ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

της δίωξης ή στην αθώωση.

Αριθμός 4/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας...

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Αρείου Πάγου 1486/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) NOD4SMH0L3OT8&apof=1486_2009

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Α Π Ο Φ Α Σ Η 74/2015

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 150 / 2017

Α Π Ο Φ Α Σ Η 54 /2018 (Τμήμα)

ΑΡΙΘΜΟΣ 569/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

Θέμα. Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου, Δόλος. Περίληψη:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Α Π Ο Φ Α Σ Η 43/2017

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2013

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/2783-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3106/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2011

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Ναρκωτικά, Ανθρωποκτονία από αµέλεια, Σωµατική βλάβη από αµέλεια, Πρόσθετοι λόγοι.

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Στυλιανό Μοσχολέα Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Γεώργιο Σαραντινό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Αρείου Πάγου 1914/2008 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: ZJh9qcqtFcGW&apof=1914_2008

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1720-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 169 / 2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Published on TaxExperts (

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υγιεινή και ασφάλεια εργασίας.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Α Π Ο Φ Α Σ Η 58/2017

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

Aθήνα, 10 Απριλίου Αρ.πρωτ.: /08 ΠΟΡΙΣΜΑ

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 15/ 2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Αθήνα, $$202$$ Αριθ. Πρωτ.: $$201$$

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Για την ενσωµάτωση των Οδηγιών 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Published on TaxExperts (

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Συγκροτήθηκε από τους ικαστές: ηµήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Χαράλαµπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο- Εισηγητή, Παναγιώτη

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4266/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 79/2011

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ Εξετάσεις με το Άρθρο 5 του Περί Δικηγόρων Νόμου ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3749/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 79/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 4590/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 36/2016

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το Άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου)

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ & ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ Διδάσκοντες καθηγητές : Γρ. Καλφέλης Λ. Μαργαρίτης Α. Παπαδαμάκης Εισηγήτρια: Κερασία Ι. Παπουτσιδάκη. Οκτώβριος 2012

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ά. άρθρο ΑΠ Άρειος Πάγος Βλ. Βλέπε εδ. εδάφιο κλπ και λοιπά ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας λ.χ. λόγου χάρη Ν. Νόμος ΟλΑΠ Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παρ. παράγραφος περ. περίπτωση ΠΚ Ποινικός Κώδικας ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη ΠοινΧρ Ποινικά Χρονικά Σ Σύνταγμα σελ. σελίδα στ. στοιχείο Υπερ Υπεράσπιση

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ: Σελ. 1. Εισαγωγή 4 2. Ο ορισμός της έννοιας των αυτοτελών ισχυρισμών.. 5-9 3. Προϋποθέσεις ορθής προβολής αυτοτελών ισχυρισμών.. 10-15 4. Η δικονομική μεταχείριση αυτοτελών ισχυρισμών... 16-24 5. Άρνηση της κατηγορίας.. 25-27 6. Τα δικαιώματα των διαδίκων 28 7. Αναιρετικός έλεγχος και αυτοτελείς ισχυρισμοί.. 29-32 8. Λόγοι αναγκαιότητας αιτιολόγησης αυτοτελών ισχυρισμών.. 33-35 9. Παραδείγματα αυτοτελών ισχυρισμών 36-38 10. Ισχυρισμοί αυτοτελείς ειδικοί επί κατηγοριών για παραβάσεις του ΚΝΝ... 39-79 11. Παρατηρήσεις όσον αφορά την υπ αριθμ. 2/2005 απόφαση της ΟλΑΠ. 80-84 ΕΠΙΛΟΓΟΣ.. 85 Βιβλιογραφία 86-88 Περιοδικά. 89

1.- Εισαγωγή: Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί αφορούν μία ιδιότυπη και ίσως, «επιλεκτική» μορφή ελέγχου της έλλειψης αιτιολογίας που αναπτύχθηκε από τη Νομολογία του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας, πέρα από την κύρια αιτιολόγηση της κρίσης του, δεν έχει υποχρέωση να ασχοληθεί και με την υπερασπιστική θέση του κατηγορουμένου, να προβεί, δηλαδή, στον έλεγχο του υπερασπιστικού του λόγου, να διαλεχθεί με αυτόν και να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη των όποιων ισχυρισμών του 1. Κατ εξαίρεση, έχει υποχρέωση να «απαντήσει» με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία μόνο στους «αυτοτελείς ισχυρισμούς» που προέβαλλε ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του. 1 Βλ. ΠοινΧρ 1986, 121-140 (Το βάρος αποδείξεως στην ποινική δίκη, Ι. Γιαννίδη).

2.- Ο ορισμός της έννοιας των αυτοτελών ισχυρισμών: Ως «αυτοτελής ισχυρισμός» θεωρείται παγίως από τον Άρειο Πάγο εκείνος, ο οποίος προβάλλεται σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2ΚΠΔ και 333 παρ. 2ΚΠΔ (έλκει την καταγωγή του από το αστικό δικονομικό δίκαιο) από το κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επάγεται την άρση ή μείωση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, την άρση ή μείωση του καταλογισμού της πράξεως στο δράστη ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής (λ.χ. άμυνα, κατάσταση ανάγκης που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή τον καταλογισμό, ανικανότητα για καταλογισμό, νομική πλάνη, ελαφρυντικές περιστάσεις) 2. Είναι η κρίση (νομικοί ισχυρισμοί) εκείνη που διατυπώνεται στο ακροατήριο, κατά κύριο λόγο της ποινικής δίκης, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του ως και από τον Εισαγγελέα για τη νομική σημασία κάποιου πραγματικού περιστατικού που προβάλλεται και το οποίο ασκεί καταλυτική επίδραση από νομική άποψη στη στοιχειοθέτηση κάποιου συστατικού στοιχείου της έννοιας του εγκλήματος κατά το άρθρο 14ΠΚ, δηλαδή στον άδικο της πράξεως χαρακτήρα, στο αξιόποινο αυτής, στην ικανότητα καταλογισμού του δράστη, στον αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο, στους λόγους που αυξομειώνουν την ποινή και τέλος, στον εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, όπου αυτός προβλέπεται 3. Πρόκειται για μία ιδιότυπη ίσως και «επιλεκτική» μορφή ελέγχου της έλλειψης αιτιολογίας που αναπτύχθηκε από τη Νομολογία του ΑΠ. Το Δικαστήριο της ουσίας έχει την υποχρέωση να «απαντήσει» με ειδική και εμπεριστατωμένη 2 Βλ. ΑΠ 1428/2007, ΠοινΧρ 2008, 427, ΑΠ 1305/2007, ΠοινΧρ 2008, 348, ΑΠ 414/2007, ΠοινΧρ 2008, 65, ΑΠ 346/2006, Πραξ Λογ ΠΔ 2006, 27, ΑΠ 922/2004, ΑΠ 591/2004, ΑΠ 373/2003, ΑΠ 1520/2003, ΑΠ 1658/2001, ΠοινΔικ 2002, 237, ΑΠ 1569/2000, ΑΠ 783/2000, ΑΠ 1155/2000, ΑΠ 1208/1999, ΑΠ 78/1998, ΑΠ 748/1997, ΑΠ 1288/1996, ΑΠ 1129/1996, ΑΠ 872/1995, ΑΠ 123/1995, ΑΠ 1529/1994, ΑΠ 610/1994, ΑΠ 636/1993, ΑΠ 651/1993, ΑΠ 741/1993, ΑΠ 552/1993, ΑΠ 417/1993, ΑΠ 1450/1993, ΑΠ 1920/1992, ΑΠ 519/1991, ΟλΑΠ 1716/1990, ΑΠ 1259/1990, ΟλΑΠ 1198/1990, ΑΠ 518/1990, ΑΠ 539/1990, ΑΠ 1117/1984. 3 Καρρά Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Τέταρτη Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη 2011, σελ.: 962.

αιτιολογία μόνο στους «αυτοτελείς ισχυρισμούς» που προέβαλλε ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του 4. Αντιθέτως, η θεωρία είτε διευρύνει την έννοια του αυτοτελούς ισχυρισμού είτε διαπλάσσει την έννοια των «υπερασπιστικών ισχυρισμών» στους οποίους εντάσσει, εκτός από τους αυτοτελείς, και τους αμυντικούς υποστηρικτικούς τύπους της αιτιολογημένης αρνήσεως και του επιχειρήματος είτε αναφέρεται στην έννοια των ουσιωδών ισχυρισμών δυναμένων να επηρεάσουν την κρίση του ποινικού δικαστηρίου είτε εξισώνει προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τις «επαληθεύσιμες ατομικές κρίσεις άρνησης κατηγορίας» είτε υποκαθιστά στην έννοια του αυτοτελούς ισχυρισμού την κρίση περί συνδρομής «των αποδειχθέντων και δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών που αίρουν το άδικο». Ο ποινικός ισχυρισμός είναι διαδικαστική πράξη του διαδίκου και δη επιτευκτική κατά τη θεωρία, αφού η προβολή του αποσκοπεί στην έκδοση δικαστικής απόφασης ορισμένου περιεχομένου 5. Οι ισχυρισμοί στηρίζονται στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, αλλά και στο ποινικό δικονομικό δίκαιο. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι σκοπούν να εφελκύσουν την εφαρμογή ορισμένης επιθετικής ή αμυντικής ουσιαστικής ή δικονομικής διάταξης 6. Πρόκειται, λοιπόν, για νομικούς ισχυρισμούς, αιτήσεις, ενστάσεις που έχουν έννομη σημασία και πρέπει να απαντηθούν από το δικαστήριο και όχι για πραγματική άρνηση της κατηγορίας, οι οποίοι είτε καταλύουν είτε μειώνουν το αξιόποινο 7. Ως νομικός ισχυρισμός στηρίζεται σε νομικά στοιχεία που είναι ανεξάρτητα και έξω από την κατηγορία και γι αυτό λαμβάνει την ονομασία του αυτοτελούς και έχει ως αποτέλεσμα είτε την κατάλυση είτε τη μείωση της κατηγορίας πάντοτε από νομικής απόψεως 8. Μέσω της απαιτήσεως για προβολή 4 Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Εκδόσεις Σάκκουλα 2002, σελ.: 453-465. 5 Βλ. ΑΠ 1179/2004, ΝοΒ 2005, 157, ΑΠ 1052/2004, Αρμ 2004, 1033 (παρατηρήσεις Α. Ταρπινίδη), ΑΠ 922/2004, ΠοινΧρ 2005, 427, ΑΠ 783/2000, ΠοινΔικ 2000, 949, ΑΠ 48/1999, Υπερ 2000, 275. 6 Φράγκου Κ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία & Πρόσφατη Νομολογία Αρείου Πάγου κατ άρθρο, Εκδόσεις Σάκκουλα 2011, σελ.: 732-733. 7 Βλ. ΑΠ 257/2008, ΠοινΧρ 2009, 54. 8 Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Σειρά 2, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Δεύτερος, (άρθρα 305-603), Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ.: 3104.

αυτοτελών ισχυρισμών ο κατηγορούμενος επιβαρύνεται με την υποχρέωση για πρόταση στοιχείων που δεν είναι γνωστά στο Δικαστήριο και μετακυλίεται σε αυτόν το βάρος απόδειξης 9. Αυτοτελείς ισχυρισμοί χαρακτηρίζονται και τα αιτήματα των διαδίκων, όπως πχ. το αίτημα διενέργειας αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης, αναβολής της δίκης, κλπ. Αποκλείουν, δηλαδή, από την έννοιά τους την απλή ή αιτιολογημένη άρνηση κατηγορίας ή τα απλά πραγματικά επιχειρήματα που αμφισβητούν τη συνδρομή θεμελίωσης του εγκλήματος, δηλαδή στοιχεία της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης 10 και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς 11. Δηλαδή το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει αιτιολογημένως στους αυτοτελείς ισχυρισμούς και να περιλάβει με ειδική αιτιολογία την απόφαση για την απόρριψή τους. Δεν υποχρεούται, όμως, να απαντήσει με ειδική αιτιολογία στην περίπτωση που ο ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αποτελεί άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος 12. Στο Ποινικό Δίκαιο δεν είναι εύλογη η διάκριση σε αυτοτελείς και αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς και έτσι, ορθά υποστηρίζεται ότι η τάση αυτή βασίζεται σε μία ακόμη μεταφορά μεγεθών του αστικού δικονομικού δικαίου (ένσταση, απάντηση στην αγωγή) στο χώρο του Ποινικού Δικαίου. Εντούτοις, στο χώρο της Πολιτικής Δίκης είναι εύλογη η διάκριση της ένστασης από την άρνηση της αγωγής, δεδομένου ότι η πρώτη δεν περιορίζει την άμυνα του εναγομένου στην άρνηση της βάσης της αγωγής, αλλά παράλληλα και ανεξάρτητα από αυτή, προχωρεί στην πρόταση νέων γεγονότων από όπου προκύπτει κατάλυση, περιορισμός ή αναστολή του επίδικου δικαιώματος. Ο αυτοτελής ισχυρισμός έχει μόνο νομικές και όχι ουσιαστικές συνέπειες, σε αντίθεση με τον πραγματικό ισχυρισμό. Είναι νομικός ισχυρισμός καταλυτικός ή μειωτικός της κατηγορίας και αποτελεί άσκηση δικαιώματος που ρητά παρέχει ο Νόμος, αφού η προβολή του 9 Καιάφα- Γκμπάντι Μ., Αυτοτελείς ισχυρισμοί, Υπερ. 1992, 191. 10 Καιάφα- Γκμπάντι Μ., Αυτοτελείς ισχυρισμοί, Υπερ. 1992, 183. 11 Βλ. ΑΠ 275/2008, ΑΠ 1952/2007, ΑΠ 1428/2007, ΑΠ 1305/2007, ΑΠ 810/2006, ΑΠ 2015/2004, ΑΠ 1179/2004, ΑΠ 1052/2004, ΟλΑΠ 2/2005. 12 Βλ. ΑΠ 72/2004, ΠοινΧρ ΝΔ, 774.

στηρίζεται πάντα και μόνο σε μία ποινική νομική διάταξη. Κατά συνέπεια, εμπίπτει στο άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ και η απόρριψή του επιβάλλεται να είναι ρητή και αιτιολογημένη 13. Από την παρ. 2 του άρθρου 141 ΚΠΔ προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διάδικοι δικαιούνται να εγχειρίσουν σε αυτόν που διευθύνει την συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους, επομένως, και τους ισχυρισμούς τους. Πρέπει, όμως, να προβάλλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση. Αυτό, άλλωστε επιβάλλεται από την αρχής της αμεσότητας και από αυτή της προφορικότητας της επ ακροατηρίου διαδικασίας, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331ΚΠΔ και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά, αντιθέτως, ενισχύεται, αφού η καταχώρηση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής ανάπτυξής τους. Κατά συνέπεια όσων εκτέθηκαν, αυτοτελής ισχυρισμός κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα την συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του. Η υποχρέωση του Δικαστή, εκτός από το να απαντήσει αιτιολογημένα σε κάθε ισχυρισμό των διαδίκων που ασκεί ουσιώδη επιρροή στη Δίκη 14, είναι και να αναζητά ο ίδιος την αλήθεια, να ελευθερώνει τους διαδίκους στα όρια εκείνου που ο Δικαστής οφείλει να γνωρίζει από το Νόμο ή μπορεί να γνωρίζει, επειδή προκύπτει από τις αναζητήσεις του και τη διαδικασία. Δεν τους ελευθερώνει, όμως, από την υποχρέωση να αναφερθούν, εφόσον θέλουν να ληφθούν υπόψη, σε γεγονότα που δεν είναι ή δεν μπορεί να είναι γνωστά στο Δικαστή, αφού του λείπουν τελείως οι απαραίτητες πληροφορίες. Τα γεγονότα αυτά θα πρέπει να προταθούν από το μέρος από το οποίο είναι γνωστά. Επομένως, τους διαδίκους, εδώ, βαρύνει ένα βάρος 13 Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Δ Έκδοση 2008 Αναθεωρημένη, σελ.: 478-491. 14 Βλ. ΑΠ 1438/1999, ΝοΒ2000, 313.

ισχυρισμού. Σε αυτό το συζητητικό σύστημα, με αδέσμευτη από αποδεικτικούς κανόνες τελική κρίση, το βάρος πειθούς θα καλύπτεται από το υποκειμενικού βάρος ισχυρισμού. Η διαπίστωση ότι στην Ποινική Δίκη οι διάδικοι φέρουν αντικειμενικά ένα βάρος πειθούς και υποκειμενικά ένα βάρος ισχυρισμού κάνουν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς να εμφανίζονται ως αποτέλεσμα κατανομής ενός είδους συζητητικού ή επιχειρηματολογικού βάρους στην Ποινική Δίκη. Από την αρχή της δικαστικής ακρόασης, αλλά και από την ίδια τη νομιμοποιητική- απολογητική λειτουργία της αιτιολογίας συνάγεται ότι είναι αναγκαία η αιτιολόγηση της απόρριψης όχι μόνο των αυτοτελών ισχυρισμών, αλλά όλων των υπερασπιστικών ισχυρισμών που διαθέτουν την ελάχιστη βάση πραγματικής στήριξης που είναι αναγκαία για να πάρει συγκεκριμένη τροπή το διαγνωστικό καθήκον του Δικαστηρίου 15. 15 Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Σειρά 2, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Δεύτερος, (άρθρα 305-603), Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ.: 3106-3107.

3.- Προϋποθέσεις ορθής προβολής αυτοτελών ισχυρισμών: Το έργο του ποινικού δικαστή είναι διαγνωστικό και όχι διαπιστωτικό και δεδομένου ότι το βάρος απόδειξης στην Ποινική Δίκη το έχει το Δικαστήριο, ο ίδιος ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να διερευνήσει μία υπόθεση σε όλες τις κρίσιμες κατανομές και εκδοχές της, ιδίως όταν οι τελευταίες διαλαμβάνονται σε ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Λόγω της ουσιώδους διερευνητικής δράσης του ποινικού Δικαστή θα πρέπει να εκλείψει η εκτεταμένη επίκληση της αοριστίας, η οποία συχνά ευνοεί την παράκαμψη της εξέτασης αξιοπρόσεκτων αυτοτελών ισχυρισμών. Δεν απαιτείται η ευθεία υπαγωγή των κρίσιμων περιστατικών που συγκροτούν τον αυτοτελή ισχυρισμό στον οικείο νομικό κανόνα ούτε η πανηγυρική διατύπωση του κρίσιμου νομικού χαρακτηρισμού. Το Δικαστήριο φέρει την υποχρέωση εύρεσης της αλήθειας, έχει γνώση του Δικαίου που καλείται να εφαρμόσει και δεν πρέπει να μεταφέρει τις υποχρεώσεις αυτές στις «πλάτες» των διαδίκων 16. Το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να «απαντήσει» με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε αυτοτελή ισχυρισμό, εφόσον η διατύπωση και η προβολή του ικανοποιεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις 17 που είναι: α)να αποδεικνύεται η προβολή και καταχώρησή 18 του από τα πρακτικά της Δίκης, άλλως, θεωρείται ότι δεν έχει γίνει 19 β)να έχει αναπτυχθεί προφορικά προηγουμένως (αρχή προφορικότητας και αμεσότητας διαδικασίας) 20, να είναι ουσιώδης (ικανός να επηρεάσει ουσιαστικά την 16 Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Σειρά 2, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Δεύτερος, (άρθρα 305-603), Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ.: 3107-3108. 17 Κότσαλη Λ., Μαργαρίτη Μ., Φαρσεδάκη Ι., Ναρκωτικά, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2007, σελ. 288. 18 Βλ. ΑΠ 2317/2010, ΑΠ 222/2010, ΑΠ 181/2010, ΑΠ 1155/2000, ΠοινΔικ 2001, 101, ΑΠ 1438/1999, ΝοΒ 2000, 313. 19 Φράγκου Κων/νου, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία & Πρόσφατη Νομολογία Αρείου Πάγου κατ άρθρο, Εκδόσεις Σάκκουλα 2011, σελ.: 760. 20 Βλ. ΑΠ 309/2011, ΑΠ 222, 849/2010, ΑΠ 2398/2009, ΑΠ 130/2008, ΑΠ 2341/2007, ΑΠ 1581/2006, ΠοινΧρ ΝΖ, 730, ΑΠ 810/2006, ΠοινΔικ 2006, 1272, ΑΠ 543/2006, ΠοινΧρ ΝΣΤ, 988, ΑΠ 472/2006, ΠοινΧρ ΝΣΤ, 923, ΑΠ 390/2006, ΠοινΧρ ΝΣΤ, 904, ΑΠ 346/2006, Πραξ Λογ ΠΔ 2006, 27, ΑΠ 232/2006, ΠοινΧρ ΝΣΤ, 804,

κρίση του δικαστηρίου) και να είναι διατυπωμένος εγγράφως 21 με σαφήνεια, να έχει συγκεκριμένο και όχι αόριστο 22 ή ασαφές περιεχόμενο, πράγμα που συντρέχει, όταν γίνεται επίκληση όλων των πραγματικών περιστατικών 23 που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του από έγγραφα στοιχεία (οικεία πρακτικά), σύμφωνα με την οικεία ουσιαστική διάταξη για τη λειτουργία του 24. Οι υπ αριθμ. 1198/1990 και 1716/1990 αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, εξαιτίας της έλλειψης του υπ αρίθμ. β) στοιχείου αξιολόγησαν ως αόριστο τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί ελαττωμένης ικανότητάς του για καταλογισμό λόγω μέθης 25, εξαιτίας του ότι δεν αναφερόταν πως η κατάσταση μέθης ήταν ανυπαίτια 26. Με την υπ αριθμ. 1520/2003 απόφαση ο ΑΠ 27 είχε απορρίψει ως αβάσιμες τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων κατά τις οποίες το Δικαστήριο της ουσίας δεν απήντησε στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του δεχόμενος ότι «αν και εγχειρίστηκε κατά τη συνεδρίαση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά κείμενο με τους ισχυρισμούς τους, δεν αναπτύχθηκε το περιεχόμενό τους προφορικώς ούτε έγινε οιαδήποτε αναφορά κατά την αγόρευση του συνηγόρου τους στο τέλος της διαδικασίας, για αυτό και δεν υπήρχε υποχρέωση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε αυτούς». Το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντά αιτιολογημένα σε κάθε παραδεκτώς προβαλλόμενο ισχυρισμό των διαδίκων που ασκεί ουσιώδη επιρροή στη Δίκη. Οι διάδικοι δικαιούνται να εγχειρίζουν στο διευθύνοντα τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους και επομένως, τους ισχυρισμούς τους, πρέπει όμως να προβάλλουν ΑΠ 1498/2005, ΠοινΔικ 2006, 342, ΑΠΟλ 2/2005, ΠοινΔικ 2005, 656= Πράξη και Λόγος 2005, σελ. 188= ΠοινΧρ ΝΕ, 783, ΑΠ 2015/2004, Αρμ 2005, 407 (σημ. Α. Κ. Ζ.), ΑΠ 1520/2003, ΠοινΔικ 2004, 120, ΑΠ 1117/1984. 21 Βλ. ΑΠ 2015/2004, ΠοινΧρ 2005, 333 (παρατηρήσεις Γ. Πυρομάλλη). 22 Βλ. ΑΠ 1752/2007, Πραξ Λογ ΠΔ 2008, 189, ΑΠ 846/2001, ΠοινΧρ ΝΒ, 319, ΑΠ 1187/2000, ΠοινΔικ 2001, 107, ΑΠ 543/2000, ΠοινΧρ Ν, 986, ΑΠ 1129/1996, Υπερ, 562, ΑΠ 1861/1994, ΠοινΧρ ΜΕ, 203, ΑΠ 1920/1992, ΠοινΧρ ΜΒ, 1095. 23 Βλ. ΑΠ 849/1998, ΠοινΧρ 1999, 450. 24 Βλ. ΑΠ 376/1996, ΑΠ 906/1995, ΑΠ 872/1995, ΑΠ 519/1995, ΑΠ 1113/1993, ΑΠ 958/1993. 25 ά. 34, 36, 83 ΠΚ. 26 Μαργαρίτη Λ., Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Θεωρία- Νομολογία, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σελ.: 91. 27 Βλ. ΠΛογ 2003, 1652.

και να τους αναπτύσσουν προφορικώς, αφού μόνη η διατύπωσή τους σε έγγραφο, χωρίς προφορική ανάπτυξη, δεν αρκεί για το παραδεκτό του ισχυρισμού 28. Κατ εξαίρεση, το Δικαστήριο ερευνά μεν και αυτεπάγγελτα χωρίς αίτημα, την τυχόν συνδρομή και αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, δεν είναι όμως, υποχρεωμένο σε αιτιολόγηση της μη συνδρομής, αν δεν υπάρχει ορισμένο αίτημα 29. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που έχουν διατυπωθεί χωρίς την επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους είναι αόριστοι 30 και επομένως, το δικαστήριο δεν υποχρεούτο να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους 31. Μετά την έκδοση της υπ αριθμ. 591/2004 απόφασης του ΑΠ, το ίδιο ζήτημα, δηλαδή εάν είναι νομότυπη η προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού που διαλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα του κατηγορουμένου, το οποίο ενσωματώθηκε στα πρακτικά της Δίκης, όταν δεν προκύπτει από αυτά αν έλαβε χώρα και προφορική ανάπτυξή του, δίχασε το Στ Ποινικό Τμήμα του ΑΠ που με την υπ αριθμ. 2015/2004 απόφασή 32 του παρέπεμψε το ζήτημα στην Τακτική Ολομέλεια του ΑΠ λόγω διαφοράς μιας ψήφου. Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, η οποία αντέκρουσε τη γνώμη που διατυπώθηκε στις δυο προαναφερθείσες αποφάσεις, ο αυτοτελείς ισχυρισμός του αναιρεσείοντος παραδεκτώς προεβλήθη με παράδοση του εγγράφου που τον περιείχε στον γραμματέα, ο οποίος τον περιέλαβε στα πρακτικά και με γενική αναφορά του σε αυτόν, όπως προκύπτει από τα πρακτικά στο σημείο που μνημονεύουν ότι ο πληρεξούσιός του ανέπτυξε την υπεράσπιση του πελάτη του. Άρα, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα είναι παραδεκτή η προβολή του αυτοτελούς ισχυρισμού με: α)την παράδοση εγγράφου προς το γραμματέα του Δικαστηρίου, β)την ενσωμάτωση του εγγράφου αυτού στα πρακτικά και γ)την γενική αναφορά στον ισχυρισμό αυτόν. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η αρχή της προφορικότητας της 28 Βλ. ΑΠ 591/2004, ΠοινΧρ ΝΕ, 163-164 (με παρατηρήσεις Θ.Σ.). 29 Βλ. ΑΠ 582/2011, ΑΠ 1034/2003. 30 Βλ. ΑΠ 548, 1838/2010, ΟλΑΠ 1716/1990. 31 Αρβανίτη Γ., Καλφέλη Γρ., Καράμπελα Λ., Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Τόμος 2 ος, άρθρα 409-603, Σχόλια- Νομολογία, Β Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2002, σελ. 1243. 32 Βλ. Αρμ 2005 Α, 407, εκδόσεις ΔΣΘ (παρατηρήσεις Α.Κ..Ζ.).

ποινικής διαδικασίας όχι μόνο δεν κάμπτεται, αλλά αντιθέτως ενισχύεται από το άρθρο 141 παρ. 2ΚΠΔ, όπου προβλέπεται το δικαίωμα του Εισαγγελέα και των διαδίκων για καταχώρηση στα πρακτικά κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, καθώς και για παράδοση γραπτώς στο διευθύνοντα τη συζήτηση των δηλώσεώς τους που αναπτύχθηκαν προφορικά με το σκεπτικό ότι «η παράδοση γραπτώς των δηλώσεων προϋποθέτει προφορική ανάπτυξή τους». Περαιτέρω, η μειοψηφία ξεκινώντας από την σκέψη ότι «οι γραπτές αυτές δηλώσεις έστω και αν έχουν ενσωματωθεί στα πρακτικά, δεν είναι βέβαια πρακτικά», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, οι οποίοι διαλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημά του, που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχουν προβληθεί νομίμως, μόνον εφόσον από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή τους». Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν γίνει και προφορική ανάπτυξη, ο αυτοτελής ισχυρισμός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί νομίμως και το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν έχει προβληθεί νομίμως. Τέλος, σε αντίθεση με την γνώμη που επικράτησε, η μειοψηφία δέχεται ότι δεν προκύπτει ότι έγινε προφορική ανάπτυξη του αυτοτελούς ισχυρισμού στο ακροατήριο εκ της αναφοράς στα πρακτικά ότι «ο συνήγορος του κατηγορουμένου ανέπτυξε την υπεράσπιση του πελάτη του». Με την αόριστη προβολή κάποιου ισχυρισμού ζητείται από το Δικαστήριο το αδύνατο: να αποδείξει την αλήθεια μιας ατομικής κρίσης χωρίς συγκεκριμένο, άρα, άπειρο πραγματικό υπόβαθρο επαληθεύσεως. Το σημείωμα που εγχειρίζεται στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου με τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αναπληρώσει την προφορική ανάπτυξη αυτών και να καταστήσει παραδεκτή την προβολή τους, ακόμη και αν το σημείωμα αυτό επισυνάφθηκε στην οικεία δικογραφία 33. Εξάλλου, τα πρακτικά απεικονίζουν τις δηλώσεις, όπως φαίνεται ότι έγιναν, αφού δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά. Η παραπάνω τάση του ΑΠ οφείλεται στην αποφυγή κινδύνου δημιουργίας ανυπόστατων στην ουσία αναιρετικών 33 Ζημιανίτη Δ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Εκδόσεις Nομική Βιβλιοθήκη 2009.

παραπόνων, καθώς αν δεν αποδεικνύεται από τα πρακτικά και η προφορική ανάπτυξη του ισχυρισμού, θα έμενε ανοικτός ο δρόμος εγχειρίσεως του εγγράφου των αυτοτελών ισχυρισμών και μετά το πέρας της συζητήσεως. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί της Ποινικής Δίκης δεν είναι σωστό ταυτίζονται κατ ουσία με τις ενστάσεις της Πολιτικής Δίκης (οι οποίες πραγματικά κατά το άρθρο 262 παρ. 1ΚΠολΔ) πρέπει να περιλαμβάνουν ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν). Και αυτό ενόψει πρωτίστως της γνωστής και γενικά αποδεκτής θεμελιώδους διαφοράς μεταξύ των δυο αυτών δικαιοδοσιών ως προς την αναζήτηση της ουσιαστικής ή τυπικής αλήθειας στη Δίκη. Έτσι, στην Ποινική Δίκη επικρατεί η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, ενώ στην Πολιτική Δίκη η αρχή της αναζήτησης της τυπικής αλήθειας. Αφού, λοιπόν, πρέπει να εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως τόσο η ενοχή όσο και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά στην προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής, ακολουθεί ότι δεν απαιτείται να προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του ορισμένως οι ισχυρισμοί που αναφέρονται στα ζητήματα αυτά, αλλά αρκεί μόνο η πρότασή τους για να ενεργοποιήσει την υποχρέωση του Δικαστηρίου για την εξέτασή τους ενόψει της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και επομένως, σε περίπτωση απόρριψής τους το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόρριψη 34. Μόλις ασφαλώς χρειάζεται να επισημανθεί η εντελώς τυπολατρική απαίτηση της νομολογίας του ΑΠ ότι πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά και η προφορική ανάπτυξη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού, αφού είναι ευνόητο πως η κατάθεση γραπτής σχετικής δήλωσης του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του συνοδεύεται στην πρακτική από την αντίστοιχη ανάπτυξη, ενώ η μνεία των πρακτικών οφείλεται κατά κανόνα σε προφανή παραδρομή του γραμματέα και του διευθύνοντος τη συζήτηση, η οποία δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε απώλεια των αντίστοιχων δικαιωμάτων υπεράσπισης 35. 34 Καρρά Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Τέταρτη Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη 2011, σελ.: 963. 35 Καρρά Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Τέταρτη Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη 2011, σελ.: 966.

γ) Να προβάλλεται εμπροθέσμως και να αναπτύσσεται προφορικά πριν από την έκδοση της σχετικής αποφάσεως και τη δημοσίευση της περί ενοχής κρίσεως του Δικαστηρίου. Κατ εξαίρεση, έχει κριθεί από τον ΑΠ ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις αναφέρονται στα στοιχεία προσωπικότητας του δράστη και συνιστούν λόγο μείωσης της απειλούμενης ποινής και επομένως, ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων παραδεκτώς υποβάλλεται από τον ίδιο ή το συνήγορό του μετά την απόφαση για την ενοχή και κατά το στάδιο της συζήτησης για την ποινή 36. Το Ανώτατο Ακυρωτικό έχει αποφανθεί ότι από τη διάταξη του άρθρου 369ΚΠΔ προκύπτει ότι εάν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου προβάλλονται κατά το στάδιο που ακολουθεί την αποδεικτική διαδικασία, δεν δίδεται ο λόγος στον Εισαγγελέα 37, εκτός αν αυτός ζητήσει να δευτερολογήσει 38 και άρα, θεωρείται δυνατή η προβολή αυτοτελών ισχυρισμών κατά την αγόρευση του συνηγόρου του κατηγορουμένου 39. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε περίπτωση μετ αναβολής συνεδρίασης του δικαστηρίου, η οποία είχε διαταχθεί για κρείσσονες αποδείξεις, θα πρέπει να προκύπτει ότι επαναπροβλήθηκαν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί 40. 36 Βλ. ΑΠ 1615/2005, Πραξ Λογ ΠΔ 2005, 359. 37 Αρβανίτη Γ., Καλφέλη Γρ., Καράμπελα Λ., Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Τόμος 1 ος, άρθρα 1-408, Σχόλια- Νομολογία, Β Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2002, σελ.: 871. 38 Βλ. ΑΠ 679/2009, ΑΠ 813, 992/2008, ΑΠ 1096/1995, ΠοινΧρ 1996, 229. 39 Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Σειρά 2, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Δεύτερος, (άρθρα 305-603), Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ.: 3111. 40 Βλ. ΑΠ 852/2011, ΝΟΜΟΣ.

4.- Η δικονομική μεταχείριση αυτοτελών ισχυρισμών: Η δικονομική μεταχείριση των αυτοτελών ισχυρισμών διαγράφεται ως εξής 41 : α) Αφού, λοιπόν, ο αυτοτελής ισχυρισμός στηρίζεται σε συγκεκριμένη νομική διάταξη 42, η προβολή του συνιστά άσκηση δικαιώματος που ρητά παρέχει ο Νόμος. Ως εκ τούτου, κατ άρθρο 170 παρ. 2ΚΠΔ, η απόρριψή του επιβάλλεται να είναι ρητή και αιτιολογημένη. β) Αν ο ισχυρισμός κριθεί αόριστος, παρέλκει οποιαδήποτε απάντηση του Δικαστηρίου: δεν απαιτείται καμία ρητή και αιτιολογημένη απόρριψη 43. γ) Η άρνηση κατηγορίας και τα επιχειρήματα που την συνοδεύουν ενέχουν απλώς και μόνο ουσιαστική αμφισβήτηση των στοιχείων της κατηγορίας και μπορούν να απορριφθούν από το Δικαστήριο σιωπηρά και αναιτιολόγητα. Εν τέλει, η θετική αιτιολόγηση της συνδρομής της κατηγορίας εμπεριέχει, σε κάθε περίπτωση, και την απόρριψή τους. Δεν ελλείπουν, ωστόσο, οι αμφιβολίες για τον εν γένει αληθινό λόγο ύπαρξης των αυτοτελών ισχυρισμών, αλλά και οι επιφυλάξεις για τη δικονομική μεταχείριση που τους επιφυλάσσει η Νομολογία του Αρείου Πάγου. Ένας ισχυρισμός του κατηγορουμένου υπάρχει δικονομικά, εάν έχει εγγραφεί στα πρακτικά και υφίσταται, όπως έχει καταγραφεί στα πρακτικά. Εάν, όμως, ο γραμματέας έχει γράψει στα πρακτικά απλώς ότι ο ισχυρισμός δόθηκε εγγράφως προς ενημέρωση του Δικαστηρίου και ότι αναγνώσθηκε, χωρίς να βεβαιώνεται ρητά 41 Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Εκδόσεις Σάκκουλα 2002, σελ.: 463-465. 42 Βλ. ά. 22, 32, 34, 36Π.Κ. 43 Κ. Φράγκου, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία & Πρόσφατη Νομολογία Αρείου Πάγου κατ άρθρο, Εκδόσεις Σάκκουλα 2011, σελ. 761.

και ότι αναπτύχθηκε προφορικά στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ακόμη και αν έχει γίνει τέτοια προφορική πρόταση και εμπεριστατωμένη ανάπτυξη του ισχυρισμού στο ακροατήριο, θεωρείται ότι ο ισχυρισμός υποβλήθηκε μόνον εγγράφως και δεν προτάθηκε ούτε αναπτύχθηκε προφορικά, συνεπώς, είναι δικονομικά ανύπαρκτος, διότι στη διαδικασία στο ακροατήριο ισχύουν οι αρχές της προφορικότητας και της αμεσότητας. Έτσι, όμως, η ύπαρξη και υπόσταση και το ακριβές περιεχόμενο του ισχυρισμού επαφίεται ουσιαστικά στον γραμματέα της έδρας, διότι ανάλογα με το τι έχει γράψει ο γραμματέας στα πρακτικά θα θεωρηθεί είτε ότι ο κατηγορούμενος υπέβαλλε προς το Δικαστήριο έγγραφο προς ανάγνωση, εάν έχει γράψει ότι δόθηκε προς ενημέρωση του Δικαστηρίου και αναγνώσθηκε είτε ότι υπέβαλλε ισχυρισμό, εάν έχει γράψει ότι ο ισχυρισμός προβλήθηκε και αναπτύχθηκε προφορικά και εγχειρίστηκε και εγγράφως. Η πρακτική σημασία της διάκρισης είναι τεράστια, διότι το έγγραφο είναι αποδεικτικό μέσον και κατά τη Νομολογία του Αρείου Πάγου, αρκεί το Δικαστήριο στην αιτιολογία του να αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του τα έγγραφα ως κατηγορία αποδεικτικών μέσων. Αντίθετα, στον ισχυρισμό, εάν είναι αυτοτελής, οφείλει να απαντήσει και εάν τον απορρίψει, οφείλει να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την απορριπτική του κρίση. Ένα έγγραφο με αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου δεν συνιστά καν αποδεικτικό μέσον, διότι δεν αποδεικνύει γεγονότα, αλλά περιέχει νομικούς συλλογισμούς και αξιολογήσεις σχετικά με γεγονότα, που έχουν αποδειχθεί από τα αποδεικτικά μέσα, επομένως, δεν έχει αποδεικτική λειτουργία 44. Ο Άρειος Πάγος πρέπει να επισκοπεί το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται ο ισχυρισμός και από το ίδιο το έγγραφο πρέπει να συνάγεται αν η αναφορά του γραμματέα στα πρακτικά είναι ορθή και ακριβής. Εάν δεν είναι ορθή και ακριβής και ο γραμματέας δεν έχει καταγράψει ορθά στα πρακτικά το τι ακριβώς συνιστά και πως λειτούργησε το έγγραφο, τότε, πρέπει να θεωρείται ότι το έγγραφο εμπεριέχει ισχυρισμό που προβλήθηκε και αναπτύχθηκε προφορικά στο ακροατήριο του 44 Ανδρουλάκη Ν., Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, 3 η Έκδοση 2007, σελ.: 233-236 και 508-516.

Δικαστηρίου, διότι αυτό, συνήθως, συμβαίνει στην πρακτική πραγματικότητα και ότι ο γραμματέας από παραδρομή δεν έχει αναφέρει ότι ο συνήγορος ανέπτυξε και προφορικά τον ισχυρισμό του εντολέως του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Αν ζητήθηκε η κατάθεση αυτοτελών ισχυρισμών από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, η τυχόν άρνηση από το διευθύνοντα τη συζήτηση να δεχθεί την κατάθεσή τους δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ) ΚΠΔ, αλλά παρέχει στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 2ΚΠΔ, δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο προς άσκηση του δικαιώματος καταθέσεως τούτων. Δηλαδή, απαιτείται υποβολή σαφούς και ορισμένου αιτήματος από κατηγορούμενο και σε περίπτωση μη αποδοχής του από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο και απόρριψή της ή παράλειψη απόφανσης επ αυτής 45. Σε περίπτωση δε αρνήσεως αποφάσεως από το Δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε ή παρά το νόμο απορρίψεως του σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου, πράγμα που πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά από τα πρακτικά συνεδριάσεως, υφίσταται έλλειψη ακροάσεως και δημιουργείται λόγος αναιρέσεως κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β) εδ. β ΚΠΔ 46. Το δικάζον Δικαστήριο οφείλει να απαντήσει και σε κάθε έναν αυτοτελή ισχυρισμό που προτάθηκε από τον κατηγορούμενο, άλλως, η παράλειψή του συνιστά σχετική ακυρότητα και ιδρύει, ως εκ τούτου, λόγο αναιρέσεως 47. Όταν κάποιος διάδικος και ιδίως, ο κατηγορούμενος αιτείται την καταχώρηση δήλωσης, ερώτησης κλπ. στα πρακτικά και ο διευθύνων τη συζήτηση αρνείται, δε δημιουργείται εντεύθεν ακυρότητα της διαδικασίας για έλλειψη ακρόασης, εκτός αν ο διάδικος προσέφυγε στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δεν απάντησε ή αδικαιολόγητα αρνήθηκε την καταχώρηση στα πρακτικά 48. Η απόφαση, λοιπόν, του δικαστηρίου και όχι του διευθύνοντος τη συζήτηση που αρνείται ή περιορίζει την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, η οποία εκδίδεται μετά προσφυγή κατά της 45 Βλ. ΑΠ 804/2008, ΠΛογ 2008, 519, ΑΠ 1825/2003, ΠοινΔικ 2004, 18 (παρατηρήσεις Λ. Μαργαρίτη). 46 Βλ. ΑΠ 1108/2010, ΠοινΔικ 2011, 408. 47 Βλ. ΑΠ 686/1997, Υπερ 1998, 54 (παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη), ΑΠ 1190/1997, Υπερ 1998, 531. 48 Βλ. ΑΠ 1837/2003, ΑΠ 1199/2002, ΠοινΔικ 2002, 1338, ΑΠ 1881/1994, ΠοινΧρον ΜΕ, 213.

άρνησης του διευθύνοντος τη συζήτηση, προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται εναντίον της οριστικής απόφασης και μόνο μαζί με αυτήν, ιδίως, μπορεί να προταθεί ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠΔ για έλλειψη ακροάσεως 49. Ειδικότερα, αν υποβληθεί ένα αίτημα κατά τρόπο ορισμένο το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο μεν να χορηγήσει το ελαφρυντικό ή να διατάξει την αναστολή στην περίπτωση του άρθρου 27ΚΝΝ, πρέπει όμως, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόρριψη, άλλως, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας κατ άρθρο 139ΚΠΔ και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ) ΚΠΔ. Η καθόλου μη απάντηση σε ένα τέτοιο ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης 50 κατ άρθρο 170 παρ. 2ΚΠΔ και ιδρύει το λόγο αναιρέσεως κατ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β) ΚΠΔ 51. Έλλειψη ακροάσεως υπάρχει, όταν υπό του Νόμου παρέχεται στον κατηγορούμενο ή το συνήγορο αυτού η ευχέρεια όπως, αν θέλει, να αιτήσει την άσκηση ενός ρητά παρεχόμενου σε αυτόν δικαιώματος, οπότε, αν ο διευθύνων τη συζήτηση αρνηθεί και μετά προσφυγή στο Δικαστήριο, αρνηθεί και τούτο, επίσης, στον κατηγορούμενο το δικαίωμα που παρέχει σε αυτόν ο Νόμος ή αν παραλείψει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί σχετικής αιτήσεως 52. Η μη απάντηση σε ένα υποβληθέν αίτημα ή αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου επιφέρει απόλυτη ακυρότητα υπό την προϋπόθεση ότι το αίτημα αυτό είναι νόμιμο και υποβάλλεται με σαφήνεια και πληρότητα και δεν είναι αόριστο ή ακατάλυπτο 53. Αν το Δικαστήριο αρνηθεί ή δεν απαντήσει σε υποβληθέν αίτημα του κατηγορουμένου για κατ αντιπαράσταση εξέταση μάρτυρα είναι αναιρετέα η απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω έλλειψης ακρόασης κατ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠΔ 54. 49 Βλ. ΑΠ 1053/1985, ΠοινΧρ ΛΣΤ, 86 50 Αρβανίτη Γ., Καλφέλη Γρ., Καράμπελα Λ., Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Τόμος 1 ος, άρθρα 1-408, Σχόλια- Νομολογία, Β Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2002, σελ.: 429. 51 Βλ. ΑΠ 1100/2006, ΠοινΔικ 2006, 1459, ΑΠ 2498/2005, ΠοινΔικ 2006, 683, ΑΠ 1890/2005, ΠοινΔικ 2006, 516, ΑΠ 1498/2005, ΠοινΔικ 2006, 342, ΑΠ 669/2005, ΠοινΔικ 2005, 1105, ΑΠ 1117/1984, ΠοινΧρ 1985, 229. 52 Βλ. ΑΠ 1455/1987. 53 Βλ. ΑΠ 1977/2003. 54 Βλ. ΑΠ 1783/2008.

Για να υπάρξει έλλειψη ακροάσεως πρέπει: 1)να αναφέρεται η αίτηση σε δικαίωμα ρητώς παρεχόμενο από το Νόμο, 2)να ζητήσει την άσκηση του δικαιώματος ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος αυτού ή ο Εισαγγελέας, 3)το Δικαστήριο να παρέλειψε να αποφανθεί επί της αιτήσεως 55, 4)να απεφάνθη μεν, αλλά παρά το Νόμο απορριπτικώς 56 και 5)να έχει υποβληθεί αυτοτελής ισχυρισμός προκύπτων εκ των πρακτικών 57. Ο Ανδρουλάκης, με βάση την αρχή της δικαστικής ακρόασης, αλλά και την ίδια τη νομιμοποιητική- απολογητική λειτουργία της αιτιολογίας συνάγει ότι είναι απαραίτητη η αιτιολόγηση της απόρριψης όχι μόνο των «αυτοτελών» ισχυρισμών, αλλά και όλων εκείνων των υπερασπιστικών ισχυρισμών που εκπληρώνουν τις αναφερθείσες προϋποθέσεις και διαθέτουν το minimum εκείνο πραγματικής στήριξης που είναι αναγκαίο για να πάρει αντίστοιχη συγκεκριμένη τροπή το διαγνωστικό καθήκον του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, δεν έχει σημασία η δικονομική μορφή του αντίστοιχου ισχυρισμού, αν δηλαδή προτείνεται ως δήλωση, ένσταση, άρνηση της κατηγορίας είτε απλή είτε αιτιολογημένη ή επιχείρημα είτε νομικό είτε πραγματικό. Προς αυτή την ορθή κατεύθυνση χαιρετίζει ο Ανδρουλάκης την υπ αριθμ. 636/1993 απόφαση του ΑΠ (ΠοινΧρ ΜΓ, 412) που δέχεται ότι ο ισχυρισμός του «άλλοθι» από τον κατηγορούμενο συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό που έπρεπε να απαντηθεί αιτιολογημένα από το Δικαστήριο. Δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατ άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ) ΚΠΔ, αν ο Εισαγγελέας της έδρας δεν πρότεινε ειδικά επί υποβληθέντος παραδεκτά αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου είτε διότι επιφυλάχθηκε είτε διότι δεν του δόθηκε ο λόγος αμέσως μετά την προβολή του, αν, στη συνέχεια, ο Εισαγγελέας λαβών το λόγο πρότεινε επί της κατηγορίας την ενοχή του κατηγορουμένου και παρέλειψε και δεν αναφέρθηκε ειδικά και συγκεκριμένα για απόρριψη προβληθέντος συγκεκριμένου αυτοτελούς ισχυρισμού, διότι θεωρείται ότι 55 Βλ. ΑΠ 922/2004, ΠοινΧρ 2005, 427, ΑΠ 783/2000, ΠοινΔικ 2000, 949, ΑΠ 48/1999, Υπερ 2000, 275. 56 Βλ. ΑΠ 1455/1987, ΑΠ 263/1985, ΑΠ 337/1968, ΑΠ 108/2004, ΑΠ 38/2004, ΑΠ 2187/2003, ΑΠ 1690/2003, ΑΠ 2363/2002. 57 Βλ. ΑΠ 108/2004, ΑΠ 38/2004, ΑΠ 2187/2003, ΑΠ 2363/2002.

στην επί της ενοχής πρότασή του, εμπεριέχεται και πρόταση του Εισαγγελέα για απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου 58. Αν όμως, το δικαστήριο απορρίψει αυτοτελή ισχυρισμό χωρίς πρόταση του Εισαγγελέα επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για έλλειψη ακρόασης του Εισαγγελέα 59. Ο Άρειος Πάγος πρέπει να επισκοπεί το έγγραφο, στο οποίο διατυπώνεται ο ισχυρισμός, δεδομένου ότι και ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει την αρχή ότι μπορεί να επισκοπεί επιτρεπτά τα έγγραφα της δικογραφίας. Προβαίνει σε αυτή την ενέργεια προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια των πρακτικών και να θεωρεί, εφόσον δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι ο ισχυρισμός δεν αναπτύχθηκε στο ακροατήριο, ότι ο ισχυρισμός που διατυπώνεται στο έγγραφο έχει αναπτυχθεί και προφορικά και ότι η μη αναφορά της προφορικής ανάπτυξης έχει γίνει από παραδρομή. Μάλιστα, ο Άρειος Πάγος αναγνωρίζει σε άλλες περιπτώσεις ότι είναι δυνατό αναφορές στα πρακτικά ή παραλείψεις αναφορών να έχουν γίνει από παραδρομή. Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορεί να επιλυθεί το σύνηθες πρακτικό πρόβλημα ο γραμματέας της έδρας να μην καταγράφει ορθά στα πρακτικά το περιεχόμενο του ισχυρισμού ή όλο το περιεχόμενο του ισχυρισμού, αλλά να τον αποδίδει συνοπτικά, κατά περισσότερο ή λιγότερο εύστοχο ή άστοχο ή εσφαλμένο τρόπο, ανάλογα με την εμπειρία και τις γνώσεις του, ώστε πολλές φορές η προβολή του φαίνεται εσφαλμένη, αόριστη ή ελλειπτική και ανεπαρκής ή ανεπέρειστη παρά το ότι ο ισχυρισμός αναπτύχθηκε με πληρότητα και σαφήνεια στο ακροατήριο και είναι ανεπτυγμένος ορθά με πληρότητα και σαφήνεια στο έγγραφο που δόθηκε από το συνήγορο ή το κατηγορούμενο στο Δικαστήριο. Σε αυτήν τη συνηθέστατη στην πράξη περίπτωση, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι από παραδρομή ο γραμματέας δεν ενέγραψε ορθά ή δεν κατέγραψε το περιεχόμενο του ισχυρισμού, όπως διατυπώθηκε με σαφήνεια στο ακροατήριο και όπως με σαφήνεια περιέχεται στο σχετικό έγγραφο ή δεν το κατέγραψε όλο, αν και ο ισχυρισμός ήταν διατυπωμένος με πληρότητα στο σχετικό έγγραφο. Συνεπώς, σε αυτή την περίπτωση, δεν ισχύει η αναφορά των πρακτικών, αλλά υπερισχύει και κατισχύει το έγγραφο, στο οποίο έχει διατυπωθεί ο ισχυρισμός, 58 Βλ. ΑΠ 106/2011, ΑΠ 1611, 1232/2009, ΑΠ 511/2008. 59 Βλ. ΑΠ 133/2010.

το οποίο επιτρεπτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος και λαμβάνει υπόψη του για την κρίση του λόγου αναίρεσης αντί για την εσφαλμένη αναφορά των πρακτικών 60. Ειδικότερα, χωρίς αμφιβολία, στους συλλογισμούς της πάγιας Νομολογίας του Αρείου Πάγου, σε σχέση με τη μεταχείριση των αυτοτελών ισχυρισμών, υπολανθάνει μία αστικο-δικονομική προδιάθεση, όπου πρυτανεύει η δέσμευση από τα αιτήματα των διαδίκων, καθώς τα αιτηθέντα αποτελούν το αντικείμενο της Πολιτικής Δίκης. Προδίδει τη νόθευση της ποινικής δικονομικής σκέψεως από μεθόδους αντίστοιχης αστικής. Η αντιστοιχία είναι μάλλον προφανής: η απάντηση στην αγωγή, εδώ, ταυτίζεται με την άρνηση της κατηγορίας, ενώ η ένσταση εξομοιώνεται με αυτοτελή ισχυρισμό. Αντιστοιχία, όμως, άστοχη και ατυχής, ακόμη και όταν υπάρχει διάθεση διεύρυνσης της έννοιας των αυτοτελών ισχυρισμών προκειμένου να επεκταθεί και η υποχρέωση αιτιολογίας. Το έργο του ποινικού Δικαστή είναι διαγνωστικό, πράγμα, βέβαια, που σημαίνει ότι ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να διερευνήσει και να διαφωτίσει ολοκληρωτικά την υπόθεση σε όλες τις κρίσιμες εκδοχές της, μία από τις οποίες είναι ασφαλώς και οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί, εφόσον προβάλλονται συγκεκριμένα και με σαφήνεια, δημιουργώντας μία επαληθεύσιμη ατομική κρίση 61. Μεταξύ των δύο δικαιοδοσιών ενυπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά: στην Ποινική Δίκη επικρατεί η αρχή αναζήτησης της ουσιαστική αλήθειας, ενώ στην Πολιτική Δίκη η αρχή της τυπικής αλήθειας. Απόρροια της αρχής αυτής στην Ποινική Δίκη συνιστά η πραγματική θεσμική διάταξη του άρθρου 239 παρ. 2 εδ. α ΚΠΔ, που αναφέρεται μεν στην ανάκριση (προδικασία), όμως, προδήλως εκτείνεται σε ολόκληρη την Ποινική Δίκη και, μάλιστα, στην αποδεικτική διαδικασία, αφού και εκεί λαμβάνει χώρα η συλλογή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, σύμφωνα με την οποία «γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνον η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και 60 Πράξη & Λόγος Ποινικού Δικαίου 1/2000, 469-471 (παρατηρήσεις Γ. Ι. Συλίκου). 61 Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία- Πράξη- Νομολογία, Εκδόσεις Σάκκουλα 2002, σελ.: 463-465.

επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής». Αφού, λοιπόν, πρέπει να εξετάζεται και να βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως τόσο η ενοχή όσο και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής, ακολουθεί ότι δεν απαιτείται να προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του ορισμένως οι ισχυρισμοί που αναφέρονται στα ζητήματα αυτά, αλλά αρκεί μόνο η πρότασή τους για να ενεργοποιήσει την πρόταση του Δικαστηρίου για την εξέτασή τους ενόψει της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας 62. Εν πάση περιπτώσει και χωρίς να αφιστάμεθα από την ανωτέρω εκφρασθείσα θέση μας, μπορούμε να τονίσουμε τούτο: ειδικά το περιεχόμενο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού θα πρέπει να αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της ουσιώδους ερευνητικής δράσης του Ποινικού Δικαστή και όχι στο επίπεδο της αστικοδικονομικής νοοτροπίας που συχνά εμφιλοχωρεί στην ποινική διαδικασία. Η Ποινική Δίκη, διαπνεόμενη από τις αρχές της «δημόσιας επιμέλειας» ή της «αυτεπάγγελτης αναζητήσεως της ουσιαστικής αλήθειας», δεν είναι δογματικά συνεπές, πέρα από τις ρητά μνημονευόμενες στο Νόμο περιπτώσεις 63, να νοθεύεται από αστικοδικονομικούς κανόνες περί ορισμένων ή αόριστων αιτημάτων ή ισχυρισμών. Προς την κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να εκλείψει ή να περιοριστεί η κεκτημένη επίκληση της αοριστίας, η οποία συχνά ευνοεί την παράκαμψη της διερεύνησης και εξέτασης αξιοπρόσεκτων αυτοτελών ισχυρισμών. Το Ποινικό Δικαστήριο θα πρέπει, ως εκ τούτου, να διερευνά κάθε ισχυρισμό, ο οποίος εν σπέρματι περιέχει λόγο κατάλυσης ή μείωσης αξιοποίνου. Ο Ποινικός Δικαστής οφείλει, κατά κανόνα, να ενεργεί ανεξάρτητα από τις αιτήσεις, προτάσεις και αντίστοιχες διαθέσεις των διαδίκων. Επομένως, όταν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του διατυπώνουν, έστω και ατελώς, έναν ισχυρισμό, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να μην τον προσπεράσει, αλλά, στα πλαίσια αναζητήσεως της ουσιαστικής αλήθειας, να τον διερευνήσει, ενώ εάν τυχόν διαμορφώσει αρνητική κρίση σχετικά με την συνδρομή 62 Κονταξής Αθαν., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός Θεωρίας & Πράξης, Τόμος πρώτος άρθρα 1-271, Δ Έκδοση 2006. 63 Βλ. ά. 82-84, 89, 91, 326, 475 ΚΠΔ. και 117, 120 ΠΚ.

του, να τον απορρίψει αιτιολογημένα. Έτσι, άλλωστε, υπηρετείται τόσο ο στόχος της προστασίας των εννόμων αγαθών όσο και η ανάγκη εξασφάλισης της ελευθερίας του πολίτη απέναντι σε καταχρήσεις του ποινικού δικονομικού μηχανισμού.

5.- Άρνηση της κατηγορίας: Η άρνηση της κατηγορίας αποτελεί ένα πραγματικό ισχυρισμό ή επιχείρημα του κατηγορουμένου που αναφέρεται σε αρνητικούς ισχυρισμούς προς απόκρουση της ενοχής 64, ο οποίος δεν μπορεί να στηρίξει αμφισβήτηση της νομικής έννοιας του εγκλήματος, όπως για παράδειγμα, όταν ο δράστης ενός τροχαίου ισχυρίζεται ότι «δεν οδηγούσε αυτός, αλλά ο πατέρας του» 65 ή στην περίπτωση μιας σωματικής βλάβης ότι «δεν χτύπησε το θύμα» 66. Δηλαδή το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει αιτιολογημένως στους αυτοτελείς ισχυρισμούς και να περιλάβει με ειδική αιτιολογία την απόφαση για την απόρριψή τους. Δεν υποχρεούται, όμως, να απαντήσει με ειδική αιτιολογία στην περίπτωση που ο ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αποτελεί άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος ή συνιστά απλό υπερασπιστικό επιχείρημα που εξάγεται από τη συναλλακτική εμπειρία ή από τα αποδεικτικά μέσα 67. Δεν είναι υποχρεωμένο είναι να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την τυχόν σιγή ή ρητή απόρριψή τους και επομένως, δεν είναι αναιρετέα η απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όταν δεν έχει απαντηθεί καθόλου ή έχει απαντηθεί ελλιπώς ή υπάρχουν στην αιτιολογία ασάφειες, αντιφάσεις, λογικά κενά ή η αιτιολογία απόρριψης των ισχυρισμών είναι ενδοιαστική 68. Αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του κατηγορουμένου εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή, ήτοι για τη συνδρομή της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος 69. 64 Βλ. ΑΠ 1615/2005, ΠοινΧρ ΝΣΤ, 971. 65 Βλ. ΑΠ 62/1989, ΠοινΧρ 1989, 702. 66 Βλ. ΑΠ 442/1989, ΠοινΧρ1989, 963. 67 Βλ. ΑΠ 50/2011, ΑΠ 1830/2010. 68 Βλ. ΑΠ 1032/2009, ΑΠ 2034/2008. 69 Βλ. ΑΠ 406/2010, ΑΠ 1229, 1711/2009, ΑΠ 427/2007, ΑΠ 2068/2004.

Δεν αμφισβητούνται στοιχεία της νομικής έννοιας της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή της σωματικής βλάβης, αλλά, απλώς, αν ο συγκεκριμένος δράστης ήταν σε πραγματικό επίπεδο το υποκείμενο του εγκλήματος ή αν έγινε η πράξη για την οποία κατηγορείται ή όχι, δηλαδή με άλλα λόγια, αμφισβητείται ουσιαστικά μόνον η απόδειξη των πραγματικών περιστατικών. Εντούτοις, ο αυτοτελής ισχυρισμός στηρίζεται σε νομικά στοιχεία που είναι ανεξάρτητα και έξω από την κατηγορία και γι αυτό ονομάζεται αυτοτελής. Ένας ισχυρισμός, δηλαδή, πρέπει να θεωρείται αυτοτελής, γιατί αυτοδύναμα μπορεί να καταλύσει την έννοια του εγκλήματος, όπως αυτή ορίζεται εκάστοτε στο Νόμο. Ο αυτοτελής ισχυρισμός καταλύει την κατά νόμο προσδιοριζόμενη έννοια του σχετικού εγκλήματος και με την εισαγωγή αυτού του ζητήματος στη Δίκη πρέπει να πάρει οπωσδήποτε θέση το Δικαστήριο. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ο οποίος περίμενε στο ΙΧΕ τους δυο αλβανούς που μετέφερε για να αποκομίσουν από εγκαταλελειμμένη θαλαμηγό δυο σάκους ναρκωτικών, ότι έπρεπε να κριθεί ως απλός συνεργός και όχι ως συναυτουργός στην κατοχή είναι υπερασπιστικός 70 και όχι αυτοτελής ισχυρισμός και γι αυτό, δεν χρειαζόταν ειδική αιτιολογία για την απόρριψή του 71. Επίσης, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τις ναρκωτικές ουσίες του τις είχε δώσει προς φύλαξη ένας Αλβανός προμηθευτής του δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός και δεν χρήζει ειδικής αιτιολογίας 72. Ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ) ΚΠΔ λόγος αναίρεσης κατά τον οποίο το Δικαστήριο δεν απάντησε αιτιολογημένα στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι στον αμέσως προ της σύλληψής του χρόνο έκανε συστηματική χρήση χασίς πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί, καθ όσον ο ισχυρισμός αυτός συνιστά υπερασπιστικό επιχείρημα και όχι αυτοτελή ισχυρισμό περί τοξικομανίας, αφού ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ότι απέκτησε την έξη των ναρκωτικών και αδυνατεί να την αποβάλλει 70 Καιάφα- Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου- Καστανίδου Ε., Νομολογιακές Εφαρμογές Ειδικών Ποινικών Νόμων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2008, σελ. 423. 71 Βλ. ΑΠ 1535/2002, ΠΛογ 2002, 1558. 72 Βλ. ΑΠ 157/2002, ΠοινΔικ 2002, 1278.

με τις δικές του δυνάμεις 73. Ο ισχυρισμός του ότι παρέδωσε ποσότητα ηρωίνης προς φύλαξη προκειμένου να μην την αντιληφθεί η γυναίκα του και ότι, άρα, δεν ξέφυγε από την κατοχή του, συνιστά άρνηση της κατηγορίας ως προς την πράξη της διάθεσης και όχι αυτοτελή ισχυρισμό 74. Δεν είναι αυτοτελής ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν είναι φυσικός αυτουργός κακουργηματικής πώλησης, αλλά αναγκαίος συνεργός προμήθειας ινδικής κάνναβης 75. Δεν είναι αυτοτελείς ισχυρισμοί και δε χρήζουν ειδικής απάντησης από το Δικαστήριο, ενδεικτικά οι εξής ισχυρισμοί του κατηγορουμένου «είμαι αθώος, δεν είμαι ένοχος, δεν τέλεσα εγώ την πράξη, η κατηγορία είναι αόριστη ή ανυπόστατη, δεν τελέστηκε η πράξη, δεν υπάρχει παθών, δεν επήλθε ζημία, η κατηγορία είναι αβάσιμη, αόριστη, απαράδεκτη, δεν συντρέχει δόλος, δεν υπέχω αμέλεια» ισχυρισμοί οι οποίοι συνιστούν άρνηση κατηγορίας και υπερασπιστικά απλώς επιχειρήματα του κατηγορουμένου 76. Τέλος, κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι «ωθήθηκε στην πράξη του, συνεπεία της υπέρβασης εκ μέρους του αστυνομικού, των ορίων της επιτρεπτής συγκεκαλυμμένης δράσης του κατά τρόπο ώστε η δράση του εν λόγω αστυνομικού να συνιστά όχι διερεύνηση της δήθεν εγκληματικής δραστηριότητας του κατηγορουμένου με παθητικό κατά βάση τρόπο, αλλά να αποτελεί αθέμιτη επιρροή και πρόκληση στον κατηγορούμενο να εγκληματήσει 77» δεν είναι αυτοτελής ούτε συνιστά ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2ΠΚ, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε συνεπώς, υποχρέωση να απαντήσει ιδιαίτερα σε αυτόν και συνεπώς, δεν ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ) ΚΠΔ 78. 73 Βλ. ΑΠ 999/2004, ΠΛογ 2004, 1265. 74 Βλ. ΑΠ 982/1989, ΠοινΧρ Μ, 292. 75 Βλ. ΑΠ 2150/2009, ΑΠ 1259/1990, ΠοινΧρ ΜΑ, 557. 76 Βλ. ΑΠ 1809/2010, ΑΠ 1972/2009. 77 Κότσαλη Λ., Μαργαρίτη Μ., Φαρσεδάκη Ι., Ναρκωτικά, Β έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2010, σελ. 198-199. 78 Βλ. ΑΠ 1498/2005, ΠοινΔικ 2006, 342.

6.- Τα δικαιώματα των διαδίκων: Όσον αφορά τα δικαιώματα των διαδίκων να ζητούν την καταχώρηση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη Δίκη, καθώς και να παραδίδουν εγγράφως τις προφορικά αναπτυχθείσες δηλώσεις τους στο διευθύνοντα προς καταχώριση στα πρακτικά, προβλέπεται και προσφυγή κατά της ενδεχόμενης άρνησης του διευθύνοντος σε ολόκληρο το Δικαστήριο 79, ενώ η απόφαση που εκδίδεται επί της προσφυγής προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα, τα οποία επιτρέπονται εναντίον της οριστικής απόφασης 80. Η απόρριψη της προσφυγής προσβάλλεται με ένδικα μέσα που επιτρέπονται εναντίον της οριστικής απόφασης και μόνο μαζί με αυτήν 81. Γίνεται φανερό ότι, εφόσον πρόκειται για τον κατηγορούμενο, η παρά το Νόμο απόρριψη της σχετικής αίτησης επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού αυτός στερείται δικαίωμα υπεράσπισής του σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ) ΚΠΔ. 79 Βλ. ά. 335 παρ. 2 ΚΠΔ. 80 Βλ. ά. 141 παρ. 2 εδ. β ΚΠΔ. 81 Βλ. ΑΠ 1053/1985, ΠοινΧρ ΛΣΤ, 86.

7.- Αναιρετικός έλεγχος και αυτοτελείς ισχυρισμοί : Ο Άρειος Πάγος έχει εντάξει στα πλαίσια ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως αναιρετικού λόγου βουλευμάτων και αποφάσεων [ά. 484 παρ. 1 περ. δ) ΚΠΔ και 510 παρ. 1 περ. Δ) ΚΠΔ αντίστοιχα] και τους αποκαλούμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς, αξιώνοντας το ίδιο και για την απόρριψη αυτών. Η αιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3Σ και 139ΚΠΔ ειδική 82 και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων 83, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ) ΚΠΔ λόγο αναίρεσης προκειμένου περί απόρριψης ως ουσιαστικά αβασίμου αυτοτελούς ισχυρισμού, υπάρχει, όταν εκτίθενται στην απόφαση με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση για τη μη συνδρομή των στοιχείων που θεμελιώνουν τον αυτοτελή ισχυρισμό, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν και στήριξαν την κρίση για τη μη συνδρομή των στοιχείων που θεμελιώνουν τον αυτοτελή ισχυρισμό, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση για απόρριψη του ισχυρισμού αυτού 84. Αν λείπουν αυτά τα στοιχεία, η απόφαση καθίσταται αναιρετέα 85. Ειδική είναι η αιτιολογία που αναφέρεται ειδικά σε καθένα από τα κρινόμενα πραγματικά περιστατικά, σε καθένα από τα κεφάλαια της κατηγορίας και σε καθέναν από τους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Μία συνολική αναδρομή στη Νομολογία του Αρείου Πάγου αποκαλύπτει στον 82 Βλ. ΑΠ 257/2008, ΠοινΧρ 2009, 54, ΑΠ 414/2007, ΠοινΧρ 2008, 65. 83 Βλ. ΑΠ 433/1998, ΠοινΧρ 1998, 1072. 84 Βλ. ΑΠ 436/1998, ΠοινΧρ 1998, 1075. 85 Φράγκου Κ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία & Πρόσφατη Νομολογία Αρείου Πάγου κατ άρθρο, Εκδόσεις Σάκκουλα 2011, σελ.: 736.