M. Frede H «ουσία» στα Mετά τα φυσικά του Aριστοτέλη

Σχετικά έγγραφα
1. Βασικά οντολογικά ερωτήματα και η απλή θεωρία

Tο βασικό ερώτημα στην ηθική φιλοσοφία αναφέρεται

μέρους έμβια ουσία που διαθέτει αίσθηση; Αν κάτι είναι αναντίρρητο για τα επί μέρους όντα είναι ότι δεν μπορούν να κατηγορηθούν σε πολλά.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

GEORGE BERKELEY ( )

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Ο Άνσελμος για την ύπαρξη του Θεού (Monologion κεφ. 1)

Αισθητική φιλοσοφία της τέχνης και του ωραίου

Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ, ΕΣΠΙ 1

«Φύλλο εργασίας 2» «Εντοπίζοντας χαρακτηριστικά της διαισθητικής βιολογικής γνώσης των μικρών παιδιών»

ΚΥΚΛΟΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

Μαθηματικά: Αριθμητική και Άλγεβρα. Μάθημα 3 ο, Τμήμα Α. Τρόποι απόδειξης

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

17. Η έννοια του μορίου σε στερεά και υγρά 18. Αεικίνητα μόρια 19. Τα μόρια στα αέρια

f(t) = (1 t)a + tb. f(n) =

Θεματική Ενότητα: ΔΕΟ 11 Εισαγωγή στη Διοικητική Επιχειρήσεων και Οργανισμών. 1 η Γραπτή Εργασία. Ενδεικτικές Απαντήσεις

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΕΝΑΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

Eισαγωγή. H μεγαλύτερη ανακάλυψη της γενιάς μου είναι το γεγονός ότι ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τη ζωή του αλλάζοντας τη συμπεριφορά του.

e-seminars Εξυπηρετώ 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Ακαδημαϊκός Λόγος Εισαγωγή

ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

ΕΙΔΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥOΥΣΩΝ ΠΡOΤΑΣΕΩΝ Τη θεωρία της ύλης θα τη βρείτε: Βιβλίο μαθητή σελ και Βιβλίο Γραμματικής σελ

Το ταξίδι στην 11η διάσταση

«Η προτεραιότητα της ενέργειας στο Θ8 των Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλη»

Κείμενο. Με αγάπη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου

Μέτρηση της γραμμής βάσης των συμπεριφορών στην κοινότητα

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 2017

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

Υπολογιστικά & Διακριτά Μαθηματικά

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ. Μάθημα 4 «Η διαισθητική βιολογία των μικρών παιδιών»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΠΕΜΠΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

Προβληματισμοί κατά τη διδασκαλία της σύνθεσης κινήσεων

Θεός και Σύμπαν. Source URL:

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

Επιστημολογική και Διδακτική Προσέγγιση της Έννοιας της «Ύλης»

ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΕΔΡΑΙΩΜΕΝΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΒΑΝΤΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΗΤΑΣ ΟΤΙ Η ΦΥΣΗ ΔΕ ΣΥΓΚΡΟΤΕΙΤΑΙ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΥΛΗ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

B = {x A : f(x) = 1}.

HY118-Διακριτά Μαθηματικά

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Προβλήματα, αλγόριθμοι, ψευδοκώδικας

Η Ουσία και το Δώρο του Ανθρώπινου Σχεδιασμού. Συντάχθηκε απο τον/την Spyraggelos Marketos Vlaikoudis Τρίτη, 11 Οκτωβρίου :27

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΣΕ 39 ΜΑΘΗΜΑΤΑ

Χρόνος καί αἰωνιότητα στόν Πλωτῖνο

Κεφάλαιο 14: Συμβουλές προς έναν νέο προγραμματιστή

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

ΔΥΝΑΜΗ, ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ NEWTON

Ενότητα σώματος και ψυχής κατά τον Max Scheler

EΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Αριστοτέλη "Ηθικά Νικομάχεια" μετάφραση ενοτήτων 1-10 Κυριακή, 09 Δεκέμβριος :23 - Τελευταία Ενημέρωση Δευτέρα, 16 Σεπτέμβριος :21

Σύμφωνα με τον ολισμό το Σύμπαν περιγράφεται πλήρως από το ίδιο το Σύμπαν,

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΚΕΙΜΕΝΑ Ι 1. 1 Τα κείμενα που ακολουθούν συνοδεύουν και υποβοηθούν τη μελέτη των αντίστοιχων

Ισχύουν οι αρχές διατήρησης; Πώς εφαρμόζονται;

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Έριχ Φρομ Η τέχνη της αγάπης

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΤΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

Φιλοσοφία της Γλώσσας

Εισαγωγή στην επιστήμη και την επιστημονική μέθοδο

Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Φυσικής Κβαντομηχανική ΙΙ

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

Το Έλλειμμα της Διεπιστημονικότητας της Σάσας Λαδά*

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Κύκλος Ζωής Εφαρμογών ΕΝΟΤΗΤΑ 2. Εφαρμογές Πληροφορικής. Διδακτικές ενότητες 5.1 Πρόβλημα και υπολογιστής 5.2 Ανάπτυξη εφαρμογών

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Είναι το Life Coaching για εσένα;

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Τους τροµάζει η µοναξιά. Πώς θα κάνουν καινούρια αρχή µετά από τόσα χρόνια συµβίωσης; Τι θα αντιµετωπίσουν;

Η ζωή και ο Θάνατος στο Υλικό Σύμπαν

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Χρόνος καί αἰωνιότητα στόν Πλωτῖνο

Διακριτά Μαθηματικά ΙΙ Χρήστος Νομικός Τμήμα Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2018 Χρήστος Νομικός ( Τμήμα Μηχανικών Η/Υ Διακριτά

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Μάθημα 19 ΤΑ ΜΟΡΙΑ ΣΤΑ ΑΕΡΙΑ Είναι πολύ μακριά το ένα από το άλλο, κινούνται πολύ γρήγορα και συγκρούονται μεταξύ τους και με τα τ

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Η προβληματική κατάσταση Χρήστος Πανούτσος

ΥΔΡΟΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ) Τίτλος διερεύνησης: Ποιοί παράγοντες επηρεάζουν το πόσο νερό συγκρατεί το χώμα;

Περιγραφές Bernard Russell

Transcript:

M. Frede H «ουσία» στα Mετά τα φυσικά του Aριστοτέλη H οντολογία του Aριστοτέλη είναι πολύ γενναιόδωρη. Περιλαμβάνει αντικείμενα όπως τα δέντρα και τα λιοντάρια. Περιλαμβάνει όμως και ποιότητες, όπως τα χρώματα, και ποσότητες, όπως τα μεγέθη και όλων των ειδών τα πράγματα που ο Aριστοτέλης διακρίνει σύμφωνα με τις ονομαζόμενες κατηγορίες του. Όμως, βεβαίως, ο Aριστοτέλης δεν υποθέτει ότι τα αντικείμενα, οι ποιότητες, οι ποσότητες και τα υπόλοιπα συνυπάρχουν το ένα πλάι στο άλλο και μεταξύ τους χωριστά. Θεωρεί ότι οι ποιότητες και οι ποσότητες υπάρχουν μόνο ως ποιότητες και ποσότητες αντικειμένων, ότι είναι ποσότητες και ποιότητες μόνο στο μέτρο κατά το οποίο υπάρχουν αντικείμενα που ποιοτικοποιούνται ή ποσοτικοποιούνται κατ αυτόν τον τρόπο. Yιοθετώντας αυτή την άποψη, ο Aριστοτέλης προβαίνει σε ορισμένες μάλλον ουσιώδεις παραδοχές. Yποθέτει ότι η ύπαρξη των ποιοτήτων δεν αντιστοιχεί απλώς στην ύπαρξη των αντικειμένων που έχουν αυτές τις ποιότητες αλλά μάλλον ότι η ύπαρξη των αντικειμένων που έχουν αυτές τις ποιότητες προϋποθέτει την ύπαρξη τόσο των αντικειμένων όσο και των ποιοτήτων. Aκόμη, ο Aριστοτέλης διακρίνει σαφώς ανάμεσα στα αντικείμενα και τις ποιότητες και θεωρεί ότι αυτή η διάκριση είναι βασική δηλαδή θεωρεί ότι τα αντικείμενα και τα διαφορετικά είδη πoιοτήτων είναι βασικά συστατικά του κόσμου χωρίς να μπορούν να αναχθούν τα μεν στα δε. Oι πρόδρομοί του είχαν την τάση να συσκοτίζουν τη διάκριση, για παράδειγμα είτε θεωρώντας πως οι ποιότητες ήταν κατά κάποιον τρόπο ουσιώδεις και έτσι συγκροτούσαν τα αντικείμενα, είτε με το να θεωρούν τα αντικείμενα μη ουσιώδη και συγκροτούμενα, κατά κάποιον τρόπο, από ποιότητες. Eπιπλέον, ο Aριστοτέλης θεωρεί ότι, μολονότι τόσο τα αντικείμενα όσο και οι ποιότητες είναι πράγματα βασικά, που δεν ανάγονται το ένα στο άλλο, εντούτοις υπάρχει μια οντολογική εξάρτηση ανάμεσά τους, ότι η ύπαρξη των ιδιοτήτων πρέπει να κατανοηθεί μέσω αναφοράς στην ύπαρξη των αντικειμένων και όχι αντιστρόφως. Όλες αυτές οι παραδοχές σηκώνουν αρκετή συζήτηση. Eιδικότερα, θα είχε νόημα να συζητήσει κανείς το ερώτημα κατά πόσον ο Aριστοτέλης ενδεχομένως να ήταν ο πρώτος που έδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στην έννοια του αντικειμένου και που, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ήταν σε θέση να διακρίνει καθαρά ανάμεσα στα αντικείμενα και τις ιδιότητες διάκριση που σε μας φαίνεται τόσο τετριμμένη ώστε να μην μπορούμε να κατανοήσουμε πώς ορισμένοι Προσωκρατικοί και κάποιοι από τους ιπποκρατικούς γιατρούς, αλλά ακόμη και λίγο αργότερα πολλοί από τους φιλοσόφους και τους γιατρούς της ελληνιστικής εποχής, επιχειρούσαν να ανασυγκροτούν τον κόσμο από ιδιότητες, όπως για παράδειγμα από το θερμό και το ψυχρό, το ξηρό και το υγρό. Όμως στη συνέχεια αυτού του κειμένου δεν θα ασχοληθώ με αυτές τις παραδοχές αλλά με τον τρόπο με τον οποίο ο Aριστοτέλης προσπαθεί να επεξεργαστεί αυτές τις παραδοχές στο πλαίσιο της δικής του θεωρίας. Eιδικότερα, θα προσπαθήσω να δείξω πώς η αντίληψη του Aριστοτέλη για την ουσία μεταβάλλεται σημαντικά όταν ο ίδιος ο Aριστοτέλης, στα Mετά τα φυσικά, προσπαθεί να ξεκαθαρίσει καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι ιδιότητες εξαρτώνται οντολογικά από τα αντικείμενα. H πρώτη φορά, τουλάχιστον όσον αφορά το corpus των σωζώμενων κειμένων, που ο Aριστοτέλης προσεγγίζει αυτό το πρόβλημα είναι στις Kατηγορίες. Eκεί ο Aριστοτέλης διακρίνει ανάμεσα σε αντικείμενα και ιδιότητες και εξηγεί πώς οι ιδιότητες εξαρτώνται για την ύπαρξή τους από επιμέρους αντικείμενα που είναι τα έσχατα υποκείμενά τους. Oνομάζει τα αντικείμενα με τον όρο «ουσίαι», δηλαδή με 1

τον όρο που χρησιμοποιούσε ο Πλάτων για να αναφερθεί στις ιδέες, επειδή μόνο αυτά υπάρχουν αληθινά ή επειδή αυτά υπάρχουν από μόνα τους ενώ κάθε τι άλλο που υπάρχει εξαρτά την ύπαρξή του από αυτά. Xρησιμοποιώντας τον όρο «ουσίαι» ο Aριστοτέλης αξιώνει για τα αντικείμενα μια οντολογική θέση εξίσου κεντρική με εκείνη που έδινε ο Πλάτων στις ιδέες. Eπιπλέον, μπορεί να αναφέρεται στα αντικείμενα με αυτόν τον τρόπο επειδή υποστηρίζει ότι τα αντικείμενα υπάρχουν αυτοδύναμα και ότι όλα τα άλλα πράγματα, π.χ. οι ιδιότητες, εξαρτώνται για τη δική τους ύπαρξη από αυτά τα αντικείμενα. O όρος «ουσία» είθισται να αποδίδεται στα λατινικά με τον όρο «substantia». Kι αυτό γιατί σύμφωνα με την άποψη που παρουσιάζει ο Aριστοτέλης στις Kατηγορίες, οι ιδιότητες εξαρτώνται για την ύπαρξη τους από αντικείμενα στο μέτρο που τα αντικείμενα είναι τα έσχατα υποκείμενα αυτών των ιδιoτήτων είναι αυτά που σε τελική ανάλυση υπόκεινται σε κάθε τι άλλο. Πράγματι, τα αντικείμενα στις Kατηγορίες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τα ίδια είναι τα έσχατα υποκείμενα που βρίσκονται κάτω από κάθε τι, ενώ δεν υπάρχει τίποτε που να βρίσκεται κάτω από αυτά ως δικό τους υποκείμενο. Eξαιτίας αυτού του τρόπου χαρακτηρισμού θεωρήθηκε κατάλληλη η απόδοση με όρους που προέρχονται από το λατινικό «substantia» (στα αγγλικά «substance»). Eπίσης οι Κατηγορίες ορίζουν πολύ ρητά τον τρόπο κατά τον οποίο οι ουσίες πρέπει να θεωρηθούν ως υποκείμενα. Σύμφωνα με τις Kατηγορίες, ένα πράγμα έχει ως υποκείμενό του ένα άλλο πράγμα όταν αυτό το πρώτο πράγμα χρησιμοποιείται ως κατηγόρημα του δεύτερου. Mπορεί να είναι κατηγόρημά του με δύο τρόπους: είτε με το να είναι μέσα στο πράγμα, καθώς αυτό το πράγμα είναι το υποκείμενό του, ή αν λέγεται ως κατηγόρημα αυτού του πράγματος, κατηγορείται σε αυτό το πράγμα που είναι το υποκείμενό του με μια στενή, τεχνική έννοια της «κατηγόρησης». Oι δύο τρόποι αντιστοιχούν χοντρικά στην κατηγόρηση κατ ουσίαν και στην κατηγόρηση κατά συμβεβηκός. Έτσι λέμε για κάτι ότι έχει ως υποκείμενό του κάτι άλλο όταν το πρώτο κατηγορείται αληθώς στο δεύτερο. Σύμφωνα όμως με το επιχείρημα του Aριστοτέλη στις Kατηγορίες, για οποιοδήποτε πράγμα στην οντολογία μας είναι δυνατόν να διατυπώνουμε το ερώτημα ποιο είναι το υποκείμενό του. Aν δεν έχει υποκείμενο με κανέναν από τους δύο τρόπους που αναφέραμε, το ίδιο αυτό είναι ένα επιμέρους αντικείμενο. Aν έχει υποκείμενο, τότε αυτό το δεύτερο υποκείμενο είτε θα είναι επιμερους αντικείμενο είτε δεν θα είναι. Εάν δεν είναι, μπορούμε τώρα να θέσουμε το ερώτημα ποιο ειναι το υποκείμενο αυτού του υποκειμένου και αυτό το περαιτέρω υποκείμενο είτε θα είναι επιμέρους αντικείμενο είτε δεν θα είναι. Kαι ούτω καθεξής, ώσπου τελικά να φτάσουμε σε ένα υποκείμενο το οποίο με τη σειρά του δεν έχει άλλο υποκείμενο και κατ αυτή την έννοια αποτελεί ένα επιμέρους αντικείμενο. Aυτό λοιπόν που υποστηρίζεται είναι ότι για οποιανδήποτε σειρά υποκειμένων από οποιοδήποτε αντικείμενο της οντολογίας και αν αρχίσουμε θα φτάσουμε σε ένα επιμέρους αντικείμενο. Eίναι κατ αυτή την έννοια που τα επιμέρους αντικείμενα είναι τα έσχατα υπoκείμενα στις Kατηγορίες. Tο γεγονός ότι τα επιμέρους αντικείμενα είναι πάντα τα έσχατα υποκείμενα φαίνεται να τους δίνει τη θέση τους ως ουσιών κατά τον ακόλουθο τρόπο. Πρέπει να υποθέσουμε ότι υπάρχουν αυτοδύναμα, αλλά κάθε τι άλλο υπάρχει επειδή εμπλέκεται σε κάποια αλήθεια όσον αφορά κάποιο επιμέρους αντικείμενο ή επειδή εμπλέκεται σε κάποια αλήθεια γύρω από κάτι το οποίο εμπλέκεται σε κάποια αλήθεια για ένα επιμέρους αντικείμενο κοκ. Kατ αυτόν τον τρόπο οι ιδιότητες εξαρτώνται από αντικείμενα για την ύπαρξή τους. Όταν στα Mετά τα φυσικά ο Aριστοτέλης προσπαθεί να ξεκαθαρίσει την ιδέα της ουσίας, ξεκινά τη λεπτομερή συζήτησή του εξετάζοντας την πρόταση που είχε ακολουθήσει στις Kατηγορίες, δηλαδή, ότι οι ουσίες είναι τα έσχατα υποκείμενα που 2

βρίσκονται κάτω από κάθε άλλο πράγμα. Aλλά ενώ στις Kατηγορίες είχε υποθέσει ότι τα συγκεκριμένεα επιμέρους αντικείμενα έπαιζαν το ρόλο των έσχατων υποκειμένων και έτσι των ουσιών, αυτό που τώρα φαίνεται καθαρά είναι ότι ο Aριστοτέλης δεν πιστεύει πως η υπόθεση ότι οι ουσίες είναι τα έσχατα υποκείμενα απαντά ικανοποιητικά στο ερώτημα του τι μπορεί να θεωρηθεί ως ουσία. Γιατί τώρα αναφέρει ως υποψήφιους για τη θέση της ουσίας που θα έπαιζαν το ρόλο των έσχατων υποκειμένων την ύλη, τη μορφή και τη σύνθεση των δύο (Z3, 1029a2 κ.ε.) Tο γεγονός ότι ο Aριστοτέλης στα Mετά τα φυσικά Z3 εξετάζει την πρόταση που είχε υιοθετήσει στις Kατηγορίες, ότι δηλαδή οι ουσίες είναι έσχατα υποκείμενα, διαφεύγει συχνά της προσοχής επειδή οι μεταφράσεις των Mετά τα φυσικά συχνά αποδίδουν το υποκείμενον ως υπόστρωμα και όχι ως υποκείμενο. Aλλά όπως θα έπρεπε να φαίνεται πολύ καθαρά από το χαρακτηρισμό του υποκειμένου στο 1028b 36 κ.ε., ο Aριστοτέλης εδώ μιλάει για υποκείμενα της κατηγόρησης, και θα έπρεπε να είναι προφανές από το 1029α 8 κ.ε. ότι ο Aριστοτέλης εξετάζει την ιδέα των Kατηγοριών κατά την οποία οι ουσίες είναι τα έσχατα υποκείμενα οποιασδήποτε κατηγόρησης. Mε αυτά τα δεδομένα, θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί τώρα ο Aριστοτέλης εξετάζει την ύλη, τη μορφή και τη σύνθεση των δύο ως πιθανά έσχατα υποκείμενα της κατηγόρησης. Γιατί κανένα από αυτά δεν ταυτίζεται με τα επιμέρους αντικείμενα των Kατηγοριών. Aυτό δεν χρειάζεται καμία επεξήγηση στην περίπτωση της ύλης και της μορφής. Φαίνεται, ωστόσο, πως ισχύει επίσης και για τη σύνθεση της ύλης και της μορφής. Eίναι αλήθεια ότι κατά παράδοση η σύνθεση της ύλης και της μορφής είχε ταυτιστεί με το συγκεκριμένο, επιμέρους αντικείμενο. Όμως το συγκεκριμένο, επιμέρους αντικείμενο, όπως μας είναι οικείο, είναι στην πραγματικότητα μια σύνθεση όχι μόνο από ύλη και από μορφή αλλά και από έναν μεγάλο αριθμό συμβεβηκότων είναι ένα αντικείμενο ορισμένου μεγέθους, βάρους, χρώματος κτλ, δηλαδή ένα σύμπλεγμα από οντότητες. Έτσι, δεν θα έπρεπε να θεωρούμε χωρίς άλλη επιχειρηματολογία ότι η σύνθεση της ύλης και της μορφής πρέπει να ταυτίζεται χωρίς καμία επιφύλαξη με το συγκεκριμένο καθέκαστον. O λόγος για τον οποίο ο Aριστοτέλης τώρα εξετάζει την ύλη, τη μορφή και τη σύνθεση αντί για το συγκεκριμένο, επιμέρους αντικείμενο, ως δυνατά έσχατα υποκείμενα της κατηγόρησης μοιάζει να είναι ο εξής: ο Aριστοτέλης είχε δεχτεί στις Kατηγορίες και εξακολουθεί να δέχεται στα Mετα τα φυσικά ότι μια πρόταση όπως «ο Σωκράτης είναι υγιής» εισάγει δύο οντότητες, τον Σωκράτη και την υγεία. Όμως τώρα θέτει το ερώτημα που δεν είχε αντιμετωπίσει στις Kατηγορίες: ποιο είναι το υποκείμενο της υγείας, αν η υγεία είναι μια οντότητα χωριστή από το υποκείμενό της, τι είναι αυτό το οποίο μέσα στο σύμπλεγμα ή τη δέσμη των οντοτήτων που συγκροτούν τον Σωκράτη είναι το ίδιο το πράγμα σε αντιδιαστολή με τις ιδιότητες όπως η υγεία στις οποίες το ίδιο το πράγμα υπόκειται; Tο ότι αυτό είναι που έχει κατά νου ο Aριστοτέλης φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο επιχειρηματολογεί στο 1029a κ.ε. για το ότι η ύλη είναι ο πιο άμεσος υποψήφιος για τον τίτλο του έσχατου υποκειμένου. Όπως δηλαδή λέει ο Aριστοτέλης, αν αφαιρέσουμε από ένα επιμέρους αντικείμενο όλες τις ιδιότητές του, δεν θα μείνει τίποτε παρά μόνο η ύλη. Έτσι προφανώς αναζητάει εκείνο το στοιχείο μέσα σε ένα συγκεκριμένο επιμέρους αντικείμενο το οποίο βρίσκεται κάτω από τις ιδιότητές του, και όχι το ίδιο το συγκεκριμένο επιμέρους αντικείμενο. Mε βάση αυτή την προσέγγιση, είναι εύκολο να δει κανείς γιατί η σύνθεση ύλης και μορφής θα ήταν ιδανικός υποψήφιος για τον τίτλο του έσχατου υποκειμένου όλων των μη ουσιωδών οντοτήτων. Eίναι ακριβώς αυτό το μέρος μιας ομάδας οντοτήτων που συγκροτεί το συγκεκριμένο αντικείμενο το οποίο αντιδιαστέλλεται 3

στις μη ουσιώδεις ιδιότητες του αντικειμένου και εφόσον όλες οι μη ουσιώδεις ιδιότητες κατηγορούνται (ή εισάγονται μέσω κατηγορημάτων) στα αντικείμενα, οι συνθέσεις θα είναι τα έσχατα υποκείμενα για κάθε τι άλλο στην οντολογία. Eίναι κάπως πιο δύσκολο να κατανοήσουμε πώς ή ύλη θα μπορούσε να είναι το έσχατο υποκείμενο. Tο 1029a 20o23 διατυπώνεται η πρόταση ότι όλα τα κατηγορήματα μπορούν να εξηγηθούν σαν τα ίδια να είναι άμεσα κατηγορούμενα κάποιας ύλης. Aλλά πρέπει να κρατήσουμε κατά νου ότι η ιδέα ενός πρωταρχικού ή έσχατου αντικειμένου (1029a κ.ε.) δεν συνεπάγεται από μόνη της ότι τα έσχατα αντικείμενα είναι τα ίδια άμεσα τα υποκείμενα κάθε άλλου πράγματος. Kαι, πράγματι, στο 1029a 23-24 διατυπώνεται η άποψη ότι η ύλη είναι το έσχατο υποκείμενο καθώς είναι το υποκείμενο της εν λόγω ουσίας η οποία με τη σειρά της είναι το υποκείμενο των μη ουσιωδών οντοτήτων. Όλα αυτά θέτουν σημαντικά προβλήματα τα οποία θα παραμερίσω, παρόλο που ο ίδιος ο Aριστοτέλης εδώ δεν εξετάζει το θέμα περαιτέρω, επειδή θεωρεί ότι η ύλη για συγκεκριμένους άλλους λόγους δεν είναι καλή υποψηφιότητα για την ουσία. Eν πάση περιπτώσει, πιο αινιγματική είναι η πρότασή του ότι υπάρχει κάποιος τρόπος να εξηγήσει κανείς τις ουσιώδεις μορφές ως έσχατα υποκείμενα και κατ αυτη την έννοια ως τα πραγματικά πράγματα σε αντιδιαστολή προς τις απλές ιδιότητες των πραγμάτων. O Bonitz είχε θεωρήσει πως αυτή η πρόταση δεν ήταν παρά μια αβλεψία εκ μέρους του Aριστοτέλη, αλλά από το εισαγωγικό κεφάλαιο του H (H 1042 1a 28 κ.ε.) φαίνεται καθαρά ότι ο Aριστοτέλης υποστηρίζει σοβαρά πως κατά κάποιον τρόπο η μορφή είναι το έσχατο υποκείμενο και έτσι η ουσία. H άποψη είναι αινιγματική από πολλές πλευρές. Kατ αρχάς, ο Aριστοτέλης δεν μας λέει πώς θα συγκροτήσουμε τις προτάσεις μας με τρόπο ώστε οι μορφές να γίνουν έσχατα υποκείμενα. Eνδεχομένως να πιστεύει ότι οι προτάσεις για τα αντικείμενα μπορούν να θεωρηθούν ως προτάσεις για τα είδη στο μέτρο που είναι είτε προτάσεις κυρίως για τη μορφή και μόνο δευτερευόντως, δευτερογενώς, για το αντικείμενο, ή στο μέτρο που είναι προτάσεις για τη μορφή όπως βρίσκεται ενσωματωμένη στην ύλη. Έτσι, η αλήθεια ότι ο Σωκράτης είναι ζώο θα ήταν μια αλήθεια που θα αφορούσε απευθείας τη μορφή, ενώ η αλήθεια ότι ο Σωκράτης είναι υγιής θα ήταν μια αλήθεια που θα αφορούσε τη μορφή στο μέτρο που η μορφή συγκροτεί μια σύνθεση που είναι υγιής. Aλλά μια τέτοια εξήγηση φαίνεται εξαιρετικά τεχνητή, και επομένως πρέπει να υποθέσουμε είτε ότι ο Aριστοτέλης οδηγήθηκε σε αυτήν επειδή είχε άλλους λόγους που τον έκαναν να σκεφτεί ότι οι μορφές έιναι ουσίες, αλλά ωστόσο ήθελε να διατηρήσει την ιδέα των Kατηγοριών για την ουσία ως έσχατο υποκείμενο, ή ότι υπάρχει ένας τρόπος να δει κανείς το θέμα έτσι ώστε η άποψη ότι οι μορφές είναι τα έσχατα υποκείμενα να γίνεται διαισθητικά εύλογη. Eίναι χαρακτηριστικό των βιβλίων Z, H και Θ από τα Mετά τα φυσικά ότι ο Aριστοτέλης έχει την τάση, αν όχι και την πρόθεση να περιορίζει τις ουσίες στα φυσικά αντικείμενα (Z7, 1032α 19 Z8, 1034α 4 Z17, 1041b 28-30 H3, 1043b 21-22). Δεν είναι τελείως σαφές αν αυτό υποτίθεται ότι περιορίζει τις ουσίες στα έμψυχα αντικείμενα, όμως αναμφίβολα πρόκειται για παραδείγματα φυσικών αντικειμένων. Aς τα εξετάσουμε λοιπόν. Στη δική τους περίπτωση η μορφή είναι η ψυχή. Aς θεωρήσουμε αυτή την ψυχή ως την οργάνωση ενός αντικειμένου, την τάση του να συμπεριφέρεται ή να ζει το είδος του βίου που είναι χαρακτηριστικό για αυτό το είδος αντικειμένου. H οργάνωση του αντικειμένου είναι τέτοια ώστε να δίνει στο αντικείμενο τη δυνατότητα να επιβιώνει στις μεταβολές στο περιβάλλον, ή έτσι ώστε να δίνει στο αντικείμενο τη δυνατότητα να συνεχίζει να λειτουργεί για κάποιο διάστημα κι έτσι να συνεχίζει να υπάρχει. Aυτό περιλαμβάνει το ότι το πράγμα 4

μεταβάλλει, πχ. τη θέση του, έτσι ώστε να παίρνει την τροφή ή να αποφεύγει τον εχθρό, ή μεταβάλλει τη θερμοκρασία του σε περίπτωση που θα του παρουσιαστεί κάποια φλεγμονή. Περιλαμβάνει επίσης αλλαγές στην ύλη που έχει τέτοια προδιάθεση. Έτσι λοιπόν αυτό που πρέπει να μένει το ίδιο όσο υπάρχει ένα επιμέρους ζωντανό αντικείμενο δεν είναι παρά η οργάνωση ή η προδιάθεσή του να συμπεριφέρεται με τρόπο που χαρακτηρίζει το είδος του. Eπίσης πρέπει πάντα να υπάρχει μια ύλη η οποία είναι οργανωμένη με αυτόν τον ορισμένο τρόπο, αν και η ύλη αυτή δεν χρειάζεται να παραμένει η ίδια. Oμοίως, πρέπει πάντα να υπάρχουν όλων των ειδών οι ιδιότητες, μια ορισμένη θερμοκρασία, βάρος, μέγεθος, σχήμα. Mάλιστα, οι ιδιότητες κατά κανόνα θα εμπίπτουν σε μάλλον περιορισμένο εύρος. Γιατί αν θερμάνουμε ένα ζωντανό αντικείμενο, θα υπάρξει ένα σημείο κατά το οποίο αυτό το αντικείμενο δεν θα είναι σε θέση πια να προσαρμοστεί στη μεταβολή και η χαρακτηριστική προδιάθεση θα καταστραφεί. Όμως παρόλο που το αντικείμενο πρέπει πάντα να έχει ένα ορισμένο βάρος, ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη θερμοκρασία, και παρόλο που πρέπει να τα έχει αυτά μέσα σε ορισμένα στενά όρια, δεν υπάρχει κάποιο βάρος, κάποιο μέγεθος, κάποια θερμοκρασία κτλ. που θα πρέπει να την έχει μονίμως. Eπομένως, αν αναλύσουμε ένα συνηθισμένο φυσικό αντικείμενο σε ύλη, μορφή και ιδιότητες, το μόνο πράγμα στην περίπτωση των έμψυχων αντικειμένων που θα μείνει το ίδιο εφόσον εξακολουθούμε να μιλάμε για το ίδιο πράγμα, είναι, με βάση αυτή την εξήγηση, η μορφή. Kαι αυτό μπορεί να καταστήσει πιο βάσιμη την υπόθεση ότι αυτό για το οποίο μιλάμε όταν σε διαφορετικές στιγμές λέμε διαφορετικά πράγματα για ένα αντικείμενο είναι η μορφή. Ως παράδειγμα ενός αντικειμένου που έχει κατασκευαστεί ας εξετάσουμε το πλοίο του Θησέα ας του δώσουμε το όνομα Θεωρίς το οποίο επισκευάζεται ξανά και ξανά σε σημείο που όλα τα αρχικά σανίδια έχουν πια αντικατασταθεί από καινούρια. Kάποιος όμως τεχνίτης έχει κρατήσει τα παλιά σανίδια. Kαι τώρα ας φανταστούμε ότι τα συναρμολογεί σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο έτσι ώστε να έχουμε ένα δεύτερο πλοίο το οποίο έχει χτιστεί με τις ίδιες προδιαγραφές που χρησιμοποιήθηκαν για το άλλο πλοίο. Aλλά παραμένει προφανές ότι το παλιό πλοίο είναι το πλοίο με τα καινούρια σανίδια, δηλαδή το Θεωρίς I, ενώ το πλοίο με τα παλιά σανίδια είναι ένα καινούριο πλοίο, δηλαδή το Θεωρίς II, παρόλο που τα σανίδια του και το σχέδιό του είναι τα ίδια με τα σανίδια και το σχέδιο του αρχικού πλοίου, ενώ το άλλο πλοίο έχει καινούρια σανίδια. Kαι να τι εξήγηση θα δώσει η θεωρία μας: Tο Θεωρίς I, το πλοίο με τα καινούρια σανίδια, είναι ταυτόσημο με το αρχικό πλοίο γιατί υπήρχε μια προδιάθεση που ήταν πρώτα η προδιάθεση των αρχικών σανιδιών, στη συνέχεια ήταν η προδιάθεση κάποιων κάπως διαφορετικών σανιδιών και, τέλος, σε μια ιστορία που τα κεφάλαιά της θα μπορούσαν να εντοπιστούν ένα-ένα προς τα πίσω, η προδιάθεση του συνόλου των νέων σανιδιών. H προδιάθεση του Θεωρίς II, από την άλλη, παρόλο που είναι μια προδιάθεση του αρχικού συνόλου των σανιδιών, και παρόλο που το πλοίο έχει φτιαχτεί με τις ίδιες προδιαγραφές, δεν έχει αυτή την ιστορία και επομένως δεν έχει την προδιάθεση του αρχικού πλοίου. Θα υπάρξει τώρα η ένσταση ότι αν τα δύο πλοία έχουν φτιαχτεί με αυστηρή τήρηση των ίδιων προδιαγραφών, θα έχουν μόνο μια και την αυτή προδιάθεση. Θα υπάρχει για ένα χρονικό διάστημα ένα πράγμα, δηλαδή η Θεωρίς I που θα έχει αυτή την προδιάθεση και θα υπάρχει, για ένα χρονικό διάστημα που θα επικαλύπτεται με το προηγούμενο, ένα άλλο πράγμα, δηλαδή η Θεωρίς II, που θα έχει ακριβώς την ίδια προδιάθεση. Όμως σύμφωνα με τη θεωρία μας, παρόλο που είναι αλήθεια ότι όσο υπάρχει το κάθε πλοίο θα υπάρχει και κάτι με αυτή την προδιάθεση, δηλαδή το υλικό, 5

δεν είναι ανάγκη για αυτό που έχει αυτή την προδιάθεση να παραμένει το ίδιο σε όλη τη χρονική διάρκεια της ύπαρξης του πλοίου. Έτσι, η ταυτότητα αυτού που έχει αυτή την προδιάθεση δεν είναι ικανή συνθήκη για την ταυτότητα του πλοίου ούτε είναι αναγκαία συνθήκη, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από την περίπτωση του παλιού πλοίου με τα κανούρια σανίδια. Kαι από τη στιγμή που θέλουμε να αναλύσουμε το πλοίο σε προδιάθεση και σε αυτό που έχει αυτή την προδιάθεση, και από τη στιγμή που ένας από τους δύο παράγοντες θα πρέπει να εξηγεί την ταυτότητα του πλοίου, θα πρέπει να είναι η προδιάθεση. Kαι,έτσι, θα πρέπει να διακρίνουμε την προδιάθεση των δύο πλοίων, αν και οι προδιαγραφές τους μπορεί να είναι ακριβώς οι ίδιες. Aν εξετάζουμε αντικείμενα με αυτόν τον τρόπο, είναι φυσικό να βλέπουμε τη μορφή ως κεντρικό κομμάτι της ομάδας των οντοτήτων που συγκροτούν το συγκεκριμένο αντικείμενο. Kαι έτσι δεν είναι πια παράλογο να αντιμετωπίζουμε όλες τις αληθείς προτάσεις για ένα αντικείμενο ως σε τελευταία ανάλυση αληθείς προτάσεις για τη μορφή του. Kατά μία έννοια οι προτάσεις αυτές αποκαλύπτουν ακριβώς τον επιμέρους τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται η μορφή. Όμως ο ισχυρισμός ότι οι μορφές είναι τα έσχατα υποκείμενα είναι αινιγματικός και κατά μια άλλη έννοια. Eίθισται να θεωρείται ότι οι μορφές είναι καθόλου. Aλλά μέρος της φύσης των έσχατων υποκειμένων είναι ακριβώς το ότι δεν μπορούν να είναι κατηγορήματα, και επομένως δεν μπορούν να είναι καθόλου. Kατά συνέπειαν, εάν οι ουσιώδεις μορφές είναι τα έσχατα υποκείμενα, πρέπει να είναι επιμέρους (καθέκαστα). Mε λίγη σκέψη, ωστόσο, θα καταλάβουμε ότι ο Aριστοτέλης πιστεύει ακριβώς σε μια τέτοια θεωρία. Γιατί στο Z13 προσφέρει ένα διεξοδικό επιχείρημα προκειμένου να δείξει ότι κανένα καθόλου δεν μπορεί να είναι ουσία. Eπειδή όμως επίσης επιθυμεί να έχει τις μορφές ως ουσίες, αναγκάζεται να αρνηθεί ότι οι μορφές είναι καθόλου. Kαι, μάλιστα, τον βλέπουμε να υποστηρίζει ότι η μορφή ενός επιμέρους αντικειμένου προσιδιάζει σε αυτό το αντικείμενο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ύλη η μορφή του Σωκράτη, δηλαδή η ψυχή του, είναι διαφορετική από τη μορφή του Πλάτωνα, δηλαδή από την ψυχή του Πλάτωνα (Mετά τα φυσικά Δ 1, 1071a 24-29). O Aριστοτέλης φτάνει σε σημείο να ισχυρίζεται ότι η μορφή είναι τόδε τι (Z8, 1017b25 H 1, 1042a29 Θ 7, 1049a 28-29 Περί γενέσεως και φθοράς 318b32). Kαι, βεβαίως, πρέπει να υποστηρίξει ότι η μορφή είναι τόδε τι, εάν θέλει οι μορφές να είναι ουσίες, από τη στιγμή που δέχεται ότι η ουσία πρέπει να είναι τόδε τι. Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Aριστοτέλης απέρριψε την ύλη ως υποψήφια για τον ρόλο της ουσίας η ύλη δεν είναι τόδε τι, παρά μόνο δυνάμει. Aλλά ενώ ο Aριστοτέλης σαφώς επιμένει να δέχεται ότι οι μορφές είναι καθέκαστα και εξίσου ανεπιφύλακτα υιοθετεί στην πράξη στο ότι οι μορφές είναι καθέκαστα, πρέπει να αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν να θεωρεί ότι είναι καθέκαστα. Γιατί με αυτόν τον τρόπο φαίνεται πως όλα τα πράγματα του ίδιου είδους έχουν την ίδια μορφή ή είναι ίδια ως προς τη μορφή τους. Όμως η απάντηση σε αυτό είναι ότι τα πράγματα του ίδιου είδους έχουν την ίδια μορφή μόνο κατά την έννοια ότι για τα πράγματα του ίδιου είδους οι προδιαγραφές της μορφής τους είναι ακριβώς οι ίδιες (1071a 29). Ένα βασικό και κάθε άλλο παρά αυτονόητο γεγονός για τον κόσμο είναι το ότι τα πράγματα έχουν μορφές οι οποίες είναι ακριβώς οι ίδιες και όχι απλώς αρκετά όμοιες για να μας επιτρέψουν να τα ομαδοποιήσουμε σε ένα είδος. H πραγματικότητα για τα είδη δεν είναι παρά το εξής: το ότι ο προσδιορισμός της μορφής των επιμέρους αντικειμένων αποδεικνύεται τελικά ακριβώς ο ίδιος για μια ποικιλία αντικειμένων. Aλλά για να ισχύει αυτό, δεν χρειαζόμαστε καμιά μορφή, κανένα καθολικό είδος, είτε πρόκειται για είδος ή για γένος. Kαι, μάλιστα, αυτό που λέει το Z13 μοιάζει να είναι ακριβώς το ότι δεν υπάρχουν ουσιώδη γένη ή είδη στην οντολογία των Mετά τα φυσικά. Ως καθόλου δεν μπορούν να είναι ουσίες, και από τη 6

στιγμή που δεν εμπίπτουν ούτε σε κάποια από τις άλλες κατηγορίες, δεν έχουν καμία θέση στην οντολογία. Mερικές φορές διατυπώνεται η άποψη ότι τα ουσιώδη γένη και τα ουσιώδη είδη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ποιότητες. Aλλά αυτή δεν μπορεί να είναι η άποψη του Aριστοτέλη. Γιατί σύμφωνα με την άποψη του Aριστοτέλη οι ποιότητες είναι τα πράγματα στα οποία αναφερόμαστε όταν λέμε με τι μοιάζει ένα πράγμα. Aλλά ακόμη και στα Mετά τα φυσικά ο Aριστοτέλης υποστηρίζει ότι όταν αναφερόμαστε στο είδος ή στο γένος ενός πράγματος, λέμε τι είναι αυτό το πράγμα, και όχι σαν τι είναι. Oι ουσιώδεις μορφές, λοιπόν, ως έσχατα υποκείμενα και ως ουσίες, είναι καθέκαστα. Aλλά μπορούμε να εξακολουθήσουμε να διερωτώμαστε πώς κατορθώνουν να είναι καθέκαστα, από τη στιγμή που ο προσδιορισμός τους, ώς την τελευταία τους λεπτομέρεια, είναι ακριβώς ο ίδιος για όλα τα πράγματα του ίδιου είδους. Aλλά για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να καταλάβουμε καλύτερα τι είναι αυτό που ρωτάμε. Aν το ερώτημα είναι πώς κατορθώνουμε να διακρίνουμε επιμέρους μορφές την ίδια στιγμή, η απάντηση είναι απλή: διαφέρουν η μία από την άλλη επειδή πραγματώνονται σε διαφορετική ύλη (πβ. 1034a6-8 1016b33) και επειδή είναι τα έσχατα υποκείμενα διαφορετικών ιδιοτήτων. Aν το ερώτημα είναι πώς ταυτίζουμε και πάλι μια επιμέρους μορφή σε κάποιο μεταγενέστερο σημείο στο χρόνο, η απάντηση είναι: μπορεί να ταυτιστεί στο πέρασμα του χρόνου χάρη στη διαρκή του ιστορία κατά την οποία πραγματώνεται άλλοτε έτσι και άλλοτε αλλιώς, καθώς άλλοτε είναι το υποκείμενο αυτών και άλλοτε το υποκείμενο των άλλων ιδιοτήτων. Aλλά αν απαιτήσουμε να υπάρχει κάτι για αυτήν καθ εαυτήν τη μορφή το οποίο να τη διακρίνει από άλλες μορφές του ίδιου είδους, η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει τέτοιο διακριτικό σημείο και ότι ούτε και μας χρειάζεται. Aπλώς δεν αληθεύει το ότι τα άτομα είναι τα άτομα που είναι εξαιτίας κάποιου εσωτερικού ουσιώδους διακριτικού σημείου. Kαταλήγουμε, λοιπόν, στο ότι ο Aριστοτέλης αναζητώντας αυτό που βρίσκεται κάτω από τις μη ουσιώδεις ιδιότητες των αντικειμένων εξετάζει ως σοβαρή υποψηφιότητα τη μορφή του αντικειμένου. Aλλά αυτό που επίσης ισχύει είναι ότι η μορφή είναι η υποψηφιότητα στην οποία καταλήγει ο Aριστοτέλης. Kι έτσι πρέπει να καταλάβουμε γιατί προτιμά τη μορφή από τις δύο άλλες υποψηφιότητες, την ύλη και τη σύνθεση. Όπως έχουμε ήδη δει, ο Aριστοτέλης θεωρεί ότι η ύλη δεν ικανοποιεί ορισμένες άλλες συνθήκες που πρέπει να ικανοποιούν οι ουσίες π.χ., δεν είναι καθέκαστον ενεργεία αλλά μόνο δυνάμει, κι έτσι δεν είναι ουσία παρά μόνο δυνάμει. H σύνθεση, από την άλλη, δεν μπορεί να αποκλειστεί για τους ίδιους λόγους. Kαι, μάλιστα, ο Aριστοτέλης δέχεται την αξίωση της σύνθεσης να είναι ουσία, αλλά επιμένει ότι πρόκειται για ουσία μόνο δευτερογενώς, ότι οι μορφές είναι οι πρώτες ουσίες (1032b 1 κ.ε. πβ. 1037a5 1037a 28 1037b 1). Eίναι εύκολο να δούμε γιατί ο Aριστοτέλης πιστεύει ότι οι μορφές είναι πρότερες σε σχέση με τις συνθέσεις (1029a 5 κ.ε. 1037 b3): προϋποτίθενται από τις συνθέσεις. Aλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί ακόμα για να πιστέψουμε ότι είναι πρότερες ως ουσίες. O λόγος για αυτό φαίνεται να είναι ότι ο Aριστοτέλης πιστεύει πως οι ουσίες ως ουσίες δεν είναι συνθέσεις. Yπάρχουν ουσίες που είναι καθαρές μορφές, όπως, π.χ., το κινούν ακίνητον. Kαι είναι προφανές από το Z3, 1029b3 κ.ε. και από το Z11, 1037a10 κ.ε. (πβ. επίσης Z 17, 1041a 7 κ.ε.) ότι ο Aριστοτέλης πιστεύει πως η συζήτηση για τις σύνθετες ουσίες στα Z και H δεν είναι παρά προκαταρκτική για τη συζήτηση για τις χωριστές ουσίες. Ξεκινάμε με το να εξετάζουμε σύνθετες ουσίες επειδή αυτές μπορούμε να τις κατανοήσουμε καλύτερα, μας είναι πιο γνώριμες (γνωριμαι ημιν) και γενικά όλοι θα συμφωνούσαμε πως 7

πρόκειται για ουσίες. Aλλά αυτό που είναι πιο κατανοητό από τη φύση (γνώριμον τη φυσει) είναι οι καθαρές μορφές. Oι παρατηρήσεις του Aριστοτέλη δείχνουν ότι θα καταλάβουμε πλήρως τι είναι οι ουσίες μόνο αν καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο είναι ουσίες οι καθαρές μορφές. Kαι αυτό, με τη σειρά του, δείχνει πως σύμφωνα με τον Aριστοτέλη υπάρχει μια πρωταρχική χρήση του όρου «ουσία» σύμφωνα με την οποία ο όρος «ουσία» αφορά τις μορφές. Iδιαίτερα καθαρές περιπτώσεις ουσίας σύμφωνα με αυτή την πρώτη χρήση του όρου «ουσία» είναι οι καθαρές μορφές ή οι χωριστές ουσίες. Aυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι σύνθετες ουσίες είναι ουσίες κατά μια δευτερογενή έννοια. Φαίνεται, λοιπόν, πως έχουμε δύο κύριους λόγους για τους οποίους οι συγκεκριμένες, επιμέρους ουσίες των Kατηγοριών και των Mετά τα φυσικά αντικαθίστανται από τις ουσιώδεις μορφές ως πρωταρχικές ουσίες. (α) ο Aριστοτέλης τώρα ασχολείται με το ερώτημα τι είναι το ίδιο το πραγματικό υποκείμενο σε αντιδιαστολή με τις ιδιότητές του (β) ο Aριστοτέλης τώρα όχι μόνο έχει αναπτύξει τη δική του θεωρία των μορφών, αλλά επίσης έχει φτάσει σε σημείο να δέχεται την ύπαρξη χωριστών ουσιωδών μορφών, οι οποίες, κατά την άποψή του, είναι παραδείγματα ουσιών, χωρίς ωστόσο να είναι ουσίες κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είναι ουσίες οι συνθέσεις ή τα συγκεκριμένα επιμέρους αντικείμενα. Tο ότι οι ουσιώδεις μορφές στα Mετά τα φυσικά παίζουν το ρόλο των πρωταρχικών ουσιών τον οποίο στις Kατηγορίες αναλάμβαναν τα επιμέρους αντικείμενα γίνεται πιο δυσνόητο αν κανείς λάβει υπόψη του την ερμηνευτική γραμμή που μπορεί να συναντήσει, π.χ. στον Ross (Aristotle, σ. 166 172 1 ) και στη S. Mansion (Melanges Merlan, σ. 76). Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, το ερώτημα τί πρέπει να υπολογίζουμε ως ουσία έχει ήδη απαντηθεί στην αρχή του Z των Mετά τα φυσικά αυτό που, σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, μάλλον απασχολεί τον Aριστοτέλη από το Z 3 και εφεξής είναι το περαιτέρω ερώτημα «ποια είναι η ουσία των ουσιών»; και η «ουσιώδης μορφή» υποτίθεται ότι είναι η απάντηση που δίνεται σε αυτό το περαιτέρω ερώτημα. Aλλά αυτός ο τρόπος του να κοιτάει κανείς τι λέει ο Aριστοτέλης στα Mετά τα φυσικά δεν μπορεί να ισχύει. Γιατί στο Z3 ο Aριστοτέλης φαίνεται να αρχίζει μια απάντηση ακριβώς στο ερώτημα που έχει τεθεί στο Z 1: «τι είναι η ουσία;» Δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να μας πείθει ότι αυτή η ερώτηση έχει ήδη απαντηθεί υπέρ των επιμέρους αντικειμένων, και ότι τώρα εξετάζουμε την επιπλέον ερώτηση «ποια είναι η ουσία των επιμέρους ουσιών;» Aυτό που μάλλον φαίνεται να ισχύει είναι ότι ο Aριστοτέλης σε όλο το βιβλίο Z εξετάζει μια και την αυτή ερώτηση «Tι εννοούμε όταν λέμε «ουσία» όταν διακρίνουμε τις ουσίες από πράγματα σε άλλες κατηγορίες;» και φαίνεται να εξετάζει διάφορες υποψηφιότητες για τη διεκδίκηση αυτού του τίτλου. Aν, λοιπόν, ο Aριστοτέλης στο τελευταίο κεφάλαιο του Z (1041b 30) εκεί που ξεκινά εκ νέου για να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση, λέει και πάλι ότι η φύση ή η μορφή του πράγματος είναι η ουσία που ψάχνουμε να βρούμε, πρέπει να υποθέσουμε ότι η απάντηση αυτή δίνεται ως απάντηση στο ερώτημα του Z1: «τι είναι ουσία;» Όταν στο H1 παρουσιάζει και πάλι το πρόβλημα, είναι σαφές ότι εξηγεί το ζήτημα με τέτοιο τρόπο ώστε τα φυσικά αντικείμενα και οι ουσίες των αντικειμένων, τα καθόλου και τα έσχατα υποκείμενα, να εμφανίζονται ως παράλληλες υποψηφιότητες για τον ένα και μοναδικό τίτλο της ουσίας (1042a 3-15). Για αυτό πρέπει να καταλάβουμε ότι ο Aριστοτέλης πράγματι εννοεί τώρα ότι οι ουσιώδεις μορφές και όχι τα καθέκαστα αντικείμενα είναι ουσίες με την πρωταρχική έννοια. 1 Ελληνική μετάφραση της Mαριλίζας Mητσού, MIET, Αθήνα 1992. 8

Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία των Mετά τα φυσικά οι ουσιώδεις μορφές και όχι τα συγκεκριμένα αντικείμενα είναι οι βασικές οντότητες. Kάθε τι άλλο που υπάρχει εξαρτάται από αυτές τις ουσιώδεις μορφές για το ότι υπάρχει και για την εξήγησή του. Έτσι οι ουσιώδεις μορφές, όντας κατ αυτή την έννοια βασικές, έχουν καλύτερες αξιώσεις να ονομάζονται ουσίες από οτιδήποτε άλλο. Mερικές είναι τέτοιες ώστε να πραγματώνονται σε αντικείμενα με ιδιότητες. Aλλά αυτό δεν ισχύει για τις ουσιώδεις μορφές. Γιατί υπάρχουν αύλες μορφές. Oι ιδιότητες, από την άλλη, δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς μια μορφή που συγκροτεί ένα αντικείμενο. Eπιπλέον, αν και ορισμένα είδη μορφών χρειάζονται ιδιότητες για να πραγματωθούν, δεν χρειάζονται τις συγκεκριμένες ιδιότητες που έχουν. H μορφή ενός ανθρώπινου όντος χρειάζεται ένα σώμα ενός βάρους που κυμαίνεται μέσα σε ορισμένα όρια. Αλλά δεν χρειάζεται κάποιο συκγκεριμένο βάρος. Kαμία μορφή δεν χρειάζεται κάποιο συγκεκριμένο βάρος για να πραγματωθεί. Aλλά αυτό το συγκεκριμένο βάρος εξαρτάται για τη δική του υπαρξη από κάποια μορφή που είναι το υποκείμενο του. Mάλιστα, φαίνεται σαν ο Aριστοτέλης στα Mετά τα φυσικά να σκέφτηκε ότι οι ιδιότητες, ή οι κατα συμβεβηκός μορφές των αντικειμένων εξαρτώνται για την ύπαρξή τους ακριβώς από τα αντικείμενα των οποίων οι ίδιες είναι κατά συμβεβηκός μορφές, λες και το χρώμα του Σωκράτη εξαρτά την ύπαρξή του από τον Σωκράτη. Όπως και αν είναι αυτό, σύμφωνα με την καινούρια θεωρία οι μορφές είναι αυτές που υπάρχουν αυτοδύναμα, ενώ οι ιδιότητες απλώς συγκροτούν τον τρόπο με τον οποίο οι μορφές ενός ορισμένου είδους πραγματώνονται σε κάποιο σημείο του χρόνου της ύπαρξής τουτς. Έτσι, μια πιο προσεκτική εξέταση του τρόπου με τον οποιο τα αντικείμενα βρίσκονται κάτω από τις ιδιότητες που εξαρτάν την ύπαρξή τους από αυτά οδηγεί τον Aριστοτέλη στα Mετά τα φυσικά να αναθεωρήσει τη θεωρία του για την ουσία. Από το βιβλίο του Michael Frede, Essays in Ancient Philosophy, Oξφόρδη, 1987, 72-80. Mετάφραση: Xλόη Mπάλλα 9