ΣΥΝΕΒΗ παλιά, πολ παλιά, σε µια επαρχιακή π λη, π λη µικρή, φτωχική. Αποκλεισµένη απ τον υπ λοιπο κ σµο, σαν να µην υπήρχε καν. Αταξίδευτοι οι άνθρωποί της, περιορισµένοι στον τ πο τους, ζο σαν παραδοσιακά. Γεωργοί οι περισσ τεροι, λίγοι κτηνοτρ φοι και αρκετοί χειροτέχνες που έπλαθαν τον πηλ, σκάλιζαν το ξ λο ή έφτιαχναν κάθε λογής πανέρια απ βεργοπο λες µοσχοϊτιάς. Μεροδο λι, µεροφάι. Πολυτέλειες δεν είχαν και τα γλέντια τους λιγοστά. Οι ώρες της σχ λης περνο σαν µε κουβεντο λα. Οι γυναίκες συνήθιζαν να κάθονται στις αυλ πορτες και, γνέθοντας ή πλέκοντας, να τα λένε. Πικρά γλυκά στο καζάνι της ζωής. Οι άντρες, πάλι, µαζε ονταν κάτω απ το µεγάλο πλατάνι, στο κέντρο της πλατείας, για να πουν τα δικά τους. Για τη σοδειά, το µεροκάµατο Να λ σουν τα προβλήµατά 9
τους τα καθηµερινά. Τα άλυτα του µ χθου. Η πλατεία ήταν το κέντρο της π λης. Τ πος συνάντησης για αναψυχή και διασκέδαση. Τις καλές µέρες µαζε ονταν άντρες, γυναίκες και παιδιά κι οι γεροντ τεροι διηγο νταν παραµ θια. Εκεί, κάθε χρ νο, ένας θίασος, που γυρνο σε απ τ πο σε τ πο το µπουλο κι, που λέµε, έδινε για τρεις µέρες παραστάσεις. Γεγον ς µεγάλο. Το µοναδικ θέαµα που είχαν δει µέχρι τ τε οι κάτοικοι της µικρής π λης. Το χειµώνα, λασπουριά και παγωνιά, αφάνταστη παγωνιά, κλείνονταν στα σπίτια τους και περίµεναν τις καλές µέρες για να ανταµώσουν και να χαρο ν. Αραιά και πο, µ νο οι άντρες, αν περίσσευε καµιά δεκάρα, τραβο σαν για το πανδοχείο. Να κουτσοπιο ν, να τραγουδήσουν Να πάνε τα φαρµάκια κάτω. Το πανδοχείο βρισκ ταν στην είσοδο της π λης, δίπλα απ το ποτάµι µε τις µοσχοϊτιές. Ήταν δίπατο. Κάτω είχε µια µεγάλη αίθουσα µε τραπέζια, καρέκλες, πάγκους και µαγερει. Πάνω ήταν τα υπνοδωµάτια για τους ξένους κι ένα µικρ διαµέρισµα που έµενε ο πανδοχέας µε την οικογένειά του. Χρήµατα δεν είχε κι αυτ ς. Πολλά τα έξοδα. Οι λογαριασµοί έτρεχαν και τα χρέη µαζε ονταν. Το µέρος δεν είχε τίποτε το εξαιρετικ για να τραβήξει τον κ σµο. Μ νο περαστικοί ταξιδιώτες και πραµατευτάδες ξεπέζευαν στο πανδοχείο του για να ξεκουραστο ν. Να βάλουν µια µπουκιά φα στο στ µα τους κι αµέσως µετά συνέχιζαν το δρ µο τους. Εκτ ς κι αν τους είχε προλάβει η σκοτεινιά. Τ τε διανυκτέρευαν. 10
HΤΑΝ µια παγερή ν χτα του Γενάρη. Άστραφτε ο ουραν ς και βροντοκοπο σε. Ο αγέρας λυσσοµανο σε άγρια ξεσηκώνοντας τους πεινασµένους λ κους. Ήχοι διαπεραστικοί ξεχ νονταν απ κάθε µεριά. Ψυχή δεν κυκλοφορο σε στο δρ µο και το πανδοχείο ήταν άδειο και κλειστ. Περασµένα µεσάνυχτα ο πανδοχέας άκουσε να του χτυπο ν επίµονα την π ρτα. «Ώρα να σου πετ χει» µουρµο ρισε νυσταγµένος. Σηκώθηκε απ το κρεβάτι απρ θυµα και, παραπατώντας, πήγε να δει ποιος µπορεί να ήταν. Το πυκν σκοτάδι τον δυσκ λευε. Σήκωσε ψηλά το νυχτοφάναρο και, σο γιν ταν µέσα απ το παραθυράκι της εξώπορτας, περιεργάστηκε τον απρ σµενο επισκέπτη. Ήταν νέος, µεσήλικας δε φαιν ταν. Είχε το κεφάλι του χωµένο µέσα στα µπράτσα κι έτρεµε σ γκορµος. Μ νο τα δυο του µάτια διακρίνονταν, θολά και δακρυσµένα. 11
«έξου µε, σε παρακαλώ. Η ν χτα είναι παγερή. Εί- µαι κατάκοπος και πεινασµένος. Απ τους θεο ς να το βρεις, άνθρωπέ µου», τον παρακάλεσε ευγενικά. Πρώτη φορά τον έβλεπε ο ξενοδ χος. ίστασε για λίγο. Η γυναίκα του, που είχε κι αυτή στο µεταξ κατεβεί, ψυχ πονη κι αποφασιστική, µήτε που το σκέφτηκε. «Τι κάθεσαι άπραγος; Άνοιξε! Αυτή είναι η δουλειά µας», του είπε. «εν τον βλέπεις πώς είναι; Μ λις που στέκει στα π δια του». Του άνοιξαν. Ο ξένος, γεµάτος ευγνωµοσ νη, προσπάθησε να τους µιλήσει. Να τους εξηγήσει πώς και γιατί βρέθηκε σε τ σο δ σκολη θέση. Περισσ τερο να δικαιολογηθεί για την ακατάλληλη ώρα. Ο πανδοχέας δεν είχε ρεξη για κουβέντες, ν σταζε. Έγραψε το νο- µά του στο δεφτέρι των πελατών και του έβαλε ένα πιάτο φα παγωµένο. «Με το συµπάθιο, τέτοια ώρα, τέτοια λ για εν έχω τίποτ άλλο», του είπε και πήγε να ετοιµάσει το υπνοδωµάτιο. Η γυναίκα του τον λυπήθηκε. Του ετοίµασε µια κο πα γάλα καυτ να τον συνεφέρει απ την παγωνιά. Ήταν πολ αδ ναµος και είχε πυρετ. Ο ξένος δεν κρατο σε αποσκευές. «Απ τα περίχωρα πρέπει να είναι», σκέφτηκε. «ε λογάριαζε πως θα τον έβρισκε η νυχτιά κι έφυγε απροετοίµαστος απ το σπίτι του». Του έδωσε ένα ζευγάρι πιτζάµες του άντρα της να φορέσει. 12
MEPEΣ έµεινε ο ξένος στο κρεβάτι. Ήταν υποµονετικ ς, διακριτικά ευγενικ ς και γλυκοµίλητος. Η γυναίκα του πανδοχέα τον περιποιήθηκε σαν να ταν αδερφ ς της. Και τα δυο της παιδιά, ο Μέµο και ο Πέπο, τον αγάπησαν µε λη τους την καρδιά. Απ τη στιγµή που ένιωσε καλ τερα, άρχισε να τους λέει ιστορίες και παραµ θια. Για ταξίδια, περιπέτειες, µαθήµατα και παθήµατα λογιών λογιών. Για τα θα µατα της φ σης και του ανθρώπου. Τα µάγευε! Αγρίµια παιδιά, ήταν η µοναδική ώρα που µ νοιαζαν και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν απ κοντά του. Έκανε περιπάτους µαζί τους πλάι στο ποτάµι µε τις µοσχοϊτιές. Τους έµαθε να πλέκουν καλαθάκια. Έκοβε ένα φ λλο δάφνης ή άλλο πιο απαλ, το ακουµπο σε στα χείλη του και, φυσώντας απ µέσα, έβγαζε,τι ήχους µπορο σε κανείς να φανταστεί. Αλλά και µελωδίες τραγουδιών. Προσπαθο σαν και τα παιδιά να τον µιµηθο ν. Ο Πέπο κάπως τα είχε καταφέρει. Ο Μέµο είχε άλλες χάρες. Έµαθε κοντά στον ξένο να πλέκει τα πιο µορφα καλάθια και να ζωγραφίζει. Το απ βραδο, µε ένα είδος φυσαρµ νικας, έπαιζε νοσταλγικά κοµµάτια. «Γέµιζε» το πανδοχείο πουλιά, νερ τρεχο µενο, θρ ισµα αγέρα και φυλλωσιάς. Κι ώρες, πάλι, βρισκ ταν στην πλατεία περιτριγυρισµένος απ κ σµο που τον άκουγε µαγεµένος. Τι ήταν; άσκαλος, αφηγητής παραµυθιών, µουσικ ς, σοφ ς; Μιλο σε ελάχιστα για τον εαυτ του κι απ διακριτικ τητα δεν τολµο σαν να τον ρωτήσουν. Ήταν ιδιαίτερα ελκυστικ ς. Οι φίλοι των παιδιών έρχονταν τακτι- 13
κά στο πανδοχείο για να ακο ν τις ιστορίες του. Ο ταχυδρ µος καθυστερο σε κάθε φορά να µοιράσει τα γράµµατα γιατί αποξεχνι ταν µε την κουβέντα του. Η γυναίκα του πανδοχέα κρατο σε στη µνήµη της τα σοφά του λ για και τα παραµ θια που έλεγε. Για να µην τα ξεχάσει, κάθε βράδυ, σαν πλάγιαζε, τα επαναλάµβανε ξανά και ξανά. ε σταµατο σε να τον ρωτά για το ένα και το άλλο. Να τον συµβουλε εται για τα προβλή- µατα των παιδιών της. Μ νο ο άντρας της έδειχνε δυσαρεστηµένος και διαρκώς παραπονι ταν. «Απ παραµ θια καλά πάµε εκάρες π τε θα δο µε!» της έλεγε και ήταν έτοιµος να του ζητήσει προκαταβολή. Εκείνη θ µωνε. «Αλίµονο, τι είναι αυτά που λες; Nτροπή µας! Να τον προσβάλουµε;» του απαντο σε ορθά κοφτά θέλοντας να τον εµποδίσει. άσκαλος, παραµυθάς, µουσικ ς ή σοφ ς, πως κι αν είχε, η παρουσία του ήταν ξεχωριστή. Κανείς άλλος ως τ τε δεν είχε επηρεάσει τ σο πολ την οικογενειακή τους ζωή. Απ την άλλη µεριά, ήταν και ο µοναδικ ς που έµεινε τ σες µέρες κοντά τους. Μήνα και! 14