Επιμέλεια : Γεώργιος Κ. Πατρίκιος, Δικηγόρος, ΜΔΕ, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Αθηνών
1. Πρωτογενές και παράγωγο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ιεραρχία των κανόνων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. (βλ. Παράδοση 3 η και 4 η μαθημάτων) Οι πηγές του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να καταταχθούν με βάση τις ακόλουθες διακρίσεις. Πρώτον, το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, δεύτερον, το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, τρίτον, τις διεθνείς συνθήκες που συνάπτει η Κοινότητα με τρίτα εκτός της Ένωσης κράτη, τέταρτον, τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, πέμπτον, το έθιμο, έκτο, τις πράξεις των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνέρχονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου, έβδομο, τις πράξεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, το Πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο περιλαμβάνει τις ιδρυτικές συνθήκες και τις τροποποιήσεις τους. Το Παράγωγο (ή δευτερογενές κοινοτικό δίκαιο) περιλαμβάνει τις πράξεις οι οποίες εκδίδονται από τα κοινοτικά όργανα. Μέχρι στιγμής οι κυριότερες από αυτές είναι ο κανονισμός, η οδηγία και η απόφαση. Οι Διεθνείς συνθήκες που συνάπτει η Κοινότητα με τρίτα εκτός Κοινότητας κράτη. Οι Γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου αποτελούν μια πηγή δικαίου η οποία διαμορφώθηκε σταδιακά από την ίδρυση των τριών Κοινοτήτων μέσα από τη νομολογία του ΔΕΚ. Πρόκειται ειδικότερα για τις αρχές του κοινοτικού συμφέροντος, της κοινότητας δικαίου, της δημοκρατίας, της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της υπεροχής και αυτονομίας του κοινοτικού δικαίου, της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της επικουρικότητας. Οι αρχές αυτές πλέον αποτυπώνονται ρητά στο κείμενο της Συνθήκης. Η κατοχύρωση του εθίμου ως πηγής του κοινοτικού δικαίου με ρόλο συμπληρωματικό τόσο ως προς το πρωτογενές, όσο και προς το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο γίνεται δεκτή, μολονότι οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες ως φαινόμενο νέο δεν έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην παραγωγή του. Οι Πράξεις των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνέρχονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου αποτελούν ιδιόμορφες πράξεις οι οποίες προέρχονται από τα μέλη του Συμβουλίου 2
Υπουργών ή του Συμβουλίου Αρχηγών των Κρατών μελών, όχι όμως υπό την ιδιότητά τους αυτή αλλά ως εκπρόσωποι των κυβερνήσεών τους. Τέλος, οι Πράξεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν πράξεις που εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ειδικότερα τις κοινές δράσεις και κοινές θέσεις. Συγκεκριμένα, το Πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ αποτελούν : οι ιδρυτικές συνθήκες των τριών Κοινοτήτων (ΕΚΑΧ, ΕΚΑΕ, ΕΟΚ), οι αναθεωρήσεις τους, Παραρτήματα και Πρωτόκολλα τα οποία τις συνοδεύουν όπως και οι συμφωνίες προσχώρησης των νέων κρατών μελών. Ειδικά αυτές είναι η Συνθήκη ΕΚΑΧ ( Ευρωπαϊκή Κοινοπραξία Άνθρακα & Χάλυβα), οι Συνθήκες ΕΚΑΕ (Ευρωπαϊκή Κοινοπραξία Ατομικής Ενέργειας) και ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα), το Παράρτημα των Συνθηκών ίδρυσης των κοινοτήτων ΕΚΑΕ και ΕΟΚ, η Συνθήκη Συγχωνεύσεως, Οι δυο δημοσιονομικές Συνθήκες του Λουξεμβούργου, Οι Πράξεις Προσχώρησης κρατώνμελών, Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ) με αντικείμενο την αναθεώρηση της ΣΕΟΚ, Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ Συνθήκη του Μάαστριχτ), Η Συνθήκη του Άμστερνταμ (ΣτΑ), Η Συνθήκη της Νίκαιας (Χάρτα της Νίκαιας) και η Συνθήκη Λισσαβόνας. Σύμφωνα με το άρθρο 249 ΣΕΕ τα κοινοτικά όργανα εκδίδουν δυο κατηγορίες νομικών πράξεων οι οποίες αποτελούν το δευτερογενές ή παράγωγο κοινοτικό δίκαιο: α) τις δεσμευτικές στις οποίες περιλαμβάνονται ο κανονισμός, η οδηγία και η απόφαση και β) τις μη δεσμευτικές στις οποίες περιλαμβάνονται οι συστάσεις και οι γνώμες. Ο κανονισμός αποτελεί πηγή δικαίου αντίστοιχης φύσης και σημασίας με το νόμο των εθνικών εννόμων τάξεων των κρατών μελών. Για την έκδοσή του νομιμοποιούνται τόσο το Συμβούλιο αυτοτελώς ή από κοινού με το Ευρωκοινοβούλιο, όσο και η Επιτροπή. Ο κανονισμός διαθέτει το βασικότερο γνώρισμα ενός νόμου έχει δηλαδή γενική ισχύ και περιέχει κανόνες γενικούς και αφηρημένους. Απευθύνεται στο σύνολο των κρατών μελών τα οποία και δεσμεύει αλλά και στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν σε αυτά. Η οδηγία αποτελεί ιδιόμορφη πηγή του κοινοτικού δικαίου στο βαθμό που δεσμεύει τους αποδέκτες της, δηλαδή τα κράτη μέλη και όχι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, αποκλειστικά και μόνον ως προς το αποτέλεσμα που 3
επιδιώκει και τους στόχους που τάσσει. Ως εκ της ιδιότυπης δεσμευτικότητάς της στην πραγματικότητα επιτρέπει στα εθνικά όργανα των κρατών μελών της Κοινότητας να επιλέγουν τις νομικές πράξεις και τα μέσα γενικότερα με τα οποία θα επιτευχθεί το επιδιωκόμενο κάθε φορά αποτέλεσμα. Η απόφαση αποτελεί νομική πράξη με ατομικό χαρακτήρα η οποία απευθύνεται τόσο σε κράτη μέλη της Κοινότητας, όσο και σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η απόφαση μολονότι διαθέτει άμεση ισχύ, όπως ο κανονισμός και δεσμεύει τους αποδέκτες της ως προς το σύνολο του περιεχομένου, της εντούτοις δεν έχει γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα αλλά ρυθμίζει ατομικές περιπτώσεις. Η σύσταση και η γνώμη διαφέρουν από τον κανονισμό, την οδηγία και την απόφαση στο βαθμό που δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα αλλά είτε αποτελούν έκφραση των πολιτικών αποφάσεων των κοινοτικών οργάνων είτε αποτελούν προστάδιο για την έκδοση κάποιας δεσμευτικού χαρακτήρα νομικής πράξης τους. Η ιεραρχία των πηγών του κοινοτικού δικαίου έχει ως εξής: Πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο : Υπερισχύει των διεθνών συμβάσεων της Κοινότητας, των γενικών αρχών, του εθίμου και του παράγωγου δικαίου. Διεθνείς Συμβάσεις : Υπερισχύουν των γενικών αρχών, του εθίμου και του παράγωγου δικαίου. Γενικές αρχές και έθιμο : Υπερισχύουν του παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Κανονισμός: Ο κανονισμός βάσης υπερισχύει του εκτελεστικού κανονισμού, καθώς και όλων των υπόλοιπων πράξεων του παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Οδηγία : Η οδηγία υπερισχύει έναντι της απόφασης. 4
2. Ευθύνη των κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως λόγω μη συμμορφώσεώς τους προς το δίκαιο της Ε.Ε. (νομική βάση της ευθύνης, προϋποθέσεις αυτής, έννομες συνέπειες). (βλ. Παράδοση 6 η Μαθημάτων) Με την είσοδο ενός κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επέρχεται η άμεση συνέπεια της αποδοχής εξ αυτού όλου του Ευρωπαϊκού δικαίου (πρωτογενούς και παράγωγου) ως μέρους του εσωτερικού του δικαίου. Το κράτος οφείλει να συμμορφώνεται και να μην αντιστρατεύεται τις αποφάσεις και τα κεκτημένα της Ένωσης. Στην περίπτωση της μη συμμόρφωσης εκ μέρους του Κράτους εκκινεί η διαδικασία επί παράβαση του Κοινοτικού δικαίου από πλευράς της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, τη διαδικασία αυτή κινεί η Επιτροπή, αν έχει λόγους να πιστεύει ότι ένα κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του που απορρέει από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Μπορεί επίσης να κινηθεί από άλλο κράτος μέλος. Και στις δύο περιπτώσεις, το Δικαστήριο ερευνά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και εκδίδει απόφαση. Το κράτος μέλος το οποίο διαπιστώνεται ότι έχει όντως παραβεί υποχρέωσή του, οφείλει να παύσει αμέσως την παράβαση. Εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι το κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί με την απόφασή του, μπορεί να υποβάλει πρόστιμο στην εν λόγω χώρα. Ειδικότερα, πρωταρχικό καθήκον της Επιτροπής είναι ο έλεγχος της τήρησης και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Πρόκειται για τον «φύλακα των Συνθηκών». Με την προσφυγή της Επιτροπής κατά κράτους μέλους δίνεται η δυνατότητα στην Κοινότητα να εκπληρώνει τον ρόλο αυτό προβαίνοντας στον έλεγχο της τήρησης και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Την προσφυγή αυτή νομιμοποιείται ενεργητικά να την ασκήσει μόνον η Επιτροπή. Απευθύνεται κατά κράτους μέλους της Κοινότητας γενικά και όχι κατά κάποιου ή κάποιων οργάνων του. Το ζήτημα της έναρξης της εν λόγω προσφυγής ανήκει αποκλειστικά στην διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής η οποία και είναι ανέλεγκτη δικαστικά. 5
Η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να καλέσει το κράτος μέλος κατά του οποίου προετοιμάζεται να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου να υποβάλει τις παρατηρήσεις του μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Αν παρά τις παρατηρήσεις του η Επιτροπή επιμείνει ότι συντρέχει από πλευράς του παραβίαση κοινοτικού δικαίου καλεί με αιτιολογημένη γνώμη της το κράτος μέλος να συμμορφωθεί. Αν αυτό δεν συμβεί τότε η Επιτροπή μπορεί να στραφεί κατά του κράτους μέλους με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου για την άσκηση της οποίας δεν τάσσεται ειδική προθεσμία. Το Δικαστήριο ελέγχει αν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις και η νόμιμη προδικασία και αν διαπιστώσει παράβαση κοινοτικού δικαίου από το κράτος μέλος η οποία να επιβεβαιώνει τις αιτιάσεις της Επιτροπής εκδίδει απόφαση σύμφωνη με αυτές. Η απόφαση είναι αναγνωριστική διαπιστώνει δηλαδή την παράβαση χωρίς να ακυρώνει ή να άρει με οποιονδήποτε τρόπο την παράνομη εθνική πράξη ή συμπεριφορά. Η συμμόρφωση του κράτους μέλους προς την απόφαση του Δικαστηρίου επιτυγχάνεται με τη διαδικασία επιβολής χρηματικών κυρώσεων προς το απείθαρχο κράτος μέλος (άρθρο 288 ΙΙ ΣΕΕ). Αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση του ΔΕΚ το καλεί να συμμορφωθεί μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία. Αν το κράτος αδρανήσει η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να προσφύγει και πάλι στο ΔΕΚ προσδιορίζοντας το ύψος της χρηματικής ποινής που θα πρέπει να του επιβληθεί ως χρηματική κύρωση. Το ποσόν που θα καταβληθεί από το κράτος μέλος στην περίπτωση αυτή κατατίθεται στο λογαριασμό «ίδιων πόρων» της Ένωσης... 6
3. Προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ε.Ε. (Έννοιααντικείμενο προϋποθέσεις συνέπειες). (βλ. Παράδοση 6 η Μαθημάτων) Με σκοπό την ενότητα και την ομοιομορφία στην εφαρμογή και ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου καθίσταται επίμαχο ενόψει κυρίως του γεγονότος ότι αυτό εφαρμόζεται από είκοσι επτά σήμερα συνολικά έννομες τάξεις. Για να αποφευχθεί η ανομοιομορφία στην εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου η οποία και θα έθετε σε κίνδυνο, τόσο την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών της Κοινότητας, όσο και την προοπτική των κοινοτικών πολιτικών και εγχειρημάτων η Συνθήκη (ΣΕΕ) αναθέτει μεν την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο Δικαστήριο και τα εθνικά δικαστήρια, εμπιστεύεται όμως την ερμηνεία των αμφίσημων και αμφιλεγόμενων ζητημάτων στο Δικαστήριο. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω του ενδίκου βοηθήματος της προδικαστικής παραπομπής με το οποίο εξασφαλίζεται ουσιαστικά η συνεργασία των εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου με στόχο την ενοποιημένη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. Η βασικότερη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη δίκης εκκρεμούς ενώπιον δικαστηρίου κάποιου από τα κράτη μέλη της Κοινότητας και όχι τρίτου κράτους, του ΠΕΚ ή διεθνών δικαστηρίων. Για την προδικαστική παραπομπή απαιτείται η υποβολή ερωτήματος από την πλευρά κάποιου εθνικού δικαστηρίου το οποίο κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης αντιμετώπισε ζήτημα σχετικό με την ερμηνεία των Συνθηκών, καθώς και για την ερμηνεία των πράξεων των κοινοτικών οργάνων. Η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος ανήκει καταρχήν στην διακριτική ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων εκτός από τις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο εκδικάζει σε τελευταίο βαθμό, οπότε και είναι υποχρεωτική. Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο το δικαστήριο που κρίνει ότι πρέπει να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα, αναστέλλει την εκδίκαση της υπόθεσης και εκδίδει μια προσωρινή απόφαση στην οποία και διατυπώνει τα ερωτήματα τα οποία απευθύνει στο Δικαστήριο. 7
Περιεχόμενο της προδικαστικής παραπομπής αποτελεί η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 234 ΣΕΕ η προδικαστική παραπομπή επιτρέπεται σε τρεις περιοριστικά προβλεπόμενες περιπτώσεις: Πρώτον, στην περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο αντιμετωπίζει προβλήματα σχετικά με την ερμηνεία του πρωτογενούς η του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου, Δεύτερον, στην περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο αμφιβάλλει ως προς το κύρος πράξεων των οργάνων της Κοινότητας, και Τρίτον, στην περίπτωση όπου η υπάρχει αμφιβολία ως προς την ερμηνεία καταστατικών οργανισμών που έχουν ιδρυθεί με πράξη του Συμβουλίου. Η απάντηση του Δικαστηρίου περιορίζεται επί των προδικαστικών ερωτημάτων που του έχουν επιβληθεί χωρίς να έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά η άλλα στοιχεία της κύριας δίκης. Η απάντησή του όμως, δηλαδή η προδικαστική απόφασή του δεσμεύει ως προς τα ερωτήματα που του έχουν τεθεί απόλυτα τον εθνικό δικαστή, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τα λάβει υπόψη του κατά την έκδοση της οριστικής απόφασής του. Σε αντίθετη περίπτωση συντρέχει από πλευράς του παραβίαση κοινοτικού δικαίου. Η δεσμευτικότητα ωστόσο της απάντησης του Δικαστηρίου επί προδικαστικού ερωτήματος περιορίζεται μόνο στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δίκης χωρίς να επεκτείνεται και σε άλλες δίκες με όμοιο πραγματικό η νομική βάση.. * Όλα τα θέματα είχαν διδαχθεί και οι απαντήσεις τους υπήρχαν στις δακτυλογραφημένες σημειώσεις του καθηγητή κ. Πατρίκιου και σε συγκεκριμένες διδακτικές παραδόσεις. 8