και μεις καλύτερα Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός» 3
Ο ΠΙΣΤΟΣ ΣΚΥΛΟΣ ΤΖΑΚ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα καφέ τσοπανόσκυλο, ο Τζακ. Ο Τζακ ήταν πολύ πιστός στο αφεντικό του, τον Μπαρμπα-Κώστα. Ο Μπαρμπα-Κώστας ήταν ένας παχουλός άνθρωπος μεσαίου αναστήματος. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν ψηλός, ιδιαίτερα αν τον έβλεπε να βαδίζει πλάι-πλάι με το γέιτονά του, τον Μπαρμπα-Μήτσο. Ο Μπαρμπα-Μήτσος ήταν ένας χοντρός και κοντός παππούς και ζούσε δίπλα στον Μπαρμπα-Κώστα χρόνια ατελείωτα. Ο Τζακ είχε γεράσει πια και ο Μπαρμπα-Κώστας, που δεν του περίσσευαν τα φαγώσιμα και τα χρήματα, είχε αρχίσει να τον νιώθει περισσότερο σαν βάρος παρά σα σύντροφο και βοηθό. Αποφάσισε λοιπόν να ξεφορτωθεί τον πιστό του σύντροφο και να τον δώσει στο γείτονά του, τον Μπαρμπα-Μήτσο. Ο Μπαρμπα-Μήτσος, που αγαπούσε πολύ τον Τζακ και όλα αυτά τα χρόνια ζήλευε τη μεγάλη αφοσίωση αφεντικού και σκύλου, πάντα ήθελε ν αποκτήσει ένα τσοπανόσκυλο σαν τον Τζακ, πόσω μάλλον τον ίδιο το Τζακ. Όταν όμως του πρότεινε ο Μπαρμπα-Κώστας να πάρει το σκύλο, ο Μπαρμπα-Μήτσος παραξενεύτηκε, έτριψε το παχύ μουστάκι του, έκανε το δύσκολο και ρώτησε με πονηριά τον Μπαρμπα-Κώστα: Τι σ έπιασε, γείτονα, και θες να δώσεις το σκυλί σου; Ε, να... ψέλλισε ο Μπαρμπα-Κώστας, σκέφτηκα πως εγώ είμαι πιο νέος, φυλάω τα πρόβατα και μόνος μου, εσύ όμως... γέρασες πια, θες ένα βοηθό. Ο Μπαρμπα-Μήτσος μετά από λίγη ώρα σκέψης, δέχτηκε. Είχε δίκιο ο γείτονάς του, γέρασε πια, κουράστηκε και χρειάζεται λίγη βοήθεια. Ο Μπαρμπα-Κώστας, όταν είδε πως ο Μπαρμπα-Μήτσος είχε πειστεί, τον κυρίευσε η απληστία κι άρχισε τα παζάρια: - Πόσα πρόβατα θα μου δώσεις για το σκύλο, Μπαρμπα- Μήτσο; Είκοσι. Δεν γίνεται να μου δώσεις πέντε-έξι παραπάνω; Είκοσι-δύο. 37
Είκοσι-τέσσερα. Είκοσι-τρία κι έκλεισε. Και δεν μου λες, βρε Μπαρμπα-Μήτσο... εσύ γιατί νοιάζεσαι τόσο για τα πρόβατα αφού θα πάρεις τον πιστό Τζακ; Είναι πολύτιμος και το ξέρεις. Μπαρμπα-Κώστα, δεν μου τα λες καλά... αν είναι τόσο πολύτιμος, έξυπνος και πιστός ο Τζακ όσο μου λες, γιατί δεν τον κρατάς εσύ το σκύλο κι εγώ τα πρόβατά μου; Ε... πι...πιστεύω πως σου αξίζει περισσότερο εσένα ο Τζακ. Εγώ δεν είμαι άξιος για τέτοιο σκύλο! Καλά, καλά! Έκλεισε! Θ ανταλλάξουμε το σκύλο με είκοσι-τρία πρόβατα. Και οι δυο γείτονες έδωσαν τα χέρια. Ο Τζακ όμως, που τα είχε καταλάβει όλα, πληγώθηκε από την απόφαση του Μπαρμπα-Κώστα να τον πουλήσει έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, κι επειδή δεν ήθελε ν αλλάξει 38
αφεντικό, προτίμησε να το σκάσει τη νύχτα πριν τη μέρα που θα τον έπαιρνε ο Μπαρμπα-Μήτσος. Έφυγε κρυφά και αθόρυβα και κρύφτηκε στο δάσος. Το επόμενο πρωί, όταν ο Μπαρμπα-Κώστας είδε πως ο Τζακ είχε εξαφανιστεί, δεν πίστευε στα μάτια του! «Τι θα πω εγώ τώρα στο Μπαρμπα-Μήτσο;» σκεφτόταν. Αφού έστιψε γερά το μυαλό του για πολλή ώρα, αναφώνησε: «Το βρήκα!» Κατά το μεσημέρι, φάνηκε κι ο Μπαρμπα-Μήτσος με τα πρόβατα. Ο Μπαρμπα-Κώστας μόλις τον είδε να πλησιάζει έβαλε τις φωνές κι άρχισε να τραβάει τα μαλλιά του: Ωχ, τι έπαθα, Μπαρμπα-Μήτσο μου! Τι έπαθες; Ο γείτονας σου, ο Χρήστος, ο μοχθηρός, ξέρεις πόσο μισεί τον Τζακ από τότε που τον δάγκωσε νομίζοντας πως ήθελε να κλέψει δύο από τα πρόβατά μου. Ναι, τα ξέρω αυτά. Ε, χθες το βράδυ, όταν έβγαλα το φαγητό του Τζακ, άκουσα βήματα. Σίγουρα ήταν ο Χρήστος που πλησίασε και του έβαλε φόλα κρυφά. Και...; ρώτησε με αγωνία ο Μπάρμπα-Μήτσος. Και... τι; Ψόφησε! Ο Τζακ ψόφησε! Πω, πω τι πάθαμε! Και τώρα τι θα κάνω αυτά τα πρόβατα; Όσο αυτοί κανόνιζαν τι θα κάνουν τα είκοσι-τρία πρόβατα, ο Τζακ περιπλανιόταν στο δάσος. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και ο Τζακ δεν μπορούσε πια να δει τίποτα. Τα δέντρα ήταν τόσο πυκνά που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον ουρανό. Είχε αρχίσει να φοβάται. Ευτυχώς όμως, ο Τζακ δεν άργησε να κάνει έναν καινούριο φίλο στο δάσος, το λαγό. Συναντήθηκαν κοντά σ ένα πηγάδι όταν διψασμένος από το δρόμο και κουρασμένος από την πορεία, ο Τζακ σταμάτησε για λίγο να πιει νερό και να ξεκουραστεί. Ξαφνικά άκουσε μια φωνούλα: Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Σ αυτό το πηγάδι; Το είδα από μακριά και διψούσα πολύ. Είμαι κουρασμένος και γέρασα πια, δεν αντέχω τόση ταλαιπωρία. Αυτό το πηγάδι είναι το πιο απόμακρο σ αυτή την περιοχή. Να προσέχεις, έχει άγρια ζώα εδώ. Κι εσύ; Εσύ πώς βρέθηκες εδώ; Δεν φοβάσαι; Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, εδώ με παράτησε το αφεντικό μου πριν μια βδομάδα. Ψάχνω ακόμα να βρω ένα καλό μέρος να μείνω. Είχαν λοιπόν και τα δύο ζώα την ίδια τύχη. Πρώτος άρχισε να μιλάει ο Τζακ. Είπε στο λαγό όλη του την ιστορία, πώς έφτασε ως εδώ: Η αλήθεια είναι πως το αφεντικό μου με παράτησε, γιατί έχω πια γεράσει και δεν είμαι χρήσιμος για τίποτα. Μου κάνει όμως εντύπωση, γιατί είχαμε περάσει πάρα πολλές ωραίες στιγμές μαζί, είπε ο Τζακ τελειώνοντας. Έτσι είναι όλοι οι άνθρωποι, ο εγωϊσμός τούς πνίγει. Μα να θέλει να με πουλήσει στο γείτονά του το Μπαρμπα-Μήτσο για είκοσι-τρία πρόβατα; Το σκασα κι εγώ μόλις το κατάλαβα και πήρα το δρόμο μου προς το δάσος. Εμένα από την άλλη, είπε ο λαγός ούτε καν σκέφτηκε να με πουλήσει, αλλά με παράτησε εδώ. Τα δυο ζώα συνέχισαν να μιλούν όλο το βράδυ. Έγιναν καλοί φίλοι, γιατί ο ένας μπορούσε να καταλάβει καλά τον 39
άλλο. Ήταν και οι δυο προδομένοι. Ο Τζακ όμως πέρασε πολλές δυσκολίες στο δάσος, γιατί εκτός από φίλους είχε και εχθρούς! Του επιτέθηκαν διάφορα άγρια ζώα, που παρά τις δυσκολίες τα αντιμετώπισε με επιτυχία. Πολέμησε με λύκους και αλεπούδες ενώ αναγκάστηκε ν αντιμετωπίσει κυνηγούς που απειλούσαν να τον σκοτώσουν και άλλα άγρια ζώα. Η περιπέτεια όμως που τον σημάδεψε ήταν εκείνη που έζησε λίγο μετά τη γνωριμία του με το λαγό. Περπατώντας χαρούμενος για τον καινούριο φίλο που απέκτησε, έπεσε πάνω στην αλεπού, την πονήρω! Αυτή του πούλησε ένα σωρό ψέματα κι εκείνος την πίστεψε: Γεια σου, καλό μου σκυλάκι. Πώς σε λένε; Τζακ! Εσένα; Αλεπού. Είμαι πολύ κουρασμένη, μήπως μπορείς να μου χτίσεις μια φωλιά να πέσω να κοιμηθώ; Είμαι τόσο 40
γριά που δεν μπορώ πια να φτιάξω μόνη μου τη φωλιά μου. Πονάει και η μέση μου βλέπεις! Μάλιστα, ευχαρίστως! είπε ο συμπονετικός Τζακ. Μπορεί κι εγώ να είμαι γέρος αλλά όχι τόσο όσο εσύ. Μέσα σε μία ώρα ο Τζακ είχε τελειώσει κι επειδή ήταν κουρασμένος ξάπλωσε κι αυτός παραδίπλα. Η Αλεπού τότε σκέφτηκε: «Εμπιστέψου με εσύ, χαζέ, κοιμήσου και μετά θα μπορώ να σε φάω ή να σε κάνω ό,τι θέλω.» Το άλλο πρωί ο Τζακ ξύπνησε μέσα σ ένα κλουβί. Είδε την Αλεπού να τον κοιτάζει. Αλεπού μου, ευτυχώς που είσαι εδω! Βγάλε με από δω σε παρακαλώ! Γιατί να σε βγάλω; Αφού εγώ σ έβαλα. Τι; Πώς τόλμησες; Αλεπού είμ εγώ! Θα σου ξεφύγω! Ναι, καλά! Και πώς; Θα...θα σκεφτώ κάτι! Μετά από ώρες ατελείωτης σκέψης, ο Τζακ είδε ένα μυτερό κλαδάκι κοντά του έξω από το κλουβί. Δοκίμασε να το φτάσει και τα κατάφερε! Πήρε λοιπόν το κλαδάκι κι άνοιξε με δυσκολία μ αυτό την πόρτα του κλουβιού που τον είχε κλείσει η Αλεπού. Επιτέλους, ήταν ελεύθερος. Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε αποφασισμένος να μην εμπιστευτεί κανέναν πια! Στο μεταξύ, ο Μπαρμπα-Κώστας είχε πει την αλήθεια στον Μπαρμπα-Μήτσο, πως δηλαδή ο Τζακ δεν ψόφησε, αλλά το σκασε όταν κατάλαβε τη συμφωνία που είχαν κάνει. Άρχισαν τότε και οι δυο να τον ψάχνουν. Πήγαν σχεδόν παντού, μόνο στο δάσος δεν σκέφτηκαν να πάνε. Όσο έψαχναν ο Μπαρμπα-Κώστας καταλάβαινε όλο και περισσότερο το Τζακ. Είχε καταλάβει πως ο σκύλος του το σκασε για να μην αλλάξει αφεντικό. Είχε καταλάβει πόσο ο Τζακ τον αγαπούσε αλλά και πόσο ο ίδιος αγαπούσε το Τζακ. Είχε αρχίσει να νιώθει ενοχές για όλα αυτά που παρά λίγο να κάνει στον πιστό Τζακ. Ο Τζακ συνέχιζε να περπατά στο δάσος με μικρές και λίγες στάσεις. Μετά από μέρες έφτασε σ ένα χωριό. Κάποιοι χωρικοί τον πήραν στο σπίτι τους. Εκεί τον φρόντιζαν, τον τάιζαν, του έδιναν νερό και σε αντάλλαγμα τον έβαζαν να φυλάει τα πρόβατά τους. Ο Τζακ πέρασε καιρό με τους χωρικούς και γέρασε περισσότερο. Όταν γέρασε πολύ, οι χωρικοί αποφάσισαν να τον σκοτώσουν, γιατί πια γέρο και ανήμπορο κανείς δεν τον ήθελε σπίτι του. Ο Τζακ στην αρχή δεν ήξερε τι να κάνει αλλά μετά από πολλή σκέψη αποφάσισε να το σκάσει και πριν καλά καλά το καταλάβει βρέθηκε και πάλι χαμένος στο δάσος. «Καλύτερα χαμένος στο δάσος, παρά έτοιμος για σφάξιμο στο χωριό!» σκέφτηκε. Το μόνο κακό στο δάσος ήταν πως δεν είχε τόσο πολύ και καλό φαϊ όσο είχε μάθει να τρώει με τους χωρικούς. Περπατούσε τρία μερόνυχτα με λίγες και μικρές στάσεις. Ο Μπαρμπα-Κώστας παρόλα τα χρόνια που είχαν περάσει συνέχιζε να ξυπνάει κάθε πρωί και να ψάχνει το Τζακ. Έψαχνε τώρα πια και στο δάσος. Ένα πρωί ο Μπαρμπα-Κώστας πέτρωσε. Του φάνηκε πως είδε το Τζακ στο δάσος. Τρίβοντας τα μάτια του για 41
να δει καλύτερα και να σιγουρευτεί έτρεξε προς την κατεύθυνση του σκύλου. Την ίδια στιγμή και ο Τζακ τον είδε κι άρχισε κι αυτός με ορμή να τρέχει κατά πάνω του! Ο Μπαρμπα-Κώστας αγκάλιασε τον πιστό του σκύλο κλαίγοντας. Γύρισαν μαζί στο σπίτι. Όταν έφτασαν, ο Μπαρμπα-Μήτσος πλησίασε το Μπαρμπα-Κώστα και του είπε; Τον βρήκες; Ωραία! έχω τα είκοσι τρία πρόβατα. Δώσ τον μου τώρα! Όχι, Μπαρμπα-Μήτσο! Έχασα τον Τζακ μία φορά και κατάλαβα πως είναι ο καλύτερός μου φίλος. Δεν τον ξαναχάνω! Δεν μπορώ να τον ανταλλάξω με είκοσι τρία πρόβατα. Ούτε με εκατό μπορώ! Γαβ! κάνει ο Τζακ συμφωνώντας. Από τότε οι δυο τους ζουν αγαπημένοι και θα τους χωρίσει μόνο ο θάνατος. Τα χρόνια πέρασαν και ο Τζακ κι ο Μπαρμπα-Κώστας γέρασαν πολύ. Μια μέρα, όπως καθόταν στην κουνιστή του καρέκλα, ο Μπαρμπα-Κώστας λιποθύμησε και δεν ξαναξύπνησε. Αυτό δεν μπόρεσε να το βαστάξει η καρδιά του Τζακ κι ένα ηλιόλουστο πρωϊνό έμεινε για πάντα ακίνητος κάτω από το δέντρο που κοιμόταν.
36 Λουίζα Αρέθα Στεφανία Βερροιοπούλου Έφη Καζάντζα Άρτεμις Καπλανίδη Περικλής Κατσαούνης Λυδία Νασούλα Γιώργος Χατζηελευθερίου
και µεις καλύτερα Μια έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «ιονύσιος Σολωµός» Κείµενα και εικόνες: οι µαθητές της ΣΤʹ Τάξης 2006-2007 Επιµέλεια κειµένων: Μαρία - Έλσα Μπουκάλα Καλλιτεχνική επιµέλεια: Κώστας Παπαλέξης Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση - Παραγωγή: www.specialprintings.com Εκπαιδευτήρια «ιονύσιος Σολωµός», 2007 Κανάρη 33 & Αµοργού, 153 43 Αγ. Παρασκευή Τηλ.: 2106396791. Φαξ: 2106395205 www.dsolomos.gr Απαγορεύεται η κατά οποιονδήποτε τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, ολική ή µερική αναδηµοσίευση ή αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση και εν γένει κάθε εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. 2