ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Νοµική Σχολή Τοµέας Διεθνών Σπουδών Σίνα 14, Αθήνα 10672 Τηλ./fax: 2103615812, www.law.uoa.gr Εφαρµογές Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου 2015-2016 Ι. Εφαρµογή του διεθνούς δικαίου από διεθνή δικαιοδοτικά όργανα: διεθνείς διαφορές και δικαιοδοτική επίλυση Ύπαρξη διαφοράς: Υπόθεση Μαυροµµάτης (Ελλάδα κ. Ηνωµένου Βασιλείου), ΔΔΔΔ, 1924: Διαφορά είναι µια διαφωνία σε ένα ζήτηµα πραγµατικό, µία αντίθεση, µία αντίδραση σε νοµικές θέσεις ή συµφέροντα µεταξύ των κρατών. Ύπαρξη συναίνεσης για την προσφυγή σε οποιαδήποτε διεθνή διαδικασία: Αποτελεί γενική αρχή ότι τα κράτη ως κυρίαρχα δεν δύνανται να υποχρεωθούν σε δικαιοδοτικό µηχανισµό χωρίς την προηγούµενη συναίνεσή τους. Αυτή εκδηλώνεται είτε για µια συγκεκριµένη διαφορά την οποία αποφασίζουν από κοινού µε συνυποσχετικό να υποβάλουν σε δικαιοδοτικό µηχανισµό επίλυσης, είτε εκ των προτέρων. 1. Ρήτρες επίλυσης διαφορών σε διµερείς ή και πολυµερείς συµβάσεις, παραδείγµατα: -Προαιρετικό Πρωτόκολλο υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του ΔΔΧ στη Σύµβαση Βιέννης για τις διπλωµατικές (1961) και προξενικές (1963) σχέσεις (βάσει του οποίου προσέφυγε η Γερµανία και το Μεξικό αντίστοιχα κατά των ΗΠΑ στις υποθέσεις LaGrand, Avena) -Άρθρο IX της Σύµβασης των ΗΕ για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήµατος της γενοκτονίας (Υπόθεση Εφαρµογής της Σύµβασης Γενοκτονίας (Βοσνία κ. Σερβίας-Μαυροβουνίου), ΔΔΧ, 2008 -ρήτρα σε διµερή συµφωνία, πχ. άρθρο 21 Ενδιάµεσης Συµφωνίας Ελλάδας-ΠΓΔΜ που προβλέπει την υπαγωγή διαφορών περί ερµηνείας και εφαρµογής της Συµφωνίας, πλην του ονόµατος, στο ΔΔΧ. 2. Διεθνείς συµβάσεις που έχουν ως αντικείµενο την δικαιοδοτική επίλυσης των διαφορών, για παράδειγµα η Γενική Πράξη Διαιτησίας του 1928.
3. Για το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ειδικά: -Καταστατικό ΔΔΧ (α.ν. 585/1945, ΦΕΚ Α 242) Άρθρο 36 1. Η αρµοδιότητα του ΔΔΧ εκτείνεται σε όλες τις διαφορές που υποβάλλονται από τους διαδίκους και επί όλων των υποθέσεων που προβλέπονται από τον Χάρτη ΗΕ ή από τις διεθνείς συνθήκες και συµβάσεις εν ισχύ. 2. Τα κράτη τα συµβαλλόµενα στο παρόν Καταστατικό µπορούν οποτεδήποτε να δηλώσουν, ότι αναγνωρίζουν, αυτοδικαίως και άνευ ειδικής συµφωνίας, ως υποχρεωτική, έναντι κάθε άλλου κράτους που αναλαµβάνει την ίδια υποχρέωση, τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ επί όλων των νοµικών διαφορών που αφορούν: -την ερµηνεία συνθήκης, -κάθε ζήτηµα διεθνούς δικαίου, - την ύπαρξη κάθε γεγονότος, το οποίο, εάν επιβεβαιούτο θα αποτελεί παραβίαση διεθνούς υποχρεώσεως, -την φύση ή την έκταση της οφειλόµενης επανορθώσεως για παραβίαση κάποιας διεθνούς υποχρεώσεως. Σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 36 (προαιρετική ρήτρα υποχρεωτικής αποδοχής της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ), τα κράτη µπορούν να καταθέσουν δήλωση αποδοχής της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ. Βάσει των δηλώσεων, το ΔΔΧ έχει αρµοδιότητα υπό τον όρο της αµοιβαιότητας. Κάθε διάδικο µέρος µπορεί να επικαλεσθεί τις επιφυλάξεις που τυχόν έχει θέσει, αλλά και τις επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει το άλλο µέρος στη δήλωσή του. Η αρµοδιότητα του ΔΔΧ εκτείνεται µόνο µέχρι του σηµείου σύµπτωσης των δύο δηλώσεων. Συνεπώς η κοινή βούληση των µερών, που αποτελεί τη βάση της αρµοδιότητας του ΔΔΧ, περιορίζεται στα όρια της πιο στενής δήλωσης. -Κατά παρέκταση δικαιοδοσία (Forum prorogatum) Τεκµαιρόµενη συναίνεση αποδοχής της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ η οποία εκδηλώνεται µε τη συµπεριφορά του καθού η προσφυγή κατά τη διαδικασία προδικασίας και συζήτησης επί της ουσίας.
Η Ελληνική δήλωση αποδοχής της ρήτρας της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου (άρθρο 36 παρ. 2 του Καταστατικού) Α. Στις 10 Ιανουαρίου 1994, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας κατέθεσε για λογαριασµό της Ελλάδας δήλωση µε βάση το άρθρο 36 παρ. 2 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, µε µόνη επιφύλαξη τις διαφορές που αφορούν σε στρατιωτικά µέτρα αµυντικού χαρακτήρα για λόγους εθνικής ασφαλείας, παραπέµποντας πρακτικά σε ζητήµατα αποστρατικοποίησης των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Το πλήρες κείµενο της δήλωσης του 1994 είχε ως εξής: Δηλώνω εκ µέρους της Ελλάδας ότι αναγνωρίζω ως υποχρεωτική, ipso facto και χωρίς ειδική συµφωνία, υπό τον όρο της αµοιβαιότητας, σε σχέση µε οποιοδήποτε άλλο κράτος αποδέχεται την υποχρέωση, την αρµοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου επί όλων των νοµικών διαφορών που αναφέρονται στο άρθρο 36, παρ. 2 του Καταστατικού του Δικαστηρίου. Ωστόσο, η Ελληνική κυβέρνηση αποκλείει από την αρµοδιότητα του Δικαστηρίου οποιαδήποτε διαφορά έχει σχέση µε αµυντική στρατιωτική δράση που αναλαµβάνεται από την Ελληνική Δηµοκρατία για λόγους εθνικής άµυνας. Η παρούσα δήλωση θα παραµείνει σε ισχύ για περίοδο 5 ετών. Κατά την εκπνοή αυτής της περιόδου, θα παραµείνει σε ισχύ έως ότου κοινοποιηθεί γνωστοποίηση περί της λήξης της. Β. Κάνοντας χρήση του δικαιώµατος ανάκλησης της δήλωσης αυτής, η Ελληνική κυβέρνηση, µε υπογραφή του Υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου, κοινοποίησε στις 14 Ιανουαρίου 2015 στο Γενικό Γραµµατέα και τα µέλη των Ηνωµένων Εθνών νέα δήλωση µε το εξής περιεχόµενο: Η κυβέρνηση της Ελληνικής Δηµοκρατίας έχοντας λάβει υπόψη την ως άνω δήλωση, δια του παρόντος ενηµερώνει πως, µε άµεσο αποτέλεσµα, ανακαλεί τη δήλωση και την αντικαθιστά µε την παρακάτω: Έχω την τιµή να δηλώσω, εκ µέρους της κυβέρνησης της Ελληνικής Δηµοκρατίας, ότι αναγνωρίζω ως υποχρεωτική ipso facto και χωρίς ειδική συµφωνία, σε σχέση µε οποιοδήποτε άλλο κράτος αποδέχεται την ίδια υποχρέωση, υπό τον όρο της αµοιβαιότητας, την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης αναφορικά µε όλες τις νοµικές διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 36, παράγραφος 2, του Καταστατικού του δικαστηρίου, µε την εξαίρεση των κατωτέρω: α) κάθε διαφορά που σχετίζεται µε στρατιωτικές δράσεις και µέτρα που λαµβάνονται από την Ελληνική Δηµοκρατία, για την προστασία της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της, για λόγους εθνικής άµυνας, καθώς για την προστασία της εθνικής ασφάλειας. β) κάθε διαφορά που αφορά τα σύνορα του κράτους ή την κυριαρχία επί του εδάφους της Ελληνικής Δηµοκρατίας, συµπεριλαµβανοµένης κάθε διαφοράς ως προς το εύρος και τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εναέριου χώρου της. γ) κάθε διαφορά αναφορικά µε την οποία το κάθε αντίδικο µέρος της διαφοράς έχει αποδεχτεί την υποχρεωτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου και µόνο σε σχέση µε τη διαφορά αυτή ή µε σκοπό αυτή, ή όπου η αποδοχή της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας εκ µέρους κάθε άλλου µέρους για την διαφορά έχει κατατεθεί ή επικυρωθεί σε
λιγότερο από 12 µήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης που έφερε τη διαφορά ενώπιον του Δικαστηρίου. Η κυβέρνηση της Ελληνικής Δηµοκρατίας µπορεί ωστόσο να υποβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου κάθε διαφορά, που έχει δια του παρόντος εξαιρεθεί, µέσω της διαπραγµάτευσης ειδικού συµφωνητικού (compromis) Η κυβέρνησης της Ελληνικής Δηµοκρατίας επιφυλάσσεται, περαιτέρω, του δικαιώµατος ανά πάσα στιγµή, µέσω δήλωσης που θα απευθύνεται στον Γενικό Γραµµατέα των Ηνωµένων Εθνών, µε άµεση ισχύ, να προσθέτει, τροποποιεί ή ανακαλεί αυτή τη δήλωση. Νοµολογία Υπόθεση Υφαλοκρηπίδας Αιγαίου (Ελλάδα κ. Τουρκίας), ΔΔΧ 1978 Η Ελλάδα επικαλέσθηκε δύο βάσεις δικαιοδοσίας: 1. Το κοινό ανακοινωθέν των Βρυξελλών των πρωθυπουργών Ελλάδας και Τουρκίας του 1975 «οι δύο προωθυπουργοί αποφάσισαν ότι τα προβλήµατα µεταξύ των δύο κρατών πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά µέσω διαπραγµατεύσεων και όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα του Αιφγαίου µέσω του ΔΔΧ» 2. Τη Γενική Πράξη περί επίλυσης των διαφορών του 1928. Το κοινό ανακοινωθέν έλεγε ότι οι δύο Πρωθυπουργοί αποφάσισαν ότι τα προβλήµατα των δύο κρατών πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά µέσω διαπραγµατεύσεων και όσον αφορά στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου µε δικαστική επίλυση του ΔΔΧ. Η Ελλάδα ισχυρίσθηκε ότι το κείµενο αυτό αποτελούσε βάση για τη συναίνεση των κρατών στην αρµοδιότητα του ΔΔΧ και υποχρέωση τους να συνάψουν συνυποσχετικό ή, αν αυτό δεν καθίστατο δυνατό, λόγω της άρνησης του ενός, το κοινο ανακοινωθέν αποτελούσε επαρκή βάση για µονοµερή προσφυγή του ενός κράτους στο Δικαστήριο. Κατά την Τουρκία, το κοινό ανακοινωθέν δεν αποτελούσε συµφωνία κατά το διεθνές δίκαιο, και εν πάσει περιπτώσει, δεν αποτελούσε συµφωνία που εµπεριείχε το δικαίωµα µονοµερούς προσφυγής. Το ΔΔΧ ερµήνευσε το κείµενο τόσο γραµµατικά όσο και υπό το φώς της µεταγενέστερης πρακτικής των κρατών. Διαπίστωσε πως η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν συµφωνήσει µόνο στην από κοινού υποβολή της διαφοράς στο ΔΔΧ µε συνυποσχετικό και ότι το κοινό ανακοινωθέν περιείχε υποχρέωση διαπραγµατεύσεως για σύναψη συνυποσχετικού για την από κοινού υποβολή της υπόθεσης στο Δικαστήριο, και όχι τη συνατότητα άσκησης µονοµερούς προσφυγής. Σε σχέση µε τη Γενική Πράξη Διαιτησίας του 1928, Η Ελλάδα είχε υποβάλλει επιφύλαξη µε την οποία εξαιρούσε από την αρµοδιότητα του Δικαστηρίου διαφορές που αφορούσαν το εδαφικό καθεστώς της Ελάδας.
«Διαφορές που έχουν σχέση µε ζητήµατα που κατά το δδ εµπίπτουν αποκλειστικά εντός της εσωτερικής αρµοδιότητας των Κρατών και ιδίως διαφορές που έχουν σχέση µε το εδαφικό καθεστώς της Ελλάδας, συµπεριλαµβανοµένων των διαφορών που έχουν σχέση µε τα δικαιώµατα της για κυριαρχία επί των λιµένων της και των διαύλων επικοινωνίας». Η Ελλάδα υποστήριξε ότι η επιφύλαξη δεν θα µπορούσε να εφαρµοσθεί σε διαφορά που είχε σχέση µε την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου έπρεπε να ερµηνευθεί συσταλτικά, λόγω του ιστορικού πλαισίου, και ότι το αντικείµενό της «εδαφικά» περιοριζόταν στους εδαφικούς διακανονισµούς που ρυθµίσθηκαν από τις συνθήκες ειρήνης µετά τον ΑΠΠ. Κατά την Ελλάδα, η έννοια της υφαλοκρηπίδας ήταν άγνωστη την εποχή εκείνη. Κατά το ΔΔΧ όµως, αφού η φράση χρησιµοποιήθηκε στην επιφύλαξη ως γενικός όρος του δδ, αυτό συνεπαγόταν ότι το νόηµά του περεπε να ακολουθήσει την εξέλιξη του δδ και να ανταποκριθεί στην έννοια που του προδιδόταν σύµφωνα µε το ισχύον δίκαιο σε κάθε χρονιή στιγµή (εξελιγκτική ερµηνεία), άρα ο όρος έπρεπε να ερµηνευθεί σύµφωνα µε τους κανόνες του δδ όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο υποβολής της προσφυγής και όχι όπως ίσχυαν το 1931. Το ΔΔΧ έκρινε εν τέλει ότι η διαφορά ήταν τέτοια που αφορούσε το εδαφικό καθεστώς της Ελλάδας µε την έννοια της επιφύλαξης και ότι η επίκλησή της από την Τουρκία είχε ως αποτέλεσµα τον αποκλεισµό της διαφοράς από το πεδίο εφαρµογής του άρθρου 17 της Γενικής Πράξης Διαιτησίας, και ότι εποµένως, δεν είχε το ΔΔΧ αρµοδιότητα. Υποθέσεις Αργεντινής Πραγµατικά περιστατικά: Το Αύγουστο του 2014, η Αργεντινή κατέθεσε προσφυγή εναντίον των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, µε αίτηµα την αναγνώριση παραβίασης της κυριαρχίας και της ετεροδικίας κράτους της Αργεντινής από τα δικαστήρια των Ηνωµένων Πολιτειών. Το 2001, η Αργεντινή, µετά την οικονοµική κρίση και την πτώχευση της, προχώρησε σε αναδιάρθρωση του χρέους της και την έκδοση νέων οµολόγων µε µείωση κατά 70% της αρχικής τους αξίας.το µεγαλύτερο µέρος των κατόχων οµολόγων αποδέχτηκε την ρύθµιση και αντάλλαξε τα υπάρχοντα οµόλογα µε τα καινούργια. Ωστόσο, µικρή µερίδα οµολογιούχων, κυρίως αµερικανικής καταγωγής, δεν αποδεχτήκαν την ανταλλαγή και προσέφυγαν µε βάση την διακρατική συµφωνία επενδύσεων που είχε συνηφθεί µεταξύ Αργεντινής και ΗΠΑ, το 1991. Τον Ιούλιο του 2014, τα αµερικανικά δικαστήρια καταδίκασαν την Αργεντινή και την υποχρέωσαν να πληρώσει τα συγκεκριµένα οµόλογα στο 100% της αρχικής τους αξίας, δηλαδή αποζηµίωση ύψους 1,3 δισεκατοµµυρίων δολαρίων. Η Αργεντινή µετά την απόφαση αυτή οδηγήθηκε σε νέα στάση πληρωµών. Νοµικά ζητήµατα: -Η Αργεντινή θεµελίωσε την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στο άρθρο 38 παράγραφος 5 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, συµφώνα µε το οποίο ένα κράτος µπορεί να προσφύγει µονοµερώς στο Δικαστήριο ωστόσο η διαδικασία της υπόθεσης δεν προχώρα πριν και ο καθ ου, δηλαδή το κράτος κατά του οποίου
κατατίθεται η προσφυγή, δώσει την συναίνεση του είτε ρητά είτε σιωπηρά (forum prorogatum). Πρέπει επίσης να σηµειωθεί ότι τόσο η Αργεντινή, όσο και οι ΗΠΑ, δεν έχουν προσχωρήσει στην ρήτρα υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του άρθρου 36 παράγραφος 2 του Καταστατικού, που θα επέτρεπε την µονοµερή προσφυγή εκ µέρους της Αργεντινής κατά των ΗΠΑ. Οι Ηνωµένες Πολιτείες µέσω του Υπουργείου Εξωτερικών τους δηλώσαν πως δεν αποδέχονται την πρόσκληση και αρνήθηκαν να δώσουν την συναίνεση τους. Αποτέλεσµα η διαδικασία σταµάτησε και δεν προχώρησε περαιτέρω. -Σύνδεση µε υποθέσεις διεθνούς επενδυτικής διαιτησίας Αριθµός υποθέσεων που αφορούν την Αργεντινή έχουν υπαχθεί σε διεθνή διαιτητικά δικαστήρια ήδη από το 2005 (προσφυγές αλλοδαπών επενδυτών κατά της Αργεντινής). Στα δικαστήρια αυτά που είναι οργανωµένα µε βάση την Σύµβαση της διεθνούς επενδυτικής διαιτησίας ICSID (International Convention for the Settlement of Investment Disputes), παρέπεµπε η ρήτρα υποχρεωτικής δικαιοδοσίας της διακρατικής επενδυτικής συµφωνίας µεταξύ Αργεντινής και Ηνωµένων Πολιτειών. Σε τρεις από τις βασικές υποθέσεις αυτές, τις υποθέσεις των εταιρειών CMS, Enron και Continental, η Αργεντινή στο στάδιο της δικαιοδοσίας και αρµοδιότητας προέβαλε τις ενστάσεις ετεροδικίας και µη εξαντλήσεως των εσωτερικών ενδίκων µεσών, οι οποίες δεν έγιναν δεκτές από τα διαιτητικά δικαστήρια, καθώς ακολουθήθηκε η θεωρία των direct rights (άµεσα δικαιώµατα) και υπερίσχυσε το δικαίωµα των επενδυτών που προβλεπόταν στην ρήτρα υποχρεωτικής δικαιοδοσίας. Και στις τρεις περιπτώσεις, η Αργεντινή καταδικάστηκε να πληρώσει υπέρογκες αποζηµιώσεις, οι οποίες αποτέλεσαν εκτελεστούς τίτλους µέσω των άρθρων 53-54 της Συµβάσεως ICSID, στην οποία η Αργεντινή αποτελεί συµβαλλόµενο µέρος.