ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Βρυξέλλες, 12.9.2006 COM(2006) 507 τελικό 2006/0166 (COD) Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ που τροποποιεί την οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και τις οδηγίες 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και αύξησης συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο στον χρηματοπιστωτικό τομέα (υποβληθείσα από την Επιτροπή) {SEC(2006) 1117} {SEC(2006) 1118} EL EL
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 1.1. Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης Η παρούσα πρόταση αποσκοπεί σε σημαντική βελτίωση της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της διαφάνειας της διαδικασίας έγκρισης, από τις εποπτικές αρχές, όσον αφορά την απόκτηση και την αύξηση συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο στον τραπεζικό και ασφαλιστικό τομέα και τον τομέα των κινητών αξιών. 1.2. Γενικό πλαίσιο Η ενιαία χρηματοπιστωτική αγορά της ΕΕ συμβαδίζει με την ορθή προληπτική εποπτεία και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η σταθερή σύγκλιση των κανονιστικών απαιτήσεων κατόπιν πρωτοβουλίας της ΕΕ, με βάση κοινούς θεμελιώδεις κανόνες και ρεαλιστικά μέσα για την πλήρη εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών που αποσκοπούν στη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, συνέβαλε σημαντικά στην επίτευξη αυτού του στόχου. Η διασυνοριακή ενοποίηση είναι αποτέλεσμα επιχειρηματικών αποφάσεων που λαμβάνονται από τους παράγοντες της αγοράς. Η ενοποίηση δεν αποτελεί αυτοσκοπό, παραμένει, ωστόσο, ένα μέσο για την επίτευξη μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας. Με την ενοποίηση που υπαγορεύεται από τις δυνάμεις της αγοράς, τα ιδρύματα είναι σε θέση να αξιοποιήσουν στο μέγιστο τις δυνατότητές τους και να καταστούν ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο. Μια σημαντική πτυχή της ενιαίας αγοράς είναι η άρση των όποιων αδικαιολόγητων εμποδίων στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η άνευ λόγου παρέμβαση των ρυθμιστικών, των εθνικών ή υπερεθνικών αρχών στην υλοποίηση μιας επιχειρηματικής απόφασης που θα κατέληγε σε ενοποίηση θα μπορούσε, όντως, να εμποδίσει την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Σε ακραίες περιπτώσεις, η κατάχρηση εξουσίας είναι δυνατόν να ματαιώσει και να καταστήσει ανέφικτη μια κατά τα άλλα οικονομικώς δικαιολογημένη πρωτοβουλία. Το υφιστάμενο σύστημα προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στην αρχή της αρμοδιότητας των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών καταγωγής. Υπάρχει επίσης μια υποκείμενη απαίτηση στενής συνεργασίας των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής, προκειμένου να εποπτεύουν τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων που λειτουργούν σε άλλα κράτη μέλη από εκείνα όπου βρίσκεται η εταιρική έδρα τους. 1.3. Ισχύουσες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο 1 ρυθμίζει την κατάσταση κατά την οποία ο αγοραστής σκοπεύει να αποκτήσει συμμετοχή ή να αυξήσει τη συμμετοχή του σε πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και σε διασυνοριακό πλαίσιο. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές είναι σε θέση να αντιταχθούν στην απόκτηση συμμετοχής, εάν, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλισθεί χρηστή και συνετή 1 Άρθρο 19 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, άρθρο 15 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ, άρθρο 15 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ, άρθρα 20-23 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ και άρθρο 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. EL 2 EL
διαχείριση των ιδρυμάτων, δεν έχουν πεισθεί ως προς την καταλληλότητα του αγοραστή. Το παρόν νομικό πλαίσιο δεν προβλέπει ειδικά κριτήρια για την αξιολόγηση της καταλληλότητας του αγοραστή και έχει προσφέρει έτσι σημαντική ελευθερία δράσεως στις σχετικές αρχές όσον αφορά την αποδοχή, την αποθάρρυνση ή την απόρριψη της όποιας προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Συν τοις άλλοις, στις ισχύουσες οδηγίες δεν καθορίζεται λεπτομερώς η διαδικασία με την οποία αξιολογούνται οι περιπτώσεις απόκτησης συμμετοχής. 1.4. Η πρόταση Με την παρούσα τροποποιητική πρόταση μεταβάλλεται σημαντικά το υφιστάμενο πλαίσιο ως προς τη διαδικασία, καθώς και τα κριτήρια που πρέπει να εξετάζονται από τις αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας του υποψήφιου αγοραστή. Στις τροποποιημένες οδηγίες καθορίζεται ολόκληρη η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται από τις αρμόδιες αρχές, όταν αξιολογούν τις περιπτώσεις απόκτησης συμμετοχής από την άποψη της προληπτικής εποπτείας. Έχουν προστεθεί διατάξεις σχετικά με μια σαφή και διαφανή διαδικασία γνωστοποίησης και λήψης αποφάσεων η οποία αφορά τις αρμόδιες αρχές και τις επιχειρήσεις. Έχουν επισπευσθεί οι προθεσμίες και η όποια αναστολή της διαδικασίας από τις αρμόδιες αρχές έχει περιορισθεί σε μία μόνον φορά και με σαφείς προϋποθέσεις. Έχουν επίσης καθορισθεί σαφώς τα προληπτικά κριτήρια για την εποπτική αξιολόγηση και θα είναι γνωστά εκ των προτέρων στους παράγοντες της αγοράς. Με τον τρόπο αυτόν θα κατοχυρωθεί μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και προβλεψιμότητα όσον αφορά τα κριτήρια που πρόκειται να εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας μιας απόκτησης συμμετοχής. Οι τροποποιημένες οδηγίες προβλέπουν διεξοδικό κατάλογο συγκεκριμένων κριτηρίων για την αξιολόγηση της καταλληλότητας του αγοραστή. Η πρόβλεψη αυτή συνεπάγεται πλήρη εναρμόνιση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση για τους σκοπούς αξιολόγησης της καταλληλότητας. Τα κριτήρια αυτά είναι η εντιμότητα του υποψήφιου αγοραστή, η εντιμότητα και η πείρα οποιουδήποτε ατόμου το οποίο ενδέχεται να διευθύνει το ίδρυμα ή την επιχείρηση που θα προκύψει, η χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, η συνεχής συμμόρφωση με τις σχετικές τομεακές οδηγίες και ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. 2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ 2.1. Διαβουλεύσεις Η Ομάδα Εργασίας της EBC για τη διασυνοριακή ενοποίηση συνεδρίασε στις 21 Μαρτίου και στις 5 Οκτωβρίου 2005. Η ομάδα διευρύνθηκε στη συνέχεια ώστε να συμπεριλάβει και τους τομείς των ασφαλίσεων και των κινητών αξιών Στις 3 Φεβρουαρίου 2006, πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση της Μικτής Ομάδας Εργασίας EBC-EIOPC-ESC (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών-Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων-Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών) για τη διασυνοριακή ενοποίηση EL 3 EL
Κατά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2006, διενεργήθηκε δημόσια διαβούλευση σχετικά με τις υφιστάμενες εποπτικές ρυθμίσεις στον τραπεζικό και τον ασφαλιστικό τομέα και τον τομέα των κινητών αξιών. Έχουν γίνει βελτιώσεις στις ισχύουσες διατάξεις όσον αφορά τη διαδικασία και τα κριτήρια αξιολόγησης, λαμβανομένων υπόψη των συζητήσεων στις διάφορες ομάδες εργασίας και των απαντήσεων στη δημόσια διαβούλευση. 2.2. Συγκέντρωση και αξιοποίηση εμπειρογνωμοσύνης Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (CEBS) έλαβε εντολή από την Επιτροπή, κατά το τέλος Ιανουαρίου 2005, να παράσχει τεχνικές συμβουλές σχετικά με την αναθεώρηση του άρθρου 16 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ. Στη γνώμη που διατύπωσε η CEBS, παράλληλα με ορισμένες διευκρινίσεις και εποικοδομητικές υποδείξεις ως προς τη διαδικασία, τονίζεται ότι «προκειμένου να λειτουργήσει σωστά, το άρθρο 16 πρέπει να αφήνει μεγάλο περιθώριο ευελιξίας και διακριτικής ευχέρειας στις αρμόδιες αρχές». Η CEBS αναφέρει επίσης ότι η Επιτροπή, στην εντολή της, «δεν ζήτησε από την CEBS να συγκεντρώσει στοιχεία σχετικά με τις ενδεχόμενες καταχρήσεις του άρθρου 16 από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή το κατά πόσον το εν λόγω άρθρο ήταν η άμεση αιτία για τον (διαφαινόμενο) βραδύτερο ρυθμό συγχωνεύσεων και απόκτησης συμμετοχής στον χρηματοπιστωτικό τομέα». Κατά την κατάρτιση της παρούσας πρότασης, η γνώμη της CEBS χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διαβουλεύσεις. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ακολούθησε προσέγγιση που συνεπάγεται σημαντική περιστολή της διακριτικής ευχέρειας των αρμοδίων αρχών κατά τη διενέργεια της προληπτικής αξιολόγησης. Η επιλογή αυτή θεωρήθηκε καίριας σημασίας προκειμένου να επιτευχθούν ασφάλεια δικαίου, σαφήνεια και διαφάνεια για τους παράγοντες της αγοράς. Ως μέρος του υπό εξέλιξη έργου «Φερεγγυότητα ΙΙ» στον ασφαλιστικό τομέα, η Επιτροπή ζήτησε, τον Δεκέμβριο του 2004, από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (CEIOPS) να παράσχει τεχνικές συμβουλές όσον αφορά τα «κριτήρια καταλληλότητας και ορθότητας» των ασφαλιστικών οδηγιών, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας έγκρισης στο πλαίσιο της εποπτείας, που προβλέπεται στο άρθρο 15 των οδηγιών 92/49/ΕΟΚ και 2002/83/ΕΚ. 3. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ Οι εναλλακτικές λύσεις που εξετάσθηκαν στην εκτίμηση του αντικτύπου 2 περιλαμβάνουν και την επιλογή «να μην γίνει τίποτε», όπως και τις εναλλακτικές λύσεις νομικώς δεσμευτικών και μη δεσμευτικών κανονιστικών ρυθμίσεων. Κατόπιν εμπεριστατωμένης εξέτασης των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων, η εκτίμηση του αντικτύπου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται νομικώς δεσμευτική κανονιστική λύση, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της διαφάνειας τόσο για τις αρμόδιες αρχές, όσο και για τους 2 Επισυνάπτεται. EL 4 EL
παράγοντες της αγοράς. Για να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι και να εξασφαλισθεί λογική συνέπεια εντός των τομέων, καθώς μεταξύ αυτών, στην εκτίμηση του αντικτύπου συμπεραίνεται ότι είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί υψηλό επίπεδο εναρμόνισης όσον αφορά τη διαδικασία, όπως και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση. Χαμηλότερο επίπεδο εναρμόνισης το οποίο θα άφηνε σημαντικά περιθώρια ευελιξίας στα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους δεν θα ανταποκρινόταν στους ρητούς στόχους της αυξημένης ασφάλειας δικαίου, προβλεψιμότητας και λογικής συνέπειας όσον αφορά τις αξιολογήσεις, από τις εποπτικές αρχές, των περιπτώσεων απόκτησης ή αύξησης συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων. Η πρόταση δεν φαίνεται να συνεπάγεται επιπρόσθετες διοικητικές δαπάνες. 4. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ Μια από τις αρχές οι οποίες διέπουν τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων είναι ότι πρέπει να υπάρχουν, όσο είναι δυνατόν, παράλληλες διατάξεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τις ρυθμιζόμενες αγορές. Αυτός ο παραλληλισμός υπάρχει μεταξύ του άρθρου 10 (που εφαρμόζεται για τις επιχειρήσεις επενδύσεων) και του άρθρου 38 (η αντίστοιχη διάταξη που αφορά τις ρυθμιζόμενες αγορές). Ενόψει του εν λόγω παραλληλισμού και ενόψει επίσης της δυνατότητας για περαιτέρω ενοποίηση στον τομέα των χρηματιστηρίων, η Επιτροπή θα εξετάσει επειγόντως κατά πόσον είναι αναγκαίο και δυνατόν να επεκτείνει τις διαδικασίες και τα κριτήρια της παρούσας πρότασης ώστε να καλύψουν και τις ρυθμιζόμενες αγορές. Σκοπός αυτής της ενέργειας είναι να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όταν υποβάλλονται σε ενδελεχή εξέταση από τις αρμόδιες αρχές, και να διευκολυνθεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (με την αποφυγή προστατευτικών αντιδράσεων από πλευράς κρατών μελών). Προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσον θα προβεί ή όχι σε αυτή την ενέργεια, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη τον ειδικό χαρακτήρα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των ρυθμιζόμενων αγορών, καθώς και τις απόψεις των ενδιαφερομένων και των ρυθμιστικών αρχών. Η Επιτροπή θα αποφασίσει κατά πόσον ενδείκνυται αυτή η παρέμβαση το συντομότερο δυνατόν. 5. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Νομική βάση της πρότασης, η οποία είναι τροποποιητική οδηγία, παραμένει η νομική βάση των τροποποιούμενων οδηγιών, ήτοι το άρθρο 47 παράγραφος 2 και το άρθρο 55 ΕΚ. Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που διατυπώνονται στο άρθρο 5 ΕΚ, οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης, συγκεκριμένα ο καθορισμός εναρμονισμένων διαδικαστικών κανόνων και κριτηρίων αξιολόγησης σε ολόκληρη την Κοινότητα, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις απαιτήσεις για την επίτευξη αυτών των στόχων και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για τον σκοπό αυτόν. EL 5 EL
Ενόψει της απαίτησης να υπάρχουν συναφείς κανόνες σε ολόκληρη την Κοινότητα, η πλέον ενδεδειγμένη πράξη θεωρήθηκε μια τροποποιητική οδηγία για τον καθορισμό της διαδικασίας και των κριτηρίων. 6. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Η πρωτοβουλία αυτή δεν συνεπάγεται δημοσιονομικές επιπτώσεις, ούτε απαιτούνται συμπληρωματικοί ανθρώπινοι και διοικητικοί πόροι. EL 6 EL
Πρόταση 2006/0166 (COD) ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ που τροποποιεί την οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου και τις οδηγίες 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και αύξησης συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο στον χρηματοπιστωτικό τομέα ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2 και το άρθρο 55, την πρόταση της Επιτροπής 3, τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 4, Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) 5, η οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής 6, η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου 7, η οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/EΟΚ, 92/49/EΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των 3 4 5 6 7 ΕΕ C της, σ.. ΕΕ C της, σ.. ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/1/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 24.3.2005, σ. 9). ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/68/ΕΚ (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1). ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/31/ΕΚ (ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 60). EL 7 EL
οδηγιών 98/78/EΚ και 2002/83/EΚ 8 και η οδηγία 2006/48/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) 9 ρυθμίζουν την κατάσταση κατά την οποία ο αγοραστής σκοπεύει να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να αυξήσει την ειδική συμμετοχή του σε πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων. (2) Το εν λόγω νομικό πλαίσιο δεν προβλέπει, ωστόσο, λεπτομερή κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης συμμετοχής, ούτε διαδικασία για την εφαρμογή τους. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε έλλειψη ασφάλειας δικαίου, σαφήνειας και προβλεψιμότητας όσον αφορά τη διαδικασία αξιολόγησης, καθώς και τα αποτελέσματά της. (3) Ο ρόλος των αρμοδίων αρχών τόσο σε εσωτερικές, όσο και σε διασυνοριακές υποθέσεις πρέπει να είναι η διενέργεια προληπτικής αξιολόγησης, στο πλαίσιο σαφών κριτηρίων και διαδικασιών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να καθορισθούν κριτήρια για την αξιολόγηση των μετόχων και της διοίκησης, στο πλαίσιο της εποπτείας, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής, καθώς και σαφής διαδικασία για την εφαρμογή τους. Για να εξασφαλισθεί λογική συνέπεια, τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να είναι συναφή με τα κριτήρια που εφαρμόζονται όσον αφορά τους μετόχους και τη διεύθυνση κατά την αρχική διαδικασία χορήγησης αδείας. (4) Σε αγορές που είναι όλο και περισσότερο ενοποιημένες και όπου οι δομές των ομίλων ενδέχεται να εκτείνονται σε διάφορα κράτη μέλη, η απόκτηση ειδικής συμμετοχής υποβάλλεται σε εξέταση σε αρκετά κράτη μέλη, και άρα είναι θέμα καίριας σημασίας να εναρμονισθεί η διαδικασία και οι προληπτικές αξιολογήσεις σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς να θεσπίζουν τα κράτη μέλη αυστηρότερους κανόνες. (5) Στο πλαίσιο της προληπτικής αξιολόγησης, το κριτήριο που αφορά την «εντιμότητα του υποψήφιου αγοραστή» σημαίνει ότι χρειάζεται να προσδιορισθεί κατά πόσον υφίστανται αμφιβολίες σχετικά με την ακεραιότητα και την επαγγελματική ικανότητα του υποψήφιου αγοραστή και κατά πόσον είναι βάσιμες αυτές οι αμφιβολίες τέτοιες αμφιβολίες ενδέχεται να προκύψουν, παραδείγματος χάριν, από την επιχειρηματική συμπεριφορά στο παρελθόν. Η αξιολόγηση της εντιμότητας είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση που ο υποψήφιος αγοραστής είναι μη εποπτευόμενη επιχείρηση. (6) Προκειμένου να ανταποκρίνεται στον ρόλο της βάσει της Συνθήκης και να είναι σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσον χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση των κριτηρίων για την αξιολόγηση καταλληλότητας, η Επιτροπή πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητεί αντίγραφα των εγγράφων στα οποία βασίσθηκαν οι αρμόδιες αρχές για την προληπτική αξιολόγησή τους. (7) Τα κριτήρια αξιολόγησης ενδέχεται, στο μέλλον, να χρειασθούν προσαρμογές, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στην αγορά και η ανάγκη για ενιαία εφαρμογή σε ολόκληρη την Κοινότητα. Είναι, επομένως, σκόπιμο να θεσπισθούν τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης 8 9 ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1. ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1. EL 8 EL
Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή 10. (8) Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης, συγκεκριμένα ο καθορισμός εναρμονισμένων διαδικαστικών κανόνων και κριτηρίων αξιολόγησης σε ολόκληρη την Κοινότητα, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών. (9) Πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν αναλόγως οι οδηγίες 92/49/ΕΟΚ, 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Η οδηγία 92/49/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής: Τροποποιήσεις της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ 1. Στο άρθρο 1 στοιχείο ζ), το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Για τους σκοπούς της εφαρμογής αυτού του ορισμού, στο πλαίσιο των άρθρων 8 και 15, και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που αναφέρονται στο άρθρο 15, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου* * ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.» 2. Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής: α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική αυτή συμμετοχή, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50% ή ώστε η ασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του (στο εξής, «υποψήφιος αγοραστής»), οφείλει να γνωστοποιεί εγγράφως στις αρμόδιες αρχές της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή, είτε να αυξήσει την ειδική 10 ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. EL 9 EL
συμμετοχή του, το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 15β παράγραφος 4.» β) Η παράγραφος 1α απαλείφεται. γ) Στην παράγραφο 2, ο αριθμός 33% αντικαθίσταται από τον αριθμό 30%. 3. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 15α έως 15δ: «Άρθρο 15a 1. Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και εν πάση περιπτώσει εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της γνωστοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή ότι παρέλαβαν τη γνωστοποίηση. Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία τριάντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής βεβαίωσης παραλαβής (στο εξής, «περίοδος αξιολόγησης») προκειμένου να αντιταχθούν στην πρόταση του υποψήφιου αγοραστή. 2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, να ζητήσουν περαιτέρω πληροφορίες, εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της βεβαίωσης παραλαβής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 15β παράγραφος 1. Οι περαιτέρω πληροφορίες ζητούνται εγγράφως, διευκρινίζεται δε ποια είναι τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία. Οι ζητούμενες πληροφορίες παρέχονται στις αρμόδιες αρχές εντός δέκα εργασίμων ημερών. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες. Περαιτέρω αιτήματα των αρμοδίων αρχών για παροχή πληροφοριών δεν συνεπάγονται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης. 3. Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής ή στην προτεινόμενη αύξηση συμμετοχής, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών και χωρίς να υπερβούν την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 15α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, αναφέροντας τους λόγους αυτής της απόφασης. 4. Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως, εντός της περιόδου αξιολόγησης, στην προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση συμμετοχής που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1, η προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίνεται. Ταυτοχρόνως με τη βεβαίωση παραλαβής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και, ενδεχομένως, ταυτοχρόνως με την υποβολή του αιτήματος για περαιτέρω πληροφορίες που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στον υποψήφιο αγοραστή την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης. EL 10 EL
5. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν την περίοδο αξιολόγησης σε πενήντα, το πολύ, εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής υπόκειται σε κανονιστικές ρυθμίσεις εκτός της Κοινότητας και βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια όσον αφορά τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών. 6. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίσουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης συμμετοχής. Άρθρο 15β 1. Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 15α παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και κατά πόσον η προτεινόμενη απόκτηση είναι ορθή από χρηματοοικονομική σκοπιά, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια: α) την εντιμότητα του υποψήφιου αγοραστή β) την εντιμότητα και την πείρα οποιουδήποτε ατόμου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος αναπτυσσόμενων και προβλεπόμενων δραστηριοτήτων στην ασφαλιστική επιχείρηση στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής δ) κατά πόσον η ασφαλιστική επιχείρηση θα είναι σε θέση να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της βάσει της παρούσας οδηγίας και των όποιων εφαρμοστέων τομεακών κανόνων, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 7 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ε) κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου**, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει τον κίνδυνο ενεργειών αυτού του είδους. 2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις. 3. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζουν την απόκτηση συμμετοχής από την άποψη των οικονομικών αναγκών της αγοράς. 4. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης βάσει της παραγράφου 1. EL 11 EL
Το επίπεδο των απαιτουμένων πληροφοριών είναι ανάλογο και προσαρμοσμένο στον χαρακτήρα της προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με τον σκοπό της προληπτικής αξιολόγησης. 5. Σε περίπτωση που κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική επιχείρηση, η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε όλοι οι υποψήφιοι αγοραστές να αντιμετωπίζονται αμερόληπτα. Άρθρο 15γ Επιπλέον του άρθρου 15 παράγραφος 1 και των άρθρων 15α και 15β και εκτός εάν ορίζεται άλλως, οι σχετικές αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής σύμφωνα με το άρθρο 15β παράγραφος 1, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι: (1) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 1α παράγραφος 2 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου*** (στο εξής, «εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος (2) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος (3) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά. Παρέχουν αμοιβαία κάθε ουσιαστική ή σχετική με τη διαδικασία πληροφορία. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, εφόσον τους ζητηθεί, στις άλλες αρμόδιες αρχές κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Άρθρο 15δ 1. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να της διαβιβάσουν αμέσως αντίγραφα των εγγράφων στα οποία βασίσθηκαν για την αξιολόγησή τους ως προς το άρθρο 15 παράγραφος 1 και τα άρθρα 15α, 15β και 15γ, καθώς και την αιτιολόγηση που δόθηκε στον υποψήφιο αγοραστή. 2. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου και χρησιμοποιούνται από αυτήν μόνον προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον κάποιο κράτος μέλος εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας οδηγίας. EL 12 EL
Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής, καθώς και οι ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. 3. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει η Επιτροπή δυνάμει της παραγράφου 1 δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθούν σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, κατά τρόπο ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι αγοραστές ή οι σχετικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις. * ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1. ** ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15. *** ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3.» 4. Στο άρθρο 51, προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση: «- λεπτομερής ανάπτυξη και διευκρίνιση των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 15β παράγραφος 1, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλισθεί ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.» Άρθρο 2 Η οδηγία 2002/83/ΕΚ τροποποιείται ως εξής: Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/83/ΕΚ 1. Στο άρθρο 1 στοιχείο ι), το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Για τους σκοπούς της εφαρμογής αυτού του ορισμού, στο πλαίσιο των άρθρων 8 και 15, και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που αναφέρονται στο άρθρο 15, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου* * ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.» 2. Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής: α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική αυτή συμμετοχή, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50% ή ώστε η ασφαλιστική EL 13 EL
επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του (στο εξής, «υποψήφιος αγοραστής»), οφείλει να γνωστοποιεί εγγράφως στις αρμόδιες αρχές της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή, είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή του, το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 15β παράγραφος 4.» β) Στην παράγραφο 2, ο αριθμός 33% αντικαθίσταται από τον αριθμό 30%. 3. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 15α έως 15δ: «Άρθρο 15a 1. Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και εν πάση περιπτώσει εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της γνωστοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή ότι παρέλαβαν τη γνωστοποίηση. Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία τριάντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής βεβαίωσης παραλαβής (στο εξής, «περίοδος αξιολόγησης») προκειμένου να αντιταχθούν στην πρόταση του υποψήφιου αγοραστή. 2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, να ζητήσουν περαιτέρω πληροφορίες, εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της βεβαίωσης παραλαβής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 15β παράγραφος 1. Οι περαιτέρω πληροφορίες ζητούνται εγγράφως, διευκρινίζεται δε ποια είναι τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία. Οι ζητούμενες πληροφορίες παρέχονται στις αρμόδιες αρχές εντός δέκα εργασίμων ημερών. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες. Περαιτέρω αιτήματα των αρμοδίων αρχών για παροχή πληροφοριών δεν συνεπάγονται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης. 3. Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής ή στην προτεινόμενη αύξηση συμμετοχής, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών και χωρίς να υπερβούν την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 15α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, αναφέροντας τους λόγους αυτής της απόφασης. 4. Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως, εντός της περιόδου αξιολόγησης, στην προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση συμμετοχής που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1, η προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίνεται. Ταυτοχρόνως με τη βεβαίωση παραλαβής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και, ενδεχομένως, ταυτοχρόνως με την υποβολή του αιτήματος για περαιτέρω πληροφορίες που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές EL 14 EL
γνωστοποιούν στον υποψήφιο αγοραστή την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης. 5. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν την περίοδο αξιολόγησης σε πενήντα, το πολύ, εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής υπόκειται σε κανονιστικές ρυθμίσεις εκτός της Κοινότητας και βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια όσον αφορά τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών. 6. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίσουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης συμμετοχής. Άρθρο 15β 1. Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 15α παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ασφαλιστική επιχείρηση, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και κατά πόσον η προτεινόμενη απόκτηση είναι ορθή από χρηματοοικονομική σκοπιά, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια: α) την εντιμότητα του υποψήφιου αγοραστή β) την εντιμότητα και την πείρα οποιουδήποτε ατόμου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος αναπτυσσόμενων και προβλεπόμενων δραστηριοτήτων στην ασφαλιστική επιχείρηση στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής δ) κατά πόσον η ασφαλιστική επιχείρηση θα είναι σε θέση να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της βάσει της παρούσας οδηγίας και των όποιων εφαρμοστέων τομεακών κανόνων, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 7 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ε) κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου**, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει τον κίνδυνο ενεργειών αυτού του είδους. 2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις. 3. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζουν την απόκτηση συμμετοχής από την άποψη των οικονομικών αναγκών της αγοράς. EL 15 EL
4. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης βάσει της παραγράφου 1. Το επίπεδο των απαιτουμένων πληροφοριών είναι ανάλογο και προσαρμοσμένο στον χαρακτήρα της προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με τον σκοπό της προληπτικής αξιολόγησης. 5. Σε περίπτωση που κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ασφαλιστική επιχείρηση, η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε όλοι οι υποψήφιοι αγοραστές να αντιμετωπίζονται αμερόληπτα. Άρθρο 15γ Επιπλέον του άρθρου 15 παράγραφος 1 και των άρθρων 15α και 15β και εκτός εάν ορίζεται άλλως, οι σχετικές αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής σύμφωνα με το άρθρο 15β παράγραφος 1, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι: (1) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 1α παράγραφος 2 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου*** (στο εξής, «εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος (2) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος (3) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά. Παρέχουν αμοιβαία κάθε ουσιαστική ή σχετική με τη διαδικασία πληροφορία. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, εφόσον τους ζητηθεί, στις άλλες αρμόδιες αρχές κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Άρθρο 15δ 1. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να της διαβιβάσουν αμέσως αντίγραφα των εγγράφων στα οποία βασίσθηκαν για την αξιολόγησή τους ως προς το άρθρο 15 παράγραφος 1 και τα άρθρα 15α, 15β και 15γ, καθώς και την αιτιολόγηση που δόθηκε στον υποψήφιο αγοραστή. 2. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου και χρησιμοποιούνται από αυτήν μόνον προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον κάποιο κράτος μέλος εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας οδηγίας. EL 16 EL
Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής, καθώς και οι ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. 3. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει η Επιτροπή δυνάμει της παραγράφου 1 δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθούν σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, κατά τρόπο ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι αγοραστές ή οι σχετικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις. * ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1. ** ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15. *** ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3.» 4. Στο άρθρο 64, προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση: «- λεπτομερής ανάπτυξη και διευκρίνιση των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 15β παράγραφος 1, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλισθεί ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.» Άρθρο 3 Η οδηγία 2004/39/ΕΚ τροποποιείται ως εξής: Τροποποιήσεις της οδηγίας 2004/39/ΕΚ 1. Στο άρθρο 4 παράγραφος 1, το σημείο 27) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «27) ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10% τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά την έννοια των άρθρων 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υπάρχει η εν λόγω συμμετοχή, * ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.» 2. Στο άρθρο 10, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική αυτή συμμετοχή, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να EL 17 EL
υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50% ή ώστε η επιχείρηση επενδύσεων να καταστεί θυγατρική του (στο εξής, «υποψήφιος αγοραστής»), οφείλει να γνωστοποιεί εγγράφως στις αρμόδιες αρχές της επιχείρησης επενδύσεων, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή, είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή του, το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 10β παράγραφος 4. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο προτίθεται να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων να γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές το ύψος της συμμετοχής που θα προκύψει με τον τρόπο αυτόν. Τα πρόσωπα αυτά οφείλουν επίσης να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές, όταν προτίθενται να μειώσουν την ειδική συμμετοχή τους ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου που κατέχουν να μειωθεί σε λιγότερο από το 20%, 30% ή 50% ή ώστε η επιχείρηση επενδύσεων να παύσει να είναι θυγατρική τους. 4. Η αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, σύμφωνα με το άρθρο 10β παράγραφος 1, υπόκειται στην εκ των προτέρων διαβούλευση που προβλέπεται στο άρθρο 60, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι: α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 1α παράγραφος 2 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου* (στο εξής, «εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος β) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος. --------------------- * ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3.» 3. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 10α, 10β και 10γ: «Άρθρο 10a 1. Για τους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και εν πάση περιπτώσει εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της γνωστοποίησης που απαιτείται βάσει του εν λόγω εδαφίου, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή ότι παρέλαβαν τη γνωστοποίηση. Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία τριάντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής βεβαίωσης παραλαβής (στο εξής, «περίοδος αξιολόγησης») προκειμένου να αντιταχθούν στην πρόταση του υποψήφιου αγοραστή. EL 18 EL
2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, να ζητήσουν περαιτέρω πληροφορίες, εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της βεβαίωσης παραλαβής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 10β παράγραφος 1. Οι περαιτέρω πληροφορίες ζητούνται εγγράφως, διευκρινίζεται δε ποια είναι τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία. Οι ζητούμενες πληροφορίες παρέχονται στις αρμόδιες αρχές εντός δέκα εργασίμων ημερών. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες. Περαιτέρω αιτήματα των αρμοδίων αρχών για παροχή πληροφοριών δεν συνεπάγονται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης. 3. Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής ή στην προτεινόμενη αύξηση συμμετοχής, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών και χωρίς να υπερβούν την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 10α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, αναφέροντας τους λόγους αυτής της απόφασης. 4. Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως, εντός της περιόδου αξιολόγησης, στην προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση συμμετοχής που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3, η προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίνεται. Ταυτοχρόνως με τη βεβαίωση παραλαβής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και, ενδεχομένως, ταυτοχρόνως με την υποβολή του αιτήματος για περαιτέρω πληροφορίες που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στον υποψήφιο αγοραστή την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης. 5. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν την περίοδο αξιολόγησης σε πενήντα, το πολύ, εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής υπόκειται σε κανονιστικές ρυθμίσεις εκτός της Κοινότητας και βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια όσον αφορά τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών. 6. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίσουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης συμμετοχής. Άρθρο 10β 1. Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 10α παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην επιχείρηση επενδύσεων, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και κατά πόσον η προτεινόμενη απόκτηση είναι ορθή από χρηματοοικονομική σκοπιά, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια: α) την εντιμότητα του υποψήφιου αγοραστή EL 19 EL
β) την εντιμότητα και την πείρα οποιουδήποτε ατόμου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος αναπτυσσόμενων και προβλεπόμενων δραστηριοτήτων στην επιχείρηση επενδύσεων στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής δ) κατά πόσον η επιχείρηση επενδύσεων θα είναι σε θέση να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της βάσει της παρούσας οδηγίας και των όποιων εφαρμοστέων τομεακών κανόνων, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 7 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής ε) κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει τον κίνδυνο ενεργειών αυτού του είδους. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη μελλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 64 παράγραφος 2, δύναται να εγκρίνει μέτρα εφαρμογής, με τα οποία καθορίζονται λεπτομερώς και διευκρινίζονται τα κριτήρια του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. 2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις. 3. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζουν την απόκτηση συμμετοχής από την άποψη των οικονομικών αναγκών της αγοράς. 4. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης βάσει της παραγράφου 1. Το επίπεδο των απαιτουμένων πληροφοριών είναι ανάλογο και προσαρμοσμένο στον χαρακτήρα της προτεινόμενης απόκτησης ή αύξησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με τον σκοπό της προληπτικής αξιολόγησης. 5. Σε περίπτωση που κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια επιχείρηση επενδύσεων, η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε όλοι οι υποψήφιοι αγοραστές να αντιμετωπίζονται αμερόληπτα. EL 20 EL
* ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15. Άρθρο 10γ 1. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να της διαβιβάσουν αμέσως αντίγραφα των εγγράφων στα οποία βασίσθηκαν για την προληπτική αξιολόγησή τους ως προς το άρθρο 10 παράγραφοι 3 και 4 και το άρθρο 10β, καθώς και την αιτιολόγηση που δόθηκε στον υποψήφιο αγοραστή. 2. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου και χρησιμοποιούνται από αυτήν μόνον προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον κάποιο κράτος μέλος εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας οδηγίας. Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει οποιαδήποτε δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής, καθώς και οι ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. 3. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει η Επιτροπή δυνάμει της παραγράφου 1 δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθούν σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, κατά τρόπο ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι αγοραστές ή οι σχετικές επιχειρήσεις επενδύσεων.» Άρθρο 4 Η οδηγία 2005/68/ΕΚ τροποποιείται ως εξής: Τροποποιήσεις της οδηγίας 2005/68/ΕΚ 1. Στο άρθρο 2 παράγραφος 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ι), στο πλαίσιο των άρθρων 12 και 19, και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που αναφέρονται στο άρθρο 19, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου* * ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.» 2. Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 19 1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική αυτή συμμετοχή, ούτως ώστε η αναλογία EL 21 EL
των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50% ή ώστε η αντασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του (στο εξής, «υποψήφιος αγοραστής»), οφείλει να γνωστοποιεί εγγράφως στις αρμόδιες αρχές της αντασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή, είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή του, το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 19α παράγραφος 4. 2. Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και εν πάση περιπτώσει εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της γνωστοποίησης που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή ότι παρέλαβαν τη γνωστοποίηση. Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία τριάντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής βεβαίωσης παραλαβής (στο εξής, «περίοδος αξιολόγησης») προκειμένου να αντιταχθούν στην πρόταση του υποψήφιου αγοραστή. 3. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, να ζητήσουν περαιτέρω πληροφορίες, εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της βεβαίωσης παραλαβής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο, προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 19α παράγραφος 1. Οι περαιτέρω πληροφορίες ζητούνται εγγράφως, διευκρινίζεται δε ποια είναι τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία. Οι ζητούμενες πληροφορίες παρέχονται στις αρμόδιες αρχές εντός δέκα εργασίμων ημερών. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες. Περαιτέρω αιτήματα των αρμοδίων αρχών για παροχή πληροφοριών δεν συνεπάγονται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης. 4. Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής ή στην προτεινόμενη αύξηση συμμετοχής, ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών και χωρίς να υπερβούν την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, αναφέροντας τους λόγους αυτής της απόφασης. 5. Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως, εντός της περιόδου αξιολόγησης, στην προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση συμμετοχής που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η προτεινόμενη απόκτηση ή αύξηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίνεται. Ταυτοχρόνως με τη βεβαίωση παραλαβής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και, ενδεχομένως, ταυτοχρόνως με την υποβολή του αιτήματος για περαιτέρω πληροφορίες που αναφέρεται στην παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στον υποψήφιο αγοραστή την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης. 6. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν την περίοδο αξιολόγησης σε πενήντα, το πολύ, εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής υπόκειται σε EL 22 EL