Η ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Σχετικά έγγραφα
Η Παύλεια Θεολογία. Ελληνιστές και Αντιόχεια. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας

Η θεολογική διδασκαλία της προς Εβραίους. Οι βασικές θέσεις και οι ιδιαιτερότητες της επιστολής σε σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ.

Kalogirou, Dimitra. Neapolis University

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ (Mατθαίος-Μάρκος-Λουκάς)

Οι άγιοι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας

Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη.

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Η Παύλεια Θεολογία. Εκκλησιολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

Η γλώσσα της Κ.Δ. είναι η «κοινή» ελληνιστική, δηλαδή η δημώδης και η γλώσσα που ομιλείτο από τον 3 ο αι. π.χ. μέχρι τον 3 ο αι. μ.χ.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη.

Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω προτάσεις ως σωστές ή λανθασμένες, σύμφωνα. με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, γράφοντας δίπλα στον αριθμό κάθε πρότασης τη

α. αποτελούνταν από τους Αποστόλους και όσους βαπτίστηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής.

ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ : Εθνικόν και Καποδιαστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών ΑΡ. ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ECTS ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Α/Α

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική.

1. Στα αποστολικά χρόνια, η Θεία Ευχαριστία γινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που έγινε τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου.

Να ξαναγράψετε το κείμενο που ακολουθεί συμπληρώνοντας τα κενά με τις

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ- ΕΒΡΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ-ΘΕΣΜΟΛΟΓΙΑ

Ο πρώτος διωγμός των χριστιανών

ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ 19-21, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ FAX: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Χριστιανική Γραμματεία

Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο Α Υ Π Ο Χ Ρ Ε Ω Τ Ι Κ Α Ε Π Ι Λ Ε Γ Ο Μ Ε Ν Α

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 18: ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΖΩΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Χριστιανική Γραμματεία

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 2 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Εισαγωγή στην Κ.Δ. και ιστορία εποχής της Καινής Διαθήκης

Η Παύλεια Θεολογία. Σωτηριολογία. Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας

Πατέρες και Οικουµενικοί Διδάσκαλοι. Πατρολογία Ι (Υ102) Διδάσκων: Συμεών Πασχαλίδης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ

Οι Καθολικές επιστολές

Τι είναι αυτό που καθιστά την ορθοδοξία μοναδική;. Παρακάτω καταγράφεται η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.

Σελίδα: 9 Μέγεθος: 56 cm ² Μέση κυκλοφορία: 1030 Επικοινωνία εντύπου:

Τι είναι το Άγιο Πνεύμα. Διδ. Εν. 8

Ο Τριαδικός Θεός: Η Τριαδικότητα και η Μοναδικότητα του Θεού

Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη.

Ερμηνεία των Πράξεων των Αποστόλων

Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη.

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας

Κυριακή 5 Μαΐου 2019.

Ιουδαϊσµός. α) Παρουσίαση θρησκείας:

Μάθημα. 1 Υ101 1.Εισαγωγή και Κριτική του κειμένου της Κ.Δ. (101Υ) Ο βαθμός μεταφέρεται αυτούσιος 103Υ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Χριστιανική Γραμματεία ΙI

Χριστιανική Γραμματεία Ι

β. εκφράζουν αλήθειες για τον Χριστό, τη Θεοτόκο, την Αγία Τριάδα, τους αγίους

Πατρ τ ιάρχης Αλ εξα εξ νδρείας ένας από τους πέντε μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Επιτρέπεται να αρθρώνει η Εκκλησία πολιτικό λόγο;

Εκτός από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία που γνωρίσαμε στην προηγούμενη ενότητα, υπάρχει μία ακόμα μεγάλη ομάδα Χριστιανών: οι Προτεστάντες.

α/α ΜΑΘΗΜΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΗΜΕΡΑ ΩΡΑ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ 1. Αρχαία Εβραϊκή Γλώσσα Βελουδία Σιδέρη- Παπαδοπούλου 31/1/2012 Α-Λ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ Α ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. Συντάκτης: Ευάγγελος Δεναξάς

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΔΕ3. Η Καινή Διαθήκη Α: Τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις των Αποστόλων

Η αυτοκάθαρση στην Εκκλησία (Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου)

3. Να αναλύσετε τον τρόπο µε τον οποίο η στωική φιλοσοφία και ο νεοπλατωνισµός επηρέασαν τους Απολογητές και τους Πατέρες της Εκκλησίας.

Το Ιδεολογικό Υπόβαθρο της προς Εβραίους

Αποστολικοί Πατέρες και Απολογητές. Tuesday, March 5, 13

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Η ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ. : ΘΕΜΑ: Οδηγίες για τη διδασκαλία μαθημάτων του Γενικού και του Εσπερινού Γενικού Λυκείου

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΓΙΑΝΝΙΔΗ ΣΤΑΘΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Ο Μέγας Αθανάσιος: ανυποχώρητος αγωνιστής της ορθής πίστης.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α ΕΞΑΜΗΝΟ. 3 5 ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ Χρήστος Καραγιάννης ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ Αλεξάνδρα Παλάντζα 30693

Πατήρ Αβραάμ Μάθημα - Τρία Η ζωή του Αβραάμ: Σύγχρονη εφαρμογή. Οδηγός μελέτης

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ Πράξ. ιε, 1-32

Εκκλησία Ιεροσολύμων: πρότυπο χριστιανικών κοινοτήτων

ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Μαθημα 1. Η λατρεία στη ζωή των πιστών σήμερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Ιστορία και Θεολογία των Εκκλησιαστικών Ύμνων

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 1: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Β ' εξάμηνο Μαθήματα Υποχρεωτικά

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Η Παύλεια Θεολογία

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 8: ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών

Γιατί ο Ιησούς Χριστός ήταν και είναι «σημείον αντιλεγόμενον» Διδ. Εν. 6

Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο Υ Π Ο Χ Ρ Ε Ω Τ Ι Κ Α. Μ ά θ η μ α Ώρ/Εβδ. Κωδ. Τ ο μ έ α ς Δ ι δ ά σ κ ω ν Credits ECTS

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ (Έκδοση: ) - Αριθµ. Σελ.: 13

Ιστορία και Θεολογία των Εκκλησιαστικών Ύμνων

Σ Υ Ν Ο Δ Ο Σ Τ Ω Ν Ε Φ Η Β Ω Ν

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ Α ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. Συντάκτης: Ευάγγελος Δεναξάς

Η Παύλεια Θεολογία. Παύλος και η Παλαιά Διαθήκη Αικατερίνη Τσαλαμπούνη Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογία

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΕΤΟΥΣ (Έκδοση: ) - Αριθµ. Σελ.: 12 ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ

2ο Γυμνάσιο Χαϊδαρίου. Μοναχισμός

Α ΕΞΑΜΗΝΟ. Επιλέγονται τρία (3) από τα παραπάνω προσφερόμενα μαθήματα. ΣΥΝΟΛΟ (επί των επιλεγομένων μαθημάτων) 30 Β ΕΞΑΜΗΝΟ

α. Βασίλειο πόλεις-κράτη ομοσπονδιακά κράτη συμπολιτείες Η διάσπαση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου (σελ ) απελευθερωτικοί αγώνες εξεγέρσεις

Θρησκευτικά Α Λυκείου GI_A_THI_0_10296 Απαντήσεις των θεμάτων ΘΕΜΑ Α1

π ε ρ ι ε χ ο μ ε ν α

Α ΚΥΚΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ (Υ) Α ΕΞΑΜΗΝΟ. ΝΕΟ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ (Έναρξη ισχύος από ) Κωδ. EC TS. Μάθημα Ώρ

Iωάννης ο Πρόδρομος, αυτός που δεν υπέκυψε στον πειρασμό

Τμήμα Θεολογίας. Αννα Κόλτσιου Νικήτα Αναπλ. Καθηγήτρια

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

Ερμηνεία Αποκαλυπτικών κειμένων της Καινής Διαθήκης

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΟΝΤΑΚΗΣ Η ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Δέσπω Αθ. Λιάλιου, Αντιπρύτανις ΑΠΘ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος 4 Συντομογραφίες 7 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής των Αποστολικών Πατέρων 8 α) Πολιτική κατάσταση 11 β) Θρησκευτικές τάσεις 16 γ) Ο Ιουδαϊσμός της εποχής 21 δ) Οι ακροατές των Αποστολικών Πατέρων 26 2. α) Η θέση των αποστολικών κοινοτήτων 28 β) Κοινά στοιχεία Ιγνατίου - Πολυκάρπου 31 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 1. Χρήση της Αγίας Γραφής 38 2. Αξιοποίηση των εξωαγιογραφικών γνώσεων 46 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ 1. Τα μυστήρια της Εκκλησίας 51 2. Το κήρυγμα της Εκκλησίας 70 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ ΘΕΟΣ 1. Αγία Τριάς 83 2. Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος 99 2

Συμπεράσματα 120 Summary 123 Βιβλιογραφία 125 3

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι Αποστολικοί Πατέρες, φορείς του πνεύματος της μεταποστολικής περιόδου της αρχέγονης Εκκλησίας αποτελούν και σήμερα μία αξιόπιστη πηγή πληροφοριών, καθώς συνθέτουν μια πλουραλιστική εκφορά του λόγου και του έργου της Εκκλησίας. Ζώντας σε περίοδο απηνών διωγμών όχι μόνο ποίμαναν θεοφιλώς και ποδηγέτησαν με κάθε πρόσφορο μέσον τους παραλήπτες ακροατές του έργου τους, αλλά πέτυχαν να εισφέρουν σημαντική πληροφόρηση για όλα τα θέματα που αναδείχθηκαν στην εποχή τους και προσδιόριζαν την ανάγκη των πιστών για μια θεολογική και ανθρωπολογική ενημέρωση επί όλων των επίμαχων θεμάτων. Ικανοί διερμηνείς του πνεύματος και του ήθους της Eκκλησίας του Χριστού σχολίασαν και ερμήνευσαν την πίστη της Εκκλησίας, διαδραμάτισαν καθοδηγητικό ρόλο και προδιέγραψαν το εκκλησιολογικό και θεολογικό πρόπλασμα - υπόβαθρο, επί του οποίου εξυφάνθηκε η μεταγενέστερη Θεολογία. Φρονούμε ότι το αδιαμφισβήτητο κύρος τους και η πανθομολογούμενη αποδοχή τους αναδεικνύουν την αξία του έργου τους και μεγιστοποιούν την προσφορά τους στην ιστορική γνώση και θεολογική κατοχύρωση των διατυπώσεων, τόσο απαραίτητων για την εμβάθυνση στα θέματα που επιμελώς, έστω και ορισμένες φορές ακροθιγώς ή δυσερμηνεύτως θίγουν. Το θέμα που επιχειρούμε να διεξέλθουμε με την παρούσα μελέτη μας δεν εξαντλείται στα όριά της. ΆΆλλωστε το πολυποίκιλο και πολυδιάστατο των θεμάτων επί των οποίων απαντούν συνιστά μία διαρκή πρόσληψη από τη ζωή της Εκκλησίας. Υπ αυτήν την οπτική θέλω να ευχαριστήσω τη Σύμβουλό μου Καθηγήτρια του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ και Αντιπρύτανι Ακαδημαϊκών Υποθέσεων κ. Δέσπω Αθ. Λιάλιου, που με εισήγαγε στην περίοδο των Αποστολικών 4

Πατέρων, μία εποχή που το κήρυγμα της Αναστάσεως του ενσάρκου Λόγου σήμανε μία ανακαινιστική ορμή για την ανθρωπότητα. Ευχαριστώ επίσης όσους συνέβαλαν στην αρτιότερη εμφάνιση της μελέτης μου, και ειδικώς τους καθηγητές του Τομέα Ιστορίας, Δόγματος, Διορθόδοξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων του Τμήματος. Δ. Χ. Κ. 5

Στους γονείς μου Χριστόφορο και Ιωάννα. 6

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΒΕΠ Βιβλιοθήκη Ἑλληνων Πατέρων καί Ἑκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1965 ἑξ. Κληρονομία Περιοδικόν Δημοσίευμα Π. Ι. Π. Μ., Θεσσαλονίκη 1969 ἑξ. Π. Ι. Π. Μ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν PG Parisis 1878 ἑξ. ΘΗΕ Ἀθῆναι 1962 ἑξ. βλ. Πρβλ. μν. ἔργ. Patrologia Cursus Completus, Series Graeca, ὑπό J. P. Mingne, Θρησκευτική καί Ἡθική Ἐγκυκλοπαιδεία, ἔκδ. Μαρτίνου, βλέπε Παράβαλε μνημονευθέν ἔργο ό. π. όπου παραπάνω σ. σελίδα σσ. Ἰγν. Κλήμ. Πολύκ. τόμ. σελίδες Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας Κλήμης Ρώμης Πολύκαρπος Σμύρνης τόμος 7

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής των Αποστολικών Πατέρων (πολιτική κατάσταση, θρησκευτικές τάσεις, ιουδαϊσμός της εποχής, οι ακροατές των Αποστολικών Πατέρων). Ως Αποστολικοί Πατέρες χαρακτηρίζονται οι πνευματικοί ηγέτες και ποιμενάρχες, που κατέστησαν επώνυμοι και απολάμβαναν ιδιαίτερο κύρος στην αρχέγονη εκκλησία, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εγκαθίδρυση και εξάπλωση των χριστιανικών κοινοτήτων μετά τα χρόνια των Αποστόλων και θεωρούνται άξιοι συνεχιστές και διάδοχοί τους 1. Σε ό,τι αφορά στο θέμα του ποιός εισήγαγε τον όρο «Αποστολικοί Πατέρες» παρουσιάζεται διχογνωμία, καθώς κάποιοι μελετητές τον αποδίδουν στον L. Th. Itig 2, ενώ σύμφωνα με άλλους ο όρος εισήχθη από το Γάλλο Jean Baptiste Cotelier 3. Οι Αποστολικοί Πατέρες υπήρξαν χρονικά μεταγενέστεροι των Αποστόλων και διετέλεσαν μαθητές ή ακροατές του κηρύγματός τους, σε κάθε δε περίπτωση 1. Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Β, Περίοδος Διωγμών, Κυρομάνος: Θεσσαλονίκη 2 1991, σ. 349. Βλ. και C. T. Bounds, The Doctrine of Christian Perfection in the Ante- Nicene Fathers, (διδ. διατριβή), New Jersey, May 1997, σ. 34. Βλ. σχετικώς τη σκιαγράφηση του Πολύκαρπου Σμύρνης από τον Εἰρηναίο Λυώνος, Κατά αἱρέσεων, 3, 4, PG 7, 851BC κατά τον οποίο «οὐ μόνον ὑπό ἀποστόλων μαθητευθείς καί συναναστραφείς πολλοῖς, τοῖς τόν Χριστόν ἑωρακόσιν, ἀλλά καί ὑπό ἀποστόλων κατασταθείς εἰς τήν Ἀσίαν, ἐν τῇ ἐν Σμύρνῃ Ἐκκλησίᾳ ἐπίσκοπος». 2. Π. Κ. Χρήστου, μν. ἔργ., σ. 350. Βλ. και Ν. Νικολαϊδη, Ἀποστολικοί Πατέρες, Γραμματολογική και Θεολογική Προσέγγιση, Π. Πουρναρᾶ: Θεσσαλονίκη 2009, σ. 11, υπ. 1. 3. Στ. Παπαδόπουλου, «Περί τόν ὅρον Ἀποστολικοί Πατέρες», Κληρονομία 6: 2 (1974), σ. 229. Ο όρος τέθηκε και από τους δύο, L. Th. Itig και Jean Baptise Cotelier, ως πρώτους εκδότες των έργων τους. Πρβλ. σχετικώς Κ. Γ. Μπόνη, Χριστιανική Γραμματεία, Φιλολογική και Κριτική Ἱστορία τῶν Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικών Συγγραφέων, τόμ. Α, Ἀθῆναι 1977, σ. 139. 8

θεωρούνται συνεχιστές του έργου τους 1. Τούτο βεβαιώνεται εκ του ότι εξαρχής τους αποδόθηκε ο τίτλος του προφήτη ή και του αποστόλου 2. Παρά το γεγονός ότι τα έργα των Αποστολικών Πατέρων δεν παρουσιάζουν συστηματική αρτιότητα κατά το περιεχόμενό τους και αποτελούν ως επί το πλείστον συμβουλευτικού χαρακτήρα επιστολές, εντούτοις κρίνονται σπουδαιότατα και άκρως σημαντικά, αποτίμηση που βασίζεται κυρίως στις επικρατούσες συνθήκες της τότε εποχής, στις επιδιώξεις που είχαν, στις ποικίλου είδους πληροφορίες που παρέχουν στον αναγνώστη και γενικότερα γιατί απηχούν την άμεση παράδοση της Εκκλησίας κατά την αποστολική περίοδο 3. Κατά τους αποστολικούς και μεταποστολικούς χρόνους η Εκκλησία βρίσκεται στην αφετηρία της δημόσιας ανάπτυξής της αλλά και εν τω μέσω κοινωνικών αναταραχών, καθώς περιβάλλεται από δυνάμεις εχθρικές και κατά συνέπεια υποβάλλεται σε δοκιμασίες. Η απειλή της εισβολής ξένων θρησκευτικών στοιχείων και τάσεων, που ενδεχομένως θα παραποιήσουν τη χριστιανική διδασκαλία, γίνεται ολοένα και πιο πιθανή. Οι συγκρητιστικές τάσεις, που ευνοούν στην καλλιέργεια νέων αιρέσεων, το πρόβλημα των ψευδοπροφητών, αλλά και η εν γένει πολιτική κατάσταση της εποχής, συνθέτουν το δυσχερές κλίμα μέσα στο οποίο η Εκκλησία καλείται αφενός να προστατευτεί από εξωγενείς παθογόνους για την εξέλιξη και εδραίωσή της 1. Ο όρος «ἀποστολικός» από δογματική άποψη δηλώνει το φορέα της αποστολικής παραδόσεως ήτοι της θείας Αποκαλύψεως, όπως ακριβώς την παρέλαβε από τους Αποστόλους. Βλ. Κ. Γ. Μπόνη, «Εἰσαγωγικά τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκδόσεως τῆς Πατρολογίας τοῦ Migne», PG I, Κέντρο Πατερικών Εκδόσεων (ΚΕ.Π.Ε), Ἀθῆναι 1987, σ. σα (201). 2. Ν. Νικολαϊδη, μν. ἔργ., σ. 11. Β. Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀπ' ἀρχής μέχρι τήν Εἰκονομαχία, Ἀθῆναι 3 2002, σσ. 62-63. Ο χαρακτηρισμός ενέχει ιδιαίτερη σημασία, αφού δηλώνει τους έχοντες «χαρίσματα κρείττονα», τα οποία κατείχαν πρόσωπα ανήκοντα στις τάξεις των Αποστόλων και Προφητών στην αρχέγονη Εκκλησία. Βλ. και Ἐφ. 4, 10-12 όπου, «Καί αὐτός (Θεός) ἐδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας... πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ», στοιχεία τα οποία ενυπάρχουν στο έργο των Αποστολικών Πατέρων. 3. C. T. Bounds, μν. έργ., σ. 34. Πρβλ. και Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Β, μν. ἔργ., σ. 351. 9

παράγοντες και αφετέρου να συγκροτηθεί σε κοινωνικό σώμα 1. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι πρέπει να αντισταθεί, προκειμένου να εξέλθει αλώβητη από τις επιβουλές και να κρατηθεί ανόθευτη περί την πίστη, χωρίς να απομονωθεί, ένας φόβος που ήταν κατι παραπάνω από ορατός. Η περίοδος των Αποστολικών Πατέρων συμπίπτει χρονολογικά με μία παράδοξη περίοδο πολυποίκιλου συγκρητισμού, που κατά κύριο λόγο προσδιορίζεται από συνυπάρχουσες και αλληλοεπιδρώσες τάσεις, οι οποίες καθορίζονται από συνιστώσες τριών διαφορετικών μεταξύ τους κόσμων, του Ιουδαϊκού, του Ελληνικού και του Ρωμαϊκού 2. Μάλιστα η εικόνα αυτή δίνεται εύγλωττα και από την επιγραφή του Γολγοθά «καί ἦν γεγραμμένον ἑβραϊστί, ῥωμαϊστί, ἑλληνιστί» 3. Οι συνιστώσες αυτές, ιδεολογικά ασύμβατες αλλά από αναπότρεπτη ανάγκη συνυπάρχουσες, αλληλοπεριχωρήθηκαν και κατά μία συγκυρία συνέβαλαν στη δημιουργία του ιστορικού και ιδεολογικού πλαισίου εντός του οποίου έδρασαν οι Αποστολικοί Πατέρες. Για την πραγμάτευση του θέματός μας θεωρούμε απαραίτητη την παράθεση ευσύνοπτης αναφοράς στα προαναφερθέντα, τα οποία συντιθέμενα συνιστούν μεγέθη ιστορικοπολιτικών, θεολογικών και ιδεολογικών πλαισίων, εντός των οποίων όχι μόνο αναδύθηκε ο αρχέγονος Χριστιανισμός αλλά και ανδρώθηκε. Κατά την περίοδο των Αποστολικών Πατέρων ιδιαίτερη σχέση δημιουργείται μεταξύ ιουδαϊκής θεολογικής παράδοσης και ελληνικού 1. J. Behr, «Social and historical setting», The Cambridge History of Early Christian Literature, Cambridge University Press: 2008, σ. 55. Πρέπει να σημειώσουμε πως μολονότι ο αρχέγονος Χριστιανισμός αναπτύσσεται μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, εντούτοις κατορθώνει να αφομοιώσει τα στοιχεία των «πολιτισμών» με τους οποίους έρχεται σε σύγκρουση, βλ. σχετικώς Ν. Ἀ. Ματσούκα, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση, στούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τοῦ Δ, Ε, ΣΤ αἰώνα, Π. Πουρναρᾶ: Θεσσαλονίκη 2 1992, σσ. 121-122. 2. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, Ἡ Ὀρθόδοξη δογματική παράδοση καί οἱ παραχαράξεις της κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, τόμ. 1, Ἀθήνα 1998, σσ. 29-31. Βλ. και Sh. O. Juell, Community life in the early Church, (διδ. διατριβή), UMI: December 1999, σ. 18. 3. Ἰω., 19, 20. 10

φιλοσοφικού λόγου, όπου επιχειρείται η σύνθεση των θεολογικών απόψεων και ο συγκερασμός τους στην προοπτική της αλληγορικής συγκρητιστικής έστω προσέγγισης της άμεσης σχέσης ελληνικής φιλοσοφίας, κοινωνικής αναγκαιότητας και ιουδαϊκής σκέψεως. Στην αδιαμφισβήτητη αυτή πραγματικότητα το έργο των Αποστολικών Πατέρων, εκφερόμενο κατά ένα ιδιότυπο τρόπο, συνιστά την υπέρβαση του επιχειρούμενου συγκερασμού και κατατείνει στην ανάδειξη του πολιτεύματος της αρχέγονης Εκκλησίας ως νέου φορέα αντιλήψεων, σαφώς διακρινόμενου του υπάρχοντος ιδεολογικοθρησκευτικού πλαισίου της εποχής. Καθοριστικό ρόλο για όλα αυτά μεταξύ άλλων διαδραματίζει η τότε πολιτική κατάσταση. α) Πολιτική κατάσταση Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το αχανές βασίλειο περιέρχεται στους διαδόχους του. Η συνέχιση μιας ιμπεριαλιστικής πολιτικής έχει ως αποτέλεσμα τη διαδοχική φθορά των βασιλείων, την αυτονόμηση του ιουδαϊκού κράτους μετά τη μακκαβαϊκή επανάσταση και τέλος την ενσωμάτωσή του στο ρωμαϊκό κράτος και συγκεκριμένα στην επαρχία της Συρίας. Την περίοδο γεννήσεως του Χριστού τα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής μέχρι τον Ευφράτη, η κυρίως Ελλάδα, η Βόρεια Αφρική και η σημερινή Κεντρική και Δυτική Ευρώπη μέχρι τη Βρεταννία, αποτελούσαν μία αυτοκρατορία υπό τον Αύγουστο 1. Η προ της εν θέματι περίοδος του Μ. Αλεξάνδρου δημιούργησε ευοίωνες προοπτικές, όχι μόνο για την εμφάνιση του συγκρητισμού και εκτός θρησκευτικών ιδεολογιών, αλλά στην κατά κυριολεξία επικράτησή του. Τούτο 1. Σ. Χ. Ἀγουρίδη, Ἱστορία τῶν Χρόνων τῆς Καινῆς Διαθήκης, Π. Πουρναρᾶ: Θεσσαλονίκη 4 1985, σ. 57. 11

οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ με την ιμπεριαλιστική πολιτική του κατήργησε το θεσμό της Πόλης- Κράτους και ανέδειξε τον υπήκοο σε πολίτη της οικουμένης, ωστόσο δεν κατάφερε να δημιουργήσει παραδεκτώς ενιαία πολιτιστικά δεδομένα ενοποίησης των λαών 1, με επακόλουθες συνέπειες και επιπτώσεις στη δομή και το περιεχόμενο της αυτοκρατορίας. Αντιθέτως, η Ρωμή κατόρθωσε να ενώσει τον κόσμο σε έναν πολιτικό οργανισμό 2. Στο πρόσωπο του Οκταβιανού Αυγούστου η ρωμαϊκή αυτοκρατορία συναντά τον αναμορφωτή και αναθεμελιωτή του ρωμαϊκού πολιτεύματος. Είναι χαρακτηριστικό πως, ενώ ο ίδιος είχε παραλάβει μία αυτοκρατορία στα πρόθυρα της κατάρρευσης, τόσο λόγω των οικονομικών δυσχερειών όσο και της κατάπτωσης των κοινωνικών θεσμών, εντούτοις κατόρθωσε να την αναστηλώσει και να θεμελιώσει οριστικά στα χρόνια του το ρωμαϊκό imperium 3. Ουσιαστικά το ίδιο το μέγεθος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ο λόγος που επέβαλε τον αποκεντρωτικό χαρακτήρα στη δομή του πολιτικού και διοικητικού της συστήματος. Θεμελιώδες στοιχείο της συνοχής ήταν η εύκολη επικοινωνία των επαρχιών μεταξύ τους αλλά και με την πρωτεύουσα. Τα ανεπτυγμένα θαλάσσια και οδικά δίκτυα λειτουργούσαν ως δίαυλοι επικοινωνίας και καθιστούσαν βιώσιμη και πρακτική την όλη οργάνωση του ρωμαϊκού συστήματος 4. Ο ακρογωνιαίος, όμως, λίθος πάνω στον οποίο δομείται η ίδια η ύπαρξη και συνοχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ο θεσμός του αυτοκράτορα και η λατρεία του. Αυτό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στο ότι ήδη από την εποχή του 1. ΌΌ.π, σ. 47. 2. Sh. O. Juell, μν. έργ., σ. 14. 3. J. A. Crook, «Augustus: Power, Authority, Achievement», The Cambridge Ancient History, volume x, The Augustan Empire, 43 B. C.- A. D. 69, Cambridge University Press: 2 2008, σ. 115. 4. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, τόμ. 1, μν. ἐργ., σ. 66. 12

Οκταβιανού, ο Αύγουστος συγκέντρωσε στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες 1 και στήριξε την αυτοκρατορία σε τέσσερις επιμέρους θεσμούς, του θεοποιημένου βασιλέα-σωτήρα, του θεοποιημένου οικουμενικού κράτους, του μισθοφορικού στρατού και της επαγγελματικής δημόσιας υπηρεσίας 2. Πρέπει ωστόσο να αναφέρουμε, ότι πέρα από τις ευεργεσίες αυτές ο Αύγουστος επέβαλε οριστικό τέρμα στη δημοκρατία και θεωρείται από κάποιους μελετητές ότι έθεσε τα θεμέλια του δεσποτισμού που οδήγησε στο Μεσαίωνα 3. Εξ αυτού το ρωμαϊκό πολίτευμα ήταν αυστηρώς συγκεντρωτικό αλλά διανθιζόταν και με ελάχιστα έστω δημοκρατικά στοιχεία. Η σύγκλητος, που πλαισίωνε τον αυτοκράτορα, ήταν ένα από τα στοιχεία που προσέδιδαν δημοκρατική χροιά στην πολιτική της αυτοκρατορίας, όμως ο συμβουλευτικός ρόλος και οι περιορισμένες αρμοδιότητες που είχε της προσέδιναν ένα χαρακτήρα περισσότερο διακοσμητικό παρά εκτελεστικό 4. Ασφαλώς το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της εχθρικής ρωμαϊκής πολιτικής, και σίγουρα ενδεικτικό της πολιτικής κατάστασης κατά τα αποστολικά και μεταποστολικά χρόνια, είναι οι έναντιον των χριστιανών και ιουδαίων απηνείς διωγμοί. Απαραίτητο κρίνεται στο σημείο αυτό να επισημανθεί πως ο Χριστιανισμός, μέσα από τη θέαση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, φαντάζει όχι ως ανεξάρτητη 1. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις εξουσίες που είχε αυτοκρατορικός θεσμός στα χρόνια του Οκταβιανού Αυγούστου βλ. J. A. Crook, μν. έργ., σσ. 117-123. 2. Σ. Χ. Αγουρίδη, Ἱστορία τῶν χρόνων τῆς Καινῆς Διαθήκης, μν. ἐργ., σ. 59. Πρβλ. επίσης και Π. Δημητρόπουλου, Ἡ πίστις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ὡς κανών ζωῆς καί ὁ κόσμος, Συμβολαί εἰς τήν ἱστορίαν τῆς διαμορφώσεως τοῦ χριστιανικοῦ βίου καί τῆς ἀνακαινιστικῆς αὐτοῦ ἐπιδράσεως ἐπί τοῦ καθόλου ἀνθρωπίνου βίου κατά τούς ἕξ πρώτους αἰῶνας, ἐν Ἀθήναις 1959, σ. 21, σύμφωνα με τον οποίο ο ρωμαίος αυτοκράτορας ασκούσε και την θρησκευτική εξουσία ως pontifex maximus. 3. ΌΌ.π., σ. 65. 4. P. L. Buck, Second- Century Greek Christian Apologies Adressed to Emperors: Their Form and Function, (διδ. διατριβή), Ottawa, September 1997, σσ. 11-12. Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Α, Εἰσαγωγή, Κυρομάνος: Θεσσαλονίκη 3 1999, σ. 42. 13

θρησκεία, αλλά ως τμήμα και μάλιστα αίρεση του ιουδαϊσμού 1 και συνεπώς θα μπορούσε να υπόκειται στο ίδιο νομικό πλαίσιο. Αυτό απάλασσε τους Χριστιανούς από την υποχρέωση να αποδεχθούν την επίσημη ρωμαϊκή θρησκεία, υπό τον όρο να προσφέρουν θυσίες στο ναό της Ιερουσαλήμ υπέρ του αυτοκράτορα 2. Η σταδιακή διαφοροποίηση από τον ιουδαϊσμό και η ανεξαρτητοποίηση του Χριστιανισμού 3 από τη Συναγωγή οδηγεί σε εχθρικότερες προς τη νέα θρησκεία πολιτικές. Τα αίτια του ρωμαϊκού μένους δεν είναι εύκολα διακριτά. Κυρίως αποδίδονται στη γενικότερη γνώμη της ρωμαϊκής κοινωνίας για το Χριστιανισμό 4, μιας γνώμης που έχει τις ρίζες της κατά τον Κλήμη Ρώμης στη ζηλοφθονία των Εβραίων 5. O Χριστιανισμός κατά τους δύο πρώτους αιώνες χαρακτηρίζεται συνήθως παράνομη εταιρεία, «religio 1. S. M. Veldt, Christian Attitudes Toward the Jews in the earliest centuries A.D., (διδ. διατριβή), Michigan 2007, σ. 94 και για περισσότερα σχετικά με το θέμα υπ. 1. Πρβλ. και P. J. Owens, An Examination of the Need for Religious Martyrs, (διδ. διατριβή), Regina 2006, σ. 102. 2. Β. Ἰ. Φειδᾶ, μν. έργ., σ. 115. Πρέπει να σημειώσουμε ότι, χωρίς να παραθεωρείται η υποχρέωση πειθαρχίας και υπακοής των Χριστιανών προς το επίσημο κράτος, εξαρχής ο Χριστιανισμός θεώρησε την αυθεντία της κοσμικής εξουσίας ως προερχόμενης από το Θεό. Βλ. σχετικώς και Κ. Γ. Μπόνη, «Εἰσαγωγικά τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκδόσεως τῆς Πατρολογίας τοῦ Migne», μν. ἔργ., σσ. σιη- σιθ. 3. Για περισσότερες πληροφορίες περί σχέσεως μεταξύ Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού και της σταδιακής μεταξύ τους διαφοροποίησης βλ. E. J. Hunt, Christianity in the Second Century, The case of Tatian, Routledge: London and New York 2003, σσ. 5-8. Είναι χαρακτηριστική η διατύπωση του Ιγνατίου ότι «Ὁ γάρ Χριστιανισμός οὐκ εἰς Ἰουδαϊσμόν ἐπίστευσεν, ἀλλ' Ἰουδαϊσμός εἰς Χριστιανισμόν», Ἰγν., Πρός Μαγνησιεῖς, 10, 3, PG 5, 672A. 4. Β. Ἰ. Φειδᾶ, μν. ἐργ., σ. 117. Πρβλ. και Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, Ἡ Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία καί οἱ νοθεύσεις της ἀπό τίς ἀρχές τοῦ τέταρτου αἰώνα μέχρι καί τήν Τρίτη Οἰκουμενική Σύνοδο, τόμ. 2, Ἀθήνα 2004, σ. 36, όπου ο Χριστιανισμός εθεωρείτο αρχικά από τους ιουδαίους και τους εθνικούς ως ιουδαϊκή αίρεση, η δε ρωμαϊκή πολιτεία τον θεωρούσε επίσης ιουδαϊκή αίρεση και τον αντιμετώπιζε ως religio licita. 5. Κλήμ., Πρός Κορινθίους Α, 5, PG 1, 217A. «Διά ζῆλον καί φθόνον Ἐκκλησίας πιστοί (οἱ μέγιστοι) καί δικαιότατοι στύλοι ἐδιώχθησαν καί ἕως θανάτου (ἤθλησαν)», μάλιστα μεταξύ αυτών συγκαταλέγει και τον απόστολο Παύλο, ο οποίος «Δικαιοσύνην διδάξας ὅλον τόν κόσμον καί ἐπί τό τέρμα τῆς δύσεως ἐλθών καί μαρτυρήσας ἐπί τῶν ἡγουμένων, οὕτως ἀπηλλάγη τοῦ κόσμου καί εἰς τόν ἅγιον τόπον ἐπορεύθη ὑπομονῆς γενόμενος μέγιστος ὑπογραμμός». Πρβλ. ό.π., 5,7. 14

illicta» 1 και οι χριστιανοί διώκονται απλά και μόνο γιατί είναι χριστιανοί. Τίθενται μπροστά στο δίλημμα να αποκηρύξουν το Χριστιανισμό ή να γνωρίσουν το θάνατο και άλλα βασανιστήρια. Στις πιο ήπιες των περιπτώσεων εξορίζονται ή υποβάλλονται σε καταναγκαστικά έργα 2. Οι διωγμοί αρχίζουν την εποχή του Νέρωνα. Η Εκκλησία μετά την πυρκαγιά στη Ρώμη, τον Ιούλιο του 64 μ.χ., κατατάχθηκε οριστικά στις μη επιτρεπόμενες εταιρείες 3. Γενικότερα η πολιτική κατάσταση εντός των τειχών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σκιαγραφείται από αιματοχυσίες, φόνους και δολοπλοκίες. Η αριστοκρατία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του σκηνικού, με έκδηλη την προσπάθειά της να διεκδικήσει τα χαμένα της δικαιώματα. Αυτή η εχθρική πολιτική έναντι των χριστιανών συνεχίστηκε. Ανάλογα με τον εκάστοτε αυτοκράτορα γινόταν δριμύτερη ή ηπιότερη, αλλά ως προς τα εν γένει χαρακτηριστικά της παραμένει η ίδια. Ως καθολική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ελληνιστική επιρροή της αυτοκρατορίας στον τομέα της παιδείας και των γραμμάτων. Η απλουστευμένη ελληνική ήταν η lingua franca της αυτοκρατορίας 4. Ενδεικτικό της πολιτικής κατάστασης και των κοινωνικών αναταραχών της εποχής είναι και η επαναστατική δραστηριότητα των ιουδαίων. Με κινητήρια δύναμη τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και έχοντας ως ιδεατό παράδειγμα τη Μακκαβαϊκή επανάσταση 5, ξέσπασαν τρεις επαναστάσεις κατά των 1. P. L. Buck, μν. έργ., σ. 44. Πρβλ. και Β. Ἰ. Φειδᾶ, μν. ἐργ. σ. 119. 2. Β. Ἰ. Φειδᾶ, ό.π., σ. 121. 3. Σ. Χ. Ἀγουρίδη, μν. ἐργ., σ. 24. Πρβλ. και P. J. Owens, μν. έργ., σ. 103. 4. Η κοινή Ελληνική ήταν η γλώσσα του ρωμαϊκού και του ιουδαϊκού κόσμου. Χαρακτηρίζεται ως η γλώσσα του τότε κόσμου. Βλ. σχετικώς Sh. O. Juell, μν. έργ., σ. 11. 5. Ευσύνοπτη ιστορική περιγραφή της Μακκαβαϊκής επανάστασης. Βλ. W. O. E. Oesterly, A History of Israel (Vol. II). From the fall of Jerusalem, 586 B.C. to the Bar - Kokhba Revolt, A. D. 135. Oxford (Repr.) 1957. σσ. 217-272. 15

κατακτητών Ρωμαίων. Η πρώτη αρχίζει το 66 μ.χ, την εποχή του Νέρωνα, και έχει ως επακόλουθο την καταστροφή της Ιερουσαλήμ ύστερα από την πολιορκία της πόλης από το Βεσπασιανό. Το τελευταίο οχυρό έπεσε την άνοιξη του 73 μ.χ. ΆΆλλες δύο επαναστάσεις ξέσπασαν, η μία το 117 μ.χ στην Αίγυπτο, την Κυρήνη, την Κύπρο, τη Μ.Ασία και τη Μεσοποταμία και η δεύτερη το 132-135 μ.χ 1. Αίτιο της τελευταίας πιθανότατα ήταν η διάθεση του Αδριανού να μετατρέψει το ναό της Ιερουσαλήμ σε ναό του Ολυμπίου Διός. Πηγή των πληροφοριών για την τελευταία είναι τα ευρήματα της Murabba' at που είναι η αλληλογραφία του αρχηγού της επαναστάσεως με αρχηγούς επαναστατικών μονάδων 2. ΈΈμμεσοι αποδέκτες του επαναστατικού αναβρασμού ήταν ασφαλώς και οι χριστιανοί. Μετά από την τελευταία ιουδαϊκή επανάσταση αρνούνται να λατρέψουν τον αυτοκράτορα και από τη στιγμή που η συνοχή του κράτους είναι δομημένη στη λατρεία του εν λόγω θεσμού, θεωρείται ότι υποσκάπτουν το πολίτευμα, χαρακτηρίζονται κοινοί εγκληματίες και ταραξίες και ως εκ τούτου υφίστανται τις συνέπειες των πράξεών τους, με άμεσο επακόλουθο τη θανατική καταδίκη 3. Για το έγκλημα της καθοσίωσης στο οποίο υπέπιπταν, η ποινή ήταν ο θάνατος. 1. Της επανάστασης του 132-135 μ.χ ηγήθηκε ο Bar Cocheba, βλ. για περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος H. Chadwick, The Church in Anchient Society, From Galillee to Gregory the Great, Oxford university press: 2001, σ. 21. Πρβλ. επίσης και P. L. Buck, μν. έργ., σσ. 41-42. 2. Σ. Χ. Ἀγουρίδη, μν. ἔργ., σ. 289. 3. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της εχθρικής πολιτικής της ρωμαϊκής πολιτείας έναντι των χριστιανών είναι ασφαλώς το μαρτυρίο του αγίου Ιγνατίου και του Πολύκαρπου Σμύρνης. Βλ. σχετικώς Δ. Σ. Μπαλάνου, Οἱ Πατέρες καί Συγγραφεῖς τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 2 1961, σσ. 9-15. Σχετικώς με τη στάση της ρωμαϊκής πολιτείας έναντι των χριστιανών πρβλ. και P. L. Buck, μν. έργ., σσ. 76-77. 16

β) Θρησκευτικές τάσεις Η Εκκλησία σύμφωνα με τα αναφερθέντα αναδύθηκε σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από την τάση για αφομοίωση και ανάμιξη θρησκειών 1. Το φαινόμενο του συγκρητισμού καλλιεργεί ένα κλίμα που ευνοεί στη δημιουργία αυθαίρετων θρησκευτικών τάσεων και συμβάλλει στον εμπλουτισμό του ήδη πολύπλοκου θρησκευτικού μωσαϊκού της εποχής. Ο κίνδυνος νοθεύσεως της χριστιανικής πίστης έγκειται στην προσπάθεια των υπαρχουσών θρησκειών να ερμηνεύσουν την πίστη κατά τρόπο αυθαίρετο και αποσπασματικό. Στη διαμόρφωση των νέων θρησκευτικών τάσεων βασικό ρόλο διαδραματίζει το σύστημα της Γνώσεως. Ο Γνωστικισμός αποτελεί έναν μεγάλο κίνδυνο αλλοιώσεως της χριστιανικής πίστης με πρόδηλο το συγκρητιστικό χαρακτήρα του 2. Πρεσβεύει την καθοριστική σημασία και το ρόλο της γνώσεως στην απολύτρωση του ανθρώπου 3. Δημιουργείται στα ελληνιστικά χρόνια χωρίς αυτό να σημαίνει πως πηγή του ήταν η ελληνική σκέψη και φιλοσοφία, αφού διακρίνονται σ' αυτόν στοιχεία από τον περσικό δυισμό, τα ανατολικά μυστήρια, τη βαβυλωνιακή αστρολογία και την ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία. Πατέρας της χριστιανικής εκδοχής του γνωστικισμού θεωρείται ο Σίμωνας ο Μάγος. Στην αλεξανδρινή εκδοχή του βασικοί εκπρόσωποι ήταν ο Βασιλείδης, ο μαθητής του Ισίδωρος και κυρίως ο Ουαλεντίνος, που θεωρείται ο πιο αξιόλογος από τη μερίδα αυτή 4. 1. H. I. Bell, Jews and Christians in Egypt, London 1924, σ. 70. Πρβλ. και Σ. Χ. Αγουρίδη, μν. ἔργ., σσ. 22 και 47. 2. Ἀ. Θεοδώρου, Ἱστορία τῶν Δογμάτων, Ἡ ἱστορία τοῦ δόγματος ἀπό τῶν ἀποστολικών χρόνων μέχρι τῆς Α ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἡ ἱστορία του δόγματος μέχρι τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀπολογητῶν, τόμ. Α, ἐν Ἀθήναις 1963, σ. 314. 3. Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Β, μν. ἔργ., σ. 105. 4. Για περισσότερα σχετικά με το Γνωστικισμό βλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, τόμ. 1, μν. ἔργ., σσ. 294-321. Πρβλ. επίσης και Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Β, μν. ἔργ., σσ. 105-198. 17

Τμήμα του γνωστικού συστήματος, ο Δοκητισμός 1, αποτέλεσε ένα επίσης σημαντικό πρόβλημα για την αρχέγονη Εκκλησία, καθώς η διδασκαλία του απέρριπτε τη σάρκωση του Λόγου του Θεού και για το λόγο αυτό καταπολεμήθηκε από τον Ιγνάτιο κυρίως στις επιστολές Πρός Ἐφεσίους, Πρός Τραλλιανούς και Πρός Σμυρναίους 2. Επίσης επικίνδυνο, κατά τα μεταποστολικά χρόνια, ήταν και το δυαρχικό σύστημα του Μαρκίωνα 3, που βρέθηκε πιο κοντά στην Εκκλησία από οποιαδήποτε άλλη αίρεση και μάλιστα έφτασε στο σημείο να υπάρξει και ως ιδιαίτερη εκκλησία. Η από ιουδαϊκής πλευράς προσπάθεια ερμηνείας του Χριστιανισμού δημιουργεί τον ιουδαιοχριστιανισμό, με κύριες μορφές τον ιουδαΐζοντα Χριστιανισμό και τον ιουδαΐζοντα Γνωστικισμό 4. Στην πρώτη του εκδοχή πρόκειται για αποσπασματική ερμηνεία της χριστιανικής πίστης μέσα από τις ιουδαϊκές παραδόσεις και το μωσαϊκό νόμο. Μάλιστα δημιουργούνται και διάφορες τάσεις ιουδαιοχριστιανών, καθώς μία μερίδα δεν αναγνώριζε στο πρόσωπο του Χριστού τον Υιό του Θεού, αντίθετα από άλλη μερίδα, όπως οι επονομαζόμενοι Ναζωραίοι, που αποδεχόταν το Χριστιανισμό, όμως τηρούσε παράλληλα και τον ιουδαϊκό νόμο 5. Ο ιουδαϊζων Γνωστικισμός, που γεννιέται κατά τους αποστολικούς χρόνους, είναι μια άλλη μορφή ιουδαιοχριστιανικής αιρέσεως, που κατά τις συγκρητιστικές τάσεις της εποχής συνδυάζει στοιχεία Ιουδαϊσμού, 1. Η βάση του Δοκητισμού είναι αντιβιβλική, καθώς αρνείται τις θεοφάνειες και την ενανθρώπηση. Βλ. Ν. Ἀ. Ματσούκα, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση, μν. ἔργ., σσ. 148-149. 2. H. Chadwick, μν. έργ., σσ. 72-74. Πρβλ. και J. F. Parker, Ευαγγέλιον- Ευαγγελίζω, A Contexual Analysis of their Meaning in the New Testament and the Apostolic Fathers, (διδ. διατριβή), December 1989, σσ. 102-103. 3. Για εκτενέστερη ανάλυση περί του Μαρκίωνα βλ. H. Chadwick, ό.π., σσ. 88-92. Πρβλ. επίσης και Β. Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Παπαδημητρίου: Ἀθῆναι 2 1998, σσ. 61-78. 4. Π. Κ. Χρήστου, Πατέρες καί Θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόμ. Α, μν. ἔργ, σσ. 81-84. 5. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, τόμ. 1, μν. ἐργ., σ. 281. 18

Γνωστικισμού και Χριστιανισμού. Ιουδαιοχριστιανικές γνωστικίζουσες αιρέσεις κατά τους χρόνους των Αποστόλων είναι οι Εβιωναίοι και οι Ελκεσσαίοι. Για την πρώτη μερίδα πληροφορίες μας παρέχουν τα Ψευδοκλημέντια κείμενα 1. Αν κανείς προσθέσει σε όλα αυτά και τις θεότητες, τις θρησκευτικές τάσεις και τις δεισιδαιμονίες της ρωμαϊκής πολιτείας, μπορεί να συνθέσει και να αντιληφθεί την εικόνα της δυσμενούς θέσης της νεοσύστατης Εκκλησίας στο μεταξύ των θρησκειών αγώνα για επικράτηση. Θεός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι ο αυτοκράτορας «ο Sol Invictus» 2. Η Ρώμη δεν είναι απλά μία πρωτεύουσα, καθώς η λατρεία του κράτους την ανάγει σε Θεά 3. ΈΈντονες είναι οι επιρροές από την ελληνιστική περίοδο και τις ανατολικές μυστηριακές θρησκείες, όπως και το στοιχείο της εξανθρωπίσεως του θείου και της θεοποίησης του ανθρώπου 4. Υπάρχουν λατρείες αλληγορικής φύσεως που ταυτίζουν την αναγέννηση της φύσης με τη ζωή του ανθρώπου και το Θεό, όπως τα ελευσίνια μυστήρια και οι διονυσιακές λατρείες. Γενικότερα έχουμε μία στροφή στις μυστηριακές θρησκείες, γιατί πιστευόταν ότι έδιναν απάντηση στα αναπάντητα ερωτήματα που αφορούσαν τη μετά θάνατον ζωή. 1. Πρόκειται για κείμενα τα οποία ανήκουν στη νόθα συλλογή που αποδίδεται στον Κλήμη Ρώμης. Οι Εβιωναίοι αποτελούσαν χριστολογική αίρεση ιουδαϊκής προέλευσης που διαφοροποιείται ριζικά με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Βλ. Ν. Ἀ. Ματσούκα, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση, μν. ἔργ., σσ. 125-126. 2. ΌΌλοι οι κατακτημένοι λαοί έπρεπε να λατρεύουν τους θεούς του Ρωμαϊκού κράτους και ασφαλώς τον αυτοκράτορα. Βλ. σχετικώς Sh. O. Juell, μν. έργ., σ. 14. 3. Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κυρίως επί Οκταβιανού Αυγούστου, είχε γίνει προσπάθεια επαναφοράς των αρχαίων ρωμαϊκών θεοτήτων και θρησκειών, καθώς και προσπάθεια αναγωγής του αυτοκράτορα σε Θεό και κατ' επέκταση της Ρώμης σε Θεά. Βλ. σχετικώς S. R. F. Price, «The Place of Religion: Rome in the Early Empire», The Cambridge Ancient History, volume x, The Augustan Empire, 43 B. C.- A. D. 69, Cambridge University Press: 2 2008, σσ. 812-813, 820-824, 841. 4. Ἀ. Θεοδώρου, μν. ἐργ., σ. 92. 19

Κάποιες μυστηριακές θρησκείες διαμορφώθηκαν παράλληλα προς τη χριστιανική θρησκεία και μέχρις ενός σημείου κατ' επίδραση αυτής 1. ΆΆξια αναφοράς είναι ακόμη και η λατρεία του Μίθρα, παλαιού θεού του φωτός και της αλήθειας Περσών και Ινδών, η οποία ανταγωνίστηκε αυτήν του Ιησού Χριστού. Προστάτης της αυτοκρατορίας επί Διοκλητιανού ήταν ο Sol Invictus Mithra 2. Επιπλέον υπάρχει διάχυτη στη ρωμαϊκή κοινωνία η τάση για μελλοντολογία. Αναπτύσσεται η μαντεία σε διάφορες εκδοχές της, αλλά και η μαγεία και η αστρολογία. Οι τάσεις αυτές, προφανώς, ευδοκιμούν από το άγχος του λαού και των εκάστοτε αυτοκρατόρων για καλύτερες μέρες, αλλά βρίσκουν επίσης γόνιμο έδαφος και εξαιτίας των πολιτικών αναταραχών. Γενικά ο θρησκευτικός συγκρητισμός της εποχής έτεινε στη διαμόρφωση μιας καθολικής θρησκείας, που θα ανταποκρινόταν στο αίτημα της σωτηρίας της ψυχής του ανθρώπου 3. Ο πολίτης της αυτοκρατορίας δε μετέχει στα κοινά και συνέπεια αυτού είναι η άνθιση και η εξάπλωση πολλών εκ των τάσεων που προαναφέρθηκαν. Παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η πολυσύνθετη θρησκευτική πραγματικότητα σε συνδυασμό με το φαινόμενο των διωγμών δημιουργεί ένα περιβάλλον εχθρικό για τη νεοσύστατη Εκκλησία, εντούτοις αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για την είσοδο του Χριστιανισμού στο κοινωνικό γίγνεσθαι 4 και την προοπτική του όχι μόνο ως αναγνωρισμένης θρησκείας αλλά και μεταγενέστερα ως επίσημης θρησκείας του κράτους. 1. Σ. Χ. Ἀγουρίδη, μν. ἔργ., σ. 206. 2. ΌΌ.π., σ. 199. 3. Ἀ. Θεοδώρου, μν. ἔργ., σ. 93. Σχετικά με τη μαγεία βλ. P. L. Buck, μν. έργ., σσ. 37-39. 4. Στ. Γ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α, εἰσαγωγή Β και Γ αἰώνας, τόμ. Α, Ἀθήνα 1977, σ. 136. Το εχθρικό κλίμα κατά την περίοδο των διωγμών αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για τη συγκρότηση και ανάπτυξη της Εκκλησίας. Βλ. Δ. Γ. Τσάμη, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Π. Πουρναρᾶ: Θεσσαλονίκη 2001, σ. 27. 20

γ) Ο ιουδαϊσμός της εποχής ΌΌταν μιλάμε για ιουδαϊσμό εννοούμε τη συγκεκριμένη μορφή του ιουδαϊκού έθνους που απαντά από την εποχή της Βαβυλωνίου αιχμαλωσίας (588 π.χ) στην Παλαιστίνη και τη διασπορά. Βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η θρησκευτική και κοινωνική ζωή των Ιουδαίων στα Ιεροσόλυμα είναι ο Ναός, ενώ στις άλλες πόλεις της Παλαιστίνης και στη διασπορά είναι οι συναγωγές 1. Οι Ιουδαίοι καθώς πίστευαν ότι αποτελούν τον περιούσιο λαό του Θεού και ως εκ τούτου διαφέρουν από τους υπόλοιπους εθνικούς λαούς της αυτοκρατορίας, δεχόμενοι την ολοένα αυξανόμενη ελληνορωμαϊκή επιρροή, μετέρχονται κάθε μέσο για να παραμείνουν εκτός επιρροής, και επειδή θεωρούσαν ως συστατικό στοιχείο της ύπαρξής τους το Νόμο, συσπειρώνονται γύρω από αυτόν 2. Βασικός ρυθμιστής όχι μόνο της θρησκευτικής αλλά και της εν γένει ζωής των Ιουδαίων είναι η Torah 3. Ο Νόμος είναι κατά τους Εβραίους παντοδύναμος και από τη τήρησή του εξαρτάται η ευημερία και η σωτηρία του λαού. ΌΌσες φορές δεν τηρείται, ο λαός τιμωρείται από τον ίδιο το Θεό και αυτό αποτελεί διήκουσα γραμμή στις σχέσεις Θεού και περιούσιου λαού. Η θρησκευτική ζωή των Ιουδαίων ως κεντρικό άξονα χώρου λατρείας είχε και διατήρησε το Ναό 4 μέχρι τουλάχιστον την καταστροφή του, το 70 μ.χ. Κάθε ιουδαίος θεωρούσε υποχρέωσή του να επισκεφθεί τουλάχιστον 1. Sh. O. Juell, μν. έργ., σ. 16. 2. ΌΌ.π., σ. 18. 3. A. Chester, «The Jews of Judaea and Galilee», Early Christian thought in its Jewish context, Cambridge University Press: Cambridge 1996, σ. 20. Η Torah, ευρύτερη συλλογή νομικών διατάξεων καθόριζε τη ζωή των Εβραίων. Τρόπος, λοιπόν, ζωής, περιείχε παραδόσεις, ηθικές και λατρευτικές διατάξεις, κατά κύριο όμως λόγο σχετιζόταν με την υφιστάμενη νομοθεσία. Βλ. J. Jocz, The Spiritual History of Israel, London 1961, σσ. 151-152. Για περισσότερα βλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, τόμ. 1, μν. ἔργ., σ. 35. 4. Η θρησκευτική και εν γένει ζωή των Ιουδαίων είχε ως κέντρο το ναο. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το Ναό Ἐξ. 23,17. Πρβλ. σχετικώς και M. Goodman, «Judaism in the Roman World», Ancient Judaism and Early Christianity, volume 66, Leiden Boston 2007, σσ. 48-57, 59-67. 21

μια φορά κατά τη διάρκεια της ζωής του το Ναό για να προσφέρει θυσία 1. Από τα βασικά προστάγματα του Νόμου ήταν η προσευχή, η νηστεία και η ελεημοσύνη 2. Από τα σπουδαιότερα κέντρα του ιουδαϊσμού της Διασποράς ήταν η Αλεξάνδρεια, και ο αλεξανδρινός ιουδαϊσμός αποτελεί τη γέφυρα που συνδέει την ιουδαϊκή σκέψη προς την ελληνική 3 και είναι άξιο λόγου πως οι ελληνιστικές επιρροές ήταν τόσο βαθιές στον τομέα της γλώσσας και παιδείας, ώστε κατά τη μεταποστολική περίοδο βασική γλώσσα ήταν η ελληνική και όχι η εβραϊκή ή η αραμαϊκή, που χρησιμοποιούνταν μόνο από τους νομοδιδάκαλους 4. Η προσκόλληση στο Νόμο και η προσπάθεια ερμηνείας του οδηγεί στη δημιουργία διαφόρων θρησκευτικών και κοινωνικών ομάδων 5. Μία από αυτές ήταν οι Σαδδουκαίοι, που αποτελούσαν την ιουδαική αριστοκρατία. Κύριο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα ήταν ο συντηρητισμός τους, καθώς δεν ανέχονταν καμία προσθήκη στο γραπτό Νόμο, όπως επίσης δεν αποδέχονταν τη διδασκαλία περί αναστάσεως των νεκρών και περί αθανασίας της ψυχής. Η τάξη των Σαδδουκαίων διαλύθηκε μετά την καταστροφή του ναού 6. Παρά το αδιαμφισβήτητο κύρος τους, μετά τη μακκαβαϊκή εξέγερση μετέπεσαν σε κόμμα για να επιδιώξουν την ανάκτηση της δύναμής τους, πράγμα το οποίο επέτυχαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε και αποτέλεσαν την κυρίαρχη δύναμη του Συνεδρίου. 1. Σύμφωνα με την Torah κάθε ενήλικας ιουδαίος είχε την υποχρέωση να προσφέρει δώρα στο Ναό, κατά τις μεγάλες εορτές, τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο. Βλ. Ἔξ. 23,17. Πρβλ. σχετικώς και M. Goodman, ό.π., σ. 59. 2. Ἀ. Θεοδώρου, μν. ἔργ., σ. 105. 3. ΌΌ.π., σ. 119. 4. Sh. O. Juell, μν. έργ., σ. 11. 5. Βλ. σχετικώς A. Chester, μν. έργ. σσ. 20-21. 6. M. Goodman, μν. έργ., σ. 123. 22

Από τα φιλελεύθερα στρώματα του Ιουδαϊσμού ήταν οι Φαρισαίοι, οι οποίοι ανήκαν στην αστική τάξη. Η λέξη Φαρισαίος σημαίνει σχισμαστικός 1, χαρακτηρισμός που τους αποδίδεται εξαιτίας του ότι αποτελούσαν την αντιπολίτευση και τολμούσαν να προσθέτουν ερμηνευτικές διατάξεις στο Νόμο. Επίσης χαρακτηρίζονταν για την αυστηρότητα που διέκρινε τον τρόπο ζωής τους. ΈΈργο τους ήταν οι συλλογές του Ταλμούδ. Κυριάρχησαν μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων. Η οικονομική τους ευμάρεια, η άνετη προσαρμογή τους στα πολιτικά δρώμενα και η περιλάλητη ψυχρότητά τους περί την πίστη, τους είχαν καταστήσει ασυμπαθείς. Σ' αυτό συνέβαλε και το ότι ενώ θεωρητικώς εθεωρούντο φιλελεύθεροι, στην πραγματικότητα ήταν δέσμιοι της αυστηρής προσήλωσής τους στο νόμο και της υποκρισίας τους. ΆΆλλη τάξη είναι οι Εσσηνοί ή Εσσαίοι 2, οι οποίοι διακρίνονταν για τις εσχατολογικές τους πεποιθήσεις και ήταν αποξενωμένοι από το δημόσιο βίο του Ιουδαϊσμού. Βασικά χαρακτηριστικά της τάξης των Εσσαίων ήταν η απομόνωση σε κοινότητες, η κοινοκτημοσύνη, η διάκριση τελείων και δοκίμων μελών και η απόρριψη θυσιών με κύρια επιδίωξή τους την ηθική αναμόρφωση της κοινωνίας. Τα συγγράμματα της Νεκράς Θάλασσας, κατά γενική ομολογία, αποδίδονται σε αυτούς. Η τάξη τους αφανίστηκε κατά την καταστολή των ιουδαϊκών επαναστάσεων. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη πως ο Εσσαϊσμός συντέλεσε στη διαμόρφωση του μοναχικού βίου της χριστιανικής Εκκλησίας, αφού οι διαφορές είναι έκδηλες όχι μόνο ως προς τις υποδομές αλλά και το σκοπό και το περιεχόμενο. ΈΈτερη τάξη ήταν η μερίδα των νέων ζηλωτών, που εμφανίζεται προς το τέλος της βασιλείας του Μεγάλου Ηρώδη. Σ αυτούς αποδίδονται οι δύο μεγάλες ιουδαϊκές επαναστάσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή 1. ΌΌ.π., σ. 119. 2. Για περισσότερες λεπτομέρειες περί της τάξης των Εσσηνών βλ. Β. Ἰ. Φειδᾶ, Οἱ Ἐσσηνοί, Ἀθῆναι 1959. Πρβλ. και M. Goodman, μν. έργ., σσ. 154-162. 23

της πόλης των Ιεροσολύμων και του ναού, όπως και μεγάλου μέρους της Παλαιστίνης. Σύμφωνα με μαρτυρία του Στραβωνα, κατά τους χρόνους του Ιησού υπάρχουν Ιουδαίοι σε κάθε γωνιά της γης 1. Νέοι υπολογισμοί κάνουν λόγο για τέσσερα εκατομμύρια στη διασπορά και μισό στην Παλαιστίνη. Εβραϊκά γνώριζαν οι νομοδιδασκαλοι οι οποίοι, όλως παραδόξως, δεν μιλούσαν την εβραϊκή ούτε την αραμαϊκή, αλλά την ελληνική. Παρά ταύτα ουδέποτε απώλεσαν το θρησκευτικό τους ζήλο και την εθνική υπερηφάνεια. Αυτή η πρακτική, την οποία εξέφραζαν ευκαίρως ακαίρως, είχε ως αποτέλεσμα την αποξένωσή τους από τους υπόλοιπους και συνέβαλε στη δημιουργία ισχυρού αντιιουδαϊκού κλίματος με επακόλουθο την απαξίωσή τους ως λαού ιδιαιτεροτήτων και τη δημιουργία της τάξεως των προσηλύτων. Το Μέγα Συνέδριο με έδρα τα Ιεροσόλυμα αποφάσιζε για θέματα που δεν επέλυαν τα τοπικά συνέδρια. Κατά την εποχή του Ηρώδη έχασε μέρος των δικαιωμάτων του, τα οποία απέκτησε εκ νέου επί Ρωμαίων επιτρόπων. Αποτελούμενο από αρχιερείς, γραμματείς και πρεσβυτέρους, πέραν της αρμοδιότητάς του ως εκκλησιαστικού δικαστηρίου, είχε νομοθετική, διοικητική και δικαστική εξουσία. Υπέρτατος ερμηνευτής των νόμων, διέθετε απόλυτη αυθεντία και οι αποφάσεις του είχαν καθολική ισχύ. Το ιουδαϊκό ιερατείο ήταν κληρονομικό και κατά την εποχή του Χριστού αριθμούσε περί 20000 ιερείς, επικεφαλής των οποίων ήταν ο αρχιερέας του ενιαυτού με σημαντικές δικαιοδοσίες ποικίλου περιεχομένου, αφού στο πρόσωπό του συγκεντρώνονταν πολιτικές και θρησκευτικές αρμοδιότητες. Προερχόμενοι οι αρχιερείς από προνομιούχες οικογένειες των Ιεροσολύμων, συνέθεταν το δίπολο της ιουδαϊκής αριστοκρατίας με την αριστοκρατία των λαϊκών. 1. Βλ. Ἰωσήπου, Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία, 14, 45. Βλ. εκτενέστερη ανάπτυξη, Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Α, Εισαγωγή, Π. Ι. Π. Μ: Θεσσαλονίκη 1976, σ. 38. 24

Οι μεγάλες γιορτές των ιουδαίων όπως ήταν το Πάσχα, των αζύμων, η πρώτη του έτους, της Σκηνοπηγίας και της Νουμηνίας, καθόριζαν, σε συνδυασμό με τα Σάββατα, τη λατρευτική ζωή τους η οποία, ειδικά κατά τους χαλεπούς καιρούς, αποτέλεσε τον κύριο άξονα της επιβίωσής τους ως λαού. Οι κοινωνικές τάξεις απαρτίζονταν από τους Σαδδουκαίους, τους εμπόρους και τραπεζίτες, τους μικρομεσαίους, τους ελεύθερους ακτήμονες και τους δούλους. Ο θεσμός της οικογένειας, θεμελιώδης για την κοινωνική συνοχή, συνιστούσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση της ιουδαϊκής κοινωνίας. Η προσπάθεια σκιαγράφησης του Ιουδαϊσμού περαιώνεται με την αναφορά στις Μεσσιανικές και εσχατολογικές προσδοκίες και αναζητήσεις του Ισραήλ 1. Οι περί αναμονής του Μεσσία αναφορές, διάσπαρτες στα κείμενα της Π. Δ., ειδικώς τους Προφήτες, κυριαρχούν την εποχή της έλευσής του. Ο «δικαιοσύνην ἐζωσμένος» του προφητικού λόγου Χριστός, Θεός και Λόγος, υλοποιεί με την ενανθρώπησή του την αναμονή της έλευσής του, όχι βέβαια για να αποκαταστήσει τη βασιλεία του Ισραήλ 2, αλλά για να εντάξει και να εισάγει στην αρχέγονη μακαριότητα όσους επρόκειτο να πιστέψουν στη θεανδρική του υπόσταση. Για το λόγο αυτό τόσο η Κ. Δ. όσο και η μεταποστολική περίοδος, χωρίς να απορρίπτουν την ιουδαϊκή αντίληψη, διατυπώνουν τον καινό θεολογικό λόγο του Χριστιανισμού, ο οποίος αν και αποτελεί τη συνέχεια της πίστης στον ένα Θεό του Ισραήλ, εισάγει τη νέα αλήθεια, όπως εκφράστηκε από τον ενανθρωπήσαντα Κύριο, τους Αποστόλους, τους συνεχιστές του έργου τους Αποστολικούς Πατέρες και τους υπόλοιπους Πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας. 1. G. W. Clarke, «The Origins and Spread of Christianity», The Cambridge Ancient History, volume x, The Augustan Empire, 43 B. C.- A. D. 69, Cambridge University Press: 2 2008, σ. 848. 2. Πρ., 1,6. 25

δ) Οι ακροατές των Αποστολικών Πατέρων Εντός του υπάρχοντος πλαισίου της εποχής καλούνται οι Αποστολικοί Πατέρες να κηρύξουν το Ευαγγέλιο. ΈΈνα λόγο απόλυτα νεοφανή και καινοτόμο, απότοκο και συνέχεια του ευαγγελικού λόγου της Καινής Διαθήκης, όπως διατυπώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο και διαδόθηκε από τους κύριους συνεχιστές του έργου του, τους Αποστόλους. Ο λόγος των Αποστολικών Πατέρων απευθύνεται γενικώς στο σύνολο του χριστιανικού δυναμικού της περιοχής όπου ζουν και διαγγέλλεται αδιακρίτως προς όλους ανεξάρτητα από τις κρατούσες αντιλήψεις ακροατές, εθνικούς και ιουδαίους, στοχεύει όμως στις χριστιανικές κοινότητες και τα πρόσωπα προς τα οποία συγκεκριμένα απευθύνεται. Είναι γεγονός ότι ήδη από την περίοδο των Αποστολικών Πατέρων η Εκκλησία συνέθετε, παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, ένα ενιαίο σώμα και ότι οι πρωτοχριστιανικές κοινότητες υπήρχαν διάσπαρτες στην αχανή ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Σ' αυτούς απευθύνονταν οι Αποστολικοί Πατέρες επιδιώκοντας όχι μόνο την επίτευξη συνοχής, εν μέσω χαλεπών καιρών, αλλά και τη μετάδοση του τόσο αναγκαίου ευαγγελικού λόγου με πνεύμα ποιμαντικής, τουλάχιστον, νουθεσίας και μετάδοσης του λόγου του Θεού. Σκοπός των Αποστολικών Πατέρων είναι η εμπέδωση της πίστης από τους αποδέκτες, πέραν όμως του καθορισμένου σκοπού και της επίλυσης αναφυόμενων προβλημάτων των κατά τόπους κοινοτήτων, αποβλέπουν στην έκφραση των τοπικών εκκλησιών ως ενιαίας ολότητας, αυτήν την οποία ο Ιγνάτιος αποκαλεί «Καθολική Εκκλησία». ΈΈτσι το έργο των Αποστολικών Πατέρων, ειδικά των ποιμένων, απηχεί τη συνείδηση και πεποίθηση της 26

καθολικότητας της Εκκλησίας, εκφερόμενης από τις κατά τόπους εκκλησιαστικές κοινότητες 1 ως ενιαίας και αδιάσπαστης εν Χριστώ ενότητας. ΆΆλλωστε, οι Αποστολικοί Πατέρες απευθύνονται σε ανθρώπους της αυτής προς αυτούς πίστης, και αυτό είναι και το στοιχείο το οποίο προσδιορίζει και καθορίζει αναπόδραστα τη θεολογία τους. ΈΈχουν εκπεφρασμένη την άποψη και βέβαιη τη συνείδηση ότι απευθύνονται στη μία Εκκλησία, αυτήν «τοῦ Θεοῦ Πατρός καί τοῦ ἠγαπημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ» 2. Ακροατές του λόγου των Αποστολικών Πατέρων είναι οι πιστοί, οι οποίοι δε δέχονται το κήρυγμα ως παθητικοί δέκτες, αλλά το προσλαμβάνουν ως λυτρωτική προϋπόθεση, αντιπροσφέροντας την πίστη και την αγάπη τους, αφού «ἡ πίστις» είναι «ἀναγωγεύς» τους και η «ἀγαπη» η «ὁδός ἡ ἀναφέρουσα εἰς Θεόν» 3. Σε ολόκληρη την αχανή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπήρχαν χριστιανικές κοινότητες, οι οποίες υπό την επήρρεια των ενθουσιαστικών τάσεων και της προσδοκίας της κοινωνίας του ευαγγελισμού της νέας εν Χριστώ πραγματικότητας, στηρίζουν την ενότητά τους με την αποδοχή του κηρύγματος. Ειδικά, αυτό παρατηρείται στις χριστιανικές κοινότητες της Μικράς Ασίας, αλλά και του ευρύτερου χώρου (Ρώμη- Κόρινθος- Παλαιστίνη, κ.ά.) και αυτές είναι οι αποδέκτες του κηρύγματος, ιδίως των Αποστολικών Πατέρων. Είναι γνωστό ότι όλα ανεξαιρέτως τα έργα των Αποστολικών Πατέρων απευθύνονται σε, όπως προείπαμε, χριστιανούς. Παρά την πολυμορφία και το ποικίλο των θεμάτων και προβλημάτων που επιχειρούν να επιλύσουν, κατευθύνονται από τη διήκουσα έννοια της ανάγκης πνευματικής ποδηγέτησης, διδαχής της κατά Χριστόν ηθικής και δεοντολογίας, ενέχουν όμως και τα στοιχεία της προφητείας και του θεολογικού λόγου, χωρίς 1. Κ. B. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, τόμ. 1, μν. ἔργ., σ. 193. 2. Ἰγν., Πρός Σμυρναίους, Προοίμιον, PG 5, 708Α. 3. Ἰγν., Πρός Ἐφεσίους, 9, PG 5, 652Β. 27

να υστερούν σε παράθεση λειτουργικών, ερμηνευτικών, εσχατολογικών και αντιρρητικών διδασκαλιών, απαραίτητων για τη συνοχή των Εκκλησιών και τη μείωση των προβλημάτων που αναφύονταν από κακοδοξίες και ανθρώπινες διαιρέσεις και σχίσματα, ενόψει όχι μόνο των υφιστάμενων διωγμών, αλλά και της αναγκαιότητας της προσέγγισης των πιστών στη νέα αλήθεια, παρά τις υφιστάμενες ιδεολογικοκοινωνικές συγκρούσεις της εποχής τους 1. 2. α) Η θέση των αποστολικών κοινοτήτων Η πρώτη χριστιανική κοινότητα δημιουργήθηκε στα Ιεροσόλυμα, αποτέλεσε κέντρο των επόμενων εκκλησιών και ως επί τον πλείστον απαρτιζόταν από Ιουδαιοχριστιανούς. Αρχικώς τα μέλη της τηρούσαν κατά γράμμα το μωσαϊκό Νόμο. Με την πάροδο του χρόνου όμως, εντός της κοινότητας αναπτύσσεται μία τάση ελληνιστών χριστιανών, οι οποίοι επιδιώκουν την αποσύνδεση από την τυπολατρία 2. ΈΈνα εκ των χαρακτηριστικών της ήταν η κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της εκούσια κοινοκτημοσύνη, που είχε εφαρμοσθεί με πρότυπο τον τρόπο ζωής του Χριστού με τους μαθητές του. Η κοινοκτημοσύνη, για λόγους πρακτικούς, καταργήθηκε όταν αυξήθηκε ο αριθμός των μελών της κοινότητας και εξαιτίας των πενιχρών οικονομικών δυνατοτήτων. ΊΊδιο γνώρισμα των χριστιανικών κοινοτήτων, πέραν της κοινής πίστεως, αποτελεί ο συνεκτικός δεσμός, ο οποίος εδράζεται στην ενότητα της πνευματικής ζωής και στην πνευματική ομοιογένεια, που εκφερόμενη διά της ευχαριστίας συνιστά το κέντρο της λατρευτικής ζωής των χριστιανών. ΈΈτσι κατά την περίοδο των Αποστολικών Πατέρων η εκκλησιαστική πληρότητα και 1. Πολύ μεγάλης σημασίας είναι η θέση των Αποστολικών Πατέρων στη ζωή της αρχέγονης Εκκλησίας, ως διαδόχων των ίδιων των Αποστόλων του Χριστού. Βλ. D. H. Warren, The Text of the Apostle in the Second Century:A Contribution to the History of Its Reception, (διδ. διατριβή), Harvard University, Cambridge, Massachusetts, May 2001, σσ. 20-21, 95-97. 2. Β. Ἰ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, μν. ἔργ., σσ. 34-35. 28

ζωή εκφράζεται στην ευχαριστιακή κοινωνία, όπου η αγαπητική σχέση των πιστών είναι πλέον έκδηλη 1. Πολλές πληροφορίες για το ποιες και που ήταν οι χριστιανικές κοινότητες της αποστολικής περιόδου μας παρέχουν τα συγγράμματα των Αποστολικών Πατέρων. Γνωρίζουμε πως υπήρχαν χριστιανικές κοινότητες διεσπαρμένες σε όλη την έκταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και κυρίως στα μεγάλα ελληνιστικά κέντρα της εποχής 2. Στη Ρώμη, όπου διετέλεσε επίσκοπος ο Κλήμης. Στην Κόρινθο, που απευθυνόταν η Α Ἐπιστολή Κλήμεντος. Στην Αντιόχεια της Συρίας, όπου ήταν επίσκοπος ο Ιγνάτιος, από την Εκκλησία της οποίας προέρχονται οι επτά επιστολές του Ιγνατίου και οι οποίες απευθύνονταν στις χριστιανικές κοινότητες της Εφέσου, της Μαγνησίας, της Ρώμης, της Φιλαδελφείας, της Σμύρνης και στους Τραλλιανούς. Χριστιανικές κοινότητες υπήρχαν επίσης στη νότια Μ. Ασία και ήταν οι κοινότητες Λύστρων, Ικονίου, Αντιοχείας και Πισιδίας 3. Σε αυτές εγκαθιδρύθησαν πρεσβύτεροι υπό των Αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου. Ο Κλήμης Ρώμης μας πληροφορεί ότι οι πρεσβύτεροι εκλέγονταν από την κοινότητα και τελούσαν τη Θεία Ευχαριστία, καθώς υπό τον όρο «δώρα» 4 νοείται η Θεία Ευχαριστία. Οι πρεσβύτεροι είχαν ιερατικά καθήκοντα και οι επίσκοποι κατά βάση διοικητικά. Ανώτατη αρχή της κάθε εκκλησίας ήταν οι Απόστολοι. Χριστιανικές κοινότητες υπάρχουν επίσης στην Κρήτη, όπου έλαβε την εκκλησιαστική εξουσία υπό του Παύλου ο Τίτος και στην ΈΈφεσο, όπου 1. Π. K. Χρήστου, «Ζωή ἀληθινή κατά τήν διδασκαλίαν Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου», Θεολογικά Μελετήματα ἀρχαί της Χριστιανικής Γραμματείας, Π. Ι. Π. Μ: Θεσσαλονίκη 1973, σσ. 228-229. 2. Π. K. Χρήστου, Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Π. Ι. Π. Μ: Θεσσαλονίκη 1970, σ. 7. 3. Για εκτενέστερη αναφορά περί της εξάπλωσης του Χριστιανισμού και των χριστιανικών κοινοτήτων βλ. C. W. Clarke, μν. έργ., σσ. 848-866. 4. Κλήμ., Πρός Κορινθίους Α, 44, PG 1, 300Α. 29

επικεφαλής τέθηκε ο Τιμόθεος. Πληροφορίες περί του επισκοπικού αξιώματος μας δίνει ο Ιγνάτιος Αντιοχείας 1, ο οποίος θεωρεί τον επίσκοπο κέντρο της Εκκλησίας. Οι κατ' οίκον εκκλησίες, υποκατάστατο της ευρύτερης μορφής της εκκλησιαστικής κοινότητας, πλήθυναν μετά τους διωγμούς, βοήθησαν στη διατήρηση και διάσωση του χριστιανισμού, αλλά αποτέλεσαν και εμπόδιο σε ό,τι αφορά την οργάνωση, συνιστάμενη στην απαραίτητη διοικητική τουλάχιστον δομή κάθε τοπικής Εκκλησίας. Η Εκκλησία, συνέχεια της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο είναι «ἁγία» 2 και «ἁγιοφόρος» 3, της αγιότητάς της απορρέουσας από τον ίδιο τον Κύριο 4. Για το λόγο αυτό προτρέπονται οι πιστοί να σέβονται το ιερατείο 5, τα μέλη του οποίου, κατά την εύστοχη άποψη του Κλήμη Ρώμης, είναι οι «λειτουργοί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» 6. Κύριο κοινό γνώρισμα των Εκκλησιαστικών Κοινοτήτων, που όλες μαζί συνιστούσαν την ολότητα και ενοείδεια της «Καθολικής Εκκλησίας» αποτελούσε η ενότητα της πίστης και του ήθους, του δόγματος και του φρονήματος, με ιδιαιτέρως προέχον γνώρισμα την ομοήθεια του Πνεύματος. Φρονούμε ότι η οργάνωση των χριστιανικών κοινοτήτων αποτέλεσε το πρότυπο της μεταγενέστερης δομής και συγκρότησης του θεσμού της Ενορίας, 1. Ἰγν., Πρός Σμυρναίους, 8, PG 5, 715B: «Ὅπου ἄν φανῆ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω ὥσπερ ὅπου ἄν ᾖ Χριστός Ἰησούς, ἐκεῖ ἡ καθολική Ἐκκλησία». Βλ. και του αυτού, Πρός Εφεσίους, 6, PG 5, 649B: «Τόν οὖν ἐπίσκοπον δῆλον ὅτι ὡς αὐτόν τόν Κύριον δεῖ προσβλέπειν». 2. Ἰγν., Πρός Τραλλιανούς, PG 5, 673D. 3. Ἰγν., Πρός Σμυρναίους, PG 5, 708A. 4. Περισσότερα για το θέμα βλ. Κ. B. Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, τόμ. 1, μν. ἔργ., σ. 195. 5. Ἰγν., Πρός Τραλλιανούς, 3, PG 5, 677A. «Ὁμοίως πάντες ἐντρεπέσθωσαν τούς διακόνους ὡς ἐντολήν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τόν ἐπίσκοπον, ὡς Ἰησοῦν Χριστόν ὅντα Υἱόν τοῦ Πατρός, τούς δέ πρεσβυτέρους ὡς συνέδριον Θεοῦ, καί ὡς σύνδεσμον ἀποστόλων. χωρίς τούτων Ἐκκλησία οὐ καλεῖται». 6. Κλήμ., Πρός Κορινθίους Α, 8, PG 1, 225A. 30

ως μέρους - κυτάρου της υπό ενιαία δομή λειτουργούσας και σήμερα Εκκλησίας. β) Κοινά στοιχεία Ιγνατίου - Πολυκάρπου Για την παράθεση των κοινών στοιχείων μεταξύ Ιγνατίου και Πολυκάρπου θεωρείται απαραίτητη η διευκρίνιση, ότι αυτή αφορά περισσότερο στη ζωή τους και όχι τόσο στη διδασκαλία τους. Κατ' αρχήν και οι δύο υπήρξαν επίσκοποι δύο σημαντικών πόλεων, ο Ιγνάτιος της Αντιοχείας και ο Πολύκαρπος της Σμύρνης, με ευρύτερες διοικητικές δικαιοδοσίες, καθώς ο Ιγνάτιος αυτοαποκαλείτο εκτός από Θεοφόρος 1, έναν τίτλο τον οποίο αποδίδει και σε όλους τους Χριστιανούς 2, και «επίσκοπος Συρίας» 3, ενώ ο Πολύκαρπος φαίνεται να είναι υπεύθυνος για ολόκληρη τη δυτική Μικρά Ασία 4. Μεταξύ των υποχρεώσεών τους υπήρξε αυτή της ανταπόκρισης στο ρόλο του επισκοπικού θεσμού (επί + σκοπώ = επιβλέπω για την ορθή τήρηση των δογματικών αληθειών στην εκκλησιαστική πράξη και ζωή), που συνίστατο κυρίως στην αντιμετώπιση των αιρέσεων της εποχής και της περιοχής τους. 1. «Ἰγνάτιος, ό Θεοφόρος», Ἰγν., Πρός Μαγνησιεῖς, Προοίμιον, PG 5, 661C. Πρός Ἐφεσίους, Προοίμιον, PG 5, 644A κ.ά. Ο Ιγνάτιος γενικότερα αυτοαποκαλείται Θεοφόρος στα προοίμια των επιστολών του. Πιθανόν αυτό να ήταν το χριστιανικό όνομα που έλαβε κατά τη βάπτιση, ή πρόκειται για επίθετο που χαρακτηρίζει το ζήλο διά του οποίου υπηρετούσε το Θεό. Σύμφωνα με την παράδοση, το επώνυμο Θεοφόρος του δόθηκε είτε γιατί έφερε στην καρδία του το Θεό, είτε γιατί αυτός ήταν το παιδί που ο Χριστός, κρατόντας το στην αγγαλειά του, παρουσίασε στους μαθητές του ως παράδειγμα αθωότητας. Βλ. Π. Κ. Χρήστου, Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, μν. ἔργ., σ. 19. 2. «Ἐστέ οὖν καί συνοδοί πάντες, θεοφόρoι καί ναοφόροι, χριστοφόροι, ἁγιοφόροι, κατά πάντα κεκοσμημένοι ταῖς ἐντολαῖς Ἰησοῦ Χριστοῦ», Ἰγν., Πρός Ἐφεσίους, 9, PG 5, 652BC. 3. «Ὅτι τόν ἐπίσκοπον Συρίας ὁ Θεός κατηξίωσεν εὑρεθῆναι εἰς δύσιν, ἀπό ἀνατολῆς μεταπεμψάμενος», Ἰγν., Πρός Ρωμαίους, 2, PG 5, 688B. 4. Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Β, μν. ἔργ., σ. 409. 31