ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Πρόγραμμα Σπουδών: ΔΕΟ Θεματική Ενότητα: ΔΕΟ 10 - Βασικές Αρχές Δικαίου και Διοίκησης Ακαδημαϊκό Έτος: 2015/16 Γενικές οδηγίες για την εργασία Δεύτερη Γραπτή Εργασία Διοικητικό Δίκαιο Όλα τα ερωτήματα είναι υποχρεωτικά. Η εργασία, περιλαμβανομένης της εισαγωγής, του επιλόγου και των αναφορών, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 2.500 λέξεις. Οι εργασίες πρέπει να είναι επιμελημένες και ευανάγνωστες, ώστε να μην κουράζουν τον αναγνώστη. Καταληκτική ημερομηνία ανάρτησης των εργασιών στο study.eap.gr: Δευτέρα, 04 Ιανουαρίου 2016. Οι φοιτητές και φοιτήτριες δικαιούνται δύο (εργάσιμες) ημέρες καθυστέρησης χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση και άδεια από τον Συντονιστή της Θ.Ε., συνεπώς καταληκτική ημερομηνία είναι η Τετάρτη, 06 Ιανουαρίου 2016. Εργασίες που παραλαμβάνονται εκπρόθεσμα χωρίς άδεια του Συντονιστή επισύρουν βαθμολογικές κυρώσεις (0,5 βαθμό για κάθε ημερολογιακή ημέρα καθυστέρησης). Θέμα Με βάση διάταξη τυπικού νόμου, η οποία παρείχε τη σχετική εξουσιοδότηση, εκδόθηκε η Κοινή Υπουργική Απόφαση (Κ.Υ.Α.) Χ με την οποία αυξάνονταν τα πρόστιμα που έπρεπε να καταβάλουν όσοι οδηγοί παραβιάζουν διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Η εν λόγω Κ.Υ.Α., η οποία ουδέποτε δημοσιεύτηκε νομίμως, προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι όσοι οδηγοί παραβιάζουν το ανώτατο όριο ταχύτητας εντός κατοικημένης περιοχής τιμωρούνται με πρόστιμο 1.000 Ε (η προισχύουσα διάταξη προέβλεπε πρόστιμο 500 Ε). Στον Α οδηγό επαγγελματικού αυτοκινήτου επιβλήθηκε, από το αρμόδιο αστυνομικό όργανο, το προαναφερόμενο πρόστιμο, επειδή καταγράφηκε να κινείται με υπερβολική ταχύτητα εντός κατοικημένης περιοχής. Ο Α θεωρώντας το πρόστιμο άδικο, για λόγους που αναφέρονται παρακάτω, δεν το πλήρωσε με αποτέλεσμα να βεβαιωθεί σε βάρος του στην αρμόδια ΔΟΥ και αυτός να λάβει ταμειακή βεβαίωση πληρωμής του και τη σχετική ατομική ειδοποίηση. 1. Τι είδους διοικητική πράξη είναι η Κ.Υ.Α. και ποιες οι συνέπειες της μη δημοσίευσής της; 2. Πώς αξιολογείτε τον ισχυρισμό του Α ότι είναι άδικο το πρόστιμο, διότι το αστυνομικό όργανο δεν μείωσε το ποσό του, μη αποδεχόμενο τους ισχυρισμούς του Α περί δικαιολογημένης υπέρβασης του ορίου ταχύτητας επειδή μετέφερε νοσοκομειακό υλικό; 3. Πώς αξιολογείτε τον ισχυρισμό του Α ότι είναι δυσανάλογο και υπερβολικό το πρόστιμο, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση της χώρας;
4. Πώς αξιολογείτε τον ισχυρισμό του Α ότι νόμιζε πως το πρόστιμο ανερχόταν, σύμφωνα με την προϊσχύουσα διάταξη, στα 500 Ε και ότι εάν ήξερε το νέο ποσό του προστίμου θα ήταν προσεκτικότερος; Τίθεται στην περίπτωση αυτή ζήτημα παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης; 5. Πώς αξιολογείτε τον ισχυρισμό του Α ότι έπρεπε να εκδοθεί δικαστική απόφαση σε βάρος του και μετά να βεβαιωθεί πρόστιμο; Οδηγίες για την ανάπτυξη της εργασίας Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία σε μία επιτυχημένη εργασία είναι να αντανακλά την πλήρη κατανόηση και γνώση του θέματος από τον φοιτητή/τη φοιτήτρια και όχι να αποτελεί μία συρραφή πληροφοριών. Τα κριτήρια αξιολόγησης της εργασίας αυτής είναι τα παρακάτω: 1. Η εργασία θα πρέπει να αναδεικνύει την κατανόηση του θέματος από τον φοιτητή/τη φοιτήτρια, πράγμα που προκύπτει από τα εξής: Σαφής επισήμανση όλων των πτυχών και παραμέτρων του θέματος Σωστή ανάπτυξη των αναλυτικών στοιχείων Αναφορά σε μελέτες, βιβλιογραφία ή άλλα στοιχεία, όπου απαιτείται Επιχειρηματολογία με ξεκάθαρη δομή και λογικά επιχειρήματα Απουσία άσχετου υλικού 2. Η αντιγραφή δεν επιτρέπεται ούτε από πηγές του Internet, ούτε από άλλους φοιτητές/φοιτήτριες του ΕΑΠ ή άλλων πανεπιστημίων. Επίσης, παράγραφοι ή λήμματα από βιβλία πρέπει να επισημαίνονται σαν τέτοια (σε παρένθεση ή σε υποσημείωση ο συγγραφέας και ο τίτλος) και η σχετική πηγή πρέπει να αναγράφεται στη βιβλιογραφία. Επισημαίνεται ότι γίνεται έλεγχος αντιγραφών και η λογοκλοπή τιμωρείται βαθμολογικά. 3. Η εργασία δεν πρέπει να ξεπερνά τις 2.500 λέξεις και πρέπει να υποβληθεί δακτυλογραφημένη σε μορφή word μέσω του συστήματος study.eap.gr. Κ Α Λ Η Ε Π Ι Τ Υ Χ Ι Α!
Ενδεικτικές απαντήσεις: 1. Η Κοινή Υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) Χ εκδόθηκε βάσει του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος. Με το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η αρμοδιότητα να μεταβιβάζει κατ εξαίρεση και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (για θέματα ειδικά, ή τοπικού ενδιαφέροντος ή με τεχνικό ή λεπτομερειακό χαρακτήρα) την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεταβιβάζεται με τυπικό νόμο η αρμοδιότητα σε συγκεκριμένους Υπουργούς να τροποποιήσουν με ΚΥΑ τα πρόστιμα διατάξεων του ΚΟΚ (Γέροντας, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 2014, σελ. 65 επ.). Οι διοικητικές πράξεις διακρίνονται σε α) κανονιστικές διοικητικές πράξεις (γενική και αφηρημένη ρύθμιση) και β) ατομικές διοικητικές πράξεις (ατομική και συγκεκριμένη ρύθμιση) (Γέροντας, ό.π., σελ. 56 επ., 110 επ., 137). Η συγκεκριμένη ΚΥΑ είναι κανονιστική διοικητική πράξη. Κανονιστική είναι εκείνη η διοικητική πράξη με την οποία η διοίκηση θεσπίζει αφηρημένα διατυπωμένους και γενικά δεσμευτικούς κανόνες δικαίου (Γέροντας, ό.π., σελ. 55). Εν προκειμένω, η διοίκηση αυξάνει γενικά και αφηρημένα τα πρόστιμα για τις παραβάσεις του ΚΟΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 1 εδ. β. του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), η κανονιστική διοικητική πράξη πρέπει να δημοσιεύεται. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι πρέπει να δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΕτΚ) εκτός αν από ειδικότερη νομική ρύθμιση προβλέπεται άλλος τρόπος δημοσίευσης. Με τη δημοσίευσή της η κανονιστική διοικητική πράξη ενισχύει την διαφάνεια της δημόσιας διοίκησης και προσθέτει ασφάλεια δικαίου. Γίνεται γνωστή στους πολίτες και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχός της. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η παράλειψη δημοσίευσης των κανονιστικών διοικητικών πράξεων τις καθιστά ανυπόστατες. Οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές διοικητικές πράξεις ως ανυπόστατες δεν παράγουν έννομες συνέπειες. Για λόγους ασφάλειας του δικαίου οι ανυπόστατες κανονιστικές διοικητικές πράξεις είναι δικαστικά ακυρωτέες για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο εφαρμογής τους (Γέροντας, ό.π., σελ. 57, 180). Η ΚΥΑ Χ είναι λοιπόν ανυπόστατη κανονιστική διοικητική πράξη ως ουδέποτε δημοσιευθείσα. Μπορεί να ζητηθεί για αυτόν τον λόγο η δικαστική της ακύρωση. 2. Η επιβολή του διοικητικού προστίμου των 1000 Ευρώ είναι μια δυσμενής (Γέροντας, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 2014, σελ. 139, χειροτερεύει τη νομική θέση του Α) ατομική (Γέροντας, ό.π., σελ. 137, ρύθμιση μίας ατομικής και συγκεκριμένης περίπτωσης) διοικητική πράξη. Το αρμόδιο αστυνομικό όργανο επέβαλε το διοικητικό πρόστιμο έχοντας δέσμια αρμοδιότητα (Γέροντας, ό.π., σελ. 142). Δεν είχε διακριτική ευχέρεια. Καθόσον διαπίστωσε τη συγκεκριμένη παράβαση του ΚΟΚ είχε δέσμια αρμοδιότητα (υποχρέωση) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο 1000 Ευρώ. Δεν είχε διακριτική ευχέρεια ούτε ως προς το αν θα επέβαλε διοικητικό πρόστιμο, αλλά ούτε και ως προς το ύψος του προστίμου που θα επέβαλε. Διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν η ΚΥΑ καθόριζε πλαίσιο διοικητικού προστίμου (π.χ. από 700 ως 1000 Ευρώ) και όχι ανελαστικά και αυστηρά συγκεκριμένο διοικητικό πρόστιμο 1000 Ευρώ. 3. Με τον ισχυρισμό του αυτόν ο Α πρακτικά υποστηρίζει ότι το, με την ΚΥΑ αυστηρά και ανελαστικά θεσπισθέν διοικητικό πρόστιμο των 1000 Ευρώ για παραβίαση του ορίου ταχύτητας, είναι αντίθετο στη συνταγματικά (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της αναλογικότητας ως συνταγματικής περιωπής κανόνας δικαίου δεσμεύει όλες τις
κρατικές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική). Δεσμεύει συνεπώς και την κανονιστικώς δρώσα (βάσει του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος) διοίκηση. Εν προκειμένω, λοιπόν, η ΚΥΑ (κανονιστική διοικητική πράξη), στο σημείο που επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο 1000 Ευρώ ανεξαιρέτως για τις υπερβάσεις στο όριο ταχύτητας σε κατοικημένη περιοχή, θα ελεγχθεί από τον αρμόδιο δικαστή ως προς τη συμφωνία της με την αρχή της αναλογικότητας. Θα εξετάσει δηλαδή ο δικαστής αν το με την ΚΥΑ Χ θεσπισθέν διοικητικό πρόστιμο των 1000 Ευρώ είναι πρόσφορο, αναγκαίο και αναλογικό σε στενή έννοια (Βλ. αναλυτικά για την αρχή της αναλογικότητας, Γέροντας, ό.π., σελ. 97 επ.). 4. Από την αρχή του κράτους δικαίου προκύπτουν αφενός η αρχή της ασφάλειας και βεβαιότητας του δικαίου και αφετέρου η προστατευόμενη εμπιστοσύνη του ιδιώτη, που αποτελεί υποσύνολο της πρώτης (Γέροντας, ό.π., σελ. 95, με τις αναφορές στη σχετική νομολογία). Ειδικότερα, η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του ιδιώτη σημαίνει την εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοίκησης και αναφέρεται αφενός στην ανάγκη προστασίας της εμπιστοσύνης του ενδιαφερομένου σε ένα νομοθετικό καθεστώς ή μια διοικητική πρακτική και τα κρατικά όργανα δημιούργησαν δικαιολογημένες προσδοκίες και αφετέρου στη δυνατότητα της κρατικής εξουσίας να προσαρμόζει την πολιτική της στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, δηλαδή στην άσκηση νέων δημόσιων πολιτικών. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το κράτος είναι υποχρεωμένο να παγιώσει μια συγκεκριμένη κατάσταση χωρίς τη δυνατότητα μεταρρύθμισης ή τροποποίησης (Γέροντας, ό.π., σελ. 96). Η αρχή της ασφάλειας του δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης παραβιάζεται όταν με νεότερη νομοθετική ρύθμιση καταργούνται υφιστάμενα δικαιώματα ή μεταβάλλεται επί το δυσμενέστερο η άσκησή τους, εφόσον η ρύθμιση αυτή έχει αναδρομικά αποτελέσματα (Γέροντας, ό.π., σελ. 96, με τις αναφορές στη σχετική νομολογία). Η αρχή αυτή, όμως, δεν παραβιάζεται στις περιπτώσεις που θεσπίζεται γενική ρύθμιση, η οποία πρόκειται να ισχύσει για το μέλλον, διότι διαφορετικά, αυτό θα οδηγούσε στη ματαίωση της εξουσίας του νομοθέτη να ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα κατ εκτίμηση των επιταγών του δημοσίου συμφέροντος, όπως διαμορφώνονται από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες (Γέροντας, ό.π., σελ. 97, με τις αναφορές στη σχετική νομολογία). Εν προκειμένω, η αύξηση του προστίμου από 500 σε 1000 ευρώ με γενική ρύθμιση που δεν έχει αναδρομική ισχύ συνιστά εκδήλωση της εξουσίας του νομοθέτη να ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα κατ εκτίμηση των επιταγών του δημοσίου συμφέροντος, δεν παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη, και καθιστά τον ισχυρισμό του Α ότι «νόμιζε πως το πρόστιμο ανερχόταν, σύμφωνα με την προϊσχύουσα διάταξη, στα 500 Ε και ότι εάν ήξερε το νέο ποσό του προστίμου θα ήταν προσεκτικότερος» αβάσιμο. 5. Η εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης συνδέεται άμεσα με τα προνόμια που απολαμβάνει η δημόσια διοίκηση με τη μονομερή θέσπιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και, ειδικότερα, η εκτελεστότητα που επενδύεται κάθε διοικητική πράξη σημαίνει ότι η συμπεριφορά που καθορίζεται με αυτήν (ενέργεια ή παράλειψη) και γενικότερα η ρύθμιση που ενσωματώνεται σε αυτήν είναι υποχρεωτική, χωρίς να απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια ή άλλη διαδικασία (Γέροντας, ό.π., σελ. 122, με τις αναφορές στη σχετική νομολογία). Συνέπεια της εκτελεστότητας είναι ότι οι διοικητικές πράξεις που επιβάλλουν σε ιδιώτη χρηματική παροχή αποτελούν εκτελεστούς τίτλους και με βάση αυτούς είναι δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης (Γέροντας, ό.π., σελ. 123).
Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ο ισχυρισμός του Α ότι «έπρεπε να εκδοθεί δικαστική απόφαση σε βάρος του και μετά να βεβαιωθεί πρόστιμο» είναι αβάσιμος.