Ονοματεπώνυμο: Ημερομηνία: Λογοτεχνία Γ Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ Είναι ένας ποιητικός μύθος, μια αλληγορική αφήγηση, με θέμα την υφή, την ουσία Ποίησης, τους ποιητές και τα ποιήματα το μαγικό κι απρόσιτο κόσμο Ποίησης. Εμφανίζει την Ποίηση σαν μια πόρτα ανοιχτή. Κάποιοι, οι περισσότεροι, την προσπερνούν, γιατί με μια ματιά που ρίχνουν δε βλέπουν τίποτα ενδιαφέρον γι αυτούς. Κάποιοι άλλοι όμως οι ποιητές βλέπουν κάτι μαγικό που τους μαγνητίζει και προσπαθούν να μπουν από την πόρτα, για να το δουν καλύτερα ή για να το πάρουν. Όμως η πόρτα κλείνει. Κι αυτοί αρχίζουν τις προσπάθειες να την ανοίξουν φτιάχνοντας αντικλείδια (ποιήματα). Όμως την πόρτα Ποίησης κανένα αντικλείδι ποίημα δε μπόρεσε ως τώρα να την ανοίξει. Και συνεχίζονται να γράφονται ποιήματα στο παρόν, όπως γράφονταν στο παρελθόν κι όπως θα γράφονται στο μέλλον. Όμως η Ποίηση στην ουσία της θα παραμένει απροσπέλαστη, ένα άπιαστο είδωλο. Ωστόσο, πάντα η πόρτα της θα είναι ανοιχτή για όποιον θέλει να δει τι κρύβεται πίσω από αυτήν. Έτσι, συνεχίζεται αιώνες τώρα η απόπειρα να παραβιαστεί μια φαινομενικά ανοιχτή πόρτα. ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ Το ποίημα αρχίζει με απόπειρα ορισμού της έννοιας Ποίησης κι ο ποιητής μας ξαφνιάζει παρουσιάζοντας ως ορισμό μια οικεία και καθημερινή εικόνα : Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Στις απόπειρες που έχουν γίνει ως τώρα για τον ορισμό Ποίησης προστίθεται κι αυτός με τη φαινομενική απλότητά του. Ο ορισμός όμως αυτός γίνεται κατανοητός μόνο σε σχέση με το υπόλοιπο ποίημα. Ξεκομμένος από αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ποίηση είναι ένας χώρος προσιτός στον καθένα, ότι είναι μια πόρτα μέσα από την οποία βλέπουμε όλοι ό, τι θέλουμε να δούμε κ.α. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε δίνοντας κι άλλες τέτοιες επιφανειακές ερμηνείες, όπως στο ποίημα από το δεύτερο κιόλας στίχο αρχίζει να περιορίζεται το εύρος του ορισμού (ώσπου στο τέλος θα μάθουμε ότι την πόρτα της Ποίησης κανένας δε μπόρεσε σε όλους τους αιώνες να την παραβιάσει). Με όλα αυτά είναι αυτονόητο ότι έχουμε να κάνουμε με ένα «ποίημα για την ποίηση», με ένα ποίημα που ασχολείται με την υφή, την ουσία της Ποίησης. 1
Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ Το πρόσωπο που αφηγείται τον ποιητικό μύθο για την Ποίηση δεν είναι ο ποιητής, γιατί αυτός γνωρίζει μόνο τη δική του απόπειρα να παραβιάσει την πόρτα Ποίησης και μπορεί να εκτιμήσει το αποτέλεσμα μόνο των δικών του προσπαθειών. Ο ποιητής θα μπορούσε να περιγράψει μόνο την προσωπική του εμπειρία στο χώρο Ποίησης κι, επειδή θα ήταν φορέας μεμονωμένης εμπειρίας, ο λόγος του δε θα είχε καθολικό κύρος. Γι αυτό επιλέγεται ένας αφηγητής που δείχνει να γνωρίζει τα πάντα για τις άπειρες προσπάθειες άπειρων ποιητών σε όλο τον κόσμο από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Το γεγονός ότι ο αφηγητής έχει αυτή τη συνολική εποπτεία χώρου και χρόνου, του δίνει το δικαίωμα να μιλά σαν αντικειμενικός έξωθεν παρατηρητής και σαν «παντογνώστης» αφηγητής, του οποίου ωστόσο η τριτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται σε ένα σημείο πρωτοπρόσωπη, για να ενταχθεί κι ο ίδιος στη χορεία των ποιητών. Ωστόσο υπάρχει κι η άποψη ότι ο αφηγητής είναι το προσωπείο του ποιητή. ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΚΙ ΟΙ ΛΙΓΟΙ Το παιχνίδι ανάμεσα στις συνώνυμες (όχι ταυτόσημες) λέξεις κοιτάζω (= στρέφω το βλέμμα κάπου αδιάφορα) και βλέπω (= αντιλαμβάνομαι κάτι συνειδητά μέσω της όρασης και σχηματίζω αντίστοιχες παραστάσεις) χωρίζει τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες : α) σ αυτούς που στρέφουν το βλέμμα τους και ρίχνουν μια επιπόλαια κι αδιάφορη ματιά στο χώρο Ποίησης, δεν αντιλαμβάνονται τίποτα κι απομακρύνονται και β) σε όσους διακρίνουν κι αντιλαμβάνονται κάτι, που προσελκύει το βλέμμα τους, θέλγονται από αυτό και τους δημιουργείται η επιθυμία να περάσουν από την ανοιχτή πόρτα και να κατακτήσουν το χώρο Ποίησης. Οι πρώτοι είναι οι πολλοί, το πλήθος, ενώ στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν μερικοί ευαίσθητοι (είναι οι λίγοι, εννοείται : εκλεκτοί). Ο μύθος προσπερνά την πρώτη κατηγορία και περιορίζεται στη δεύτερη : η επόμενη κίνηση αυτών των ανθρώπων είναι να επιχειρήσουν να μπουν στο μαγικό χώρο που τους έχει μαγνητίσει και τους προσελκύει, να τον ανιχνεύσουν, να δουν καλύτερα ή να πάρουν αυτό που τους γοήτευσε. Ύστερα από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η Ποίηση δεν είναι η πόρτα αλλά αυτό που υπάρχει μέσα από την πόρτα, στο βάθος. Η ΠΟΡΤΑ ΚΛΕΙΝΕΙ Ο μύθος όμως συνεχίζεται επιφυλάσσοντας παράξενη έκπληξη : Η πόρτα τότε κλείνει. Το σημείο αυτό είναι η κορυφαία στιγμή ποιήματος, γιατί σηματοδοτεί την έναρξη ενός αγώνα χωρίς τέλος με στόχο το άνοιγμα αυτής της πόρτας. Αυτοί που θέλουν να μπουν χτυπούν στην αρχή, με την ελπίδα ότι κάποιος θα ανοίξει. Όμως κανένας δεν ακούει τα χτυπήματα, γιατί κανένας δεν υπάρχει πίσω από την πόρτα. Ύστερα ψάχνουν να βρουν τι κλειδί αλλά μάταια, γιατί κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει (κλειδί υπάρχει, όμως δε βρίσκεται). Οι πρώτες αυτές προσπάθειες δεν καρποφορούν, αλλά κανένας δεν παραιτείται, κανένας από αυτούς που μπόρεσαν να δουν αυτό το μαγικό «κάτι» 2
δε μπορεί πλέον να ησυχάσει. Φαίνεται ότι αυτό που είδαν να υπάρχει στο βάθος είναι τόσο πολύτιμο, που τους έχει παγιδέψει το νου, τους έχει εγκλωβίσει τη σκέψη, τους έχει αποπροσανατολίσει από κάθε άλλη έγνοια και τους έχει γίνει έμμονη ιδέα. Ενεργούν σαν να είδαν πίσω από την πόρτα θησαυρούς και δε μπορούν να ησυχάσουν, αν δεν τους ξαναδούν ή αν δεν τους αποκτήσουν. Διαφορετικό είναι αυτό που μπορεί να δει ο καθένας και να αποτελέσει ερέθισμα που θα τον ωθήσει να μπει στην ανοιχτή πόρτα. Κι αυτό γιατί οι ποιητές μαγεύονται ο καθένας από διαφορετικά πράγματα και με διαφορετικό τρόπο αντιλαμβάνονται την Ποίηση : άλλοι αναζητούν τη χαρά της ζωής, άλλοι την ομορφιά της, άλλοι ευτυχία, πνευματικά αγαθά, όνειρο, ελπίδα, ελευθερία, λύτρωση, μεταρσίωση. Για άλλους η Ποίηση είναι καταφύγιο, για άλλους φυγή από την πραγματικότητα, για άλλους παρηγοριά για το θάνατο, για άλλους το μέσο της επικοινωνίας με το Θεό κ.α. ΟΙ ΑΚΑΡΠΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ Οι πρώτες κι εύκολες απόπειρες δε φέρνουν αποτέλεσμα κι η ελπίδα αναζητείται όχι έξω από τον άνθρωπο αλλά μέσα σε αυτόν. Γι αυτό αρχίζει από αυτούς τους λίγους ένας εσωτερικός αγώνας, αγώνας δημιουργικός, δύσκολος, που απαιτεί μόχθο και κατάθεση ψυχής, πολλές φορές κατάθεση μιας ολόκληρης ζωής, για να βρουν το κλειδί της πόρτας ή ένα μυστικό τρόπο και να ανοίξουν την πόρτα. Αυτή μάλιστα η αναζήτηση παίρνει μερικές φορές δραματικές διαστάσεις, αφού ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν (το δράμα είναι κυρίως η ματαιοπονία : μάταια). Όμως δε βρίσκουν τίποτα και κατασκευάζουν οι ίδιοι αντικλείδια (= συνθέτουν ποιήματα), με τα οποία προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα και να διεισδύσουν στο χώρο της Ποίησης. Αλλά κι αυτές οι προσπάθειες είναι άκαρπες : η πόρτα μπορεί να ανοίξει μόνο με το κανονικό, με το ένα και μοναδικό και άφαντο κλειδί της, που δεν είναι δυνατό να το αντικαταστήσει κανένα αντικλείδι. Κι αφού δεν έχει βρεθεί το κλειδί (και δε θα βρεθεί ποτέ) αυτή δεν άνοιξε ποτέ. Ωστόσο, όσοι μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος συνεχίζουν ακόμη να κάνουν αντικλείδια. Κι αυτά είναι πολλά πολλές είναι οι απόπειρες για το άνοιγμα της πόρτας. Γράφει εύστοχα η Τασούλα Καραγεωργίου : «Τα ποιήματα είναι αντικλείδια, δεν είναι κλειδιά, είναι αντικλείδια για ν ανοίξουμε την πόρτα, που είναι ανοιχτή όσο δε θέλουμε να τη διαβούμε και που κλείνει, όταν θελήσουμε να την περάσουμε -. Αναζητούμε τη μαγεία της ποίησης και μόλις θελήσουμε να γίνουμε κοινωνοί της, η πόρτα κλείνει, όπως όταν πας σε μια πηγή να ξεδιψάσεις κι εκείνη στερεύει, όπως δηλαδή σε έναν εφιάλτη επομένως ο ποιητής είναι ένας εξόριστος από τον κόσμο της ποιητικής μαγείας. Ανήκει όμως σ αυτόν γι αυτό κι η αγωνιώδης προσπάθεια να διαβεί την κλειστή της πόρτα. Επομένως η Ποίηση δεν είναι το σύνολο των ποιημάτων που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Είναι αυτό που ποτέ δεν ειπώθηκε κι ούτε πρόκειται ποτέ να ειπωθεί. 3
Το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος). Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Η πρόσκληση ανανεώνεται, η περιπέτεια δεν έχει τέλος. Η πόρτα θα ξανακλείσει, αλλά θα παραμείνει ανοιχτή. Αντίφαση λογική, όχι όμως ποιητική, ούτε φιλοσοφική». Τασούλα Καραγεωργίου, «Τα αντικλείδια του Γιώργη Παυλόπουλου, μια διδακτική δοκιμή», Γράμματα και Τέχνες, τεύχος 83, Φεβρουάριος Μάιος 1998, σσ. 37 39. ΤΟ «ΕΠΙΜΥΘΙΟ» (ΟΙ ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ) Εδώ τελειώνει ο ποιητικός μύθος κι ο αφηγητής πρέπει να δώσει και την ερμηνεία, το επιμύθιο, που θα μας βοηθήσει να αποσυμβολίσουμε τα πρόσωπα και τα πράγματα του μύθου, για να γίνει αυτός κατανοητός : Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια για ν ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης. Τα αντικλείδια συμβολίζουν όλα τα ποιήματα που γράφτηκαν και γράφονται κι όλα όσα πρόκειται στο μέλλον να γραφτούν με στόχο να ανοίξει με τη βοήθειά τους η πόρτα της Ποίησης. Κάθε ποίημα είναι κι ένας καρπός βασανιστικού μόχθου, ενώ κάθε ποιητής ελπίζει κάθε φορά με ένα νέο ποίημα να ανοίξει την πόρτα της Ποίησης. Δοκιμάζει, δεν τα καταφέρνει, φτιάχνει άλλο «αντικλείδι» κι αιώνες τώρα επαναλαμβάνεται από πλήθος ποιητών η ίδια προσπάθεια για την παραβίαση της πόρτας με ένα καινούριο κάθε φορά ποίημα αντικλείδι. Και βέβαια όλα αυτά ισχύουν όχι για το πλήθος που έχει προσπεράσει ανίδεο αλλά μόνο για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος, για τους ποιητές. Και με το α πληθυντικό πρόσωπο (για ν ανοίξουμε) ο ποιητής ταυτίζεται με τους λίγους που μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος και φτιάχνουν αντικλείδια. Ο ΑΤΕΡΜΟΝΑΣ «ΚΥΚΛΟΣ» Ο καταληκτικός στίχος του ποιήματος κλείνει κυκλικά το ποίημα, γιατί επαναλαμβάνεται ο 1 ος στίχος, με τον ορισμό που δόθηκε από την αρχή για την ποίηση, με τη μόνη διαφορά ότι ο ορισμός τώρα αρχίζει με τον αντιθετικό σύνδεσμο μα (= κι όμως, παρόλα αυτά), που σημαίνει ότι ένας νέος ατέρμονας κύκλος μπορεί και πάλι να ανοίξει. Κι ο κύκλος είναι αυτός : η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, όμως κλείνει σε όποιον δει κάτι μαγικό πίσω από αυτήν. Τότε αυτός κάνει σκοπό της ζωής του να την ανοίξει κι επειδή δε βρίσκει το κλειδί, αρχίζει να φτιάχνει αντικλείδια ποιήματα. Κανένα όμως από αυτά ποτέ δε θα ανοίξει την πόρτα της Ποίησης. Ωστόσο η πόρτα της Ποίησης είναι ανοιχτή. Κι ο «κύκλος» αυτός είναι το σύμβολο της αέναης, της ατέρμονης αναζήτησης της Ποίησης «Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και 4
πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Κι η μόνη φιλοδοξία σου είναι να μην καταλάβει κανείς ποτέ την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μη φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας. Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες κι αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή». «Ο Γιώργης Παυλόπουλος μιλάει για την ποίηση και το έργο του», Γράμματα και Τέχνες, τεύχος 83, Φεβρουάριος Μάιος 1998, σσ. 24 26. Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ Ο ποιητής δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηριακή, για να αποδώσει τη μαγεία της Ποίησης. Αυτήν την ατμόσφαιρα τη συνθέτουν η αλληγορία, το σκηνικό, οι εικόνες κ.α. Συγκεκριμένα : η Πόρτα η ποίηση τα αντικλείδια τα ποιήματα το σκηνικό παρουσιάζει τους ανθρώπους να κοιτάζουν μέσα από μια πόρτα οι άνθρωποι παρουσιάζονται μαγεμένοι μπροστά σ αυτό που βλέπουν στο βάθος μέσα από την πόρτα το μυστήριο με το κλειδί, που όλοι το ψάχνουν, αλλά κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει το μυστικό για το άνοιγμα της πόρτας, που το ψάχνουν σε όλη τη ζωή τους η παράδοξη υπόθεση ότι τα ποιήματα σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις εποχές δεν ήταν η ουσία Ποίησης αλλά μόνο προσπάθειες για την κατάκτησή της η παράδοξη κι ακατανόητη θέση του ποιητή ότι η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή και ταυτόχρονα κλειστή ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Το μήνυμα του ποιητή (το «κεντρικό νόημα» ποιήματος) συμπυκνώνεται στους στίχους : Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος. Δηλαδή : η Ποίηση είναι απροσπέλαστη, ένα άπιαστο είδωλο, ένας μαγικός κόσμος, κι η πόρτα της δε θα ανοίξει ποτέ (τα μυστικά της δε θα αποκαλυφτούν), γιατί αν ανοίξει, αυτός ο μαγικός κόσμος θα απομυθοποιηθεί, οι θησαυροί του θα λεηλατηθούν. Γι αυτό η Ποίηση πρέπει να παραμείνει ο μαγικός κόσμος, ο απρόσιτος, το άπιαστο είδωλο, το όνειρο. Δε θα γίνει ποτέ κτήμα κανενός, γιατί, απλούστατα, ανήκει σε όλους : είναι μια πόρτα ανοιχτή. «Το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος). Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, η πρόσκληση ανανεώνεται, η περιπέτεια δεν έχει τέλος, η πόρτα θα 5
ξανακλείσει αλλά θα παραμείνει ανοιχτή. Αντίφαση λογική, όχι όμως ποιητική ούτε φιλοσοφική [ ]». (Τασούλα Καραγεωργίου). Η αντίθεση λοιπόν (και το οξύμωρο) με την κλειστή πόρτα που παραμένει ανοιχτή, είναι φαινομενική. ΓΛΩΣΣΑ ΥΦΟΣ Ο λόγος του ποιητή είναι απλός και φυσικός, σχεδόν πεζολογικός, με τη χρήση λεξιλογίου του καθημερινού προφορικού λόγου (βλ. τη λαϊκή φράση το μάτι τους αρπάζει κάτι) και με την παρατακτική σύνταξη : υπάρχουν ελάχιστες δευτερεύουσες προτάσεις, ενώ κυριαρχούν οι κύριες, οι περισσότερες από τις οποίες δε συνδέονται μεταξύ τους. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι σε 7 στίχους (7 13) υπάρχουν 7 κύριες προτάσεις κι αντίστοιχες περίοδοι, που χωρίζονται με τελείες και δε συνδέονται με καμιά συνδετική λέξη ή φράση. Με αυτήν την κυριαρχία των κύριων κι ασύνδετων προτάσεων ο λόγος γίνεται επιπλέον κοφτός, κομματιασμένος. Ακόμα, το λόγο το διακρίνει λιτότητα στα εκφραστικά μέσα, ενώ και στο λεξιλόγιο κυριαρχούν οι λέξεις που έχουν καίριο νόημα (κυριαρχούν τα ρήματα και τα ουσιαστικά, ενώ υπάρχουν μόνο 3 4 λέξεις σε όλο το κείμενο που λειτουργούν ως επίθετα!). ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ Η υπόθεση πλέκεται στην αλληγορία (η πόρτα ή, καλύτερα, ο χώρος πίσω από την πόρτα, είναι η Ποίηση και τα αντικλείδια είναι τα ποιήματα). Κοντά σ αυτήν αιωρείται στο ποίημα μια αντίφαση (ή οξύμωρο) : η πόρτα είναι ανοιχτή και σχεδόν παράλληλα κλειστή. Για το σχήμα του κύκλου ήδη έχει γίνει λόγος (το ποιητικό κείμενο κλείνει κυκλικά, με την επανάληψη του 1 ου στίχου). Εκτός από την επανάληψη του 1 ου στίχου παρατηρούνται κι άλλες επαναλήψεις λέξεων, ενώ δε λείπουν κι οι μεταφορές : το μάτι τους αρπάζει κάτι, μαγεμένοι κ.α. Υπάρχει κάποια σκηνοθετική διάσταση (και δράση), με την ανοιχτή ή κλειστή πόρτα, με αυτούς που κοιτάζουν μέσα από αυτήν ή που προσπαθούν να την ανοίξουν, με το ψάξιμο του κλειδιού και την κατασκευή αντικλειδιών. Ως προς τη στιχουργία : οι στίχοι είναι ελεύθεροι : ανισοσύλλαβοι, χωρίς μέτρο, χωρίς ομοιοκαταληξία, πεζολογικοί κι αυτοί (βρίσκουμε και 3 διασκελισμούς : στ. 2-3, στ. 6 7, στ. 8-9). Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου 1. Τι σημαίνει Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα; Μπορεί να ισχύει το αντίστροφο; Να βλέπουμε χωρίς να κοιτάζουμε; Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα σημαίνει ότι πολλοί στρέφουν το βλέμμα τους και ρίχνουν μια επιπόλαια κι αδιάφορη ματιά στο χώρο μέσα 6
από την πόρτα, στο χώρο της Ποίησης. Κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν, λειτουργούν ασύνειδα και μηχανικά, χρησιμοποιώντας μόνο τα μάτια, όχι όμως και το νου (δε μπορεί να ισχύσει το αντίστροφο, δηλαδή να βλέπουμε χωρίς να κοιτάζουμε, διότι πρέπει πρώτα να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε κάτι με σκοπό να το δούμε κι ύστερα να βάλουμε σε ενέργεια το μυαλό, για να σχηματιστεί η αντίστοιχη παράσταση). Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν σε διαδοχικές στιγμές και δεν απομονώνονται ως ξεχωριστές πράξεις. Έτσι, δεν αντιλαμβάνονται τίποτα κι απομακρύνονται. Αυτοί είναι οι πολλοί, το πλήθος. 2. μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν Τι τους παρακινεί να μπουν; Από τι δηλαδή μαγεύονται; Τι μπορεί να βλέπουν; Εσείς τι βλέπετε; Διαφορετικό είναι αυτό που μπορεί να δει ο καθένας και να αποτελέσει ερέθισμα που θα τον ωθήσει να μπει στην ανοιχτή πόρτα. Κι αυτό γιατί οι ποιητές μαγεύονται ο καθένας από διαφορετικά πράγματα και με διαφορετικό τρόπο αντιλαμβάνονται την Ποίηση : άλλοι αναζητούν τη χαρά της ζωής, άλλοι την ομορφιά της, άλλοι ευτυχία, πνευματικά αγαθά, όνειρο, ελπίδα, ελευθερία, λύτρωση, μεταρσίωση. Για άλλους η Ποίηση είναι καταφύγιο, για άλλους φυγή από την πραγματικότητα, για άλλους παρηγοριά για το θάνατο, για άλλους το μέσο της επικοινωνίας με το Θεό κ.α. 3. Γιατί η πόρτα κλείνει για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος; Η Ποίηση είναι απροσπέλαστη, ένα άπιαστο είδωλο, ένας μαγικός κόσμος κι η πόρτα της δε θα ανοίξει ποτέ (τα μυστικά της δε θα αποκαλυφτούν), γιατί αν ανοίξει, αυτός ο μαγικός κόσμος θα απομυθοποιηθεί, οι θησαυροί του θα λεηλατηθούν. Γι αυτό η Ποίηση πρέπει να παραμείνει ο μαγικός κόσμος, ο απρόσιτος, το άπιαστο είδωλο, το όνειρο. Δε θα γίνει ποτέ κτήμα κανενός, γιατί, απλούστατα, ανήκει σε όλους : είναι μια πόρτα ανοιχτή. 4. Στο γνωστό παραμύθι Ο Αλή Μπαμπάς κι οι σαράντα κλέφτες μια λέξη μαγική ανοίγει τη σπηλιά με τους θησαυρούς. Μπορείτε να αναζητήσετε ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στο παραμύθι και στο ποιητικό μύθο; Ομοιότητες : υπάρχει μια κλειστή πόρτα και μέσα ένας χώρος που περιέχει θησαυρούς (στο παραμύθι οι θησαυροί είναι πολύτιμοι λίθοι, χρυσαφικά κ.α.) οι άνθρωποι προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα, για ν απολαύσουν ό, τι βρίσκεται μέσα. Διαφορές : στο παραμύθι υπάρχει η μαγική λέξη, με τη βοήθεια της οποίας ανοίγει η πόρτα της σπηλιάς με τους θησαυρούς, ενώ στα Αντικλείδια κάθε ποίημα είναι μόνο μια ατελέσφορη απόπειρα κι η πόρτα της Ποίησης παραμένει κλειστή. στο παραμύθι οι άνθρωποι φτάνουν ως τους θησαυρούς, τους απολαμβάνουν, ενώ στο ποίημα οι θησαυροί μένουν άπιαστο όνειρο. 7
5. Ποιος είναι ο ορισμός των ποιημάτων; Ταυτίζονται τα ποιήματα με την Ποίηση; Τα ποιήματα είναι μια ατελείωτη αρμαθιά αντικλείδια για ν ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης. Δεν ταυτίζονται τα ποιήματα με την Ποίηση, γιατί η Ποίηση είναι η πόρτα με κλειδαριά χωρίς κλειδί, ενώ τα ποιήματα είναι τα αντικλείδια με τα οποία γίνονται απόπειρες για να ανοίξει η πόρτα. Η Ποίηση είναι μια, τα ποιήματα πολλά. 6. Γιατί το ποίημα κλείνει όπως άρχισε; Γιατί δεν παραβιάζεται ποτέ η ανοιχτή πόρτα της Ποίησης; Ο καταληκτικός στίχος του ποιήματος κλείνει κυκλικά το ποίημα, γιατί επαναλαμβάνεται ο 1 ος στίχος, με τον ορισμό που δόθηκε από την αρχή για την ποίηση, με τη μόνη διαφορά ότι ο ορισμός τώρα αρχίζει με τον αντιθετικό σύνδεσμο μα (= κι όμως, παρόλα αυτά), που σημαίνει ότι ένας νέος ατέρμονας κύκλος μπορεί και πάλι να ανοίξει : η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Όμως κλείνει σε όποιον δει κάτι μαγικό πίσω από αυτήν. Τότε αυτός κάνει σκοπό της ζωής του να την ανοίξει κι επειδή δε βρίσκει το κλειδί, αρχίζει να φτιάχνει αντικλείδια ποιήματα. Κανένα όμως από αυτά ποτέ δε θα ανοίξει την πόρτα της Ποίησης. Ωστόσο η πόρτα της Ποίησης είναι ανοιχτή. 8