ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γʹ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 25 ΜΑΪΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Διδαγμένο κείμενο Πλάτωνος Πρωταγόρας (322a-d) A1. Οι άνθρωποι λοιπόν έτσι εξοπλισμένοι στην αρχή κατοικούσαν σποραδικά, ενώ πόλεις δεν υπήρχαν εξοντώνονταν λοιπόν από τα θηρία εξαιτίας του ότι ήταν σε όλα πιο αδύναμοι από αυτά, και η τεχνολογική κατάρτιση τους βοηθούσε αρκετά στο θέμα της τροφής, δεν ήταν όμως επαρκής στον πόλεμο με τα θηρία γιατί δεν κατείχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, της οποίας μέρος (είναι) η πολεμική δεξιότητα γι αυτό και επιζητούσαν να συναθροίζονται και να είναι ασφαλείς κτίζοντας πολιτείες όποτε λοιπόν μαζεύονταν στον ίδιο τόπο, αδικούνταν μεταξύ τους, γιατί πραγματικά δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη, με αποτέλεσμα να διασκορπίζονται πάλι και να αφανίζονται. Ο Δίας λοιπόν, επειδή ανησύχησε για το γένος μας, μήπως εξολοκλήρου χαθεί, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους το σεβασμό και τη δικαιοσύνη, για να βάλουν τάξη στις πόλεις και να σφυρηλατήσουν δεσμούς φιλίας. Β1. Στην αρχή αυτού του αποσπάσματος, βασικό θέμα του οποίου είναι η καθολικότητα της πολιτικής αρετής λόγω της αναγκαστικής επιβολής της από το Δία, γίνεται λόγος για τα στάδια της εξέλιξης μερικών τομέων του πολιτισμού. Ο Πρωταγόρας λοιπόν με τη φράση «ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας» κάνει λόγο για τη γένεση της θρησκείας. Αρχικά, υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος πήρε μερίδιο από τη θεϊκή φύση, αφού απέκτησε χάρη στη παρέμβαση του Προμηθέα τα θεϊκά στοιχεία (ἔντεχνος σοφία και ἔμπυρος τέχνη). Έτσι, αυτό το μερίδιο είναι θεϊκό, γιατί
το κατείχαν ως τότε μόνο οι θεοί, γιατί οι άνθρωποι το απέκτησαν με θεϊκή παρέμβαση του Προμηθέα και γιατί επιτρέποντας στον άνθρωπο να δημιουργήσει πολιτισμό, του έδωσε τη δυνατότητα να αναγνωρίσει την ύπαρξη των θεών. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ένα είδος συγγένειας με τους θεούς (δεν πρόκειται για συγγένεια λόγω κοινής καταγωγής, αλλά για πνευματική ή πολιτιστική). Επομένως, με τα δώρα που απέκτησε ο άνθρωπος αντιλήφθηκε την ύπαρξη των θεών («μόνον θεούς ἐνόμισεν»), συγγένεψε με αυτούς, πίστεψε στην ύπαρξή τους και άρχισε να τους λατρεύει. Ξεκίνησε λοιπόν, να χτίζει βωμούς και να κατασκευάζει αγάλματα θεών («ἐπεχείρει ἱδρύεσθαι βωμούς και ἀγάλματα θεῶν»), μέσα που θα τον βοηθούσαν στην εκτέλεση της λατρείας τους προς τους θεούς. Έτσι, δημιουργήθηκε η θρησκεία και μπόρεσε ο άνθρωπος σαν ένας «μικρός θεός» να δημιουργήσει πολιτισμό. Β2. Η προσπάθεια των ανθρώπων να δημιουργήσουν πολιτικά οργανωμένες κοινωνίες διέρχεται από διάφορες φάσεις. Αρχικά, οι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, ζούσαν μεμονωμένοι και κατοικούσαν διασκορπισμένοι εδώ και κει. Όμως, η ζωή τους κινδύνευε από τα θηρία που τους αφάνιζαν («ἀπώλλυντο οὖν ὑπό τῶν θηρίων»). Αυτή την απειλή δεν μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν, γιατί μπορεί να είχαν εργαλεία για την εξασφάλιση της τροφής, όμως υστερούσαν ως προς τη δύναμη και τις άλλες σωματικές ικανότητες από τα θηρία. Συνεπώς, για να προστατεύσουν τη ζωή τους από τον κίνδυνο αυτόν και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους, άρχισαν να γίνονται οι πρώτες προσπάθειες για τη συγκρότηση των πόλεων. Αναγκάστηκαν λοιπόν, να συναθροίζονται και να χτίζουν σπίτια, οργανώνοντας ευρύτερους οικισμούς, όπου ζούσαν πολλοί μαζί για την άμυνά τους («ἐζήτουν δή ἀθροίζεσθαι καί σῴζεσθαι... κτίζοντες πόλεις»). Όμως, προέκυπτε κάθε φορά ένα νέο πρόβλημα που οφειλόταν στην έλλειψη πολιτικής οργάνωσης («πολιτικήν γάρ τέχνην... ἧς μέρος πολεμική»). Καθώς ζούσαν πολλοί μαζί στους πρώτους κοινωνικούς σχηματισμούς, αδικούσαν ο ένας τον άλλον («ἠδίκουν ἀλλήλους... διεφθείροντο»). Συνεπώς, αυτή η συμβατική συμβίωση δεν είχε διάρκεια και άρχιζαν να σκορπίζονται και να σκοτώνονται πάλι από τα θηρία, επανερχόμενοι στην αρχική κατάσταση. Ωστόσο, ο Δίας επειδή φοβήθηκε για το ανθρώπινο γένος («δείσας περί πᾶν»), τους προσφέρει ως δώρα την αιδώ και τη δίκη. Ειδικότερα, με την χορήγηση της αιδούς, που αποτελεί την ηθικότητα, το σεβασμό στους άγραφους νόμους, το φιλότιμο και τον αυτοσεβασμό, καθώς και με την παροχή της δίκης, που είναι το συναίσθημα της δικαιοσύνης, η αντίληψη του δίκαιου και του άδικου, ο σεβασμός των γραπτών νόμων και των δικαιωμάτων των άλλων, οι άνθρωποι άρχισαν να δημιουργούν
σχέσεις, όπου κατοχυρώνεται η αξιοπρέπειά τους, περιστέλλοντας τις διάφορες εγωιστικές τάσεις και την επιθετικότητά τους. Ταυτόχρονα, η αιδώς και η δίκη είναι δεσμοί φιλίας («δεσμοί φιλίας συναγωγοί»), γιατί κρατούν δεμένους ψυχικά τους ανθρώπους, ώστε να μην αδικεί ο ένας τον άλλο και να μην συγκρούονται. Επομένως, με την συνεισφορά του Δία, οι άνθρωποι όχι μόνο σώθηκαν από τον επαπειλούμενο αφανισμό τους, αλλά και βοηθήθηκαν στην παραπέρα ανάπτυξη του πολιτισμού, δημιουργώντας κοινωνίες στις οποίες κυριαρχεί η αρμονία, η ευταξία και η κοινωνική συνοχή. Εξάγουμε, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν πολιτικά οργανωμένες κοινωνίες, πέρασαν αρκετές δυσκολίες και πολλά στάδια. Όμως, με την παρεμβολή του Δία, που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο, κατάφεραν την πραγμάτωση του σκοπού τους, που δεν ήταν άλλος από τη συγκρότηση των πόλεων. Β3. Σύμφωνα με το απόσπασμα του πρωτότυπου κειμένου («οὐ γάρ ἄν γένοιντο... ὡς νόσον πόλεως») ο Δίας δίνει αυστηρή εντολή να μοιραστούν σε όλους τους ανθρώπους («ἐπί πάντας»), η «αιδώς και η δίκη» που συγκροτούν την πολιτική αρετή. Μάλιστα, για να αιτιολογήσει την υποχρεωτική και καθολική συμμετοχή των ανθρώπων στα δώρα του, προσθέτει ένα επιχείρημα και ένα σκληρότατο νόμο. Αναφέρει ότι δεν είναι δυνατόν να συγκροτηθούν πόλεις, αν δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την αιδώ και τη δίκη. Επίσης, ο Δίας απειλεί με θανατική ποινή εκείνον που δεν μπορεί ή που δεν θέλει να έχει μερίδιο στην πολιτική αρετή, παρομοιάζοντάς τον με νοσηρή αρρώστια που πρέπει να θανατωθεί και να διωχθεί από την πόλη («θές παρ' ἐμοῦ... ὡς νόσον πόλεως»), γιατί χωρίς την αιδώ και την δίκη είναι αδύνατη η συγκρότηση των πόλεων. Με βάση το μεταφρασμένο απόσπασμα, η πολιτική αρετή στην Αθήνα θεωρείτο διδακτή. Όμως, υπήρχαν κάποιοι πολίτες που δεν τη δίδασκαν στους γιούς τους, με αποτέλεσμα να τους επιβάλλεται ως ποινή ο θάνατος, η εξορία και η δήμευση της περιουσίας τους, γιατί δεν φρόντισαν να αποκτήσουν την πολιτική αρετή. Δεν είναι λοιπόν φυσιολογικό να τους μαθαίνουν όλα τα υπόλοιπα που η άγνοια τους δεν επιφέρει καμία συνέπεια και να μην τους διδάσκουν την πολιτική αρετή. Συνεπώς, εξάγουμε το συμπέρασμα και από τα δύο αποσπάσματα ότι οι πολίτες έχουν προσωπικά την ευθύνη για την απόκτηση της πολιτικής αρετής. Αυτό συμβαίνει, γιατί η αιδώς και η δίκη, που συνιστούν τα μόρια της πολιτικής αρετής, δόθηκαν ως δυνατότητες σε μεταγενέστερο στάδιο και δεν αποτελούν έμφυτα χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Άρα, επαφίεται στην ελεύθερη βούληση του ιδίου να δεχτεί τα δώρα του Δία και κατά συνέπεια απαιτείται αγώνας, προσωπική προσπάθεια και διδασκαλία.
Β4. α) Σ β) Λ γ) Λ δ) Σ ε) Λ Β5. λοχαγός ἄγοντα, συναγωγοί ἀγαλλίασις ἀγάλματα θρέψις τροφάς βαθμίς βωμούς ἀφιξις ἱκανή ὀχυρός ἔχων διάδημα ὑποδέσεις νεογνός γένοιντο ὀλέθριος ἀπώλλυντο/ἀπόλοιτο δεισιδαίμων δείσας Γ1. Γ. Αδίδακτο κείμενο Από τη μια λοιπόν τα ναυτικά (οι επιχειρήσεις στη θάλασσα) των Ελλήνων ήταν τέτοια (τέτοιες) και αυτά που έγιναν τα παλαιά χρόνια και τα επόμενα. Από την άλλη (όμως) αυτοί που έστρεψαν την προσοχή τους σε αυτά απέκτησαν σημαντική δύναμη και λόγω της αύξησης των χρημάτων και (λόγω) της κυριαρχίας στους άλλους διότι πλέοντας (καθώς έπλεαν) εναντίον των νησιών και μάλιστα (ιδιαίτερα) όσοι δεν είχαν αρκετή γη, τα υπέτασσαν (καταλάμβαναν). Στην ξηρά όμως κανείς πόλεμος δεν έγινε (τέτοιος) από τον οποίο να προέλθει (αναδειχθεί/αποκτηθεί) για κάποιους (στρατιωτική) δύναμη. Όλοι, όσοι έγιναν, ήταν προς τους γειτονικούς τους λαούς για τον καθένα, ενώ (και) εκστρατείες σε ξένες περιοχές, πολύ μακρινές από τον τόπο τους, για υποδούλωση άλλων δεν επιχειρούσαν οι Έλληνες. Διότι δεν συντάσσονταν με τις ισχυρότερες πόλεις ως υπήκοοί τους, ούτε πάλι οι ίδιοι επιχειρούσαν ως ίσοι από κοινού εκστρατείες.
Γ2. ἦν: ἔσται ἐλαχίστην: ταῖς ἐλάττοσι(ν) προσσχόντες: πρόσσχωμεν ἐπιπλέοντες: ἐπιπλεῖτε κατεστρέφοντο: κατεστράφθω μάλιστα: μάλα διαρκῆ: (ὦ) διαρκές ἐκδήμους: ταῖς ἐκδήμοις οὐδείς: οὐδεμιᾶς ἐξῇσαν: ἐξελθεῖν Γ3.α. τά ναυτικά: Υποκείμενο στο ρηματικό τύπο "ἦν" (αττική σύνταξη). αὐτοῖς: Αντικείμενο στο ρηματικό τύπο "προσσχόντες". ἄλλων: ετερόπτωτος προσδιορισμός ως γενική, αντικείμενο στο "ἀρχῇ" ἐπί καταστροφῇ: επιρρηματικός εμπρόθετος προσδιορισμός του σκοπού (τελικού αιτίου) στο ρηματικό τύπο "ἐξῇσαν". ὑπήκοοι: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου στο υποκείμενο του ρηματικού τύπου ξυνειστήκεσαν "οἱ Ἕλληνες" Γ3.β. i) Κατηγορηματική μετοχή: Ἅπαντες γιγνώσκουσι ἰσχύν δέ περιποιησαμένους ὅμως οὐκ ἐλαχίστην τούς προσσχόντας αὐτοῖς. ii) Ειδική πρόταση: Ἅπαντες γιγνώσκουσι ὅτι ἰσχύν δέ περιεποιήσαντο ὅμως οὐκ ἐλαχίστην οἱ προσσχόντες αὐτοῖς. iii) Ειδικό απαρέμφατο: Ἅπαντες γιγνώσκουσι ἰσχύν δέ περιποιήσασθαι ὅμως οὐκ ἐλαχίστην τούς προσσχόντας αὐτοῖς.