Παπαγεωργίου Αγγελική,, Εγκυκλοπαίδεια Περίληψη : Οι οχυρώσεις που χτίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να αντικαταστήσουν τα αρχικά τείχη του Κωνσταντίνου Α χρονολογούνται από την εποχή του Θεοδοσίου Β (408-450) και δέχτηκαν αρκετές επισκευές και επεμβάσεις τους επόμενους αιώνες. Τα τείχη του Θεοδοσίου διέθεταν τρεις αμυντικές ζώνες (τάφρο, προτείχισμα και κυρίως τείχος) και παρέμειναν ουσιαστικά απόρθητα μέχρι το 1453. Χρονολόγηση 413/422-18ος αιώνας Γεωγραφικός εντοπισμός Κωνσταντινούπολη 1. Ιστορικό πλαίσιο Η αρχική οχύρωση της Κωνσταντινούπολης οφείλεται στον ιδρυτή της, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α (307-337). Σύμφωνα με την παράδοση, ο ίδιος χάραξε τη γραμμή που θα ακολουθούσαν τα χερσαία τείχη της πόλης. Όμως, ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα, η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού της Βασιλεύουσας δημιουργούσε προβλήματα έλλειψης χώρου και ευνοούσε την τάση να επεκταθεί ο πολεοδομικός ιστός της εκτός των τειχών του Κωνσταντίνου. Παράλληλα, η εμφάνιση του κινδύνου των Ούννων στο βόρειο σύνορο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις αρχές του 5ου αιώνα, κατέστησε απαραίτητη την κατασκευή ισχυρότερης αμυντικής γραμμής, καθώς το δυτικό τμήμα της οχύρωσης της Κωνσταντινούπολης ήταν το πλέον ευάλωτο σε μαζική επίθεση από την πεδιάδα της Θράκης. 1 Για τους λόγους αυτούς, στις αρχές της βασιλείας του Θεοδοσίου Β (408-450) ο Ανθέμιος, έπαρχος των πραιτορίων της Ανατολής και ουσιαστικός κυβερνήτης της αυτοκρατορίας (καθώς ο αυτοκράτορας ήταν ακόμα ανήλικος και δε λάμβανε μέρος στη λήψη των αποφάσεων), ανέλαβε την πρωτοβουλία να κατασκευάσει μια νέα σειρά από αμυντικά τείχη περί τα 2 χλμ. δυτικά της γραμμής των τειχών του Κωνσταντίνου. Τα νέα τείχη ονομάστηκαν Θεοδοσιανά, προς τιμήν του αυτοκράτορα. Μαζί με τις μεταγενέστερες προσθήκες και μετασκευές επρόκειτο να προστατεύσουν αποτελεσματικά την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας για περίπου μία χιλιετία και θεωρούνται από τη σύγχρονη έρευνα ως το τελειότερο δείγμα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της Ύστερης Αρχαιότητας και των Μέσων Χρόνων. 2. Η κατασκευή των θεοδοσιανών τειχών Οι μελετητές δε συμφωνούν απόλυτα σχετικά με την ακριβή χρονολογία κατασκευής των τειχών, αλλά η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι η απόφαση για την κατασκευή των νέων οχυρώσεων ελήφθη λίγο μετά το 408 και το αρχικό έργο είχε ολοκληρωθεί έως το 413. 2 Για την ανέγερσή τους εργάστηκε το σύνολο των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, ενώ το κόστος κατασκευής καλύφτηκε από χρηματικές εισφορές των εύπορων πολιτών και των δήμων. Το ένα τρίτο των εσόδων από τη φορολογία της πόλης αποφασίστηκε να καλύπτει τα έξοδα συντήρησής τους. Πρώτο κατασκευάστηκε το εσωτερικό ή κυρίως τείχος (σε πηγές της εποχής αναφέρεται ως «έσω» ή «μέγα τείχος»). Είχε μήκος 5.650 μ., διέθετε 96 πύργους και εκτεινόταν από τις ακτές της Προποντίδας έως τη συνοικία των Βλαχερνών, η οποία προστατευόταν από προϋπάρχον τείχος. Το 447 το τείχος υπέστη σοβαρές ζημιές από ισχυρό σεισμό, ο οποίος κατέστρεψε 57 πύργους. Η στρατηγική κατάσταση την περίοδο εκείνη ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς την Κωνσταντινούπολη την απειλούσαν οι Ούννοι υπό την ηγεσία του Αττίλα. Έτσι, με πρωτοβουλία του επάρχου των πραιτορίων Κωνσταντίνου, οι πολίτες έσπευσαν να επισκευάσουν το τείχος, εργασία που ολοκληρώθηκε σε διάστημα δύο μηνών. 3 Παράλληλα, χτίστηκε και ένα εξωτερικό τείχος, το «έξω τείχος» ή «προτείχισμα», το οποίο έφτανε και αυτό έως τις Βλαχέρνες, ενώ ανοίχτηκε και μια τάφρος, η οποία εκτεινόταν από την Προποντίδα έως τον Κεράτιο κόλπο. Λίγο νωρίτερα, το 439, ο έπαρχος Κύρος ο Πανοπολίτης είχε επεκτείνει τα θαλάσσια τείχη ώστε να συνδεθούν με τη νέα οχυρωματική γραμμή. 4 Στα δύο άκρα του τείχους υπήρχαν «βραχιάλια», μικρά τείχη που εκτείνονταν ως τη θάλασσα και απέκοπταν την πρόσβαση στο χερσαίο χώρο Δημιουργήθηκε στις 26/1/2017 Σελίδα 1/8
Παπαγεωργίου Αγγελική,, Εγκυκλοπαίδεια μπροστά από τα θαλάσσια τείχη. 3. Περιγραφή των τειχών του Θεοδοσίου 3.1. Το κυρίως τείχος Το έσω τείχος θεμελιώθηκε πάνω σε φυσικό βράχο, είχε πάχος 5 μ., ύψος 10 μ. και επάλξεις ύψους 2 μ. Οι δύο εξωτερικές όψεις του είχαν κατασκευαστεί από προσεκτικά τετραγωνισμένους δόμους από ασβεστόλιθο, ενώ ο πυρήνας αποτελούνταν από λατύπη (γέμισμα από μικρούς αδρούς λίθους και συνδετικό κονίαμα). Ανά διαστήματα υπήρχαν ζώνες με πέντε στρώσεις από πλίνθους ερυθρού χρώματος, οι οποίες διέσχιζαν το πάχος του τείχους από την εξωτερική έως την εσωτερική όψη του, χρησιμεύοντας ως συνδετικός αρμός και προσδίδοντας ένα ευχάριστο αισθητικό αποτέλεσμα. 5 Περίπου ανά 60-70 μ. στο τείχος υπήρχε πύργος οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τετράγωνοι, ενώ 20 ήταν πολυγωνικοί, κυρίως οκτάγωνοι. Στο νότιο τμήμα τετράγωνοι και οκτάγωνοι πύργοι εναλλάσσονταν, ενώ στο μεσαίο οι πύργοι ήταν σχεδόν όλοι τετράγωνοι. Οι λόγοι της εναλλαγής αυτής δεν είναι γνωστοί, αλλά πίσω από την ποικιλία αυτή δε φαίνεται να υποκρύπτεται κάποιος στρατηγικός λόγος. Οι πύργοι είχαν ύψος περί τα 15-16 μ. και πρόβαλλαν περί τα 10 μ. από το τείχος. Η τοιχοδομία τους (συμπαγείς τοίχοι πάχους 2 μ.), η οποία δε συνδέεται με το τείχος, δείχνει ότι ανεγέρθηκαν μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του περιβόλου. Οι πύργοι διέθεταν δύο επίπεδα, τα οποία για λόγους ασφαλείας δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Το ισόγειο χρησίμευε ως αποθήκη ή φυλάκιο είτε ακόμη παραχωρούνταν προς χρήση σε πολίτες, ενώ ο ανώτερος όροφος ήταν προσβάσιμος μόνο από τον περίδρομο του τείχους και εκεί πιθανότατα ήταν τοποθετημένες βλητικές μηχανές (καταπέλτες). Η οροφή του πύργου διέθετε επάλξεις. 3.2. Το προτείχισμα Σε απόσταση 13,5 μ. από το έσω τείχος (η οποία μειωνόταν σε λιγότερο από 4 μ. στους πύργους) βρισκόταν το εξωτερικό τείχος ή προτείχισμα. Πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε μετά το σεισμό του 447 για να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης άμυνα της πόλης σε περίπτωση καταστροφής του μεγάλου τείχους από νέο σεισμό (το χαμηλό ύψος του προτειχίσματος το έκανε περισσότερο ανθεκτικό στις δονήσεις). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη (5ος αιώνας) η ύπαρξη προτειχίσματος ήταν συνηθισμένη στις οχυρώσεις των πόλεων (όπως π.χ. στη Θεσσαλονίκη και τη Νίκαια). Το εξωτερικό τείχος είχε ύψος 4 μ. από το επίπεδο του «περιβόλου» (του χώρου μεταξύ των δύο τειχών), αλλά, καθώς ο χώρος εμπρός από το προτείχισμα ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, το ύψος του στην εξωτερική πλευρά ήταν διπλάσιο. Είχε πάχος 4,5 μ., από τα οποία το 1,3 ήταν συμπαγές και το υπόλοιπο αποτελούνταν από περίπου 2.500 ανακουφιστικά αψιδώματα, στο τύμπανο καθενός από τα οποία ανοιγόταν τοξοθυρίδα. Τα αψιδώματα στήριζαν τον περίδρομο, που φυλασσόταν με επάλξεις. Οι πύργοι του προτειχίσματος ήταν τετράγωνοι και πεταλόσχημοι εναλλάξ, τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε πίσω τους να βρίσκονται τα μεταπύργια (συνδετικό τείχος ανάμεσα σε δύο πύργους) του κυρίως τείχους, ενώ αντίστοιχα οι πύργοι του κυρίως τείχους βρίσκονταν απέναντι από τα μεταπύργια του προτειχίσματος. Αυτό προφανώς σχεδιάστηκε από την αρχή, έτσι ώστε τα δύο τείχη να αλληλοκαλύπτονται. Οι πύργοι ήταν μόλις 0,5 μ. υψηλότεροι του προτειχίσματος και προεξείχαν περί τα 5 μ. από αυτό. Στους τοίχους του ορόφου, στο ύψος του περίδρομου του τείχους, ανοίγονταν τοξοθυρίδες, ενώ η οροφή επιστεφόταν με επάλξεις. Ορισμένοι τετράγωνοι πύργοι είχαν και ισόγειο χώρο με μικρή θύρα προς τα έξω, για να διευκολύνονται οι έξοδοι των αμυνομένων. 6 3.3. Η τάφρος Περί τα 20 μ. από το προτείχισμα (ο ενδιάμεσος χώρος ονομαζόταν «παρατείχιον») βρισκόταν η τάφρος, η πρώτη γραμμή άμυνας των θεοδοσιανών τειχών. Είχε πλάτος 15-20 μ. και βάθος 5-7 μ. Οι πλευρές της ήταν χτισμένες με λίθους, ενώ ανά διαστήματα υπήρχαν λίθινοι υδατοφράκτες για να εμποδίζουν το νερό να κυλάει προς τον Κεράτιο λόγω της υψομετρικής διαφοράς. 7 Πάνω από το εσωτερικό χείλος της τάφρου υψωνόταν χαμηλός τοίχος ύψους περίπου 2 μ. 8 Δημιουργήθηκε στις 26/1/2017 Σελίδα 2/8
Παπαγεωργίου Αγγελική,, Εγκυκλοπαίδεια 4. Οι πύλες Στα τείχη του Θεοδοσίου ανοίγονταν αρκετές πύλες, οι κυριότερες από τις οποίες φαίνεται να ήταν, ξεκινώντας από την Προποντίδα, η Πρώτη Στρατιωτική Πύλη (γνωστή και ως Πύλη του Χριστού), η Χρυσή Πύλη (προϋπάρχουσα θριαμβική αψίδα που ενσωματώθηκε στο τείχος του Θεοδοσίου), η Δευτέρα Στρατιωτική Πύλη, η Πύλη της Πηγής ή της Σηλυβρίας (από το σημείο αυτό εισήλθαν στην Πόλη οι στρατιώτες του Αλεξίου Στρατηγόπουλου τον Ιούλιο του 1261), η Τρίτη Στρατιωτική Πύλη, η Πύλη του Ρηγίου, η Τετάρτη Στρατιωτική Πύλη, η Πύλη του Αγίου Ρωμανού ή του Ρησίου, η Πέμπτη Στρατιωτική Πύλη και τέλος η Πύλη του Χαρισίου ή της Αδριανούπολης. Οι πύλες ανοίγονταν τόσο στο έσω όσο και στο έξω τείχος σε ευθεία γραμμή. Στον εσωτερικό περίβολο πλαισιώνονταν από ισχυρούς τετράγωνους πύργους, εκτός από την Πύλη του Χαρισίου, όπου οι πύργοι ήταν ημικυκλικοί. 9 5. Μεταγενέστερες προσθήκες Η τριπλή ζώνη άμυνας (τάφρος, προτείχισμα, έσω τείχος), δηλαδή το κατεξοχήν τείχος του Θεοδοσίου, τελείωνε περί τα 1.000 μ. από τον Κεράτιο, καθιστώντας την περιοχή των Βλαχερνών το πλέον ευάλωτο σημείο της άμυνας της Κωνσταντινούπολης, στόχο των Αβάρων το 626 και των πολεμιστών της Δ Σταυροφορίας το 1203-1204. Όπως είναι φυσικό, οι μεταγενέστερες προσπάθειες των Βυζαντινών να ενισχύσουν τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης επικεντρώθηκαν στην κατασκευή νέων τειχών στη συγκεκριμένη περιοχή. Η πρώτη μετά τον 5ο αιώνα προσθήκη στα θεοδοσιανά τείχη έγινε από τον Ηράκλειο (610-641) μετά το 626. Θέλοντας να προστατεύσει την έως τότε ανοχύρωτη εκκλησία της Θεοτόκου των Βλαχερνών (στη θαυματουργή παρέμβαση της οποίας απέδιδαν οι πολίτες την απόκρουση των Αβάρων), ο αυτοκράτορας έχτισε ή ενίσχυσε ένα προϋπάρχον τείχος, το λεγόμενο Πτερόν, από τις Βλαχέρνες έως τον Κεράτιο κόλπο. Το νέο τείχος διέθετε μικρούς τετράγωνους πύργους. Το 813 ο αυτοκράτορας Λέων Ε Αρμένιος (813-820), θέλοντας να ενισχύσει την οχύρωση της περιοχής σε αναμονή επίθεσης από τους Βουλγάρους του Κρούμου, έχτισε υψηλό προτείχισμα σε απόσταση τουλάχιστον 20 μ. από το Πτερόν. Το μεγάλο ύψος του τείχους του Λέοντος Ε δυσκόλευε την υπερκείμενη βολή από το Πτερόν, με αποτέλεσμα το τελευταίο να αχρηστευτεί. Αργότερα όμως, επί Μιχαήλ Β (820-829), το Πτερόν ενισχύθηκε με τρεις εξαγωνικούς πύργους ύψους 26 μ. Καταπέλτες τοποθετημένοι στον ανώτατο όροφο των πύργων αυτών μπορούσαν να βάλλουν πάνω από το τείχος του Λέοντος. Η τελευταία βυζαντινή προσθήκη στο τείχος του Θεοδοσίου οφείλεται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α Κομνηνό (1143-1180), ο οποίος έχτισε ένα μακρύ τείχος για να οχυρώσει την περιοχή του ανακτόρου των Βλαχερνών από τα δυτικά. Το νέο τείχος (η διαφορετική τοιχοδομία του οποίου διακρίνεται αμέσως σε σχέση με το καθαυτό τείχος του Θεοδοσίου) είχε ύψος 15-18 μ. και πάχος περί τα 3,75 μ., ενισχυμένο στο εσωτερικό του με αντηρίδες. Διέθετε ογκώδεις πύργους, πεταλόσχημους, κυκλικούς, τετράγωνους και πολυγωνικούς. 6. Επισκευές Εκτός από τις προσθήκες, κατά καιρούς μαρτυρούνται (κυρίως επιγραφικά) διάφορες επισκευές στα τείχη και τους πύργους του Θεοδοσίου, είτε κατόπιν ζημιών από σεισμούς ή εχθρική ενέργεια είτε στο πλαίσιο προετοιμασίας για την απόκρουση επίθεσης. Οι κυριότερες φάσεις επισκευών χρονολογούνται στα τελευταία έτη της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (527-565) και των διαδόχων του, στις αρχές του 8ου αιώνα (Ιουστινιανός Β, Αναστάσιος Β και Θεοδόσιος Γ, προφανώς σε αναμονή αραβικής επίθεσης), περί το 740 έπειτα από σεισμό, μετά την ανακατάληψη της Πόλης από το Μιχαήλ Η Παλαιολόγο (1258-1282) και τους διαδόχους του, καθώς και στα μέσα του 14ου αιώνα, στο πλαίσιο του εμφυλίου μεταξύ Ιωάννη Ε Παλαιολόγου και Ιωάννη ΣΤ Καντακουζηνού. Η τελευταία σειρά επισκευών χρονολογείται μεταξύ των ετών 1432 και 1441 και επικεντρώθηκε στο έξω τείχος, το οποίο και αποτέλεσε την κύρια γραμμή άμυνας των Βυζαντινών κατά την πολιορκία του 1453. 7. Τα χερσαία τείχη μετά το 1453 7.1. Οθωμανικές προσθήκες και επισκευές Δημιουργήθηκε στις 26/1/2017 Σελίδα 3/8
Παπαγεωργίου Αγγελική,, Εγκυκλοπαίδεια Η χρησιμότητα των θεοδοσιανών τειχών δεν έπαψε με την Άλωση. Αντίθετα, ένα από τα πρώτα μελήματα του σουλτάνου Μεχμέτ Β (1451-1481) ήταν να επιδιορθώσει τα τμήματα εκείνα του τείχους που είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες ζημιές κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Το 1457 οι Οθωμανοί προέβησαν στην τελευταία προσθήκη στην ιστορία των τειχών, κατασκευάζοντας το φρούριο του Γεντικουλέ στο νότιο άκρο των τειχών. Έχει σχήμα πενταπλεύρου και δημιουργήθηκε με την κατασκευή τριών πύργων στο εσωτερικό του κυρίως τείχους, οι οποίοι ενώθηκαν μεταξύ τους με ισχυρά τείχη. Ως πέμπτη πλευρά ενσωματώθηκε στο φρούριο το τμήμα εκείνο των τειχών του Θεοδοσίου ανάμεσα στους πύργους 8 και 11, το οποίο περιλάμβανε και τη Χρυσή Πύλη με τους δύο πύργους της. Οι τέσσερις βυζαντινοί πύργοι και οι τρεις νεότεροι είναι αυτοί που έδωσαν στο φρούριο την ονομασία του (Yedikule = Επταπύργιον). Επισκευές στα θεοδοσιανά τείχη έγιναν και το 1509, καθώς επίσης και το 1635. Τότε τα τείχη ανακαινίστηκαν σε σημαντικό βαθμό, ενώ παράλληλα οι επιφάνειες καλύφτηκαν με στρώμα ασβεστοκονιάματος. Χαρακτηριστικό των επιδιορθώσεων της Οθωμανικής περιόδου είναι τα διάσπαρτα καθ όλο το μήκος των θεοδοσιανών τειχών αδρά «μπαλώματα» στις πλίνθινες ζώνες, όπου οι νέες πλίνθοι τοποθετήθηκαν παράλληλα με την πρόσοψη του τείχους και όχι κάθετα προς αυτή. Το 1656 έγιναν νέες επισκευές, ενώ τα τείχη υπέστησαν σημαντικές ζημιές κατά τους μεγάλους σεισμούς των ετών 1690 και 1709. Η τελευταία προσπάθεια να ανακαινιστούν τα χερσαία τείχη οφείλεται στην πρωτοβουλία του σουλτάνου Αχμέτ Γ και χρονολογείται μεταξύ των ετών 1722 και 1724. 10 7.2. Το πρόγραμμα ανακατασκευής στον 20ό αιώνα Λίγο μετά την τελευταία μεγάλης κλίμακας επιδιόρθωσή τους στις αρχές του 18ου αιώνα, τα θεοδοσιανά τείχη έπαψαν να θεωρούνται αξιοποιήσιμη γραμμή άμυνας και αφέθηκαν στη μοίρα τους. Η έλλειψη συντήρησης επηρέασε αρνητικά τη στατικότητα του κτίσματος, ενώ η τάφρος σταδιακά επιχωματώθηκε και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για την καλλιέργεια κηπευτικών. Λίγο πριν από το Β Παγκόσμιο πόλεμο τα τείχη έγιναν αντικείμενο επισταμένης μελέτης από Γερμανούς αρχαιολόγους, οι οποίοι δημοσίευσαν τα πορίσματά τους σε δύο τόμους. 11 Κατά το β μισό του 20ού αιώνα έγιναν προσπάθειες από τις τοπικές Αρχές, χρηματοδοτούμενες εν μέρει από την UNESCO, να ανακαινιστούν τα θεοδοσιανά τείχη. Η προσπάθεια αυτή των δεκαετιών του 1970 και 1980 δέχτηκε πολλές επικρίσεις, διότι αποφασίστηκε η ανακατασκευή πολλών πύργων και τμημάτων των τειχών, αντί για τη συντήρηση και προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων. Με την πολιτική αλλαγή του 1994 τα έργα σταμάτησαν. Η κακή ποιότητα των αισθητικών παρεμβάσεων του προγράμματος φάνηκε τον Αύγουστο του 1999, όταν ο μεγάλος σεισμός που χτύπησε την περιοχή κατέστρεψε μεγάλο μέρος των ανακατασκευασμένων τειχών και πολλούς πύργους, αλλά άφησε σχεδόν ανέπαφα τα γνήσια βυζαντινά τμήματα. 12 1. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, Λουκάκη, Μ. (μτφρ.) (Αθήνα 2000), σελ. 107, 130-131. 2. Speck, P., Der Mauerbau in sechzig Tagen. Zum Datum der errichtung der Landmauer von Konstantinopel mit einem Anhang über die Datierung der Notitia Urbis Constantinopolitanae, στο Beck, H.-G. (επιμ.), Studien zur Frühgeschichte Konstantinopels (München 1973), σελ. 135-178. Σύμφωνα με τον Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της (330-451), Λουκάκη, Μ. (μτφρ.) (Αθήνα 2000), σελ. 130, η έναρξη των εργασιών πρέπει να τοποθετηθεί το 412 και η ολοκλήρωσή τους περί το 422». 3. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, Delehaye, H. (ed.) (Brussels 1902), σελ. 425 Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (ed.), Chronicon paschale 1 (CSHB, Bonn 1832), σελ. 586, 589 Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (ed.), Ioannis Malalae chronographia (CSHB, Bonn 1831), σελ. 363 Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia 1 (Leipzig 1883), σελ. 125. 4. Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (ed.), Chronicon paschale 1 (CSHB, Bonn 1832), σελ. 583 Ζωναράς, XIII 22.49, Büttner-Wobst, T. (ed.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri xviii 3 (CSHB, Bonn 1897), σελ. 106 Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (ed.), Scriptores originum Constantinopolitanarum (Leipzig 1907, ανατ. 1975), σελ. 252. Δημιουργήθηκε στις 26/1/2017 Σελίδα 4/8
Παπαγεωργίου Αγγελική,, Εγκυκλοπαίδεια 5. Βλ. σχετικά Πασαδαίος, Α., «Παρατηρήσεις επί της αισθητικής αξίας των Θεοδοσιανών τειχών», Αρχαιολογική Εφημερίς (1968), σελ. 59-76. 6. Meyer-Plath, B. Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1943), σελ. 84-92, εικ. 21 Janin, R., Constantinople Byzantine, Développement urbain et répertoire topographique 2 (Paris 1964), σελ. 250. 7. Meyer Plath, B. Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel 1 2 (Berlin 1943), σελ. 20 23 και 36 37. Θεωρείται ότι οι κατασκευές αυτές έπαιζαν κάποιο ρόλο και στο σύστημα ύδρευσης της πόλης, ιδίως σε καιρό ειρήνης, εφόσον δεν είναι βέβαιο ότι η τάφρος ήταν πάντα γεμάτη με νερό. 8. Krischen, F. von Lüpke, T., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1938), εικ. 4 Tsangadas, B., The Fortifications and Defenses of Constantinople (New York 1980), σελ. 13. 9. Janin, R., Constantinople Byzantine. Développement urbain et répertoire topographique 2 (Paris 1964), σελ. 250-268 van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls and the Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 59-95 Meyer-Plath, B. Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1943), σελ. 11-16 και 37-92. 10. Foss, C. Winfield, D., Byzantine Fortifications. An Introduction (Pretoria 1986), σελ. 42, 65. 11. Krischen, F. von Lüpke, T., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1938) Meyer-Plath, B. Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel 1-2 (Berlin 1943). 12. Turnbull, S., The Walls of Constantinople AD 324-1453 (Fortress 25, Oxford 2004), σελ. 60. Βιβλιογραφία : Winfield D., Foss C., Byzantine Fortifications. An Introduction, Pretoria 1986 Dagron G., H γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, Λουκάκη, Μ. (μτφρ.) Πασαδαίος Α., Ο Κεραμοπλαστικός Διάκοσμος των Βυζαντινών Κτηρίων της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1973 Schneider A.M., Meyer-Plath B., Die Landmauer von Konstantinopel, 1-2, Berlin 1943, Denkmaler Antiker Architektur VI und VIII van Millingen A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites, London 1899 Mango C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles), 2, Paris 1985, Travaux et Mémoires, Monographies 2 Janin R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique, 2, Paris 1964 Lawrence A.W., "A sceletal history of byzantine fortification", The Annual of the British School at Athens, 78, 1983, 177-180 Turnbull S., The Walls of Constantinople AD 324-1453, Oxford 2004, Fortress 25 Asutay-Effenberger N., Die Landmauer von Konstantinopel. Historisch-topographische und Δημιουργήθηκε στις 26/1/2017 Σελίδα 5/8
Παπαγεωργίου Αγγελική,, Εγκυκλοπαίδεια baugeschichtliche Untersuchungen, Berlin 2007 Krischen F., von Lüpke T., Die Landmauer von Konstantinopel, Berlin 1938, Denkmaler Antiker Architektur IV Tsangadas B., The Fortifications and Defenses of Constantinople, New York 1980, East European Monographs 71 Speck P., "Der Mauerbau in sechzig Tagen. Zum Datum der errichtung der Landmauer von Konstantinopel mit einem Anhang über die Datierung der Notitia Urbis Constantinopolitanae", H.G. Beck (ed.), Studien zur Frühgeschichte Konstantinopels, München 1973, 135-178 Πασαδαίος Α., "Παρατηρήσεις επί της αισθητικής αξίας των Θεοδοσιανών τειχών", Αρχαιολογική Εφημερίς, 1968, 59-76 Δικτυογραφία : Recent Work on the Land Walls of Istanbul: Tower 2 to Tower 5 http://www.doaks.org/publications/doaks_online_publications/dop54/dp54ch12.pdf Theodosian Walls http://www.byzantium1200.com/landwall.html Γλωσσάριo : αντηρίδα, η Οι αντηρίδες είναι λίθινα ή ξύλινα στηρίγματα συνήθως σε τοίχους, αντερείσματα. έπαρχος πραιτoρίου (praefectus praetorio), ο Ο όρος αντιστοιχεί στον λατινικό praefectus praetoriο, ενώ απαντά στα ελληνικά και ως «έπαρχος της πραιτορίας» ή «των πραιτορίων» ή ακόμα και ως «έπαρχος της διοικήσεως». Στην Αυτοκρατορική περίοδο ο έπαρχος του πραιτορίου ήταν διοικητής επαρχίας από την τάξη των ιππέων. Επί Κωνσταντίνου το αξίωμα άλλαξε μορφή και επρόκειτο για τον επικεφαλής διοικητικής ενότητας, της επαρχότητας, που περιλάμβανε «διοικήσεις», και αυτές με τη σειρά τους επαρχίες. Το 400 τέτοιες επαρχότητες ήταν της Ανατολής (per Orientem), του Ιλλυρικού (per Illyricum), του Ιλλυρικού, Ιταλίας και Αφρικής (per Illyricum, Italiam et Africam) και της Γαλατίας (Galliarum). Το αξίωμα των επάρχων ήταν το υψηλότερο μετά του αυτοκράτορα στην κρατική ιεραρχία. Ο ισχυρότερος έπαρχος ήταν της Ανατολής (praefectus praetorio per Orientem), αξίωμα που αναφέρεται τελευταία φορά το 680. περίδρομος, ο, περίπατος, ο, πεδατούρα, η Διάδρομος κυκλοφορίας των αμυνομένων στο άνω τμήμα των τειχών, πίσω από τη ζώνη των επάλξεων. τόξο ανακουφιστικό, το (σφενδόνιον) Με τον όρο ανακουφιστικά τόξα ή σφενδόνια χαρακτηρίζονται τα αψιδώματα πάνω από ανοίγματα στους τοίχους ή, στην οχυρωματική αρχιτεκτονική, στην εσωτερική πλευρά του τείχους, τα οποία φέρουν μέρος του βάρους της ανωδομής και βελτιώνουν τη στατικότητα του κτηρίου. τύμπανο, το 1. Η τριγωνική επιφάνεια που «κλείνει» το βάθος του αετώματος και συνήθως φέρει ανάγλυφη ή ολόγλυφη διακόσμηση (Αρχαιότητα). 2. Τύμπανο τόξου (Ρωμαϊκή-Βυζαντινή περίοδος): Επίπεδη επιφάνεια που βρίσκεται μέσα σε τόξο ή αρκοσόλιο, π.χ. πάνω από τη Βασίλειο Πύλη ανάμεσα στο νάρθηκα και τον κυρίως ναό. 3. Τύμπανο τρούλου (Βυζάντιο): Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική αποτελεί ένα κυκλικό ή πολυγωνικό τμήμα πάνω στο οποίο στηρίζεται ο ημισφαιρικός θόλος. Πηγές Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, Delehaye, H. (ed.) (Brussels 1902). Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (ed.), Chronicon paschale 1 (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1832). Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (ed.), Ioannis Malalae chronographia (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1831). Δημιουργήθηκε στις 26/1/2017 Σελίδα 6/8
Παπαγεωργίου Αγγελική,, Εγκυκλοπαίδεια Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia 1 (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1963). Ζωναράς, XIII 22.49, Büttner Wobst, T. (ed.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri xviii 3 (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1897). Ψευδο Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (ed.), Scriptores originum Constantinopolitanarum (Leipzig 1907, ανατ. 1975). Δούκας, Ιστορία, Grecu, V. (ed.), Ducae Historia turco byzantina (1341 1462) (Bucarest 1958). Μιχαήλ Κριτόβουλος, Ιστορία, Reinsch, D.R. (ed.), Critobuli Imbriotae Historiae (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 22, Berlin New York 1983). Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, Maisano, R. (ed.), Georgii Sphrantzae Chronicon (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 29, Roma 1990). Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών δέκα, Bekker, I. (ed.), Laonici Chalcocondylae Atheinsis historiarum libri decem (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1834). Μιχαήλ Κριτόβουλος, Ιστορία, Reinsch, D.R. (ed.), Critobuli Imbriotae Historiae (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 22, Berlin New York 1983). Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, Maisano, R. (ed.), Georgii Sphrantzae Chronicon (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 29, Roma 1990). Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών δέκα, Bekker, I. (ed.), Laonici Chalcocondylae Atheinsis historiarum libri decem (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1834). Μιχαήλ Κριτόβουλος, Ιστορία, Reinsch, D.R. (ed.), Critobuli Imbriotae Historiae (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 22, Berlin New York 1983). Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, Maisano, R. (ed.), Georgii Sphrantzae Chronicon (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 29, Roma 1990). Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών δέκα, Bekker, I. (ed.), Laonici Chalcocondylae Atheinsis historiarum libri decem (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1834). Χρονολόγιο 408 413/412 422: Κατασκευή των τειχών 439: Ένωση του νέου περιβόλου με τα θαλάσσια τείχη (της Προποντίδας;) 447: Καταστροφές στο τείχος από ισχυρό σεισμό. Άμεση επισκευή με τη συμμετοχή του λαού της πόλης, υπό την απειλή των Ούννων του Αττίλα β μισό 6ου αιώνα: Επισκευές στα τείχη από τον Ιουστινιανό Α και τους άμεσους διαδόχους του 610 641: Συμπλήρωση των οχυρώσεων με το τείχος του Ηρακλείου (Πτερόν) στην περιοχή των Βλαχερνών αρχές 8ου αιώνα: Επισκευές υπό την απειλή αραβικών επιθέσεων 740: Καταστροφές στο τείχος από σεισμό. Επισκευές 813: Υψηλό προτείχισμα στο τείχος των Βλαχερνών από το Λέοντα Ε Αρμένιο Δημιουργήθηκε στις 26/1/2017 Σελίδα 7/8
Παπαγεωργίου Αγγελική,, Εγκυκλοπαίδεια 820 829: Ενίσχυση του Πτερού με τρεις εξαγωνικούς πύργους Μετά το 1261: Επισκευές στα θεοδοσιανά τείχη από το Μιχαήλ Η Μέσα 14ου αιώνα: Νέες επισκευές στα τείχη 1432 1441: Επισκευές στο προτείχισμα 1453: Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1457: Ανέγερση του Επταπυργίου (Yedikule) στην περιοχή της Χρυσής Πύλης 1509, 1635, 1656: Επισκευές από τους Οθωμανούς στα θεοδοσιανά τείχη 1690, 1709: Καταστροφές στα τείχη από σεισμούς 1722 1724: Ανακαίνιση των τειχών από το σουλτάνο Αχμέτ Γ. Μετά το 18ο αιώνα τα τείχη παύουν να υπολογίζονται ως αξιοποιήσιμη γραμμή άμυνας Δημιουργήθηκε στις 26/1/2017 Σελίδα 8/8