Όμξρση Ζφή. Μαςρξκεσάλξς Λιλήο. Emily Dickinson. Inebriate of air am I and debauchee of dew «Μεθώ απ ρξμ αέρα και νεσαμρώμφ με δρξπιά»

Σχετικά έγγραφα
Οι περιπέτειεσ των πουλιών ςτη λίμνη Κουρνά

ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΑΝ Τ ΑΓΑΛΜΑΤΑ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΑΡΛΑΣΗ

Ελευθέρια Ιωαννίνων και Περιαστικό Δάσος Ιωαννίνων

«Η καλι πλευρά των πραγμάτων» Ρολλοί ξζρουν τα λουλοφδια κλζφτεσ. Είναι εκείνα τα λεπτά, πράςινα κλωναράκια,

Τρεισ φορζσ κι ζνα καιρό, ς ζνα κόςμο μακρινό υπιρχε μια χϊρα όμορφθ και μαγικι. Η Ρολυχρωμοχϊρα. Σ αυτι τθ χϊρα υπιρχαν άνκρωποι φτωχοί μα

Αυτόνομοι Πράκτορες. Αναφορά Εργασίας Εξαμήνου. Το αστέρι του Aibo και τα κόκαλα του

ΤΑ ΤΡΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙΑ

Συνζντευξη με τη ραδιοφωνική παραγωγό Βιβή Παπαςτάθη

Μια κακιά ςφηυγοσ. Διονφςθσ Κυβρικοςαίοσ. Το κορίτςι και θ ευχι

Μζρη διαςκζδαςησ παιδιών

ΠΡΟΩΠΑ: 1-6 ΑΦΗΓΗΣΕ 1 ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΑΠΑΡΟΤΝΑ: ΓΙΑΓΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΣΑ: 8 ΜΑΡΓΑΡΙΣΕ. 1 η ΜΑΡΓΑΡΙΣΑ: 2 η ΜΑΡΓΑΡΙΣΑ: 3 η ΜΑΡΓΑΡΙΣΑ: 4 η ΜΑΡΓΑΡΙΣΑ: 5 η ΜΑΡΓΑΡΙΣΑ:

Treasures of the Earth

Λόγοι του Αγίου Ραϊςίου

ΤΟ ΟΝΕΙΟ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΡΟΤΕ ΕΔΩ. ΕΚΡΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ:ΧΑΑ ΜΕΛΑΧΟΙΝΟΥ

ΤΑ ΡΑΑΜΥΘΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΥΞΗ ΤΗΣ ΚΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Ο Μουτότο ςτθν Λωνίδειο Σχολι

ΣΙΧΑΚΙΑ ΓΙΑ ΣΑ ΧΡΙΣΟΤΓΕΝΝΑ

ΣΑΞΗ : Α ΓΤΜΝΑΙΟΤ ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΩΜΑΣΙΚΕ ΔΡΑΕΙ. ΘΕΜΑ: ΧΟΛΙΚΟ ΕΚΦΟΒΙΜΟ 3 ο ΣΡΙΜΗΝΟ

Aux.Magazine Μπιλμπάο, Βιηκάγια, Ιςπανία Προςωπικά δεδομζνα

Ποιθματα μαιητών. ςχετικά με την ενότητα «Στάςεισ ζωθσ ςτην ποίηςη» ςτο μάιημα τησ Νεοελληνικθσ Λογοτεχνίασ

Ένα βιβλίο με πολλά σσναισθήματα και αγάπη!

Νθπιαγωγείο : Φεβρουάριοσ-Μάιοσ Μεςόγειοσ, μια κάλαςςα πολλζσ ιςτορίεσ.

Ένα παιχνίδι ρόλων για την αποτροπή του ςχολικοφ εκφοβιςμοφ.

Πρόςβαςη και δήλωςη μαθημάτων ςτον Εφδοξο

ΣΕΙΣΜΟΣ. Τι είναι; Πϊσ δημιουργείται;

Έναν καιρό και μια φορά, ιταν ζνασ Καλικάντηαροσ τόςο ηωθρόσ που οφτε οι ίδιοι οι καλικάντηαροι δεν τον άντεχαν! Φανταςτείτε και θ ίδια του θ φυλι

Κατερίνα Χριςτοδοφλου Ψυχολόγοσ Μτπχ.Συμβουλευτικήσ Ψυχολογίασ

Treasures of the Earth

Γεϊργιοσ Βιηυθνόσ, Το αμάρτθμα τθσ μθτρόσ μου (απόςπαςμα).

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Κάκε δικαίωμα ςυνδζεται με τα άλλα και είναι όλα το ίδιο ςθμαντκά.

ΟΜΑΔΑ: ΘΕΟΚΛΗΣΩ-ΑΝΣΡΕΑ-ΝΕΦΕΛΗ

Παραμφκια για τθν Κφπρο για τον μακθτικό διαγωνιςμό: «Κφπροσ-Δεν ξεχνώ, διεκδικώ, δθμιουργώ»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ - ΑΠΕΛΕΤΘΕΡΩΗ ΣΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ, 1912

4η ΠΑΓΚΤΠΡΙΑ ΟΛΤΜΠΙΑΔΑ ΕΠΙΣΗΜΗ Γ ΣΑΞΗ ΔΗΜΟΣΙΚΟΤ. Κυριακή, 7 Ιουνίου 2015, ώρα: 10:00-11:00

Ζτςι μάηεψα τισ 7 ποιο ςυχνζσ ερωτιςεισ που δζχομαι και τισ απαντϊ ζτςι ϊςτε να λυκοφν οι απορίεσ που μπορεί να ζχεισ.

Επικοινωνία, ομιλία και γλώςςα: Πωσ μπορώ να βοηθήςω;

Κυκλοφορώ με αςφάλεια ςτο δρόμο

Φίλεσ για πάντα; Πάντα μου άρεςαν οι ιςτορίεσ που τελείωναν εκεί από όπου άρχιηαν. Που

ΝΛΤΣΕ. Πρόςωπα: υγγραφζασ, υνθζτθσ, Ελζνθ, Ρόηα ΡΩΤΘ ΡΑΞΘ

ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟ ΗΜΑΤΟΣ «Η ΚΥΡΙΑ ΒΙΟΛΑΝΣ» «Τα Κατά συνθήκη.. ψεύδη» Της Ελένης Σεμερτζίδου. (Θεατρικό ζργο ςε τρεισ πράξεισ) θεσσαλονίκη

Τεχνικές χαλάρωσης στο άγχος. Κοσρνέτας Παύλος,Φσσικοθεραπεστής Κωνσταντάκη Φρόσω,Βιολόγος

Οι μαθητές των κινητών ΚΕΣΠΕΜ περιγράφουν τα χωριά τους

Επαφξθςθ Δείκτθσ Β Επαφξθςθ Δείκτθσ C Επαφξθςθ Δείκτθσ D. ςτο κεφάλι του. παίκτθ. ςυμβαίνει τίποτα. Προςτίκενται νότεσ μουςικισ.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ζρευνα ικανοποίθςθσ τουριςτϊν

ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΡΩΤΟΧΟΝΙΑ ΣΙΧΑΚΙΑ ΕΤΧΕ ΓΙΑ ΣΗΝ ΠΡΩΣΟΧΡΟΝΙΑ. Το νζο ζτοσ να ςασ φζρει υγεία, χαρά, αγάπθ. Χρόνια πολλά.

ΑΝΑΣΑΙΑ ΧΡΙΣΟΦΟΡΑΣΟΤ ΛΟΓΟΣΕΧΝΙΚΟ ΕΞΩΧΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΤ ΧΡΙΣΟΤΓΕΝΝΩΝ

ΑΡΓΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ. Η ϊρα ιταν δϊδεκα και μιςι Η τελετι είχε τελειϊςει και ο νεκρόσ είχε καφτεί..

«Παραμύθια και παιχνίδια του κόσμου»

Η Μπάμα Τα παιδιά ανακαλφπτουν τισ δυςκολίεσ που αντιμετωπίηει μια φτωχι κοινότθτα τθσ Κζνυασ

ΓΡΑΠΣΕ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕ ΕΞΕΣΑΕΙ ΙΟΤΝΙΟΤ 2012 ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Β ΓΤΜΝΑΙΟΤ. Ημερομθνία: Παραςκευι Διάρκεια: 2 ϊρεσ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μαρίλια Διόλα Ιωςθφίνα Πεαηίνου Στ τάξθ

Εξαρτιςεισ -Ναρκωτικά

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

25. Ποια είναι τα ψυκτικά φορτία από εξωτερικζσ πθγζσ. Α) Τα ψυκτικά φορτία από αγωγιμότθτα. Β) Τα ψυκτικά φορτία από ακτινοβολία και

Μια υπόθεση αυτοκτονίας ; τισ 12:00 μ.μ. ο αςτυνομικόσ Ρικ μικ απολάμβανε τθ ςυντρόφια τθσ γυναίκασ του

Ερωτιςεισ & απαντιςεισ για τα ξφλινα πνευςτά

ΓΕ.Λ ΕΤΔΗΛΟΤ ΙΚΑΡΙΑ ΣΑΞΗ: Β ΛΤΚΕΙΟΤ ΧΟΛΙΚΟ ΕΣΟ: ΘΕΜΑ: ΟΠΣΙΚΕ ΑΠΑΣΕ ΤΠΟΘΕΜΑ: ΟΠΣΙΚΕ ΑΠΑΣΕ ΣΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣΗΣΑ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΤΙΤΛΟΣ: "SWITCH-ΠΩ ΝΑ ΚΑΣΑΦΕΡΕΙ ΣΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΟΣΑΝ Η ΑΛΛΑΓΗ ΕΙΝΑΙ ΔΤΚΟΛΗ" Σσγγραφείς: Chip Heath & Dan Heath. Εκδόζεις: Κσριάκος Παπαδόποσλος/ΕΕΔΕ

«Χάρβεϊ» *Art therapy* Αριάδνθ Λεγάκθ

ΗΜΕΙΩΕΙ ΣΕΧΝΙΚΗ ΣΟΤ ΣΕΡΜΑΣΟΦΤΛΑΚΑ ΕΙΗΓΗΣΗ: ΚΑΡΑΒΕΛΗ ΓΡΗΓΟΡΗ

Το δημοτικό τραγούδι «του γιοφυριού της Άρτας» είναι μια παραλογή που εμφανίζει ομοιότητες και διαφορές με την τραγωδία του Ευριπίδη «Ίφιγένεια ἡ ἐν

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΛΑΘΟΣ ΡΑΘΟΣ ΣΤΑ ΡΑΑΣΚΗΝΙΑ. «Τρία, δφο, ζνα πάμε!» ακοφςτθκε θ φωνι του ξακουςτοφ Άγγλου ςκθνοκζτθ

Συνεκπαίδευςη ςτο 1 ο Δ.Σ. Παλαιοκάςτρου

AΡΣΑΝΟ ΙΩΑΝΝΗ (ΠΕ2) 3 ο ΓΕΛ Π. ΦΑΛΗΡΟΤ ΛΤΙΟΤ : ΤΠΕΡ ΜΑΝΣΙΘΕΟΤ. Μετάφραςθ ( 1-3)

Λογοτεχνικό ανάγνωσμα Χριστουγέννων.

Αςφυξία και πνιγμονθ

Ζπειτα κάναμε μια ςυηιτθςθ και εκφράςαμε τισ απορίεσ που είχαμε. Όλεσ οι ερωτιςεισ που κάναμε ςτον κ. Γιάννθ είναι: Επ : Πωρ μοξπώ μα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΘΘ ΝΕΡΟΤ!!!!

Διεφθυνση ΠΕ Αν. Θεσσαλονίκης. Σεμινάριο. «Δημιουργώ τα δικά μου κόμικς»

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Πόςο εκτατό μπορεί να είναι ζνα μη εκτατό νήμα και πόςο φυςικό. μπορεί να είναι ζνα μηχανικό ςτερεό. Συνιςταμζνη δφναμη versus «κατανεμημζνησ» δφναμησ

Ο Ραράδειςοσ και θ Κόλαςθ 2010

ΔΙΑΓΩΝΙΜΟ ΓΙΑ ΣΗΝ ΗΜΕΡΑ ΑΦΑΛΟΤ ΔΙΑΔΙΚΣΤΟΤ

Στο ςχολείο και ςτο ςπίτι με αποκαλοφςαν ςυχνά «μαμοφνι». Μου άρεςε να. κάνω πολλά και διαφορετικά πράγματα πθγαίνοντασ κόντρα ςτθ γνϊμθ των

Ερινφεσ. Ρροκλθτικά ντυμζνθ αλλά και ακαταμάχθτθ, θ Αλεξάνδρα Λαηαρίδθ είναι ζτοιμθ

(ομοιότητεσ-διαφορζσ)

Εικόνες: Eύα Καραντινού

-Γεια ςασ κυρία ελιά, είςαςτε ςτον αζρα. -Γεια ςου. -Σι κάνεισ; -Καλά κοπζλι μου. -Πόςον χρονών είςτε; -Εγώ είμαι 1200 χρονών. -Που μζνεισ; -Μζνω

Treasures of the Earth

«1 st ATHENS BAR THEATRE FESTIVAL»

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΧΑΜΗΛΩΝ ΕΡΑΝΑΛΗΨΕΩΝ: ΕΡΙΛΕΞΤΕ ΜΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΘΕΤΕ ΣΕ ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ ΣΕ 8-10 ΕΡΑΝΑΛΗΨΕΙΣ

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΠΕΔΟ (Β - Γ Λυκείου)

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Φρζςκια πατατοςαλάτα με ςάλτςα Philadelphia με μουςτάρδα

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Transcript:

1

Όμξρση Ζφή Μαςρξκεσάλξς Λιλήο Inebriate of air am I and debauchee of dew «Μεθώ απ ρξμ αέρα και νεσαμρώμφ με δρξπιά» Emily Dickinson 2

Απόππαπμα βιβλίξς. «Όραμ η δύμαμη δεμ μπξρεί μα βρει διένξδξ, διαπρρέσεραι πε καραπρρξσική ή αςρξκαρξπρρξσική. Γιαρί η δύμαμη θα σριάνει ή θα ταλάπει» Τπόθεπη. Για ρη ζφή πε απξπύμθεπη, ρημ αμιπόρρξπη ζφή πξς ζηρά μεραμόρσφπη, ρη ζφή μαο, ξι Ιμδιάμξι Χόπι έτξςμ μια λένη: κξγιαμιπκάρπι. Κξγιαμιπκάρπι -διόλξς ρςταία- είμαι κι ξ ρίρλξο ηλεκρρξμικξύ περιξδικξύ Η μεαρή δημξπιξγράσξο ρξς περιξδικξύ, η Ισιγέμεια, επιπκέπρεραι ρξ ξρειμό τφριό Αγμάμριξ, για μα μάθει πώο η Άμμα, μια μόμη γςμαίκα, πρώημ πρφρεςξςπιάμα, καράσερε μα ζφμραμέυει μέπα πε ρριάμρα τρόμια ρξ ερημφμέμξ Αγμάμριξ, ώπρε μα γίμει πρόρςπξ αρμξμικήο 3

πςμβίφπηο- παρά ρημ αμξμξιξγέμεια ρφμ καρξίκφμ ρξςκαι ξικξλξγικήο αμάπρςνηο. Η έρεςμά ρηο θα γίμει η ασξρμή, μέπα από ρξ αμαπκάλεμα παλιώμ ξικξγεμειακώμ ρραγφδιώμ και ρη λύπη εμόο «απρςμξμικξύ» αιμίγμαρξο, μα αμακαλύυει ρξμ αμθρώπιμξ κρίκξ πξς ρημ εμώμει με ρημ Άμμα Από ρη πςγγρασέα Με ρξ «Όμξρση Ζφή», ρξ δέκαρξ μςθιπρόρημά μξς θα ήθελα μα μξιραπρώ με ρξμ αμαγμώπρη ρημ πρόραπη μιαο ζφήο ένφ από ριο ρπιμεμρξςπόλειο ρηο αμεργίαο, ρηο ακρίβειαο και ρηο απξνέμφπηο πρη σύπη κι από ρη σύπη με αλληλεγγύη κι ότι αλληλξσάγφμα μια αλλαγή πλεύπηο εμ μέπφ «κακξκαιρίαο». Για κάρι ρέρξιξ ρξ διαδίκρςξ μξς σάμηκε ρξ καλύρερξ ότημα. 4

ΜΕΡΟ ΠΡΩΣΟ Άμμα κι Ελπίδα Κζλεισ να ξζρεισ τα πάντα για μζνα, κζλεισ να κάνεισ δικά ςου τα χρόνια που δε με γνϊριηεσ. Το βλζμμα ςου με παρακινεί να ςου μιλϊ. Μα δε χρειάηομαι παρακίνθςθ, καλζ μου. Σου ανοίγομαι με θδονι, με θδονι ς αφινω να περιπλανιζςαι ςτθν παλιά μου ηωι, γίνομαι ο δρόμοσ ςου για να με βρεισ και τότε είναι ςαν να μθν υπάρχουν άλλοι ςτον κόςμο παρεκτόσ εμείσ οι δυο. Πταν δεν είςαι κοντά μου, εξακολουκϊ να ςου μιλϊ. Δεν μπορϊ να ςταματιςω το ποτάμι των αναμνιςεων που με γυρίηουν πίςω ςτο χρόνο. Και βλζπω πια ολοκάκαρα το κοριτςάκι με τα κοτςιδάκια, τα κοντά ξεχειλωμζνα καλτςάκια και το μελαχρινό, πειςματάρικο μουτράκι. Κζλω να το ςφίξω ςτθν αγκαλιά μου, να το φυλάξω από τα μελλοφμενα. Είναι τόςο άπραγο κι ανυποψίαςτο, τόςο γεμάτο εμπιςτοςφνθ ςτθ ηωι! Και τα μάτια του ςτθν παλιά φωτογραφία, που ςχεδόν τθν άρπαξεσ από το κομοδίνο μου, για να ςου κρατά ςυντροφιά μακριά μου, είναι λαμπερά, όμωσ τυφλά. Το πονϊ το κοριτςάκι για τθν απφκμενθ άγνοιά του και ςυγχρόνωσ το καμαρϊνω για τθν περθφάνια του. Σφίγγει τα δόντια να ςυγκρατιςει το κλάμα, όταν πζφτει και ματϊνει τα γόνατα ι όταν τθν ξυλοφορτϊνει θ μαμά τθσ, γιατί «βγάηει γλϊςςα». Κι αργότερα, κοπελίτςα και γυναίκα, πζφτει, ςθκϊνεται, χαμογελά ζορισμένα και πορεφεται με το κεφάλι ψθλά. Δεν ικελα να ξαναγαπιςω. Είχα πια βαρεκεί τισ αγάπεσ, μα εςφ με ξανάβαλεσ ςτο παιγνίδι μ εκείνο το απαιτθτικό, κτθτικό φιλί ςου. Τ αναποδογφριςεσ όλα κι ζγινα ευάλωτθ ςτθ κζλθςι ςου. Το βλζμμα ςου είχε προετοιμάςει τθν παράδοςι μου. Μου ζμακε πωσ δεν ιμουν 5

άτρωτθ, πωσ ιμουν ακόμθ γυναίκα. Κανζνασ δεν μ ζχει κοιτάξει όπωσ εςφ, Ορζςτθ. Γαλάηιοσ κακρζφτθσ τα μάτια ςου, με κακρεφτίηουν πανζμορφθ κι αγζραςτθ. Και δεν είμαι οφτε το ζνα οφτε το άλλο... Γαλινθ νιϊκω ςτθν αγκαλιά ςου, είναι ο τόποσ που μου ταιριάηει, το ξανκωπό ςου κορμί θ φωλιά μου. Κι όταν φφγεισ είςαι πάλι παρϊν, όπωσ ο αζρασ που παφει να φυςά. Ζφυγεσ πριν λίγο. Στο ςτρϊμα ζχεισ αφιςει ζνα βακοφλωμα και τθ μυρουδιά ςου ςτα ςεντόνια. Κι εγϊ λαχταρϊντασ τθν επιςτροφι ςου ςοφ μιλϊ κι εςφ μ ακοφσ, όπου κι αν είςαι. Ιρκεσ, όταν δεν ςε είχα ανάγκθ. Ξαναγεννθμζνθ με βρικεσ. Ευτυχιςμζνθ. Στθ φυςικι μου κατάςταςθ. Γι αυτό μ αγάπθςεσ; Ι για τισ παλιζσ πλθγζσ μου; Δεν ξζρω. Ξζρω μόνο πωσ με κοιτάσ κι ανκίηω. Τον πρϊτο καιρό εδϊ ςτ Αγνάντιο, ςυγγενείσ και γνωςτοί ςχολίαηαν πωσ είχα καφτεί ς αυτό το ορεινό αρκαδικό χωριό των είκοςι μόνιμων κατοίκων και κάποιοι μπαίνανε ςτον κόπο να με επιςκεφτοφν, για να ζχουν να λζνε για τθν «εν τάφω ηωι» μου. Τρίβανε τα μάτια τουσ, όταν μ ζβλεπαν. Ιμουν μια χαρά, καλφτερα από ποτζ! Ρϊσ ιταν δυνατόν; Ιταν. Κάφτθκα κι αναγεννικθκα ςαν ζνα ςπυρί ςτάρι. Κι εςφ, Ορζςτθ, απορείσ που γελάω πλοφςια και που τα μάτια μου λάμπουνε ςαν να μαι ακόμθ ςτθν πρϊτθ μου νιότθ. Λεσ πωσ μαγεφεςαι. Μα κι εγϊ είμαι μαγεμζνθ. Τρία χρόνια ςτο χωριό κι όλα μου φαίνονται καυμαςτά όπωσ τον πρϊτο καιρό: το ςπιτάκι μου, το περιβόλι μου, θ Ρουπζλα μου με τα υπζροχα γατίςια τόξα τθσ, όταν ξυπνά και τανφηεται, θ Λάρα μου με τθ φοβερι οξυδζρκειά τθσ. Και να φανταςτείσ ότι ςτθν Ακινα θ Λάρα ιταν ζνα ςυνθκιςμζνο ςκυλάκι Υπάρχουν κι άλλα: Οι βελανιδιζσ κι οι οξιζσ που γζμιςαν πριν λίγεσ μζρεσ κιτρινοκόκκινα φφλλα, θ βροχι ςτα κεραμίδια που νανουρίηει τισ νφχτεσ μου, τα μεγάλα βουνά ολόγυρα που χωνεφονται το ζνα μζςα ςτ άλλο και δείχνουν άυλα το δειλινό, τα νυχτερινά φωτάκια των χωριϊν κάτω ςτθν κοιλάδα που μοιάηουν καράβια ακίνθτα ςε αιϊνια αναμονι για ςαλπάριςμα, οι ςυγχωριανοί μου, άγνωςτθ χϊρα ο κακζνασ τουσ που γερνά ςυντροφιά μ αγζραςτεσ ιςτορίεσ. Κι οι αγαπθμζνεσ μου φίλεσ, θ Κατερίνα θ ταβερνιάριςςα και θ Ζφθ. Θ Ζφθ με φιλοξζνθςε όταν ζφταςα εδϊ επάνω και δεν είχα «ποφ τθν κεφαλιν κλίναι». Με ρωτάνε παλιοί γνϊριμοι πϊσ τα καταφζρνω να μθ βαριζμαι ςτθν ερθμιά. Σκάω ςτα γζλια, εκείνοι ςκζφτονται πωσ μάλλον μου ζχει ςτρίψει. Τ ομολογεί ο οίκτοσ ςτα μάτια τουσ, θ αμιχανθ ςιωπι τουσ. Μα πϊσ κα μποροφςα να βαριζμαι; Και βζβαια ζχω ζνα ςωρό δουλειζσ να κάνω, αλλά ακόμθ και άεργθ, ακόμθ και δίχωσ ανκρϊπινθ παρζα, με ςυντροφεφει θ ηωι που υπάρχει παντοφ εδϊ πζρα, οι πανταχοφ 6

παροφςεσ ψυχοφλεσ. Στθ ςιγι και τθ γαλινθ ςαν να τισ ακοφω να ψικυρίηουν, όπωσ ακοφω και τθ μζςα μου «φωνοφλα», που ςτθν πόλθ τθν ζπνιγε θ βαβοφρα, τθν παραμόρφωνε ςε αχπνία, άγχοσ, κυμό, απελπιςία. Μα δεν ιταν αρκετά για να με ξεκολλιςουν. Χρειάςτθκε θ καταςτροφι. Τθν ευλογϊ! Σου μιλάω για όλα αυτά - ςε ποιον άλλον κα μποροφςα;- κι ακοφσ ςαν να τα ξζρεισ ιδθ. Για τθ «φωνοφλα» παρατιρθςεσ πωσ τθν άκουγε κι ο φιλόςοφοσ Σωκράτθσ να τον αποτρζπει να κάνει το ζνα και τ άλλο, ποτζ όμωσ να τον προτρζπει. Με πιάςανε τα γζλια για τθν τιμθτικι παρομοίωςθ. Γζλαςεσ κι εςφ. Σπάνια γελάσ. Μόνο χαμογελάσ. Με τα μάτια. Μελετάσ Ρλάτωνα αυτόν τον καιρό κι εγϊ ςε πειράηω «ο φιλόςοφόσ μου». Μόνο μεσ ςτθ γαλινθ, λεσ, μπορεί κάποτε να αξιωκεί ο φιλόςοφοσ να ατενίςει, πίςω από τον κόςμο των φαινομζνων και τθσ φκοράσ, το όντωσ Ον. Το Κεό εννοοφςεσ κι ασ είςαι, λεσ, άκεοσ. Λαχταράσ τθ γαλινθ, μα ακόμθ δεν τθν ζχεισ βρει κι ασ δείχνει το πρόςωπό ςου ιρεμο, ασ είναι οι κινιςεισ ςου αυτοκυριαρχθμζνεσ. Εκείνθ θ φλεβίτςα ςτον κρόταφό ςου, επάνω από το φρφδι, χτυπά, ακόμθ κι όταν με κρατάσ αγκαλιά. Κι οι νυχτερινοί ςου εφιάλτεσ;.. Γίνομαι τότε μάνα ςου να ςε ςκεπάςω με το κορμί μου, να ςε φυλάξω Εμζνα δε με πολυςυγκινεί ο Ρλάτωνασ οφτε θ φιλοςοφία γενικά. Μςωσ φταίει το ςχολείο όπου μασ τθ ςερβίριηαν άνοςτθ, ίςωσ φταίω εγϊ που δεν τα πάω και τόςο καλά με τθ κεωρία. Μακαίνω μζςα από τθν εμπειρία, πζραςα από πολλά λοφκια για να ψθλαφίςω το πρόςωπο τθσ αλικειασ μου. Αχ, δεν ξζρω πϊσ να το πω... Απλϊνομαι, καλζ μου... Πχι απαιτθτικά και κτθτικά, αλλά αγαπθςιάρικα. Να, τισ προάλλεσ που εμφανίςτθκε ςτθν πίςω αυλόπορτά μου θ αλεπουδίτςα, θ φιλενάδα μου, κι ζφαγε από τθ χοφφτα μου ζνιωςα μια χαρά! Χκεσ με τθ μπόρα ξεπόρτιςα ςαν αφθνιαςμζνθ, ανζβθκα ςτο ξζφωτο και χόρεψα το δικό μου χορό τθσ βροχισ. Επζςτρεψα ζνα τριςευτυχιςμζνο μουςκίδι. Μ ακοφσ κοιτϊντασ με μ εκείνο το τρυφερά περιπαικτικό ςου βλζμμα. Μπορϊ να ςου μιλϊ και γι αυτά, καλζ μου Για τον τρόπο που με κοιτάσ ς αγαπϊ! Μα και για τισ ςιωπζσ ςου. Και για το ςφρςιμο του κουτςοφ ποδιοφ ςου. Ακόμθ και για το πιςτόλι κάτω από το πουκάμιςό ςου ι πλάι ςτο προςκζφαλό μασ, όταν ξαπλϊνουμε. Ροιον φοβάςαι; Κανζναν, λόγοι αςφάλειασ, είπεσ, αόριςτα. Δεν επζμεινα, τρόμαξα όμωσ λιγάκι. Πχι τόςο για το πιςτόλι, άντρα μου, όςο γιατί τα μάτια ςου είχαν ςτερζψει από φωσ. 7

Βρζχει Ψιλόβροχο. Τ ακοφσ κι εςφ; Λατρεφω πια τθ βροχι και τθν ομίχλθ που κάποτε, ςτ αρχαία χρόνια τθσ εφθβείασ μου, μιςοφςα. Υδάτινοσ τοίχοσ τότε ανάμεςα ς εμζνα, το επαρχιωτάκι, και τθ ςυναρπαςτικι ηωι των μεγαλουπόλεων θ βροχι κι ο μονότονοσ ιχοσ τθσ ςαν να ςφυρθλατοφςε αλυςίδεσ ςκλαβιάσ. Ρίςω από καμπά τηάμια τα αδθφάγα μάτια μου προςπακοφςαν να τρυπιςουν τθν ομίχλθ, για να διακρίνουν μόνο δζντρα-ςκζλεκρα και κάπου κάπου ανκρϊπουσ-φαντάςματα. Ρονοφςα κι οργιηόμουν, γιατί θ δφναμι μου ζμενε αξόδευτθ κι θ ηωι κάλπαηε αλλοφ. Και δραπζτευςα από τθν ορεινι κωμόπολθ τθσ βροχισ, για να ρκω ςτθν πολιτεία του ιλιου και τθσ νυχτερινισ φωταψίασ. Χρόνια πάλεψα, ζκανα πολλά που ιταν τίποτε κι ζμακα καλά πόςο απατθλι είναι θ λαμπερι νφχτα και πόςο ςκλθρόσ ο ιλιοσ. Κι αν δεν αφυδατϊκθκα τελείωσ, αν δε μεταμορφϊκθκα ςε ξεροτόμαρο είναι ίςωσ γιατί τόςο βακιά με είχαν διαποτίςει τα χρόνια τθσ βροχισ. Ιρκεσ ςε μζνα ζνα βροχερό πρωινό, Τρίτθ ιταν, κι ακοφω το γάβγιςμα τθσ Λάρασ μου. Αξιοςθμείωτο γεγονόσ, αφοφ ςπάνια κάποια αςυνικιςτθ παρουςία να ταράξει τθ μακαριότθτά τθσ. Ραρατϊ το ανακάτεμα τθσ μαρμελάδασ, τρζχω ςτο παράκυρο. Με το γκριηόμαλλο κεφάλι ςου ξεςκοφφωτο, ςτεκόςουν απζναντι, κάτω από το ςτφλο τθσ Δ.Ε.Θ, και βρεχόςουν. Δε ςε είχα ξαναδεί, δεν ιςουν από το χωριό. Τι γφρευεσ λοιπόν εδϊ πζρα; Γιατί κοίταηεσ το ςπίτι μου; Για μζνα είχεσ ζρκει; Από τθν εφορεία; Από πιςτωτζσ; Μιπωσ είχα ακόμθ οφειλζσ; Τρόμοσ με κυρίεψε και μια γελοία διάκεςθ να κρυφτϊ. Μα θ Λάρα δε γάβγιηε πια, ςε μφριηε κουνϊντασ φιλικά τθν ουρά τθσ. Ζςκυψεσ εςφ και τθ χάιδεψεσ, διόλου τςιγγοφνικα, γενναιόδωρα πολφ, κι καρδιά μου πιγε ςτον τόπο τθσ. Ζτρεξα ςτθν αυλόπορτα να ςε ρωτιςω μιπωσ ζψαχνεσ κάποιον. Διζςχιςεσ το δρομάκι κι ιρκεσ κοντά μου, θ Λάρα κολλθμζνθ ςτα πόδια ςου. «Ζχω παλιά ξαναπεράςει από εδϊ, νομίηω..», είπεσ. «Το ςπίτι ιταν ερείπιο ι κάνω λάκοσ;» «Δεν κάνετε λάκοσ. Το φτιαξα εγϊ». «Για να μείνετε μόνιμα;..». Θ φωνι ςου είχε διςταγμό, το βλζμμα ςου κάτι ςαν ελπίδα. «Μόνιμα», είπα κι ευκφσ το πρόςωπο ςου φωτίςτθκε. «Ρολφ όμορφο το κάνατε! Αγνϊριςτο...» Σε κάλεςα μζςα να δεισ και το εςωτερικό. Αυτό το ςπίτι είναι το καμάρι μου, ζργο μου και τθσ καλοςφνθσ που βρικα εδϊ πζρα, λαχταροφςα το καυμαςμό ςου. «Μια άλλθ φορά», είπεσ, κι όμωσ ςτεκόςουν, εκεί, ακοφνθτοσ, ζνα κεφάλι ψθλότερόσ μου. «Μα βρεχόςαςτε...» «Κι εςείσ βρεχόςαςτε. Γιατί δεν μπαίνετε μζςα;» «Εςείσ γιατί δε φεφγετε;» ςε προκάλεςα. 8

Βάλαμε μαηί τα γζλια, ςαν παιδιά που ςυνωμοτοφν ςκαρϊνοντασ ςκανδαλιζσ, μετά μείναμε να κοιταηόμαςτε μζςα από το παραπζταςμα τθσ βροχισ, μαγεμζνοι κι ζκπλθκτοι, ίςωσ και τρομαγμζνοι μ αυτό που ξζραμε πωσ ερχόταν. Ζντονθ μυρουδιά καμζνου με προςγειϊνει. Τρζχω ςτθν κουηίνα, κάρβουνο θ μαρμελάδα, θ κατςαρόλα τςιμινιζρα. Κλείνω το μάτι τθσ θλεκτρικισ, γεμίηω νερό τθν κατςαρόλα, χαμόσ από υδρατμοφσ. Σπεφδω ζξω να ςου ανακοινϊςω τθν καταςτροφι, μα ζχεισ πάρει κιόλασ τθν κατθφόρα και προςζχω πωσ κουτςαίνεισ λιγάκι. Αν ζτρεχα κα ςε προλάβαινα, αν φϊναηα κα μ άκουγεσ, μόλισ ζχεισ προςπεράςει το παλιό ξυλουργείο, μα επιςτρζφω ςτθν κουηίνα. Τρίβω με μανία τον πάτο τθσ κατςαρόλασ κι ι εικόνα ςου με δυναςτεφει. Σκυλομετανιϊνω που δε ςε κράτθςα κοντά μου, φοβάμαι μιπωσ δεν ξανάρκεισ. Θ θρεμία μου ζχει πάει περίπατο, ταραχι με κατζχει. Πμωσ θ πείρα μοφ ζχει διδάξει αντίδοτα. Δε χρειάηεται να πολυςκεφτϊ, αντιδρϊ πια ςτο άγχοσ αντανακλαςτικά, ςυνικωσ πιάνομαι να μθν πνιγϊ από τθν πιο πρόχειρθ ςανίδα, τθ καυματουργι φαςίνα. Σκοφπιςα, ςφουγγάριςα, ξεςκόνιςα, καταπιάςτθκα με παραμελθμζνα ντουλάπια, μόνο το κρεβάτι μου δεν άγγιξα, εκεί κοιμόταν θ Ρουπζλα και ςπλαχνίςτθκα τθ μακαριότθτά τθσ. Ξεκεϊκθκα, καταλάγιαςα αρκετά, κάκιςα ςτθν κουνιςτι μου πολυκρόνα να καμαρϊςω το ζργο μου. Πμωσ το ςπιτάκι μου δε με χωροφςε κι ζτρεξα ςτθν Κατερίνα που τα ξζρει όλα κι όλουσ. «Α, αυτόσ» ζκανε με διφοροφμενο φφοσ, μόλισ τελείωςα τθν περιγραφι ςου, και ςυνζχιςε να κακαρίηει τισ πατάτεσ τθσ. «Κφριοσ, δε λζω, αλλά παράξενοσ. Μιςάνκρωποσ, παιδί μου Μζνει κάπου κοντά, μπορεί ςτο Βουνοχϊρι, δεν είναι ςίγουρο όμωσ. Τον ζχουν δει κι αλλοφ Ράντωσ φτιάχνει καλό κραςί και μζλι. Καμιά φορά μου φζρνει Μθ μου πεισ, βρε Αννοφλα μου, ότι ςου άρεςε ο τφποσ;» Ξζςπαςε ςε γζλια ςαν να τανε πολφ απίκανο να μου αρζςεισ, με αποτζλεςμα να τθσ ξεφφγει το μαχαίρι και να κόψει το δάχτυλό τθσ. Α, γελάει πολφ θ Κατερίνα! Και πεκαίνοντασ κα ξεκαρδίηεται. Πταν πάλι τθν πιάςει το κλάμα, νομίηεισ δε κα ςταματιςει ποτζ! Πμωσ πρόκειται για μπόρα. Τθ ρϊτθςα τ όνομά ςου. «Ορζςτθσ. Μθ μου πεισ, Άννα, βαρφ όνομα Κάποτε που ζπαιξα τθν Θλζκτρα, Ορζςτθσ ιταν κάποιοσ Αναςταςίου. Χάκθκε από το κζατρο όπωσ κι εγϊ» Το επίκετό ςου δεν το ιξερε. Αρκζςτθκα ςτο όνομα. Σχεδόν ποτζ δε ς ζχω φωνάξει «Ορζςτθ». Δεν ξζρω γιατί. 9

Λιγόλογοσ είςαι, κάκε άλλο παρά επιρρεπισ ςε κολακείεσ, ειλικρινισ δε μζχρι τραχφτθτασ, όμωσ όταν πρωτομπικεσ, μετά από ζναν ολόκλθρο μινα από τθν πρϊτθ μασ ςυνάντθςθ, ςτο ςπίτι μου είπεσ πωσ είναι το πιο όμορφο ςπίτι του κόςμου. Το κυμάςαι; Κακόςουν ςτθν κουνιςτι πολυκρόνα, μόλισ είχεσ βγάλει τισ λαςπωμζνεσ μπότεσ ςου, το τηάκι ζκαιγε καλά. «Κι εγϊ κα είμαι θ πιο όμορφθ του κόςμου!» ςε πείραξα. «Αυτό να λζγεται! Το ςπίτι είναι ο κακρζφτθσ ςου», και με τράβθξεσ πάνω ςου. Απαιτθτικά και τρυφερά. Είναι ο τρόποσ ςου. Οφτε που ςκζφτθκα να ςου αντιςτακϊ Κακρζφτθσ μου! Ρόςο καλά με νιϊκεισ Τίποτε άλλο δεν υπιρξε ποτζ τόςο δικό μου όςο αυτι θ φωλιά που τθν ζχτιςα με ψυχι, όχι μόνο με χζρια. Άμακα χζρια, μθ μου άπτου, πάλεψαν με τθν πζτρα, το τςιμζντο, τθ λάςπθ. Κι ζςκαψαν, κλάδεψαν, ξεβοτάνιςαν. Μεταμορφϊκθκαν. Τραχιά κι όλο κάλουσ και γδαρςίματα τα τωρινά μου χζρια, τα καμαρϊνω κι ασ προκαλοφν φρίκθ ςτισ παλιζσ φίλεσ μου. Δε μου λείπουν οι επιςκζπτριεσ από τθν Ακινα. Δεν τισ φζρνει μόνο θ περιζργεια, τόςα χρόνια ζχει πια κορεςτεί, τισ φζρνει ίςωσ θ υποςυνείδθτθ λαχτάρα για μια διαφορετικι ηωι. Το ςπίτι το κλθρονόμθςα ερείπιο, όπωσ το κυμόςουν, κατοικία νυχτερίδων, ποντικϊν, ερπετϊν. Ρεςμζνοι οι τοίχοι, θ ςτζγθ βουλιαγμζνθ, ςκουριαςμζνεσ και ςπαςμζνεσ οι ςωλθνϊςεισ, το περιβόλι άβατο. Θ Κατερίνα μου ςφςτθςε τον Βίκτωρα το Βοφλγαρο. Εξαιρετικό παλικάρι, δουλευταράσ και πολφ άξιοσ. Του εξιγθςα πωσ δεν ιμουν ςε κζςθ να του πλθρϊςω πολλά μεροκάματα, κα δοφλευα κι εγϊ. Δεν παραξενεφτθκε. Στθν πατρίδα του οι γυναίκεσ επί κομμουνιςμοφ κάνανε κι αντρικζσ δουλειζσ. Αποδείχτθκε κθςαυρόσ ο Βίκτωρασ. Τα μεςθμζρια, μετά το μεροκάματό του αλλοφ, κατζφκανε με το ςαραβαλάκι του, ζνα προκατακλυςμιαίο Φιατάκι, για να ελζγξει τι είχα κάνει και να ςυνεχίςουμε μαηί. Ζμενε μζχρι που ζπεφτε ςκοτάδι, αν και τον παρακαλοφςα να φφγει νωρίτερα. Δεν ικελε. Ικελε όςο κι εγϊ να τελειϊςει το ςπίτι. Μια νφχτα με πανςζλθνο, το τραβιξαμε μζχρι τισ δφο το πρωί. Τθν άλλθ μζρα κυκλοφόρθςαν κουτςομπολιά- θ Κατερίνα μου τα πρόφταςε- πωσ ιταν εραςτισ μου. Ανυπόςτατο. Ροτζ δε ςυνζβθ κάτι ανάμεςά μασ. Τα κουτςομπολιά δεν νομίηω να κράτθςαν πολφ. Μάλλον ςβιςανε, όταν οι ςυγχωριανοί άρχιςαν, ο ζνασ μετά τον άλλον, να μου δίνουν ζνα χεράκι. Ρολλζσ από τισ πζτρεσ του ςπιτιοφ, τα πλακάκια τθσ 10

κουηίνασ, τα δζντρα που φυτεφτθκαν τότε ςτο περιβόλι μου κα μποροφςαν να ζχουν τα ονόματά τουσ: Ρζτροσ, Μαρία, Δθμιτρθσ, Ειρινθ, Κανάςθσ. Τϊρα απορϊ ποφ βρικα το κουράγιο να κάνω ό,τι ζκανα. Ζπιανα δουλειά αξθμζρωτα, ςταματοφςα ςοφρουπο κι αν δε μου ζφερνε θ Κατερίνα κάτι να φάω, κα ζμενα νθςτικι. Σκόνθ, ςακατεμζνο από κοφραςθ κορμί, βρϊμικα και πλθγωμζνα χζρια, αλλά και φπνοσ γλυκφτατοσ και βακφσ ιταν εκείνοι οι δφο μινεσ. Στθ μνιμθ μου πλζον δε μυρίηουν ιδρϊτα, ξεκφμανε θ μυρουδιά του, ευωδιάηουν ανκρϊπινθ αλλθλεγγφθ κι αγάπθ, αυτι θ αγάπθ είναι το αγακό ςτοιχειό που ςτοιχειϊνει το ςπίτι μου και ςε γαλθνεφει, καλζ μου. Ζτςι λεσ. Ρωσ εδϊ μζςα γαλθνεφεισ. Πςο βζβαια γαλθνεφεισ. Το μπροφτηινο, ρομαντικό κρεβάτι τ αγόραςα από παλιατηίδικο και ποτζ δε φαντάςτθκα πωσ κα το μοιραηόμουν με κάποιον άλλον εκτόσ από τθν Ρουπζλα μου. Μαηί με το κρεβάτι αγόραςα τθν κουνιςτι πολυκρόνα, τα δφο ςκαλιςτά κομοδίνα και τθ μικρι βιβλιοκικθ. Το μπαμποφ ςαλονάκι το ανζςυρα από τθν αποκικθ τθσ Κατερίνασ, αραχνιαςμζνο και ταλαιπωρθμζνο. Το περιποιικθκα, του φτιαξα μαξιλάρεσ, ζγινε κοφκλα. Τα κεντιματα, τα κουρτινάκια, το τραπζηι τθσ κουηίνασ και το υφαντό ριχτάρι, όλα είναι δϊρα. Μόνο τα κουηινικά, τα ςεντόνια, τισ κουβζρτεσ και το πάπλωμα, τα βιβλία, τα ςτερεοφωνικά, τουσ δυο μιςοτελειωμζνουσ πίνακζσ μου ζφερα από τθν Ακινα. Μςωσ ςφντομα ξαναρχίςω να ηωγραφίηω... Ρροσ το παρόν πλζκω. Θ Κατερίνα μοφ ζμακε. Ρλζκω το πουλόβερ ςου, μπλε ςαν τα μάτια ςου, και ςου μιλϊ... Μςωσ κάποτε ςου φτιάξω και το πορτρζτο. Ζχω κατοικιςει ςε ωραία διαμερίςματα, με χαλιά και γυαλιςτερά δάπεδα, μοντζρνα ζπιπλα κι άχρθςτα αςθμικά, όμωσ κανζνα δεν υπιρξε ςπίτι μου όςο αυτό. Ευφραίνομαι όταν το αντικρίηω ςτθ ςτροφι του δρόμου, κάπωσ αποτραβθγμζνο, αλλά ανοιχτόκαρδο. Το κατοικϊ και με κατοικεί. Εδϊ πάνω ζχω τα πάντα και τολμϊ να πω είμαι ευτυχιςμζνθ, ευτυχιςμζνθ και πριν ακόμθ ςε γνωρίςω, ακόμθ πιο ευτυχιςμζνθ τϊρα, καλζ μου. Δεν απαιτϊ τίποτε, μόνο ευγνωμονϊ, όλα μου χαρίηονται αφειδϊσ. Επζςτρεψα ςτθν αλθκινι μου φφςθ και πλζον γεφομαι τθ χαρά να είμαι ηωντανι μεσ ςτο ηωντανό κόςμο. Εςφ τον λεσ κόςμο των αντικζςεων, του καλοφ και του κακοφ, του φωτεινοφ και του ςκοτεινοφ, του ψυχροφ και του κερμοφ, ατζλειωτα τα αντίκετα ηεφγθ, που μάχονται και γεννοφν τθν αρμονία, ςφμφωνα με τον Θράκλειτο, άλλον ζναν ξεχαςμζνο φιλόςοφο των ςχολικϊν μου χρόνων, που εςφ μάλλον τον ζχεισ περί πολλοφ. 11

Σ ακοφω προςεκτικά, γοθτεφομαι από τθ βακιά, λίγο βραχνι φωνι ςου, αλλά κατά βάκοσ δεν πολυςκοτίηομαι για φιλοςοφίεσ. Μόνοσ του ο κακζνασ φτάνει -αν ποτζ φτάνει- ςτθν αλικεια του. Θ δικι μου αλικεια είναι -τι άλλθ λζξθ να βρω;- θ ευτυχία. Θ δικι ςου αλικεια λεσ είμαι εγϊ. Θ μιςι μάλλον. Θ υπόλοιπθ κρφβεται ςτθ κλίψθ που κάπου κάπου ςκοτεινιάηει τα μάτια ςου. Τότε το πρόςωπό ςου πετρϊνει και παρατθρϊ πωσ δίχωσ το φωσ του βλζμματόσ ςου θ φυςιογνωμία ςου κα ιταν μάλλον κοινι. Στθν Κατερίνα δεν είχα προλάβει να πω λζξθ για τθν πρϊτθ νφχτα που πζραςεσ ςτο ςπίτι μου και τθσ το είχε κιόλασ ςφυρίξει θ γειτόνιςςά μου, θ Αμαλία! Φαντάςου να μθν ιταν και μιςότυφλθ από καταρράκτθ! Ξαναμμζνθ και φουριόηα θ Κατερίνα- και πότε δεν είναι;- ιρκε τάχα να πιοφμε καφζ, ςτθν πραγματικότθτα να με αποτρζψει να μπλζξω μαηί ςου. Γιατί; Θ ίδια δεν είχε πει πωσ ιςουν εν τάξει, αν και κάπωσ ιδιόρρυκμοσ; Τι άλλαξε; Μιπωσ ςτο μεταξφ πλθροφορικθκε πωσ είςαι κακοφργοσ; Ριρε φφοσ βακυςτόχαςτο κι άναψε τςιγάρο. Μπορεί να είςαι οτιδιποτε, ποιοσ ξζρει. Αλλιϊσ τι γφρευεσ ςτα βουνά; Με πιάςανε κάτι γζλια! Κι εμείσ οι δυο τι γυρεφαμε; Θ Κατερίνα ςτθν αρχι κατςοφφιαςε, αλλά αμζςωσ μετά ξεκαρδίςτθκε. Α, δε κζλει και πολλά θ Κατερίνα για να βάλει τα γζλια ι και τα κλάματα, αναλόγωσ, και μετά να μθν μπορεί να ςταματιςει. Πταν θρεμιςαμε, με ςυμβοφλεψε με μθτρικό φφοσ να αφιςω τα παιδιαρίςματα και τουσ ενκουςιαςμοφσ και να ςε ξεψαχνίςω. Να μάκω ποφ ακριβϊσ μζνεισ και ποιοσ είςαι... Είπεσ, μζνεισ ς ζνα ςπιτάκι, μια καλφβα μάλλον, ανάμεςα ςτο Διάςελο και το Βουνοχϊρι, πολφ κοντά ςε ςπθλιά, όπου αποκθκεφεισ τα κραςοβάρελά ςου. Καμιά προκυμία δεν ζδειξεσ να με πασ ςτθ καλφβα ςου, αν και δε ςου διζφυγε πόςο κα το ικελα. Πςο για το παρελκόν ςου, τα μόνα ςτοιχεία που με το ςταγονόμετρο ςοφ απζςπαςα είναι πωσ είςαι χιροσ και πωσ υπιρξεσ ςτζλεχοσ πολυεκνικισ Εταιρείασ. Αυτό το τελευταίο μου φαίνεται απίςτευτο. Ρϊσ να ςε φανταςτϊ, καλζ μου, βιδωμζνο ς ζνα γραφείο, μπροσ από τθν οκόνθ του υπολογιςτι να ςκαλίηεισ χαρτιά και να μιλάσ ςτο τθλζφωνο με πολυάςχολο φφοσ; Εγϊ ςε αποκαλϊ ευγενι άγριο, γιατί θ τραχφτθτά ςου ζχει αρχοντιά. Δεν πρόκειται να ςε ξαναρωτιςω, άντρα μου. Μου αρκεί θ παρουςία ςου. Μου αρκεί να ςου μιλϊ ακόμθ και ςτθν απουςία ςου.. 12

Ρριν τρία χρόνια ζφταςα εδϊ, καλζ μου. Κοιτάηω πίςω ςτο χρόνο και καυμάηω εκείνθ τθν τςακιςμζνθ γυναίκα, με τθν ταραχι ςτθν ψυχι και ςτο μυαλό, που βρικε το κουράγιο να φορτϊςει τα υπάρχοντά τθσ ςτο παλιό ςεατάκι τθσ και να πάρει, ςτθν κυριολεξία, τα βουνά. Τρελι με είπαν τότε! Κι εγϊ λζω: Μακάριοι οι τρελοί, γιατί αυτοί ζχουν ελπίδα να ςωκοφνε! Κα μποροφςα να είχα επιδείξει φρονιμάδα και να παρζμενα ςτθν Ακινα. Τι πιο λογικό από το να ςπαταλϊ τθ ηωι μου ςε ακινθτοποιθμζνα ςτο κυκλοφοριακό πιξιμο λεωφορεία, να αποκοιμίηω το άγχοσ μου με τθλεοπτικζσ μποφρδεσ, να παλεφω τθ μοναξιά με τθλεφωνιματα εδϊ κι εκεί, να βγαίνω πότε πότε με άντρεσ με τουσ οποίουσ δεν είχα τίποτε να πω; Κα μποροφςα να ςυνζχιηα ζτςι, ςε λίγο ζπιανα δουλειά ςτο ςοφπερ-μάρκετ. Λίγα τα λεφτά, οι υπερωρίεσ απλιρωτεσ, αλλά ςτθν θλικία μου και με τζτοια οικονομικι κρίςθ τι καλφτερο να περίμενα; Ζτοιμθ ιμουν λοιπόν ν αρχίςω «καινοφρια ηωι» ςτθν γκαρςονιζρα με το τυφλό κουηινάκι, όπου είχα μετακομίςει. Πμωσ δεν μποροφςα να θςυχάςω. Τθ μζρα ςτριφογυρνοφςα ςαν ςβοφρα, τθ νφχτα, αν και καταπονθμζνθ, κοιμόμουνα με δυςκολία, για να ξυπνιςω τελεςίδικα ςτισ τζςςερισ το πρωί. Οφτε δίαιτεσ οφτε τίποτε χρειαηόμουνα για τθ ςιλουζτα μου. Ζρευα. Τα παλιά ροφχα μου ρχονταν γάντι, τα καινοφρια πλζανε επάνω μου. Με ηιλευαν οι γνωςτζσ που πλιρωναν τα μαλλιά τθσ κεφαλισ τουσ ςε διαιτολόγουσ, για τα νεφρα μοφ ςυνιςτοφςαν λεξοτανίλ. Πλεσ τουσ παίρνανε. Μα εγϊ, εκτόσ από τθν «ξεροκεφαλιά» μου, τρζφω και απζχκεια ςτα φαρμακευτικά ςκευάςματα. Το μόνο φάρμακο, που, αν το ιξερα, κα το παιρνα τότε ευχαρίςτωσ, ιταν του φπνου δίχωσ ξφπνιο. Πμωσ θ ευκαναςία απαγορεφεται, ςυνιςτάται ο κάνατοσ ςε δόςεισ. Κάποιεσ ςυμπτϊςεισ μποροφν ν αλλάξουν τθν αδιζξοδθ πορεία μασ, να μασ βγάλουν απ το λαβφρινκο τθσ παραηάλθσ και του φόβου, καλζ μου! Υπάρχουν προμθνφματα Κι είναι τότε ςαν μια ςπίκα ν ανάβει ςτο μυαλό μασ, κι θ καρδιά μασ ςκιρτά, όπωσ τότε που ιμαςταν παιδιά Μια από κείνεσ τισ ανιςυχεσ μζρεσ, λοιπόν, ακοφω άκελά μου ςτο λεωφορείο τθν κουβζντα δφο γυναικϊν ςτθν πίςω μου κζςθ. Με επιφωνιματα οίκτου κι αναςτεναγμοφσ ελεεινολογοφςαν κοινι γνωςτι τουσ, προφανϊσ ςυνομιλικι τουσ, γζννθμα κρζμμα Ακθναία, παλιά μάλιςτα Κολονακιϊτιςςα, που είχε αυτοεξοριςτεί και ηοφςε «ηωι χαριςάμενθ», κατά τουσ ιςχυριςμοφσ τθσ, ςε κατςικοχϊρι άνευ κατςικιϊν, ακόμθ και μετά τθν αναχϊρθςθ για «τόπουσ χλοεροφσ» των τελευταίων τριϊν ντόπιων. Ιταν βζβαιεσ πωσ μια ανϊδυνθ λόξα είχε πια 13

εξελιχκεί ςε παραφροςφνθ, αφοφ θ ερθμίτιςςα επζμενε να ηει ολομόναχθ, με ςυντροφιά δυο λυκόςκυλα ςνομπάροντασ επιδεικτικά τθν πρωτεφουςα. Φρικιοφςαν για το τι τθσ επεφφλαςςε το εγγφσ μζλλον κι αντιπαρζκεταν ςαρκαςτικά τθν απουςία μζριμνασ για τον εαυτό τθσ με τθ ζγνοια τθσ για τα ςκυλιά. Φρόντιηε πάντα να τουσ ζχει αρκετζσ λεκάνεσ γεμάτεσ νερό, ϊςτε, αν εκείνθ ζφευγε από τθ ηωι, να μθν υπζφεραν από δίψα. Οι ίδιεσ δεν το κουνοφςαν ροφπι από τθν Αττικι. Κορόιδα ιταν; Εδϊ βρίςκονταν όλα τα νοςοκομεία, οι καλοί γιατροί και - αχρείαςτεσ να ταν- οι μονάδεσ εντατικισ κεραπείασ, ανεπαρκείσ βζβαια για τόςθ ηιτθςθ -οι Αλβανοί ωσ κι από κει εκτοπίηουν τουσ γθγενείσαλλά ευτυχϊσ με φακελάκι και «βφςμα», όλο και κάτι βρίςκεται. Λιγουρεφονταν το άδειο κρεβάτι τθσ Εντατικισ! Οφτε νυφικό κρεβάτι να ταν! Δεν άντεξα να μθ γυρίςω να τισ κοιτάξω. Ιταν δυο τυπικζσ εξθντάρεσ, με κατάξανκο μαλλί, φρεςκοχτενιςμζνο ςτο κομμωτιριο, χοντρά γυαλιά, μαραμζνα μάγουλα πθγμζνα ςτο ρουη, χείλθ ςφιγμζνα, εγωκεντρικά, ζντονα κόκκινα. Με τίποτε δεν ικελα να καταλιξω ςαν κι αυτζσ. Εγϊ προτιμοφςα τθ λοξι ερθμίτιςςα Θ ιςτορία του λεωφορείου ςαν να δοφλευε μζςα μου, ςαν να με προετοίμαηε ς ανφποπτο χρόνο για τα μελλοφμενα Μετά ιρκαν οι ατυχίεσ και, ςαν αινιγματικι αντίςτιξθ, θ κλθρονομιά ενόσ ερειπωμζνου αγροτόςπιτου Τι ιξερα ςτα ςαράντα μου από βουνά, χωριά και δζντρα; Κάτι ελάχιςτα και επιφανειακά. Εκδρομοφλεσ ςτθν Ράρνθκα, ςτον Ραρναςςό, ςτο Ριλιο ταβερνοφλεσ με λουκάνικα, διακοςμθτικζσ γκλίτςεσ και υφαντά κατςίκια που ξάφνου ξεπετιοφνται μπροςτά από το αυτοκίνθτο κυκλάμινα που βιάηονται να μαρακοφν. Πμωσ ςτθν κρφπτθ των παιδικϊν χρόνων υπιρχε ςαν μιςοξεχαςμζνο όνειρο θ ορεινι κωμόπολθ τθσ βροχισ και του χιονιοφ, του παιγνιδιοφ παντόσ καιροφ, των ξαναμμζνων μάγουλων, τθσ φυςικισ ηωισ. Το βράδυ τθσ μεγάλθσ απόφαςθσ, κυμάμαι, κοιμικθκα ςαν πουλάκι και το πρωί ξφπνθςα με μια ενεργθτικότθτα και καλι διάκεςθ που νόμιηα πωσ είχα χάςει για πάντα. Οι λιγοςτοί ςυγγενείσ κι οι φίλεσ φρίκαραν με τθν απόφαςι μου. Κάποιοι πάντωσ ιταν επιεικείσ μαηί μου. Μετά από όςα είχα τραβιξει ιταν αναμενόμενο... Υπονοοφςαν ότι ιταν αναμενόμενο να ςαλτάρω, άφθναν όμωσ από λεπτότθτα τθ φράςθ ατελείωτθ. Μου ςυνιςτοφςαν να κάνω λίγθ υπομονι, μπορεί και ν άλλαηα γνϊμθ. Ζκανα όςθ υπομονι μου χρειαηόταν για να τακτοποιιςω τισ εκκρεμότθτζσ μου κι ζριξα μαφρθ πζτρα πίςω μου.. 14

Δυνάμωςα εδϊ επάνω Τότε ιρκεσ εςφ, άντρα μου. Ακόμθ κι αν φφγεισ, δε κα με ςυντρίψεισ. Εφχομαι να μείνεισ για πάντα!.. Απρίλθσ ιταν, μουντόσ όμωσ, βραδυποροφςε θ άνοιξθ, όλο καπρίτςια και πιςωγυρίςματα εκείνθ τθ χρονιά. Κι εγϊ ξεκίνθςα μια Δευτζρα να ρκω εδϊ πάνω ν αλλάξω τθ ηωι μου ςαν να τανε τριμμζνο πανωφόρι, που τα παλιά χρόνια τθσ ζνδειασ θ μοδίςτρα κα το γφριηε το μζςα ζξω, για να δείχνει καινοφριο. Κακϊσ το δελτίο καιροφ τθσ τθλεόραςθσ απειλοφςε με βροχι και πτϊςθ κερμοκραςίασ, δεχόμουν ςυμβουλζσ να αναβάλω το ταξίδι. Τισ αγνόθςα φυςικά. Θ απόφαςι μου ιταν αμετακίνθτθ, τα υπάρχοντά μου ιδθ φορτωμζνα ςτο Σεατάκι. Θ Λάρα, κουταβάκι τότε, κα παιρνε τθ κζςθ του ςυνοδθγοφ πλάι μου. Με είχε πάρει ςτο κατόπι πριν μια εβδομάδα και δεν τθν απόδιωξα, όπωσ ζκανα πάντα με άλλα αδζςποτα, όχι μόνο γιατί μαγεφτθκα με τα ανκρϊπινα μάτια τθσ, αλλά κι επειδι κα ηοφςαμε ςτθν εξοχι. Απεχκάνομαι τθν ιδζα να ανακουφίηω τθ μοναξιά μου με τθ ςυντροφιά ενόσ ηϊου, ζγκλειςτου ςε διαμζριςμα. Με ρυκμό χελϊνασ βγικαμε από τθν Ακινα. Σφντομα ζνα ψιλόβροχο κάμπωνε τα τηάμια μου, όμωσ άφθνε ανεπθρζαςτθ τθν καλι μου διάκεςθ. Χρόνια είχα να νιϊςω τόςο ηωντανι και κεφάτθ. Ξεκινοφςα για τθ μεγάλθ περιπζτεια, όλο περιζργεια για το τι κα ςυναντοφςα, και με τθν μυςτθριϊδθ πεποίκθςθ πωσ τίποτε δε κα με πτοοφςε. Θ βροχι δυνάμωςε μετά τον Λςκμό τθσ Κορίνκου, αλλά θ κίνθςθ μειϊκθκε πολφ, θ οδιγθςθ ζγινε απόλαυςθ, ακόμθ και μ ζνα ςαράβαλο ςαν το δικό μου. Θ Λάρα είχε μιςοβγάλει το κεφάλι από το παράκυρο κι αγνάντευε τα πζριξ με αδιάπτωτο ενδιαφζρον. Εγϊ τραγουδοφςα. Κεζ μου, αιϊνεσ είχα να κάνω κάτι τζτοιο! Στθ Νεςτάνθ ζςτριψα δεξιά, για να πάρω το δρόμο, που ςφμφωνα με το χάρτθ, κα μ ζφερνε ςτο Αγνάντιο. Ορεινόσ ο δρόμοσ, όλο ςτροφζσ, και το Μαίναλο παραδομζνο ςε μια περιπλανϊμενθ ομίχλθ, που ζβαηε ςε δοκιμαςία τθν όραςθ και τα νεφρα μου. Ιρκαν ηόρικεσ ςτιγμζσ που δεν ζβλεπα οφτε τθ μφτθ μου, αλλά θ θρεμία τθσ Λάρασ ιταν μεταδοτικι. Χωριά ςχεδόν ζρθμα, χωριά που κάποτε ιταν ηωντανά και δουλευτάρικα. Πμωσ ιταν γνωςτό πωσ οι νζοι είχαν προ πολλοφ φφγει, όςοι απόμεναν δεν βρίςκανε κοπζλα να παντρευτοφν, οι γεννιςεισ ςπάνιεσ, τα ςχολεία βουβά κι αν κάποιο ακόμθ λειτουργοφςε ιταν γιατί μάηευε μακθτζσ από γφρω χωριά. Μελαγχολία και μοιρολατρία 15

ανζδιδαν οι ξεκωριαςμζνεσ φιγοφρεσ των λιγοςτϊν γερόντων πίςω από τα καμπά τηάμια των καφενείων που κάπνιηαν ςαν γαντηωμζνοι από το τςιγάρο τουσ. Τα ςπίτια ιταν κατάκλειςτα, όμωσ πολλά είχαν καινοφριεσ ςτζγεσ, προφανϊσ ιταν κερινζσ κατοικίεσ. Με πονοφςε θ εγκατάλειψθ, με πότιηε ςαν ψιλόβροχο. Θ καλι μου διάκεςθ είχε εξατμιςτεί. Ροφ πιγαινα; Σε τι ερθμιζσ; Ρϊσ κα ηοφςα Πταν επιτζλουσ διάβαςα τ όνομα Αγνάντιο ςτθν πινακίδα που ζμοιαηε μετζωρθ ςτθν καταχνιά, θ καρδιά μου ςφίχτθκε. Ρροχϊρθςα ανάμεςα ςτα πρϊτα ςπίτια. Εριμωςθ. Χαλάςματα. Βουβαμάρα. Ράρκαρα και βγικα ζξω τρζμοντασ, όχι μόνο από το κρφο. Ωσ κι θ Λάρα ζδειχνε καταπτοθμζνθ. Κάκιςα τον εαυτό μου για επιπολαιότθτα. Σουροφπωνε Ροφ ςτθν ευχι κα περνοφςα τθ νφχτα μου; Βιματα ι μάλλον ποδοβολθτό. Θ Λάρα τεντϊνει τ αυτιά τθσ, θ ςτάςθ τθσ όλο ζνταςθ. Ζνα αγόρι ξεςκίηει τθν ομίχλθ, ζρχεται τρεχάτο προσ εμάσ. Μόλισ με διακρίνει, πετρϊνει ςαν να χει πζςει ςε Αρειανι. Φοβάμαι μιπωσ κάνει μεταβολι και το βάλει ςτα πόδια, πριν προλάβω να του μιλιςω. Του γνζφω να πλθςιάςει. Διςτακτικά ηυγϊνει. Είναι όμορφο αγόρι, με κοντοκουρεμζνο μαλλί και κόκκινα μάγουλα. Μου ανταποδίδει ντροπαλά το χαμόγελο ςφίγγοντασ αμιχανα τα χζρια. Ξεκαρρεφει όταν θ Λάρα τοφ κουνάει φιλικά τθν ουρά και τον αφινει να τθ χαϊδζψει. Επωφελοφμαι για να του πιάςω κουβζντα. Μόλισ ςχόλαςε, πράγματι μια ςχολικι τςάντα κρζμεται απ τουσ ϊμουσ του, και γυρίηει ςπίτι του. Κατενκουςιάηομαι. Εκεί όπου υπάρχει ςχολείο, γιατί να μθν υπάρχει και ξενϊνασ; Ξενϊνασ δεν υπάρχει και το ςχολείο δεν είναι ςχολείο. Είναι το ςπίτι τθσ δαςκάλασ. Ζχει τζςςερισ μακθτζσ. Ρζρυςι ιταν ζξι, αλλά οι δφο φφγανε για αλλοφ. Πταν του χρόνου κα πάει και θ αδελφι του ςτο ςχολείο κα είναι πζντε και με τθ δαςκάλα ζξι. Είναι αρκετά ομιλθτικόσ, όταν όμωσ ρωτϊ τ όνομά του, κατεβάηει το κεφάλι και καρφϊνει τα μάτια ςτα λαςπωμζνα ςπορτζξ του. Καταλαβαίνω, ζχω ξαναδεί τθν εικόνα. Δεν είναι από δω; Ραίρνει αμζςωσ φωτιά. Από δω είναι! Ζλλθνασ!Τον λζνε Σάλι, αλλά κα βαφτιςτεί και κα τον λζνε Βαςίλθ. Μόνο οι γονείσ του είναι από τθν Αλβανία Οι άλλοι τρεισ ςυμμακθτζσ του ζχουν επίςθσ γονείσ από τθν Αλβανία; Συγκατανεφει ανόρεχτα. Ρροςκζτει πωσ κι οι τρεισ τουσ είναι αδζλφια. Και πϊσ δεν πιγανε οι γονείσ του ςε καμιά μεγάλθ πόλθ; Υπάρχουν εδϊ πζρα δουλειζσ; Ου, πολλζσ! Βόςκουν κατςίκια, φροντίηουν ςπίτια και χωράφια. Θ μάνα του κοιτάηει και μια γριοφλα, που τα παιδιά τθσ μζνουν ςτθν Ακινα, αλλά αυτι με τίποτε δε κζλει να πάει, τθ ηαλίηουν τ αυτοκίνθτα. 16

Ρϊσ! Εγϊ ζχω ζρκει από τθν Ακινα! Γουρλϊνει τα μάτια από καυμαςμό ο μικρόσ. Πταν μεγαλϊςει, κα βρει δουλειά εκεί, ςιγά μθν κάτςει ςτο χωριό να βόςκει γίδια! Θ φωνι του είναι αποφαςιςτικι, το βλζμμα του προκλθτικό και μου κυμίηει το παιδί που ιμουν κάποτε και τθν αγωνία μου να δραπετεφςω από τθ μικρι μου κωμόπολθ. Μιπωσ υπάρχει καμιά ταβζρνα εδϊ πζρα; Υπάρχει. Τθσ Κατερίνασ. Κα με πάει αυτόσ κι ζχει κιόλασ ςτρογγυλοκακίςει ςτο αυτοκίνθτο, ςτθ κζςθ τθσ Λάρασ που απρόκυμα πθγαίνει πίςω. Σταματάμε ςε μια πλατειοφλα με γυμνά πλατάνια που οι κορυφζσ τουσ χάνονται ςτθν ομίχλθ. Να κι θ ταβζρνα, πετρόχτιςτθ, με κεντθτά κουρτινάκια ςτα παράκυρα και καμινάδα που καπνίηει. Απζναντι υψϊνεται ςε ψθλό βάκρο το άγαλμα ενόσ βλοςυροφ φουςτανελά. Ρριν προλάβω να το ευχαριςτιςω, το αγόρι ζχει κιόλασ εξαφανιςτεί τρζχοντασ. Μια γλυκιά καλπωρι με καλωςορίηει, μόλισ πατϊ το πόδι μου μζςα. Στο τηάκι τριηοβολά ηωθρι φωτιά και ςπεφδω κοντά να ηεςτάνω τα κοκαλάκια μου. Θ ταβερνιάριςςα άφαντθ, πελάτθσ οφτε για δείγμα, δεξιά κι αριςτερά από το τηάκι, ανάμεςα ςε ςπακιά και γιαταγάνια, κορνιηαριςμζνεσ φωτογραφίεσ από κεατρικζσ παραςτάςεισ: «Οιδίπουσ Τφραννοσ», «Τρωάδεσ», «Βαςιλιάσ Λθρ», «Ο κφκλοσ με τθν κιμωλία». Ζχω ξαφνικά τθν εντφπωςθ πωσ επιςτρζφω ςτθν εποχι των παραμυκιϊν, τότε που πφργοι ξεφφτρωναν από το πουκενά κι θ μάγιςςα μεταμόρφωνε τθν κολοκφκα ςε πολυτελι άμαξα. Και να ςου ξεπροβάλλει θ μάγιςςα από το πορτάκι ςτο βάκοσ απ όπου ζρχεται κι ευωδιά φαςουλάδασ! Ζχει μακριά, κατάμαυρα μαλλιά, τεράςτιουσ κρίκουσ ςτ αυτιά, πολφχρωμεσ χάντρεσ ςτο λαιμό και χρυςά βραχιόλια ςτουσ καρποφσ. Αντί για κολοκφκα κρατά δυο μεγάλα κοφτςουρα για το τηάκι. Ραρά το φορτίο τθσ περπατάει ςτθτι, με πεταχτό βιμα και μια χάρθ, κάπωσ παράταιρθ ς εκείνθ τθν ερθμιά. Σπεφδω να τθν ξεφορτϊςω κι αυτι με ςφίγγει ςτθν αγκαλιά τθσ και μου ςκάει δυο φιλιά ςτα μάγουλα. Μζνω ζκκαμβθ. Τζτοια κερμι υποδοχι δεν τθν περίμενα, χαρά με κατακλφηει. Με παρατά, τρζχει ςτθν κουηίνα κι επιςτρζφει φουριόηα μ ζνα καραφάκι οφηο, δυο ποτθράκια και ηεςτά τυροπιτάκια. Κζραςμα, λζει, ίςα ίςα να ηεςτακϊ λιγάκι κι οφτε καν με ρωτά πϊσ βρζκθκα ουρανοκατζβατθ εκεί πζρα. Από κοντά δε δείχνει και πολφ νζα. Τα χει κι αυτι τα χρονάκια τθσ. Τα φανερϊνουν οι ρυτίδεσ γφρω από τα μάτια, τα βακιά δαχτυλίδια του λαιμοφ, οι κατάλευκεσ ρίηεσ των βαμμζνων μαλλιϊν. Τα μάτια τθσ όμωσ ζχουν φωτιά. Και μαηί ςοφία. Αγζραςτα μάτια! 17

Τθσ εξιγθςα πάνω κάτω τι με είχε φζρει ςτο χωριό. Και βζβαια ιξερε τθν κλθρονομιά μου, το ςπίτι τθσ κείασ μου, τθσ Λαμπρινισ Καρατςϊλθ που ποτζ μου δεν είχα δει. Ιταν μιςοερειπωμζνο, χρόνια ακατοίκθτο, οφτε για αςτείο να μείνω εκεί! Κα με φιλοξενοφςε μζχρι να φτιαχτεί. Από πάνω ιταν το ςπίτι τθσ. Πχι! Ενοίκιο δε κα δεχότανε για ζνα δωματιάκι. Το πολφ πολφ να τθ βοθκοφςα λιγάκι ςτθν ταβζρνα. Μιλοφςε, χειρονομοφςε, γελοφςε και τα κρεμαςτά τθσ ςκουλαρίκια πιγαιναν πζρα δϊκε χορεφοντασ. Τα είχα απολφτωσ χαμζνα. Δεν ζβριςκα λόγια να τθσ εκφράςω τθν ευγνωμοςφνθ μου, μου φαινόταν πωσ όλα είχαν ςυμβεί για ν ανταμϊςω ς εκείνο το ομιχλιαςμζνο βουνό αυτιν τθν πλθκωρικι γυναίκα με τθν φκαρμζνθ ομορφιά και τθν τραγουδιςτι φωνι. Μ ζκαιγε θ περιζργεια να μάκω πϊσ είχε βρεκεί εκεί πάνω, αποκλείεται να ιταν ντόπια, το κακετί επάνω τθσ μαρτυροφςε μια άλλθ ηωι. Δε χρειάςτθκε να τθ ρωτιςω. Θ Κατερίνα ανυπομονοφςε να μου ανοίξει τθν καρδιά τθσ. Ιταν θκοποιόσ, ζνα διάςτθμα είχε μάλιςτα παίξει και ςτο Εκνικό. Μςωσ δεν είχε ςπουδαίο ταλζντο, ίςωσ δεν ιταν τυχερι, ποτζ τθσ πάντωσ δεν κατάφερε να πάρει ρόλο τθσ προκοπισ, να ξεχωρίςει. Πλο μικρορολάκια κι αυτά με χίλια βάςανα. Μια ςυνεχισ αγωνία θ ηωι τθσ μιπωσ βρεκεί ζξω απ το παιγνίδι. Και θ τζχνθ τθσ, παγιδευμζνθ μζςα ςε ςχζδια επί ςχεδίων για το πϊσ κα οργανϊςει τισ δθμόςιεσ ςχζςεισ τθσ, πϊσ κα πλθςιάςει ανκρϊπουσ του χϊρου, των μζςων μαηικισ ενθμζρωςθσ, αλλά και τθσ πολιτικισ. Δεν μπορεί ο άςχετοσ να φανταςτεί από πόςα φαινομενικά ετερογενι ςτοιχεία αποτελοφνται τα λεγόμενα κυκλϊματα, πϊσ το ζνα παραπζμπει ςτο άλλο, μζχρι να ζρκει το τθλεφϊνθμα που κα ανοίξει κάποια πόρτα. Αλλά για να ςυμβεί αυτό, αν κάποτε ςυμβεί, πρζπει να μθν εφθςυχάηεισ. Ροτζ! Ράντα τα μάτια ορκάνοιχτα, τ αυτιά τεντωμζνα, πάντα ςε ετοιμότθτα. Γλειψίματα, αδιάκοπα κουνιματα τθσ ουράσ, ςυςτθματικι παρουςία ςε γελοία πάρτι, ει δυνατόν με τισ κάμερεσ παροφςεσ, αγϊνασ για να μπει θ φωτογραφία ςου ςε κανζνα περιοδικό life style, απ αυτά που αναρωτιζςαι ποιοσ τελοςπάντων τ αγοράηει. Και πόςεσ φορζσ δεν είςαι υποχρεωμζνθ να πζςεισ ςτο κρεβάτι, να ψευτοβογκιξεισ ςτθν αγκαλιά κάποιου με επιρροι με τθν ελπίδα να ξενερίςεισ. Το ςεξ ζχει ςυχνά τθν πρωτοκακεδρία ςτισ δθμόςιεσ ςχζςεισ. Ραραηοριηόταν μ όλα αυτά θ Κατερίνα, ζχαςε τον φπνο τθσ, ζπακε ζλκοσ ςτομάχου, ϊςπου μια μζρα, ςιχάκθκε, τα ςιχτίριςε όλα κι ιρκε εδϊ πάνω να ξεχάςει το ςινάφι και τα πάντα. Δεν πιρε ξαφνικά τθν απόφαςθ. Τθν κλωςοφςε χρόνια, από τότε που είχε περάςει τυχαία από το Αγνάντιο με μια παρζα. Ιταν και ο πρϊθν τθσ μαηί. Μαγεία το χωριό 18

κι άνοιξθ κανονικι, όχι ςαν τθν κατουρλιάρα τθ φετινι. Τουσ είχε κόψει θ πείνα, ψάχνανε για κανζνα ταβερνάκι. Μάταια. Τότε κάποιοσ τθσ παρζασ είπε πωσ αν αποφάςιηε να παρατιςει το κζατρο, κ ανζβαινε εδϊ πάνω να κάνει τον ταβερνιάρθ. Πλο και κα του τφχαινε κανζνασ πειναςμζνοσ. Δζκα χρόνια αργότερα ξαναβρζκθκε εδϊ πάνω, όχι και τόςο τυχαία αυτι τθ φορά, κι ζπεςε επάνω ςτο ξεκωριαςμζνο πωλθτιριο ενόσ ςπιτιοφ ςτθν πλατεία του χωριοφ. Είχε κάποια χριματα. Τ αγόραςε. Ράμφκθνο. Ζτςι θ Κατερίνα ζκανε ταβζρνα τον ιςόγειο παλιό ςτάβλο, τον επάνω όροφο ςπίτι τθσ, κι εγκαταςτάκθκε ςτο Αγνάντιο. Δεν το χε αποφαςίςει να μείνει για πάντα, όμωσ ο καιρόσ περνοφςε και δεν τθσ ζκανε καρδιά να το κουνιςει. Και το πιο απίςτευτο! Δεχότανε, τον πρϊτο τουλάχιςτον καιρό, τόςεσ προτάςεισ για να παίξει ςτο κζατρο, όςεσ δεν είχε δεχτεί όλα εκείνα τα χρόνια που τισ κυνθγοφςε! «Ζτςι είναι θ ηωι, Αννοφλα», ςυμπζρανε θ Κατερίνα. «Ραλαβιάρα. Κι εγϊ είμαι παλαβιάρα. Ριςτεφω πωσ ζτςι και φφγω από δω, κα βουρκϊςουν τα βουνά και κα ςτερζψουν οι βρυςοφλεσ, όπωσ λζνε τα δθμοτικά τραγοφδια!..» Ξζςπαςε ςε γζλια, άτςαλα γζλια, αυτοςαρκαςτικά. «Δεν ξζρω για τα βουνά και τισ βρυςοφλεσ, αλλά εγϊ αν δεν ερχόμουν ςτθν ταβζρνα ςου, αν δε ςε γνϊριηα, δεν ξζρω τι κα ζκανα, Κατερίνα» είπα. «Σιγά μθ βάλεισ τα κλάματα τϊρα, Άννα Δεν είμαι δα κι ο μόνοσ άνκρωποσ εδϊ πζρα!... Θ αλικεια είναι βζβαια πωσ ζχω γίνει ζνα με το χωριό. Πταν καμιά φορά κατεβαίνω ςτθν Ακινα, εκτόσ που δυςκολεφομαι ν αναςάνω, βαριζμαι. Εδϊ οι μζρεσ, κα το δεισ κι εςφ αν τελικά μείνεισ, γλιςτράνε ςαν νεράκι. Ασ μοιάηουν μονότονεσ. Πλο κάτι νζο φζρνουν, ίςωσ επειδι ζχουμε χρόνο να παρατθροφμε το κακετί» Τθ φιλοςοφικι τθσ διάκεςθ διζκοψε θ εμφάνιςθ ενόσ γεροδεμζνου, μάλλον κοντοφ και κατςοφφθ νζου με κοντομάνικο μπλουηάκι και ςαγιονάρεσ. «Σου μάηεψα ςαλιγκάρια», είπε ανόρεχτα κι ακοφμπθςε ςτο τραπεηάκι μασ ζνα καλάκι με ηωντανά ςαλιγκάρια. Για τθν κατςαρόλα προορίηονταν και τα καταλυπικθκα. Ο νεαρόσ ιταν ο Νίκοσ, δεξί τθσ χζρι κι όχι μόνο...ο Νίκοσ χαμογζλαςε ηοριςμζνα με το υπονοοφμενο, μου ςφιξε άγαρμπα το χζρι κι εξαφανίςτθκε ςτθν κουηίνα μαηί με τα άτυχα ςαλιγκάρια. «Καλό παιδί!... Άξιο και δυνατό. Χρειάηομαι βοικεια, ζναν άντρα, αλλιϊσ τα πράγματα είναι λιγάκι δφςκολα...» Θ Κατερίνα κόμπιαςε κι ζριξε πίςω τα μαλλιά τθσ. «Δεν ςκόπευα ν αρχίςω ερωτοδουλειζσ, ζχει 19

τα μιςά μου χρόνια και βάλε, αλλά προζκυψε. Αγαπθκικαμε...» Χαμογζλαςε μ ζνα πικρό χαμόγελο που δεν ταίριαηε ςτα ηουμερά, βαμμζνα κόκκινα χείλθ τθσ. «Κα φφγει κάποτε. Ρρζπει να φφγει... Το ξζρω. Πμωσ γιατί ν αρνθκϊ αυτό το δϊρο τθσ ηωισ; Για να μθν πονζςω μετά; Είναι λογικό αυτό;» Δε με κοίταηε, ςαν να με είχε ξεχάςει, ςαν να μονολογοφςε. Πταν ζςτρεψε το βλζμμα τθσ επάνω μου, θ κλίψθ του με τάραξε. Πμωσ τθν άλλθ κιόλασ ςτιγμι θ Κατερίνα γελοφςε μ ζνα άγριο γζλιο. «Δάγκωςε το μιλο όςο το κρατάσ ςτο χζρι, γιατί ςε λίγο κα χει ςαπίςει ι κα ςου ζχουν πζςει τα δόντια, αυτι είναι θ φιλοςοφία μου». Μουρμοφριςα -κι ιμουν ειλικρινισ- πωσ ιταν πολφ όμορφθ και κα ιταν για πολλά χρόνια ακόμθ. «Ρϊσ όμωσ κα καταλάβω ότι γζραςα; Εννοϊ εγκαίρωσ. Ρριν το δω ςτα μάτια του, Αννοφλα;..» Το τρίξιμο τθσ πόρτασ μ ζβγαλε από τθν αμθχανία μιασ απάντθςθσ Στο άνοιγμα ςτεκόταν ζνα μεςόκοπο ηευγάρι Θ γυναίκα φοροφςε ζνα αρχαίο παλτό κι ζνα πανάρχαιο καπελάκι και ςτθριηόταν βαριά επάνω ς ζναν μικρόςωμο άντρα με αςτεία, φαρδιά καμπαρτίνα και τραγιάςκα ςτθν κορφι του κεφαλιοφ. «Καλϊσ τθν Ζφθ και το Σταφρο!» ξεφϊνθςε παραλθρϊντασ από ενκουςιαςμό θ Κατερίνα κι ζτρεξε να τουσ φζρει ςτο τραπζηι. Άπλωςα το χζρι μου να ςφίξω το χζρι τθσ Ζφθσ, όμωσ εκείνθ δεν ζκανε τθν παραμικρι κίνθςθ, μ όλθ τθν εγκαρδιότθτά τθσ. Κατάλαβα ότι, παρά τα γυαλιά τθσ με τουσ χοντροφσ φακοφσ, δεν είχε δει το χζρι μου. Αργότερα μου εξιγθςε ότι ζβλεπε πολφ αμυδρά -κι αυτό μόνο με δυνατό φωσ- εξαιτίασ τθσ αποκόλλθςθσ του φακοφ των ματιϊν τθσ. Τρείσ εγχειριςεισ είχε υποςτεί με αποτζλεςμα να είναι μιςότυφλθ. Είχε μια ηεςτι, πλοφςια φωνι, που ς ζκανε να ξεχνάσ τθν αςκιμια τθσ. Μιλοφςε για πράγματα μάλλον αςιμαντα, για το γλυκό που είχε φτιάξει με τθ βοικεια του άντρα τθσ, για τθ γάτα τθσ που είχε γεννιςει τζςςερα γατάκια, για τον ανιψιό που τθσ είχε τθλεφωνιςει, μα είχε το χάριςμα να τα κάνει ν ακοφγονται ενδιαφζροντα. Ο άντρασ τθσ τθν κοίταηε με καμάρι και κάτι ςαν ηιλια με τςίμπθςε. Πταν ζμακε πωσ ςκόπευα να μείνω ςτο χωριό είπε ςε τόνο που δε ςικωνε αντίρρθςθ: «Κα μείνει μαηί μασ, Σταφρο, θ Άννα μζχρι να φτιαχτεί το ςπίτι τθσ!». Θ αντίρρθςθ ιρκε από τθ μεριά τθσ Κατερίνασ. Ιμουν δικι τθσ φιλοξενοφμενθ. Τελεία και παφλα! Θ Ζφθ όμωσ επζμενε με παιδικό πείςμα να με πάρει εκείνθ. Για φαντάςου, καλζ μου! Μια πρϊθν θκοποιόσ και μια μιςότυφλθ να τςακϊνονται για το ποια κα φιλοξενοφςε μια γυναίκα που μόλισ είχαν γνωρίςει και δεν ξζρανε τίποτε για το παρελκόν τθσ! Εγϊ θ ξεριηωμζνθ κι θ ανζςτια ιμουν το 20

μιλον τθσ ζριδοσ! Δεν άντεξα. Κάτι ζλιωςε μζςα μου και μ ζπιαςαν τα κλάματα. Μάταια προςπακοφςα να ςυγκρατθκϊ, τα δάκρυά μου τρζχανε δίχωσ να λογαριάηουν τθ κζλθςθ και τθ ντροπι μου. Οφτε κατάλαβα πϊσ βρζκθκα ςτθν αγκαλιά τθσ Ζφθσ Με ςυνζφερε το άρωμα τθσ φαςολάδασ. Ζνα ξζχειλο πιάτο με μπόλικο ςζλινο άχνιηε μπροςτά μου κι εγϊ πεινοφςα ςαν λφκαινα. Σου τ ορκίηομαι, Ορζςτθ, πιο νόςτιμο φαί ςτθ ηωι μου δεν ζχω ξαναφάει κι ασ ζχω ςτο παρελκόν επιςκεφτεί πανάκριβα εςτιατόρια. Αλλά και τι κραςί! Κάκε γουλιά του με κζρμαινε και με εφφραινε και δεν εννοϊ μόνο ςωματικά. Δικό ςου πρζπει να ιταν Το πινα και δεν ιξερα ακόμθ πϊσ ιταν τα χζρια ςου, τα μάτια ςου. Θ αγκαλιά ςου Γλυκόπιοτο το κραςί ςου ςτυφίηει κάπωσ ςτο τζλοσ, όπωσ ςτυφίηει κι θ απουςία ςου, κι όχι μόνο όταν λείπεισ. Είναι ςτιγμζσ που, μεσ ςτο ςπίτι μου, μεσ ςτο κρεβάτι μασ, απουςιάηεισ και κατοικείσ αλλοφ Θ Κατερίνα ιταν απαςχολθμζνθ να ςερβίρει μια παρζα από φαςαριόηουσ, ηωθροφσ νζουσ. Ιταν βοςκοί, με πλθροφόρθςε ο Σταφροσ, κι εγϊ ξαφνιάςτθκα, γιατί ςτθν παρωχθμζνθ φανταςία μου οι βοςκοί φοροφςαν κάπεσ και κρατοφςαν γκλίτςεσ. Αυτοί φοροφςαν μπουφάν και κρατοφςαν κομπολόγια. Τακτικοί πελάτεσ, ςυντθροφςανε ουςιαςτικά τθν ταβζρνα, μιασ και ιταν όλοι τουσ ανφπαντροι. Ροφ να ζβριςκαν οι καθμζνοι εκεί πάνω ςφηυγο; Δεν ζχει μείνει οφτε για δείγμα κοπζλα τθσ παντρειάσ. Πλεσ κάνουν ςαν παλαβζσ να κατεβοφν ςτισ πόλεισ να πιάςουν δουλειά ςε κανζνα μαγαηί, ςε κανζνα γραφείο, να βρουν και γαμπρό ανάλογο. Κι αυτοί βολεφονται με τισ αλλοδαπζσ ςτα ςκυλάδικα. Ζνα ςωρό παράγκεσ ζχουν ξεφυτρϊςει ςτθ μζςθ του πουκενά κι απ ζξω τα βράδια, ειδικά τα ςαββατόβραδα, τα αγροτικά αυτοκίνθτα ςχθματίηουν ουρζσ. Ζχουν προκφψει και δυο τρεισ γάμοι με ςκυλοφδεσ, αλλά κανείσ δε ςτζριωςε. Ενϊ θ Κατερίνα εξυπθρετοφςε ςβζλτα τουσ βοςκοφσ τθσ, δεν παρζλειπε να μου ςτζλνει χαμόγελα ςαν να απολογιόταν που δεν ιταν μαηί μου. Καμιά φορά μασ πλθςίαηε κλεφτά και τςοφγκριηε το ποτιρι τθσ ςτα πεταχτά με τα δικά μασ, μζχρι που ξεκεωμζνθ κι αςκμαίνουςα, ξανακάκιςε, μιασ κι οι βοςκοί μοιάηανε χορτάτοι κι ιρεμοι. Μου εξιγθςε ότι θ καθμζνθ θ Ευδοκία -θ βοθκόσ τθσ- ιταν ακόμθ κρεβατωμζνθ με γρίπθ κι ο Νίκοσ δεν εννοοφςε να αςχολθκεί με ςερβίριςμα. Είχε τθν ψωροπερθφάνια του. Δεν πρόλαβε να αποτελειϊςει το ποτιρι τθσ κι θ αντροπαρζα τθν κάλεςε με απαιτθτικζσ αγριοφωνάρεσ να πιει μαηί τουσ. Θ Κατερίνα, μ ζναν βακφ αναςτεναγμό, αλλά και λιγάκι κολακευμζνθ, τουσ ζγνεψε πωσ 21

ζρχεται. Δεν κ αργοφςε, μασ παρθγόρθςε. Ζνα ποτθράκι μόνο Θ Ζφθ είχε ςοβαρζσ αμφιβολίεσ. Σιγά μθν τθ γλίτωνε τόςο φτθνά θ Κατερίνα! Ρρόβλεπε γερό ξενφχτι και κραςοκατάνυξθ. Και μ εμζνα τι κα γινόταν; Κα περίμενα ν αδειάςουν τθ γωνιά οι λεβζντεσ για να αναπαφςω το ταλαίπωρο κορμάκι μου; Μετά ιταν κι θ άρρωςτθ Ευδοκία. Αν με κολλοφςε γρίπθ; Το ςωςτό ιταν ολοφάνερο. Κα πρεπε να με φιλοξενοφςε εκείνθ. Με το ποφ πιρε μια ανάςα θ Κατερίνα και κάκιςε ςτο τραπζηι μασ, θ Ζφθ τθν κεραυνοβόλθςε με τα ςοβαρότατα επιχειριματά τθσ και τθν ανάγκαςε ςε προςωρινι υποχϊρθςθ. Το άλλο πρωί ξυπνϊντασ ςτθν πεντακάκαρθ καμαροφλα τθσ Ζφθσ κι αντικρίηοντασ από το παράκυρο ανεμπόδιςτο ουρανό και μακρινά βουνά τυλιγμζνα ακόμθ ςτθν καταχνιά ζνιωςα ευλογθμζνθ. Από τότε τολμϊ πια να αφινομαι ςτο άγνωςτο, ν αφινομαι και ς εςζνα, καταδικζ μου άγνωςτε, όπωσ αφζκθκε ςτο κρεβάτι τθσ Ζφθσ το ταλαιπωρθμζνο μου κορμί. Από κείνο το πρωινό, καλζ μου, τολμϊ να το πω, ηω μζςα ς ζνα καφμα ι μάλλον επιςτρζφω ςτον καιρό των καυμάτων. Ζκπλθκτθ και με ευγνωμοςφνθ γεφομαι τθν πρωινι δροςιά ςτα φφλλα, ακόμθ κι όταν δεν υπάρχουν οφτε δροςιά οφτε φφλλα. Δεν υπιρξα ποτζ ιδιαίτερα εφπιςτθ, θ αυτοάμυνα με κωράκιςε με ςκεπτικιςμό, όμωσ περνάνε οι ϊρεσ, οι μζρεσ, οι μινεσ και το καφμα απλϊνεται, ενϊ θ επιφφλαξθ ςυρρικνϊνεται. Ακόμθ και όταν ςιωπϊ, εννοϊ μζςα μου, κάποιοσ ςαν ν αφουγκράηεται Κάποιοσ ςαν να μ ακοφει με ευμζνεια. Φτωχζσ οι λζξεισ μου, ζχουν τόςθ ςχζςθ μ αυτι τθν αίςκθςθ όςο το φωσ των άςτρων με τα άςτρα. Είναι δυνατόν; αναρωτιζμαι. Είναι, απαντά θ μζςα μου φωνι και γεμίηω γλφκα μζχρι που βουρκϊνω. Ο δρόμοσ άνοιξε. Το αδφνατο γίνεται δυνατό. Θ παράδοςθ είναι χαρά. Είναι δφναμθ. Δεν επιδζχονται ψιλοκοςκίνιςμα τα καφματα. Σε ευλογοφν κι ανοίγουν δρόμο για το επόμενο, ανοίγουν μάτια και ςυνείδθςθ. Μπορεί να ςυνζβαιναν και πριν τθν θρωικι μου ζξοδο από τθν Ακινα, όμωσ δεν τα διζκρινα, όπωσ δε διζκρινα τον ουρανό πίςω από το τςιμζντο, τα άςτρα πζρα από τισ φωτεινζσ διαφθμίςεισ, τθν ευλογία μεσ ςτθν καταςτροφι. Θ ψυχι μου φοροφςε χοντροπάπουτςα, άντρα μου, μθν τθν ξεςκίςουν τ αγκάκια και τςαλαπατοφςε όςα τυχόν καφματα φφτρωναν ςτο δρόμο τθσ, μζχρι που ξζςπαςε θ καταιγίδα και ςάρωςε ψευτιζσ κι αυταπάτεσ. Χτυπικθκα, οργίςτθκα, πόνεςα, ζμακα... Ιμουν εξόριςτθ κι επζςτρεψα. Από το δρόμο τθσ απελπιςίασ. Φαίνεται αυτόσ είναι ο δρόμοσ... 22

Άραγε αν με ςυναντοφςεσ εκεί κάτω, κα με αναγνϊριηεσ, Ορζςτθ; Κι εγϊ; Μςωσ ν αναρωτιόμουν φευγαλζα ποιοσ να είςαι, πριν εξαφανιςτείσ ςτο πλικοσ αφινοντασ μου ζνα ερωτθματικό προοριςμζνο να ςβιςει ςφντομα. Σ αφινω να φεφγεισ, για να είςαι ελεφκεροσ να ξανάρχεςαι. Θ λφπθ μου όταν ςε χάνω απ τα μάτια μου είναι το τίμθμα για τθ χαρά να ςε ξαναβλζπω. Είναι τυχαίο άραγε που ςχεδόν πάντα βρίςκομαι ςτθν αυλι όταν ζρχεςαι; Ρριν φανερωκείσ, ακοφω τα βιματά ςου, όμωσ κρατιζμαι ςτθ κζςθ μου. Ρλθςιάηεισ, διακρίνω το περίγραμμά ςου. Ραιδεμζνο. Τίποτε το περίςςιο δεν του ζχει απομείνει. Για τα καφματα λοιπόν ςου λεγα, άντρα μου, που μοιάηουν καταςτροφζσ, για τθν ευλογίεσ που μοιάηουν κατάρεσ και μόνο όταν καταλαγιάςει θ αντάρα βλζπεισ και εννοείσ... Ασ αρχίςω από τον άγονο γάμο μου Οι ρωγμζσ του όλο και φάρδαιναν, οι χαριτωμζνεσ διαφωνίεσ των πρϊτων χρόνων είχαν παγιωκεί ςε διαφορετικζσ ςτάςεισ ηωισ, θ ερωτικι ζλξθ είχε ξεπζςει ςε ανιαρι ρουτίνα, θ αδιαφορία ςωρευότανε ςαν ςκόνθ ςε ξεχαςμζνα ζπιπλα. Οι καβγάδεσ όμωσ ςπάνιηαν ανάμεςα ς εμζνα και το ςφηυγό μου, βαριόμαςταν. Αποροφςα πϊσ ςτα είκοςί μου με είχε τόςο γοθτεφςει, ϊςτε να παρατιςω για χάρθ του τισ ςπουδζσ μου και να του παραδϊςω τθν ελευκερία μου. Ο γάμοσ μου απαιτοφςε κατεδάφιςθ, ζκανα μικρομερεμζτια. Κι αυτά ανόρεχτα. Ιμουν βολεμζνθ, γι αυτό παράλυτθ. Μζχρι που ςυνζβθ ο ςειςμόσ. Θ άλλθ ιταν χιρα με δυο μικρά παιδιά κι ο άντρασ μου γοθτεφτθκε από τθν προοπτικι να γίνει πατζρασ ζτοιμων παιδιϊν, δίχωσ πλζον να υφίςταται ιατρικζσ εξετάςεισ και μάταιεσ κεραπείεσ για ανεπαρκι γονιμότθτα. Ερωτεφτθκε μια άχρωμθ και άοςμθ γυναίκα και μ εκδικικθκε, γιατί ιμουν γόνιμθ κι αυτόσ ςτείροσ. Ροτζ δε κα ξεχάςω με πόςθ ςκλθρότθτα, με πόςθ περθφάνια, μοφ ηιτθςε διαηφγιο! Εγϊ ζχυνα μαφρο δάκρυ, τον παρακαλοφςα να μείνει, ζβαλα λυτοφσ και δεμζνουσ να τον μεταπείςουν, ζφταςα ςτο ςθμείο να πιςτζψω πωσ μου ιταν απαραίτθτοσ, πωσ τον αγαποφςα. Ζνα ράκοσ περιφερόμουνα εδϊ κι εκεί, με πρθςμζνα και κατακόκκινα από το κλάμα μάτια και φάτςα πζνκιμθ. Ο πρϊθν μου ευτυχϊσ ιταν αμετάπειςτοσ. Πςο εγϊ χτυπιόμουνα, τόςο ςκλιραινε εκείνοσ. Στισ απαίςιεσ μζρεσ μου ζδωςε τζλοσ το διαηφγιο και ο αςτραπιαίοσ γάμοσ του. Ζτςι ξεμφτιςα δειλά δειλά απ το κλουβί μου, αποφαςιςμζνθ ν αποδείξω πωσ μποροφςα να πετάξω. Και βζβαια ανάγκθ πάςα να κερδίηω πλζον τα προσ το ηθν, θ τακτικι μερίδα από κανναβοφρι ανικε ςτο παρελκόν. Ζκαψα μια για πάντα τα ςχζδια για 23

ςυνζχιςθ των ςπουδϊν μου ωσ ανεδαφικά, μετακόμιςα ςτο ιδιόκτθτο τριάρι μου, πιρα δάνειο από τθν Τράπεηα και άνοιξα κατάςτθμα με είδθ δϊρων. Άγνωςτθ χϊρα το εμπόριο για μζνα, προζρχομαι από οικογζνεια δθμοςίων υπαλλιλων, αλλά θ επιτυχία μου ιταν ηιτθμα ηωισ και κανάτου. Επζτυχα πάνω από τισ προςδοκίεσ μου. Θ πελατεία μου αφξαινε, αποκτοφςα ςιγά ςιγά όνομα, χαιρόμουνα να μετρϊ κάκε βράδυ τισ ειςπράξεισ μου. Γριγορα αγόραςα αυτοκίνθτο και ξόδευα πλοφςια για τθν εμφάνιςι μου. Επιπλζον εξοφλοφςα το δάνειό μου με άνεςθ. Χρόνια μόχκου και ικανοποίθςθσ, τρεχάλασ με κομμζνθ τθν ανάςα, οι αναπολιςεισ κι οι ενδοςκοπιςεισ κομμζνεσ. Χρόνια δζκα όςα κι οι εραςτζσ. Δεν ευκαιροφςα να εμβακφνω ςτισ ςχζςεισ μου οφτε και οι άντρεσ είχαν τζτοια διάκεςθ. Ζνα επιδίωκα: να αποκτιςω παιδί ζςτω και δίχωσ γάμο. Πμωσ ςτον τομζα αυτό οι εργϊδεισ προςπάκειζσ μου δεν ευοδϊκθκαν κι άρχιςα να κατακλφηομαι από αμφιβολίεσ για τθν τεκνοποιθτικι μου ικανότθτα, αφοφ οι μιςοί εραςτζσ μου ιταν πατζρεσ, ο ζνασ μάλιςτα πολφτεκνοσ. Από τθν άλλθ μεριά, οι γυναικολογικζσ μου εξετάςεισ δείχνανε μια χαρά. Ωςτόςο διζνυα τθν τζταρτθ δεκαετία τθσ ηωισ μου και μια κάμψθ γονιμότθτασ ιταν, κατά τουσ γιατροφσ, φυςιολογικι. Ζκανα το τόλμθμα να βάλω ςτο κρεβάτι μου ζναν ρωμαλζο εικοςάρθ μιπωσ και επιτευχκεί ο ςκοπόσ μου. Μθδζν. Λίγο αργότερα ιρκαν τα προμθνφματα τθσ καταςτροφισ... Ζνα ανοιξιάτικο πρωινό θ γθραλζα πολυκατοικία απζναντι από το μαγαηί μου δζχεται επίκεςθ μπουλντόηασ. Πγκοι τςιμζντου ξεκολλάνε μζςα ςε εκκωφαντικό κόρυβο, ςφννεφα ςκόνθσ ςθκϊνονται, ξεγυμνωμζνεσ ςιδερόβεργεσ κρζμονται ςτο κενό. Κόςμοσ βγαίνει ςτα μπαλκόνια, καταςτθματάρχεσ και πελάτεσ τρζχουμε ςτισ πόρτεσ. Το κζαμα είναι ςυγκλονιςτικό. Γερι καταςκευι θ πολυκατοικία, θ κατεδάφιςθ προχωροφςε μάλλον αργά, βουναλάκια από μπάηα φορτϊνονταν ςτα φορτθγά προκαλϊντασ κυκλοφοριακι ςυμφόρθςθ κι εγϊ με το ξεςκονόπανο ςτο χζρι πολεμοφςα να διϊξω τθ ςκόνθ που με τρομερι ταχφτθτα ςκζπαηε τηάμια κι εμπορεφματα. Είχα αρκετό χρόνο για ξεςκόνιςμα, μιασ και οι πελάτεσ μου είχαν αραιϊςει, προςωρινά νόμιηα τότε. Θ Δάφνθ από το διπλανό κατάςτθμα με τισ κουρτίνεσ με πλθροφόρθςε ότι κα χτιηόταν πολυκατάςτθμα-γίγαντασ, οκταϊροφο μάλιςτα. «Κα μασ αφανίςει αυτό το μεγακιριο», μουρμοφριηε κακϊσ τφλιγε με μαεςτρία τον χφμα καπνό τθσ ςε τςιγαρόχαρτο, με τθν πεποίκθςθ ότι το χειροποίθτο τςιγάρο είναι λιγότερο τοξικό από το 24

βιομθχανικό. Δεν ςυμμεριηόμουν τθν απελπιςία τθσ. Κεωροφςα, τουλάχιςτον για τθ δικι μου περίπτωςθ, τουσ φόβουσ τθσ υπερβολικοφσ. Το μαγαηί μου διακρινόταν για τθν προςωπικότθτα και τθ φινζτςα του, με τθν πελατεία μου είχα χτίςει ηεςτζσ, προςωπικζσ ςχζςεισ. Κα άντεχα τον ανταγωνιςμό του κθρίου, ενϊ για τθ Δάφνθ και τισ ςυνθκιςμζνεσ κουρτίνεσ τθσ τα πράγματα κα ιταν ςκοφρα. Κοφνια που με κοφναγε! Το κθρίο τρεφόταν κακθμερινά με τόνουσ τςιμζντο και υψωνόταν με γοργοφσ ρυκμοφσ, ενϊ εγϊ, με νφχια και δόντια, αγωνιηόμουν να διατθριςω το θκικό μου κι οργάνωνα τθν άμυνά μου. Ζκλειςα ακριβοπλθρωμζνθ και περιηιτθτθ διακοςμιτρια να μου ανακαινίςει τθ βιτρίνα και ςφχναηα ςε εκκζςεισ για να επιλζγω ό,τι πιο εκλεκτό και πρωτότυπο υπιρχε, ϊςτε να ζχω ποιοτικά πλεονεκτιματα, όταν κα λειτουργοφςε το κθρίο. Στο μεταξφ θ φαςαρία και θ ακαταςταςία του δρόμου εξαιτίασ τθσ οικοδομισ είχαν οδυνθρό αντίκτυπο ςτισ ειςπράξεισ, όχι μόνο τισ δικζσ μου, αλλά και των υπόλοιπων γειτονικϊν μαγαηιϊν. Μεςθμζρι Τετάρτθσ ιταν, θλιόλουςτθ μζρα, μαφρθ για μζνα. Βλζπεισ, καλζ μου, οι μόνοι που είχαν πατιςει ςτο μαγαηί τόςεσ ϊρεσ ιταν δυο ηθτιάνοι, ζνασ πλαςιζ απορρυπαντικϊν και τρεισ για πλθροφορίεσ. Κλείνοντασ αποφάςιςα να κάνω μια μεγάλθ βόλτα ςτο Μοναςτθράκι μιπωσ βελτιωκεί θ διάκεςι μου. Για μια ακόμθ φορά διαπίςτωνα πωσ τίποτε δεν είναι πιο κεραπευτικό από τθν πεηοπορία. Τα πόδια μου πονοφςαν, αλλά θ καρδιά μου ιταν ανάλαφρθ, όταν πζφτω επάνω ς ζνα καροτςάκι με μεταχειριςμζνα βιβλία. Χρόνια δεν ευκαιροφςα να διαβάςω κάτι άλλο εκτόσ από εμπορικοφσ καταλόγουσ και καμιά εφθμερίδα ςτθ χάςθ και ςτθ φζξθ, αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Ζνα βιβλίο κα μου κρατοφςε ςυντροφιά ςτθν απραξία και κα διαςκζδαηε τισ αρνθτικζσ μου ςκζψεισ. Ρεριθγικθκα τουσ τίτλουσ, τθν προςοχι μου τράβθξε ζνα μπλε εξϊφυλλο, λιγάκι τριμμζνο ςτισ άκρεσ, με τον τίτλο: «Το Μικρό είναι Πμορφο». Υπιρχε και υπότιτλοσ: «Θ Ομορφιά και θ Ανκρωπιά τθσ Μικρισ Οικονομίασ». Δίχωσ δεφτερθ ςκζψθ τ αγόραςα και κάκιςα ς ζνα παγκάκι να το ξεφυλλίςω. Το απόκτθμά μου ιταν ςε κάποια ςθμεία υπογραμμιςμζνο. Λατρεφω τισ υπογραμμίςεισ. Φαντάηομαι το άγνωςτο πρόςωπο, ςτοχαςτικό, ςκυμμζνο επάνω από τισ αράδεσ, το χζρι αιωροφμενο, ζτοιμο να ςθμαδζψει με το ςτυλό, όχι τθν ξζνθ ςκζψθ, αλλά τθ δικι του που με αγαλλίαςθ βλζπει τυπωμζνθ. Με τθν υπογράμμιςθ τθν παραδίδει ςτον επόμενο αναγνϊςτθ. Σε μζνα. «Είναι γνωςτικό το μικρό, ζςτω και μόνο λόγω του μικροφ και αποςπαςματικοφ τθσ ανκρϊπινθσ ςοφίασ». «Θ γθ ζχει αρκετά να ικανοποιιςει τθν ανάγκθ του κάκε ανκρϊπου, όχι όμωσ 25