ΘΕΜΑ: «Συμπληρωματικές οδηγίες για την απασχόληση των συντ/χων.» ΣΧΕΤ.: Η 3/2001 εγκύκλιος. Σε συνέχεια της ανωτέρω σχετικής εγκυκλίου, με την οποία σας κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/99 και μετά το με αριθμό Φ9/935/10-7-2001 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας & Κοιν. Ασφαλίσεων, με το οποίο δόθηκαν διευκρινίσεις σε επιμέρους θέματα, σας παρέχουμε συμπληρωματικές οδηγίες για την εφαρμογή του. Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της παρ. 6 του άρθρου 63, οι διατάξεις του νέου νόμου δεν εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων: 1. Στους συντ/χους ταμείων αυτοτελώς απασχολουμένων, μόνον όταν απασχολούνται αυτοτελώς και ασφαλίζονται στους ίδιους φορείς. Οι αυτοτελώς απασχολούμενοι που ασφαλίζονται στο ΙΚΑ π.χ. πωλητές λαϊκών αγορών, λαχείων κλπ. που συνεχίζουν και μετά τη συνταξιοδότηση να απασχολούνται στο ίδιο επάγγελμα ή ασκούν για πρώτη φορά αυτό το επάγγελμα μετά τη συνταξιοδότηση, υπάγονται στις ρυθμίσεις του νέου νόμου. Επισημαίνεται ότι στις ανωτέρω κατηγορίες συντ/χων, μετά την κατάργηση της διάταξης της περ. ε της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 1902/90, από 5.1.01 δεν θα καταβάλλεται Κατώτατο Όριο, εφόσον το οργανικό ποσό υπολείπεται αυτού και είναι κάτίο των 65 ετών οι άνδρες και των 60 οι γυναίκες. 2. Στους συντ/χους του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που εξακολουθούν εργαζόμενοι σε θέση του ευρύτερου δημόσιου τομέα (συμπεριλαμβανομένου και του δημοσίου) όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/82. Σε αυτούς τους εργαζόμενους έχει εφαρμογή η διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/98, στο πρώτο εδάφιο της οποίας ορίζεται ότι τόσο στους από μεταβίβαση όσο και στους εξ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχους η μηνιαία σύνταξη θα καταβάλλεται μειωμένη κατά 70%.
2 Εξαίρεση από την καταβολή της μειωμένης σύνταξης προβλέπεται μόνο για τις ακόλουθες κατηγορίες συνταξιούχων του δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα: α. για τα θύματα τρομοκρατικών ενεργειών, που συνταξιοδοτούνται με βάση τους ν. 1897/90 και 1977/91. β. για όσους λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη παθόντων στην υπηρεσία και εξαιτίας αυτής και γ. για όσους λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος πολεμική σύνταξη βάσει του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων. Στους συνταξιούχους των τριών παραπάνω κατηγοριών καταβάλλεται κανονικά η σύνταξη χωρίς καμία μείωση, ανεξάρτητα αν συνεχίζουν να εργάζονται σε θέση του δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, δίδεται η δυνατότητα στους διοριζόμενους σε θέσεις προέδρων ή μελών Διοικητικών Συμβουλίων ή εξωτερικών συμβούλων φορέων του δημόσιου τομέα, που λαμβάνουν σύνταξη από το ΙΚΑ από εργασία, που παρασχέθηκε στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, να επιλέξουν μεταξύ δύο εναλλακτικών λύσεων: α. είτε να τους καταβάλλεται η σύνταξη με τη μείωση, που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 14 είτε β. να λαμβάνουν το ½ των προβλεπόμενων αποδοχών της θέσης που κατέχουν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 9 του άρθρου 6 του ν. 2469/97. Η επιλογή θα γίνεται με γραπτή δήλωση των προαναφερόμενων κατηγοριών προσώπων στα τμήματα πληρωμών συντάξεων και προς την υπηρεσία στην οποία έχουν διορισθεί. Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης θα αρχίσει από τη 1 η του μήνα έκδοσης του παρόντος εγγράφου. ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ Με την παρ. 2 του άρθρου 63 προβλέπεται διακοπή της καταβολής της σύνταξης αναπηρίας, ανεξάρτητα αν συνταξιοδοτείται πριν ή μετά την 5/1/99, εφόσον ο δικαιούχος αναλαμβάνει εργασία και κερδίζει απ' αυτή, ανάλογα με το βαθμό της αναπηρίας του, περισσότερα απ' όσα κερδίζει υγιής απασχολούμενος. Συνεπώς εξακολουθούν να ισχύουν οι οδηγίες που έχουν δοθεί για την άρση της ασφαλιστικής αναπηρίας. Σε νέα όμως βάση - τελείως διαφορετική από τις προϊσχύουσες διατάξεις - τίθεται το θέμα της αξιοποίησης του χρόνου εργασίας του συνταξιούχου αναπηρίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 63 αλλά και εξ' αντιδιαστολής προς αυτές συνάγεται ότι εφόσον ο συνταξιούχος αναπηρίας εργάζεται χωρίς να ξεπερνά το όριο απολαβών που σχετίζεται με το βαθμό της αναπηρίας του, έχει τη δυνατότητα να
3 συνυπολογίσει τις ημέρες εργασίας του τόσο για προσαύξηση της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης όσο και για θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος. ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Όπως σας γνωρίσαμε με την εγκ. 3/2001 οι διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 7 στοιχ. γ' του Α.Ν. 1846/51 καταργούνται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 63 του ν. 2676/99, εφόσον δεν περιέχουν πρόβλεψη για διακοπή ή αναστολή της σύνταξης σε περίπτωση απασχόλησης ασφαλιστέας στον φορέα που απονέμει τη σύνταξη. Συνεπώς, από 5.1.2001 καταργούνται τα ακόλουθα: 1. Ο έλεγχος της υπέρβασης του 50πλασίου ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη στις αποδοχές των εργαζομένων συνταξιούχων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 63 και συνεπώς από την ίδια ημερομηνία παύουν να ισχύουν οι οδηγίες της εγκ. 116/92, καθώς και κάθε άλλη οδηγία που είχε δοθεί με σχετικές εγκυκλίους και γενικά έγγραφα. Αντίθετα εξακολουθεί να ισχύει στους πολύτεκνους που έχουν ένα ανήλικο παιδί ή που σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και μέχρι τη συμπλήρωση του 24 ου έτους της ηλικίας τους ή που έχουν παιδί ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία καθώς και σε όσους παίρνουν πολεμική σύνταξη εξ' ιδίου δικαιώματος ή λαμβάνουν σύνταξη ως παθόντες από τρομοκρατικές ενέργειες. Ό έλεγχος της απασχόλησης σε όλους αυτούς καθώς και η αξιοποίηση του χρόνου ασφάλισης θα εξακολουθήσουν να γίνονται με τις προϊσχύουσες διατάξεις. 2. Η χορήγηση έγκρισης απασχόλησης. Εξακολουθεί όμως να ισχύει η υποχρέωση του συν/χου για έγγραφη ενημέρωση της υπηρεσίας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 7 της εγκ. 3/01. 3. Η αναστολή καταβολής της σύνταξης, ως συνέπεια επανάληψης εξαρτημένης εργασίας έπειτα από συνυπολογισμό ημερών εργασίας. Συνεπώς, οι συνταξιούχοι οι οποίοι προσμετρούν χρόνο απασχόλησης μετά την συνταξιοδότηση μπορούν να συνεχίσουν εργαζόμενοι με τους όρους της παρ. 1 α και β του άρθρου 63 του ν. 2676/99. 4. Η τρίμηνη αναστολή της σύνταξης, ως συνέπεια παράλειψης αναγγελίας έναρξης απασχόλησης και συνεπώς παύουν να ισχύουν οι οδηγίες της εγκ. 56/92. 5. Ο επανυπολογισμός της ασφαλιστικής κλάσης, μετά την πραγματοποίηση 1.500 ημερών υπό καθεστώς αναστολής. 6. Η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3ε του Ν. 1902/90 που προέβλεπε την εξαίρεση των συνταξιούχων λόγω γήρατος, από την εφαρμογή των διατάξεων περί κατωτάτων ορίων, εφόσον αυτοί απασχολούνταν σε οποιαδήποτε εξαρτημένη εργασία. Έτσι παύουν να ισχύουν οι οδηγίες του Γ.Ε.Σ60/35/21.11.90.
4 7. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν. 1296/82, που προέβλεπε την εξαίρεση από τις διατάξεις περί αναστολής καταβολής της συντάξεως ορισμένων κατηγοριών συν/χων γήρατος και παύουν να ισχύουν οι οδηγίες της εγκ. 12/83. Στις εν λόγω κατηγορίες από 5.1.01 έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 63 του Ν. 2676/99. 8. Η μείωση των διακοσιοστών στις περιπτώσεις μειωμένης σύνταξης μετά από συνυπολογισμό ημερών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν υπό καθεστώς αναστολής. ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ 5/1/2001 Σύμφωνα με την παρ. 4 από 5/1/2001 καθιερώνεται νέος τρόπος υπολογισμού της προσαύξησης της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης για τις ημέρες και μόνο που έχουν πραγματοποιηθεί υπό καθεστώς αναστολής. Ο υπολογισμός της προσαύξησης γίνεται με ποσοστό 1,714% επί του ποσού, που έχουν καταβληθεί εισφορές, το οποίο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο του 25πλασίου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας ή 300 Η.Ε. που θα πραγματοποιηθούν υπό καθεστώς αναστολής της σύνταξης. Έτσι, οι αποδοχές κάθε έτους χωριστά πρέπει να συγκρίνονται με το 25πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη που ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για προσμέτρηση και αν διαπιστώνεται υπέρβαση θα περιορίζεται σ' αυτό. Στη συνέχεια θα πολλαπλασιάζεται το ποσό αυτό με το συντελεστή 1.714% και το γινόμενο θα αποτελεί το ποσό που χορηγείται για το συγκεκριμένο έτος. Σε περιπτώσεις εργασίας πλέον του ενός χρόνου τα ποσά που θα προκύπτουν μετά τον προαναφερόμενο τρόπο υπολογισμού θα αθροίζονται και θα αποτελούν το τελικό ποσό κατά το οποίο θα προσαυξηθεί η σύνταξη του συνταξιούχου. Τέλος επισημαίνουμε ότι ο συνυπολογισμός χρόνου ασφάλισης μέχρι 4/1/2001 θα γίνεται σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις, έστω και αν οι συνταξιούχοι συνεχίζουν εργαζόμενοι. ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ Α. Για την υλοποίηση των προαναφερόμενων διατάξεων είναι απαραίτητο όλοι οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι να κληθούν να δηλώσουν, το συντομότερο δυνατό, εάν συνεχίζουν εργαζόμενοι μετά την 5.1.01, καθώς και την υπηρεσία στην οποία εργάζονται. Αν από τη γραπτή δήλωση προκύπτει ότι συνεχίζουν εργαζόμενοι σε υπηρεσία που ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θα πρέπει να εξετάζεται από τα τμήματα Πληρωμών Συντάξεων σε συνδυασμό με τα στοιχεία των συνταξιοδοτικών φακέλων, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εγκ. 29/88.
5 Στη περίπτωση που από τα στοιχεία του συνταξιοδοτικού φακέλου προκύπτει ότι ο περισσότερος χρόνος, ο οποίος λήφθηκε υπόψη για συνταξιοδότηση, είχε παρασχεθεί στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, για τον περιορισμό της σύνταξης θα εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/98 (μείωση 70% σε όλο το ποσό της σύνταξης). Αν διαπιστωθεί ότι ο περισσότερος χρόνος είχε παρασχεθεί στον ιδιωτικό τομέα θα εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν. 2676/99. Αν από τη γραπτή δήλωση προκύπτει ότι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα θα εφαρμόζονται πάλι οι διατάξεις του άρθρου 63. Η αναζήτηση των επιπλέον ποσών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα για μεν τους εργαζόμενους συνταξιούχους, στους οποίους έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 63, θα αρχίσει από 5/1/2001- ημερομηνία έναρξης ισχύος της διάταξης και μετά.- για δε τους εργαζόμενους. στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του νόμου 2592/98 από την 1 η του μήνα έκδοσης του παρόντος εγγράφου και μετά. Στις περιπτώσεις ασφαλισμένων, οι οποίοι κατά την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν εργαζόμενοι, τα Τμήματα απονομών συντάξεων θα πρέπει να προσδιορίζουν σε ξεχωριστή στήλη στη συνταξιοδοτική απόφαση τα ποσά που προκύπτουν μετά τους περιορισμούς του άρθρου 63 του ν. 2676/99 ή του άρθρου 8 παρ. 14 του Ν. 2592/98. Επισημαίνεται ότι από την ημερομηνία κοινοποίησης του παρόντος και μετά, στις αποφάσεις θα πρέπει να αναγράφεται η ένδειξη «Συν/χος Δημοσίου ή Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα» ή «Συν/χος Ιδιωτικού Τομέα» κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εγκ. 29/88. Β. Όπως σας γνωρίσαμε στη παρ. 2 της Εγκ. 3/2001 με την παρ. 7 του άρθρου 63 καθιερώνεται ευνοϊκή μεταχείριση (μη αναστολή της σύνταξης ανεξάρτητα από την ηλικία των συνταξιούχων) σε όσους κατέστησαν συνταξιούχοι πριν την 5/1/1999 αλλά και σε όσους θεμελίωσαν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι την ημερομηνία αυτή. Για την υλοποίηση της προαναφερόμενης διάταξης είναι απαραίτητο σε όλους τους συνταξιούχους οι οποίοι εργάζονται και είναι κάτω των 55 ετών να εξετάζεται (από τα στοιχεία του συνταξιοδοτικού φακέλου) αν το συνταξιοδοτικό δικαίωμα είχε θεμελιωθεί πριν την 5/1/1999 ανεξάρτητα από την ημερομηνία που κατέστη ο ασφ/νος συνταξιούχος. Σε περίπτωση π.χ. ασφαλισμένης γυναίκας-μητέρας ανήλικου παιδιού-υφίσταται θεμελιωμένο δικαίωμα, όταν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις: α. της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας (50 για μειωμένη), του χρόνου ασφάλισης ( 5.500 Η.Ε.) και της ανηλικότητας του παιδιού (κάτω των 18 ετών). Εφόσον από τα στοιχεία του συνταξιοδοτικού φακέλου διαπιστώνεται θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος πριν την 5/1/1999 η σύνταξη δεν αναστέλλεται αλλά υφίσταται τους περιορισμούς που ορίζονται στην περίπτωση β. της παρ. 1 του άρθρου 63.
6 Εφεξής σε όλες τις συνταξιοδοτικές αποφάσεις θα αναγράφεται στη ένδειξη «χρόνος θεμελιώσεως δικαιώματος» το χρονικό σημείο που ο ασφ/νος είχε συμπληρώσει το κατά περίπτωση οριζόμενο όριο ηλικίας και τις χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης για πλήρη ή μειωμένη σύνταξη και όχι η ημερομηνία της αίτησης ή της χορήγησης της σύνταξης. Τέλος, για τη μηχανογραφική αντιμετώπιση και παρακολούθηση των εργαζόμενων συνταξιούχων, θα σας δοθούν οδηγίες από τη Δ/νση Πληροφορικής. ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ Η ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗΣ ΔΙΕΚ/ΣΗΣ Ε.Δ. Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΑΣΦ/ΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΕΔΙΑΔΙΤΗ ΜΑΡΙΑ ΧΡ. ΚΑΛΛΙΑΝΤΕΡΗΣ