ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΝΑΜΠΟΚΩΦ. Γέλιο στο σκοτάδι. EKBoOEIC:; ΜΠΟΥιατη



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Το παραμύθι της αγάπης

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Transcript:

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΝΑΜΠΟΚΩΦ Γέλιο στο σκοτάδι EKBoOEIC:; ΜΠΟΥιατη

Το βιβλίο Γέλιο στο σκοτάδι του Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ γραμμένο στα 1932 είναι από τα πρώτα μυθιστορήματα του μεγάλου συγγραφέα της Λολίτας, το οποίο άλλωστε απ τελεί και το πρώτο σχεδίασμα του πολύκροτου αυτού μυθιστορήματος. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ γεννημένος στην Πετρούπολη τον Απρίλιο του 1899, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Ρωσίας, θεωρείται σαν ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 200υ αιώνα. Έγραψε πολλά μυθιστορήματα, γνωστότερα των οποίων είναι: Λολίτα, Πρόσκληση σε αποκεφαλισμό, Χλωμή Φωτιά, και Άντα. Πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1977.

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΝΑΜΠΟΚΩΦ ΓΕΛΙΟ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ Μετάφραση Κατερίνα Ροντογιάννη ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΠΥΡΟΣ Ν. ΜΠΟΓΙΑΤΗΣ

ΕΚΔΟΤΗΣ: Σπόρος Μπογιά:της Τuπογραψική διόρθωση: Ελένη Σταμ,οόλη ΦωτοσΤOLχειοθεσία: «Πορεία» Εκτόπωση: Ανδ. Μαχαλιώτης Πρώτη έκδοση: Δεκέμ,βριος 1984 'Εκδόσεις Σπόρος Ν. Μπογιά:της Σόλωνος 99 - ΑΘΗΝΑ τηλ. 3627028 Copyright: Σπόρος ΜπογιιΧτης

1 Μια φορά κι έναν καιρό, στο Βερολίνο, στην Γερμανία, ζοόσε ένας άνθρωπος ΠΟι) τον λέγανε Αλμπίνοuς. Ήταν πλοόσιος, εuuπόληπτος, εuτuχισμένος μια μ.έρα, εγκατέλειψε τη γuναίκα ΤΟι) για μια μικρή ΤΟι) ερωμένη αγάπησε, δεν αγαπήθηκε και η ζωή ΤΟι) τέλειωσε ολέθρια. Κοντολογίς αuτή είναι η ιστορία και ίσως να την αφήναμε έτσι, αν η αφήγησή της δεν ήταν εuχάριστη και διδακτική: ωστόσο, αν και ο χώρος μιας ταφόπετρας είναι αρκετός για να χωρέσει, φραγμένη απ' άγρια χόρτα, την περίληψη μιας ανθρώπινης ζωής, οι λεπτομέρειες πάντα είναι καλοδεχοόμενες. Μια νόχτα λοιπόν, ο Αλμπίνοuς έτuχε να έχει μια θαuμάσια ιδέα. Για να ποόμε την αλήθεια, δική ΤΟι) τελείως δεν ήταν, θόμιζε κάποια φράση ΤΟι) Κόνραντ (όχι ΤΟι) διάσημοι) Πωλ, αλλά ΤΟι) Οόντο Κόνραντ, ΠΟι) έγραψε τις αναμνήσεις ενός αφηρημένοι) κι εκείνο το άλλο για το γέρο ταχuδακτuλοuργό, ΠΟι) εξαφάνισε τον εαuτό ΤΟι) πάνω στο καλλίτερό ΤΟι) νοόμερο). Εν πάση περιπτώσει, αuτός με το να ΤΟι) αρέσει και να την σκέφτεται, την έκανε δικιά τοu, την άφησε να μεγαλώσει μέσα ΤΟι) και έτσι να ΤΟι) κuριέψει τον νοu. Σαν τεχνοκριτικός ΠΟι) ήταν και είδικός στοuς πίνακες ζωγραφικής, σuχνά διασκέδαζε αγοράζοντας τοπία και πορτραίτα, uπογεγραμμένα από διάφοροuς μεγάλοuς ζωγράψοuς, ΠΟι) τα έβρισκε τuχαία ο ί διος: όλη η ζωή ΤΟι) είχε γίνει μια γκαλερί έργων τέχνης, όλα τοuς uπέροχες απομιμήσεις. Έπειτα, μια νόχτα, κι ενώ έδινε στο πολuμαθές ΤΟι) μuαλό μια ανάπαuλα γράφοντας κάποφ αρθράκι (όχι τίποτα σποuδαίο, δεν ήταν ιδιαίτερα προικισμένος άνθρωπος) πάνω στην τέχνη ΤΟι) κινηματογράφοu, ΤΟι) ήρθε αuτή η ιδέα. Είχε σχέση με έγχρωμα κινοόμενα σχέδια ΠΟι) τότε 7

μόλις είχαν αρχίσει να xtiνouν την εμφάνισή τοuς. Σκέφτηκε λοιπόν, πόσο μαγεuτικό θα ήταν, αν χρησιμ.οποιοόσε σ' αuτήν την μέθοδο διάσημοuς πίνακες, τοuς πρόβαλλε στην οθόνη κι έπειτα τοuς έδινε ζωή -κίνηση και χειρονομία να εξελίσσονται γραφικά, σε απόλuτη αρμονία με την στατική τοuς κατάσταση στον πίνακα. Για παράδειγμα, κάποιο καπηλειό με μικροσκοπικοός ανθρώποuς καθισμένοuς γόρω από ξόλινα τραπέζια να πίνοuν μακάρια και την ηλιόφωτη έποψη μιας αuλής με τ' άλογα σελωμένα, ξαφνικά να ζωντανεόοuν, εκείνος ο μικρόσωπος άνδρας στα κόκκινα ν' αφήνει την κοόπα τοι) στο τραπέζι, το κορίτσι με τον δίσκο να τριγuρνά ελεόθερα και την κότα στο κατώφλι ν' αρχίζει το τσιμπολόγημα. Αuτό θα μποροόσε να σuνεχιστεί προβάλλοντας έπειτα ένα τοπίο τοι) ίδιοι) τοι) ζωγράφοι) με ίσως σuννεφιασμένο οuρανό, ένα παγωμένο κανάλι και άτομα με κομψά παγοπέδιλα εκείνης της εποχής, να γλιστροόν ανάλαφρα στις παλιομοδίτικες καμπόλες ποι) προβάλλονταν στον πίνακα' ή κάποιον βρεγμένο δρόμο με ομίχλη κι ένα ζεuγάρι καβαλάρηδων. Τελικά να επανέρχεται στην ί δια ταβέρνα, να ξαναβάζει σιγά σιγά τις φιγοόρες και τον φωτισμό στην ίδια σειρά, να τις τοποθετεί έτσι ποι) να auζητοόν και όλα να τελειώνοuν με την πρώτη εικόνα. Έπειτα επίσης θα μποροόσε να δοκιμάσει με τοuς Ιταλοός. Μια γκριζογάλανη φιγοόρα ενός λόφοι) για φόντο, κάποιο ελικοειδές μονοπάτι και μια μικρή ομάδα οδοιπόρων ποι) ξετuλιγεται αργά καθώς ανεβαίνει. Και ακόμα ί σως θρησκεuτικά θέματα, όμως μόνο έκείνα με τις μικροσκοπικές φιγοόρες. Και ο σχεδιαστής θα έπρεπε όχι μόνο να έχει βαθιά γνώση τοι) σuγκεκριμένοu ζωγράφοι) και της περιόδοι) τοu, αλλά να διαθέτει και αρκετό ταλέντο ώστε να αποφεόγει κάθε μπέρδεμα ανάμεσα στην παραγόμενη κίνηση και σ' εκείνη ποι) ειχε δώσει ο παλιός δάσκαλος. Έπρεπε οπωσδήποτε να εξελιχθοόν όλα όπως ακplβώς ήταν στον πίνακα. Ω! σίγοuρα μπορεί να πραγματοποιηθει Και τα χρώματα... θα πρέπει να είναι περισσότερο εξεζητημένα από εκείνα των κινοόμενων σχε- 8

δίων. Πόσα- όμορφα πράγματα θα μποροόσαν να ειπωθοόν! Το όραμα ενός καλλιτέχνη, το χαροόμενο ταξίδι ματιοό και πινέλοu και ένας κόσμ.ος φτιαγμένος μ.ε τον τρόπο EXECVou τοu καλλιτέχνη, πλημμuρισμένος απ' τοuς τόνοuς ποu αuτός ο ίδιος είχε βρει. Μετά από λίγο καιρό, έτuχε να μιλήσει γι' αuτό σ' έναν παραγωγό ταινιών, όμως εκείνος δεν έδειξε να ενθοuσιάζεται καθόλοu. Αντίθετα, είπε ότι αuτό θα σuνεπάγετο μία πoλu εuαίσθητη καλλιτεχνική εργασία και νέες βελτιώσεις στην μέθοδο των κινοuμένων, και θα κόστιζε πάρα πολλά χρήματα είπε επισης, ότι μια τέτοια ταινία, εξαιτίας τοu κοπιαστικοό της σχεδιάσματος, λογικά δεν θα μποροόσε να διαρκέσει περισσότερο από λιγα λεπτά ότι ακόμα και τότε, ο περισσότερος κόσμος θα έπληττε μέχρι θανάτοu και ότι γενικά θα ήταν αποτuχία. Έπειτα ο Αλμπίνοuς σuζήτησε πάλι γι' αuτό μ' έναν άλλον άνθρωπο τοu κινηματογράφοu, όμως κι αuτός επίσης γέλασε με την όλη uπόθεση. «Θα μποροόσαμε να ξεκινήσοuμε με κάτι τελείως απλό», είπε ο ΑλμπCνοuς, «ένα χρωματιστό παράθuρο ποu ζωντανεόει, κάποιο κινοόμενο οικόσημο, ένα ή δuο μικροσκοπικοός άγιοuς». «Λuπάμαι, αλλά δεν αξιζει», απάντησε αuτός. «Δεν μποροόμε να διακινδuνέψοuμε με γνωστοίις πινακες». Όμως ο Αλμπίνοuς παρέμενε προσκολλημένος στην ιδέα τοu. Τελικά έμαθε για έναν έξuπνο τόπο, τον 'Αξελ Ρεξ, ο οποίος ήταν μοναδικός στις πρωτοτuπcες - είχε, για την ακρίβεια, σχεδιάσει ένα περσικό ρομάντζο ποu ικανοποίησε τοuς διανοοuμενοuς τοu Παρισιοίι και κατέστρεψε τον άνθρωπο ποu το είχε χρηματοδοτήσει. Ο Αλμπίνοuς προσπάθησε να τον βρει, αλλά έμαθε ότι είχε μόλις φόγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όποu έκανε σκίτσα για ένα εικονογραφημένο περιοδικό. Έπειτα από μερικό καιρό ο Αλμπίνοuς κατάφερε να έρθει σ' επαφή μαζί τοu και ο Ρεξ έδειξε να ενδιαφέρεται. Μια ορισμένη μέρα τοu Μάρτη, ο ΑλμπCνοuς έλαβε ένα μεγάλο γράμμα απ' αuτόν, ποu όμως σuνέπεσε με μια 9

ξαφνική κρίση στην ιδιωτική - την πάρα πολό ιδιωτική - ζωή του Αλμπίνους, έτσι η θαυμάσια αυτή ιδέα η οποία διαφορετικά μπορεί να παρέμενε απραγματοποίητη και ί σως είχε βρει έναν τοίχο για να γαντζωθεί και ν' ανθίσει, χλώμιασε παράξενα και ζάρωσε κατά την διάρκεια - της τελευταίας εβδομάδος. Ο Ρεξ έγραφε πως ήταν ανώφελο να επιμένέι προσπαθώντας να δελεάσει τοuς ανθρώπους του Χόλυγουντ και πρότεινε στον Αλμπίνους, επειδή αυτός ο τελευταίος ήταν άνθρωπος με οικονομική άνεση, να χρηματοδοτήσει ο ίδιος την ιδέα του σ' αuτή την περίπτωση, ο Ρεξ θα δεχόταν μία άλφα αμοιβή (κάποιο αρχικό ποσό), το μισό στην αρχή, για να σχεδιάσει ένα φιλμ απ' τον Μπροόγκελ - τις «Παροιμίες» για παράδειγμα, ή οτιδήποτε άλλο θα άρεσε στον Αλμπίνους για ν' αρχίσει. «Αν ήμουυ στην θέση σου», παρατήρησε ο Πωλ, ο xouvtιxooc; του Αλμπίνους, ένας άντρας χοντρός, που κυκλοφοροόσε πάντα με δυο στιλό που εξείχαν απ' την τσέπη τοu, και που είχε την φήμη του καλλίτεροι) ανθρώπου, «θα το διακινδuνευα. Οι συνηθισμένες ταινίες κοστίζουν περισσότερο - εννοώ εκείνες με πολέμους και κτίρια που καταρρέουν». «Μην επιστρέφεις στα ίδια σε παρακαλώ, δεν έχω διάθεσψ. «Μου φαίνεται πως μετάνιωσερ>, έκανε ο Πωλ ρουφώντας το ποόρο του, «έλεγες πως σκόπευες να θυσιάσεις κάποιο σημαντικό ποσό ελάχιστα μικρότερο από την αμοιβή που σου ζητά εκείνος. Γιατί, τι σου σuμβαίνει; Δεν φαίνεσαι και τόσο ενθουσιασμένος όπως πριν από λίγο καιρό. Μήπως σκέφτεσαι να τα παρατήσεις;» «Δεν νομίζω, δεν ξέρω. Είναι η πρακτική τοι) πλευρά που με κάνει και βαριέμαι, διαφορετικά εξακολουθεί να μ' αρέσει αυτή η ιδέα». «Για ποια ιδέα λες;» ρώτησε η Ελισάβετ, η ΓUναίκα του Αλμπίνους. Η συνήθειά της αυτή να ρωτά για θέματα που είχαν συζητηθεί πολλές φορές μπροστά της, οφειλόταν πιο πολό 10

στην νευρικότητά της παρά στην απροσεξία της. Συχνά πετοόσε, έτσι στην τόχη, καμιά αφηρημένη ερώτηση, πριν ακόμα τελειώσει ο άλλος, ενώ πάντα ήξερε ότι μποροόσε ν' απαντήσει η ίδια το ίδω σωστά στην ερώτησή της. Ο άντρας της που ήξερε καλά αυτήν της την συνήθεια, δεν νευρίαζε ποτέ, συγκινιόταν μάλιστα και διασκέδαζε. Συνέχιζε την κουβέντα του μ' ένα καρτερικό χαμόγελο μέχρι που πια στο τέλος, μόλις έκανε την ερώτηση, έδινε και την απάντηση μόνη της. Ωστόσο, την ημέρα εκείνη, μια μαρτιάτικη μέρα, ο Αλμπίνους ήταν σε τέτοια κατάσταση εκνευρισμοό, σόγχυσης και μιζέριας, που τον έπιασε φοβερός θυμός. «Μα τι σε πιάνει λοιπόν; Θα 'λεγε κανείς πως έπεσες απ' το φεγγάρι», της φώναξε. Τότε η γυναίκα του του είπε με μια μικρή κίνηση. «Α, ναι, θυμάμαι. Όχι τόσο γρήγορα παιδί μου, όχι τόσο γρήγορα!» έκανε αμέσως μετά γυρίζοντας προς την μικρή Ίρμα που καταβρόχθιζε λαίμαργα την κρέμα σοκολάτα της. «Σκέφτομαι)), άρχισε ο Πωλ, ρουφώντας το ποόρο του, «πως κάθε καινοόρια ανακάλυψη... )) Ο Αλμπίνους συλλογίστηκε: «Μα τι διάβολο με νοιάζει εμένα αυτός ο Ρεξ, οι αντιλήψεις του Πωλ και η κρέμα σοκολάτα της μικρής... Εγώ τρελαίνομαι και δεν το ξέρει κανένας. Και δεν τα καταφέρνω να συμμαζευτώ, μάταιη προσπάθεια, και αόριο θα πάω πάλι να καθίσω σαν ηλίθιος σ' εκείνο το σκοτάδι... απίστευτω). Πραγματικά ήταν απίστευτο, αν σκεφτεί κανείς πως μέσα σ' ένα διάστημα εννιά χρόνων συζυγικής ζωής, ο Αλμπίνους δεν είχε ποτέ, ποτέ... «Κατά βάθοζ)), σκέφτηκε, «θα έπρεπε να τα πω όλα στην Ελισάβετ ή μπορεί και να μην της πω απoλuτως τίποτα αλλά να φόγω για λίγο καιρό μαζί της για κάποιο ταξίδι ή να πάω σε κάποιον ψυχαναλυτή ή τέλος... )) Τι ανόητη σκέψη! Δεν μποροόμε παρ' όλα αυτά να πάρουμε ένα περίστροφο και να σκοτώσουμε μια άγνωστη μόνο και μόνο γιατί μας αρέσει! 11

Ο Αλμπίνοuς ποτέ' δεν ήταν τuχερός στον έρωτα. Παρ' όλη την εuχάριστη όψη το\) και τοuς καλοός τοι) τρόποuς, τη ζωηρότητα της ομιλίας τοι) (τραόλιζε λίγο μα αuτό έδινε μια απρόβλεπτη χάρη στην σuζήτηση) και τέλος, παρ' όλη την κτηματική περιοuσία τοι) και τα χρήματα ποι) είχε κληρονομήσει απ' τον πατέρα "tou, δεν μποροόσε να καταφέρει τίποτα με τις γuναίκες. Όταν ήταν ακόμα φοιτητής είχε μια σχέση με μια μελαγχολική γηραιά xupccx, ποι) αργότερα, κατά την διάρκεια τοι) πολέμοu, τοι) έστελνε στο μέτωπο μωβ σοσόνια, μάλλινες φανέλες, και τεράστια παθιασμένα γράμματα, γραμμένα με σκληρό, δuσανάγνωστο χαρακτήρα σε. χοντρό χαρτί. Ύστερα ακoλouθησε ε.κείνη η uπόθεση με την ruvcxcxcx τοι) χερ προφέσορ, ποι) σuνάντησε στον Ρήνο: ήταν χαριτωμένη - από ειδική γωνία όμως και με κατάλληλο φωτισμό - αλλά τόσο ψυχρή και ντροπαλή που γρήγορα την παράτησε. Τέλος, λίγο πριν τον γάμο "tou, γνώρισε στο Βερολίνο μια ισχνή, μελαγχολική ruvcxcxcx. Τον σuναντοuσε κάθε Σάββατο βράδι) και το 'χε σuνήθειο να τοι) διηγείται λεπτομερώς το παρελθόν της. Επαναλάμβανε το ίδιο καταραμένο πράγμα πάλι και πάλι, αναστέναζε βαριά στην αγκαλιά το\) και πάντα ο κόκλος ολοκληρωνόταν με μια φράση γαλλική ποι) ήξερε: «C' est la vie». Λάθη, αναζητήσεις, απογοήτεύση' ο θεός τοι) έρωτα. ποι) τον πpoστάτε.uε, θα ήταν γρουσούζης και χωρίς φαντασία. ΙΙαΡάλληλα μ' αuτά τα λειψά ρομάντζα uπήρξαν κι άλλες χιλιάδες κοπελιές, ποι) τις είχε ονειρεuτεί χωρίς ποτέ όμως να καταφέρει να τις γνωρίσει: είχαν γλιστρήσει από μπροστά τοι) αφήνοντάς τοι) για μια δuο μέρες εκείνη την απελπισμένη αίσθηση τοι) χαμοό. Παντρεότηκε, όμως, αν και κατά κάποιο τρόπο αγαποόσε την Ελισάβετ, αuτή απέτuχε να τοι) δώσει την σuγκίνηση ποι) ποθοόσε όλα αuτά τα χρόνια. Ήταν κόρη ενός διάσημοι) διε.uθυντή θεάτρου, ένα λuγε.ρό, ξcxνθόμαλ -λο κορίτσι με άχρωμα μάτια και μικρά σπuράκια στη βά- 12

ση της μότης της. Το δέρμα της ήταν τόσο εuαίσθητο πο!) η παραμικρή επαφή με οτιδήποτε, άφηνε επάνω το!) κόκκινα σημάδια. Την παντρεότηκε, μόνο γιατί έτσι έτuχε να έρθοuν τα πράγματα. Ένα ταξιδάκι στα βοuνά, σuντροφιά μ' εκείνην, τον χοντρό αδελφό της και μια αξιοσημείωτα αθλητική εξαδέλφη της ποu, δόξα το θεό, έσπασε το πόδι της στην Ποντρεζίνα και τοuς άφησε χρόνοuς, στάθηκε αφορμή για την ένωσή τοuς. Υπήρχε κάτι τόσο κομψό, τόσο αέρινο στην Ελισάβετ, και γελοόσε τόσο όμορφα. Παντρεότηκαν στο Μόναχο για ν' αποφuγοuν την επιδρομή από τοuς χιλιάδες Βερολινέζοuς γνωστοός τοuς. Οι καρuδιές ήταν αν6.σμένες. Ένας απ' τοuς σερβιτόροuς στο ξενοδοχείο πο!) πήγαν ήξερε επτά γλώσσες. Η Ελισάβετ φανέρωσε μια τρuφερή μικρούλα οuλή - ενθύμιο σκωληκοειδίτιδας. Ήταν πειθήνια και EurEVLxij και ο έρωτάς της ijauχος όμως πότε πότε είχε κάτι ξεσπάσματα πάθοuς κι αuτές τις στιγμές ο Αλμπίνοuς σuλλογιζόταν πως δεν είχε την ανάγκη καμιάς άλλης γuναίκας. Όταν έμεινε έγκuος τα μάτια της πήραν μια απλανή έκφραση ικανοποίησης, περπατοόσε με μικρά προσεκτικά βηματάκια και καταβρόχθιζε χοόφτες χιόνι, βιαστικά, ό ταν δεν την έβλεπε κανείς. Ο Αλμπίνοuς την πρόσεχε όσο μποροόσε καλλίτερα την έπαιρνε σε μακρινούς αργοός περιπάτοuς, την έστελνε να κοιμάται νωρίς, και την πρόσεχε μήπως κτuπήσει στα διάφορα έπιπλα το!) σπιτιοό. Όμως την νόχτα, σαν έπεφτε να κοιμηθεί, ονειρεuόταν νεαρές πανέμορφες κοπελιές, ολόγuμνες, ξαπλωμένες σ' ερημικές ακτές και τον έπιανε ξαφνικά τρόμος μήπως και τον τσακώσει η γuναίκα τοu. Το πρωί, η Ελισάβετ μελετοόσε το πρησμένο της κορμί στον καθρέφτη, και χαμογελοόσε: ένα ικανοποιημένο και μuστηριώσες χαμόγελο. Τελικά την μετέφεραν σε μια κλινική και ο Αλμπίνοuς πέρασε μόνος τρεις βδομάδες, αγωνιώντας και μην ξέροντας τι να κάνει τον εαuτό τοu. Τον βασάνιζαν ouo σκέψεις ταuτόχρονα. Η μια 'ήταν πως μποροόσε να πεθάνει η 13

-yuναίκα το\) και η άλλη πως κάποιος άλλος, αποψασιστικότερος απ' α\)τόν, θα μ.ποροόσε να έβρισκε μ.ια κοπέλα σε κανένα μ.παρ και να την πάρει στο άδειο το\) δωμ.άτιο. Επιτέλο\)ς, θα γεννιόταν ποτέ α\)τό το παιδί; Ο Αλ-. μ.πίνο\)ς πηγαινοερχόταν στο μ.ακρό, ασπροπλ\)μ.ένο, ασπροβαμ.μ.ένο διάδρομ.ο μ.' εκείνον τον εψιαλτικό ψοίνικα σε μ.ια γλάστρα στην κορψή της σκάλας τον μ.ισοόσε, μ.ισοόσε την απελπιστική ασπρίλα το\) χώρο\) και τις \)περκινητικές νοσοκόμ.ες μ.ε τα χοντροκομ.μ.ένα αστεία και τα λε\)κά ΨΤεΡωτά κεψάλια πο\) διαρκώς προσπαθοόσαν να τον βάλο\)ν να καθίσει. Τελικά εμ.ψανίστηκε ο βοηθός και είπε βλοσηρά: «Τελειώσαμ.ε». Μπροστά στα μ.άτια το\) Αλμ.πίνο\)ς εμ.ψανίστηκε μ.ια ψιλή μ.αόρη βροχή σαν το ψτεροόγισμ.α σε μ.ερικά πoλu παλιά ψιλμ.ς. Έτρεξε γρήγορα στον θάλαμ.ο όπο\) πληροψορήθηκε ότι η Ελισάβετ είχε γεννήσει κανονικά. Το μ.ωρό, ένα κοριτσάκι, ήταν στην αρχή κόκκινο και ρ\)τιδιασμ.ένο σαν ξεψο\)σκωμ.ένο μ.παλόνι. Σόντομ.α πάντως το πρόσωπό το\) πάχ\)νε και μ.ετά ένα χρόνο άρχισε και να μ.ιλά. Τώρα, στα οχτώ χρόνια το\), ήταν πoλu πιο σιωπηλό, γιατί είχε κληρονομ.ήσει κάτι απ' τον χαρακτήρα της μ.ητέρας 'tou, μ.έ μ.ια όλως διόλοι) ιδιαίτερη εuθ\)μ.ία, λίγο ενοχλητική ίσως - την ΕUθ\)μ.ία το\) ανθρώπο\) πο\) διασκεδάζει διακριτικά μ.όνος το\) μ.ε την ίδια το\) την όπαρξη. Και στην διάρκεια όλων α\)τών των χρόνων ο Αλμ.πίνο\)ς παρέμ.ενε πιστός, μ.ε τα διχασμ.ένα σ\)ναισθήμ.ατά το\) να τον τ\)ραννοόν. Αισθανόταν ότι αγαποόσε την γ\)ναίκα το\) ειλικρινά, ΤΡ\)ΨεΡά - τόσο, για την ακρίβεια, όσο ήταν ικανός ν' αγαπήσει έναν άνθρωπο' και ήταν απόλuτα ειλικρινής μ.αζί της σε όλα εκτός από εκείνην την κρ\)ψή επιθ\)μ.ία, εκείνο το ηλίθιο όνειρο πο\) το\) χαλοόσε την ηρεμ.ία. Α\)τή διάβαζε όλα το\) τα γράμ.μ.ατα, και α\) τά πο\) λάβαινε και α\)τά πο\) έστελνε γιατί ήταν περίεργη. Έκαναν μ.ερικά πoλu ε\)χάριστα ταξιδάκια στο εξωτερικό, και πέρασαν όμ.ορψες βραδιές στο σπίτι το\)ς, καθισμ.ένοι στο μ.παλκόνι ψηλά, πάνω απ' το\)ς μ.πλε δρόμ.ο\)ς μ.ε τα 14

ηλεκτρικά καλώδια και τις καπνοδόχους, ζωγραφισμένα λες με σινική μελάνη πάνω στο ηλιoβασcλεμα, κι αυτός συλλογιζόταν ότι ήταν πράγματι ευτυχισμένος πέρα απ' τις ερημιές του. Ένα απόγευμα (μια βδομάδα πριν απ' τη συζήτηση για τον 'Αξελ Ρεξ) ενώ πήγαινε σε κάποιο καφενείο όπου είχε ένα επαγγελματικό ραντεβού, παρατήρησε ότι το ρολόι του πήγαινε αδικαιολόγητα μπροστά (άλλωστε δεν ή ταν η πρώτη φορά) και ότι είχε μια ολόκληρη ώρα, μια δωρεάν προσφορά που έπρεπε κάπως να χρησιμοποιηθει Φυσικά ήταν παράλογο να επιστρέψει στο σπίτι του στην άλλη άκρη της πόλης, ούτε όμως ήταν διατεθειμένος να καθίσει και να περιμένει: τον ενοχλούσε πάντα το θέαμα των άλλων αντρών με φιλενάδες. Τριγύριζε άσκοπα: πλησίασε κάποιον κινηματογράφο. Τα φώτα του έριχναν άλικες λάμψεις στο χιόνι. Έριξε μια ματιά στην αφίσα (παρουσίαζε έναν άντρα που κοιτούσε σ' ένα παράθυρο όπου βρισκόταν ένα παιδί με νυχτικά), δισταξε, και αγόρασε εισιτήριο. Μόλις και μετά βίας είχε περάσει στο βελουδένιο σκοτάδι όταν η οβάλ αχτίδα ενός ηλεκτρικού φαναριού γλίστρησε προς το μέρος του (όπως συμβαίνει συνήθως) και το ίδιο γρήγορα και μαλακά τον οδήγησε κάτω στον σκοτεινό και ελαφρά κατηφορικό διάδρομο. Καθώς το φως έπεσε στο εισιτήριο που κρατούσε, ο ΑλμπΙνους πρόσεξε το σκυμμένο πρόσωπο του κοριτσιού και έπειτα, καθώς περπατούσε πίσω της, διέκρινε αμυδρά την αιθέρια σιλουέτα της και την αρμονία των κινήσεών της. Ενώ τακτοποιόταν στην πολυθρόνα του κοιταξε προς το μέρος της. Είδε την λάμψη ενός ματιού καθώς το φως τυχαία έ πεφτε επάνω του, και το χυτό περίγραμμα του προφίλ της που έμοιαζε ζωγραφισμένο από μεγάλο καλλιτέχνη. Δεν υπήρχε τίποτα ασυνήθιστο σ' όλα αυτά: τέτοια πράγματα είχαν συμβεί και παλιότερα σ' εκείνον και ήξερε ότι ήταν παράλογο ν' ασχολείται περισσότερο μαζί τους. Εκείνη απομακρύνθηκε και χάθηκε στο σκοτάδι κι ένιωσε ξαφνικά μόνος και λυπημένος. Είχε έρθει στο τέλος του έργου: 15

κάποιο κορίτσι υποχωροόσε μέσα σ' αναποδο -yu ρισμένα έπιπλα μπροστά σ' έναν μασκοφορεμένο άντρα με πιστόλι. Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να παρακολουθήσει γεγονότα που δεν μποροόσε να καταλάβει. αφοό δεν ειχε δει την αρχή τους. Στο διάλειμμα, μόλις τα φώτα άναφαν, την πρόσεξε ξανά: στεκόταν στην έξοδο δίπλα από μια φρικιαστική μωβ κουρτίνα που μόλις είχε τραβήξει στην άκρη, και το πλήθος που έβγαινε στριμωχνόταν μπροστά της. Είχε το χέρι στην τσέπη της κοντής, κεντημένης ποδιάς της και το μαόρο της φουστάνι εφάρμοζε πολό σφιχτά στους ώμους και στο στήθος της. Κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό της σχεδόν τρομοκρατημένος. Ήταν ένα ω ΊΡ ό, σκυθρωπό, εκθαμβωτικά όμορφο πρόσωπο. ΜάντεΦε ότι θα 'πρεπε να είναι γόρω στα δεκαοχτώ. 'Τστερα, όταν είχε σχεδόν αδειάσει η αίθουσα και καινοόριος κόσμος άρχισε να μετακινείται στα πλάγια κατά μήκος της σειράς, πέρασε δίπλα του χιλιάδες φορές, όμως αυτός στρεφόταν αλλοό γιατί τον πονοόσε να την κοιτάξει, γιατί δεν μποροόσε να πάφει να σκέφτεται πόσες φορές η ομορφιά - ή ό,τι εκείνος ονόμαζε ομορφιά - είχε περάσει δίπλα του και εξαφανιστεί. Για άλλο έν α μισάωρο κάθισε στο σκοτάδι, και στόλωσε τα προεξέχοντα μάτια του στην οθόνη. Έπειτα σηκώθηκε και προχώρησε προς την έξοδο. Αυτή τράβηξε τις κουρτίνες δίπλα του, και ακοόστηκε ο ελαφρός θόρυβος που έκαναν οι ξόλινοι κρίκοι. «Θα ήθελα να την κοιτάξω)), σκέφτηκε άκεφα ο Αλμπίνους. Του φάνηκε πως σοόφρωσαν λίγο τα χείλια της. Ύστερα εκείνη άφησε την κουρτίνα να πέσει. Μπήκε σ' ένα λάκκο με κό κ κινη λάσπη το χιόνι έ λιωνε, η νόχτα ήταν υγρή, με τ' ά ΊΡ ωμα φώτα του δρόμου όλα εξασθένιζαν και διαλυόντουσαν. «' Αργκους)) - ωραίο όνομα για κινηματογράφο. Έπειτα από τρεις μέρες δεν μποροόσε να κρατηθεί περισσότερο. Ένιωσε γελοία αναστατωμένος καθώς έμ- 16

παινε στην αίθουσα -για μια ακόμα φορά στην μέση από κάτι-ο Όλα έγιναν ακριβώς όπως την πρώτη φορά: το γλίστρημα του φαναριού, τα λοξά μάτια όπως των παρθένων του Λουίνι, το γρήγορο βάδισμα στο σκοτάδι, η χαριτωμένη κίνηση του χεριού καθώς έσειρε την κουρτίνα στο πλάι. «Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα ήξερε τι να κάνει», σκέφτηκε ο Αλμπίνους. Ένα αυτοκίνητο στροβιλιζόταν κατεβαίνοντας έναν λείο δρόμο με κλειστές σαν φουρκέτα στροφές ανάμεσα σε γκρεμούς και αβύσσους. Φεύγοντας, προσπάθησε να συλλάβει το βλέμμα της, δεν τα κατάψερε. Έξω υπήρχε μια σταθερή νεροποντή και το πεζοδρόμιο είχε κόκκινες ανταύγειες. Εάν δεν είχε πάει εκεί αυτήν την δεύτερη φορά ίσως να μπορούσε να ξεχάσει αυτό το φάντασμα της περιπέτειας, της ομορφιάς που χάνεται. Όμως τώρα ήταν πια πολύ αργά. Πήγε εκεί μια τρίτη ψορά σταθερά αποφασισμένος να της χαμογελάσει -τι απελπισμένο διαβολικό βλέμμα θα μπορούσε να ήταν εάν το είχε καταφέρει. Όπως έγινε, η καρδιά του χτύπησε τόσο δυνατά όταν έ φτασε, που έχασε την ευκαιρία. Και την επομένη ήρθε ο Πωλ για φαγητό, συζήτησαν την υπόθεση Ρεξ, η μικρή Ίρμα καταβρόχθισε την κρέμα σοκολάτα, και η Ελισάβετ έκανε τις συνηθισμένες άτοπες ερωτήσεις της. «Μόλις έπεσες απ' το ψεπάρι;» ρώτησε κι έπειτα προσπάθησε να διορθώσει μ' ένα αργοπορημένο χαμόγελο. Μετά το δείπνο κάθισε πλάι στην γυναίκα του στον καναπέ και της έδινε μικρά φιλάκια ενώ εκείνη ξεψύλλιζε ένα γυναικείο περιοδικό. «Στο διάβολο όλα, είμαι ευτυχισμένος, τι θέλω περισσότερο;» συλλογιζόταν. «Εκείνο το πλάσμα που ξεγλιστρούσε μες στο σκοτάδι... θα 'θελα να της στρίψω τον υπέροχο λαιμό της. Τέλος πάντων, για μένα είναι νεκρή όπως και να 'χει. Δεν πρόκειται να ξαναπάω ποτέ πια εκεί».,17

3 Λεγόταν Μαργκότ Πέτερς. Ο πατέρας της ήταν θuρωρός το!) οποίο!) τα νεόρα είχαν πάθει από μία οβίδα στον πόλεμο: το γκρίζο κεφάλι το!) τιναζόταν αδιάκοπα σαν σταθερή επιβεβαίωση λόπης και παράπονοu, και ξεσποόσε βίαια στην παραμικρή πρόκληση. Η μητέρα της ή ταν νέα ακόμα αλλά κι αuτή σuντριμμένη -μια χοντροκομμένη σκληρή γuναίκα πο!) η κόκκινη παλάμη της ήταν σωστό κέρας της Αμάλθειας απ' τις φοuσκάλες. Φοροόσε σuνεχώς ένα μαντίλι για να προφuλάσσει τα μαλλιά της απ' την σκόνη όταν δοόλεuε, όμως έπειτα απ' την γενική καθαριότητα το!) Σαββάτο!) -πο!) γινόταν κuρίως με την βοήθεια μιας ηλεκτρικής σκοόπας έξuπνα σuνδεμένης στο ασανσέρ- ντuνόταν και εξορμοόσε για επισκέψεις. Οι ένοικοι δεν την σuμπαθοόσαν εξαιτίας της αuθάδειάς της και το!) άσχημο!) τρόπο!) πο!) είχε όταν διέταζε τον κόσμο να σκοuπίζει τα πόδια το!) στο χαλί. Η σκάλα ήταν το είδωλο της όπαρξής της -όχι σαν κάποιο σ μβoλo για ένδοξη ανάβαση, αλλά σαν ένα πράγμα πο!) πρέπει να ςpuλάγεται καλογuαλισμένο. Ο χειρότερος εφιάλτης της τις νόχτες, ήταν μια σειρά απο κάτασπρες σκάλες μ' ένα μαόρο ίχνος από κάποια μπότα δεξιά πρώτα, κι έπειτα αριστερά, έπειτα ξανά δεξιά, κι αuτό σuνεχιζόταν μέχρι πάνω στο κεφαλόσκαλο. Μια στ' αλήθεια δuστuχισμένη γuναίκα. Ο Όττο, ο αδελφός της Μαργκότ, ήταν μεγαλtjτερoς απ' αuτήν κατά τρία χρόνια. Δοuλεuε σε κάποια φάμπρικα για ποδήλατα, απεχθανόταν τον ήσuχο ρεποuμπλικανισμό το!) πατέρα τοu, και μιλοόσε σuνεχώς για τα πολιτικά στην παμπ της γειτονιάς auxvιx δήλωνε χτuπώντας την γροθιά το!) στο τραπέζι: «το πρώτο πράγμα πο!) πρέπει να έχει ο άνθρωπος είναι γεμάτη κοιλιά». Αuτή ή ταν η αρχή το!) -απόλuτα σωστή εξάλλοu. Όταν η Μαργκότ ήταν μικρή, της άρεσε το σχολείο εκεί τα χαστούκια έπεφταν πιο αραιά απ' ό,τι στο σπίτι. Η πιο σuνηθισμένη αμuντική κίνηση ενός παιδιοό είναι 18

ένα μικρό ξαψνιασμένο πήδημα' η δική της ήταν ένα από 'τομο ανασήκωμα τοι) αριστεροό της αγκώνα για να προcpuλάξει το πρόσωπό της. Παρ' όλα αuτά, εξελιχτηκε με Ύαλώνοντας σ' ένα εξαισlo και πανέξuπνο κοριτσι. Από μόλις οκτώ χρονών έπαφνε μέρος στα σαματατζιδικα ποδοσψαφικά παιχνιδια των χαμινιών καταμεσής ΤΟι) δρόflou. Στα δέκα της, έμαθε να καβαλά το ποδήλατο ΤΟι) αδελψοό της. ΞεμανΙκωτη, με την μαόρη αλογοοuρά της ν ' ανεμιζει, όργωνε πάνω κάτω τον δρόμο' έπειτα σταμα 'τοόσε ακοuμπώντας σκεπτική το ένα της πόδι στο πεζοδρόμιο. Στα δώδεκά της ηρέμησε κάπως. ΕκεΙνες ήταν οι μέρες ΠΟι) δεν της άρεσε τίποτα περισσότερο απ' το να στέκεται στην πόρτα και να κοuβεντιάζει ψιθuριστά με την κόρη ΤΟι) καβοuρνιάρη, κοuτσομπολεuοντας τις yuvιxlxecet; επισκέψεις των ενοίκων ή να παρατηρεί εκεινες ποι) περνοόσαν προσέχοντας τα ψοuστάνια και τα καπέλα τοuς. Μια ψορά βρήκε στην σκάλα μια κοuρελιασμένη τσάντα ΠΟι) είχε μέσα ένα σαποόνι με μια κατσαρή τριχα κολλημένη επάνω τοu, και μισή ντοuζcνα από κάτι πoλu παράξενες ψωτογραψιες. Σε μια άλλη περισταση το κοκκινόμαλλο αγόρι ποι) σuνήθιζε να της βάζει τρικλοποδιές πάνω στο παιχνίδι, την ψίλησε στο λαιμό. 'Ύστερα, μια νόχτα είχε έναν uστερικό παροξuσμό, ποι) τον ξεπέρασε μ' ένα γερό κατάβρεγμα κι ένα ηχηρό χαστοόκι. Ένα χρόνο μετά είχε αξιοσημείωτα ομορψόνει, ψοροόσε ένα κόκκινο κοντό ψοuστάνι, και τρελαινόταν για τον κινηματογράψο. Αργότερα θuμόταν αuτήν την περιοδο της ζωής της μ' ένα καταθλιπτικό σuναίσθημα -τα ψωτεινά, ζεστά, ήρεμα δειλινά' ο ήχος απ' τα ρολά των μαγαζιών ποι) κλείνοuψ ο πατέρας της ποι) κάθεται καβαλικεuτά στην καρέκλα έξω απ' την πόρτα τοuς και καπνίζει την πίπα ΤΟι) τινάζοντας σuνεχώς το κεψάλι ΤΟU' η μητέρα της, με τα χέρια στην μέση' το λιλά λεωψορείο της γραμμής στον αuτοκινητόδρομο' η ψράοι) ψον Μπροκ ποι) επιστρέψει στο σπίτι με τα ψώνια της σ' ένα πράσινο δίχτu' και η Μάρθα, η uπηρέτρια, ποι) περιμένει στην διάβαση με το κuνηγόσκuλο και τα δuο σγοuρόμαλλα ψοξ τε- 19

ριι.. ΣΚΟΤΕινιάζΕΙ. Να ο αδελφός της ποu πλησιάζει μ.ε δuο μ.εγαλόσωμ.οuς φίλοuς τοu, την ΠΕριτριγuρίζοuν, την σπρώχνοuν και την τραβοόν απ' τα YUfLVιX της μ.πράτσα. Tou Ενός τα μ.άτια ολόιδια μ.ε τα μ.άτια τοu ηθοποιοό Βάιτ. Ο δρόμ.ος λοuσμ.ένος σ' ένα κίτρινο φως σιγά σιγά γαληνεόει. Μόνο στο απέναντι μ.παλκόνι δuο άντρες μ.ε φαλακρά σαν γλόμ.ποuς ΚΕφάλια παίζοuν χαρτιά, ό,τι λένε ακοόγεται ξεκάθαρα. Μόλις στα δεκάξι, έπιασε φιλίες μ.ε την πωλήτρια τοu μ.ικροό μ.αγαζιοό στην γωνία. Αuτή ΕίΧΕ μ.ια αδελφή ποu έβγαζε αρκετά χρήμ.ατα κάνοντας το μ.οντέλο σ' ένα ζωγράφο. Έτσι η Μαργκότ ονεlpεuόταν να γίνει μ.οντέλο, και αργότερα αστέρας τοu κινημ.ατογράφοu. Αuτή η απότομ.η Εξέλιξη τής φαινόταν ΤΕλΕίως απλή uπόθεση: ο 00- ρανός ήταν ΕΚΕί, έτοιμ.ος για τ' αστέρι της. Την ίδια πφίποu ΠΕρίοδο, έμ.αθε να ΧΟΡΕόΕΙ, και πότε πότε πήγαινε μ.ε την φίλη της στην αίθοuσα χοροό «ο ΠαράδΕισος)), όποu ηλικιωμ.ένοι κύριοι τής έκαναν διάφορες προτάσεις στα ί σια μ.έσα στοuς θορύβοuς και το κλαψούρισμ.α μ.ιας ορχήστρας της τζαζ. Κάποια μ.έρα, καθώς στεκόταν στην μ.εριά τοu δρόflou, ένας νεαρός μ.ε κόκκινη μ.οτοσικλέτα, ποu τον είχε ήδη προσέξει μ.ια δuο φορές, σταμ.άτησε δίπλα της και της πρότεινε μ.ια βόλτα. Είχε μ.αλλιά σαν λινάρι, ΧΤΕνισμ.ένα προς τα πίσω και το ποuκάμ.ισο κuμ.άτιζε πίσω τοu γεμ,άτο ακόμ.α απ' τον άνεμ,ο ποu είχε μ.αζέψει. Αuτή χαμ.ογέλασε, καβάλησε πίσω τοu, έστρωσε την φούστα της, και την επόμ.ενη στιγμ.ή ταξίδεuαν μ.ε τρομ.ερή ταχύτητα και την γραβάτα τοu ν' ανεμ,ίζει στο πρόσωπό της. Πήγαν έξω απ' την πόλη κι εκεί σταμ.άτησε. Ήταν ένα ηλιόλοuστο μ.εσημ.έρι, σόννεφα από μ.uγίτσες στριφογuρνοuσαν στον αέρα. Όλα ήταν πολύ ήσuχα: η ηρεμ,ία. τοu πεύκοu και της ρεικιάς. Αuτός κατέβηκε απ' την μ.ηχανή και κάθισε πλάι της στην άκρη τοu δρόμ.οu. Της ΕίΠΕ ότι τον περασμ.ένο χρόνο είχε πάει στην Ισπανία έτσι για πλάκα. Έπειτα την αγκάλιασε και άρχισε να την πιέζει, να την φαχοuλεuει, και να την φιλά τόσο άγρια ποu η δuσφορία 20

7t1J1) ένιωσε της έψερε ζαλάδα. ΙΙετάχτηκε ό'ρθια ι)ι να κλαίει. «Μπορείς να με ψιλάς», κλαψοόρισε, ιιόχι ό μω και να με χαίοεόεις έτσι». Ο νεαρός σήκωσε τοuς ώ Il(Ju, άναψε την μηχανή, καβάλησε κι icpuye' την άψησε να κά()εται σ' ένα χιλιομετρικό δείκτη. Επέστρεψε στο ']7tίτι της με τα πόδια. Ο 'Οττο, ποι,) την είχε δει να ψεόγει, της έδωσε ένα χαστοόκι κι έπειτα την κλότσησε τόσο (Juνατά ποι,) εκείνη έπεσε και χτόπησε στην ραπτομηχανή. ΊΌν επόμενο χειμώνα η αδελψή της πωλήτριας την "UatTjae στην ψράοι,) Λεβαντόψσκu, μια ηλικιωμένη, EUτραψή γuναίκα με εuγενικοuς τρόποuς και μια πλατιά μωμ κηλίδα στο μάγοuλο, διαστάσεων μιας παλάμης: έ λεγε ότι το 'χε απ' την μητέρα της ποι,) τρόμαξε από μια 7tuρκαγιά ενώ ήταν έγκuος σ' αuτήν. Η Μαργκότ μετακόμισε σ' ένα μικρό δωμάτιο uπηρεσίας στο διαμέρισμά της και οι γονείς της ήταν ικανοποιημένοι ποι,) απαλλάχτηκαν απ' το βάρος της. Θεωροuσαν οποιαδήποτε δοuλειά αξιότιμη, αρκεί να έψερνε χρήματα. Ο αδελψός της, ποι,) δεν έ ιταuε να μιλά απειλητικά για τοuς καπιταλιστές, ότι αγοράζ()uν τις κόρες των ψτωχών, εuτuχώς αποuσίαζε αuτήν την ψορά, δοuλεuοντας στο ΜΠΡέσλαοu. Λρχικά η Μαργκότ ποζάρισε σ' ένα σχολείο για κορίτσια, έπειτα, λίγο αργότερα, σ' ένα πραγματικό ατελιέ όποι,) την ζωγράψιζαν όχι μόνο γuναίκες αλλά και άντρες, οι περισσότεροι απ' αuτοuς αρκετά νεαpo. Με καλοκομμένα τα στιλπνά μαόρα της μαλλιά, καθόταν σ' ένα μικρό χαλί, γuμνή, με τα πόδια διπλωμένα, ακοuμπισμένη στο IlU( OE μπράτσο της, η αμνατη πλάτη της (με μια γuαλά(jα από λεπτό χνοόδι ανάμεσα στοuς χαριτωμένοuς της ι:ψ()u ) ελαψρώς γερμένη μπροστά, σε μια στοχαστική, νωχελική στάση' κοίταζε κλεψτά τοuς ψοιτητές ΠΟι,) σήκωναν και χαμήλωναν τα μάτια τοuς και άκοuγε το σοuρσιμο τοι,) πινέλοι,) και το γρατζοόνισμα απ' το κάρβοuνο ποι,) σκίαζε τις διάψορες καμπόλες. Εξοuθενωμένη απ' την απόλuτη ανία, πολλές ψορές διάλεγε τον πιο ωραίο και τοι,) έριχνε ένα σκοτεινό uγρό βλέμμα, όποτε 21

εκείνος σήκωνε το κεψάλι ΤΟι) με τα χείλια μισάνοιχτα και το μέτωπο ζαρωμένο απ' την προσπάθεια. Ποτέ της δεν κατάψερε ν' αποσπάσει την προσοχή ΤΟι) κι αuτό την εξόργιζε. Πριν, όταν ψανταζόταν τον εαu=τό της να κάθεται έτσι, μόνη μέσα σε μια λίμνη από ψως, μπροστά σε τόσα μάτια, σκεψτόταν ότι θα ντρεπόταν κάπως αλλά και θα της άρεσε. Τώρα όμως, διαπίστωνε ότι απλώς πιανόταν απ' την ακινησία και αuτό ήταν όλο. Για να διασκεδάζει την ανία της, πολλές ψορές μακιγιαριζόταν για το ποζάρισμα, έβαψε το ζεστό στόμα της, τα ήδη κατάμαuρα ματόκλαδά της και μια ψορά πέρασε και τις ρώγες της ακόμα με το κραγιόν των χειλιών. Γι' αuτό το τελεuταίο πήρε μια γερή κατσάδα απ' την Λεβαντόψσκu. Έτσι, οι μέρες περνοόσαν, και η Μαργκότ είχε μια τελείως ασαψή ιδέα για το ποό ακριβώς στόχεuε. Πέρα μακριά uπήρχε το όραμα ΤΟι) εαuτοu της ντuμένη με πανάκριβες γοόνες να κατεβαίνει από ένα πολuτελές αμάξι, βοηθοόμενη από έναν μεγαλόπρεπο θuρωρό ξενοδοχείοι) ΠΟι) κρατοόσε μιά τεράστια ομπρέλα. Ενώ ακόμα αναρωτιόταν με ποιον τρόπο θα μποροόσε να πηδήξει κατεuθείαν απ' το ξεθωριασμένο χαλί ΤΟι) ατελιέ μέσα στον αστραψτερό εκείνο κόσμο, η ψράοι) Λεβαντόψσκι) τής μίλησε για έναν ερωτοχτuπημένο μαζί της νεαρό επαρχιώτη. «Δεν μπορείς να ζεις χωρίς κάποιον ψίλο», δήλωσε αuτή η γuναίκα ροuψώντας μ' εuχαρίστηση τον καψέ της. «Είσαι πoλu ζωηρή κι απερίσκεπτη, χρειάζεσαι κάποιον να σε σuντροψεuει, και ο σεμνός αuτός νεαρός ψάχνει για μια αγνή ψuχή μέσα σ' αuτήν την διεψθαρμένη πόλψ. Η Μαργκότ κρατοόσε στην αγκαλιά της το χοντρό, γερμανικό κuνηγόσκuλο της Λεβαντόψσκu. Χάιδεψε τα μαλακά μεταξένια αuτιά ΤΟι) ζώοu, και δίχως να την κοιτάξει της είπε: «Δεν είναι ακόμα ανάγκη για μένα. Είμαι μόνο δεκάξι χρονών. Άλλωστε ποιο το όψελος; Μήπως αuτό σε οδηγεί ποuθενά; Τοuς ξέρω αuτοuς τοuς ΚUΡίοuς)). «Είσαι βλάκας)), της είπε ήρεμα η Λεβαντόψσκu. 22