του Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν Για πρώτη φορά στην ιστορική περίοδο που ακολούθησε τον εμφύλιο πόλεμο, το αστικό κράτος αναγκάστηκε, μετά το 1974, να αναθεωρήσει τη λειτουργία του που μέχρι τότε επιδίωκε την πλήρη ατομικοποίηση και απουσία από την πολιτική σκηνή της εργατικής τάξης. Τώρα το κράτος αντιμετωπίζει σαν κεντρικό ζήτημα την πολιτική ενσωμάτωση της εργατικής τάξης με απαραίτητο παράγοντα τη ανάπτυξη μαζικών ρεφορμιστικών κομμάτων. Το πέρασμα του αστικού κράτους από τη βίαιη «κατάργηση» του εργατικού κινήματος, στη διαχείριση μιας πολιτικής ταξικής αντιπαράθεσης (και όλων των αλλαγών που έχει φέρει στις ταξικές πολιτικές σχέσεις), και στην ενσωμάτωση στο νέο πλαίσιο των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι πράγματι το κεντρικό χαρακτηριστικό της περιόδου που κατέληξε στην εγκαθίδρυση της πασοκικής κυβέρνησης. Μ' αυτή την έννοια η αλλαγή κυβερνώντος κόμματος δεν πρέπει να εξετασθεί με τους ορούς της αντιπαράθεσης Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά στα πλαίσια του νέου τύπου διακυβέρνησης που διαμόρφωσε η Νέα Δημοκρατία: ενός σύγχρονου κοινοβουλευτικού «κράτους δικαίου», με μία νέα κατασταλτική πολιτική απέναντι στην εργατική τάξη, που το ΠΑΣΟΚ κληρονόμησε και συνεχίζει. Αυτό όμως που ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο την εργατική τάξη και τη δυνατότητα ανάπτυξης ενός αυτόνομου ταξικού κινήματος, είναι το ερώτημα για το βαθμό σταθεροποίησης του αστικού καθεστώτος κατά τη σημερινή περίοδο, ένα ερώτημα που μας αναγκάζει να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο σημαντικά διαφορετικές εκτιμήσεις: σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση το ΠΑΣΟΚ εκφράζει μία νέα βιώσιμη ταξική συμμαχία ανάμεσα στην αστική τάξη και τα νέα κυρίως μικροαστικά στρώματα, και μία θεσμοποίηση της ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης, που ολοκληρώνουν τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής ζωής τον όποιο ξεκίνησε η Νέα Δημοκρατία. Για τη δεύτερη εκτίμηση το ΠΑΣΟΚ αποτελεί στην πρώτη του φάση μία πρόσκαιρη πολιτική συμμαχία στην οποία περιλαμβάνεται και η εργατική τάξη και που τροφοδοτείται από τη συνεχιζόμενη κρίση των ταξικών συμμαχιών. Αλλά η συναίνεση της εργατικής τάξης στην εγκαθίδρυση της νέας κυβέρνησης, δεν θα οδηγήσει στις πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη μονιμοποίηση της πολιτικής παρουσίας της. θα αποτελέσει αντίθετα όπλο της κρατικής πολιτικής στην προσπάθεια να αποτραπεί οριστικά η μεταπολιτευτική τάση ανάδειξης της εργατικής τάξης σε ενεργό πολιτική δύναμη. Η δεύτερη εκτίμηση, που θα αναλυθεί και θα υποστηριχθεί σ αυτό το άρθρο, διαφοροποιείται επίσης από τις απόψεις που αρνούνται στο ΠΑΣΟΚ την ιδιότητα του «σοσιαλιστικού» η «εργατικού» κόμματος, όπως και από τις απόψεις που αναγνωρίζοντας του αυτή την ιδιότητα βλέπουν την εκλογική του νίκη ενταγμένη σε μία εξελικτική διαδικασία ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Αυτό που και οι δύο αυτές τοποθετήσεις αρνούνται να κατανοήσουν, και γι αυτό δεν μπορούν να προφέρουν παρά ασήμαντα επιφωνήματα απογοήτευσης η ενθουσιασμού, είναι ότι η διαχείριση του αστικού κράτους δεν μπορεί να έχει σαν στόχο παρά τη διατήρηση της αστικής κυριαρχίας, και ότι τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει ένα «σοσιαλιστικό» κόμμα δεν μπορούν παρά να χρησιμοποιούνται γι αυτό το σκοπό. Η ταξική πάλη και οι κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί διατήρησης της αστικής κυριαρχίας δεν αναστέλλονται, ούτε ο «σοσιαλιστικός» χαρακτήρας μιας κυβέρνησης την απαλλάσσει από την ευθύνη της τρέχουσας λειτουργίας αυτών των μηχανισμών. Το γεγονός δε ότι πλατιά εργατικά και λαϊκά στρώματα θεωρούν μία τέτοια κυβέρνηση «δική τους», αποτελεί μία αντίθεση που μπορεί να διευκολύνει τη συνειδητοποίηση του ταξικού της χαρακτήρα: μία τέτοια όμως διαδικασία θα πρέπει να συνεπάγεται από τη μεριά της εργατικής τάξης μία ταξική πρακτική και όχι απλώς ιδεολογικές διαδικασίες - που καλλιεργούν αντίθετα την απογοήτευση και την υποταγή, μία πρακτική ρήξης με τις ταξικές σχέσεις και θεσμούς που εκφράζει το αστικό κράτος. Εργατική τάξη και αντιμονοπωλιακή ιδεολογία Σελίδα 1 / 6
Η παραδοσιακή Αριστερά και στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ παρουσίασαν πάντοτε τις ταξικές συμμαχίες που χαρακτηρίζουν τη μεταπολεμική περίοδο, από τη σκοπιά μιας αντιπαράθεσης της «μονοπωλιακής αστικής τάξης» με μία συμμαχία εργατικής τάξης, αγροτών, μικρομεσαίων, μη μονοπωλιακής αστικής τάξης, και κατά καιρούς διαφόρων ιδιαίτερων κοινωνικών στρωμάτων, όπως οι διανοούμενοι η οι φοιτητές. Η ανάδειξη αυτής της αντιπαράθεσης σε ερμηνευτική προσέγγιση τόσο των πολιτικών εξελίξεων όσο και των οικονομικών σχέσεων, αποτέλεσε το βασικό πολιτικό και ιδεολογικό εργαλείο με το όποιο συνέβαλε η Αριστερά στη υποταγή της εργατικής τάξης. Στις συνθήκες της μεταπολεμικής 'Ελλάδας η προσέγγιση αυτή εναρμονίστηκε πλήρως με την αστική μεταρρυθμιστική θεωρία της «καθυστέρησης» του εργατικού κινήματος, που παρουσίασε σαν αποτελέσματα της «υπανάπτυξης», τόσο την καθήλωση της αξίας της εργατικής δύναμης όσο και την απαγόρευση κάθε πολιτικής παρουσίας του εργατικού κινήματος. Η καθήλωση της αξίας της εργατικής δύναμης, για την οποία καθοριστικό ρόλο έπαιξε η πολιτική των αγροτικών τιμών και άρα η καθήλωση επίσης των αγροτικών εισοδημάτων, αποτέλεσε το βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της μεταπολεμικής ανάπτυξης: Καθόρισε τη ταχύτητα της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά και τη διατήρηση του κεντρικού κοινωνικού φαινομένου της διαρκούς αναπαραγωγής, και σε κάποιο βαθμό διεύρυνσης, του στρώματος των μικρών και μεσαίων καπιταλιστών, και των μικρών και μεσαίων επαγγελματιών και εισοδηματιών. Η μεταρρυθμιστική αστική σκέψη, και οι αριστερές παραλλαγές της, θέλησαν φυσικά να παρουσιάσουν την πολιτική απαγόρευση του εργατικού κινήματος σαν ένα λυπηρό κατάλοιπο της «υπανάπτυξης», και όχι σαν αυτό που ήταν πραγματικά: η κατ εξοχήν κεντρική πολιτική διαδικασία που επέτρεπε την οικονομική ανάπτυξη με τη διατήρηση της ίδιας κοινωνικής δομής. Έτσι παρουσίασε συγχρόνως την άσκηση της κρατικής βίας και το «κράτος των εθνικοφρόνων» από τη μερική πλευρά της αναστολής των αστικών πολιτικών διαδικασιών, δηλαδή τόνιζε σχεδόν αποκλειστικά τον περιορισμό της πολιτικής έκφρασης και δραστηριότητας των πολιτικών εκφραστών της «αντιμονοπωλιακής συμμαχίας», παραμερίζοντας τον πολύ ουσιαστικότερο ρόλο της κρατικής παρέμβασης για τη διατήρηση της υποταγής και ατομικοποίησης της εργατικής τάξης. Η ιδεολογία της αντιμονοπωλιακής συμμαχίας ανέτρεψε στην πραγματικότητα τη λογική των ταξικών συμμαχιών. Αγνόησε ότι η διαρκής ταξική συμμαχία που εξασφάλισε την αστική κυριαρχία στη μεταπολεμική Ελλάδα, συγκεντρώνει γύρω από την αστική τάξη, τα μικρά και μεσαία αστικά στρώματα καθώς και τις βασικές κατηγορίες μισθωτών του κρατικού και ημικρατικού τομέα, που η συνεργασία τους εξασφαλίστηκε για αρκετό καιρό με την παροχή ουσιαστικών προνομίων. Η κρίση στις σχέσεις αυτών των κοινωνικών στρωμάτων με την αστική τάξη και με το αστικό κράτος, μπορεί να οδηγήσει στην παράλληλη η ταυτόχρονη κινητοποίηση τους με την εργατική τάξη, αλλά είναι προφανές Ότι δεν αποτελεί ένα παράγοντα αμφισβήτησης της συγκεκριμένης ταξικής δομής και ιεραρχίας, όσο η ίδια η εργατική τάξη δεν έχει αμφισβητήσει αυτή τη δομή. Η κρίση του 65 αποτέλεσε την πιο καθαρή και δραματική απόδειξη του πολιτικού αποκλεισμού της εργατικής τάξης: η φλυαρία της Αριστεράς για την αντιμονοπωλιακή συμμαχία κατέληξε στην αποδοχή της αστικής φιλελεύθερης ηγεσίας, και στην εγκατάλειψη κάθε επιδίωξης μιας πολιτικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης. Όταν όμως αυτό το πλεονέκτημα για την αστική κυριαρχία μετατράπηκε σε δραματικό μειονέκτημα, διότι η απουσία οργανωμένου πολιτικού ελέγχου των μαζών επέτρεπε την ταχεία και αυτόνομη πολιτική δραστηριοποίηση, τέθηκε στην πραγματικότητα το ζήτημα του εκσυγχρονισμού των δομών της αστικής εξουσίας με την αναγνώριση πλέον της πολιτικής έκφρασης των εργατικών μαζών. Μία ανάγκη που κατανόησε πολύ καλύτερα η αριστερά της Ένωσης Κέντρου, η οποία διεπίστωσε ταυτόχρονα την εντυπωσιακή πολιτική της απήχηση σε σχέση με την παραδοσιακή Αριστερά αλλά και την έλλειψη μηχανισμών ενεργού πολιτικού ελέγχου. Η κρίση των ταξικών συμμαχιών Οι διαστάσεις που πήρε η κρίση του '65, αλλά και γενικότερα η περίοδος αποσταθεροποίησης που κατέληξε στη Σελίδα 2 / 6
μεταπολίτευση του 1974, δεν οφείλονται μόνο στη δραστηριοποίηση της εργατικής τάξης και στην τάση ανάδειξης της σε ανεξάρτητη πολιτική δύναμη. Οφείλονται ταυτόχρονα και σε καθοριστικό βαθμό, στην κρίση της κυρίαρχης ταξικής συμμαχίας, που δεν διαμόρφωσε φυσικά κάποια «αντιμονοπωλιακή συμμαχία», αλλά την ανάγκη αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων και των σχέσεων των διαφόρων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων με το κράτος, μιας αναδιάρθρωσης που δεν έχει αναγκαστικά οδηγηθεί σε ένα νέο πρότυπο μόνιμων πολιτικών και οικονομικών σχέσεων. Διότι σε αντίθεση με τη λογική της «αντιμονοπωλιακής συμμαχίας», η της «συμμαχίας των μη προνομιούχων», η πολιτική δραστηριοποίηση ενός κοινωνικού στρώματος η τάξης της κυρίαρχης ταξικής συμμαχίας, με την αναζήτηση νέων πολιτικών ισορροπιών, δεν σημαίνει αναγκαστικά πως έχουν ανατραπεί οι παραδοσιακοί δεσμοί με το αστικό κράτος, και δεν σημαίνει επίσης Ότι έχει καταργηθεί η προνομιούχος κοινωνική θέση, που απλώς απειλείται η πρέπει να ενταχθεί σε μία νέα ταξική ισορροπία. Η πολιτική ιστορία των χρόνων της αναδιάρθρωσης των πολιτικών λειτουργιών του αστικού κράτους, είναι σε καθοριστικό βαθμό, η ιστορία της πολιτικής δραστηριοποίησης των μικροαστικών και μεσαίων κεφαλαιοκρατικών στρωμάτων, που θέλησαν να «απελευθερωθούν» από τον αυταρχισμό του «κράτους των εθνικοφρόνων», και τις μεθόδους της «πολιτικής πελατείας», σημαδεύοντας ανεξίτηλα την εκσυγχρονιστική ιδεολογία και πολιτική, και συνδυάζοντας την αναζήτηση μιας αστικής ισότητας στις σχέσεις με τον κρατικό μηχανισμό, με την ελπίδα ενσωμάτωσης σ' αυτές τις νέες σχέσεις των άλλων κοινωνικών τάξεων. Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά ανάμεσα στα μεσαία κεφαλαιοκρατικά στρώματα και τη «μεγαλοαστική» τάξη από την άποψη της πολιτικής τους στάσης: η μεγαλοαστική τάξη είναι στην πραγματικότητα η μερίδα εκείνη της αστικής τάξης που τοποθετείται πάντα σε σχέση με το διαμορφωμένο ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, και που η πολιτική της είναι άμεση, δηλαδή κρατική, παρά τη σχετική ανεξαρτησία που απαιτούν οι κρατικές λειτουργίες. Τα μεσαία κεφαλαιοκρατικά στρώματα, λόγω της μαζικότητας τους, και λόγω του καθοριστικού τους ρόλου στη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, αποτέλεσαν ένα σημαντικό παράγοντα μεταβολής των ταξικών συσχετισμών, μέσω της πολιτικής τους δραστηριοποίησης για την κατάκτηση του άμεσου ελέγχου της κρατικής εξουσίας: και ενώ αυτή η δραστηριοποίηση αποτέλεσε το κυρίαρχο πολιτικό φαινόμενο - ένα φαινόμενο που κακώς παρουσιάσθηκε σαν πολιτικοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων και που ενσωμάτωσε στην πραγματικότητα την πολιτικοποίηση αυτή - οι ελπίδες αυτές για μία «αυθεντική» αστική δημοκρατία είναι αρκετά ουτοπικές για να φορέσουν διάφορους «σοσιαλιστικούς» αν όχι «κομμουνιστικούς» μανδύες. Πρέπει δε να τονισθεί ότι η πολιτική δραστηριοποίηση των μεσαίων αστικών στρωμάτων δεν ήταν κατ' αρχάς ένα φαινόμενο που προήλθε από την οικονομική κρίση, αλλά αντίθετα ένα φαινόμενο που είναι στην πραγματικότητα το προϊόν της ανάπτυξης. Γι αυτό και η μεταρρυθμιστική ιδεολογία διαμορφώθηκε με την πεποίθηση ότι μία συνεχιζόμενη ανάπτυξη θα επέτρεπε τη σταδιακή πολιτική ενσωμάτωση των λαϊκών τάξεων χωρίς απότομες αλλαγές στους ταξικούς συσχετισμούς: αύτη η πεποίθηση βρίσκεται εξάλλου στη βάση της προοπτικής της αντιμονοπωλιακής συμμαχίας, και η παρουσίαση της σα στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης αποτελεί έναν αναχρονισμό, που δεν χρησιμεύει παρά σαν ιδεολογική κάλυψη της υποταγής της εργατικής τάξης στη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής συμμαχίας μεγαλοαστικής και μεσαίας αστικής τάξης. Ένα πρόσθετο δεδομένο της κρίσης των ταξικών συμμαχιών σ όλη την πρόσφατη ιστορική περίοδο, είναι η τάση πολιτικής ανεξαρτητοποίησης των στρωμάτων προνομιούχων μισθωτών του κρατικού και ημικρατικού τομέα, σε σχέση με την πολιτική του αστικού κράτους. Στην πραγματικότητα η εμφάνιση της εργατικής τάξης στο πολιτικό προσκήνιο μετέτρεψε την κρατική πολιτική απέναντι σ' αυτά τα κοινωνικά στρώματα, σε μέρος μιας συνολικής πολιτικής διαχείρισης της εργατικής δύναμης, που συνδυάζει βέβαια, όπως πάντα, τη διατήρηση προνομιούχων κατηγοριών με την προσπάθεια να μην αποτελέσουν οι μερικές κατακτήσεις παράδειγμα προς μίμηση. Η συνολική διαχείριση από μέρους του κράτους του ζητήματος των αμοιβών της εργασίας, που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα «εκσυγχρονισμού» των αστικών θεσμών, δεν αμφισβήτησε την ιεραρχία των μισθολογικών, κοινωνικών, αλλά και συνδικαλιστικών κατακτήσεων. Αντίθετα, φρόντισε να τη διατηρήσει εμποδίζοντας με Όλα τα μέσα την ανάπτυξη του βιομηχανικού συνδικαλισμού, και διατηρώντας, πέρα από τις μισθολογικές διαφορές, τις ακόμα σημαντικότερες διαφορές στο επίπεδο των κοινωνικών κατακτήσεων. Κι αν η πολιτική της τόνωσης των κερδών οδήγησε στην προσπάθεια συμπίεσης των αμοιβών στους προνομιούχους κλάδους, αυτό δε σημαίνει με κανένα τρόπο ότι για την αστική τάξη τέθηκε ποτέ το ζήτημα της ριζικής ανατροπής της ιεραρχίας. Σελίδα 3 / 6
Παρά τη διατήρηση όμως των βασικών χαρακτηριστικών της οικονομικής διαφοροποίησης μεταξύ των μισθωτών, το γεγονός ότι τα προνομιούχα στρώματα δεν ταυτίζουν πλέον την πολιτική τους με αυτή του αστικού κράτους, είναι ένας από τους σοβαρούς παράγοντες αστάθειας του αστικού καθεστώτος. Διότι η ισχυρή συνδικαλιστική οργάνωση τους, και οι οικονομικές κατακτήσεις τους, κινδυνεύουν διαρκώς να αποτελέσουν στήριγμα για δραστηριοποίηση της εργατικής τάξης. Από μία συνολική άποψη, η κρίση της κυρίαρχης ταξικής συμμαχίας στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά σαν αντιμετώπιση του νέου φαινομένου της πολιτικής παρουσίας της εργατικής τάξης. Το οποίο επειδή δεν συνδυάζεται με την αναθεώρηση των βασικών οικονομικών συνθηκών που διαμόρφωσε η απαγόρευση της παρουσίας αυτής δεν έχει οδηγήσει σε μια νέα ταξική ισορροπία, αλλά αντιμετωπίζεται με τη συνεχή προσπάθεια περιορισμού όχι μόνο των οικονομικών αλλά και των πολιτικών επιπτώσεων του. Αστοί μεταρρυθμιστές και οραματιστές της Αριστεράς έχουν παρουσιάσει σα δυνατή την αναμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας γύρω από μία πολιτική συμφωνία ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη, σαν αυτή που στήριζε τον κεϋνσιανισμό και την ανάπτυξη των δυτικών χωρών κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Το πολιτικό άνοιγμα που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια τη αστική πολιτική, όχι μόνο δεν μπορεί να ταυτιστεί με μία τέτοια πολιτική και οικονομική αναμόρφωση, αλλά ο κεντρικός του στόχος είναι να την αποφύγει. Ο «εκσυγχρονισμός» της πολιτικής ζωής δεν αποτελεί μία λύση της κρίσης, με τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής ισορροπίας, αλλά αποτελεί τον τρόπο διαχείρισης της, σαν το μόνο πλαίσιο λειτουργίας του αστικού κράτους που μπορεί να αποτρέψει την εργατική πολιτική δραστηριοποίηση. Οικονομική κρίση και ταξική κυριαρχία Η μεταρρυθμιστική σκέψη, αστική και αριστερή, έχει παρουσιάσει το φαινόμενο της οικονομικής κρίσης σαν αποτέλεσμα της δυσμορφίας του ελληνικού καπιταλισμού, και όχι σαν αποτέλεσμα των ίδιων των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η δυσμορφία αυτή ερμηνεύτηκε σαν καθυστέρηση των οικονομικών και κοινωνικών δομών, η σαν κυριαρχία μη καπιταλιστικών διαδικασιών, Όπως κατά κύριο λόγο ο «κρατισμός», δηλαδή η καθοριστική σημασία της κρατικής δραστηριότητας στη διαμόρφωση των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων. Η πιο προχωρημένη θεώρηση της δυσμορφίας και της καθυστέρησης, χρησιμοποιεί ορούς, όχι μόνο οικονομικούς αλλά και κοινωνικούς. Γι αυτήν το ζήτημα της κρίσης και του ξεπεράσματος της στρέφεται γύρω από τη σπατάλη πύρων με τη διατήρηση μιας χαμηλής παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, και με τη διατήρηση σημαντικού αριθμού μη παραγωγικών δραστηριοτήτων. Έτσι. η κρίση είναι στην πραγματικότητα ένα πρόβλημα που μπορεί να ξεπεραστεί με κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις ατά πλαίσια της αστικής τάξης. Η ανάλυση με βάση τον «κρατισμό», διαπιστώνει τις ίδιες αίτιες της κρίσης, αλλά ενώ φαινομενικά αποτελεί μία πιο ριζοσπαστική παραλλαγή των αναλύσεων της δυσμορφίας, αφού φαίνεται να στρέφεται κατευθείαν κατά της εξουσίας, αποτελεί στην ουσία τη χρησιμοποιήσιμη παραλλαγή: θεμελιώνει τη δυνατότητα και ανάγκη χρησιμοποίησης του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού για μεταρρυθμιστικούς σκοπούς. Και για τη θεωρητική συνοχή της δεύτερης αυτής προσέγγισης είναι αναγκαία η διαμεσολάβηση της εξάρτησης που εισάγει τη λογική της παγκόσμιας καπιταλιστικής διαδικασίας στην αυθαιρεσία του «κρατισμού», ο οποίος όμως μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικός και σ' αυτό τον τομέα αν χρησιμοποιηθεί για καλούς σκοπούς. Το ουσιαστικότερο πρόβλημα με αυτές τις προσεγγίσεις είναι ότι δεν βλέπουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής σαν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ταξικής κυριαρχίας, αλλά σαν μία οικονομική διαδικασία. Δεν βλέπουν κατ' αρχάς ότι αυτό που προέχει για τον καπιταλισμό είναι η διατήρηση της ταξικής κυριαρχίας και όχι η επίτευξη κάποιου μέγιστου ποσοστού συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου. Οι σχέσεις παραγωγής υπάρχουν σαν ταξική σχέση, και η συσσώρευση κεφαλαίου πραγματοποιείται μέσω της εκμετάλλευσης και όχι Σελίδα 4 / 6
μέσω του καταμερισμού του συνολικού κοινωνικού προϊόντος: πράγμα που σημαίνει Ότι μία αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας κατευθύνεται από τις μεταβολές η τις διαφοροποιήσεις του ποσοστού κέρδους, και όχι από κάποιο ιδανικό ορθολογικού η ορθολογικότερου καπιταλισμού. Ειδικότερα για το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, δεν γίνεται κατανοητό πως δεν πρόκειται απλώς για μία συμπίεση του ποσοστού κέρδους (όταν φυσικά μας κάνουν την παραχώρηση να δουν με ορούς ταξικούς τα οικονομικά φαινόμενα της κρίσης), αλλά Ότι η συμπίεση αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας κρίσης υπερπαραγωγής. Και επομένως δεν χρειάζεται μόνο μία αύξηση του ποσοστού κέρδους αλλά και μία μαζική αχρήστευση παραγωγικών δυνατοτήτων. Γ αυτές τις συνθήκες δε, η καπιταλιστική διαχείριση της κρίσης δεν προσφέρει μία νέα αναπτυξιακή προοπτική, αλλά απασχολείται βασικά με τη διατήρηση της ταξικής κυριαρχίας, η οποία συνεπάγεται τη διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μέσω των επιχειρήσεων που επιζούν μετά τη διαδικασία «εξυγίανσης». Τελικά, βρισκόμαστε μπροστά σε δύο ουτοπικές προοπτικές που χρησιμοποιεί κατά κόρον η μεταρρυθμιστική σκέψη - δύο ουτοπικές προοπτικές αντιφατικές μεταξύ τους: από τη μία μεριά γίνεται προσπάθεια να πειστεί η εργατική τάξη ότι το κράτος μπορεί να παρέμβει πάνω άπα τα κεφάλια των καπιταλιστών για να οδηγήσει τα χρηματικά κεφάλαια εκεί οπού δεν τα οδηγεί η λογική του κέρδους, δηλαδή σε «πιο παραγωγικές επενδύσεις», και από την άλλη - όταν η πραγματικότητα της ταξικής κυριαρχίας και αντιπαράθεσης είναι πιο απτή - ότι η υποχώρηση της εργατικής τάξης δεν αποτελεί παρά μία προσωρινή θυσία που θα αποδειχθεί σωτήρια για το μέλλον της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης. Ο χαρακτήρας του πασοκικού κράτους Όσοι είχαν τη στοιχειώδη ικανότητα να μην οδηγήσουν τη συζήτηση για το ΠΑΣΟΚ στο αδιέξοδο κάποιων ταξικών η εθνικών ιδιομορφιών του σε σχέση με τα κόμματα που θεωρούνται σοσιαλιστικά, δεν απέφυγαν κατά κανόνα ένα τραγικό λάθος: να θεωρήσουν ότι το ΠΑΣΟΚ σαν «αριστερά», «εργατικό», η «σοσιαλιστικό» κόμμα διαμορφώνει από τη φύση του, όταν γίνει κυβέρνηση, τις συνθήκες μιας μεταβατικής περιόδου της ταξικής πάλης, το πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο μέσα από το όποιο αναπτύσσεται η μπορεί να αναπτυχθεί η ταξική κινητοποίηση για την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Σύμφωνα μ' αυτή την εξαιρετικά διαδεδομένη αντίληψη, μία σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν είναι απλώς μία πολιτική αλλαγή που μπορεί να έχει σαν επακόλουθο μία ταξική κινητοποίηση, αλλά αποτελεί το όργανο για τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου, που το ίδιο βάζει τις βάσεις για το ξεπέρασμα του. Είναι σαφές ότι μ' αυτό τον τρόπο παραβλέπεται η χωρίς συζήτηση υποταγή των σοσιαλδημοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων στις απαιτήσεις της αστικής κυριαρχίας και της (εξ ορισμού ταξικής) λειτουργίας του αστικού κράτους. Αντίθετα η ένταση της ταξικής δραστηριοποίησης της εργατικής τάξης οδηγεί σε αποσταθεροποίηση των ταξικών ισορροπιών και των κρατικών λειτουργιών. Το γεγονός ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν εργατική η λαϊκή βάση, δεν τους επιτρέπει παρά να είναι όργανα ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στις συνθήκες της αστικής κυριαρχίας. Και όταν σχηματίζουν μία κυβέρνηση δεν εκφράζουν απλώς την αντιφατικότητα αυτής της λειτουργίας τους (σε σχέση με την εργατική τάξη), αλλά την επίλυση αυτής της αντιφατικότητας με τη διαχείριση του αστικού κράτους, δηλαδή με την εξάσκηση της θεσμοθετημένης η «εξαιρετικής» βίας που συνεπάγεται η κρατική λειτουργία. Στην πραγματικότητα η ιδεολογία της μεταβατικότητας του πασοκικού κράτους, δεν παραβλέπει μονό γενικά τον ταξικό χαρακτήρα της διαχείρισης του κράτους. Ξεχνάει ειδικότερα ότι ο πολιτικός έλεγχος της εργατικής τάξης από ένα σοσιαλιστικό κόμμα δεν χρησιμεύει στην προκειμένη περίπτωση για να μονιμοποιηθεί η πολιτική παρουσία της εργατικής τάξης στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος: αντίθετα είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να εμποδιστεί μία τέτοια προοπτική. Σελίδα 5 / 6
Η ταύτιση της εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ με μία «άνοδο του μαζικού κινήματος», αγνοεί πλήρως ότι η αλματώδης αύξηση της εκλογικής του επιρροής συνοδεύεται από την προοδευτική κάμψη των κοινωνικών αγώνων. Και δεν πρόκειται για μία ανάπαυλα λόγω εκλογών, αλλά για απουσία των κοινωνικών κινητοποιήσεων που είναι έκφραση της ύπαρξης ενός μαζικού κινήματος και προκαλούν τις ουσιαστικές αλλαγές τον ταξικών συσχετισμών. Δεν πρόκειται επίσης για κάποια υποτιθέμενη διοχέτευση στο «πολιτικό» των κοινωνικών αιτημάτων - σαν να μην υπήρχε πολιτική παρά μέσα από τον απόλυτο σεβασμό των αστικών θεσμών - αλλά για μία πιο απτή πραγματικότητα: την απευθείας επίπτωση της καταστολής των εργατικών κινητοποιήσεων, της βίαιης ανακοπής από το προηγούμενο καθεστώς της τάσης για μονιμοποίηση της πολιτικής παρουσίας της εργατικής τάξης. Διότι, η περίοδος της μεταπολίτευσης χαρακτηρίζεται καθοριστικά από την άρνηση του αστικού κράτους να δεχθεί μία οριστική μεταβολή των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών ύπαρξης της εργατικής τάξης. Και το κράτος του ΠΑΣΟΚ δεν κληρονομεί απλώς, αλλά επωμίζεται τον ταξικό συσχετισμό που διατήρησε το προηγούμενο καθεστώς: ένα συσχετισμό που στηρίζεται στην αδρανοποίηση της εργατικής τάξης, και στην απάτη ότι όσα δεν μπόρεσε να πετύχει με τις ταξικές κινητοποιήσεις της, θα τα αποκτήσει με την πολιτική της ισορροπημένης ανάπτυξης και της ταξικής αρμονίας. Δεν είναι δυνατό να μιλήσει κανείς για μεταβολή αυτών των συνθηκών μετά την υιοθέτηση ενός πιο φιλελεύθερου νόμου για τις εργασιακές σχέσεις, τη στιγμή που ολόκληρη η κρατική και κομματική δραστηριότητα του ΠΑΣΟΚ στρέφεται κατά της δραστηριοποίησης της εργατικής τάξης. Όσο για την υποτιθέμενη κινητοποίηση της από το ΚΚΕ, δεν φαίνεται να ξεπερνάει τις απόλυτα ελεγχόμενες και αυστηρά μεμονωμένες περιπτώσεις πιέσεων, για την υλοποίηση του ονείρου της συμμετοχής στην κρατική εξουσία. Η εργατική δραστηριοποίηση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του νέου καθεστώτος, αλλά ριζική άρνηση της συγκεκριμένης ταξικής πολιτικής του: τόσο από την πλευρά των άμεσων κοινωνικών αγώνων, όσο και από την πλευρά της γενικότερης παρουσίας της εργατικής τάξης στην πολιτική σκηνή. Τη διαπίστωση αυτή δεν την κάνει μόνο το κράτος του ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα άλλα κόμματα της Αριστεράς, τα οποία όχι μόνο με την ιδεολογία τους αλλά και με την πολιτική τους συμβάλλουν πλέον σταθερά στη μονιμοποίηση της εργατικής αδράνειας. Δεν πρόκειται φυσικά για ιστορικό ατύχημα: όταν η διαταξική πολιτική στρατηγική της Αριστεράς μετατρέπεται σε κρατική πολιτική, σε συνθήκες που η διατήρηση των κυρίαρχων παραγωγικών σχέσεων απαιτεί την κατάργηση κάθε μορφής οργανωμένης εργατικής αντίδρασης, τότε η πολιτική αυτή δεν μπορεί παρά να είναι μία καθαρά αστική πολιτική. Η εργατική πολιτική δεν μπορεί να επιζήσει και να αναπτυχθεί, παρά μόνο μες από αυτόνομες ταξικές μορφές οργάνωσης. Σελίδα 6 / 6