϊσχύσασα του ν. 4138/2013 διάταξη, που όριζε αποκλειστική αρµοδιότητα του τόπου συνήθους διαµονής υιοθετούντος ή υιοθετούµενου, δηµιούργησε πολλά προβλήµατα διασφάλισης της αρχής της µυστικότητας, κυρίως για τους διαµένοντες σε µικρές επαρχιακές πόλεις. Η σχετική διάταξη, από προφανή παραδροµή, δεν περιλήφθηκε στο κείµενο του ν. 4335/2016 (Α 87), µε αποτέλεσµα να µην αναφέρεται καθόλου η κατά τόπο αρµοδιότητα. εδοµένου ότι η ρύθµιση της κατά τόπο αρµοδιότητας χρήζει άµεσης ρύθµισης, κρίνεται σκόπιµο να επαναφερθεί η διάταξη του άρθρου 9 του ν. 4138/2013 (Α 72), σύµφωνα µε την οποία αρµόδιο για την τέλεση της υιοθεσίας είναι κάθε Μονοµελές Πρωτοδικείο της Επικράτειας, για τον λόγο ότι δίνεται η ευχέρεια στους αιτούντες να υποβάλλουν αίτηση υιοθεσίας σε δικαστήριο άλλο από αυτό του τόπου συνήθους διαµονής τους. Η προτεινόµενη διάταξη της 3 είναι απαραίτητη, καθώς, µετά τη µεταφορά της αρµοδιότητας στα Μονοµελή Πρωτοδικεία σύµφωνα µε την 1 της παρούσας, η συναίνεση δηλώνεται ενώπιον του δικαστηρίου (Μονοµελές) και όχι ενώπιον µέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου, όπως ορίζεται σήµερα (Πολυµελές)] Ζ. Στη σελ. 1092 τροποποιείται το άρθ. 71 ΕισΝΚΠολ ως εξής: Άρθ. 71 [ ικαστικό ένσηµο επί εργατικών διαφορών]. Στις εργατικές διαφορές, δεν καταβάλλεται το κατά το νόµο ΓϡΟΗ του 1912, όπως ήδη ισχύει, δικαστικό ένσηµο, για το µέχρι του ποσού της εκάστοτε καθ ύλην αρµοδιότητας του ειρηνοδικείου, αίτηµα της αγωγής. Στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών, για τις οποίες καταβάλλεται δικαστικό ένσηµο, αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4 ) επί της αξίας του αντικειµένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσηµο κατά τις οικείες διατάξεις. [Όπως τροποπ. µε άρθ. 17 6 ν. 2479/1997. Το εδ. β προστέθηκε µε άρθ. 34 ν. 4446/2016. ΑιτΕκθ ν. 4446/2016: «Με την παράγραφο 1 προστίθεται δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 71 του Εισαγωγικού Νόµου του Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας, το οποίο ορίζει ότι στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών για τις οποίες προβλέπεται υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήµου, αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4 ) επί του ύψους της αξίωσης, ανεξαρτήτως αν αυτή επιδιώκεται δικαστικώς µε αγωγή ή άλλο δικόγραφο που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε ελληνικό δικαστήριο. Κατά συνέπεια, πέρα από την ήδη υφιστάµενη απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήµου για εργατικές υποθέσεις καθ ύλην αρµοδιότητας του ειρηνοδικείου, αυτό µειώνεται στο µισό και για όλες τις υπόλοιπες καταψηφιστικές αγωγές των εργατικών διαφορών. Η ρύθµιση παρίσταται αναγκαία καθώς, λόγω της οικονοµικής κρίσης, πολύ συχνά πλέον οι εργαζόµενοι υποχρεώνονται σε δικαστική διεκδίκηση των αξιώσεών τους, έχοντας ήδη περιέλθει σε δυσχερή οικονοµική θέση, καθώς η διεκδίκηση αυτή αφορά τους ίδιους τους πόρους διαβίωσής τους»]
Η. Στη σελ. 1092 τροποποιείται το άρθ. 7 3 ν.δ. 1544/1942 ως εξής: Άρθ. 7 3 ν.δ. 1544/1942: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓϡΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσηµείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασµού». [Όπως αντικ. µε άρθ. 33 1 ν. 4446/2016. Κατά το άρθ. 33 2 ν. 4446/2016: «Η διάταξη της προηγούµενης παραγράφου εφαρµόζεται στις εκκρεµείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου, εφόσον µετατραπούν σε αναγνωριστικές µετά τη δηµοσίευσή του». ΑιτΕκθ ν. 4446/2016: «Με την 1 επανέρχεται στην αρχική της διατύπωση η διάταξη της 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α 189), πριν τις διαδοχικές τροποποιήσεις της από το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α 51), ούτως ώστε να εξαιρείται πλέον το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήµου. Η ρύθµιση αυτή έρχεται να αποκαταστήσει την έννοια της διαφοροποίησης µεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αγωγών καθώς η καταβολή δικαστικού ενσήµου συνδέεται µε την εκτελεστότητα, και υπό την έννοια αυτή παρίσταται εύλογο να µην επιβαρύνεται µε αυτό η αναγνωριστική αγωγή, στο µέτρο που δεν άγει σε εκτελεστό τίτλο. Με την 2 ορίζεται ότι η ρύθµιση της 1 καταλαµβάνει και τις εκκρεµείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και όσες αγωγές µετατραπούν σε αναγνωριστικές µετά την έναρξη ισχύος του νόµου, ακόµα και αν αυτές είχαν αρχικά ασκηθεί ως καταψηφιστικές. Η ρύθµιση αυτή τίθεται για λόγους ίσης µεταχείρισης, καθώς η καταψηφιστική αγωγή που τρέπεται σε αναγνωριστική παράγει τις ίδιες έννοµες συνέπειες σαν να είχε ασκηθεί ως αναγνωριστική εξαρχής»]