Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα ΤΟ ΡΗΜΑ Ρήμα είναι το κλιτό μέρος του λόγου που αποτελεί το κύριο συστατικό του κατηγορήματος και δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί, παθαίνει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση. Οἱ στρατιῶται μάχονται τοῖς πολεμίοις. Οἱ παῖδες ἐπαιδεύθησαν ὑπ ἀγαθῶν διδασκάλων. Ἐνταῦθα οἱ στρατιῶται κοιμῶνται. Ανώμαλα ονομάζονται τα ρήματα που διαφοροποιούνται από τους γενικούς κανόνες κατά το σχηματισμό ή τη σημασία των χρόνων (π.χ. ρήματα στα οποία ο ενεστώτας σχηματίζεται με αναδιπλασιασμό (γίγνομαι) ή ο ενεστώτας έχει σημασία παρακειμένου (ἥκω = έχω έρθει). Αποθετικά ονομάζονται τα ρήματα που διαθέτουν μόνο μέση φωνή (π.χ. αἰσθάνομαι) Απρόσωπα ονομάζονται τα ρήματα που συνηθίζονται μόνο (ή κυρίως) στο γ ενικό πρόσωπο και δε λαμβάνουν ως υποκείμενο πρόσωπο (π.χ. χρή) Παρεπόμενα (ή συνακόλουθα) του ρήματος είναι οι διάφοροι τύποι που χαρακτηρίζουν την έννοιά του. Τα παρεπόμενα του ρήματος είναι: 1. Συζυγία 2. Φωνή 3. Διάθεση 4. Έγκλιση. Ονοματικοί τύποι 5. Χρόνος 6. Αριθμός 7. Πρόσωπο ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 98
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 1 η Συζυγία (ω) Βαρύτονα (παιδεύ ω) Φωνηεντόληκτα (λύ ω) Συμφωνόληκτα (γράφ ω) Αφωνόληκτα Ενρινόληκτα (μ, ν) Υγρόληκτα (λ, ρ) (νέμ ω, μέν ω) (ἐθέλ ω, φέρ ω) Ουρανικόληκτα (κ, γ, χ) Χειλικόληκτα (π, β, φ) Οδοντικόληκτα (τ, δ, θ) (διώκ ω, ἄγ ω, ἄρχ ω) (βλέπ ω, ἀμείβ ω, ἀλείφ ω) (πίπτ ω, ᾄδ ω, πείθ ω) Περισπώμενα (ή συνηρημένα) άω (τιμάω > τιμῶ) έω (τιμωρέω > τιμωρῶ) όω (ἀξιό ω > ἀξιῶ) ήω (ζήω > ζῶ) ώω (ῥιγώω > ῥιγῶ) 1. Φωνηεντόληκτα (ἵστη μι) 2. Συμφωνόληκτα (ὄμ νυ μι) 2 η Συζυγία (μι) Αφωνόληκτα Ενρινόληκτα (μ, ν) Υγρόληκτα (λ, ρ) Σιγμόληκτα (σ) (ὄμ νυ μι) (ὄλ λυ μι) (κεράν νυ μι) (κερασ νυ μι) Ουρανικόληκτα (κ, γ, χ) (δείκ νυ μι) ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 99
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 2. Φωνή. 1. Ενεργητική (ω: παιδεύω, ῶ: τιμῶ, μι: δείκνυμι, ἵστημι) 2. Μέση (μαι: παιδεύομαι) 3. Διάθεση. Το υποκείμενο: Παραδείγματα: Ενεργητική ενεργεί Ἀρταξέρξης συλλαμβάνει Κῦρον. Ὁ παῖς χορεύει. Μέση ενεργεί και η ενέργεια επιστρέφει σε αυτό Οἱ παῖδες γυμνάζονται. Παθητική δέχεται μια ενέργεια Ὁ παῖς ἐπαιδεύθη ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ. (παθαίνει) από κάποιον Ουδέτερη ούτε ενεργεί ούτε δέχεται ενέργεια (βρίσκεται σε μια κατάσταση) Οἱ στρατιῶται ἡσυχάζουσι. 4. Έγκλιση. Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Ονοματικοί τύποι Απαρέμφατο 5. Χρόνος. Αρκτικοί / Βασικοί Ενεστώτας Μέλλοντας (απλός συντελεσμένος) Παρακείμενος Ιστορικοί / Παραγόμενοι Παρατατικός Αόριστος Υπερσυντέλικος ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 100
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 6. Αριθμός. Ενικός Δυϊκός Πληθυντικός 7. Πρόσωπο. Πρώτο Δεύτερο Τρίτο ἐγὼ σὺ οὗτος ἡμεῖς ὑμεῖς οὗτοι ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 101
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Στοιχεία σχηματισμού του ρήματος ΤΟ ΘΕΜΑ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ 1. Το θέμα του ρήματος. Το ρήμα έχει κανονικά δύο θέματα: το ρηματικό και το χρονικό. Από τα θέματα αυτά σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι του. Ρηματικό θέμα λέγεται το αρχικό θέμα του ρήματος που χρησιμεύει ως βάση για το σχηματισμό όλων των χρονικών θεμάτων του. Το ρηματικό θέμα σε κάποια ρήματα συμπίπτει με το θέμα του ενεστώτα: παιδεύω, λύω, γράφω, μένω, κ.λπ., σε άλλα βρίσκεται συνήθως από τον αόριστο β : βάλλω, θ.: βαλ (αορ. β ἔβαλον), σε άλλα από λέξη ετυμολογικά συγγενή με το ρήμα: βλάπτω, θ.: βλαβ από το βλάβη, ἀγγέλλω, θ.: ἀγγέλ από το ἄγγελος. Το ρηματικό θέμα μπορεί να υποστεί διάφορους μετασχηματισμούς στην αρχή ή στο τέλος του, π.χ. το ρηματικό θέμα ταγ μετασχηματίζεται σε: τάσσ ω, ἔτασσον, τάξω, ἔταξα, τέταχα, ἐτετάχειν, ταχθήσομαι, ἐτάχθην, κ.λπ. Χρονικό θέμα λέγεται το θέμα με το οποίο σχηματίζονται οι τύποι ορισμένου χρόνου ή ορισμένων χρόνων. Το χρονικό θέμα προκύπτει από το αρχικό ρηματικό θέμα άλλοτε απευθείας (συμπίπτει με αυτό) και άλλοτε μετασχηματιζόμενο με την προσθήκη κάποιου ιδιαίτερου συμφώνου (χρονικό σημείο) λαμβάνοντας στους διάφορους χρόνους διάφορες μορφές (βλέπε παρακάτω πίνακα). Κοινό χρονικό θέμα κανονικά έχουν ο ενεστώτας με τον παρατατικό, ο μέλλοντας (ο απλός) με τον αόριστο και ο παρακείμενος με τον υπερσυντέλικο και με τον συντελεσμένο μέλλοντα. Χρόνοι Ενεστώτας Παρατατικός Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Μέλλοντας συντελεσμένος κρύπτω ἔκρυπτον κρύψ ω ἔκρυψα κέκρυφα ἐκεκρύφειν κεκρυφώς ἔσομαι Χρονικό θέμα κρυπτ : κοινό κρυψ : κοινό κεκρυφ : κοινό ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 102
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 2. Ο χαρακτήρας του θέματος. Χαρακτήρας λέγεται το τελευταίο γράμμα του χρονικού ή του ρηματικού θέματος. Χρονικός χαρακτήρας λέγεται ο χαρακτήρας του χρονικού θέματος και ρηματικός ο χαρακτήρας του ρηματικού θέματος, π.χ.: παιδεύω: ρηματικός χαρακτήρας υ παιδεύσω: χρονικός χαρακτήρας σ πεπαίδευκα: χρονικός χαρακτήρας κ 3. Η κατάληξη του ρήματος. Κατάληξη του ρηματικού τύπου λέγεται το τελευταίο μέρος του, το οποίο μεταβάλλεται μορφικά, για να δηλωθούν η φωνή, η έγκλιση, ο χρόνος, ο αριθμός και το πρόσωπο, π.χ.: παιδεύ ω παιδεύ εις παιδεύ ει παιδεύ ομεν παιδεύ ετε παιδεύ ουσι(ν) κ.λπ. ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 103
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Η ΑΥΞΗΣΗ Η οριστική των ιστορικών χρόνων (παρατατικού, αορίστου και υπερσυντελίκου) έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, την αύξηση, η οποία τίθεται στην αρχή του θέματός τους. Η αύξηση δηλώνει το παρελθόν και διακρίνεται σε συλλαβική και χρονική. 1. Συλλαβική αύξηση (ένα ε με ψιλή προ του θέματος το ε αυτό ονομάστηκε συλλαβική αύξηση γιατί με την προσθήκη του αυξάνονται οι συλλαβές του ρήματος) λαμβάνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από σύμφωνο. Τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από ρ διπλασιάζουν αυτό το αρχικό ρ ύστερα από τη συλλαβική αύξηση: Ενεστώτας Παρατατικός Αόριστος Υπερσυντέλικος παιδεύω ἐπαίδευον ἐπαίδευσα ἐπεπαιδεύκειν ῥίπτω ἔρριπτον ἔρριψα ἐρρίφειν 2. Χρονική αύξηση λαμβάνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο και είναι η έκταση του αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος του θέματος σε μακρόχρονο. Κατά τη χρονική αύξηση γίνονται οι εξής εκτάσεις: το α γίνεται η ἀκούω ἤκουον το ε»» η ἐλπίζω ἤλπιζον το ο»» ω ὁπλίζω ὥπλιζον το ῐ»» ῑ ἱδρύω ἵδρυον το ῠ»» ῡ ὑβρίζω ὕβριζον το αυ»» ηυ αὐξάνω ηὔξανον το ευ»» ηυ εὑρίσκω ηὕρισκον το αι»» ῃ αἰτῶ ᾔτουν το ει»» ῃ εἰκάζω ᾔκαζον το οι»» ῳ οἰκίζω ᾤκιζον ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 104
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Παρατηρήσεις: 1. Η αύξηση είναι χρονικό μόριο το οποίο εκφράζει την έννοια του παρελθόντος (*e = κάποτε). Επειδή η έννοια του παρελθόντος δηλώνεται και μέσω της κατάληξης, η αύξηση δεν είναι αναγκαία για τη δήλωσή του και στην προκλασική Ελληνική (στον Όμηρο για παράδειγμα) συχνά παραλείπεται. Στην κλασική Ελληνική ωστόσο η αύξηση είναι υποχρεωτική. Στη χρονική αύξηση η έκταση του αρχικού φωνήεντος προέκυψε από τη συγχώνευση του μορίου ε με αυτό. 2. Στις άλλες εγκλίσεις (υποτακτική, ευκτική, προστακτική) και στους ονοματικούς τύπους (απαρέμφατο, μετοχή) δεν τίθεται αύξηση, επειδή αυτά είναι άχρονα, δεν αναφέρονται δηλαδή σε ορισμένο χρόνο. 3. Τα ρήματα που αρχίζουν από μακρόχρονο φωνήεν η, ω, ῑ, ῡ δεν λαμβάνουν χρονική αύξηση: ἥκω ἧκον ὠφελῶ ὠφέλουν 4. Το αρχικό α και ᾳ, μολονότι είναι μακρόχρονα φωνήεντα, γίνονται κατά την αύξηση η και ῃ κατ αναλογία προς τα α και αι αντιστοίχως: ἄγω ἦγον ᾄδω ᾖδον 5. Το αρχικό ει των ρημάτων εἰκάζω και εἶμι τρέπεται σε ῃ (και στο ρήμα οἶδα στη ρίζα εἰδ)! στα υπόλοιπα ρήματα παραμένει αμετάβλητο: εἰκάζω ᾔκαζον (και εἴκαζον) εἶμι ᾖα / ᾔειν οἶδα ᾔδη / ᾔδειν εἴκω εἶκον, εἵργω εἷργον 6. Τα απλά ρήματα που αρχίζουν από ευ ή παραμένουν αναύξητα ή τρέπουν το αρχικό ευ σε ηυ: εὑρίσκω εὕρισκον / ηὕρισκον εὐτυχῶ εὐτύχουν / ηὐτύχουν ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 105
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Η ΑΥΞΗΣΗ ΣΤΑ ΣΥΝΘΕΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΥΝΘΕΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα σύνθετα ρήματα (όσα παράγονται από απλές λέξεις) και τα παρασύνθετα (όσα παράγονται από σύνθετες λέξεις) που έχουν πρόθεση ως πρώτο συνθετικό, παίρνουν την αύξηση (συλλαβική ή χρονική) ύστερα από την πρόθεση (εσωτερική αύξηση). ἐπιτρέπω ἐπέτρεπον εἰσφέρω εἰσέφερον κατοικῶ κατῴκουν παρανομῶ (> παράνομος) παρενόμουν ἐγκωμιάζω (> ἐγκώμιον) ἐνεκωμίαζον Παρατηρήσεις: 1. Τα σύνθετα ρήματα με δύο ή περισσότερες προθέσεις παίρνουν την αύξηση ύστερα από την τελευταία πρόθεση: προδιαφθείρω προδιέφθειρον ἀντεπεξέρχομαι ἀντεπεξηρχόμην 2. Το τελικό φωνήεν των προθέσεων (εκτός από το ο της πρόθεσης πρό και το ι της περί) παθαίνει έκθλιψη κατά τη σύνθεση, όταν το ακολουθεί ρηματικός τύπος που αρχίζει από φωνήεν (αναύξητος ή αυξημένος): παρά + ἄγω > παράγω, παρά + ἦγον > παρῆγον ἐπὶ + ἔφερον > ἐπέφερον κατὰ + αἱρῶ > καθαιρῶ, κατὰ + εἷλον > καθεῖλον 3. Στους σύνθετους με την πρόθεση πρό αυξημένους τύπους των ρημάτων μερικές φορές συμβαίνει κράση (κατ άλλους συναίρεση): προκαλώ προεκάλουν > προὐκάλουν, προυκάλουν προφέρω προέφερον > προὔφερον, προύφερον ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 106
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 4. Τα παρασύνθετα ρήματα, που έχουν ως πρώτο συνθετικό άλλη λέξη και όχι πρόθεση, παίρνουν την αύξηση στην αρχή, όπως τα απλά: ἀδικῶ (> ἄδικος) ἠδίκουν ἐναντιοῦμαι (> ἐνάντιος) ἠναντιούμην οἰκοδομῶ (> οἰκοδόμος) ᾠκοδόμουν 5. Τα παρασύνθετα ρήματα που έχουν ως πρώτο συνθετικό το επίρρημα ευå (= καλώς): λαμβάνουν εξωτερική αύξηση ηὐ ή παραμένουν αναύξητα, αν μετά το εὐακολουθεί σύμφωνο: εὐδοκιμῶ (< εὐδόκιμος) ηὐδοκίμουν / εὐδοκίμουν λαμβάνουν εσωτερική αύξηση ή παραμένουν αναύξητα, αν μετά το εὐ ακολουθεί φωνήεν βραχύ: εὐεργετῶ (< εὐεργέτης) εὐηργέτουν / εὐεργέτουν παραμένουν αναύξητα, αν μετά το ευ ακολουθεί μακρόχρονο φωνήεν: εὐημερῶ (< εὐήμερος) εὐημέρουν ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 107
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Ανώμαλη αύξηση α. Απλά ρήματα 1. Τα ρήματα βούλομαι, δύναμαι και μέλλω παίρνουν άλλοτε κανονική αύξηση, συλλαβική, και άλλοτε ανώμαλη αύξηση, χρονική, από αναλογία προς το ἐθέλω / θέλω (στους αττικούς πεζογράφους στο ρήμα ἐθέλω / θέλω απαντούν μόνο οι τύποι με χρονική αύξηση (ἤθελον, ἠθέλησα, ἠθέληκα, ἠθελήκειν): ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ βούλομαι ἐβουλόμην ἠβουλόμην ἐβουλήθην ἠβουλήθην δύναμαι ἐδυνάμην ἠδυνάμην ἐδυνάμην / ἐδυνήθην ἠδυνάμην / ἠδυνήθην μέλλω ἔμελλον ἤμελλον ἐμέλλησα 2. Τα ρήματα κατάγνυμι (= σπάζω, συντρίβω), ὠνοῦμαι (= αγοράζω) και ὠθῶ (= σπρώχνω, απομακρύνω) έχουν συλλαβική αύξηση αντί για χρονική, αν και αρχίζουν από φωνήεν, γιατί σε παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας άρχιζαν από F (δίγαμμα): ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ κατάγνυμι κατέαξα ὠθῶ ἐώθουν ἔωσα ὠνοῦμαι ἐωνούμην ἐωνήθην 3. Το ρήμα ἑορτάζω στον παρατατικό και στον αόριστο έχει την αύξηση στη δεύτερη συλλαβή με αντιμεταχώρηση: ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ἑορτάζω ἑώρταζον (< ἡόρταζον) ἑώρτασα (< ἡόρτασα) ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 108
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 4. Τα ρήματα ἐθίζω, ἑλίττω (= τυλίγω), ἕλκω, ἕπομαι, περιέπω (= ασχολούμαι με κάτι), ἐργάζομαι, ἔρπω (= σέρνομαι με την κοιλιά), ἑστιῶ (= φιλοξενώ), ἔχω, ἐῷ (= αφήνω) εκτείνουν το αρχικό τους ε σε ει και όχι σε η! (η φαινομενικά αυτή ανώμαλη αύξηση οφείλεται στο ότι τα ρήματα αυτά σε παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας άρχιζαν από σ, F και σf (*σέχω > ἔχω, *Fεργάζομαι > ἐργάζομαι, *σfεθίζω > ἐθίζω) : ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ἐθίζω εἴθιζον εἴθισα ἑλίττω εἵλιξα ἕλκω εἷλκον εἵλκυσα ἕπομαι εἱπόμην περιέπω περιεῖπον ἐργάζομαι εἰργαζόμην ἠργαζόμην εἰργασάμην/ ἠργασάμην εἰργάσθην/ ἠργάσθην ἕρπω (εἷρπον) (εἶρψα) (εἵρπυσα) ἑστιῶ εἱστίων εἱστίασα ἔχω εἶχον ἐῶ εἴων εἴασα 5. Τα ρήματα: ἀνοίγω (σε όλους τους παραγόμενους χρόνους), ἁλίσκομαι (στον αόριστο) και ὁρῶ (στον παρατατικό) λαμβάνουν και συλλαβική και χρονική αύξηση! (η φαινομενικά αυτή ανώμαλη αύξηση οφείλεται στο ότι τα ρήματα αυτά σε παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας άρχιζαν από F και οι προαναφερόμενοι χρόνοι λάμβαναν την ισχυρότερη συλλαβική αύξηση η! κατόπιν συνέβη αποβολή του F μεταξύ των δύο φωνηέντων και αντιμεταχώρηση αυτών: *ἠfόραον > ἑώρων, η δασεία από αναλογία προς τον ενεστώτα ὁρῶ) : ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ἀνοίγω ἀνέῳγον ἀνέῳξα ἁλίσκομαι ἑάλων ὁρῶ ἑώρων ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 109
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα β. Σύνθετα και παρασύνθετα ρήματα 1. Λαμβάνουν εξωτερική αύξηση αντί για εσωτερική, σαν να ήταν απλά, τα ρήματα: ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ἀμφιέννυμι ἠμφιέννυν ἠμφίεσα ἐγγυῶ ἠγγύων ἠγγύησα ἐμπεδῶ ἠμπέδουν ἠμπέδωσα ἐμπολῶ (= εμπορεύομαι) (ἠμπόλων) ἠμπόλησα / ἐνεπόλησα ἐναντιοῦμαι ἠναντιούμην ἠναντιώθην ἐπείγω ἤπειγον ἐπίσταμαι ἠπιστάμην ἠπιστήθην καθέζομαι ἐκαθεζόμην προοιμιάζομαι (= προλογίζω) (ἐπροοιμοιαζόμην) ἐπροοιμιασάμην 2. Λαμβάνουν άλλοτε εξωτερική αύξηση, σαν να ήταν απλά, και άλλοτε εσωτερική τα ρήματα: ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ἐκκλησιάζω ἐξεκκλησίαζον ἠκκλησίαζον ἐξεκκλησίασα ἠκκλησίασα καθίζω ἐκάθιζον ἐκάθισα / καθῖσα καθεύδω ἐκάθευδον καθηῦδον κάθημαι ἐκαθήμην / καθήμην (χωρίς αύξηση) 3. Λαμβάνουν ταυτόχρονα δύο αυξήσεις, εσωτερική και εξωτερική, τα ρήματα: ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ἀμφισβητῶ ἠμφεσβήτουν ἠμφεσβήτησα ἀμφιγνοῶ ἠμφεγνόουν ἠμφεγνόησα ἀμπέχομαι ἠμπειχόμην ἀνέχομαι ἠνειχόμην ἠνεσχόμην ἀντιβολῶ (= ικετεύω) ἠντεβόλουν ἠντεβόλησα ἀντιδικῶ ἠντεδίκουν ἠντεδίκησα ἐνοχλῶ ἠνώχλουν ἠνώχλησα ἐπανορθῶ ἐπηνώρθουν ἐπηνώρθωσα παροινῶ (= είμαι μεθυσμένος και φέρομαι άπρεπα) ἐπαρῴνουν ἐπαρῴνησα ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 110
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Ο ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ Ο αναδιπλασιασμός τίθεται στους συντελικούς χρόνους (τον παρακείμενο, τον υπερσυντέλικο και το συντελεσμένο μέλλοντα) για να δηλωθεί το τετελεσμένο μιας πράξης. Ο αναδιπλασιασμός τίθεται στην αρχή του θέματος σε όλες τις εγκλίσεις, στο απαρέμφατο και στη μετοχή και λαμβάνει τρεις μορφές ανάλογα με την αρχή του θέματος των ρημάτων: Α. Επανάληψη του αρχικού συμφώνου του θέματος με ένα ε ύστερα από το σύμφωνο αυτό. Αυτής της μορφής αναδιπλασιασμό λαμβάνουν τα ρήματα που αρχίζουν: 1. Από οποιοδήποτε σύμφωνο απλό εκτός από το ρ. ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ παιδεύω πεπαίδευκα ἐπεπαιδεύκειν λείπω λέλοιπα ἐλελοίπειν 2. Από δύο σύμφωνα από τα οποία το πρώτο να είναι άφωνο (κ, γ, χ π, β, φ τ, δ, θ) και το δεύτερο υγρό (λ, ρ) ή ένρινο (μ, ν). ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ πλέω πέπλευκα ἐπεπλεύκειν γράφω γέγραφα ἐγεγράφειν πνέω πέπνευκα ἐπεπνεύκειν ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 111
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Β. Συλλαβική αύξηση (πρόσληψη ενός ε στην αρχή του θέματος). Αυτής της μορφής α ναδιπλασιασμό λαμβάνουν τα ρήματα που αρχίζουν: 1. Από διπλό σύμφωνο (ξ, ψ, ζ) ή από ρ. ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ξενοῦμαι ἐξένωμαι ἐξενώμην ψεύδομαι ἔψευσμαι ἐψεύσμην ζητῶ ἐζήτηκα ἐζητήκειν ῥίπτω ἕρριφα 2. Από δύο σύμφωνα από τα οποία το πρώτο να μην είναι άφωνο και το δεύτερο υγρό ή ένρινο. ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ φθείρω ἔφθαρκα ἐφθάρκειν σπουδάζω ἐσπούδακα ἐσπουδάκειν φθάνω ἔφθακα ἐφθάκειν 3. Από τρία σύμφωνα. ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ στρέφω ἔστροφα ἐστρόφειν στρατεύω ἐστράτευκα ἐστρατεύκειν Γ. Χρονική αύξηση (έκταση του αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος του θέματος σε μακρόχρονο). Αυτής της μορφής αναδιπλασιασμό λαμβάνουν τα ρήματα που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο. ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ἀγαπῶ ἠγάπηκα ἠγαπήκειν ἐλπίζω ἤλπικα ἠλπίκειν ὁμολογῶ ὡμολόγηκα ὡμολογήκειν αἰτῶ ᾔτηκα ᾐτήκειν ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 112
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Ο ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΣΤΑ ΣΥΝΘΕΤΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΑΡΑΣΥΝΘΕΤΑ ΡΗΜΑΤΑ 1. Τα σύνθετα ρήματα (όσα παράγονται από απλές λέξεις) και τα παρασύνθετα (όσα παράγονται από σύνθετες λέξεις) που έχουν πρόθεση ως πρώτο συνθετικό, λαμβάνουν τον α ναδιπλασιασμό, όπως και την αύξηση (συλλαβική ή χρονική), ύστερα από την πρόθεση. Σύνθετα ρήματα με α συνθετικό πρόθεση Ενεστώτας Παρακείμενος Υπερσυντέλικος ἐπιτρέπω κατοικῶ ἐπιτέτροφα κατῴκηκα ἐπετετρόφειν κατῳκήκειν Παρασύνθετα ρήματα με α συνθετικό πρόθεση Ενεστώτας Παρακείμενος Υπερσυντέλικος παρανομῶ (> παράνομος) ἐγκωμιάζω (> ἐγκώμιον) παρανενόμηκα ἐγκεκωμίακα παρενενομήκειν 2. Τα παρασύνθετα ρήματα που έχουν ως πρώτο συνθετικό άλλη λέξη και όχι πρόθεση, λαμβάνουν τον αναδιπλασιασμό, όπως και την αύξηση, στην αρχή, όπως τα απλά: ἀδικῶ (> ἄδικος) ἠδίκηκα ἠδικήκειν ἐναντιοῦμαι (> ἐνάντιος) ἠναντίωμαι ἠναντιώμην οἰκοδομῶ (> οἰκοδόμος) ᾠκοδόμηκα ᾠκοδομήκειν 3. Τα παρασύνθετα ρήματα που έχουν ως πρώτο συνθετικό το επίρρημα ευå (= καλώς) ως αναδιπλασιασμό: λαμβάνουν εξωτερική αύξηση ηὐ ή παραμένουν αναύξητα, αν μετά το ευ ακολουθεί σύμφωνο: εὐδοκιμῶ (< εὐδόκιμος) ηὐδοκίμηκα / εὐδοκίμηκα λαμβάνουν εσωτερική αύξηση ή παραμένουν αναύξητα, αν μετά το εὐ ακολουθεί φωνήεν βραχύ: εὐεργετῶ (< εὐεργέτης) εὐηργέτηκα / εὐεργέτηκα παραμένουν αναύξητα, αν μετά το εὐ ακολουθεί μακρόχρονο φωνήεν: εὐημερῶ (< εὐήμερος) εὐημέρηκα ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 113
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα ΑΝΩΜΑΛΟΣ ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ 1. Τα ρήματα γιγνώσκω και γνωρίζω, αν και αρχίζουν από δύο σύμφωνα, από τα οποία το πρώτο είναι άφωνο (γ) και το δεύτερο είναι ένρινο (ν), λαμβάνουν ως αναδιπλασιασμό συλλαβική αύξηση, αντίθετα με τον κανόνα: Ενεστώτας Παρακείμενος Υπερσυντέλικος γιγνώσκω γνωρίζω ἔγνωκα ἐγνώρικα ἐγνώκειν ἐγνωρίκειν 2. Τα ρήματα κτῶμαι, μιμνήσκομαι και πίπτω λαμβάνουν ως αναδιπλασιασμό επανάληψη του αρχικού συμφώνου αντί συλλαβικής αύξησης, αντίθετα με τον κανόνα: Ενεστώτας Παρακείμενος Υπερσυντέλικος κτῶμαι μιμνήσκομαι πίπτω κέκτημαι ἔκτημαι μεμνημαι πέπτωκα ἐκεκτήμην ἐμεμνήμην ἐπεπτώκειν 3. Τα ρήματα ἐάω ἐῶ, ἐθίζω, (ἔθω), ἕλκω, ἐργάζομαι, ἑστιῶ λαμβάνουν ως αναδιπλασιασμό έκταση του ε σε ει, όπως συμβαίνει και στην αύξηση: Ενεστώτας Παρακείμενος Υπερσυντέλικος ἐάω ἐῶ ἐθίζω (ἔθω) ἕλκω ἐργάζομαι ἑστιῶ εἴακα εἴθικα εἴωθα εἵλκυκα εἴργασμαι εἱστίακα εἰάκειν εἰθίκειν εἰώθειν εἰργάσμην 4. Το ρήμα ἀνοίγω λαμβάνει ως αναδιπλασιασμό μαζί συλλαβική και χρονική αύξηση: Ενεστώτας Παρακείμενος Υπερσυντέλικος ἀνοίγω ἀνέῳχα ἀνεῴχειν ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 114
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 5. Τα ρήματα κατάγνυμι, ὠθῶ, ὠνοῦμαι λαμβάνουν ως αναδιπλασιασμό συλλαβική αύξηση, αν και αρχίζουν από φωνήεν: Ενεστώτας Παρακείμενος Υπερσυντέλικος κατάγνυμι ὠθέω ὠθῶ ὠνοῦμαι κατέαγα ἔωσμαι (Μ.Φ.) ἐώνημαι ἐώσμην (Μ.Φ.) ἐωνήμην 6. Τα ρήματα λαμβάνω, λαγχάνω, λέγω, (συλ)λέγω, διαλέγομαι, (μείρομαι) λαμβάνουν ως αναδιπλασιασμό ει αντί για επανάληψη του αρχικού συμφώνου: Ενεστώτας Παρακείμενος Υπερσυντέλικος λαμβάνω λαγχάνω λέγω (συλ)λέγω διαλέγομαι (μείρομαι) εἴληφα εἴλοχα εἴρηκα συνείλοχα διείλεγμαι εἴμαρται εἰλήφειν εἰλόχειν εἰρήκειν συνειλόχειν διειλέγμην ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 115
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα ΑΤΤΙΚΟΣ ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ Αττικό αναδιπλασιασμό λαμβάνουν μερικά ρήματα που αρχίζουν από ᾰ, ε ή ο. Τα ρήματα αυτά επαναλαμβάνουν τους δύο αρχικούς φθόγγους και ταυτόχρονα εκτείνουν το αρχικό φωνήεν του θέματός τους από βραχύχρονο σε μακρόχρονο. Στον υπερσυντέλικο λαμβάνουν χρονική αύξηση τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από ᾰ ή ο, ενώ σε όσα το θέμα αρχίζει από ε δεν τίθεται χρονική αύξηση. Ο αναδιπλασιασμός αυτός ονομάζεται αττικός, γιατί α παντά κυρίως στην αττική διάλεκτο. Αττικό αναδιπλασιασμό λαμβάνουν συνήθως τα εξής ρήματα: Ενεργητική φωνή Μέση φωνή Ενεστώτας Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Παρακείμενος Υπερσυντέλικος ἀγείρω ἀγήγερκα ἠγηγέρκειν ἀγήγερμαι ἠγηγέρμην ἄγω ἀγήοχα ἀγηόχειν ἀκούω ἀκήκοα ἀκηκόειν / ἠκηκόειν ἀλείφω ἀλήλιφα ἀληλίφειν ἀλήλιμμαι ἀληλίμμην ἐγείρω ἐγρήγορα ἐγρηγόρειν ἐγήγερμαι ἐγηγέρμην ἐλαύνω ἐλήλακα ἐληλάκειν ἐλήλαμαι ἐληλάμην ἐλέγχω ἐλήλεγμαι ἐληλέγμην φέρω ἐνήνοχα ἐνηνόχειν ἐνήνεγμαι ἐνηνέγμην (θ. ἐνεκ) ἔρχομαι ἐλήλυθα ἐληλύθειν (θ. ἐλυθ) ἐσθίω ἐδήδοκα ἐδηδόκειν ἐδήδεσμαι ἐδηδέσμην (θ. ἐδε, ἐδο) ὄλλυμι ὀλώλεκα ὠλωλέκειν ὄλωλα ὀλώλειν ὠλώλειν ὄμνυμι ὀμώμοκα ὠμωμόκειν ὀμώμο(σ)ται ὠμώμο(σ)το ὁράω ὁρῶ ὄπωπα ὀρύττω ὀρώρυχα ὠρωρύχειν ὀρώρυγμαι ὠρωρύγμην ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 116
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Το βοηθητικό ρήμα εἰμὶ (απλό και σύνθετο) Ενεστώτας Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική εἰμὶ εἶ ἐστὶ(ν) ἐσμὲν ἐστὲ εἰσὶ(ν) πάρειμι πάρει πάρεστι(ν) πάρεσμεν πάρεστε πάρεισι(ν) ὦ ᾖς ᾖ ὦμεν ἦτε ὦσι(ν) εἴην εἴης εἴη εἴημεν /εἶμεν εἴητε /εἶτε εἴησαν /εἶεν ἴσθι ἔστω ἔστε ἔστων /ἔστωσαν /ὄντων πάρισθι παρέστω πάρεστε παρέστων /παρέστωσαν /παρόντων Απαρέμφατο: εἶναι : ὢν (ὄντος), οὖσα (οὔσης), ὂν(ὄντος) Παρατατικός Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική ἦ / ἦν ἦσθα ἦν ἦμεν ἦτε / ἦστε ἦσαν Μέλλοντας Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική ἔσομαι ἔσει / ἔσῃ ἔσται ἐσόμεθα ἔσεσθε ἔσονται ἐσοίμην ἔσοιο ἔσοιτο ἐσοίμεθα ἔσοισθε ἔσοιντο Απαρέμφατο: ἔσεσθαι : ἐσόμενος, ἐσομένη, ἐσόμενον Αόριστος β : ἐγενόμην Παρακείμενος: γέγονα Υπερσυντέλικος: ἐγεγόνειν ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 117
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Παρατηρήσεις: 1. Το ρήμα εἰμὶ, όταν είναι σύνθετο, ανεβάζει τον τόνο στην οριστική και στην προστακτική του ενεστώτα όσο το επιτρέπει η λήγουσα: πάρειμι, πάρει, πάρεστι(ν), πάρεσμεν, πάρεστε, πάρεισι(ν): πάρισθι, παρέστω, πάρεστε, παρέστων /παρέστωσαν /παρόντων. Στις υπόλοιπες εγκλίσεις και χρόνους τονίζεται όπου και όπως το απλό. 2. Οι δισύλλαβοι τύποι της οριστικής του ενεστώτα είναι κατά κανόνα εγκλιτικές λέξεις ε κτός αν βρίσκονται στην αρχή πρότασης ή έχουν υπαρκτική σημασία. 3. Το γ ενικό της οριστικής του ενεστώτα τονίζεται στην παραλήγουσα (ἔστι(ν)): στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου, όταν είναι απρόσωπο με τη σημασία: είναι δυνατόν, επιτρέπεται, όταν είναι υπαρκτικό, όταν βρίσκεται μαζί με τις λέξεις: οὐκ, μή, εἰ, ὡς, καί, τοῦτ, ἀλλ, ὅτι, μὲν στις στερεότυπες φράσεις ἔστιν ὅς, ἔστιν ὅστις, ἔστιν ὅπως, κ.λπ., όταν εκθλίβεται το τελικό ι: ἔστ 4. Τα συνηθέστερα σύνθετα του εἰμὶ με τις βασικές τους σημασίες είναι: ἄπειμι: απουσιάζω, δεν υπάρχω δίειμι: υπάρχω για πάντα ἔνειμι: ενυπάρχω: ἔνεστι /ἔνι: είναι δυνατό ἔξεστι: είναι δυνατό, επιτρέπεται ἔπειμι: είμαι επάνω, είμαι επικεφαλής, υποστηρίζω ἐπιπάρειμι: είμαι και εγώ παρών, είμαι και εγώ κοντά, παρουσιάζομαι και εγώ μέτειμι: είμαι μεταξύ, μετέχω, έχω αξιώσεις: μέτεστί μοί τινος /μετά μοί τινος: μετέχω σε κάτι πάρειμι: είμαι παρών, βοηθώ, φθάνω, είμαι έτοιμος, πάρεστί /πάρα τινι: είναι στην εξουσία κάποιου να, επιτρέπεται, εξαρτάται από κάποιον να περίειμι: είμαι ολόγυρα, υπερέχω, περισσεύω, ακολουθώ πρόσειμι: προστίθεμαι συμπάρειμι: συμπαρευρίσκομαι, βοηθώ, είμαι και εγώ παρών σύνειμι: συναναστρέφομαι, είμαι μαζί με κάποιον, συχνάζω, ευνοώ: οἱ συνόντες: οι μαθητές ὕπειμι: είμαι από κάτω, ενεδρεύω, κρύβομαι, υπολείπομαι, υποτάσσομαι ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 118
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 1 η Συζυγία (ω), Βαρύτονα φωνηεντόληκτα: (ρ. παιδεύ ω) Α. Ο σχηματισμός του ενεστώτα και του παρατατικού. Στα φωνηεντόληκτα βαρύτονα ρήματα το θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού λήγει σε ι ή υ (ῐ, ῑ, ῠ, ῡ, αι, ει, οι, αυ, ευ, ου). Παραδείγματα: Χαρακτήρας Ενεστώτας Παρατατικός ῐ ἐσθίω ἤσθιον ῑ χρίω ἔχριον ῠ πτύω ἔπτυον ῡ λύω ἔλυον αι καίω / κάω ἔκαιον ει σείω ἔσειον οι οἴομαι ᾠόμην / ᾤμην αυ θραύω ἔθραυον ευ βουλεύω ἐβούλευον ου ἀκούω ἤκουον Β. Ο σχηματισμός των άλλων χρόνων. Στα φωνηεντόληκτα βαρύτονα ρήματα οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται με τις (ολικές ή φαινομενικές) καταλήξεις: σω, σα, κα, κειν: σομαι, σάμην, θήσομαι, θην, μαι, μην. Στους χρόνους αυτούς ο βραχύχρονος θεματικός χαρακτήρας κατά κανόνα εκτείνεται μπροστά από το σύμφωνο των καταλήξεων (ῐ ῑ, ῠ ῡ). Ενεργητική Φωνή Μέση Φωνή Μέλλοντας σω (παιδεύσω) Μέλλοντας σομαι (παιδεύσομαι) Μέλλ. Παθητ. θήσομαι (παιδευθήσομαι) Αόριστος σα (ἐπαίδευσα) Αόριστος σάμην (ἐπαιδευσάμην) Αόρ. Παθητ. θην (ἐπαιδεύθην) Παρακείμ. κα (πεπαίδευκα) Παρακείμ. μαι (πεπαίδευμαι) Υπερσυντ. κειν (ἐπεπαιδεύκειν) Υπερσυντ. μην (ἐπεπαιδεύμην) Μέλλ. Συντ. πεπαιδευκώς ἔσομαι Μέλλ. Συντ. πεπαιδεύσομαι ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 119
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Παράδειγμα σχηματισμού και κλίσης φωνηεντόληκτου βαρύτονου ρήματος α. Ενεργητική φωνή Ενεστώτας παιδεύω παιδεύεις παιδεύει παιδεύομεν παιδεύετε παιδεύω παιδεύῃς παιδεύῃ παιδεύωμεν παιδεύητε παιδεύοιμι παιδεύοις παιδεύοι παιδεύοιμεν παιδεύοιτε παίδευε παιδευέτω παιδεύετε παιδεύειν παιδεύων παιδεύουσα παιδεῦον παιδεύουσι(ν) παιδεύωσι(ν) παιδεύοιεν παιδευόντων 1 /παιδευέτωσαν Παρατατικός ἐπαίδευον ἐπαίδευες ἐπαίδευε(ν) ἐπαιδεύομεν ἐπαιδεύετε ἐπαίδευον Μέλλοντας παιδεύσω παιδεύσεις παιδεύσει παιδεύσομεν παιδεύσετε παιδεύσουσι(ν) παιδεύσοιμι παιδεύσοις παιδεύσοι παιδεύσοιμεν παιδεύσοιτε παιδεύσοιεν παιδεύσειν παιδεύσων παιδεύσουσα παιδεῦσον 1 Οι τύποι του γ πληθυντικού της προστακτικής σε ντων είναι πιο εύχρηστοι από τους τύπους σε τωσαν. ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 120
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Αόριστος ἐπαίδευσα ἐπαίδευσας ἐπαίδευσε(ν) παιδεύσω παιδεύσῃς παιδεύσῃ παιδεύσαιμι παιδεύσαις /παιδεύσειας 1 παιδεύσαι /παιδεύσειε(ν) παίδευσον παιδευσάτω παιδεῦσαι παιδεύσας παιδεύσασα παιδεῦσαν ἐπαιδεύσαμεν ἐπαιδεύσατε ἐπαίδευσαν παιδεύσωμεν παιδεύσητε παιδεύσωσι(ν) παιδεύσαιμεν παιδεύσαιτε παιδεύσαιεν /παιδεύσειαν παιδεύσατε παιδευσάντων /παιδευσάτωσαν Παρακείμενος πεπαίδευκα πεπαίδευκας πεπαίδευκε(ν) πεπαιδεύκαμεν πεπαιδεύκατε πεπαιδεύκασι(ν) πεπαιδεύκω 2 πεπαιδεύκῃς πεπαιδεύκῃ πεπαιδεύκωμεν πεπαιδεύκητε πεπαιδεύκωσι(ν) πεπαιδεύκοιμι πεπαιδεύκοις πεπαιδεύκοι πεπαιδεύκοιμεν πεπαιδεύκοιτε πεπαιδεύκοιεν πεπαιδευκώς ἴσθι κυῖα κός ἔστω πεπαιδευκότες ἔστε κυῖαι κότα ἔστων /ἔστωσαν /ὄντων πεπαιδευκέναι πεπαιδευκώς πεπαιδευκυῖα πεπαιδευκός 1 Οι τύποι της ευκτικής αορίστου που λήγουν σε ειας, ειε(ν), ειαν λέγονται αιολικοί και είναι πιο εύχρηστοι από τους αντίστοιχους άλλους. 2 Η υποτακτική και η ευκτική του παρακειμένου είναι πιο εύχρηστες με περιφραστικούς τύπους: πεπαιδευκώς κυῖα κός ὦ, ᾖς, ᾖ, πεπαιδευκότες κυῖαι κότα ὦμεν, ἦτε, ὦσι(ν): πεπαιδευκώς κυῖα κός εἴην, εἴης, εἴη, εἴημεν/εἶμεν, εἴητε/εἶτε,εἴησαν/εἶεν, ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 121
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Υπερσυντέλικος ἐπεπαιδεύκειν ἐπεπαιδεύκεις ἐπεπαιδεύκεις ἐπεπαιδεύκε(ι)μεν ἐπεπαιδεύκε(ι)τε ἐπεπαιδεύκε(ι)σαν Συντελεσμένος Μέλλοντας πεπαιδευκώς ἔσομαι πεπαιδευκώς ἔσομαι πεπαιδευκώς κυῖα κός ἔσει / ἔσῃ ἔσται κυῖα κός ἔσοιο ἔσοιτο ἔσεσθαι πεπαιδευκότες ἐσόμεθα κυῖαι κότα ἔσεσθε ἔσονται πεπαιδευκότες ἐσοίμεθα κυῖαι κότα ἔσοισθε ἔσοιντο πεπαιδευκώς ἐσόμενος η ον ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 122
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα β. Μέση φωνή Ενεστώτας παιδεύομαι παιδεύει /ῃ 1 παιδεύεται παιδευόμεθα παιδεύεσθε παιδεύωμαι παιδεύῃ παιδεύηται παιδευώμεθα παιδεύησθε παιδευοίμην παιδεύοιο παιδεύοιτο παιδευοίμεθα παιδεύοισθε παιδεύου παιδευέσθω παιδεύεσθε παιδεύεσθαι παιδευόμενος παιδευομένη παιδευόμενον παιδεύονται παιδεύωνται παιδεύοιντο παιδευέσθων 2 /παιδευέσθωσαν Παρατατικός ἐπαιδευόμην ἐπαιδεύου ἐπαιδεύετο ἐπαιδευόμεθα ἐπαιδεύεσθε ἐπαιδεύοντο Μέλλοντας (μέσης διάθεσης) παιδεύσομαι παιδεύσει /ῃ παιδεύσεται παιδευσόμεθα παιδεύσεσθε παιδεύσονται παιδευσοίμην παιδεύσοιο παιδεύσοιτο παιδευσοίμεθα παιδεύσοισθε παιδεύσοιντο παιδεύσεσθαι παιδευσόμενος παιδευσομένη παιδευσόμενον 1 Οι τύποι του β ενικού προσώπου σε ει είναι νεότεροι από τους τύπους σε ῃ. Σχηματίζεται πάντοτε σε ει το β ενικό πρόσωπο των ρημάτων βούλομαι (βούλει), οἴομαι (οἴει), ὄψομαι (ὄψει). 2 Οι τύποι του γ πληθυντικού της προστακτικής σε σθων είναι πιο εύχρηστοι από τους τύπους σε σθωσαν. ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 123
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Μέλλοντας (παθητικής διάθεσης) παιδευθήσομαι παιδευθήσει /ῃ παιδευθήσεται παιδευθησόμεθα παιδευθήσεσθε παιδευθήσονται παιδευθησοίμην παιδευθήσοιο παιδευθήσοιτο παιδευθησοίμεθα παιδευθήσοισθε παιδευθήσοιντο παιδευθήσεσθαι παιδευθησόμενος παιδευθησομένη παιδευθησόμενον Αόριστος (μέσης διάθεσης) ἐπαιδευσάμην ἐπαιδεύσω ἐπαιδεύσατο ἐπαιδευσάμεθα ἐπαιδεύσασθε ἐπαιδεύσαντο παιδεύσωμαι παιδεύσῃ παιδεύσηται παιδευσώμεθα παιδεύσησθε παιδεύσωνται παιδευσαίμην παιδεύσαιο παιδεύσαιτο παιδευσαίμεθα παιδεύσαισθε παιδεύσαιντο παίδευσαι παιδευσάσθω παιδεύσασθε παιδευσάσθων / παιδευσάσθωσαν παιδεύσασθαι παιδευσάμενος παιδευσαμένη παιδευσάμενον Αόριστος (παθητικής διάθεσης) ἐπαιδεύθην ἐπαιδεύθης ἐπαιδεύθη ἐπαιδεύθημεν ἐπαιδεύθητε ἐπαιδεύθησαν παιδευθῶ παιδευθῇς παιδευθῇ παιδευθῶμεν παιδευθῆτε παιδευθῶσι(ν) παιδευθείην παιδευθείης παιδευθείη παιδευθείημεν /παιδευθεῖμεν 1 παιδευθείητε /παιδευθεῖτε παιδευθείησαν /παιδευθεῖεν παιδεύθητι παιδευθήτω παιδεύθητε παιδευθέντων /παιδευθήτωσαν παιδευθῆναι παιδευθεὶς παιδευθεῖσα παιδευθὲν 1 Οι τύποι σε θεῖμεν, θεῖτε, θεῖεν είναι πιο εύχρηστοι από τους τύπους σε θείημεν, θείητε, θείησαν. ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 124
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Παρακείμενος πεπαίδευμαι πεπαιδευμένος ὦ πεπαιδευμένος εἴην πεπαιδεῦσθαι πεπαίδευσαι πεπαίδευται η ον ᾖς ᾖ η ον εἴης εἴη πεπαίδευσο πεπαιδεύσθω πεπαιδευμένος πεπαιδεύμεθα πεπαιδευμένοι ὦμεν πεπαιδευμένοι εἴημεν πεπαιδευμένη αι α αι α /εἶμεν πεπαιδευμένον πεπαιδεύσθε πεπαίδευνται ἦτε ὦσι(ν) εἴητε /εἶτε εἴησαν /εἶεν πεπαίδευσθε πεπαιδεύσθων πεπαιδεύσθωσαν Υπερσυντέλικος ἐπεπαιδεύμην ἐπεπαίδευσο ἐπεπαίδευτο ἐπεπαιδεύμεθα ἐπεπαίδευσθε ἐπεπαίδευντο Συντελεσμένος Μέλλοντας Οριστική Ευκτική πεπαιδεύσομαι πεπαιδεύ σει /ῃ πεπαιδεύσεται πεπαιδευσόμεθα πεπαιδεύσεσθε πεπαιδεύσονται πεπαιδευσοίμην πεπαιδεύ σοιο πεπαιδεύσοιτο πεπαιδευσοίμεθα πεπαιδεύσοισθε πεπαιδεύσοιντο Απαρέμφατο πεπαιδεύσεσθαι πεπαιδευσόμενος πεπαιδευσομένη πεπαιδευσόμενον ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 125
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 1 η Συζυγία (ω): Βαρύτονα συμφωνόληκτα (αφωνόληκτα): Α. Ο σχηματισμός του ενεστώτα και του παρατατικού. Ουρανικόληκτα Αμετάβλητο ρηματικό θέμα κ γ χκ γ + j > ττ ( σσ) 1 χ διώκ ω, ἐδίωκ ον ἄγ ω, ἦγον ἄρχ ω, ἦρχον Μετασχηματιζόμενο ρηματικό θέμα φυλάκjω > φυλάττω, ἐφύλαττον ἀλλάγjω > ἀλλάττω, ἤλλαττον ταράχjω > ταράττω, ἐτάραττον π β φ π β φ + τ > πτ Χειλικόληκτα Αμετάβλητο ρηματικό θέμα βλέπ ω, ἤβλεπον ἀμείβ ω, ἤμειβον ἀλείφ ω, ἤ λειφον Μετασχηματιζόμενο ρηματικό θέμα κόπτω > κόπτω, ἔκοπτον βλάβτω > βλάπτω, ἔβλαπτον κρύφτω > κρύπτω, ἔκρυπτον Οδοντικόληκτα Αμετάβλητο ρηματικό θέμα τ δ θτ, θ + j > ττ ( σσ) 2 δ + j > ζ πίπτ ω, ἔπιπτον ᾄδ ω, ᾖδον πείθ ω, ἔπειθον Μετασχηματιζόμενο ρηματικό θέμα πυρέτjω > πυρέττω, πλάθjω > πλάττω ἐλπίδjω > ἐλπίζω 1 γ + j > ζ (για όσα δηλώνουν ήχο): κραγjω > κράζω! ἱκνέομαι > ἱκνέομαι ἱκνοῦμαι, δάκνω > δάκνω, λάχ: λανχάνω > λαγχάνω > λαγχάνω (κατά τον ίδιο τρόπο με την προσθήκη του προσφύματος αν και άλλα, όπως: λαβ: λανβάνω > λαμβάνω, μαθ: μανθάνω > μανθάνω, κ.λπ.) 2 πλάθjω > πλάθω ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 126
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Β. Ο σχηματισμός των άλλων χρόνων. Ενεργητική Φωνή Ουρανικόληκτα Χειλικόληκτα Οδοντικόληκτα Μέλλοντας ξω (τάξω) ψω (τρέψω) σω / ιῶ (πείσω, κομιῶ) Αόριστος ξα (ἔταξα) ψα (ἔτρεψα) σα (ἔπεισα) Παρακείμ. χα (τέταχα) φα (τέτροφα) κα (πέπεικα) Υπερσυντ. χειν (ἐτετάχειν φειν (ἐτετρόφειν κειν (ἐπεπείκειν Μέση Φωνή Μέλλοντας ξομαι (τάξομαι) ψομαι (τρέψομαι) σομαι (πείσομαι) ιοῦμαι (κομιοῦμαι) Μέλλοντας Παθητ. χθήσομαι (ταχθήσομαι) φθήσομαι (τρεφθήσομαι) σθήσομαι (πεισθήσομαι) Αόριστος ξάμην (ἐταξάμην) ψάμην (ἐτρεψάμην) σάμην (ἐπεισάμην) Αόριστος χθην (ἐτάχθην) φθην (ἐτρέφθην) σθην (ἐπείσθην) Παθητ. Παρακείμ. γμαι (τέταγμαι) μμαι (τέτραμμαι) σμαι (πέπεισμαι) Υπερσυντ. γμην (ἐτετάγμην μμην (ἐτετράμμην σμην (ἐπεπείσμην ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 127
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα α. Στο μέλλοντα και τον αόριστο ενεργητικής και μέσης φωνής ο ρηματικός χαρακτήρας των αφωνόληκτων ρημάτων μπροστά από το χρονικό χαρακτήρα σ και το χρονικό πρόσφυμα των παθητικών χρόνων θη (θε) υφίσταται κανονικές μεταβολές: 1. Ουρανικόληκτα: κ, γ, χ + σ > ξ / κ, γ + θ > χθ 2. Χειλικόληκτα: π, β, φ + σ > ψ / π, β + θ > φθ 3. Οδοντικόληκτα: τ, δ, θ + σ > σ (το οδοντικό αποβάλλεται) / τ, δ, θ + θ > σθ Τα υπερδισύλλαβα οδοντικόληκτα ρήματα σε ίζω με ρηματικό χαρακτήρα δ (π.χ. κομίζω, θ. κομιδ) σχηματίζουν τον μέλλοντα ενεργητικής και μέσης φωνής χωρίς το χρονικό χαρακτήρα σ σε ιῶ (κομιῶ) και ιοῦμαι (κομιοῦμαι) αντίστοιχα. Οι μέλλοντες αυτοί κλίνονται κατά τον ενεστώτα των συνηρημένων σε έω ρημάτων. β. Ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος ενεργητικής φωνής στα ουρανικόληκτα και τα χειλικόληκτα σχηματίζεται χωρίς το χρονικό χαρακτήρα κ αλλά μόνο με το ρηματικό θέμα (κ, γ, χ, /π, β, φ), το οποίο αν είναι ψιλόπνοο ή μέσο τρέπεται στο αντίστοιχο δασύπνοο (π, β > φ / κ, γ > χ), ενώ στα οδοντικόληκτα με το χρονικό χαρακτήρα κ αλλά με αποβολή του οδοντικού μπροστά απ αυτόν (κεκόμιδκα > κεκόμικα) Όσα αφωνόληκτα ρήματα με μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα έχουν πριν από το ρηματικό χαρακτήρα του θέματος ε (π.χ. τρέπω) τρέπουν κατά κανόνα στον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο το ε σε ο (τέτροφα) στην ενεργητική φωνή και σε ᾰ (τέτραμμαι) στη μέση φωνή (αλλά πέμπω πέπεμμαι, κλέπτω κέκλεμμαι). γ. Ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος μέσης φωνής στα ουρανικόληκτα, χειλικόληκτα και οδοντικόληκτα σχηματίζεται κανονικά με τις συνήθεις καταλήξεις, αλλά κατά το σχηματισμό των τύπων συμβαίνουν τα κανονικά πάθη του χρονικού χαρακτήρα εμπρός από τις καταλήξεις: δ. Στα ρήματα ἐλέγχομαι, φθέγγομαι, πέμπομαι, κάμπτομαι διατηρείται στον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο μέσης φωνής το γ και το μ που υπάρχει πριν το ρηματικό χαρακτήρα: ἐλήλεγμαι, ἐλήλεγξαι, ἐλήλεγκται, κ.λπ. ε. Τονισμός: Τα αφωνόληκτα ρήματα έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας βραχύ, εκτός από τα ρήματα: 1. που λήγουν σε ζω και φανερώνουν ήχο, π.χ. κράζω, ἀλαλάζω, 2. πράττω, κηρύττω, φρίττω, 3. θλίβω, κύπτω, πίπτω, ῥίπτω, τρίβω, τα οποία έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας μακρό (π.χ.: πρᾶττον, πεπρᾶχθαι). ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 128
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Παράδειγμα κλίσης του μέσου παρακειμένου και υπερσυντελίκου των αφωνολήκτων ρημάτων Ουρανικόληκτα Οριστική Προστακτική Απαρέμφατο Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Παρακείμενος Παρακείμενος Παρακείμενος τέταγμαι τέταξαι τέτακται τετάγμεθα τέταχθε τεταγμένοι εἰσὶ(ν) ἐτετάγμην ἐτέταξο ἐτέτακτο ἐτετάγμεθα ἐτέταχθε τεταγμένοι ἦσαν τέταξο τετάχθω τέταχθε τετάχθων τετάχθαι τεταγμένος τεταγμένη τεταγμένον Χειλικόληκτα Οριστική Προστακτική Απαρέμφατο Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Παρακείμενος Παρακείμενος Παρακείμενος τέτραμμαι τέτραψαι τέτραπται τετράμμεθα τέτραφθε τετραμμένοι εἰσὶ(ν) ἐτετράμμην ἐτέτραψο ἐτέτραπτο ἐτετράμμεθα ἐτέτραφθε τετραμμένοι ἦσαν τέτραψο τετράφθω τέτραφθε τετράφθων τετράφθαι τετραμμένος τετραμμένη τετραμμένον Οδοντικόληκτα Οριστική Προστακτική Απαρέμφατο Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Παρακείμενος Παρακείμενος Παρακείμενος πέπεισμαι πέπεισαι πέπεισται πεπείσμεθα πέπεισθε πεπεισμένοι εἰσὶ(ν) ἐπεπείσμην ἐπέπεισο ἐπέπειστο ἐπεπείσμεθα ἐπέπεισθε πεπεισμένοι ἦσαν πέπεισο πεπείσθω πέπεισθε πεπείσθων πεπεῖσθαι πεπεισμένος πεπεισμένη πεπεισμένον ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 129
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 1 η Συζυγία (ω): Βαρύτονα συμφωνόληκτα (ενρινόληκτα και υγρόληκτα): Α. Ο σχηματισμός του ενεστώτα και του παρατατικού. Ενρινόληκτα Αμετάβλητο ρηματικό θέμα μ ννέμ ω, ἔ νεμον μέν ω, ἔ μενον Μετασχηματιζόμενο ρηματικό θέμα Ο ενεστώτας και ο παρατατικός σχηματίζονται από το ισχυρό (μακρό) θέμα και οι υπόλοιποι χρόνοι από το ασθενές (βραχύ) θέμα. Ισχυρό θέμα αιν ειν ῑν ῡν Ασθενές θέμα ᾰν εν ῐν ῠνφαίνω, ἔφαινον, φανῶ κτείνω, ἔ κτεινον, κτενῶ κρίνω, ἔκρινον, κρινῶ αἰσχύνω, ᾔσχυνον, αἰσχυνῶ Υγρόληκτα Αμετάβλητο ρηματικό θέμα λω ρω ἐθέλω, ἤθελον φέρ ω, ἔφερον Μετασχηματιζόμενο ρηματικό θέμα Ο ενεστώτας και ο παρατατικός σχηματίζονται από το ισχυρό (μακρό) θέμα και οι υπόλοιποι χρόνοι από το ασθενές (βραχύ) θέμα. Ισχυρό θέμα λλ αιρ ειρ ῑρ ῡρ Ασθενές θέμα λ ᾰρ ερ ῐρ ῠρ ἀγγέλλω, ἤγγελλον, ἀγγελῶ καθαίρω, ἐκάθαιρον, καθαρῶ φθείρω, ἔ φθειρον, φθερῶ οἰκτίρω, ᾤκτιρον, οἰκτιρῶ σύρω, ἔσυρον, συρῶ ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 130
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Τα περισσότερα ενρινόληκτα και υγρόληκτα ρήματα σχηματίζουν τον ενεστώτα και τον παρατατικό με την προσθήκη στο ρηματικό θέμα του χρονικού προσφύματος j: αν έχουν χαρακτήρα στο ρηματικό θέμα λ, το πρόσφυμα j αφομοιώνεται προς αυτόν: ἀγγέλ j ω > ἀγγέλλω: αν έχουν χαρακτήρα στο ρηματικό θέμα ν ή ρ και υπάρχει πριν απ αυτόν το φωνήεν ᾰ, το πρόσφυμα j υπερπηδά το χαρακτήρα ν ή ρ και σχηματίζει με το φωνήεν α το δίφθογγο αι: φαν j ω > φαίνω, καθαρ j ω > καθαίρω αν έχουν χαρακτήρα στο ρηματικό θέμα ν ή ρ και υπάρχουν πριν απ αυτόν τα φωνήεντα ε, ῐ, ῠ, το πρόσφυμα j αφομοιώνεται προς αυτόν και το διπλό ν ή ρ απλοποιείται με αναπληρωματική έ κταση του προηγούμενου φωνήεντος (ε > ει, ῐ > ῑ, ῠ > ῡ): κτεν j ω > κτενν ω > κτείνω, φθερ j ω > φθερρ ω > φθείρω κριν j ω > κρινν ω > κρίνω, οἰκτιρ j ω > οἰκτιρρ ω > οἰκτίρω πλυν j ω > πλυννω > πλύνω, συρ jω > συρρω > σύρω Β. Ο σχηματισμός των άλλων χρόνων. Ενεργητική φωνή Ενρινόληκτα Υγρόληκτα μ, ν ν λ ρ Μέλλοντας ῶ (νεμῶ) ῶ (φανῶ) ῶ (ἀγγελῶ) ῶ (ἀρῶ) Αόριστος α (ἔνειμα) α (ἔφηνα) α (ἤγγειλα) α (ἦρα) Παρακείμ. ηκα (νενέμηκα) γκα (πέφαγκα) λκα (ἤγγελκα) ρκα (ἦρκα) Υπερσυντ. ήκειν (ἐνενεμήκειν) γκειν (ἐπεφάγκειν) λκειν (ἠγγέλκειν) ρκειν (ἤρκειν) Μέση Φωνή Μέλλοντας οῦμαι (νεμοῦμαι) οῦμαι (ἀγγελοῦμαι) Μέλλ. Παθητ. θήσομαι (νεμηθήσομαι) θήσομαι (ἀγγελθήσομαι) Αόριστος άμην (ἐνειμάμην) άμην (ἠγγειλάμην) Αόρ. Παθητ. θην (ἐνεμήθην) θην (ἠγγέλθην) Παρακείμ. Υπερσυντ. ημαι (νενέμημαι) μμαι (ὤξυμμαι) σμαι (πέφασμαι) ήμην (ἐνενεμήμην μμην (ὠξύμμην) σμην (ἐπεφάσμην λμαι (ἤγγελμαι) ρμαι (ἦρμαι) λμην (ἠγγέλμην ρμην (ἤρμην) ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 131
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα α. Ο ενεργητικός και μέσος μέλλοντας σχηματίζεται από το ρηματικό θέμα (π.χ. ἀγγέλ, φαν) χωρίς το χρονικό χαρακτήρα σ (ἀγγελῶ, φανῶ) και κλίνεται κατά τον ενεστώτα των συνηρημένων ρημάτων σε έω. Εξαιρούνται τα: βούλομαι βουλήσομαι, ἐθέλω ἐθελήσω, ἐπιμέλομαι ἐπιμελήσομαι, μέλει μελήσει, ὀφείλω ὀφειλήσω, τα οποία έχουν ένα λ γιατί δε λαμβάνουν το πρόσφυμα j και αναπτύσσουν ένα η ανάμεσα στο θέμα και στην κατάληξη. β. Ο ενεργητικός και μέσος αόριστος α σχηματίζεται με αφομοίηση του χρονικού χαρακτήρα σ με το προηγούμενο ένρινο ή υγρό, με απλοποίηση των δύο όμοιων συμφώνων και αναπληρωματική έκταση του προηγούμενου φωνήεντος: ᾰ > η (ή ᾰ > ᾱ αν προηγείται ε ή ι ή ρ), ε > ει, ῐ > ῑ, ῠ > ῡ. Π.χ.: φαίνω (θ. φαν): ἔφᾰνσα > ἔφᾰννα > ἔφηνα μιαίνω (θ. μιαν): ἐμιᾰνσα > ἐμιᾰννα > ἐμίᾱνα λειαίνω (θ. λεαν): ἐλεᾰνσα > ἐλεᾰννα > ἐλέᾱνα μαραίνω (θ. μαραν): ἐμαρᾰνσα > ἐμαρᾰννα > ἐμάρᾱνα ἀγγέλλω (θ. ἀγγέλ): ἤγγελσα > ἤγγελλα > ἤγγειλα κρίνω (θ. κριν): ἔκρῐνσα > ἔκρῐννα > ἔκρῑνα ἀμύνω (θ. ἀμυν): ἤμῠνσα > ἤμῠννα > ἤμῡνα ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 132
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Παράδειγμα κλίσης του ενεργητικού και μέσου αορίστου α των ενρινολήκτων και υγρολήκτων ρημάτων Ενεργητική Φωνή ἤγγειλα ἀγγείλω ἀγγείλαιμι ἀγγεῖλαι ἤγγειλας ἀγγείλῃς ἀγγείλαις / ἄγγειλον ἀγγείλειας ἀγγείλας ἤγγειλε(ν) ἀγγείλῃ ἀγγείλαι / ἀγγείλειε(ν) ἀγγειλάτω ἀγγείλασα ἀγγεῖλαν ἠγγείλαμεν ἠγγείλατε ἤγγειλαν ἀγγείλωμεν ἀγγείλητε ἀγγείλωσι(ν) ἀγγείλαιμεν ἀγγείλαιτε ἀγγείλαιεν / ἀγγείλειαν ἀγγείλατε ἀγγειλάντων / ἀγγειλάτωσαν Μέση Φωνή ἠγγειλάμην ἀγγείλωμαι ἀγγειλαίμην ἀγγείλασθαι ἠγγείλω ἀγγείλῃ ἀγγείλαιο ἄγγειλαι ἠγγείλατο ἠγγειλάμεθα ἠγγείλασθε ἠγγείλαντο ἀγγείληται ἀγγείλωμεθα ἀγγείλησθε ἀγγείλωνται ἀγγείλαιτο ἀγγειλαίμεθα ἀγγείλαισθε ἀγγείλαιντο ἀγγειλάσθω ἀγγείλασθε ἀγγειλάσθων / ἀγγειλάσθωσαν ἀγγειλάμενος ἀγγειλαμένη ἀγγειλάμενον ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 133
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα γ. Ο ενεργητικός παρακείμενος και υπερσυντέλικος σχηματίζεται κανονικά με το χρονικό χαρακτήρα κ (παρακ.: κα, υπερσ.: κειν). Ο θεματικός χαρακτήρας λ και ρ μένει αμετάβλητος εμπρός από το χρονικό χααρκτήρα κ (ἀγγέλλω:, ἤγγελκα, ἠγγέλκειν, αἴρω: ἦρκα, ἤρκειν), ενώ το ν τρέπεται σε γ (φαίνω: θ. φαν: πέφαγκα, ἐπεφάγκειν). Όσα ενρινόληκτα και υγρόληκτα ρήματα με μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα έχουν πριν από το ρηματικό χαρακτήρα του θέματος ε (π.χ. στέλλω) τρέπουν κατά κανόνα στον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο και στις δύο φωνές (και στον παθητικό μέλλοντα και αόριστο) το ε σε ᾰ (ἔσταλκα, ἐστάλκειν, ἔσταλμαι, ἐστάλμην, σταλθήσομαι, ἐστάλην), (αλλά κτείνω ἔκτονα). δ. Ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος μέσης φωνής σχηματίζεται κανονικά με τις συνήθεις καταλήξεις, αλλά κατά το σχηματισμό των τύπων: το ν εμπρός από το μ αφομοιώνεται με αυτό (ν + μ > μμ: ὤξυμμαι) ή τρέπεται σε σ (ν + μ > σμ: πέφασμαι) αἰσχύνομαι ᾔσχυμμαι ὀξύνομαι ὤξυμμαι ἀμβλύνομαι ἤμβλυμμαι ἡδύνομαι ἥδυσμαι λυμαίνομαι λελύμασμαι μιαίνομαι μεμίασμαι περαίνομαι πεπέρασμαι σημαίνομαι σεσήμασμαι τραχύνομαι τετράχυσμαι ὑφαίνομαι ὕφασμαι φαίνομαι πέφασμαι το σ μεταξύ συμφώνων αποβάλλεται (ἤγγελσθε > ἤγγελθε) ε. Στον ενεργητικό και μέσο παρακείμενο και υπερσυντέλικο και στον παθητικό μέλλοντα και αόριστο α στα ρήματα κλίνω, κρίνω, πλύνω και τείνω αποβάλλεται ο ρηματικός χαρακτήρας ν: κλίνω κέκλικα ἐκεκλίκειν κέκλιμαι κλιθήσομαι ἐκλίθην κρίνω κέκρικα κέκριμαι ἐκεκρίμην κριθήσομαι ἐκρίθην πλύνω πέπλυκα ἐπεπλύκειν πέπλυμαι πλυθήσομαι ἐπλύθην τείνω τέτακα τέταμαι ἐτετάμην ταθήσομαι ἐτάθην στ. Προσοχή στο σχηματισμό των χρόνων στα ρήματα βάλλω, κάμνω, τέμνω: βάλλω βέβληκα ἐβεβλήκειν βέβλημαι ἐβεβλήμην βληθήσομαι ἐβλήθην κάμνω κέκμηκα ἐκεκμήκειν τέμνω τέτμηκα ἐτετμήκειν τέτμημαι ἐτετμήμην τμηθήσομαι ἐτμήθην ζ. Τονισμός: Τα ενρινόληκτα και υγρόληκτα ρήματα έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας βραχύ στον παρακείμενο και μακρό στον ενεστώτα και αόριστο α, εκτός από τα ρήματα βάλλω, σφάλλω, κάμνω, τα οποία έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας βραχύ στον ενεστώτα (π.χ. ουδέτ. μτχ. ενεστ. του ρ. βάλλω: βάλλον). ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 134
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Παράδειγμα κλίσης του μέσου παρακειμένου και υπερσυντελίκου των ενρινολήκτων και υγρολήκτων ρημάτων Υγρόληκτα Οριστική Προστακτική Απαρέμφατο Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Παρακείμενος Παρακείμενος Παρακείμενος ἔσταλμαι ἔσταλσαι ἔσταλται ἐστάλμεθα ἔσταλθε ἐσταλμένοι εἰσὶ(ν) ἐστάλμην ἔ σταλσο ἔσταλτο ἐστάλμεθα ἔσταλθε ἐσταλμένοι ἦσαν ἔ σταλσο ἐστάλθω ἔ σταλθε ἐστάλθων ἐστάλθαι ἐ σταλμένος ἐ σταλμένη ἐ σταλμένον Ενρινόληκτα Οριστική Προστακτική Απαρέμφατο Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Παρακείμενος Παρακείμενος Παρακείμενος ὤξυμμαι ὤξυνσαι ὤξυνται ὠξύμμεθα ὤξυν θε ὠξυμμένοι εἰσὶ(ν) ὠξύμμην ὤξυνσο ὤξυν το ὠξύμμεθα ὤξυν θε ὠξυμμένοι ἦσαν ὤξυνσο ὠξύνθω ὤξυν θε ὠξύνθων ὠξύνθαι ὠξυμμένος ὠξυμμένη ὠξυμμένον Οριστική Προστακτική Απαρέμφατο Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Παρακείμενος Παρακείμενος Παρακείμενος πέφασμαι πέφανσαι πέφανται πεφάσμεθα πέφανθε πεφασμένοι εἰσὶ(ν) ἐπεφάσμην ἐπέφανσο ἐπέφαντο ἐπεφάσμεθα ἐπέφανθε πεφασμένοι ἦσαν πέφανσο πεφάνθω πέφανθε πεφάνθων πεφάνθαι πεφασμένος πεφασμένη πεφασμένον ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 135
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Οι δεύτεροι χρόνοι των ρημάτων 1. Ενεργητικός και μέσος αόριστος β Πολλά ρήματα σχηματίζουν τον ενεργητικό και μέσο αόριστο χωρίς το χρονικό χαρακτήρα σ, αλλά μόνο από το ρηματικό θέμα (πάντοτε βραχύ) με τις ολικές καταλήξεις του αντίστοιχου παρατατικού στην οριστική και του αντίστοιχου ενεστώτα στις άλλες εγκλίσεις, στο απαρέμφατο και τη μετοχή. Ο αόριστος αυτός λέγεται (ενεργητικός ή μέσος) αόριστος δεύτερος. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου β ρ. βάλλω (θ. βαλ) Ενεργητική Φωνή ἔβαλον βάλω βάλοιμι βαλεῖν ἔβαλες ἔβαλε(ν) ἐβάλομεν ἐβάλετε ἔβαλον βάλῃς βάλῃ βάλωμεν βάλητε βάλωσι(ν) βάλοις βάλοι βάλοιμεν βάλοιτε βάλοιεν βάλε βαλέτω βάλετε βαλόντων/ βαλέτωσαν βαλών βαλοῦσα βαλόν Μέση Φωνή ἐβαλόμην βάλωμαι βαλοίμην βαλέσθαι ἐβάλου βάλῃ βάλοιο βαλοῦ ἐβάλετο ἐβαλόμεθα ἐβάλεσθε ἐβάλοντο βάληται βαλώμεθα βάλησθε βάλωνται βάλοιτο βαλοίμεθα βάλοισθε βάλοιντο βαλέσθω βάλεσθε βαλέσθων/ βαλέσθωσαν βαλόμενος βαλομένη βαλόμενον ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 136
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Παρατηρήσεις στον αόριστο β Στον ενεργητικό αόριστο β : 1. Το απαρέμφατο και η μετοχή του ενεργητικού αορίστου β των απλών και των σύνθετων ρημάτων τονίζονται στη λήγουσα: λαβεῖν παραλαβεῖν, λαθεῖν διαλαθεῖν λαβών παραλαβών, λαθών διαλαθών 2. Το β ενικό πρόσωπο της προστακτικής τονίζεται στην παραλήγουσα ή στην προπαραλήγουσα (όσο πιο «ψηλά» γίνεται): μάθε, ἄγαγε. Εξαίρεση: Το β ενικό πρόσωπο της προστακτικής των ρημάτων ἔρχομαι, εὑρίσκω, λαμβάνω, λέγω, ὁρῶ, όταν είναι απλό, τονίζεται στη λήγουσα: ἐλθὲ, εὑρὲ, λαβὲ, εἰπὲ, ἰδὲ, όταν όμως τα ρήματα αυτά είναι σύνθετα, ο τόνος αναβιβάζεται στη λήγουσα της πρόθεσης: πρόσειπε, πάρελθε, ἄνευρε, πάριδε, παράλαβε. Οι μονοσύλλαβοι τύποι: σχές (ἔχω), θές (τίθημι), δός (δίδωμι), ἕς (ἵημι) όταν όμως τα ρήματα αυτά είναι σύνθετα, ο τόνος αναβιβάζεται στη λήγουσα της πρόθεσης: παράσχες, κατάθες, παράδος, ἄφες. 3. Προσοχή στην υποτακτική και την ευκτική του αορίστου β του ρήματος ἔχω, όταν είναι απλό και όταν είναι σύνθετο: Υποτακτική: σχῶ, σχῇς, σχῇ, κ.λπ. αλλά παράσχω, παράσχῃς, παράσχῃ Ευκτική: σχοίην, σχοίης, σχοίη, σχοίημεν/σχοῖμεν, σχοίητε/σχοῖτε, σχοίησαν/σχοῖεν. αλλά παράσχοιμι, παράσχοις, παράσχοι, παράσχοιμεν, παράσχοιτε, παράσχοιεν. 4. Τύποι της προστακτικής του αορίστου εἶπον αναπληρώνονται από τους αντίστοιχους του αορίστου α, οπότε η κλίση της προστακτικής με την προσθήκη αυτών των τύπων είναι:, εἰπέ, εἰπάτω,, εἴπατε, εἰπόντων/εἰπάτωσαν. ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 137
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Στο μέσο αόριστο β : 1. Το απαρέμφατο του μέσου αορίστου β των απλών και των συνθέτων ρημάτων τονίζεται στην παραλήγουσα: γενέσθαι παραγενέσθαι, λαβέσθαι παραλαβέσθαι 2. Το β ενικό πρόσωπο της προστακτικής του μέσου αορίστου β των απλών και των σύνθετων ρημάτων τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη: σχοῦ προσσχοῦ, γενοῦ παραγενοῦ, λαβοῦ καταλαβοῦ Εξαίρεση: Τονίζεται στην παραλήγουσα μόνον όταν είναι μονοσύλλαβο και σύνθετο με δισύλλαβη πρόθεση (που δεν έχει πάθει έκθλιψη): παρεσχόμην: παράσχου ἐφεσπόμην: ἐπίσπου. ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 138
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Ρήματα με ενεργητικό και μέσο αόριστο β 1 ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ἄγω ἤγαγον ἀγάγω ἄγαγε ἄγομαι ἠγαγόμην ἀγάγωμαι ἀγαγοῡ αἱρῶ εἷλον ἕλω ἕλε αἱροῡμαι εἱλόμην ἕλωμαι ἑλοῦ αἰσθάνομαι ᾐσθόμην αἴσθωμαι αἰσθοῡ ἁμαρτάνω ἥμαρτον ἁμάρτω ἀνέχομαι ἠνεσχόμην ἀνάσχωμαι ἀνάσχου ἀπαγορεύω ἀπεῑπον ἀπείπω ἄπειπε ἀπεχθάνομαι ἀπηχθόμην ἀπέχθωμαι ἀπεχθοῡ ἀπόλλυμαι ἀπωλόμην ἀπόλωμαι ἀπολοῡ ἀφικνοῡμαι ἀφικόμην ἀφίκωμαι ἀφικοῡ βάλλω ἔβαλον βάλω βάλε βάλλομαι ἐβαλόμην βάλωμαι βαλοῡ γίγνομαι ἐγενόμην γένωμαι γενοῡ δάκνω ἔδακον δάκω δάκε ἐγείρομαι ἠγρόμην ἔγρωμαι ἐγροῡ ἕπομαι ἐσπόμην (ἐπί)σπωμαι (ἐπί)σπου ἔρχομαι ἦλθον ἔλθω ἐλθέ ἐρωτῶ ἠρόμην ἔρωμαι ἐροῡ ἐσθίω ἔφαγον φάγω φάγε εὑρίσκω εὗρον / ηὗρον εὕρω εὑρὲ εὑρίσκομαι εὑρόμην / ηὑρόμην εὕρωμαι εὑροῡ ἔχω ἔσχον σχῶ σχὲς ἔχομαι ἐσχόμην σχῶμαι σχοῡ θνῄσκω ἔθανον θάνω κάμνω ἔκαμον κάμω κάμε 1 Τα συνηθέστερα στους αττικούς πεζούς συγγραφείς. Δίνεται ως παράδειγμα ο σχηματισμός της υποτακτικής και της προστακτικής. ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 139
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ κράζω ἔκραγον κράγω κράγε λαγχάνω ἔλαχον λάχω λάχε λαμβάνω ἔλαβον λάβω λαβέ λαμβάνομαι ἐλαβόμην λάβωμαι λαβοῡ λανθάνω ἔλαθον λάθω λάθε λανθάνομαι ἐλαθόμην λάθωμαι λαθοῡ λέγω εἶπον εἴπω εἰπέ λείπω ἔλιπον λίπω λίπε λείπομαι ἐλιπόμην λίπωμαι λιποῡ μανθάνω ἔμαθον μάθω μάθε ὁρῶ εἶδον ἴδω ἰδὲ ὁρῶμαι εἰδόμην ἴδωμαι ἰδοῦ ὀφείλω ὤφελον ὀφέλω ὄφελε ὀφλισκάνω ὦφλον ὄφλω πάσχω ἔπαθον πάθω πάθε πείθομαι ἐπιθόμην πίθωμαι πιθοῡ πίνω ἔπιον πίω πίε / πίθι πίπτω ἔπεσον πέσω πέσε πυνθάνομαι ἐπυθόμην πύθωμαι πυθοῡ τέμνω ἔτεμον τέμω τέμε τέμνομαι ἐτεμόμην τέμωμαι τεμοῡ τίκτω ἔτεκον τέκω τέκε τρέπομαι ἐτραπόμην τράπωμαι τραποῡ τρέχω / θέω ἔδραμον δράμω δράμε τυγχάνω ἔτυχον τύχω τύχε ὑπισχνοῦμαι ὑπεσχόμην ὑπόσχωμαι ὑπόσχου φέρω ἤνεγκον ἐνέγκω ἔνεγκε φεύγω ἔφυγον φύγω φύγε ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 140
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα 2. Παθητικός μέλλοντας και αόριστος β Μερικά ρήματα σχηματίζουν τον παθητικό μέλλοντα και τον παθητικό αόριστο με το χρονικό πρόσφυμα η και ε αντί θη και θε, δηλαδή χωρίς το σύμφωνο θ. Ο παθητικός μέλλοντας και ο παθητικός αόριστος που σχηματίζονται με τον τρόπο αυτό λέγονται παθητικός μέλλοντας β και παθητικός αόριστος β. Παράδειγμα σχηματισμού παθητικού μέλλοντα β' και παθητικού αορίστου β' ρ. γράφω Μέλλοντας γραφήσομαι γραφήσει /ῃ γραφήσεται γραφησόμεθα γραφήσεσθε γραφήσονται γραφησοίμην γραφήσοιο γραφήσοιτο γραφησοίμεθα γραφήσοισθε γραφήσοιντο Αόριστος γραφήσεσθαι γραφησόμενος γραφησομένη γραφησόμενον ἐγράφην γραφῶ γραφείην γραφῆναι ἐγράφης γραφῇς γραφείης γράφηθι ἐγράφη γραφῇ γραφείη γραφήτω γραφεὶς ἐγράφημεν γραφῶμεν γραφείημεν γραφεῖσα /γραφεῖμεν 1 γραφὲν ἐγράφητε γραφῆτε γραφείητε γράφητε /γραφεῖτε ἐγράφησαν γραφῶσι(ν) γραφείησαν γραφέντων /γραφεῖεν /γραφήτωσαν 1 Οι τύποι σε εῖμεν, εῖτε, εῖεν είναι πιο εύχρηστοι από τους τύπους σε είημεν, είητε, είησαν. ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 141
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Παρατηρήσεις στον παθητικό μέλλοντα και αόριστο β 1. Όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν ε τρέπουν το ε στους δεύτερους παθητικούς χρόνους σε ᾰ. Εξαιρούνται τα σύνθετα του ρήματος λέγω (=συλλέγω). Ρηματικό θέμα Μέλλοντας β Αόριστος β στρεφ στρᾰφήσομαι ἐστράφην τρεφ τρᾰφήσομαι ἐτράφην συλλέγω συλλεγήσομαι συνελέγην 2. Όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν η τρέπουν το η στους δεύτερους παθητικούς χρόνους σε ᾰ. Εξαιρείται το απλό ρήμα πλήττω. Ρηματικό θέμα Μέλλοντας β Αόριστος β σηπ σᾰπήσομαι ἐσάπην τηκ τᾰκήσομαι ἐτάκην πληγ πληγήσομαι ἐπλήγην ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 142
Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Το Ρήμα Ρήματα με παθητικό μέλλοντα και αόριστο β 1 ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΘΗΤ. ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ Β ΠΑΘΗΤ. ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β ἀλλάττομαι ἀλλαγήσομαι ἠλλάγην βλάπτομαι βλαβήσομαι ἐβλάβην γράφομαι γραφήσομαι ἐγράφην δέρομαι ἐδάρην ἐρωτῶ ἐρήσομαι θάπτομαι ταφήσομαι ἐτάφην κατάγνυμαι κλέπτομαι κατεάγην ἐκλάπην κλίνομαι κλινήσομαι ἐκλίνην κόπτομαι κοπήσομαι ἐκόπην μαίνομαι μείγνυμαι ἐμάνην ἐμίγην πήγνυμαι παγήσομαι ἐπάγην πλέκομαι πλήττομαι πλήττομαι πληγήσομαι πλαγήσομαι ἐπλάκην ἐπλήγην ἐπλάγην ῥήγνυμαι [ῥαγήσομαι] ἐρράγην ῥίπτομαι ἐρρίφην 1 Τα συνηθέστερα στους αττικούς πεζούς συγγραφείς. ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ 143