ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος (απόσπασµα) Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, όχι η φωτογραφία που κοιτάς µε τόση δυσπιστία 45 λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, µπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και µε κλεισµένα µάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει µιαν αµµουδιά στρωτή, νοτισµένη, στιλβωµένη από φεγγάρι, πιο στιλβωµένη απ τα παλιά λουστρίνια µου που κάθε µήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς, ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισµένο απ την ίδια του ανάσα, 50 τριγωνικό πανί σα µαντίλι διπλωµένο λοξά µόνο στα δυο σα να µην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει ή ν ανεµίσει διάπλατο σε αποχαιρετισµό. Πάντα µου είχα µανία µε τα µαντίλια, όχι για να κρατήσω τίποτα δεµένο, τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαµοµήλι µαζεµένο στους αγρούς µε το λιόγερµα 55 ή να το δέσω τέσσερις κόµπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες στ αντικρυνό γιαπί ή να σκουπίζω τα µάτια µου, διατήρησα καλή την όρασή µου ποτέ µου δε φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα µαντίλια. Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξη ν απασχολώ τα δάχτυλά µου. Και τώρα θυµήθηκα 60 πως έτσι µετρούσα τη µουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο µε µπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, µε δυό ξανθές πλεξούδες 8, 16, 32, 64, κρατηµένη απ το χέρι µιας µικρής φίλης µου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια, (συχώρεσέ µου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, κ οι δικοί µου στήριζαν 65 µεγάλες ελπίδες στο µουσικό µου τάλαντο. Λοιπόν, σούλεγα για την πολυθρόνα ξεκοιλιασµένη φαίνονται οι σκουριασµένες σούστες, τα άχερα έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο, µα πού καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, φοβήθηκα 70 τ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθησαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν µεγάλα όνειρα, όπως κ εσύ κι όπως κ εγώ άλλωστε, [...]
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ το χώµα δίχως να ενοχλούνται απ τη βροχή ή το φεγγάρι. Άφησέ µε νάρθω µαζί σου. Θα σταθούµε λιγάκι στην κορφή της µαρµάρινης σκάλας του Άη- Νικόλα, 75 ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κ εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στ αριστερό πλευρό µου τη ζέστα απ το τυχαίο άγγιγµα του σακκακιού σου κι ακόµη µερικά τετράγωνα φώτα από µικρά συνοικιακά παράθυρα κι αυτή την πάλλευκη άχνα 1 απ το φεγγάρι πούναι σα µια µεγάλη συνοδεία ασηµένιων κύκνων και δε φοβάµαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ 80 πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνοµίλησα άλλοτε µε το Θεό που µου εµφανίστηκε ντυµένος την αχλύ 2 και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος, και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόµη, του εθυσίασα, έτσι λευκή κι απρόσιτη ν ατµίζοµαι 3 µες στη λευκή µου φλόγα, στη λευκότητα του σεληνόφωτος, πυρποληµένη απ τ αδηφάγα µάτια των αντρών κι απ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων, 85 πολιορκηµένη από εξαίσια, ηλιοκαµµένα σώµατα, άλκιµα 4 µέλη γυµνασµένα στο κολύµπι, στο κουπί, στο στίβο, στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τάβλεπα) µέτωπα, χείλη και λαιµοί, γόνατα, δάχτυλα και µάτια, στέρνα και µπράτσα και µηροί (κι αλήθεια δεν τάβλεπα) ξέρεις, καµµιά φορά, θαυµάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυµάζεις, σου φτάνει ο θαυµασµός σου, 90 θέ µου, τι µάτια πάναστρα 5, κι ανυψωνόµουν σε µιαν αποθέωση αρνηµένων άστρων γιατί, έτσι πολιορκηµένη απ έξω κι από µέσα, άλλος δρόµος δε µούµενε παρά µονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Όχι δε φτάνει. Άφησέ µε νάρθω µαζί σου. Το ξέρω η ώρα πια είναι περασµένη. Άφησέ µε, 95 γιατί τόσα χρόνια, µέρες και νύχτες και πορφυρά µεσηµέρια, έµεινα µόνη, ανένδοτη, µόνη και πάναγνη, ακόµη στη συζυγική µου κλίνη πάναγνη και µόνη, γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού, στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα µείνουνε σα λαξευµένοι σε άµεµπτο µάρµαρο 100 πέρα απ τη ζωή µου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. ε φτάνει. Άφησέ µε νάρθω µαζί σου. [...]
1 άχνα: θολούρα 2 αχλύ: ελαφρά οµίχλη 3 ατµίζοµαι: κατασκευασµένο ρήµα, ανάµεσα στο ατµίζω (=βγάζω ατµούς) και στο εξατµίζοµαι 4 άλκιµα: ρωµαλέα, δυνατά σωµατικά 5 πάναστρα: όλο αστέρια ή φωτεινά σαν αστέρια ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α. Στη Σονάτα του σεληνόφωτος συναντάµε ορισµένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, όπως ο διάχυτος λυρισµός, οι συχνές παροµοιώσεις, η άφθονη χρήση εικόνων, καθώς και η προβολή των ασήµαντων καθηµερινών πραγµάτων. Να δώσετε µέσα από το συγκεκριµένο απόσπασµα δύο παραδείγµατα για καθένα από αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά. Μονάδες 15 Β1. Όπως αναφέρει η Χρύσα Προκοπάκη: «Ο Ρίτσος συνηθίζει να παρεµβάλλει µέσα στο ποίηµα έναν λόγο για την ίδια την ποίηση [...]» (Νέα Εστία, τ. 130, τχ. 1547, Χριστούγεννα 1991, σελ. 151). α. Με ποιους στίχους του αποσπάσµατος επαληθεύεται η άποψη αυτή; Μονάδες 5 β. Να σχολιάσετε τους στίχους αυτούς. Μονάδες 15 Β2. Βασισµένοι σε στοιχεία του αποσπάσµατος να ανασυνθέσετε το παρελθόν της Γυναίκας, όπως αυτό αναδεικνύεται µέσα από την εξοµολόγησή της προς τον νέο. Μονάδες 20 Γ. «[...] Λοιπόν, σούλεγα για την πολυθρόνα... δίχως να ενοχλούνται απ τη βροχή ή το φεγγάρι» (στ. 65-72). Να σχολιάσετε το περιεχόµενο των συγκεκριµένων στίχων µε 130-150 λέξεις. Μονάδες 25
. Να εντοπίσετε οµοιότητες ως προς το περιεχόµενο µεταξύ του αποσπάσµατος που σας δόθηκε από τη Σονάτα του σεληνόφωτος και του παρακάτω ποιήµατος του Κ. Π. Καβάφη, «Ενας γέρος»: Στου καφενείου του βοερού το µέσα µέρος σκυµένος στο τραπέζι κάθετ ένας γέρος µε µιαν εφηµερίδα εµπρός του, χωρίς συντροφιά. Και µες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναµι, και λόγο, κ εµορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ το νοιώθει, το κυττάζει. Κ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος µοιάζει σαν χθές. Τι διάστηµα µικρό, τι διάστηµα µικρό. Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα και πως την εµπιστεύονταν πάντα τι τρέλλα! την ψεύτρα που έλεγε «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.» Θυµάται ορµές που βάσταγε και πόση χαρά θυσίαζε. Την άµυαλή του γνώσι κάθ ευκαιρία χαµένη τώρα την εµπαίζει.... Μα απ το πολύ να σκέπτεται και να θυµάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιµάται στου καφενείου ακουµπισµένος το τραπέζι. Μονάδες 20 (Κ. Π. Καβάφης, Άπαντα ποιητικά, ύψιλον/βιβλία, [Αθήνα 1990], σελ. 20.)
Απαντήσεις Α. Κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Γ. Ρίτσου, που διακρίνουµε στο συγκεκριµένο απόσπασµα, είναι: 1. Ο διάχυτος λυρισµός: α. Στίχοι 62-63: «κρατηµένη απ το χέρι µιας µικρής φίλης µου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια» β. Στίχος 78: «κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ το φεγγάρι πουναι σα µια µεγάλη συνοδεία ασηµένιων κύκνων» 2. Οι συχνές παροµοιώσεις: α. Στίχος 50: «τριγωνικό πανί σα µαντίλι διπλωµένο λοξά µόνο στα δυο» β. Στίχος 55: «ή να το δέσω τέσσερις κόµπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες στ αντικρυνό γιαπί» 3. Η άφθονη χρήση εικόνων: α. Στίχος 47: «µιαν αµµουδιά στρωτή, νοτισµένη, στιλβωµένη από φεγγάρι» β. Στίχος 49: «ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισµένο απ την ίδια του ανάσα» 4. Η προβολή ασήµαντων καθηµερινών πραγµάτων: α. Στίχος 48: «παλιά λουστρίνια» β. Στίχος 50-57: η αναφορά στα «µαντίλια» [ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα παραπάνω παραδείγµατα είναι ενδεικτικά] Β1. Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» αποτελεί µια ποιητική σύνθεση, η οποία εµπεριέχει ένα λόγο για την ίδια την ποίηση. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται, µεταξύ άλλων, και στο απόσπασµα που δόθηκε. Πιο συγκεκριµένα, το θέµα της ποίησης εντοπίζεται στους στίχους: α. 63-64 «κρατηµένη... (συγχώρεσέ µου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια)» 98-100 «γράφοντας ένδοξους στίχους... λαξευµένοι σε άµεµπτο µάρµαρο / πέρα απ τη ζωή µου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει.» β. Σχολιασµός των στίχων 63-64 Η θητεία της Γυναίκας µε τα Μαύρα στην ποίηση είναι αυτή που την ωθεί στο να εκφράζεται µε εικόνες λυρικές, ακόµη και στον καθηµερινό βίο της. Όµως, η συνήθεια αυτή χαρακτηρίζεται ως κακή από την ίδια, µιας και θεωρεί την ποιητική-λυρική έκφραση ασυµβίβαστη µε την καθηµερινότητα. βλ. Σχολικό εγχειρίδιο, σελίδα 38, υποσηµείωση 11.
Σχολιασµός των στίχων 98-100 Ο Ρίτσος, ως στρατευµένος ποιητής, στους στίχους αυτούς ασκεί έµµεση κριτική στο δόγµα «Η Τέχνη για την Τέχνη». Οι στίχοι οι «λαξευµένοι σε άµεµπτο µάρµαρο», που παραπέµπουν στην ψυχρότητα του µαρµάρου, περιγράφουν ένα είδος ποίησης που από τη µια φέρει µηνύµατα φιλοσοφικού και ιδεαλιστικού τύπου, από την άλλη, όµως, ο ποιητικός λόγος αποστασιοποιείται από τον άνθρωπο, τα καθηµερινά του προβλήµατα και τις υπαρξιακές του αναζητήσεις. Η Γυναίκα µε τα Μαύρα, γράφοντας «ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού», προσέδωσε ενδεχοµένως- στο έργο της πνευµατική και αισθητική αρτιότητα. Το κόστος, όµως, ήταν βαρύ γιατί δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει µία από της βασικές λειτουργίες της Ποίησης και την Τέχνης γενικότερα: την επικοινωνιακή της λειτουργία. Τώρα, κάνοντας έναν απολογισµό της ζωής της, εκ των υστέρων διαπιστώνει ότι το έργο της είναι αποµακρυσµένο όχι µόνο από τους ανθρώπους, αλλά και από την ίδια της την ύπαρξη. βλ. Σχολικό εγχειρίδιο, σελίδα 41, υποσηµείωση 19 Β.2 Η Γυναίκα µε τα Μαύρα στο συγκεκριµένο απόσπασµα εγκαταλείπει το παρόν και η εξοµολόγηση της καταβυθίζεται στο παρελθόν απ όπου ανασύρει νεανικά όνειρα και µνήµες µιας εποχής, την οποία αναπολεί, επιχειρώντας να λυτρωθεί έστω και για λίγο απ το τραγικό αδιέξοδό της. Η πολυθρόνα γίνεται σύµβολο στοχασµού και ονείρων και λειτουργεί ως γέφυρα που συνδέει το παρόν µε το παρελθόν. Τότε, ως νέα, έκανε όνειρα αθώα κι ανέµελα. Μπορούσε να ταξιδεύει µέσω των ονείρων και να ικανοποιεί την εφηβική τάση για φυγή («µπορούσες ώρες ολόκληρες... να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει») Το τριγωνικό πανί της ψαρόβαρκας οδηγεί συνειρµικά την σκέψη της στο σύµβολο του µαντιλιού και συνδέεται µε την αισθητική της κοινωνικής τάξης απ την οποία προέρχεται και παραπέµπει σε µια ευκατάστατη, κοµψή νεαρή γυναίκα που µπορεί να ικανοποιεί τις επιθυµίες της και να αντιµετωπίζει αντικείµενα χρηστικά, όπως είναι τα µαντίλια, από την αισθητική τους και µόνο πλευρά («πάντα µου είχα µανία µε τα µαντίλια» - «Μια απλή ιδιοτροπία τα µαντίλια»). Ως συνέχεια του συνειρµού, οι τρυφερές αναµνήσεις από την παιδική της ηλικία («µπλε ποδιά» - «άσπρος γιακάς», «δυο ξανθές πλεξούδες», «κρατηµένη απ το χέρι µιας µικρής φίλης µου ροδακινιάς») την οδηγούν στην εποχή των µουσικών της σπουδών, στοιχείο κι αυτό ενδεικτικό της τάξεως την οποία εκπροσωπεί, και προοιώνιζαν ένα µέλλον διαφορετικό για την ίδια, το οποίο ποτέ δεν πραγµατοποιήθηκε, διαψεύδοντας τις ελπίδες των προσώπων
της οικογένειάς της. («πως έτσι µετρούσα τη µουσική... στο µουσικό τάλαντο»). Ως νέα ένιωσε φυσικά να πολιορκείται κι από την ερωτική επιθυµία («πολιορκηµένη απ τ αδηφάγα µάτια των ανδρών... στέρνα και µπράτσα και µηροί») και τότε πάλεψε µε την ίδια της την φύση, καταφέρνοντας να κρατηθεί αγνή («έτσι λευκή... του σεληνόφωτος), ν απαρνηθεί τα εγκόσµια για να επιτύχει την ηθική εξύψωση και την επικοινωνία της µε το Θεό, να αφοσιωθεί στο ποιητικό της ταλέντο («γιατί εγώ πολλές ανοιξιάτικες νύχτες... ενός τέτοιου σεληνόφωτος»), καταπιέζοντας τις ανθρώπινες επιθυµίες της και νικώντας τους πειρασµούς («που έκανα πως δεν τάβλεπα «κι αλήθεια δεν τάβλεπα» - «κι ανυψωνόµουν σε µιαν αποθέωση αρνηµένων άστρων»). Η επιλογή της αφοσίωσής της στο Θεό και στο έργο της ποιητικής δηµιουργίας την αποµάκρυνε από τους ανθρώπους και από τα κοινωνικά δρώµενα κι έτσι η µοναξιά κυρίευσε τη ζωή της («γιατί τόσα χρόνια πάναγνη και µόνη»). Η ενασχόληση µε την ποίηση την βοήθησε αρχικά να αντέξει την ασφυκτική µοναξιά σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά ο απόκοσµος χαρακτήρας του έργου της έφερε τα αντίθετα αποτελέσµατα και την οδήγησε σε τραγικό αδιέξοδο («γράφοντας ένδοξους στίχους δεν φτάνει»), και στην αναζήτηση έστω και καθυστερηµένα εξόδου στη ζωή. Γ. Στους στίχους 65 72 η ηλικιωµένη γυναίκα, έπειτα από την σύντοµη αναπόληση του παρελθόντος της, επιστρέφει στα συντρίµµια του τραγικού παρόντος µε την επανάληψη του συµβόλου της ξεκοιλιασµένης πολυθρόνας. Είχε επιχειρήσει να την πάει για επισκευή «δίπλα στο επιπλοποιείο» αλλά τα γηρατειά, η έλλειψη χρηµάτων και το συναίσθηµα της παραίτησης την απέτρεψαν. Άλλοτε πάλι σκεφτόταν να ενταφιάσει τα παλιά αντικείµενα και µαζί τις µνήµες και τα βιώµατα καλύπτοντάς τα µε ένα άσπρο σεντόνι (σύµβολο φθοράς θανάτου- σάβανα νεκρών). Από τη µια, εκφράζεται η διάθεση για ανανέωση και αλλαγή και από την άλλη αρκείται στην εξεύρεση προσωρινών λύσεων, πράγµα που εντείνει την ήδη υπάρχουσα µαταίωση. Οι ενδοιασµοί της, που διαφαίνονται από το σχήµα επαναφοράς (έλεγα... έλεγα), τη σταµατούν. Αυτά τα έπιπλα είναι γεµάτα από χνάρια και αναµνήσεις παλιών αγαπηµένων της νεκρών προσώπων. Ανθρώπων µε µεγάλα όνειρα και στόχους που είχε και εκείνη. Τέλος, αρνείται κατηγορηµατικά να διαγράψει από την ζωή της την ποιητική δηµιουργία και
τις αναµνήσεις, που όλα αυτά εκπροσωπούν, ίσως γιατί αυτά την κρατούν ακόµα ζωντανή. Δ. Διαβάζοντας παράλληλα το απόσπασµα της «Σονάτας του Σεληνόφωτος» και το ποίηµα «Ένας γέρος» του Κ. Καβάφη διαπιστώνονται αρκετές αναλογίες ως προς το περιεχόµενο. Αναλογίες που εντοπίζονται κυρίως στις σκέψεις και τα συναισθήµατα δύο ηλικιωµένων ανθρώπων. Ειδικότερα, µερικές από τις βασικότερες οµοιότητες είναι οι ακόλουθες: -Κοινό θέµα των δύο ποιητικών συνθέσεων είναι η µοναξιά. Η Γυναίκα µε τα Μαύρα ζει αποµονωµένη στο παλιό της σπίτι. Αντίστοιχα, ο ήρωας του Καβαφικού ποιήµατος προτιµά το «µέσα µέρος» ενός καφενείου, «χωρίς συντροφιά». -Στη συνέχεια, τα δυο ποιητικά υποκείµενα παραδέχονται πως εγκλωβίστηκαν σε συντηρητικούς προσανατολισµούς. Αφενός, ο γέρος θεώρησε πως η «Φρόνησις» θα ήταν ασφαλής οδηγός της ζωής του, αφετέρου η Γυναίκα αφιέρωσε το έργο και τη ζωή της στην ιδεαλιστική ποίηση. Εκ του αποτελέσµατος και οι δύο διαψεύστηκαν από τις αρχικές τους επιλογές. -Απόρροια της κοσµοθεωρίας τους είναι ο τρόπος που αντιµετώπισαν τον έρωτα. Οι δύο ήρωες οµολογούν ότι στερήθηκαν κάποιες από τις χαρές της ζωής καταπιέζοντας τον ερωτισµό τους. -Η κατάδυση στο παρελθόν φέρνει στο φως µαταιώσεις, διαψεύσεις και λάθη που τους καταδίκασαν στην καταφρόνια και το αδιέξοδο της ύπαρξής τους. -Τελικά, οι αναµνήσεις του παρελθόντος και οι σκέψεις του παρόντος δεν τροφοδοτούν µε λύσεις τους δύο ήρωες, οι οποίοι τελικά, παρά τη διάθεσή τους για ζωή, φαίνεται πως επιλέγουν την οδό της παραίτησης.