Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η έννοια της κρίσης πριν τη συγκρότηση της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας Σάκης Δρόσος, Βαγγέλης Χωραφάς

Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο και κράτος: Από τα Grundrisse στο Κεφάλαιο και πίσω πάλι

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

1.3 Λειτουργίες της εργασίας και αντιλήψεις περί εργασίας

Περί της έννοιας της άρνησης στη διαλεκτική*

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

1)Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε διάκριση των κοινωνικών επιστημών από τη φιλοσοφία. Σ Λ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η έννοια της κρίσης πριν τη συγκρότηση της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας Σ. Δρόσος, Β. Χωραφάς

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Πρώτη ενότητα: «Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

[Υπόδειξη: Τα αγαθά που χάνουν την υλική τους υπόσταση και τις ιδιότητες τους μετά την πρώτη χρήση τους ονομάζονται καταναλωτά.]

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

Οικονομική Κοινωνιολογία

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Κεφάλαιο 2 ο

Θεωρία επιλογής του καταναλωτή και του παραγωγού

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

«Τα Βήματα του Εστερναχ»

πως θα θα παραχθούν αυτά τα προϊόντα αυτό εξαρτάται από την τεχνολογία που έχει στη διάθεσή της μια κοινωνία

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Φιλελευθερισμός του Καρλ Πόππερ. Όμιλος Ανοιχτή Κοινωνία & Ινστιτούτο Διπλωματίας και Διεθνών Εξελίξεων 23 Οκτωβρίου 2014

22/2/2014 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Επιστήμη Διοίκησης Επιχειρήσεων. Πότε εμφανίστηκε η ανάγκη της διοίκησης;

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημοτική Βιβλιοθήκη Μεταμόρφωσης Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου)

3. Τα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, τα βιβλία, τα ψυγεία και οι τηλεοράσεις ανήκουν στα:

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θεωρία της αξίας και της υπεραξίας Γιώργος Σταμάτης

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

ΣΑΛΙΜΠΑ ΖΙΖΗ. Δρ. Οικονομολόγος της Εργασίας Εμπειρογνώμων. Οικονομικές διακυμάνσεις - Πληθωρισμός Ανεργία


Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

ΔΙΕΚ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ Γ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΤΟΥΣ Ι ΜΑΘΗΜΑ 2 ο

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΩΝ του Παν. Λ. Θεοδωρόπουλου 0

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Η έννοια της αλλοτρίωσης στον Μαρξ: βάζοντας στο επίκεντρο τα Χειρόγραφα του

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Τι είναι οι αξίες και ποια η σχέση τους με την εκπαίδευση; Σε τι διαφέρουν από τις στάσεις και τις πεποιθήσεις; Πώς ταξινομούνται οι αξίες;

Διαφωτισμός και Επανάσταση. 3 ο μάθημα

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

þÿ ±ÁǹĵºÄ ½¹º Ä Â þÿãà Å Â Ä Â ±ÁǹĵºÄ ½¹º  Xenopoulos, Solon Neapolis University

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

4. Η τέχνη στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Χέγκελ για την ιστορία

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ Α ΓΕΛ - Β ΕΣΠΕΡΙΝΑ

Τι είναι η Φιλοσοφία της Ιστορίας: Εξέλιξη της συνείδησης της ελευθερίας. (Αυτή δεν είναι αυστηρή και ιστορικά συνεχής.)

Πολιτική Οικονομία Ενότητα 01

Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις και Ανάπτυξη

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ 1 [Αυτομόρφωση]

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Η ΚΡΙΣΗ ΞΕΠΕΡΑΣΤΗΚΕ ΚΑΘΩΣ ΛΕΝΕ;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Καρλ Πολάνυι. Επιμέλεια Παρουσίασης: Άννα Κουμανταράκη

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 7

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Για την έννοια του συλλογικού εργάτη Ηλίας Ιωακείμογλου

Σέλλινγκ (Friedrich Wilhelm Joseph Schelling )

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Το ζήτημα της πλάνης στο Σοφιστή του Πλάτωνα

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 3: Δισσοί Λόγοι. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

GEORGE BERKELEY ( )

Θέση της Φυσικής Αγωγής στο ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

Διεθνής συνάντηση Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΚΡΙΣΗ, RProject, 4/11/2016: Για μια στρατηγική υπέρ της εργασίας μέσα στην κρίση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

e-seminars Διοικώ 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

1. ΚΕΙΜΕΝΟ: Παιδεία και Ανθρώπινα Δικαιώματα

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

Transcript:

Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς: 1843-1857. Α' μέρος (1843-1847)των Σάκη Δρόσου και Βαγγέλη Χωραφά 1. Εισαγωγή Στο ημιτελές έργο των Μαρξ και Ένγκελς δεν υπάρχει μια συγκροτημένη και συνεκτική θεωρία για τις οικονομικές κρίσεις. Παρά το πλήθος σχετικών αναφορών σε πλούσιο εμπειρικό υλικό, αλλά και τις απόπειρες θεωρητικοποίησης, τόσο στο πρώιμο όσο και στο ώριμο έργο τους, μια ολοκληρωμένη θεωρία της κρίσης, παραμένει προς συγκρότηση. Ωστόσο, μέσα από την κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, όπως αναπτύσσεται κατά τις δεκαετίες 1850 και 1860, τίθενται, κατά τη γνώμη μας, οι αναγκαίες θεωρητικές προϋποθέσεις για μια επιστημονική κατανόηση των κρίσεων. Οι θεωρητικές αυτές προϋποθέσεις είναι: 1) Η ολοκλήρωση της μαρξικής θεωρίας της αξίας και η ρήξη με την αντίστοιχη ρικαρντιανή. Η συγκρότηση της μαρξικής θεωρίας για το χρήμα είναι συνυφασμένη με αυτήν ακριβώς τη ρήξη, και επιτρέπει την κατανόηση της προδιάθεσης για κρίση που ενυπάρχει στη μορφή του εμπορεύματος και του κεφαλαίου. 2) Η συγκρότηση της θεωρίας της υπεραξίας στη βάση του νόμου της αξίας, που επιτρέπει την αντίληψη της εργασιακής δύναμης σαν στοιχείου εσωτερικού στο κεφάλαιο και που κατανοεί έτσι την αρχή της ταξικής αντίθεσης στο εσωτερικό των παραγωγικών σχέσεων και τις δυνατότητες κρίσης που προκύπτουν. 3) Η συγκρότηση της μαρξικής θεωρίας των τιμών και του κέρδους, στη βάση του γενικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση της προδιάθεσης για υπερπαραγωγή. 4) Η διατύπωση των προϋποθέσεων της αναπαραγωγής του κεφαλαίου μέσα από τα σχήματα απλής και διευρυμένης αναπαραγωγής για την κατανόηση των δυνατοτήτων μη εκπλήρωσης τους και εκδήλωσης κρίσεων αναπαραγωγής. Από όσα προηγήθηκαν αντιλαμβάνεται κανείς ότι αφ' ενός μεν οι οικονομικές κρίσεις δεν μπορούν να αποδοθούν σε μια και μόνη αιτία και αφ' ετέρου ότι παρά την πολυμορφία τους αυτή, οι κρίσεις μπορούν να κατανοηθούν επιστημονικά μέσα από ένα θεωρητικό πρίσμα πολύπλευρο αλλά συνεκτικό στη βάση των προϋποθέσεων που θέσαμε. Με βάση τις θεωρητικές κατακτήσεις της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας μπορούν να εξηγηθούν κρίσεις που εκδηλώνονται τόσο στο επίπεδο της πραγματοποίησης, όσο και της αξιοποίησης αλλά και στο συνολικό επίπεδο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αν είναι σωστή αυτή η υπόθεση τότε είναι θεμιτή μια διάκριση του μαρξικού έργου σε δύο περιόδους, με σύνορο το έτος 1857. Οι δυνατότητες κατανόησης της κρίσης που αναφέραμε ισχύουν μόνο κατά τη δεύτερη περίοδο αφού μόνο τότε ολοκληρώνεται και παίρνει μορφή η μαρξική κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Σελίδα 1 / 33

Η πρώτη περίοδος (μέχρι το 1857) ήταν συνυφασμένη με την κατανόηση της ταξικής φύσης του καπιταλισμού και τη διευκρίνηση της ουσίας των κοινωνικών αγώνων. Στην περίοδο αυτή διατύπωσαν οι Μαρξ και Ένγκελς μια πρώτη θεωρία για την κρίση και τους ταξικούς αγώνες που παρόλες τις μετέπειτα επεξεργασίες δεν παρουσίασε σημαντικές μεταβολές. Η έντονη πολιτική ανάμιξη τους στα υπάρχοντα κινήματα της εποχής. έκανε αναγκαία τη συσχέτιση της θεωρίας τους με τις κυριότερες αποχρώσεις της σοσιαλιστικής σκέψης της εποχής. Η θεωρητική και πολιτική πρακτική δεν ήταν πάντα ισοβαρείς μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους, αλλά υπάρχει ένας σαφής προσανατολισμός της πρώτης για την κάλυψη αναγκών της δεύτερης. Η σύγκριση των κειμένων της πρώτης και της δεύτερης περιόδου παρουσιάζει στοιχεία συνέχειας αλλά και αλλαγών. Το κυριότερο στοιχείο συνέχειας είναι η σχέση ανάμεσα στην ταξική πάλη και την κρίση, μια σχέση όχι γραμμική, αλλά συνεχώς εμπλουτιζόμενη. Η σημαντικότερη αλλαγή, οφείλεται στη δυνατότητα του Μαρξ να επεξεργαστεί τις θεωρίες της υπεραξίας και της συσσώρευσης που θα του επιτρέψουν να ολοκληρώσει τη θεωρία της κρίσης και της ταξικής πάλης με τρόπο που προηγουμένως δεν ήταν δυνατός. Ακόμα και στα κείμενα της πρώτης περιόδου, η σχέση κρίσης και ταξικής πάλης δεν είναι γραμμική. Αν και η οικονομική συνιστώσα της θεωρίας - κρίση υπερπαραγωγής - δεν είναι επαρκής και υπάρχει σχεδόν αμετάβλητη σε όλα τα έργα της εποχής, η πολιτική συνιστώσα που αναφέρεται στην ανάπτυξη της ταξικής υποκειμενικότητας της εργατικής τάξης και στην έκφραση της στο πολιτικό πεδίο, είναι διαρκώς μεταβαλλόμενη, μέχρι του σημείου που αποκτά χαρακτηριστικά συνέχειας σε όλο το μετέπειτα έργο τους. Η έννοια της κρίσης υπερπαραγωγής συμπληρώνεται με δύο στοιχεία: την έννοια του ανταγωνισμού, του οποίου εκφράζονται διάφορες πλευρές, από το επίπεδο της περιγραφικής κατανόησης μέχρι το επίπεδο της ενσωμάτωσης του στις ταξικές πολιτικές και οικονομικές σχέσεις. Η άλλη έννοια που αναπτύσσεται είναι η έννοια της κερδοσκοπίας, μέσα στα πλαίσια μιας ατελούς θεωρίας του χρήματος, αλλά με σημαντικές κατακτήσεις ως προς τη δυνατότητα της κερδοσκοπίας να επηρεάζει τη διαδικασία κυκλοφορίας και να επιδεινώνει την κρίση υπερπαραγωγής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρξ στον 3ο Τόμο του «Κεφαλαίου», και με δεδομένο ότι έχει διατυπώσει τη θεωρία για το χρήμα, παραθέτει μια σειρά από απόψεις και παραδείγματα που είναι σχεδόν ίδια με τα αντίστοιχα αυτής της περιόδου. Στην ίδια περίοδο η ανάλυση της κρίσης και της ταξικής υποκειμενικότητας της εργατικής τάξης μας δίνει στοιχεία για τη σχετική αυτονομία στην ανάπτυξη των δύο αυτών εννοιών. Η σχετική αυτή αυτονομία αναδεικνύει την τάση καθορισμού των ταξικών αγώνων από το πρότυπο ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος, ενώ δεν περιλαμβάνει τον αντίθετο καθορισμό. Αυτό γίνεται φανερό με τις αλλαγές που προέρχονται από αντιλήψεις για τον οικονομικό και πολιτικό ρόλο των συνδικάτων στη δεύτερη περίοδο. Κύριο στοιχείο ασυνέχειας είναι η αδυναμία, κατά την πρώτη περίοδο, να κατανοηθεί η δυνατότητα του κεφαλαίου και της κοινωνίας να αναπαράγεται. Αυτό το στοιχείο τροφοδοτείται από την επαναστατική αισιοδοξία των Μαρξ-Ένγκελς και από την υπανάπτυξη της οικονομικής συνιστώσας της σκέψης τους. Αυτή η αδυναμία είχε σαν θεωρητική συνέπεια τη σύγχυση γύρω από το ακριβές περιεχόμενο της έννοιας της κρίσης, στην οποία περιλάμβαναν όχι μόνο οικονομικές αλλά και πολιτικές ακόμα και ηθικές διαστάσεις. Έτσι η οικονομική κρίση τείνει να εννοείται σαν γενική κρίση που φέρνει όλο και πιο κοντά στην οριστική κατάργηση του καθεστώτος της ατομικής ιδιοκτησίας. Μόνο στη δεύτερη περίοδο κατανοούνται οι όροι αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της κοινωνίας. Η δε ταξική πάλη δεν νοείται μόνο σαν πολιτική και «εξωτερική» προς το κεφαλαίο αλλά και σαν «εσωτερική» κινητήρια δύναμη του. Την πρώτη περίοδο μπορούμε να διακρίνουμε δύο υποπεριόδους, με βάση το 1847. Το κριτήριο γι αυτή τη διάκριση είναι η αναγνώριση της θεωρίας της αξίας εργασίας του Ricardo που πραγματοποιείται γύρω στα 1847. Κατά την πρώτη υποπερίοδο, όχι μόνο δεν διαθέτουν οι Μαρξ Ένγκελς δική τους θεωρία της αξίας, αλλά ούτε καν εκείνη του Ricardo τον οποίο αποκρούουν σαν «κυνικό». Η πρώτη αυτή υποπερίοδος 1843-1847 χαρακτηρίζεται από την ανθρωπολογική προβληματική της αλλοτρίωσης, που εμποδίζει την επιστημονική προσέγγιση της οικονομίας και της οικονομικής σκέψης. Η ρήξη μ' αυτή την προβληματική - που πήρε την πιο Σελίδα 2 / 33

ολοκληρωμένη της μορφή στα «Χειρόγραφα 1844» - επήλθε με την «Γερμανική Ιδεολογία» το 1846. Το 1847 με την «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» επιτελείται η προσχώρηση στη ρικαρντιανή θεωρία, αλλά μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1850 συγκροτείται η Πολιτική Οικονομία σε επιστημονικό αντικείμενο. Στο κείμενο η παρουσίαση του έργου των Μαρξ Ένγκελς για την κρίση θα γίνει με σειρά χρονολογικής συγγραφής και δημοσίευσης**. 2.. «Διάγραμμα για μια κριτική της Πολιτικής Οικονομίας.» Το έργο του Ένγκελς «Διάγραμμα για μια κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» που γράφτηκε στα τέλη του 1843, ήταν το πρώτο που έστρεψε την προσοχή του Μαρξ σε ζητήματα Πολιτικής Οικονομίας. Ο Ένγκελς διαμορφώνει τα κριτήρια μιας σοβαρής κριτικής του καπιταλιστικού συστήματος, όπως αυτό παρουσιάζεται από τους οικονομολόγους, επικεντρώνοντας αυτή την κριτική σε δύο σημεία: στο Μερκαντιλισμό και στη σημασία της ατομικής ιδιοκτησίας, θεωρεί ότι οι όροι «εθνικός πλούτος», «εθνική οικονομία» «δημόσια οικονομία» κλπ. προέκυψαν σαν «αποτέλεσμα του πάθους των φιλελεύθερων οικονομολόγων για γενίκευση» 1. Εφ' όσον όμως υπάρχει - συνεχίζει ο Ένγκελς - η ατομική ιδιοκτησία «ο όρος δεν έχει νόημα» 2. Η ατομική ιδιοκτησία δεν είναι, όμως, μόνο ο παράγοντας που αντιτίθεται και καθιστά ανενεργούς τους οποιουσδήποτε «κοινωνικούς όρους» αλλά και αυτός που διαμορφώνει το εμπόριο. Η θεώρηση του εμπορίου σαν συνέπεια της ατομικής ιδιοκτησίας συνιστά μια απομάκρυνση από την ιδεολογία του ανθρωπισμού, που μέχρι την εποχή αυτή αποτελούσε την κύρια διάσταση της προβληματικής του Ένγκελς. Μια άλλη συνέπεια του εμπορίου είναι η θεμελίωση της έννοιας της αξίας. Η τελευταία διακρίνεται σε «αφηρημένη ή πραγματική αξία» και σε «ανταλλακτική αξία» 3. Ο Ένγκελς θεωρεί ότι η πρώτη καθορίζεται από τα έξοδα παραγωγής και τη χρησιμότητα, κριτικάροντας τις απόψεις που προσπαθούν να την προσδιορίσουν με βάση μόνο τον ένα παράγοντα. Η πρώτη διατύπωση μιας θεωρίας για την αξία που επιχειρεί ο Ένγκελς, μας δείχνει ότι αφ' ενός δεν μπορεί ακόμα να ερμηνεύσει σωστά τον Ricardo, αφ' ετέρου δεν μπορεί να συλλάβει την ίδια την έννοια της αξίας, την οποία σε κάποια σημεία φαίνεται να αμφισβητεί 4, αλλά, τελικά, την προσεγγίζει μέσα από το «φυσικό νόμο» της προσφοράς και της ζήτησης. Το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, ο Ένγκελς τον διατυπώνει μέσα από τα φαινόμενα του ανταγωνισμού που και αυτός θεωρείται σαν συνέπεια του εμπορίου. Ο ανταγωνισμός, αλλά και η αντίθεση του, το μονοπώλιο δεν φαίνονται αποκομμένοι από την παραγωγή, που και αυτή καθορίζεται από την ατομική ιδιοκτησία. Η παραγωγή συνδέεται αναπόσπαστα με δύο στοιχεία: τη φύση και την ανθρώπινη δραστηριότητα. Και είναι το δεύτερο στοιχείο, αυτό που καθορίζει τη διάκριση κεφαλαίου εργασίας, στα πλαίσια της οποίας η εργασία θεωρείται η πηγή του πλούτου. Σαν νόμος του ανταγωνισμού, η προσφορά και η ζήτηση πάντα «τείνουν να συμπληρώνουν η μια την άλλη» 5 πράγμα που ποτέ δεν επιτυγχάνεται. Η προσφορά, πάντα, ακολουθεί από κοντά τη ζήτηση χωρίς ποτέ να την υπερκαλύπτει, και είναι τόσο μεγάλη ή τόσο μικρή, χωρίς όμως να ανταποκρίνεται στη ζήτηση. Στις σχέσεις αυτές βασίζει ο Ένγκελς και τη θεωρία του για την κρίση. «Αν η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά οι τιμές ανεβαίνουν και σαν αποτέλεσμα, η προσφορά σε έναν ορισμένο βαθμό ανέρχεται. Μόλις όμως έρθει στην αγορά, οι τιμές πέφτουν, και αν γίνει [η προσφορά] μεγαλύτερη από τη ζήτηση, τότε η πτώση στις τιμές είναι τόσο σημαντική ώστε η ζήτηση ανέρχεται ξανά. Αυτό συνεχίζεται χωρίς τέλος...» 6. Η οποιαδήποτε υπερπαραγωγή εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα της μη ύπαρξης προγραμματισμένης δυνατότητας εξίσωσης της προσφοράς και της ζήτησης αλλά και των προσπαθειών των διαφορετικών καπιταλιστών να ανταγωνισθούν, τόσο τους υπόλοιπους, όσο και τους εργάτες. «Ο αγώνας του κεφαλαίου ενάντια στο κεφάλαιο, της εργασίας ενάντια στην εργασία, της γης ενάντια στη γη... οδηγεί την παραγωγή σε ένα Σελίδα 3 / 33

έσχατο σημείο...» 7. Και σε ένα άλλο σημείο. «Αν οι παραγωγοί σαν τέτοιοι γνώριζαν τις απαιτήσεις των καταναλωτών, αν επρόκειτο να οργανώσουν την παραγωγή, αν επρόκειτο, να την διαμοιράσουν μεταξύ τους, τότε οι διακυμάνσεις του ανταγωνισμού και η τάση του για κρίση θα ήταν αδύνατη». Σύμφωνα με τη θεωρία που διατυπώνει ο Ένγκελς η οικονομική επέκταση, η υπερπαραγωγή, η κρίση, η ανάκαμψη είναι φαινόμενα που επαναλαμβάνονται σε ορισμένα χρονικά διαστήματα. «... οι εμπορικές κρίσεις, που επανεμφανίζονται κανονικά όπως οι κομήτες και από τις οποίες έχουμε κατά μέσο όρο μια κάθε πέντε χρόνια ως επτά χρόνια» 9. Η επανεμφάνιση των κρίσεων διαμορφώνει και τα στοιχεία αλληλοσύνδεσης μεταξύ τους, με τρόπο που να χειροτερεύουν, καθώς αναπτύσσεται το καπιταλιστικό σύστημα. «... κάθε διαδοχική κρίση είναι προορισμένη να γίνεται περισσότερο παγκοσμία και με τον τρόπο αυτό χειρότερη από την προηγούμενη» 10. Ο Ένγκελς, καταλήγει να συνδέει την κρίση με τη διαμάχη των τάξεων που οδηγεί τελικά στην επανάσταση, και προσδιορίζει τον καπιταλισμό σαν ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από την αντίφαση μιας «υπεράφθονης παραγωγικής δύναμης» και της εξαθλίωσης των μαζών. Εδώ μπορούμε να ανιχνεύσουμε για πρώτη φορά τους οικονομικοκοινωνικούς όρους θεμελίωσης των χαρακτηριστικών μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας που βασίζεται στα ίδια τα όρια ανάπτυξης του καπιταλισμού και προκύπτει απ' τη συνεχή άνοδο της παραγωγικότητας. «Αυτή η αμέτρητη παραγωγική δυνατότητα αν γίνει αντικείμενο συνειδητής διαχείρησης προς όφελος όλων, σύντομα θα μειώσει στο μικρότερο επίπεδο την εργασία που αντιστοιχεί στο ανθρώπινο γένος» 11. Το άρθρο του Ένγκελς επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τον Μαρξ όπως φαίνεται σε μια σειρά αναφορές στα μεταγενέστερα έργα του 12, αλλά και στις σημειώσεις που έγραψε για αυτό. Οι σημειώσεις αυτές έχουν ταξινομηθεί σαν μέρος των λεγόμενων «Παρισινών Τετραδίων» στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. 3. «Τα Παρισινά Τετράδια». Μια σειρά σημειώσεις με τίτλο «Παρισινά Τετράδια» 13 αντανακλούν την πρώτη προσπάθεια του Μαρξ για συστηματική μελέτη της Πολιτικής Οικονομίας. Ο χρόνος που γράφτηκαν αυτές οι σημειώσεις δεν έχει ακόμα προσδιορισθεί με ακρίβεια. Ο D,, Rjasanov που επιμελήθηκε την πρώτη τους έκδοση προσδιορίζει το χρόνο συγγραφής τους από «τις αρχές του 1844 ως τις αρχές του 1845» 14. Ο ίδιος ταξινομεί τις σημειώσεις του Μαρξ για το άρθρο του Ένγκελς στο Τετράδιο υπ' αριθμόν V, σε ένα σύνολο εννιά Τετραδίων, γεγονός που θα μπορούσε να σημαίνει ότι τα «Παρισινά Τετράδια», άρχισαν να συγγράφονται πριν από το 1844. Οι σημειώσεις του Μαρξ για το άρθρο του Ένγκελς 15 δεν έχουν άμεση σχέση με το περιεχόμενο του Τετραδίου V και στην επανατύπωση των Τετραδίων ο Rjasanov τις τοποθέτησε πρώτες. Με δεδομένο ότι το άρθρο του Ένγκελς γράφτηκε τον Οκτώβρη και Νοέμβρη 1843 και δημοσιεύτηκε στο Deutschfranzösische Jahrbücher τον Φεβρουάριο του 1844 - αν και ο Μαρξ σαν εκδότης των Jahrbücher θα πρέπει να το γνώριζε πριν το τέλος του 1843 - είναι λογικό να υποτεθεί ότι τα «Παρισινά Τετράδια» άρχισαν να γράφονται στις αρχές του 1844. Περιλαμβάνονται σ' αυτά μια σειρά παρατηρήσεις και σχολιασμένα αποσπάσματα από τα έργα κλασσικών οικονομολόγων. Πιο συγκεκριμένα 16 : - A. Smith "Recherches sur la nature et les causes de la richesse des nations" Traduction nouvelle, avec des notes et observations par Germain Garnier, Τ 1-2, Paris, 1802. Περιλαμβάνονται περίπου 34 σελίδες που περιέχουν 100 αποσπάσματα από το βιβλίο. Από τις σημειώσεις του Μαρξ αξίζει να αναφέρουμε τη κριτική του στις αντιφάσεις του Smith όσον αφορά την αναγκαιότητα της κατανομής της εργασίας για την ανταλλαγή ενώ συγχρόνως η πρώτη θεωρείται σαν απαραίτητη προϋπόθεση της διαδικασίας ανταλλαγής. Σελίδα 4 / 33

- D. Ricardo "Des principes de Γ economie politique et de l' impot. Traduit de Γ anglais par F.S. Constancio D. M. etc. avec des notes explicatives et critiques par M. Jean Baptiste Say. T.2, 2e.ed. Paris 1835. Περιλαμβάνονται 18 σελίδες περίπου 54 αποσπάσματα από το βιβλίο. Ο Μαρξ, εδώ, διατυπώνει μια σειρά παρατηρήσεις που σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με το ζήτημα των κρίσεων και που ήδη έχουν αναφερθεί από τον Ένγκελς. Ξεκινώντας μια κριτική για τη θεωρία της αξίας, αντιλαμβάνεται την αξία ταυτόσημη με την τιμή που περιλαμβάνει την εργασία, τα υλικά που απαιτούνται, τον τόκο και το κέρδος. Διαφοροποιείται όμως από τον Ricardo στο ζήτημα του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης θεωρώντας ότι η πρώτη καθορίζεται από τον ανταγωνισμό των κατόχων των μέσων παραγωγής, ενώ η δεύτερη καθορίζεται από τον ανταγωνισμό των καταναλωτών. Ακόμα, όμως, και ο ανταγωνισμός των καταναλωτών θεωρείται διατυπωμένος με μονομέρεια, αφού δεν περιλαμβάνει την επίδραση που ασκεί η αγορά διάθεσης του προϊόντος, η οποία απαιτεί μια τάση για ταύτιση της προσφοράς και της ζήτησης. Αν δεν ισχύει το τελευταίο δεν μπορούν να κατανοηθούν οι οικονομικές κρίσεις, σαν κρίσεις υπερπαραγωγής. Οι παρατηρήσεις του Μαρξ για τον ανταγωνισμό, αν και είναι αποσπασματικές, αποκτούν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα, όσον αφορά τη μεθοδολογία της πολιτικής οικονομίας που αναγκάζεται να κάνει αφαίρεση του ανταγωνισμού, θα πρέπει, ακόμα, να σημειωθεί ότι η κριτική του Μαρξ στον Ricardo όσον αφορά τη σημασία του καθαρού εισοδήματος μιας χώρας σε σχέση με το μικτό εισόδημα κινείται σε ηθικά και ανθρωπιστικά πλαίσια, αν και κατανοεί απόλυτα ότι ο φαινομενικός κυνισμός του Ricardo αντανακλά τον κυνισμό της καπιταλιστικής πραγματικότητας 17. - J.B. Say "Traite d' economie politique, une simple exposition de la maniere dont se forment, se distribuent, et se consomment les richesses. Troisieme edition. Τ 12, Paris. 1817. Περιλαμβάνονται περίπου 21 σελίδες τετραδίων που περιέχουν 218 μικρά αποσπάσματα από το βιβλία Υπάρχει μια μικρή σημείωση του Μαρξ που αφορά τις αντιλήψεις του Say yipmcrjv ατομική ιδιοκτησία και τον πλούτο. Ακόμα αναφέρονται από τον Μαρξ και οι Boisguillebert, Buret, Destutt de Tracy, Maitlapäf Lauderdale, List, MacCulloch και Mill. Για τον Mill, όμως θα επανέλθουμε με περισσότερες λεπτομέρειες. 4. «Σχόλια στο βιβλίο του James Mill: "Elements d' economie politique"». Από όλες τις σημειώσεις του Μαρξ που περιλαμβάνονται στα «Παρισινά Τετράδια», τα σχόλια του στο έργο του J. Mill είναι, ίσως, τα σημαντικότερα, γιατί σ' αυτά αρχίζει να διαμορφώνει τη δική του κριτική για τον καπιταλισμό 18. Στην πρώτη έκδοση των «Παρισινών Τετραδίων» το κείμενο ταξινομείται στο IV τετράδιο και δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο βιβλίο του J. Mill αλλά προχωρεί και σε γενικότερες διαπιστώσεις. Ο Μαρξ κατ' αρχήν, αναφέρεται στη δυνατότητα ισορροπίας της προσφοράς και της ζήτησης θεωρώντας την ένα «σποραδικό» φαινόμενο που εξαρτάται από τις προηγούμενες διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης και που οφείλεται στη «δυσαναλογία ανάμεσα στο κόστος παραγωγής και στη ανταλλακτική αξία» 19. Με βάση αυτά διαμορφώνει μια κριτική για τη μέθοδο της πολιτικής οικονομίας, που σαν πραγματικό νόμο υιοθετεί το «τυχαίο»2" για να περάσει στο πρόβλημα του χρήματος και της ανταλλαγής. Η ανάλυση δεν είναι μόνο σε ένα πρώτο επίπεδο εννοιών, αλλά προεκτείνεται και στο χρηματικό σύστημα, προσπαθώντας να κατανοήσει τον διπλό χαρακτήρα του χρήματος. «Ο προσωπικός τρόπος ύπαρξης του χρήματος σαν χρήμα και όχι μόνο σαν εσωτερική, υπονοούμενη, κρυφή κοινωνική σχέση ή ταξική σχέση ανάμεσα στα εμπορεύματα Σελίδα 5 / 33

αντιστοιχεί όλο και περισσότερο στην ουσία του χρήματος, που όσο πιο αφηρημένη είναι, τόσο λιγότερο έχει μια φυσική σχέση με τα άλλα εμπορεύματα...» 21. Η τέλεια έκφραση του χρηματικού συστήματος θεωρείται το τραπεζικό σύστημα που αυξάνει την αντίθεση μεταξύ του καπιταλιστή και του εργάτη, όπως και μεταξύ των καπιταλιστών, διαμορφώνοντας τους όρους μιας πολιτικής κυριαρχίας των τραπεζών 22. Η διαφορά από το «Διάγραμμα για μια κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», είναι ότι στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου δίνεται έμφαση στην εργασία και τον εργαζόμενο, αν και υπάρχει μια αναφορά στην «αντίθεση ανάμεσα στον καπιταλιστή και τον εργάτη» 23. Το αντικείμενο εξέτασης του Μαρξ δεν είναι η μισθωτή εργασία αλλά η εργασία επιβίωσης (Erwerbsarbeit), γιατί η πρώτη επικεντρώνεται στη σχέση εργάτη και καπιταλιστή, ενώ η δεύτερη τονίζει τη διαφορά ανάμεσα στην εργασία που κάνει ο εργαζόμενος για τον εαυτό του και στην εργασία για να επιβιώσει, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται για αυτή την εργασία. Η εργασία επιβίωσης προκύπτει από τη σχέση ανταλλαγής και όχι από την αντίθεση καπιταλιστή και εργάτης. Η έννοια της εργασίας επιβίωσης συγκεκριμενοποιεί αυτό που ήδη ο Μαρξ έχει αναφέρει το άρθρο του στα Deutschfranzösische Jahrbücher 24, δηλαδή προσθέτει την οικονομική συνιστώσα στις απανθρωποποιητικές επιπτώσεις της εργασίας πάνω στην «τάξη με τις ι αλυσίδες». Η εργασία μόνο «τυχαία» μπορεί να αποκαταστήσει μια άμεση σχέση ικανοποίησης τόσο με το προϊόν της εργασίας, όσο και με αυτή την ίδια τη δραστηριότητας της εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος εργάζεται μόνο για να ικανοποιήσει κοινωνικές ανάγκες που είναι εξωτερικές της ατομικής του υπόστασης, και που επιδρούν σαν εξωτερικός φραγμός στο είναι του. «Η εργασία μου μπορεί να είναι μια ελεύθερη έκφραση ζωής (Lebensäusserung), κι έτσι μια απόλαυση της ίδιας της ζωής.. αλλά με την προϋπόθεση ύπαρξης της ατομικής ιδιοκτησίας, γίνεται αλλοτρίωση της ζωής (Lebensentäusserung) γιατί εργάζομαι για να ζήσω, για να προμηθεύσω στον εαυτό μου τα μέσα επιβίωσης... Με την ύπαρξη της ατομικής ιδιοκτησίας η ατομικότητα μου αλλοτριώνεται σε σημείο που αυτή η δραστηριότητα μου είναι μισητή... και έτσι είναι μόνο μια αναγκαστική δραστηριότητα που μου επιβάλλεται από μια εξωτερική, τυχαία ανάγκη, και όχι από μια εσωτερική, απαραίτητη ανάγκη» 25. Ο Μαρξ αναφέρεται ακόμα και στις σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας, που καθορίζει σαν στόχο της παραγωγής το «έχειν» 26. Το ιδεώδες για τον Μαρξ θα ήταν ένα σύστημα παραγωγής που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την πραγματοποίηση της ανθρώπινης ουσίας σε όλες τις διαστάσεις της, κάτι που, προφανώς, δεν μπορεί να επιτύχει το καπιταλιστικό σύστημα. 5. «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844». Τελειώνοντας τις κριτικές του παρατηρήσεις στη Πολιτική Οικονομία το κείμενο για τον Mill, ο Μαρξ συνέχισε να κρατά σημειώσεις πάνω στη δουλειά άλλων οικονομολόγων, συμπληρώνοντας τελικά εννιά τετράδια. Στο σημείο αυτό σταμάτησε τις μελέτες και άρχισε να γράφει μια σειρά από κείμενα στα οποία σκόπευε να διευκρινίσει όσα είχε μάθει και να τα εφαρμόσει σε μια κριτική του καπιταλισμού. Αυτά τα χειρόγραφα έχουν γίνει γνωστά σαν τα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844» ή σαν «Παρισινά Χειρόγραφα». Τώρα σε σχέση με την άποψη του D. Rjasamov ότι η συγγραφή των «Παρισινών Τετραδίων» επεκτάθηκε και στις αρχές του 1844 27 υπάρχουν μερικά έμμεσα αλλά ουσιαστικά γεγονότα που συνηγορούν ότι είχαν συμπληρωθεί νωρίτερα και απετέλεσαν βάση των «Παρισινών Χειρογράφων» που άρχισαν να γράφονται τον Απρίλη του 1844. Πρώτα μερικοί από τους συγγραφείς από τα έργα των οποίων ο Μαρξ παραθέτει μεγάλα αποσπάσματα στα «Παρισινά Χειρόγραφα» δεν περιλαμβάνονται καθόλου στα «Παρισινά Τετράδια». Το κυριότερο παράδειγμα είναι ο Wilhelm SchulzBodmer, του οποίου οι κριτικές ιδέες για την κατάσταση της εργασίας στον καπιταλισμό επηρέαζαν σημαντικά τον Μαρξ που είναι πιθανόν να συνέχιζε τη μελέτη του. ενώ έγραφε το πρώτο από τα «Παρισινά Χειρόγραφα». Δεύτερο, μερικοί από τους συγγραφείς των οποίων τα έργα παρατίθενται στα «Παρισινά Χειρόγραφα» εμφανίζονται προς το τέλος της σειράς των «Παρισινών Τετραδίων». Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο Eugene Buret, σημειώσεις για το έργο του οποίου, υπάρχουν στο τετράδιο IX. Τρίτο, στις σημειώσεις για τον Mill στο τετράδιο IV, διαγράφεται όλη η κριτική του καπιταλισμού Σελίδα 6 / 33

που ο Μαρξ παραθέτει στα «Παρισινά Χειρόγραφα», γεγονός που σημαίνει ότι τα τελευταία άρχισαν να γράφονται μετά το τετράδιο IV. Στο δεύτερο από τα χειρόγραφα περιλαμβάνονται 6 αποσπάσματα που αναφέρονται στην κριτική της Χεγκελιανής διαλεκτικής μεθόδου. Από αυτά το ένα έχει ενσωματωθεί στο κείμενο, ενώ τα υπόλοιπα σύμφωνα με τις υποδείξεις του Μαρξ στον «Πρόλογο» των «Παρισινών Χειρογράφων» αποτελούν το τελευταίο κεφάλαιο του έργου 28. Ο «Πρόλογος» έχει μια ιδιαίτερη σημασία γιατί περιέχει το προπό σχέδιο του Μαρξ για τη μελλοντική εργασία του29. Ξεκινώντας από την κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου και περνώντας στις μελέτες της πολιτικής Οικονομίας, κατανοεί ότι δεν θα ήταν αρκετό ένα έργο για όλα αυτά, και αποφασίζει να αντιμετωπίσει το όλο θέμα μέσα από μια «σειρά ξεχωριστών ανεξάρτητων φυλλαδίων» πριν περάσει σε μια συνολική κριτική σε δύο στάδια: Πρώτο σαν ένα έργο που θα συνοψίζει τα επιχειρήματα των φυλλαδίων και δεύτερον σαν μια κριτική που θα επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση όλων αυτών των θεμάτων από την Χεγκελιανή φιλοσοφία. Το πρώτο χειρόγραφο εμφανίζει ένα μοντέλο του καπιταλισμού που οικοδομείται γύρω από τις ορθόδοξες δοξασίες της διανομής του εισοδήματος και αυτό είναι το αντικείμενο της κριτικής του. Το δεύτερο και το τρίτο χειρόγραφο ξεπερνούν αυτό το πλαίσιο και αναπτύσσουν μια περισσότερο κριτική άποψη στις ατομικές συνιστώσες των συνθηκών που επιβάλλονται στον άνθρωπο από τον καπιταλισμό κυρίως τη μορφή της εργασίας και την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Για τα περιεχόμενα του δεύτερου χειρόγραφου, δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες γιατί μόνο οι τελευταίες τέσσερις από το σύνολο των 43 σελίδων έχουν διατηρηθεί. Το τρίτο χειρόγραφο αποτελείται από 41 φύλλα χαρτιού που το καθένα διαιρείται σε δύο στήλες, και είναι αριθμημένα από i ως το xiii, ενώ έχουν χαθεί οι αριθμοί xii και xxv. Η κριτική του καπιταλισμού σ' αυτό το χειρόγραφο, επικεντρώνεται στις μορφές της εργασίας κάτω από το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και τα παραγόμενα εμπορεύματα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η προσέγγιση αυτή από πλευράς περιεχομένου δεν ξεπερνάει τις θεωρητικές «κατακτήσεις» του «Διαγράμματος», όσον αφορά την Πολιτική Οικονομία, θα λέγαμε ότι η εργασία αυτή προσφέρει ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο στις παρατηρήσεις του Ένγκελς. Υπό το πρίσμα της φοϋερμπαχιανής έννοιας της αλλοτρίωσης αλλά και με βάση την κριτικά αφομοιωμένη χεγκελιανή διαλεκτική 30, ο Μαρξ κρίνει την Πολιτική Οικονομία σαν μια μορφή σκέψης που συγκαλύπτει την «αληθινή ουσία», δικαιολογώντας έτσι την πηγή κάθε αλλοτρίωσης στην καπιταλιστική κοινωνία: την ατομική ιδιοκτησία. Επίκεντρο της κριτικής του Μαρξ είναι η ατομική ιδιοκτησία και έννοια κλειδί της προβληματικής του η «αλλοτριωμένη εργασία». Την εποχή εκείνη ο Μαρξ είναι ακόμα θαυμαστής του Proudhon και κατηγορίες του κατά τις ατομικής ιδιοκτησίας δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά απ' όσα ήδη έγραφε ο Proudhon το 1843 στο "De la creation de Γ ordre dans Γ Humanite". Οι διαφορές του με αυτόν αφορούν τον πολιτικό προσανατολισμό όχι το περιεχόμενο της θεωρίας. Η θεωρητική ρήξη με τον Proudhon επέρχεται μόλις το 1847 με την «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» και ολοκληρώνεται δέκα χρόνια αργότερα με το πρώτο κεφάλαιο των «Grundrisse». Ο φιλοσοφικός οπλισμός του Μαρξ του 1844 του επέτρεπε μια ανθρωπολογικού τύπου κριτική, όπου η βασική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η αντίθεση μεταξύ της αλλοτριωμένης πραγματικότητας και της αληθινής ουσίας του ανθρώπου. Η πάλη των τάξεων προκύπτει από αυτή την αντίθεση και η αναγκαιότητα του Κομμουνισμού31 τίθεται όχι σαν ιστορική αλλά σαν ανθρωπολογική αναγκαιότητα: ο άνθρωπος επανακτά την ουσία του (Wiedergewinnung) και πραγματοποιεί την αυτοσυνειδησία του:. Αυτή είναι η πραγμάτωση της φιλοσοφίας και το τέλος της: η ουσία γίνεται ύπαρξη. Όμως είναι ο ίδιος αυτός φιλοσοφικός οπλισμός που απαγορεύει στον Μαρξ να κάνει με την Πολιτική Οικονομία ότι έκανε ήδη με την Φιλοσοφία: να την αποσυνθέσει στα ιδεολογικά και επιστημονικά της στοιχεία και να την αφομοιώσει κριτικά 31. Είναι ακριβώς αυτή η φιλοσοφική τοποθέτηση της αντίθεσης, όχι μέσα στο ίδιο το πραγματικό αλλά στη σχέση Σελίδα 7 / 33

του με την «αληθινή ουσία» - σχέση αναγνώσιμη μόνο από τον φιλόσοφο - που απαγορεύει ακόμα και αυτή την κατανόηση της ρικαρντιανής θεωρίας της αξίας εργασίας. Κατά παράδοξο τρόπο η κριτική αυτή δεν συνιστά ούτε απόρριψη αλλά ούτε υπέρβαση της Πολιτικής Οικονομίας. Τα δόγματα της γίνονται δεκτά - πλην της θεωρίας της αξίας εργασίας! Δεν έχουμε, λοιπόν απόρριψη αλλά φιλοσοφική καταγγελία της απόκρυψης της αντίθεσης μεταξύ πραγματικότητας και ουσίας. Όμως ούτε υπέρβαση έχουμε, εφ' όσον η κριτική της ιδεολογικής μορφής της οικονομικής σκέψης δεν φτάνει μέχρι κάποιο μετασχηματισμό του περιεχόμενου της. Τα όρια αυτά της κριτικής του 1844 καθορίζονται από το φιλοσοφικό της χαρακτήρα 34. Το τέλος της φιλοσοφίας αναγγέλλεται κατά τρόπο φιλοσοφικό: δεν σηματοδοτεί τη συγκρότηση ενός νέου επιστημονικού αντικειμένου. Έτσι, τα Χειρόγραφα του 1844 δεν προαναγγέλλουν την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Η πορεία αυτή δεν είναι συνεχής αλλά μεσολαβείται αναγκαία από δύο τομές: μια φιλοσοφική και μια οικονομική. Η πρώτη επιτελείται γύρω στα 1846 με την «Γερμανική Ιδεολογία» και τις «θέσεις πάνω στο Φόϋερμπαχ» και αφορά την εγκατάλειψη του φιλοσοφικού κομμουνισμού υπέρ του ιστορικού. Η τομή αυτή συμπίπτει - όχι τυχαία - με την αποδοχή της ρικαρντιανής θεωρίας της αξίας εργασίας. Ίχνη της υπάρχουν ήδη για πρώτη φορά στην «Γερμανική Ιδεολογία» αλλά η αποδοχή αυτή γίνεται με σαφή και ρητό τρόπο στην πολεμική κατά του Proudhbn στην «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας». Η δεύτερη τομή όχι με την «προηγούμενη φιλοσοφική συνείδηση» αλλά με την Πολιτική Οικονομία επιτελείται μέσα σε μια 10ετία (1846-1856) και παρουσιάζεται. για πρώτη φορά με συνεκτικό τρόπο στα «Grundrisse». Η χεγκελιανή κληρονομιά του Μαρξ δεν τον άφηνε να κάνει ακόμα σαφή διάκριση μεταξύ διαδικασίας του πραγματικού και διαδικασίας της σκέψης. Εφ' όσον κινείται στο χώρο της έννοιας, εφ' όσον «το πραγματικό συνάγεται από την έννοια και ανάγεται σε έννοια» 35, είναι λογικό οι δυο διαδικασίες να συγχέονται. Έτσι όταν ο Μαρξ ασκεί κριτική στους κλασικούς της Πολιτικής Οικονομίας, περιορίζεται στις φιλοσοφικές προϋποθέσεις και δεν κρίνει τις οικονομικές κατηγορίες σαν αντικειμενικές μορφές σκέψης. Εφ' όσον συλλαμβάνει την έννοια της αλήθειας σαν ενότητα του υποκείμενου άνθρωπος και της ουσίας του 36 η μόνη κατηγορία που μπορεί να προσάψει στις οικονομικές κατηγορίες είναι ο «αφηρημένος» τους χαρακτήρας: είναι «αφηρημένες» γιατί συγκαλύπτουν την ουσία. Αν πάψουν να είναι αφηρημένες τότε δεν τίθεται άλλου είδους πρόβλημα, είναι κατηγορίες ισχύουσες στην εμπειρική πραγματικότητα. Αν πάψουν να είναι αφηρημένες, σημαίνει: αν θέσουν το ζήτημα της αντίφασης μεταξύ αλλοτριωμένης πραγματικότητας και αληθινής ουσίας. Αυτό, όμως, είναι ένα ζήτημα εξωτερικό ως προς το χώρο της Πολιτικής Οικονομίας: μόνο ο φιλόσοφος μπορεί να το θέσει. Άρα, μόνο φιλοσοφικά (:στο χώρο της έννοιας), μπορεί να τεθεί. Έτσι έχουμε το παράδοξο μιας κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, χωρίς κριτική των κατηγοριών της. Η «αφαίρεση» που προσάπτει στην Πολιτική Οικονομία ο Μαρξ είναι κατηγορία φοϋερμπαχιανή και ισοδύναμη με την κατηγορία «αλλοτρίωση». Οι κατηγορίες της Οικονομίας είναι επομένως αλλοτριωμένες, είναι μορφές αλλοτρίωσης. Η κριτική σκέψη μπορεί να υπερβεί αυτή την αλλοτρίωση. - Αντίθετα, στα «Grundrisse» και στο «Κεφάλαιο» οι κατηγορίες αυτές είναι μορφές αντικειμενικές και αναγκαίες, που δεν παράγονται μόνο στο χώρο της σκέψης αλλά και έξω από αυτόν. Είναι μορφές της ιδεολογίας και δεν ξεπερνιούνται μέσα από τη σκέψη αλλά μέσα από την πρακτική. Στα «Χειρόγραφα» ο Μαρξ αδυνατεί να συγκροτήσει κριτική της Πολιτικής Οικονομίας - με την έννοια που παίρνει ο όρος στο ώριμο έργο του - γιατί αδυνατεί να συγκροτήσει ένα επιστημονικό πεδίο για την Πολιτική Οικονομία δηλ. να αναγνωρίσει στον ιδεολογικό της χαρακτήρα μια αντικειμενικότητα και να προβεί σε ανάλυση των αναγκαίων μορφών 37. Τελικά, η αδυναμία κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας δεν είναι παρά αδυναμία κριτικής της ιδεολογίας. Για την κριτική συνείδηση το ζήτημα είναι να δηλώσει (erklären) το πραγματικό όπως ακριβώς είναι. Αυτό το erklären σημαίνει συγχρόνως δηλώνω και εξηγώ. Η εξήγηση εμπεριέχεται ήδη στην δήλωση. Η συνειδητοποίηση Σελίδα 8 / 33

είναι συγχρόνως και εξήγηση, εκκαθάριση του προβλήματος. Γιατί το πρόβλημα έγκειται στην μη συνειδητοποίηση του και μόνο αφού μέσα στην «αλλοτρίωση» το είναι του ανθρώπου υπάρχει με την μορφή ενός ξένου είναι, αφού το υποκείμενο διαχωρίζεται από τον εαυτό του και αφού αυτός ο διαχωρισμός γεννά όλες τις αντιφάσεις, έπεται ότι για την υπέρβαση της αντίφασης θα αρκούσε η συνειδητοποίηση από το υποκείμενο, της ενότητας του: η ανάκτηση του εαυτού του (Wiedergewinnung). Η Οικονομία δεν κατέχει ακόμα στη σκέψη του Μαρξ τη θέση μιας οικονομικής δομής της κοινωνίας αλλά μια σφαίρα (όπως και το δίκαιο, η πολιτική, η ηθική) της ανθρώπινης εμπειρίας. Η χεγκελιανή αυτή έννοια της εμπειρίας παραμένει άκριτη και καθιστά αδύνατο τον επιστημονικό λόγο. Ακόμα κι όταν επεκτείνεται σαν έννοια της Οικονομίας ώστε να συμπεριλάβει όλεc τις σχέσεις της πραγματικής ζωής, δεν παύει να αναφέρεται στην ανθρώπινη εμπειρία: είναι αυτός ο χώρος που καλύπτεται από την έννοια της Οικονομίας. Αυτός είναι ο λόγος που αδυνατώντας να διακρίνει επιστημονικά την Οικονομία από τον οικονομικό λόγο, αντιλαμβάνεται το δεύτερο σαν αντανάκλαση της πρώτης. Έτσι αποδέχεται την εμπειρική ισχύ των οικονομικών κατηγοριών: το ζήτημα δεν είναι ότι οι κατηγορίες αναπαριστούν τα πράγματα μ' ένα ορισμένο τρόπο, αλλά ότι δεν κατανοούν την ουσία των πραγμάτων. Αντίθετα ο Ένγκελς στο «Διάγραμμα...», προσπάθησε να κριτικάρει τις κατηγορίες της Πολιτικής Οικονομίας και να παρουσιάσει την αντιφατικότητα τους σαν εκδήλωση μιας πιο βαθιάς αντίφασης που πηγάζει από την ιδιωτική ιδιοκτησία 38. Όταν ακόμα μιλάει ο Μαρξ για παραγωγή υπάρχει μια θεωρητική ολίσθηση προς την ανθρωπολογία: ο άνθρωπος παράγει ένα αντικείμενο όπως κατ' αναλογία «παράγει» τον θεό σύμφωνα με την φοϋερμπαχιακή αντίληψη 39. Σύμφωνα με την προβληματική του Μαρξ σε κάθε κατηγορία της Πολιτικής Οικονομίας δεν αναγνωρίζουμε παρά την έκφραση της ίδιας θεμελιώδους αντίφασης μεταξύ της αλλοτριωμένης ύπαρξης και της αληθινής ουσίας του υποκείμενου. «Όπως αναπτύξαμε την έννοια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας από την έννοια της αποξενωμένης εργασίας με. την ανάλυση, έτσι μπορούμε να ν' αναπτύξουμε κάθε κατηγορία της πολιτικής οικονομίας με την βοήθεια των δύο αυτών παραγόντων και θα διαπιστώσουμε πάλι σε κάθε κατηγορία, λόγου χάρη, στο εμπόριο, στον ανταγωνισμό, στο κεφάλαιο, στο χρήμα, μόνο μια καθορισμένη και αναπτυγμένη αντίδραση των πρώτων αυτών στοιχείων» 40. Εδώ έχουμε μια τυπικά χεγκελιανή αναγωγή πολλών κατηγοριών σε μια και μόνη ουσία. Αντίθετα στα «Grundrisse» και στο «Κεφάλαιο», οι οικονομικές κατηγορίες εμφανίζονται σαν αναγκαίες και αντικειμενικές μορφές εννοιών που συγκροτούνται κάθε φορά μέσα από το πέρασμα από το αφηρημένο στο αμέσως πιο συγκεκριμένο στη σκέψη, έννοιες νέες που παράγονται και ιεραρχούνται και δεν ανάγονται επομένως στην αυτή ουσία. Στα «Χειρόγραφα» ο Μαρξ προσεγγίζει ρητά ανθρωπολογικά ένα λόγο (εκείνον της Οικονομίας) που είναι ήδη άρρητα ανθρωπολογικός. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο λιγότερο συμπαθής στον Μαρξ είναι ακριβώς ο Ricardo, ο οποίος περισσότερο από οποιανδήποτε άλλο κλασικό, εκφράζει τη διαφορά φαινομένου και ουσίας στο ίδιο το πραγματικό σαν κεντρικό της πολιτικής οικονομίας αφ' ενός και υποβαθμίζει τη σημασία των υποκειμενικών παραγόντων αφ' ετέρου. Ο Μαρξ προβάλλει μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία η καπιταλιστική υποκειμενικότητα που εκφράζεται με τον υπολογισμό και την αυθαιρεσία καθορίζει την κίνηση της οικονομίας. Αυτή η αντίληψη πηγάζει από την άκριτη οικειοποίηση της σμιθιανής έννοιας του ανταγωνισμού σαν σχέσης διυποκειμενικής. Την αντίληψη αυτή μοιράζεται ο Μαρξ με τον Ένγκελς του «Διαγράμματος...». Ακριβώς αυτή η κεντρικότητα τη; έννοιας του διυποκειμενικού ανταγωνισμού εμποδίζει τη διάκριση που γίνεται στο «Κεφάλαιο» μεταξύ πραγματικής και φαινομενικής κίνησης των οικονομικών νόμων. Διάκριση που δείχνει πως οι οικονομικοί νόμοι «εκτελούνται» από τον ανταγωνισμό αλλά δεν πηγάζουν από αυτόν αλλά από την διαδικασία παραγωγής. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς όμως του 1844, ο ανταγωνισμός αντιπροσωπεύει τον υπέρτατο νόμο της Σελίδα 9 / 33

οικονομίας, κι όχι την αναγκαία μορφή μέσα από την οποία οι οικονομικοί νόμοι επιβάλλονται στους ατομικούς καπιταλιστές ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές τους θελήσεις. Ενώ στο «Κεφάλαιο» ο ανταγωνισμός αποτελεί αρχή κοινωνικοποίησης, εκφράζει δηλαδή αντικειμενική αλληλεξάρτηση των (καθορισμένων) υποκειμένων στη βάση ενός τρόπου παραγωγής, στα «Χειρόγραφα» αποτελεί αρχή απόκλισης της δράσης των (συγκροτούντων) υποκειμένων. Αυτή η έννοια της απόκλισης είναι συνυφασμένη με τον απάνθρωπο αλλά και χαοτικό χαρακτήρα της κοινωνίας (και οικονομίας) που στηρίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία και γι' αυτό ακριβώς ισοδυναμεί με την προδιάθεση αυτής της οικονομίας (και κοινωνίας) για κρίση. Η έννοια αυτή της κρίσης δεν έχει ούτε αυτή μονοσήμαντο χαρακτήρα αφού δεν πρόκειται για αυστηρά οικονομική έννοια: δεν τίθενται σαφή όρια μεταξύ οικονομικής και κοινωνικής και πολιτικής αλλά και ηθικής κρίσης. Όλα λειτουργούν στο ίδιο επίπεδο: η αναπόφευκτη οικονομική εξαθλίωση του εργάτη, η ηθική του απανθρωποποίηση, η αναγκαία του εξέγερση και η ανθρωπολογικά αναγκαία εγκαθίδρυση του Κομμουνισμού. Η έννοια της κρίσης παραπέμπει σε όλα αυτά και σε τελευταία ανάλυση στην «ανθρώπινη ουσία» η οποία αποτελεί τελικά το αληθινό υποκείμενο, το οποίο δεν βλέπει στην κρίση παρά στην αποσύνθεση της αλλοτρίωσης του και στην δυνατότητα πραγματοποίησης του και ολοκλήρωσης της ιστορίας του. Η έννοια της κρίσης βρίσκεται έτσι ενσωματωμένη στη διαλεκτική της αυτοσυνειδησίας. Ισχύει για την κατανόηση της ό,τι ισχύει και για όλες τις κατηγορίες της Πολιτικής Οικονομίας. Ισχύουν «στο επίπεδο της Πολιτικής Οικονομίας» δηλ. στο επίπεδο της εμπειρίας δηλ. σε μια φάση της ιστορίας της ανθρώπινης ουσίας που δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά από τη σκοπιά της ολοκλήρωσης αυτής της ιστορίας. Ο Μαρξ ευαισθητοποιείται στο ζήτημα της κρίσης από την διαπίστωση ότι αυτή εκδηλώνεται μέσα από την ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση των εργατών, που χάνουν μένοντας άνεργοι - ακόμα και τα «δικαιώματα» τους στην αλλοτρίωση. Σε ποιες αιτίες αποδίδει όμως το φαινόμενο της κρίσης; Στους νόμους της Οικονομίας. Για τον Μαρξ από την αρχή, η κρίση είναι αντικειμενικά αναγκαία. Σ' αυτήν οδηγούν οι οικονομικοί νόμοι. Και ποιοι είναι οι οικονομικοί νόμοι; Αυτοί που μας διδάσκει η Πολιτική Οικονομία και που ανάγονται όλοι σε έναν και μόνο: τον ανταγωνισμό, τον γενικευμένο πόλεμο των εγωιστικών ατόμων μεταξύ τους. Από αυτό τον ανταγωνισμό και την εξατομίκευση προκύπτει ο άναρχος χαρακτήρας της αγοράς, η αναντιστοιχία της ζήτησης και της προσφοράς η υπερπαραγωγή τέλος, και η κρίση. Ο C Pecquer (Theorie nouvelle d' economie sociale et politique, ou Etude sur Γ organization des Societes Paris 1842) προσέφερε ένα συμπυκνωμένο σχήμα αυτής της προβληματικής. Ο Μαρξ το τσιτάρει ολόκληρο και προφανώς το αποδέχεται όχι μόνο γιατί δεν το σχολιάζει αλλά και γιατί εμφανώς σ' αυτό το απόσπασμα Βρίσκουμε κωδικοποιημένες απόψεις στις οποίες αναφέρεται αποσπασματικά ή οι οποίες απορρέουν αβίαστα απ' όσα ο Μαρξ υποστηρίζει στα «Χειρόγραφα». Αναφέρει ο C. Pecquer: Ο ανταγωνισμός είναι απλώς έκφραση της ελευθερίας της ανταλλαγής, που κι αυτή είναι η άμεση και λογική συνέπεια του ατομικού δικαιώματος χρήσης και κατάχρησης των εργαλείων παραγωγής. Το δικαίωμα χρήσης και κατάχρησης, η ελευθερία ανταλλαγής, και ο αυθαίρετος ανταγωνισμός - αυτές οι τρεις οικονομικές στιγμές, που αποτελούν μια ενότητα, απολήγουν στις ακόλουθες συνέπειες: καθένας παράγει ό,τι θέλει, όπως θέλει, όταν θέλει, όπου θέλει, παράγει καλά ή παράγει άσχημα, παράγει πολύ ή παράγει ανεπαρκώς, πολύ σύντομα ή πολύ αργά σε υψηλή τιμή ή σε χαμηλή τιμή κανένας δεν ξέρει αν θα πουλήσει, πώς θα πουλήσει, πού θα πουλήσει, σε ποιον θα πουλήσει. Το ίδιο ισχύει και όταν αγοράζει. Ο παραγωγός αγνοεί τις ανάγκες και τους πόρους, την προσφορά και τη ζήτηση. Πουλά όταν θέλει, όταν μπορεί, όπου θέλει, σε όποιον θέλει, στην τιμή που θέλει. Και αγοράζει με τον ίδιο τρόπο. Σ' όλα αυτά είναι πάντα το παιχνίδι της τύχης, ο σκλάβος του νόμου του ισχυρότερου, του λιγότερο καταπονημένου, του πλουσιότερου... Ενώ στο ένα μέρος υπάρχει στέρηση, στο άλλο υπάρχει κορεσμός και σπατάλη. Ενώ ο ένας παραγωγός πουλάει πάρα πολλά ή σε πολύ υψηλή τιμή, και με τεράστιο κέρδος, ο άλλος δεν πουλάει τίποτε ή πουλάει με ζημιά... Η προσφορά δεν γνωρίζει τη ζήτηση και η ζήτηση δεν γνωρίζει την προσφορά. Παράγεις βασιζόμενος σ' ένα γούστο, σε μια μόδα που επικρατεί στο καταναλωτικό κοινό. Τη στιγμή όμως που είσαι έτοιμος να παραδώσεις το εμπόρευμα, το γούστο κι η μόδα έχουν ήδη περάσει κι έχουν προσανατολισθεί σε κάποιο άλλο προϊόν... Οι αναπόφευκτες συνέπειες: δημιουργούνται διαρκώς χρεοκοπίες και σε μεγάλη κλίμακα, κακοί υπολογισμοί, ξαφνικές καταστροφές και απρόσμενες περιουσίες, εμπορικές κρίσεις, ανεργία, περιοδικοί κορεσμοί ή ελλείψεις' αστάθεια και υποτίμηση των μισθών και των κερδών, απώλεια ή τεράστια σπατάλη πλούτου, χρόνου και προσπάθειας στην αρένα των ξέφρενων ανταγωνισμών» 41. Σελίδα 10 / 33

Δεν υπάρχει στοιχείο του σχετικού προβληματισμού των Μαρξ Ένγκελς της εξεταζόμενης περιόδου που να μην περιέχεται στο απόσπασμα αυτό. Αν οι κλασσικοί οικονομολόγοι κάνουν «αφαίρεση», ο σοσιαλιστής Pecquer θέτει το «ατομικό δικαίωμα χρήσης και κατάχρησης των εργαλείων παραγωγής» σαν πηγή όλων των δεινών της οικονομίας. Από εκεί προκύπτει η «ελευθερία της ανταλλαγής» και από την τελευταία ο «αυθαίρετος ανταγωνισμός» που έχει σαν αναπόφευκτη συνέπεια την οικονομική κρίση. Η κοινωνία δεν είναι παρά η συνάθροιση των εγωιστικών ατόμων που βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο μεταξύ τους που εκφράζεται μέσα από τον «αυθαίρετο ανταγωνισμό». Ο ανταγωνισμός εννοείται σαν διυποκειμενική σχέση γι' αυτό και «αυθαίρετος». Οι ελεύθερες βουλήσεις συγκρούονται κατά την επιδίωξη του ατομικού τους συμφέροντος. Η διαφορά με την κλασσική Πολιτική Οικονομία είναι ότι αυτή η σύγκρουση δεν οδηγεί στην οικονομική και κοινωνική αρμονία αλλά στην οικονομική κρίση και την κοινωνική επανάσταση. Με βάση το ίδιο θεωρητικό οπλοστάσιο οι μεν συντηρητικοί πριμοδοτούν τα στοιχεία της ισορροπίας και της αρμονίας ενώ οι σοσιαλιστές τα στοιχεία της ανισορροπίας και της ανατροπής. Ο Μαρξ για λόγους που απορρέουν από την πολιτική του στράτευση τάσσεται με τη δεύτερη εκδοχή και προσπαθεί να τη θεμελιώσει φιλοσοφικά. Αντιλαμβάνεται ότι ο ανταγωνισμός συνιστά αφαίρεση στο βαθμό που στρέφει τα άτομα σαν ανεξάρτητες, αυτόνομες, ελεύθερες μονάδες, το ένα εναντίον του άλλου. Το άτομο όμως είναι κοινωνικό ον42. Η ατομική και η ειδοποιός ζωή (Gattungsleben) του δεν διαφέρουν. Η εργασία που είναι κι η κύρια δραστηριότητα του ανθρώπου σαν ειδοποιού όντος (Grattungswesen) είναι δραστηριότητα κοινωνική. Όμως, ο ανταγωνισμός που πηγάζει από την ιδιωτική ιδιοκτησία κάνει αφαίρεση αυτής ακριβώς της κοινωνικότητας. Αλλοτριώνει τα άτομα από την κοινωνική, την ειδοποιό τους διάσταση. Η κοινότητα της ζωής των ατόμων χάνεται πίσω από την ατομικότητα. Για το λόγο αυτό ακριβώς, ο Μαρξ του 1844 βλέπει την αναγκαιότητα δράσης ενός κοινωνικού φορέα του καθολικού, που θα επανασυνδέσει τα διασπασμένα άτομα και θα τους ξαναδώσει τη χαμένη τους κοινωνικότητα. Το γεγονός του ανταγωνισμού, δεν σημαίνει μόνον το χωρισμό των ατόμων μεταξύ τους, αλλά και τον χωρισμό του κάθε ατόμου από τον εαυτό του, από την ουσία του σαν κοινωνικού όντος. Στο στάδιο αυτό η θεωρία της κοινωνίας που διαθέτει ο Μαρξ δεν μπορεί να επισημάνει τους όρους συνοχής, κοινωνικοποίησης και αναπαραγωγής της κοινωνίας των απομονωμένων ατόμων. Στο βαθμό αυτής της αδυναμίας της αυτοακυρώνεται σαν θεωρία της κοινωνίας. Ο Μαρξ του 1844 βλέπει την κοινωνική συνοχή σαν κάτι που δεν υπάρχει στην καπιταλιστική κοινόβια και που είναι αναγκαίο να υπάρξει μέσα από αυτό που ονομάζει «θετική κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας». Η εργατική τάξη είναι ο φορέας του καθολικού συμφέροντος που μπορεί να το πραγματώσει. Αντιλαμβάνεται δε τον εαυτό του σαν φορέα της καθολικής συνείδησης αυτού του κινήματος. «Η καθολική μου συνείδηση είναι μόνο η θεωρητική μορφή αυτού που η ζωντανή μορφή του είναι η πραγματική κοινότητα, η κοινωνική δομή, παρ' όλο που σήμερα η καθολική συνείδηση είναι μια αφαίρεση απ' την πραγματική ζωή και σαν τέτοια συγκρούεται μαζί της»4' Η «πραγματική κοινότητα» είναι λοιπόν για τον Μαρξ ο σκοπός, η άρνηση του ιντιβιντουαλισμού κάτι που στην «πραγματική ζωή» δεν μπορεί να υπάρξει. Γι αυτό και η σύλληψη της από την «καθολική συνείδηση» οδηγεί σε σύγκρουση με την «πραγματική ζωή». Αυτή η πρωτοπορία της αυτοσυνειδησίας σε σχέση με την πραγματική ζωή είναι τυπική ιδέα της χεγκελιανής αριστεράς. Στο φως αυτής της προβληματικής πρέπει να εκτιμήσει κανείς την κατανόηση της κρίσης από τον Μαρξ του 1844. Η κρίση είναι γι' αυτόν η αναγκαία συνέπεια μιας πραγματικότητας όπου βασιλεύει το ιδιωτικό συμφέρον Σελίδα 11 / 33

και ο ανταγωνισμός των ατόμων. Κρίσεις θα υπάρχουν όσο υπάρχει αυτή η αλλοτριωμένη πραγματικότητα, όσο υπάρχει αυτή η πρακτική άρνηση της κοινωνικότητας. Μόνο ο Κομμουνισμός μπορεί να καταργήσει τις κρίσεις γιατί αυτός ορίζεται σαν η επανάκτηση (Wiedergewinnung) των ουσιαστικών δυνάμεων (Wesenkräfte) του ανθρώπου και η αποκατάσταση της «πραγματικής κοινότητας» δηλαδή ο εξανθρωπισμός (Vermenschlichung) της υπάρχουσας πραγματικότητας. Ο Μαρξ κατηγορεί τον οικονομολόγο ότι «καυχιέται για τον κοινωνικό χαραχτήρα της επιστήμης του ενώ ταυτόχρονα εκφράζει την αντίφαση που ενυπάρχει στην επιστήμη του - τη θεμελίωση της κοινωνίας πάνω σε ακοινωνικά, ιδιαίτερα συμφέροντα» 44. Αυτή την εσωτερική αντίφαση της. Πολιτικής Οικονομίας ο Μαρξ μπορεί να την ξεπεράσει μόνο με εξωτερικό τρόπο: φιλοσοφικά. Η δε αντίστοιχη πραγματική κοινωνική αντίφαση μπορεί να ξεπεραστεί κι αυτή μόνο εξωτερικά: με την εγκαθίδρυση του Κομμουνισμού. Στο ίδιο πλαίσιο κατανοείται και η αντίληψη του Μαρξ για το χρήμα στο κεφάλαιο «Η δύναμη του χρήματος στην αστική κοινωνία». Εκεί το χρήμα χαρακτηρίζεται σαν «καθολικό μέσο διαχωρισμού» «Είναι το αληθινό μέσο διαχωρισμού καθώς και το αληθινό συνδετικό μέσο4». Σε μια κοινωνία όπου οι πάντες συναλλάσσονται, τίποτα άλλο δεν τους συνδέει παρά ακριβώς αυτό που τους χωρίζει: το μέσο ανταλλαγής. Ένα μέσο που καταλήγει να γίνεται σκοπός46. Η αντίληψη αυτή για το χρήμα μακριά από το να συνιστά θεωρία για το χρήμα, είναι κι αυτή με τη σειρά της εμποτισμένη με ηθικές κρίσεις. «Το χρήμα είναι το υπέρτατο αγαθό, άρα και ο κάτοχος του είναι αγαθός. Το χρήμα με απαλλάσσει από τον κόπο να είμαι ανέντιμος: θεωρούμαι λοιπόν έντιμος» 47. Αυτό είναι γενικότερο ζήτημα με τα «Χειρόγραφα» όπου πολλές έννοιες έχουν αμφίλογο περιεχόμενο όπως ήδη είδαμε. Ακόμα και αυτή η έννοια της αξίας δεν είναι καθαρά οικονομική αλλά παραπέμπει και στο ηθικό περιεχόμενο τη: καντιανήc αξίας (Wert). θα μπορούσε να επισημάνει κανείς στοιχεία ότι τα «Χειρόγραφα 1844» τείνουν να ξεπεράσουν την αντίληψη της ανταλλαγής σαν διυποκειμενικής σχέσης: πρόκειται όμως για στοιχεία υποταγμένα ή απομονωμένα από τη γενικότερη προβληματική.. Έτσι, σχολιάζοντας τον Say και την παρατήρηση του ότι ο καταμερισμός τους εργασίας μειώνει την ικανότητα κάθε ανθρώπου θεωρούμενου ατομικά, εκτιμάει την παρατήρηση αυτή σαν «βήμα προόδου από μέρους του Say» 48. Επίσης αναφέρεται στον γάλλο πολωνό ιστορικό και οικονομολόγο Fryderyk Graf Skarbek που μιλάει για δυνάμεις που ενυπάρχουν στον άνθρωπο και δυνάμεις που πηγάζουν από την κοινωνία και σχολιάζει: «Ο Skarbek εκφράζει εδώ με αντικειμενική μορφή αυτό που εννοούν οι Smith. Say, Ricardo κλπ. όταν ορίζουν τον εγωισμό και το ατομικό συμφέρον σαν τη βάση της ανταλλαγής και την αγοραπωλησία σαν την ουσιαστική και επαρκή μορφή ανταλλαγής» 49. Πρόκειται για σκόρπιες και ασύνδετες σημειώσεις. Αξίζει ωστόσο μια παρατήρηση: στην επόμενη ακριβώς σελίδα (176) ο Μαρξ αναφέρεται και πάλι στην ίδια ακριβώς παρατήρηση του Skarbek. Την επαναλαμβάνει, με μια όμως διαφορά: αντί για «ατομικές δυνάμεις» και «δυνάμεις που πηγάζουν από την κοινωνία» μιλάει εδώ για «παραγωγικές ουσιαστικές δυνάμεις του ανθρώπου - ή παραγωγικές δυνάμεις». Εδώ ίσως έχουμε την πρώτη αναφορά του όρου αυτού από τον Μαρξ. Είναι χαρακτηριστική η επιρροή όχι μόνο του Skarbek αλλά και της χεγκελιανής φιλοσοφίας από την οποία προέρχεται η έννοια «ουσιαστικές δυνάμεις» (Wesenkräfte). Τα «Παρισινά Χειρόγραφα» έμεναν ατελείωτα, όταν τον Αύγουστο του 1844, ο Ένγκελς επισκέφθηκε τον Μαρξ και αποφάσισαν να στρέψουν τη φιλοσοφική πολεμική τους ενάντια στην ιδεαλιστική φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία που διαμορφώνονταν από τους κύκλους του Β. Bauer. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του 1844 συνέχισε να εργάζεται πάνω στα θέματα που είχε ήδη προγραμματίσει. Στον «Πρόλογο» των «Παρισινών Χειρογράφων» είχε σημειώσει ότι ένα από τα φυλλάδια θα αφορούσε την πολιτική του σύγχρονου κράτους. Τον Νοέμβρη σχεδίασε ένα πρώτο πλάνο για τη δουλειά αυτή. Ο Μαρξ είχε κάνει μια σειρά προκαταρτικών διαβασμάτων και σχεδίων από την εποχή που βρισκόταν στο Kreuznach, αλλά σε σχέση με το πλάνο του Νοέμβρη 1844 είχε προστεθεί ένα ακόμα στοιχείο, με τίτλο «Ψηφοφορία, η πάλη για τη κατάργηση του κράτους και της αστικής κοινωνίας», που, ουσιαστικά, επικεντρώνεται στο ζήτημα της υπέρβασης του Σελίδα 12 / 33

καπιταλιστικού κράτους. 6. «Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία». Την ίδια περίοδο που Μαρξ ασχολείται με την συγγραφή των «Χειρογράφων» ο Ένγκελς στο Barmen γράφει την «Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία». Το γράψιμο κρατάει από τον Σεπτέμβρη του 1844 μέχρι τον Μάη του 1845. Το κείμενο δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1845 στη Λειψία 50. Έργο νεανικού ενθουσιασμού, η «Η Κατάσταση...» δίνει πλήθος στοιχείων για τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργαζόμενων στην Αγγλία. Από αυτή την άποψη εντάσσεται σ' ένα ολόκληρο ρεύμα σχετικής φιλολογίας που άνθιζε την εποχή εκείνη και είχε σαν αντικείμενο της τα χαρακτηριστικά αυτού του απροσδόκητου παραπροϊόντος της βιομηχανικής επανάστασης: του προλεταριάτου. Η διαφορά είναι ότι ο Ένγκελς αναλαμβάνει αφενός την υπεράσπιση αυτής της τάξης απέναντι σε μια «εκστρατεία δυσφήμισης της και αφετέρου την απόδοση της εξαθλίωσης της (υλικής και ηθικής) όχι στην αμορφωσιά και τη «φυσική» της βαρβαρότητα, αλλά στην ίδια την ανάπτυξη του βιομηχανικού συστήματος. Από τις θεωρητικές ιδέες που διατρέχουν το κείμενο, 4 είναι κατά τη γνώμη μας οι θεμελιώδεις: 1) η εργατική τάξη σαν αναγκαία, σταθερή και δυνητικά αυτόνομη τάξη. 2) ο ανταγωνισμός σαν βασικός νόμος της οικονομίας. 3) οι οικονομικές κρίσεις σαν αναγκαίο και επιδεινούμενο αποτέλεσμα του ανταγωνισμού και του άναρχου χαρακτήρα της παραγωγής. 4) οι οικονομικές κρίσεις οξύνουν τον κοινωνικό πόλεμο και οδηγούν στην κατάργηση του ανταγωνισμού. Αναλυτικά για τα προλεταριάτο σαν τάξη αναφέρει: «(...) η νέα βιομηχανία απόχτησε σπουδαιότητα από την ημέρα που μεταμόρφωσε τα εργαλεία σε μηχανές, κι εξ αιτίας αυτού του γεγονότος μετάτρεψε τη μεσαία εργαζόμενη τάξη σε προλεταριάτο και τους άλλοτε εμπόρους σε βιομηχάνους» 51. Αν η βιομηχανική επανάσταση μαζί με τις μηχανές δημιούργησε και τον προλετάριο, η βιομηχανική ανάπτυξη μέσα από τον ανταγωνισμό, τον σταθεροποιεί και τον αναπαράγει σαν τέτοιο. «Σύγχρονα, όμως, η εξαφάνιση αυτής της χειροτεχνίας, η εκμηδένιση της μικροαστικής τάξης αφαίρεσαν απ' τον εργάτη κάθε δυνατότητα να γίνει οι ίδιος αστός. Ως τα τότε είχε πάντα την προοπτική να μπορέσει να εγκατασταθεί κάπου σαν αφεντικό και ίσως αργότερα να προσλάβει ομότεχνους τώρα όμως που οι ίδιοι οι μαστόροι εκτοπίζονται απ' τους βιομηχάνους, που η κίνηση μιας αυτόνομης επιχείρησης απαιτεί μεγάλα κεφάλαια, τώρα μονάχα το προλεταριάτο έγινε πραγματικά μια τάξη σταθερή του πληθυσμού, ενώ άλλοτε, συχνά δεν ήταν παρά ένας μεταβατικός σταθμός για να ανέβει κανένας στην αστική τάξη» 52. Αυτή η «σταθερότητα» αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση ιδιαίτερων ταξικών συμφερόντων για τους προλετάριους και για την ανάληψη αντίστοιχης δραστηριότητας. «Από τώρα και στο εξής όποιος γεννιόταν προλετάριος δεν είχε άλλη προοπτική από εκείνη του να μείνει σ' όλη του τη ζωή προλετάριος. Από τώρα λοιπόν και στο εξής για πρώτη φορά - το προλεταριάτο γινόταν ικανό ν' αναλάβει αυτόνομες δραστηριότητες»' Η ικανότητα αυτή όμως συναντά ένα μεγάλο εμπόδιο, προϊόν και αυτό της βιομηχανικής ανάπτυξης. Η Σελίδα 13 / 33