ΠΡΟΛΟΓΟΣ Με χαρά αποδέχθηκα την πρόταση της κυρίας Μεσθανέως να προλογίσω τον τόµο αυτό, ο οποίος, σε πολύ επεξεργασµένη µορφή, θέτει υπόψη της επιστηµονικής κοινότητας τα αποτελέσµατα της πολυετούς έρευνάς της, προϊόν της οποίας υπήρξε η διδακτορική της διατριβή µε τίτλο «Η αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963», που εκπονήθηκε στο Τµήµα Πολιτικής Επιστήµης και ηµόσιας ιοίκησης του Πανεπιστηµίου Αθηνών, κατ αρχάς υπό την εποπτεία µου και µεταγενέστερα, µετά την υπαγωγή µου σε καθεστώς αναστολής καθηκόντων λόγω της εκλογής µου ως Συνηγόρου του Πολίτη, υπό την εποπτεία των συναδέλφων Χρήστου Λυριντζή, Ηλία Νικολακόπουλου και Μιχάλη Σπουρδαλάκη. Προκειµένου να αξιολογηθεί επαρκώς η συνεισφορά της συγγραφέως στις προσπάθειες κατανόησης και αξιολόγησης της λειτουργίας ενός συγκεκριµένου κοινοβουλευτικού θεσµού κατά τη διάρκεια µιας επώδυνης αλλά και ιδιαίτερα σηµαντικής περιόδου της ελληνικής ιστορίας και πολιτικής, είναι αναγκαίο να ενταχθεί στο κατάλληλο ιστορικό-πολιτικό αλλά και θεωρητικό-επιστη- µονικό της πλαίσιο. Σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, οι βασικές συνιστώσες ενός τέτοιου πλαισίου καθορίζονται από την πορεία, α- φενός, της µελέτης της ελληνικής πολιτικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτικού συστήµατος κατά τις τελευταίες έξι δεκαετίες και, αφετέρου, της συγκριτικής πολιτικής ως κλάδου της πολιτικής επιστήµης στην Ελλάδα. Ως προς το πρώτο, είναι δυστυχώς γεγονός ότι η µελέτη του φαινοµένου της αντιπολίτευσης ως θεσµού στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, αλλά και επέκεινα, παραµένει, ακόµη και σήµερα, ιδιαίτερα ισχνή. Η πενία αυτή οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους: πρώτον, στη µέχρι πολύ πρόσφατα τουλάχιστον τάση της κοινότητας των σχετικών µε το θέµα ιστορικών και κοινωνικών επιστηµόνων να εστιάζουν την προσοχή τους σχεδόν αποκλειστικά στις πρωτοβουλίες και την πολιτική των εκάστοτε κυβερνητικών σχηµατισµών (και κατ επέκταση της εκτελεστικής εξουσίας) και συνακόλουθα να παραµελούν την
16 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ πορεία και τις δραστηριότητες της αντιπολίτευσης και γενικότερα του κοινοβουλίου. εύτερον, στη ισχυρότατη επιρροή που άσκησε στις περισσότερες επιστηµονικές αναλύσεις που εστιάστηκαν στη µετεµφυλιακή περίοδο αυτή καθαυτή η τραυµατική εµπειρία του αυταρχικού καθεστώτος των συνταγµαταρχών, αλλά και η προσπάθεια κατανόησης των συνθηκών που οδήγησαν σε αυτό. Αποτέλεσ- µα αυτών των προτεραιοτήτων ήταν η παραµέληση επιµέρους φαινοµένων, διαστάσεων ή θεσµών που, µε τον ένα ή άλλο τρόπο, δεν εντάσσονταν στο πεδίο ενασχόλησης αλλά και στη λογική των ερευνών που εστιάστηκαν στη συγκεκριµένη περίοδο. Σε ό,τι ειδικότερα αφορά τη συγκριτική πολιτική, η εικόνα είναι παρεµφερής. Η ουσιαστική ανυπαρξία στην Ελλάδα του κλάδου αυτού της πολιτικής επιστήµης πριν από τη δεκαετία του 1980, καθώς και η ισχυρή έλξη που, µετά το 1974, άσκησαν τόσο η Μεταπολίτευση όσο και η σχετική µε το νέο δηµοκρατικό καθεστώς και τη λειτουργία του ενασχόληση, είχαν ως αναπόφευκτο αλλά και «φυσιολογικό» αποτέλεσµα να παραµείνει ιδιαίτερα ισχνή η, µε εννοιολογικά εργαλεία της πολιτικής επιστήµης και, ιδίως, της συγκριτικής πολιτικής, συστηµατική µελέτη των περισσοτέρων από τις επιµέρους συνιστώσες και τους θεσµούς του πολιτικού καθεστώτος που διέκριναν τη µετεµφυλιακή περίοδο, και ιδιαιτέρως αυτού της αντιπολίτευσης. Θεωρώ ότι τη γενίκευση αυτή δεν αναιρούν σηµαντικά έργα και αναλύσεις, όπως αυτές των Ηλία Νικολακόπουλου, Γιάννη Μαυρή και Χριστόφορου Βερναρδάκη, ηµήτρη Χαραλάµπη και νωρίτερα Jean Meynaud, η ουσιαστική συνεισφορά των οποίων στην κατανόηση της µετεµφυλιακής περιόδου προήλθε από τη συστηµατική και εν πολλοίς πρωτότυπη επεξεργασία θεωρητικών και εννοιολογικών εργαλείων που εντάσσονται περισσότερο στους κλάδους της εκλογικής και της πολιτικής κοινωνιολογίας παρά της συγκριτικής πολιτικής. Στο σηµείο αυτό, αξίζει να τονιστεί ότι η συστηµατική συγκριτική µελέτη του φαινοµένου αυτού αποτελεί, ακόµα και σε διεθνές επίπεδο, σχετικά πρόσφατη εξέλιξη. Στην ουσία, η πρώτη προσπάθεια συγκριτικής διερεύνησης του χρονολογείται από το 1973, όταν,
H αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963 17 υπό την επιµέλεια του Αµερικανού καθηγητή Robert A. Dahl, δηµοσιεύθηκε από τον εκδοτικό οίκο του Πανεπιστηµίου Yale συλλογικός τόµος µε τίτλο Regimes and Oppositions, στον οποίο επιχειρήθηκε η µελέτη της αντιπολίτευσης ως συστηµικού στοιχείου δηµοκρατικών, αυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων στον 20ό αιώνα. Το εισαγωγικό κεφάλαιο του τόµου, συγγραφέας του οποίου ήταν ο ίδιος ο επιµελητής, αποτελεί την πρώτη, απ ό,τι γνωρίζω, προσπάθεια θεωρητικοποίησης του φαινοµένου της αντιπολίτευσης και της ένταξής του σε ένα ευρύτερο ιστορικό-ερµηνευτικό πλαίσιο. Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν έχουν ως κύριο στόχο να αναδείξουν τις αντιξοότητες και προκλήσεις µε τις οποίες βρέθηκε αντιµέτωπη η συγγραφέας του ανά χείρας έργου, επιχειρώντας να διερευνήσει και να αναλύσει το φαινόµενο της αντιπολίτευσης στο µετεµφυλιακό πολιτικό σύστηµα. Και µε βάση αυτές τις παραµέτρους θα πρέπει, πιστεύω, να κριθεί το προϊόν των προσπαθειών της από την επιστηµονική κοινότητα αλλά και από το ευρύτερο κοινό. Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, θεωρώ ότι η συνεισφορά της συγγραφέως είναι διττή: αφενός, εισάγει, χωρίς οµολογουµένως να επεξεργαστεί και να αξιοποιήσει επαρκώς, εννοιολογικά εργαλεία ικανά να χρησιµεύσουν στο µελλοντικό µελετητή που θα επιχειρήσει να αναλύσει το θέµα σε µεγαλύτερο θεωρητικό βάθος. Αφετέρου (και κυριότερο), προσάγει σε όποια τέτοια περαιτέρω προσπάθεια πλούσιο, πρωτογενές εµπειρικό υλικό, αξιοποιώντας τα πρακτικά των συζητήσεων της Βουλής των Ελλήνων καθ όλη την περίοδο που εξετάζει. Σε ό,τι αφορά το θεωρητικό σκέλος του πονήµατος της συγγραφέως, επισηµαίνω την πνευµατική επιρροή που εµφανώς άσκησε στην προσέγγισή της ο συνδυασµός του έργου, αφενός, του Maurice Duverger και, αφετέρου, των Robert Dahl και, πιο αφανώς, του Juan J. Linz. Στον πρώτο η συγγραφέας οφείλει την ενθάρρυνση και καθοδήγηση που της παρέσχε κατά την αναζήτηση και πρώιµη επεξεργασία του θέµατος που τελικά επέλεξε για τη διατριβή της. Στους δεύτερους οφείλει τα εννοιολογικά εργαλεία και, ιδιαίτερα, την έννοια του «πολιτικού καθεστώτος», που διατρέχει την ανάλυσή της,
18 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ και, σε συνδυασµό και σε αντίστιξη µε το πολιτικό σύστηµα, συνιστά τον κύριο άξονα γύρω από τον οποίο επιχειρεί να δοµήσει το κεντρικό της επιχείρηµα. Η συµβολή κάθε πνευµατικής και επιστηµονικής προσπάθειας κρίνεται, σε τελευταία ανάλυση, από το βαθµό στον οποίο κατορθώνει να συνεισφέρει στο διάλογο που αφορά τα θέµατα που πραγ- µατεύθηκε, ανοίγοντας προοπτικές περαιτέρω επεξεργασίας των θεωρητικών σχηµάτων στα οποία στηρίχθηκε, εγείροντας νέα ερωτήµατα ή επιχειρώντας να απαντήσει σε ήδη υπάρχοντα. Σε ό,τι µε αφορά, η µελέτη της κυρίας Μεσθανέως θέτει τη βάση για τη περαιτέρω αξιοποίηση και εφαρµογή του εννοιολογικού εργαλείου του πολιτικού καθεστώτος στην πολιτική ανάλυση του κοινοβουλευτισµού και της δηµοκρατίας στη νεώτερη ελληνική ιστορία. Ταυτόχρονα, παρέχει, έστω έµµεσα και υπαινικτικά, την ευκαιρία για δη- µιουργικό προβληµατισµό γύρω από ένα σηµαντικό ερώτηµα ιδιαίτερης βαρύτητας για την ελληνική πολιτική επιστήµη, το οποίο εξακολουθεί να παραµένει ανοικτό: η εγκαθίδρυση του αυταρχικού καθεστώτος των συνταγµαταρχών αποτέλεσε προϊόν µιας κατά το µάλλον ή ήττον «προδιαγεγραµµένης» πορείας, στην οποία καθοριστικό, σε µέγιστο βαθµό, ρόλο έπαιξαν τα δοµικά χαρακτηριστικά του µετεµφυλιακού καθεστώτος ή ήταν, σε εξίσου µεγάλο βαθµό, αποτέλεσµα επιλογών και «χαµένων» ευκαιριών της πολιτικής ηγεσίας του τόπου; Για να επαναδιατυπώσω το ερώτηµα πιο θεωρητικά: Ποια εννοιολογικά εργαλεία µεγιστοποιούν τη δυνατότητα των µελετητών να κατανοήσουν καλύτερα την πορεία προς τη ικτατορία; Είναι οι προσεγγίσεις εκείνες που εστιάζονται κατεξοχήν, αν όχι αποκλειστικά, στις δοµικές συνιστώσες του µετεµφυλιακού καθεστώτος και, κατά συνέπεια, χρησιµοποιούν τη λογική και την προσέγγιση της εξαρτηµένης τροχιάς ως κύριο θεωρητικό εργαλείο ή αυτές που στηρίζονται περισσότερο στην πολιτική και στον κρίσιµο διαµεσολαβητικό ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα (human agency), και άρα της επιλογής στη διαµόρφωση τελικών αποτελεσµάτων; Ή, τέλος, ένας συνδυασµός των δύο.
H αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963 19 Ο προσδιορισµός των στοιχείων εκείνων που είναι ικανά να ο- δηγήσουν σε µια ικανοποιητική απάντηση στα ερωτήµατα αυτά α- ποτελεί εγχείρηµα θεωρητικά σύνθετο και δύσβατο. Παρέχοντάς µας πραγµατολογικό υλικό που προσφέρεται για τη διερεύνηση του θέµατος σε µεγαλύτερο βάθος, η µελέτη της κυρίας Μεσθανέως α- ποτελεί ένα πρώτο βήµα προς αυτή την κατεύθυνση. Νικηφόρος ιαµαντούρος Στρασβούργο, Μάιος 2010