Θεσσαλονίκη, 19.05.2008 Οµιλία του Υφυπουργού Οικονοµίας και Οικονοµικών κ. Γιάννη Παπαθανασίου σε εκδήλωση στο Propeller Club στη Θεσσαλονίκη «Οι στόχοι και η στρατηγική της Κυβέρνησης για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας» Κυρίες και κύριοι, Θέλω να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση και την ευκαιρία που µου δίνετε να παρουσιάσω τους στόχους και τη στρατηγική της κυβέρνησης για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας. Από το περασµένο καλοκαίρι, η παγκόσµια οικονοµία δέχεται µια διπλή επίθεση. Η πρώτη επίθεση προήλθε από την παγκόσµια χρηµατοπιστωτική κρίση, η οποία έχει οδηγήσει την οικονοµία των ΗΠΑ και την ευρωζώνη σε φάση επιβράδυνσης. Η δεύτερη επίθεση προέρχεται από την εκτίναξη των τιµών των πρώτων υλών, των τροφίµων και των καυσίµων, η οποία έχει οδηγήσει σε επιτάχυνση του διεθνούς πληθωρισµού. Επίθεση η οποία πλήττει ιδιαίτερα τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώµατα. Η αντιµετώπιση του διεθνούς πληθωρισµού είναι για όλες τις χώρες της ευρωζώνης, αλλά και της παγκόσµιας κοινότητας, µια από τις µεγαλύτερες προκλήσεις στους επόµενους µήνες. Είναι αλήθεια, ότι κανείς δεν γνωρίζει αν οι δυσµενείς αυτές συνθήκες θα έχουν διάρκεια ή είναι συγκυριακές. Ωστόσο, καµία σοβαρή και υπεύθυνη κυβέρνηση δεν µπορεί να εφησυχάζει. Τα διεθνή οικονοµικά προβλήµατα είναι υπαρκτά και οφείλουµε να τα αντιµετωπίσουµε. Το κύριο ερώτηµα που µας αφορά επί του παρόντος, είναι τι συνέπειες έχει η διπλή αυτή επίθεση που αντιµετωπίζει η παγκόσµια οικονοµία για τη χώρα µας και για τους πολίτες. Επιπτώσεις ασφαλώς και υπάρχουν. Κανείς δε µένει ανεπηρέαστος από τέτοιου είδους γεγονότα. Από την άλλη όµως, η ελληνική οικονοµία, εξαιτίας των µεταρρυθµίσεων που προωθούµε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, εµφανίζεται περισσότερο ανθεκτική. Μπορεί και τα καταφέρνει καλύτερα. Και εξηγώ γιατί: Πρώτον, γιατί ο ρυθµός ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας, ακόµα και κάτω από το πρίσµα της διεθνούς επιβράδυνσης, αναµένεται να είναι διπλάσιος από το µέσο όρο της Ευρωζώνης. Σύµφωνα µε τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ρυθµός ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας προβλέπεται να διαµορφωθεί στο 3,4% και στο 3,3% αντίστοιχα, έναντι 1,7% και 1,5% για την ευρωζώνη. Πάντως, στο πρώτο τρίµηνο του 2008 η ελληνική οικονοµία έτρεχε µε 3,6%. εύτερον, γιατί η ανεργία αναµένεται να υποχωρήσει ακόµα περισσότερο εντός του 2008 και 2009. Το Φεβρουάριο φέτος η ανεργία ήταν στο 8%, από 9% το Φεβρουάριο του 2007 και 11% το Φεβρουάριο του 2004. Τρίτον, γιατί το δηµοσιονοµικό έλλειµµα, από 7,4% του ΑΕΠ το 2004, µειώθηκε κάτω από 3% το 2006 και το 2007. Και για το 2008 αναµένεται να µειωθεί, µε βάση τις εκτιµήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο 2% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, το δηµόσιο χρέος συνεχίζει να υποχωρεί χρόνο µε το χρόνο. Τέταρτον, γιατί παρά τη δηµοσιονοµική προσαρµογή, οι κοινωνικές µεταβιβάσεις αυξήθηκαν, από το 15,6% του ΑΕΠ το 2004, στο 17,3% το 2007 - ενώ προβλέπεται να αυξηθούν στο 17,9% του ΑΕΠ φέτος. Είναι µια αύξηση που αντιστοιχεί σε σχεδόν 5 δις ευρω. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Οι αυξήσεις στο ΕΚΑΣ και στις συντάξεις του ΟΓΑ είναι 18% και 19% αντίστοιχα για το 2008. Σηµαντικές αυξήσεις δίνονται για το κατώτατο επίδοµα ανεργίας. Μειώνονται οι φορολογικοί συντελεστές φυσικών προσώπων, ενώ αυξήθηκε σηµαντικά το αφορολόγητο ποσό. Και σχεδιάζουµε την περαιτέρω στήριξη των ασθενέστερων συµπολιτών µας, µε την ενεργοποίηση του Εθνικού Ταµείου για τη Κοινωνική Συνοχή, από το δεύτερο εξάµηνο του 2008. Πέµπτον, γιατί οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, από 24,4% το 2004 αυξήθηκε στο 25,7% το 2007. Αυτό ισοδυναµεί µε ποσό άνω των 3 δις ευρώ και αποτελεί την 3η καλύτερη επίδοση µεταξύ των 15 χωρών της ευρωζώνης. Με τον τρόπο αυτό πραγµατοποιούµε σηµαντικά βήµατα
προς την κατεύθυνση της σύγκλισης µε τους εταίρους µας. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρισκόταν το 2004 στο 81,3% του µέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Το 2007 έφθασε στο 88,8%, παρουσιάζοντας αύξηση 7,5 ποσοστιαίων µονάδων. Και η τάση αυτή θα συνεχισθεί και για τα επόµενα χρόνια. Τα στοιχεία που σας παρέθεσα επιβεβαιώνουν, ότι η ελληνική οικονοµία είναι στο σωστό δρόµο. Αποµένει όµως να διανύσουµε αρκετή απόσταση για να φθάσουµε το στόχο της πραγµατικής σύγκλισης µε τις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Και αυτό επιχειρούµε να κάνουµε µε τις µεταρρυθµίσεις που προωθούµε. Με τη φορολογική µεταρρύθµιση, διαµορφώνουµε ένα ανταγωνιστικό και δίκαιο φορολογικό σύστηµα. Η φορολογική επιβάρυνση στην οικονοµία - έµµεσοι φόροι, άµεσοι φόροι και πραγµατικές εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση - το 2007 αντιστοιχούσε στο 32% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα µαζί µε την Ιρλανδία απολαµβάνουν την χαµηλότερη φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ευρωζώνη, που έχει µέσο όρο 40,4%. Και στην Ελλάδα δεν φορολογούνται τα µερίσµατα, ακριβώς γιατί θέλουµε να ενισχύσουµε τις εγχώριες επενδύσεις και επιπλέον να προσελκύσουµε σηµαντικές ξένες επενδύσεις. Με τον Επενδυτικό Νόµο δίνουµε ιδιαίτερη έµφαση στην αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτηµάτων της χώρας µας και ενισχύουµε ουσιαστικά την ανάπτυξη της Περιφέρειας. Συνολικά, στο πλαίσιο της πρώτης και δεύτερης φάσης του Επενδυτικού Νόµου, έχουν εγκριθεί πάνω από 4.200 επενδυτικά σχέδια ύψους 9,400 δισ ευρώ. Τα σχέδια αυτά δηµιουργούν 22.500 άµεσες θέσεις εργασίας και πολύ περισσότερες έµµεσες. Με τις Συµπράξεις ηµόσιου και Ιδιωτικού Τοµέα κατασκευάζουµε κοινωνικές υποδοµές, όπως σχολεία, νοσοκοµεία, δικαστήρια, πανεπιστηµιακά κτίρια και άλλα, µε τρόπο ταχύτερο, οικονοµικότερο και πιο ποιοτικό. Μέχρι σήµερα έχουν εγκριθεί 34 έργα µε συνολικό προϋπολογισµό 4 δις ευρώ. Με την εξυγίανση των δοµών του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, υπερδιπλασιάσαµε το ρυθµό απορρόφησης των κοινοτικών πόρων και ολοκληρώσαµε υποδοµές που τροφοδοτούν την ανάπτυξη και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των συµπολιτών µας. Παράλληλα, µε το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς για την περίοδο 2008-2013, το οποίο ξεκινά από φέτος, σχεδιάζουµε να αξιοποιήσουµε κοινοτικούς, εθνικούς και ιδιωτικούς πόρους που φθάνουν συνολικά τα 40 δις ευρώ. Και το σηµαντικότερο είναι, ότι το 82% των πόρων αυτών θα επενδυθούν στην περιφέρεια της χώρας. Με τη Ψηφιακή Στρατηγική προχωρούµε στην τεχνολογική αναβάθµιση της χώρας και προωθούµε την ευρυζωνικότητα µε ταχείς ρυθµούς. Η ευρυζωνικότητα από το 0,1% που ήταν το 2004, σήµερα έχει ξεπεράσει το 10%. Σε διάστηµα τεσσάρων ετών έχουµε υπερβεί τους αρχικούς µας στόχους και θέτουµε ακόµη πιο ψηλά τον πήχη για τα επόµενα χρόνια. Με την πολιτική µας για την προώθηση των εξαγωγών επιδιώξαµε και καταφέραµε να ανοίξουµε νέες αγορές. Πετύχαµε να προβάλλουµε αποτελεσµατικά τα προϊόντα µας και να ενισχύσουµε τη θέση τους, τόσο σε παλαιές, όσο και σε νέες αγορές. Ενθαρρύνουµε την εξωστρέφεια και στηρίζουµε δυναµικά τις εξαγωγικές επιχειρήσεις της χώρας µας. Με τις διεθνείς ενεργειακές συµφωνίες και την κατασκευή αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, εξασφαλίζουµε ενέργεια από περισσότερες εναλλακτικές πηγές και ενισχύουµε το γεωπολιτικό ρόλο της πατρίδας µας. Με την κατασκευή των «ρόµων Ανάπτυξης» τριπλασιάζουµε τους µεγάλους εθνικούς αυτοκινητόδροµους, µειώνουµε τις αποστάσεις και δηµιουργούµε νέες προοπτικές ανάπτυξης σε όλη τη χώρα. Με την εφαρµογή, για πρώτη φορά, Επιχειρησιακού Προγράµµατος για τη ιοικητική Μεταρρύθµιση, µε αιχµή την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ενισχύουµε τη διαφάνεια και περιορίζουµε δραστικά την γραφειοκρατία. Με τη βελτίωση της νοµοθεσίας, την ολοκλήρωση του Γενικού Εµπορικού Μητρώου και τη δηµιουργία «υπηρεσιών µιας στάσης», ενισχύουµε την επιχειρηµατικότητα.
Με τη θεσµοθέτηση του Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου και µε τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια για τον Τουρισµό, τη Βιοµηχανία, τις Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας, δηµιουργείται ένας εθνικός χάρτης για τις χρήσεις γης, έτσι ώστε να ξέρει κάθε ενδιαφερόµενος που µπορεί να επενδύσει, χωρίς κοστοβόρες εµπλοκές και καθυστερήσεις. Με την ανάπτυξη στρατηγικών συµµαχιών στις ΕΚΟ, στα αεροδρόµια και στα λιµάνια της χώρας, θέτουµε στέρεες και υγιείς βάσεις για τη µετεξέλιξη της χώρας µας σε ισχυρό διαµετακοµιστικό, εµπορικό και οικονοµικό κέντρο στην ευρύτερη περιοχή µας. Και θέλω σε αυτό το σηµείο να σταθώ λίγο περισσότερο. Στο νέο παγκόσµιο οικονοµικό χάρτη θα µπορέσουν να επιβιώσουν και να ενισχύσουν την θέση τους µόνο εκείνες οι χώρες, οι οποίες θα ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις τους να συνάψουν συµµαχίες και να κερδίσουν έτσι τη µάχη του ανταγωνισµού. Όσες και όσοι επιλέγουν το δρόµο της µοναξιάς, στο τέλος θα δουν τις επιχειρήσεις και τις περιουσίες τους να απαξιώνονται. Μη ψάχνετε σε άλλες χώρες τέτοια παραδείγµατα. Τη δεκαετία του '90 και ενόψει της απελευθέρωσης των αεροµεταφορών, αναδείξαµε την ανάγκη αποκρατικοποίησης της Ολυµπιακής Αεροπορίας και σύναψης στρατηγικών συµµαχιών. Οι κυβερνήσεις της εποχής επέµεναν στο κρατικό µοντέλο ανάπτυξης της εταιρείας. Το που οδήγησε αυτή η στρατηγική το ξέρουµε όλοι µας. Οδήγησε στο να προσπαθούν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ να αποκρατικοποιήσουν την Ολυµπιακή Αεροπορία και να µην εµφανίζεται ούτε ένας σοβαρός και αξιόπιστος επενδυτής. Οδήγησε στο να πληρώνουν οι Έλληνες τα ελλείµµατα και τα χρέη της Ολυµπιακής και τελικά να επιλέγουν να ταξιδεύουν µε άλλες αεροπορικές εταιρείες και εντός και εκτός Ελλάδας. Αυτό λοιπόν το µοντέλο θέλουν ορισµένοι να ακολουθήσουµε και για τις άλλες κρατικές επιχειρήσεις; Τι άλλο πρέπει να µας συµβεί για να βάλουµε επιτέλους µυαλό; Η σηµερινή κυβέρνηση προχώρησε σε στρατηγική συµµαχία για τον ΟΤΕ, µε έναν από τους µεγαλύτερους τηλεπικοινωνιακούς οργανισµούς της Ευρώπης. Η συµµαχία αυτή δεν έγινε για να εξασφαλίσουµε περισσότερα δηµόσια έσοδα. Αυτό το έκαναν οι προηγούµενες κυβερνήσεις, οι οποίες πούλησαν το 66% των µετοχών. Η συµµαχία έγινε για να θωρακίσουµε τον ΟΤΕ από οποιαδήποτε επιθετική εξαγορά και να καταστήσουµε την εταιρεία ικανή να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο στην εγχώρια και ευρύτερη αγορά τηλεπικοινωνιών. ιασφαλίσαµε την απαραίτητη τεχνολογία και τεχνογνωσία που χρειάζεται ο ΟΤΕ για να προσφέρει καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες στους πολίτες. Παράλληλα διασφαλίσαµε το δικαίωµα βέτο για θέµατα εθνικής ασφάλειας και στρατηγικής της εταιρείας. Συµπερασµατικά στο αφελές ερώτηµα της αντιπολίτευσης γιατί κάνουµε αυτή τη στρατηγική συµµαχία απαντώ διότι αν δεν τη κάναµε τώρα πολύ σύντοµα ο Ο.Τ.Ε. θα ακολουθούσε το δρόµο της Ολυµπιακής. Επίσης, µε ανοιχτές και διαφανείς διαδικασίες, η κυβέρνηση έχει καταφέρει µέχρι σήµερα να προσελκύσει το επενδυτικό ενδιαφέρον στα Λιµάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Και µάλιστα από εταιρείες, οι οποίες είναι στο νούµερο 1 και 5 της παγκόσµιας αγοράς. Αυτούς λοιπόν τους σοβαρούς επενδυτές, που είναι πρωταθλητές στην παγκόσµια αγορά και θα οδηγήσουν και τις ελληνικές επιχειρήσεις στον πρωταθλητισµό, µερικοί θέλουν να τις διώξουν και να τις απειλήσουν. Μπορούν αυτές οι δυνάµεις, µε αυτές τις αντιλήψεις, να οδηγήσουν τη χώρα στο µέλλον; Να προσελκύσουν επενδύσεις, που θα δηµιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και νέα εισοδήµατα; Ασφαλώς και δεν µπορούν. Και αυτό οι πολίτες το καταλαβαίνουν. Αρκετός λόγος γίνεται τελευταία για το νέο κύµα ακρίβειας που σαρώνει την ελληνική αγορά. Θέλω να σας θυµίσω, ότι µέχρι το περασµένο καλοκαίρι, ο πληθωρισµός είχε µειωθεί στο χαµηλότερο σηµείο των τελευταίων έξι ετών. Στο 2,5%. Μετά το καλοκαίρι, εξαιτίας της ανόδου των διεθνών τιµών πετρελαίου, πρώτων υλών και τροφίµων, ένα παγκόσµιο κύµα ακρίβειας σαρώνει όλες τις χώρες. Πόσα χρόνια άραγε είχε η Γερµανία να δει πληθωρισµό 3,3%. Η Σουηδία 3,2%; Η Γαλλία 3,4%; Και η Ισπανία 4,5%; Το πρόβληµα όµως παραµένει. Υπάρχει ακρίβεια και αυτή πρέπει και οφείλουµε να την αντιµετωπίσουµε. Αρκεί όµως να ξέρουµε το πώς.
Πολλοί υποστηρίζουν, ότι το πρόβληµα της ακρίβειας µπορεί να επιλυθεί, είτε µε περισσότερους ελέγχους στην αγορά, είτε µε συµφωνίες κυρίων. Ασφαλώς και χρειάζονται περισσότεροι έλεγχοι στην αγορά. Μόνο που οι έλεγχοι δεν αφορούν τις τιµές, αλλά την ποιότητα, τη σήµανση των προϊόντων και την προστασία του καταναλωτή. Έλεγχοι για τις τιµές γίνονται σε έναν πολύ περιορισµένο αριθµό προϊόντων, στα οποία οι τιµές δεν είναι ελεύθερες. Σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης οι τιµές διαµορφώνονται ελεύθερα. Γι' αυτό και σε όλες αυτές τις χώρες, για να µειώσουν τις τιµές, δεν κάνουν κοστολογικούς ελέγχους που δεν έχουν καµία ουσιαστική αξία σε µια ελεύθερη αγορά, ούτε και συµφωνίες κυρίων, αλλά φροντίζουν να διαµορφώσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις: ανοίγουν τις αγορές στον ανταγωνισµό, διευρύνουν το ωράριο λειτουργίας των καταστηµάτων δίνοντας έτσι τον απαιτούµενο χρόνο στους καταναλωτές να κάνουν µε άνεση την αναγκαία έρευνα αγοράς, συνδέουν τις αυξήσεις µε την αύξηση της παραγωγικότητας, αποκρατικοποιούν και εκσυγχρονίζουν τις επιχειρήσεις τους. ιαθέτουν λιµάνια που εξυπηρετούν τις εισαγωγές και τις εξαγωγές µε φθηνό κόστος και ταχύτητα, ανοίγουν τα κλειστά επαγγέλµατα, µειώνουν τους φόρους στις επιχειρήσεις, περιορίζουν τη γραφειοκρατία και το µη κοστολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Παράλληλα τιµωρούν αυστηρά όσες επιχειρήσεις παραβιάζουν τους νόµους του ανταγωνισµού. Ταυτόχρονα όµως, έχουν καλλιεργήσει στους πολίτες τους καταναλωτική κουλτούρα και συνείδηση, µε αποτέλεσµα όχι µόνο ο κάθε καταναλωτής από µόνος µε της συµπεριφορά του να τιµωρεί όσους παραβιάζουν τη νοµοθεσία και τα συµφέροντά του, αλλά και έχουν δηµιουργηθεί ισχυρές καταναλωτικές οργανώσεις, οι οποίες, όταν εντοπίζουν µεγάλες και αδικαιολόγητες αυξήσεις σε ορισµένα προϊόντα, καλούν τους καταναλωτές να περιορίσουν την κατανάλωση στα συγκεκριµένα αυτά προϊόντα, για να πιέσουν τις επιχειρήσεις να αναθεωρήσουν την τιµολογιακή τους πολιτική. Αυτά κάνουν στην Ευρώπη, που ακούµε να χρησιµοποιούν ως παράδειγµα, για δείξουν ότι οι τιµές σε ορισµένα είδη είναι χαµηλότερες από την Ελλάδα. Αν θέλουµε να συγκλίνουν οι τιµές στη χώρα µας µε τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, τότε θα πρέπει να υιοθετήσουµε και τις αντίστοιχες πολιτικές, µε τις οποίες οι χώρες αυτές κατάφεραν να φθάσουν σε αυτά τα θετικά αποτελέσµατα. Αλλά το να επικαλούµαστε τα αποτελέσµατα της πολιτικής τους κατά της ακρίβειας και ταυτόχρονα να αρνούµαστε να υιοθετήσουµε τις πολιτικές µε τις οποίες τα πέτυχαν, θεωρώ ότι αποτελεί απόδειξη της έλλειψης σοβαρότητας που χαρακτηρίζει τον πολιτικό διάλογο στην πατρίδα µας. Σε όλα τα προβλήµατα που αντιµετωπίζει η διεθνής κοινότητα υπάρχουν απαντήσεις. Αρκεί να υπάρχει ειλικρίνεια, σοβαρότητα, επιχειρήµατα και πολιτική βούληση για αλλαγές και µεταρρυθµίσεις. Πριν µερικά χρόνια κανείς δεν πίστευε ότι υπάρχει επόµενη µέρα για την ελληνική οικονοµία µετά τους Ολυµπιακούς Αγώνες. Τελικά αποδείχθηκε ότι υπάρχει επόµενη µέρα πολύ καλύτερη. Σήµερα βλέπουµε την ελληνική οικονοµία να αναπτύσσεται µε διπλάσιο ρυθµό από τον αντίστοιχο µέσο όρο ανάπτυξης των χωρών της ευρωζώνης. Και το πιο σηµαντικό, βλέπουµε στην ανάπτυξη αυτή να συµµετέχουν µε ισχυρό ποσοστό οι επενδύσεις, ο τουρισµός, οι εξαγωγές. Και όχι µόνο ο κατασκευαστικός κλάδος. Σήµερα πολλοί πιστεύουν ότι δεν υπάρχει επόµενη µέρα για την ανταγωνιστικότητα και την ακρίβεια. Κάνουν και πάλι λάθος. Ασφαλώς και υπάρχει πολύ καλύτερη επόµενη µέρα, αρκεί να συνεχίσουµε στο δρόµο των αλλαγών και των µεταρρυθµίσεων, µε ακόµα µεγαλύτερο πάθος, αποφασιστικότητα και ταχύτητα. Σήµερα κάποιοι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση θα κάνει πίσω και δεν θα ολοκληρώσει τις µεταρρυθµίσεις για τις οποίες µας ψήφισε ο Ελληνικός λαός. Κάνουν λάθος. Το βέβαιο είναι, ότι αν θέλουµε να κερδίσουµε το µέλλον, θα πρέπει να εγκαταλείψουµε τις αποτυχηµένες συνταγές του παρελθόντος και να προχωρήσουµε µε ακόµη πιο γρήγορους ρυθµούς στις απαιτούµενες αλλαγές τόσο στο οικονοµικό όσο και στο κοινωνικό περιβάλλον της χώρας µας. Και να είστε βέβαιοι ότι αυτό κάνουµε
Σας ευχαριστώ. 2008 Υπουργείο Οικονοµίας και Οικονοµικών