ΓΕΩΧΗΜΙΚΕΣ ΙΑΣΚΟΠΗΣΕΙΣ

Σχετικά έγγραφα
Χρονική σχέση με τα φιλοξενούντα πετρώματα

Μεταφορά Πρότυπο διασποράς. Ευκίνητη φάση. Περιβάλλον κινητοποίησης στοιχείων. Περιβάλλον απόθεσης στοιχείων

'Οταν είναι γνωστή η ταυτότητα των σταθερών ορυκτολογικών ειδών και των διαλυτών ιοντικών φάσεων είναι δυνατό να υπολογίσουµε τη σχετική διαλυτότητα

ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΥΔΡΟΘΕΡΜΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005

ΟΡΥΚΤΑ. Ο όρος ορυκτό προέρχεται από το ρήμα «ορύσσω» ή «ορύττω» που σημαίνει «σκάβω». Χαλαζίας. Ορυκτό αλάτι (αλίτης)

2 nd Energy Tech Forum, Ίδρυμα Ευγενίδου Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 2017

Μέθοδος Γεωχρονολόγησης Re-Os

ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ

ΕΙΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΓΕΩΧΗΜΙΚΩΝ ΙΑΣΚΟΠΙΣΕΩΝ

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

ΜΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΕΡΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΟΛΥΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ

ΔΙΑΓΕΝΕΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ. Αριάδνη Αργυράκη

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

Μαγματικά, πλουτώνια πετρώματα ΓΡΑΝΙΤΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΝΙΤΟΕΙΔΗ ΡΥΟΛΙΘΟΣ

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη

ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑ (ORE DEPOSIT GEOLOGY)

Περιεχόμενα. Παράδειγμα εφαρμογής αντιδράσεων εξουδετέρωσης στον προσδιορισμό παραγόντων ρύθμισης του ph φυσικών νερών

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΟΚΚΩΝ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ 2. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΝΕΡΟΥ 3. ΚΥΡΙΑ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ 4. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΚΑΘΙΖΗΣΗ 5.

ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ ΤΟΜΕΑΣ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑΣ-ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ-ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

Κοιτασματολογία Ενότητα 4: Διαδικασίες υποθαλάσσιας ηφαιστειακής δραστηριότητας

ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ ΙΖΗΜΑΤΑ & ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

4.11. Ορυκτά - Πετρώματα

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ. Αριάδνη Αργυράκη

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

ΥΝΑΜΙΚΟ ΟΞΕΙ ΟΑΝΑΓΩΓΗΣ (OXIDATION POTENTIAL) Ένας σηµαντικόςπαράγονταςελέγχουτηςευκινησίαςτωνστοιχείων είναι η συγκέντρωση των ηλεκτρονίων στο

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΡΓΥΡΑΚΗ

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ΓΕΩΧΗΜΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΡΓΥΡΑΚΗ

Κοιτασματολογία Ενότητα 2: Βασικές και ενδογενείς διαδικασίες σχηματισμού των κοιτασμάτων

Κοιτασματολογία Ενότητα 6: Γεωχημικές και ορυκτολογικές διαδικασίες

Κεφάλαιο 1 Δομή της Γης

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ- ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη

4. ΕΔΑΦΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ. Α /Β Διαχείριση Φυσικών Πόρων

ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ. Β) Τι ονομάζουμε μαζικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται;

7 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΦΥΣΙΚΟΙ ΛΙΘΟΙ

ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ

Ορυκτά και πολύτιμοι λίθοι της Ελλάδας

Σύνοψη και Ερωτήσεις 5ου Μαθήματος

Υδροθερμική εξαλλοίωση - Υδροθερμική απόθεση

4.11 Ορυκτά& Πετρώµατα

Φωτογραφία του Reykjavik το 1932, όταν τα κτίρια θερμαίνονταν με συμβατικά καύσιμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Κύκλοι Βαρέων Μετάλλων. Βαρέα Μέταλλα στα Παράκτια Συστήματα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΙΣΟΤΟΠΩΝ. Eφαρμογές σε περιβαλλοντικές μελέτες. Χ. Στουραϊτη Επικ. Καθηγήτρια. Περιβαλλοντική Γεωχημεία

Γεωθερμικό πεδίο ποσότητα θερμοκρασία βάθος των γεωθερμικών ρευστών γεωθερμικό πεδίο Γεωθερμικό πεδίο 3175/2003 άρθρο 2 (ορισμοί)

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Τα Fe-Ni-ούχα λατεριτικά μεταλλεύματα της Ελλάδας. Συμβολή της Ορυκτολογίας- Πετρολογίας στην αξιοποίησή τους. Ευριπίδης Μπόσκος, Καθηγητής

Γεωχημεία. Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης. Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ. EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο: Γεωλογία»

Έδαφος Αποσάθρωση - τρεις φάσεις

Περιεχόμενα. Σύστημα υπόγειου νερού. Αντιδράσεις υδρόλυσης πυριτικών ορυκτών. Ρύθμιση ph

1. Δειγματοληψία. 2. Μέθοδοι ανάλυσης γεωχημικών δειγμάτων. 3. Στατιστική επεξεργασία - αποτίμηση. αποτελεσμάτων

Πολυτεχνείο Κρήτης Τµήµα Μηχανικών Περιβάλλοντος ΥΔΑΤΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ. Σηµειώσεις

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

2.3 ΜΕΡΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ. Επιμέλεια παρουσίασης Παναγιώτης Αθανασόπουλος Δρ - Χημικός

Πιο ενεργά συστατικά κολλοειδή κλασματα Διάμετρο μικρότερη από 0,001 mm ή 1μ ανήκουν στα κολλοειδή.

ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΩΝ ΔΙΑΣΚΟΠΗΣΕΩΝ

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση

Εισαγωγικό φροντιστήριο

ΑΣΚΗΣΗ 1 η. Ολική πυριτική Γη = ο σύγχρονος μανδύας + πρωτο-φλοιός = πρωταρχικός μανδύας

Γεωχημεία. Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης. Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος

ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ. Πετρολογικός κύκλος

2. Χρόνοι παραμονής χημικών στοιχείων σε «ταμιευτήρες»

ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντική Γεωχημεία

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

ΣΙΔΗΡΟΥΧΑ & ΚΛΑΣΤΙΚΑ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΙΖΗΜΑΤΑ. Αριάδνη Αργυράκη

Μεταβολή των ταχυτήτων των σεισµικών κυµάτων µε το βάθος

Κοιτασματολογία Ενότητα 1: Κίνηση των λιθοσφαιρικών Πλακών Γεωλογικά Φαινόμενα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

Γεωχημεία. Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης. Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Aτµόσφαιρα της Γης - Η σύνθεση της ατµόσφαιρας Προέλευση του Οξυγόνου - Προέλευση του Οξυγόνου

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα

Στοιχεία Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας. Μαρία Γεραγά Γεώργιος Ηλιόπουλος

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...)

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας.

ΡΥΠΑΝΣΗ Ε ΑΦΩΝ ΣΤΟ ΛΑΥΡΙΟ

Είναι μίγματα ορυκτών φάσεων Οι ορυκτές φάσεις μπορεί να είναι ενός είδους ή περισσότερων ειδών Μάρμαρο

Ορυκτά είναι όλα τα ομογενή, κρυσταλλικά υλικά, με συγκεκριμένη μοριακή δομή και σύσταση

ΡΑΔΙΟΧΗΜΕΙΑ 2. ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ - ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις

ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ ΕΝΑΣ ΦΥΣΙΚΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

Ε ΑΦΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ Ε ΑΦΩΝ, ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΧΗΜΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΟ Ε ΑΦΟΣ

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Περιληπτική θεωρητική εισαγωγή

ΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΓΕΩΧΗΜΙΚΩΝ

Γεωχημεία. Ενότητα 2: Γεωχημικές διεργασίες στην επιφάνεια της γης. Αριάδνη Αργυράκη Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος

Transcript:

ΓΕΩΧΗΜΙΚΕΣ ΙΑΣΚΟΠΗΣΕΙΣ Σκοπός: Η εκτίµηση µιας µεγάλης περιοχής έκτασης εκατοντάδων έως δεκάδων χιλιάδων Km 2 µε ειδικά ευνοϊκά γεωφυσικά ή γεωλογικά χαρακτηριστικά. Η µέθοδος χρησιµοποιείται για την επιλογή µιας περιοχής, αλλά όχι για τον εντοπισµό ειδικών κοιτασµάτων. Πυκνότητα δειγµατοληψίας: ~ 1 δείγµα ανά 1 Km 2 έως 100 Km 2. Λεπτοµερείς διασκοπήσεις : Μικρή περιοχή, µερικά Km 2 έως δεκάδες Km 2, µε αντικειµενικό στόχο τον ακριβή εντοπισµό ιδιαίτερων κοιτασµάτων ορυκτών.

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΙΑΣΚΟΠΗΣΕΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ιασκοπήσεις εδαφών:χρησιµοποιούνται στην εφαρµοσµένη γεωχηµεία µε πολύ επιτυχή αποτελέσµατα. Για να προσδιορίσουµε τον καλύτερο εδαφικό ορίζοντα παίρνονται δείγµατα από τοµές του εδαφικού ορίζοντα. Συνήθως παίρνεται το κοκκοµετρικό κλάσµα 80 mesh (<200µm).

ιασκοπήσεις Ιζηµάτων ρεµάτων (Γεωχηµεία υδρογραφικού δικτύου). Χρησιµοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για γενικές αναγνωριστικές µελέτες σε περιοχές λεκανών απορροής. Κλάσµα 80 mesh. ιαλυτοποιήσεις για την εξαγωγή µετάλλου, µε ασθενή ψυχρό οξύ έως την πλήρη διαλυτοποίηση. Το σηµείο ανάντη του ρέµατος µε τις µέγιστες τιµές µετάλλων ονοµάζεται cut-off. Αυτό αντιστοιχεί στη θέση όπου το υπόγειο νερό εµπλουτισµένο σε µέταλλα εισέρχεται στη λεκάνη (απορροής) ή τα κλαστικά µεταλλικά ορυκτά εισέρχονται στο ρέµα. Μετά το σηµείο cut-off, επόµενο βήµα εντοπισµός της πηγής ανωµαλίας.

Υ ΡΟΧΗΜΙΚΗ ΙΑΣΚΟΠΗΣΗ Α. Υπόγειο νερό. Μεγαλύτερο περιεχόµενο διαλυµένων συστατικών, ειδικότερα κοντά σε οξειδωµένα θειούχα κοιτάσµατα µε χαµηλό ph. Β. Επιφανειακό νερό. ΕΡΕΥΝΕΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ( Γεωβοτανική Βιογεωχηµεία).

ΑΤΜΟΓΕΩΧΗΜΙΚΕΣ ΙΑΣΚΟΠΗΣΕΙΣ: ιασκοπήσεις αερίων για τον εντοπισµό καλυµµένων κοιτασµάτων µε την ανίχνευση διοξειδίου του θείου, υδροθείου, υδραργύρου, ραδονίου ή άλλων πτητικών στοιχείων ή ενώσεων. Α. Αερογεωχηµικές έρευνες. Β: ιασκοπήσεις αερίων εδάφους. Το ραδόνιο µετρήθηκε µε επιτυχία στα εδάφη στην έρευνα ουρανίου. Ο υδράργυρος χρησιµοποιήθηκε σαν ιχνηλάτης για κοιτάσµατα Pb- Zn-Hg-Sb κλπ. Παρατηρούνται ανωµαλίες του CO 2 3-6 φορές µεγαλύτερες από την τιµή πλαισίου από πολυµεταλλικά κοιτάσµατα καλυµµένα µε παχύ εδαφικό κάλυµµα. SO 2, H 2 S που ελευθερώνονται κατά την οξείδωση θειούχων κοιτασµάτων µπορεί να προσδιοριστούν στο έδαφος, στα νερά ή στον αέρα.

ΙΑΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Στόχος να προσδιοριστεί: 1. Τύπος της γεωχηµικής διασποράς της περιοχής 2. Καλύτερο µέσο δειγµατοληψίας 3. ιάστηµα δειγµατοληψίας 4. Ζώνη εδάφους για δειγµατοληψία 5. Μέγεθος κλάσµατος που θα αναλυθεί 6. Στοιχείο ή οµάδα στοιχείων που θα αναλυθεί 7. Επιδράσεις τοπογραφίας, υδρογεωλογίας, απορροής κλπ. 8. Ανώτερο όριο τιµής πλαισίου στα πετρώµατα, εδάφη κλπ. 9. Μέθοδος ανάλυσης 10. Πιθανή µόλυνση στην περιοχή.

Λιθογεωχηµική ιασκόπηση Ορυκτών Πρότυπα βαθιάς προέλευσης Οι διεργασίες σχηµατισµού κοιτασµάτων στο περιβάλλον βάθους δηµιουργούν τύπους γεωχηµικών προτύπων και ανωµαλιών που είναι χρήσιµοι στην εφαρµοσµένη γεωχηµεία. Aνωµαλίες βαθιάς προέλευσης : Ι. Μεγάλες µάζες πετρωµάτων (από µεµονωµένα πλουτώνια έως ολόκληρες γεωλογικές επαρχίες) αποκτούν το περιεχόµενό τους σε ανώµαλαστοιχείασαµέρος της διεργασίας σχηµατισµού τους. Οι ανωµαλίες αυτές ονοµάζονται συγγενετικές. ΙΙ.Τα ανώµαλα στοιχεία εισχώρησαν στο προ-υπάρχον πέτρωµα ήτο αρχικό πέτρωµα τροποποιήθηκε στην ορυκτολογία ή άλλες ιδιότητες. Οι ανωµαλίες αυτές λέγονται επιγενετικές και δείχνουν µία προέλευση βραδύτερη από το πέτρωµα που τις φιλοξενεί. Οι επιγενετικές ανωµαλίες σχετίζονται µε ρωγµές ή ρήγµατα διότι τέτοιες δοµές συνήθως ελέγχουν την είσοδο υλικού.

Ταξινόµηση κοιτασµάτων Α. ιεργασίες σχηµατισµού µεταλλευµάτων Τα µεταλλεύµατα σχηµατίζονται από ποικίλες διεργασίες και αναγνωρίζονται από γεωχηµικές διαφορές σε ιχνηλάτες και στο χαρακτήρα της πρωτογενούς διασποράς. Ι. Κοιτάσµατα που προέρχονται από χηµικές διεργασίες συγκέντρωσης σε υψηλές θερµοκρασίες µέσα στη γη ή στο θαλάσσιο πυθµένα. Α. Σε µαγµατικά κοιτάσµατα. 1. Συγκέvrρωση κρυστάλλων από το µάγµα (χρωµίτης-µαγνητίτης 2. Αποχωρισµός θειούχων από το µάγµα (Cu-Ni Sudbury). Β. Υδροθερµικά κοιτάσµατα. 1. Αποτίθεται µέσα στη γη και συνοδεύονται µε εκρηξιγενήσώµατα διείσδυσης ή ηφαιστειακά κέντρα. (α) ιάχυταθειούχακοντάήµέσα σε εκρηξιγενή σώµατα (κοιτάσµατα πορφυρικού χαλκού-µολυβδένιου). (β) Μετασωµάτωση επαφής ανθρακικών πετρωµάτων (Κοιτάσµατα Skarn). (γ) Κοιτάσµατα φλεβικά και αντικατάστασης. (δ) Στην περιφέρεια γρανιτικών διεισδύσεων. (ε) Συνοδεύονται µε ηφαιστειακά κέντρα και συστήµατα θερµών πηγών στην ξηρά.

2. Αποτίθενται µέσα στη γη αλλά χωρίς καταφανή σχέση µε εκρηξιγενή δραστηριότητα. (α) Θειούχα κοιτάσµατα Pb-Zn σε ανθρακικά πετρώµατα (Missisippi VaIIey κοιτάσµατα). (β) Κοιτάσµατα U σε ψαµµίτες. (γ) Κοιτάσµατα Cu που συνοδεύονται µε κόκκινα ιζήµατα. 3. Αποτίθενται στο θαλάσσιο πυθµένα από ρευστά θερµών πηγών. (α) Συµπαγή Fe-θειούχα µε βασικά και πολύτιµα µέταλλα, σε σχέση µε ηφαιστειότητα (Kuroko- κοιτάσµατα Ιαπωνίας). (β) Θειούχα βασικών µετάλλων χωρίς σχέση µε ηφαιστειότητα. (γ) Κοιτάσµατα Fe και Μη µε Αυ και άλλα µέταλλα. Γ. Από καθολική ή δυναµική µεταµόρφωση. 1. Από ανακατανοµήχηµικών συστατικών (κοιτάσµατα τάλκη και τρεµολίθου κ.λπ.). 2. Από ανακρυστάλλωση (γρανάτης, κυανίτης).

ΙΙ. Κοιτάσµατα από χηµικές διεργασίες συγκέντρωσης στην επιφάνεια της γης σε χαµηλές θερµοκρασίες. Α. Από αποσάθρωση και σχετικές διεργασίες στην ξηρά. 1. Από έκπλυση διαλυτών συστατικών που αφήνουν υπολειµµατικές συγκεντρώσεις (βωξίτες, λατερίτες, Fe-Mn-Ni). 2. Από υπεργενή εµπλουτισµό θειούχων. 3. Από εξάτµιση νερού πόρων εδάφους Β. Από απόθεση σε λίµνες και ωκεανούς. 1. Από εξάτµιση νερού (εβαπορίτες, γύψος, άλας, βορικά). 2. Από χηµικές µεταβολές εν διαλύσει (α) Καθίζηση ασβεστόλιθων και δολοµιτών. (β) Από βιολογικές διεργασίες και διαγένεση. (1) Συγκέντρωση φυτικών τµηµάτων (λιγνίτης). (2) Σχηµατισµός υγρών και αερίων προϊόντων από φυτικά και ζωϊκά τεµάχη (πετρέλαιο και αέρια). (3) Μετατροπή θειικών σε αυτοφυές θείο (κοιτάσµατα θείου). ΙΙΙ. Κοιτάσµατα που σχηµατίζονται από µηχανικές διεργασίες συγκέντρωσης. Α. Συγκέντρωση βαρέων ορυκτών από ρέον νερό (προσχωµατικά κοιτάσµατα Αυ,Pt, Sn, αδάµαντα).

Γεωχηµικές τεχνικές στην ταξινόµηση της µεταλλοφορίας. Οι µελέτες ισοτόπων Pb στα µεταλλεύµατα και στα πετρώµατα παρέχουν ένα µέσο αναγνώρισης των τύπων µεταλλεύµατος. Από τα 4 ισότοπα του Pb, ο Pb 206 και Pb 207, Pb 208 σχηµατίζονται από ραδιενεργό διάσπαση U και Th, ενώ ο Pb 204 δεν είναι ραδιογενής. Οι λόγοι των ισοτόπων Pb στο γαληνίτη ή άλλο µετάλλευµα και συνοδά ορυκτά, µπορεί να παρέχουν πληροφορία για το χηµικό περιβάλλον ή την πηγή του Pb στο υλικό. Μεγάλα µεταλλεύµατα βασικών µετάλλων, ειδικά τα ηφαιστειογενή συµπαγή θειούχα, έχουν ισότοπα Pb που προέρχονται από το µέσο πέτρωµα στον κατώτερο φλοιό ή στον ανώτερο µανδύα. Στα κοιτάσµατα Pb-Zn τύπου Mississippi Valley, συναντώνται υψηλές αναλογίες ραδιογενούς Pb (από υ και Th), διότι ο Pb στα κοιτάσµατα αυτά διηθήθηκε από ιζηµατογενή ή εκρηξιγενή πετρώµατα του ανώτερου φλοιού. Το θείο από εκρηξιγενείς πηγές συνήθως έχει περιεχόµενο σε S 34 περίπου το ίδιο µετο θείο των µετεωριτών, που είναι το σταθερό υλικό αναφοράς από το οποίο µετρώνται αποκλίσεις του λόγου 34 S/S 32 (δ 34 S τιµές %ο, ή µέρη ανά χίλια). Τα θειικά του θαλάσσιου νερού έχουν τιµές δ 34 Sµεταξύ +20 έως +25 ή περιέχουν2-2.5% περισσότερο 34 S απ' ό,τι το µετεωριτικό S. Τα θειούχα σε ιζηµατογενή περιβάλλοντα έχουν συνήθως αρνητικές δ 34 S τιµές. Οι τιµές στα υδροθερµικά θειούχα είναι συνήθως 0, αλλά εξαρτώνται από το pη, τη θερµοκρασία του ρευστού και από τα ορυκτά που αποτίθενται.

Kοινωνίες στοιχείων µπορεί να είναι χρήσιµες στην αναγνώριση του τύπου του µεταλλεύµατος. Πολλά στοιχεία σχετίζονται µε µία µεγάλη ποικιλία τύπων µεταλλεύµατος όταν όµως χρησιµοποιούνται µαζί µε γεωλογικά και ορυκτολογικά δεδοµένα, οι κοινωνίες των ιχνοστοιχείων µπορεί να οδηγήσουν µονοσήµαντα στην αναγνώριση των τύπων του κοιτάσµατος. Το περιεχόµενο ή οι λόγοι των περιεχοµένων των στοιχείων στα ορυκτά µπορεί επίσης να χρησιµοποιηθεί στην αναγνώριση τύπων µεταλλευµάτων, Π.χ. το περιεχόµενο Re στους µολυβδενίτες από κοιτάσµατα πορφυρικού χαλκού είναι πολύ µεγαλύτερο από ότι σε άλλους τύπους κοιτασµάτων που φέρουν Μο. Ο ιζηµατογενής σιδηροπυρίτης έχει Co < Νί σε αντίθεση µε πολλούς πυρίτες υδροθερµικής προέλευσης, που γενικά έχουν Co > Νί και συνήθως Co > 100 ppm. Ο Αυ επίσης σε διάφορους τύπους κοιτασµάτων έχει συγκεκριµένα περιεχόµενα Ag, Cu και άλλων στοιχείων και οι λόγοι στον προσχωµατικό χρυσό µπορεί να χρησιµοποιηθούν στην αναγνώριση των διαφόρων τύπων προέλευσης.

Παραγωγικά περιβάλλοντα βαθιάς προέλευσης Συγγενετικές ανωµαλίες πετρωµάτων Σύνδεση ορισµένων ειδών κοιτασµάτων µε ειδικούς τύπους πλουτωνίου πετρώµατος. Τέτοια παραδείγµατα είναι η σύνδεση κασσιτερίτη µε καλιούχους γρανίτες. ιλµενίτη µε ανορθοσίτες, χρωµίτη µε υπερβασικά, και νικελιούχα θειούχα µε υπερβασικά και βασικά πετρώµατα. Οι περιοχές ή οι τύποι πετρώµατος µε τα οποία συνδέονται κατά προτίµηση τα µεταλλεύµατα µπορεί να ονοµαστούν παραγωγικοί, µετην έννοια ότι η έρευνα σ' αυτά είναι πιθανό να είναι πιο παραγωγική για τον εντοπισµό νέουµεταλλεύµατος. Αν και τα παραγωγικά περιβάλλοντα µπορεί να αναγνωριστούν µε απλή εξέταση της ορυκτολογίας ή της κατανοµής παραγωγικών κοιτασµάτων, άλλα παραγωγικά περιβάλλοντα µπορεί ν' ανιχνευθούν µόνο µε συστηµατική δειγµατοληψία και χηµικές αναλύσεις πετρωµάτων ή άλλων τύπων υλικών.

Επιγενετικές ανωµαλίες πετρωµάτων Κατά τη διάρκεια των µεταλλοφόρων διεργασιών βάθους, ηδιαφυγή και η διαρροή στοιχείων από το µεταλλοφόρο σώµα και τις διόδους που κυκλοφορούν τα µεταλλοφόρα ρευστά δηµιουργείται µεγάλη ποικιλία χηµικών, ορυκτολογικών και ισοτοπικών διασπορών στα γειτονικά πετρώµατα, Οι ανωµαλίες αυτές λέγονται επιγενετικές διότι υπερτίθενται στα προϋπάρχοντα πετρώµατα. Τέτοιες ανωµαλίες αναπτύσσονται έντονα κοντά σε υδροθερµικά κοιτάσµατα διότι το χαµηλό ιξώδες των υδροθερµικών ρευστών επιτρέπει τη διείσδυσή τους κατά µήκος σχισµών και πόρων στο γειτονικό πέτρωµα. Τα αποτελέσµατα περιλαµβάνουν προσθήκη ανώµαλων ποσοστών στοιχείων κοντά στα υδροθερµικά κανάλια, υδροθερµική εξαλλοίωση ορυκτών στο περιβάλλον πέτρωµα και διαρροή στοιχείων κατά µήκος ορισµένων θέσεων ρηγµάτων. Οι χηµικές και ορυκτολογικές αυτές διασπορές γύρω από το µετάλλευµα και τα υδροθερµικά κανάλια παρέχουν ένα µεγάλο στόχο στην έρευνα.

Για την επιγενετική απόθεση καθοδηγητικών στοιχείων µπορεί να διακριθούν δύο µηχανισµοί: 1. ιάχυση των διαλυµένων µετάλλων διαµέσου στάσιµου ρευστού των πόρων στο γειτονικό πέτρωµα κοντάστηφλέβαήσ' άλλες ζώνες µε υψηλό περιεχόµενο µετάλλων, µε ακόλουθη απόθεση και προσρόφηση στο γειτονικό πέτρωµα. Οι διασπορές που σχηµατίζονται ονοµάζονται άλω διάχυσης.

2. Ροή ρευστού διαµέσου φλεβών, ρωγµών, και κενών πόρων µέσα στο πέτρωµα µε ακόλουθο απόθεση ή προσρόφηση µετάλλων. Οι ανωµαλίες που σχηµατίζονται ονοµάζονται ανωµαλίες διαρροής. α) Σχηµατισµός των άλω διάχυσης Τα ιόντα και άλλα διαλυµένα συστατικά του διαλύµατος υφίστανται άτακτες κινήσεις και τείνουν να διαχυθούν διαµέσου του διαλύµατος προς περιοχές χαµηλότερης συγκέντρωσης. Ο ρυθµός της διάχυσης είναι πολύ αργός, έτσι ώστε εάν ένα ρευστό ρέει µε ταχύτητα0.01 mm/s (32 m/έτος), τα αποτελέσµατα της διάχυσης είναι ασήµαντα συγκρινόµενα µε τα αποτελέσµατα µεταφοράς από ροή. Σε χιλιάδες ή εκατοµµύρια χρόνια, η προκύπτουσα διασπορά από διάχυση µπορεί να είναι σηµαντική.

β) Σχηµατισµός ανωµαλιών διαρροών Το υλικό µεταλλεύµατος µπορεί να διασπαρεί σε συµπαγή πετρώµατα και σε διαρρηγµένες ζώνες υπεράνω, κάτω και κοντά σε υδροθερµικά κοιτάσµατα. Στη βιβλιογραφία της εφαρµοσµένης γεωχηµείας, η διασπορά του τύπου αυτού ονοµάζεται διαρροή (Leakage) µε την έννοια ότι µέροςαπότορευστόκαιτοµέταλλο έχει κινηθεί προς τα πάνω ή έξω από το µετάλλευµα ή το κύριο κανάλι του µεταλλοφόρου ρευστού. Μερικές ανωµαλίες διαρροών µπορεί να παριστούν καθιζήµατα από µεταλλοφόρα ρευστά που κινούνται προς τα πάνω αφού το µεγαλύτερο µέρος του µεταλλικού φορτίου τους έχει αποτεθεί αλλού. Εάν το κοίτασµα είναιτυφλό(καλύπτεται) οτύποςαυτόςανωµαλίας µπορεί να αποτελέσει έναν άριστο οδηγό στον εντοπισµό τουµεταλλεύµατος. Ανωµαλίες διαρροών σχεδόν όµοιες µ' εκείνες που σχετίζονται µε το µετάλλευµα µπορεί επίσης να σηµειώνουν το πέρασµα µη-παραγωγικών υδροθερµικών διαλυµάτων που είτε έχασαν την ευκαιρία ή δεν είχαν το δυναµικό να αποθέσουν µεγάλες συγκεντρώσεις µετάλλου.

Η θέση, οι διαστάσεις και η ένταση των ανωµαλιών διαρροών εξαρτώνται από τους ακόλουθους παράγοντες: 1. Το µονοπάτι ροής του µεταλλοφόρου ρευστού. 2. Τα ποσοστά των ιχνηλατών στο µεταλλοφόρο ρευστό. 3. Τους ελέγχους απόθεσης, προσρόφησης και άλλων διεργασιών µεταφοράς στο πέτρωµα. Το µονοπάτι ροής ενός υδροθερµικού ρευστού συνήθως προσδιορίζεται από τις ζώνες διάρρηξης ή τους πόρους του πετρώµατος, διότι η ροή είναι πιο γρήγορη κατά µήκος των ζωνών αυτών απ' ό,τι κατά µήκος ορίωνκόκκωνήπόρωνστασυµπαγή πετρώµατα. Τα περισσότερα υδροθερµικά ρευστά φαινοµενικά ρέουν κατά µία ανοδική διεύθυνση σαν αποτέλεσµα της χαµηλότερης πυκνότητας των ζεστών ρευστών, σε σύγκριση µ' εκείνη των κανονικών υπόγειων νερών, και των υψηλών πιέσεων στο βάθος. Τα ρευστά που αποθέτουν τα συνήθη µεταλλεύµατα βασικών µετάλλων γενικά θεωρούνται ότι περιέχουν µεταξύ 1 και 1000 ppm µέταλλα. Για σύγκριση, τα κανονικά επιφανειακά και υπόγεια νερά περιέχουν µόνο 0.01 ppm Cu, Pb και Ζn.

Η καθίζηση από το διάλυµα µπορεί να γίνει από αλλαγές στη θερµοκρασία, στην πίεση, στο PΗ, στην κατάσταση οξείδωσης και σ' άλλες χηµικές διαταραχές που προκύπτουν από αλληλοαντίδραση µε το περιβάλλον πέτρωµα, βρασµό καιµείξη µε υπόγειο νερό ή άλλα ρευστά. Οι ανωµαλίες διαρροών διαφέρουν από την άλω διάχυσης κατά την έκταση, τον έλεγχο από τη διάρρηξη και τη διαπερατότητα και το πρότυπο της εξασθένησης µακριά από την πηγή του ρευστού. Οι ανωµαλίες διαρροών µπορεί να εκτείνονται εκατοντάδες µέτρα από το µετάλλευµα, ενώ οι άλω διάχυσης περιορίζονται περίπου στα 30 µ.

ΓΕΩΧΗΜΙΚΕΣ ΙΑΣΚΟΠΗΣΕΙΣ Σκοπός: Η εκτίµηση µιας µεγάλης περιοχής έκτασης εκατοντάδων έως δεκάδων χιλιάδων Km 2 µε ειδικά ευνοϊκά γεωφυσικά ή γεωλογικά χαρακτηριστικά. Η µέθοδος χρησιµοποιείται για την επιλογή µιας περιοχής, αλλά όχι για τον εντοπισµό ειδικών κοιτασµάτων. Πυκνότητα δειγµατοληψίας: ~ 1 δείγµα ανά 1 Km 2 έως 100 Km 2. Λεπτοµερείς διασκοπήσεις : Μικρή περιοχή, µερικά Km 2 έως δεκάδες Km 2, µε αντικειµενικό στόχο τον ακριβή εντοπισµό ιδιαίτερων κοιτασµάτων ορυκτών.