ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α1. Έτσι λοιπόν εφοδιασμένοι στην αρχή οι άνθρωποι κατοικούσαν διασκορπισμένοι, πόλεις όμως δεν υπήρχαν. καταστρέφονταν λοιπόν από τα θηρία επειδή ήταν από κάθε άποψη πιο ανίσχυροι από αυτά, και οι τεχνικές γνώσεις ήταν ένας καλός βοηθός για αυτούς για την τροφή τους, αλλά ελλιπής για τον πόλεμο με τα θηρία - γιατί δεν είχαν ακόμα την τέχνη για την οργάνωση μιας πολιτείας, της οποίας μέρος είναι η πολεμική - επιδίωκαν λοιπόν να συναθροίζονται και να εξασφαλίζουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις. όταν λοιπόν συγκεντρώνονταν αδικούσαν ο ένας τον άλλο επειδή δεν είχαν την πολιτική τέχνη, ώστε πάλι, καθώς σκορπίζονταν, καταστρέφονταν. Ο Δίας λοιπόν επειδή φοβήθηκε για το γένος μας μήπως χαθεί εντελώς, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους και το σεβασμό και τη δικαιοσύνη για να υπάρχουν τάξη και στενές σχέσεις των πόλεων που να τις συνενώνουν με φιλία. Β1. Ο Πρωταγόρας, μετά την αφήγηση της φιλάνθρωπης πράξης του Προμηθέα, θεωρεί πως ο άνθρωπος απέκτησε μερίδιο συμμετοχής στη θεϊκή φύση. Παρά το γεγονός πως ο ίδιος υπήρξε αγνωστικιστής, θεωρούσε δηλαδή πως ούτε οι αισθήσεις επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τα άδηλα ούτε ο νους (Περί Θεῶν), κρίνει σκόπιμο στο πλαίσιο του μύθου- να εξηγήσει πως ο άνθρωπος έγινε κοινωνός των θεϊκών δώρων. Με τη φράση Ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας εννοεί φυσικά την ανακάλυψη της φωτιάς, της πρώτης μεγάλης πηγής ενέργειας, που έμαθε να μεταχειρίζεται ο άνθρωπος. Μαζί με την ἔντεχνον σοφία η φωτιά αποτελεί το θεϊκό μερίδιο που είχαν την τύχη να λάβουν οι άνθρωποι. Είναι θεϊκό γιατί το κατείχαν ως τότε μόνο οι θεοί, είναι θεϊκό γιατί οι άνθρωποι το απέκτησαν με θεϊκή παρέμβαση του Προμηθέα, είναι επίσης θεϊκό γιατί, επιτρέποντας στον άνθρωπο να αναπτύξει πολιτισμό, του επέτρεψε κατά συνέπεια να αναγνωρίσει την ύπαρξη των θεών. Η πρώτη και άμεση συνέπεια του δώρου της φωτιάς, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, είναι ακριβώς η εμφάνιση της θρησκείας. Η ἔντεχνος σοφία σύν πυρί που απέκτησε ο άνθρωπος χάρη στην αυτοθυσία του Προμηθέα, του επέτρεψε να δημιουργήσει τον τεχνικό πολιτισμό μεταβάλλοντας την όψη της φύσης κατά κάποιο τρόπο σαν δημιουργός θεός. Η τέχνη του Ηφαίστου και η σοφία της Αθηνάς μαζί με τη φωτιά αποτέλεσαν έτσι τη βασική υποδομή και κινητήρια δύναμη της προόδου του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο άνθρωπος εξάλλου είναι το μόνο είδος που δημιούργησε λατρευτικές τελετές για τους θεούς εξαιτίας της συγγένειάς του με αυτούς. Πίστεψε στην ύπαρξη θεών και προχώρησε στην ίδρυση βωμών και στην κατασκευή αγαλμάτων για την τέλεση της λατρείας. Γι αυτό τα στοιχεία αυτά θεωρήθηκαν συστατικά της θεϊκής ουσίας και ένα από τα μυστικά της δύναμης των θεών. Άλλωστε απώτερος σκοπός του Πρωταγόρα είναι να ικανοποιήσει το θρησκευτικό αίσθημα του αθηναϊκού κοινού που είναι συγκεντρωμένο στο σπίτι του Καλλία.
Β2. Στην αρχή της ενότητας ο Πρωταγόρας αναφέρεται στα πρώτα στάδια ζωής των ανθρώπων οι οποίοι αν και είχαν αναπτύξει ήδη έναν πολιτισμό - γλώσσα, θρησκεία, υλικοτεχνική υποδομή - ζούσαν ακόμα διασκορπισμένοι, μην έχοντας δημιουργήσει πόλεις (οὕτω δή παρεσκευασμένοι πόλεις δέ οὐκ ἦσαν.). Εν συνεχεία, ο σοφιστής αρχίζει να αιτιολογεί την ανάγκη σχηματισμού πόλεων καθώς οι άνθρωποι αφανίζονταν από τα θηρία διά τό πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο την έλλειψη δυνάμεών τους. Μολονότι η δημιουργική τέχνη, η τέχνη δηλαδή των δημιουργών, των τεχνιτών[ο δημιουργός(<δῆμος + ἔργον) είναι αυτός που παράγει ένα έργο ωφέλιμο στο δήμο, στο λαό στην κατηγορία των δημιουργών ανήκαν κατά τους ομηρικούς χρόνους οι μάντεις, οι γιατροί, οι κήρυκες, οι οικοδόμοι] τους βοηθούσε στην εξεύρεση τροφής, δεν τους παρείχε όμως τις αναγκαίες δυνατότητες για την αντιμετώπιση των άγριων ζώων(καί ἡ δημιουργική τέχνη ἐνδεής.). Αιτία αυτού ήταν η απουσία της πολιτικής τέχνης, μέρος της οποίας είναι η πολεμική, η οποία βοηθά τον άνθρωπο στο να προφυλάσσεται από τα θηρία εκθειάζοντας έτσι την πολιτική τέχνη ως ανώτερη όλων των άλλων τεχνών. Ως μοναδική λύση λοιπόν για τη σωτηρία τους οι άνθρωποι επέλεξαν το σχηματισμό πόλεων δίχως όμως θετικά αποτελέσματα, καθώς η έλλειψη της πολιτικής τέχνης οδηγούσε στην μεταξύ τους αδικία και κατά συνέπεια στην αλληλοεξόντωσή τους (ὅτ οὖν ἀθροισθεῖεν, ἠδίκουν ἀλλήλους διεφθείροντο.). Στην κρίσιμη αυτή στιγμή λοιπόν παρεμβαίνει ο πατέρας των θεών, ο Δίας, για να δώσει στους ανθρώπους μέσω του Ερμή την αἰδῶ καί τήν δίκην σώζοντας το γένος τους από τον αφανισμό. Με τον όρο αἰδώς νοείται ο σεβασμός ανθρώπου σε άνθρωπο, αυτοσεβασμός, ηθική συνείδηση, φιλοτιμία, κοσμιότητα. Η λέξη δίκη σημαίνει το συναίσθημα της δικαιοσύνης, την έμφυτη αντίληψη για το δίκαιο, το σωστό και το νόμιμο. Τα δύο αυτά συναισθήματα εξασφαλίζουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και συνιστούν μέρος της πολιτικής αρετής βοηθώντας στην ανάπτυξη δεσμών φιλίας, η οποία ως φυσική δύναμη συνδέει διαφορετικά στοιχεία, σε αντίθεση με το Νείκος τη φυσική δύναμη που τα χωρίζει και οδηγούν στη συγκρότηση πολιτισμένων κοινωνιών (Ζεύς συναγωγοί.). Στο σημείο αυτό ο Ερμής, ως εκτελεστής της θείας βούλησης, αφελώς και με τρόπο κωμικό, ρωτά το Δία ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος διανομής της Δίκης και της Αιδούς. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, θέτει το πρόβλημα στη βάση του : είναι η πολιτική ένα ειδικό επάγγελμα, μέρος του κοινωνικού καταμερισμού των επαγγελμάτων; Η ερώτηση διατυπώνεται από τον Ερμή και ο Δίας βροντοφωνάζει «Όχι». Αν περιλαμβανόταν στον καταμερισμό εργασίας και η πολιτική, δε θα συμμετείχαν όλοι στην πολιτική ζωή και δε θα υπήρχαν πόλεις, με την έννοια ότι η πολιτική προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι αποδέχονται κοινές ηθικές αξίες(πότερον ὡς αἱ τέχναι πάντες μετεχόντων.) Αν δεν τις αποδέχονταν, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί θα κατέληγαν στην αλληλοεξόντωση των ανθρώπων, όπως στην προηγούμενη φάση. Η πολιτική συνδέεται άρρηκτα με την αιδώ και τη δίκη, που αποτελούν το θεμέλιο και την αναγκαία προϋπόθεσή της. με την έννοια αυτή θα ήταν αδιανόητο να μην έχει δοθεί σε όλους. Είναι προφανές λοιπόν από τα παραπάνω ότι ο Πρωταγόρας, μέσα από το μύθο του, τονίζει την καθολικότητα και τη σπουδαιότητα της πολιτικής αρετής,
επισημαίνοντας ότι η κοινωνία συστάθηκε λόγω του φόβου των ανθρώπων προς τα θηρία, δηλαδή νόμῳ και όχι φύσει. Β3. Φτάνοντας στο τέλος του μύθου ο Πρωταγόρας επιχειρεί, με άτεγκτο και αδιάλλακτο τρόπο, να διασφαλίσει την επιβίωση των ανώτερων κοινωνικών σχηματισμών, δηλαδή των πόλεων. Βάζει έτσι στο στόμα του Δία έναν ομολογουμένως σκληρό νόμο για όποιον δε θελήσει να μετάσχει στην αἰδώ και στη δίκη: να θανατώνεται ως αρρώστια της πόλης (κτείνειν ὡς νόσον πόλεως). Μια τέτοια ποινή βέβαια σήμερα θα τη θεωρούσαμε σκληρό και απάνθρωπο μέτρο, ωστόσο τοποθετημένη σε εκείνη την εποχή έχει ως σκοπό να εξηγήσει τη μέγιστη σημασία της ύπαρξης της πολιτικής αρετής για την αρμονική συμβίωση των ανθρώπων σε οργανωμένη κοινωνία. Αναγκαία κρίνεται η διευκρίνιση από το σοφιστή πως δεν περιλαμβάνεται η πολιτική στον καταμερισμό της παραγωγικής διαδικασίας, δεν είναι δηλαδή ένα ειδικό επάγγελμα (ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν) αλλά είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία των πόλεων. Η αναγκαιότητα της ύπαρξης ποινών τονίζεται και σε άλλο χωρίο του έργου του. Συγκεκριμένα στο μεταφρασμένο δοθέν απόσπασμα επικαλείται και πάλι τη θανατική ποινή για όποιον δεν κατάφερε να διδαχθεί και να καλλιεργήσει την πολιτική αρετή. Παράλληλα βέβαια με το θάνατο αναφέρεται η ύπαρξη κι άλλων ποινών εξίσου αυστηρών, προσβλητικών και ταπεινωτικών για τον άνδρα της αθηναϊκής πόλης κράτους: εξορία, δήμευση περιουσίας και συνολική, συλλήβδην, καταστροφή του οίκου, που δε σήμαινε μόνο την οικογένεια αλλά και τη συνέχειά της μέσα στο χρόνο. Ο νόμος του Δία περί θανατικής ποινής φαινομενικά αντιφάσκει με το γεγονός ότι ο ίδιος τη δώρισε ἐπί πάντας και όρισε πάντες μετεχόντων. Ωστόσο μια πιο ενδελεχής προσέγγιση από την οπτική του Πρωταγόρα αίρει αυτή την αντίφαση: η αιδώς και η δίκη δεν είναι πολιτική αρετή αλλά αποτελούν τις προϋποθέσεις για την απόκτησή της. Αφού οι ηθικές αυτές αξίες δεν δόθηκαν a priori στον άνθρωπο είναι λογικό να μην υπάρχουν στον ίδιο βαθμό σε όλους και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Αβίαστα λοιπόν, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η παιδεία αποτελεί την κινητήρια εκείνη δύναμη που θα μετατρέψει τον άνθρωπο από δυνάμει σε ενεργεία πολιτικό ον. Επομένως είναι απαραίτητη η παρουσία του δασκάλου ένας τέτοιος διδάσκαλος είναι ο Αβδηρίτης Πρωταγόρας, από το λόγο του οποίου συνάγεται η άποψη ότι είναι ένας άξιος σμιλευτής του παιδαγωγικού λόγου και ίσως ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του ελληνικού διαφωτισμού. Β4. α. ΣΩΣΤΟ β. ΛΑΘΟΣ γ. ΛΑΘΟΣ δ. ΣΩΣΤΟ ε. ΛΑΘΟΣ Β5. ἄγοντα/συναγωγοί ἀγάλματα
τροφάς βωμούς ἱκανή /ἱκανός μετέσχε / εἶχον,ἔχοντες,ἔχων,μετεχόντων,μετέχοιεν,μετέχειν ὑποδέσεις γένοιντο/ γένει ἀπώλλυντο/ ἀπόλοιτο δείσας Γ1. Μετάφραση ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Οι ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων λοιπόν ήταν σε τέτοια κατάσταση, και οι παλαιότερες και οι κατοπινότερες. Όσοι όμως έστρεψαν την προσοχή τους σε αυτές, απέκτησαν πολύ μεγάλη δύναμη και με την αύξηση των χρημάτων και με την κυριαρχία τους πάνω σε άλλους. διότι πλέοντας εναντίον των νησιών, και κυρίως αυτοί που δεν είχαν αρκετή έκταση, τα υποδούλωναν. Κανείς πόλεμος δεν έγινε στην ξηρά όμως, από τον οποίο μερικοί να απέκτησαν και κάποια δύναμη. όλοι όμως όσοι έγιναν, ήσαν (πόλεμοι) εναντίον των δικών τους γειτόνων, ενώ δεν έκαναν οι Έλληνες εκστρατείες πολύ μακριά από τη χώρα τους για να υποδουλώσουν άλλες (χώρες). Διότι δε συνασπίζονταν με τις ισχυρότερες πόλεις ως υπήκοοι, ούτε πάλι οι ίδιοι έκαναν από κοινού εκστρατείες με ίσους όρους. Γ2. ἦν: ἒσται ἐλαχίστην: ἐλάττοσι(ν) προσσχόντες: πρόσσχωμεν ἐπιπλέοντες: ἐπιπλεῖτε κατεστρέφοντο: κατεστράφθω μάλιστα: μάλα διαρκῆ: (ὦ) διαρκές ἐκδήμους: ἐκδήμοις οὐδείς: οὐδεμιᾶς ἐξῇσαν: ἐξελθεῖν Γ3. α. τα ναυτικά: υποκείμενο του ρήματος «ἦν» (αττική σύνταξη) αὐτοῖς: αντικείμενο της μετοχής «προσσχόντες» ἂλλων: ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική αντικειμενική στο «ἀρχῇ» ἐπί καταστροφῇ: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο «οὐκ ἐξῇσαν στρατείας» ὑπήκοοι: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου που προσδιορίζει το ρήμα «οὐ ξυνειστήκεσαν» και αναφέρεται στο εννοούμενο υποκείμενο «Ἓλληνες»
β. Ἅπαντες γιγνώσκουσι δέ ὃτι ἰσχύν περιεποιήσαντο ὃμως οὐκ ἐλαχίστην οἱ προσσχόντες αὐτοῖς Ἅπαντες γιγνώσκουσι δέ ἰσχύν περιποιησαμένους ὃμως οὐκ ἐλαχίστην τούς προσσχόντας αὐτοῖς σπάνια: Ἅπαντες γιγνώσκουσι δέ ἰσχύν περιποιήσασθαι ὃμως οὐκ ἐλαχίστην τούς προσσχόντας αὐτοῖς