ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πριν από δέκα περίπου χρόνια, στον επίλογο του βιβλίου που εξέδωσα τότε με τίτλο Η πένα και η γκλίτσα, σημείωνα πως «το Ζαγόρι είναι πάντοτε απρόβλεπτο και, πάντως, αρκετά φιλόξενο για να στεγάσει ξανά τις ανησυχίες μου». Για να είμαι ειλικρινής, πίστευα κατά βάθος ότι κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε. Επρόκειτο τότε για το δεύτερο βιβλίο μου για το Ζαγόρι (μετά τις Μετοικεσίες Ζαγορισίων 1750-1922), και θεωρούσα ότι έκλεινε με επιτυχία ένας ερευνητικός κύκλος μιας δεκαπενταετίας περίπου (που συνέπιπτε με τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές μου σπουδές) εντατικής επιτόπιας έρευνας σε βιβλιογραφικό και αρχειακό επίπεδο αλλά ταυτόχρονα και σε επίπεδο συνεντεύξεων για τα εθνοτικά ζητήματα στο Ζαγόρι. Η «θυροπούλα» που άφηνα ανοιχτή για το μέλλον μού φαινόταν τότε μια αρκετά ευγενική αλλά αόριστη διατύπωση χωρίς συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Αλλά ο καιρός που «φέρνει τα λάχανα, φέρνει και τα παραπούλια», και η δεκαετία που μεσολάβησε δεκαετία ακαδημαϊκής δουλειάς και ωριμότηταςέκανε εκείνη την αόριστη δέσμευση πολύ πιο συγκεκριμένη και μάλλον επιτακτική: συνηθίζω να λέω στο φοιτητικό κοινό των μαθημάτων της εθνογραφίας, όταν τα επιλέγουν στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ και ταυτόχρονα μπαίνουν στην «περιπέτεια» της επιτόπιας έρευνας, να κάνουν τις επιλογές τους συνειδητά, γιατί τα ερευνητικά πεδία δεν κλείνουν, παρά μόνο ανοίγουν. Και μας περιμένουν, παρότι κινούνται και μεταβάλλονται διαρκώς, να τα αφουγκραστούμε σ αυτήν ακριβώς την κίνησή τους, καθώς κι εμείς οι ίδιοι κινούμαστε με νέα ερωτήματα και νέα εφόδια θεωρητικά και μεθοδολογικά. Κάτι ανάλογο αισθάνθηκα ότι συνέβη και σε μένα στο διάστημα που μεσολάβησε, και το αποτέλεσμα είναι ακριβώς αυτό το βιβλίο. Από καθαρά ακαδημαϊκή άποψη, εκπληρώνονται έτσι μια σειρά από στόχους. Ο πρώτος σχετίζεται με τη συνέχεια του εγχειρήματος: αν με τις Μετοικεσίες Ζαγορισίων 1750-1922 (Δαλκαβούκης 1999), επιχείρημα να κατανοή [ 9 ]
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΚΑΒΟΥΚΗΣ σω τη βασική δομή που διαμόρφωσε το Ζαγόρι κατά τη νεωτερική εποχή μια απόπειρα ενταγμένη στο γνωστικό πεδίο της ιστορίας των νοοτροπιών και με την Πένα και τη γκλίτσα (Δαλκαβούκης 2005) τη βασική διαλεκτική συνθήκη που διαμόρφωσε το Ζαγόρι όπως το γνώρισε η γενιά μου, δηλαδή τον εθνοτικό ανταγωνισμό, το Γράφοντας ανάμεσα επικεντρώνεται πολύ περισσότερο στο εθνογραφικό παρόν, ειδικά στα τελευταία του κεφάλαια όπου πραγματεύομαι δύο ζητήματα που καθίστανται κομβικά για τη φυσιογνωμία όχι μόνο της συγκεκριμένης περιοχής αλλά τουλάχιστον της ελληνικής επικράτειας στο σύνολό της, τον τουρισμό και την οικονομική κρίση. Έτσι φαίνεται να κλείνει ένας κύκλος ερευνητικών ερωτημάτων που αποσκοπούν σε μια συνολικότερη ερμηνεία και κατανόηση ενός παρόντος που εδράζεται σ ένα χρονικό / ιστορικό βάθος μεγαλύτερο απ όσο συνήθως μπορούμε να υ ποθέσουμε. Ο δεύτερος στόχος σχετίζεται με την καταγραφή της δικής μου θεωρητικής και διανοητικής εξέλιξης στη διάρκεια της ακαδημαϊκής μου πορείας. Το ζητούμενο της διεπιστημονικής συγκρότησης του ερευνητή, η διπλή ταυτότητα του «εντόπιου εθνογράφου / ανθρωπολόγου» και τα όρια ανάμεσα στην υποκειμενικότητα, την πολιτική ταυτότητα και την επιστημονική αναπαράσταση, είναι μερικά μόνο από τα «ανάμεσα» που συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να αντιμετωπίσω σ αυτή την πορεία. Η αγωνία αυτής της πολλαπλά υβριδικής ταυτότητας διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης. Τέλος, ο αναστοχασμός για τα μεθοδολογικά εργαλεία: ποια είναι τα όρια της ίδιας της εθνογραφίας ως μεθόδου ποιοτικής κοινωνικής έρευνας; Πόσο αυτή μπορεί να συνιστά έναν αποτελεσματικό εργαλειακό πόλο για τη συλλογή υλικού και την ερμηνεία του στο πλαίσιο μιας «ανθρωπολογίας οίκοι»; Προς ποιες κατευθύνσεις μπορεί να κινηθεί για να «συνομιλήσει» αποτελεσματικά με την ιστορία, τη λαογραφία, την κοινωνιολογία και τις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα; Αυτά και πολύ περισσότερα ακόμη ερωτήματα φιλοδοξεί μεταξύ άλλων να θέσει από μεθοδολογική άποψη ετούτο το βιβλίο, όχι τόσο στη θεωρητική τους διάσταση, αλλά κυρίως στο πλαίσιο των εθνογραφικών δοκιμών που το συγκροτούν. Έτσι, το Γράφοντας ανάμεσα απευθύνεται σ ένα πολλαπλό κοινό. Πρώτα απ όλα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, τους φοιτητές και τους συναδέλφους, που θα κρίνουν και την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος, και θα ανατροφοδοτήσουν τη σκέψη μου οδηγώντας την σε καινούργια ερωτήματα, σε [10]
ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ. ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΟΚΙΜΕΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΖΑΓΟΡΙ αναθεωρήσεις, σε νέες κατευθύνσεις και στόχους. Κατά δεύτερο λόγο, σ ένα κοινό που μοιράζεται τις ίδιες ανησυχίες με μένα αλλά δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την ακαδημαϊκή κοινότητα. Στο κοινό αυτό εντάσσονται αυτονόητα όλοι όσοι θα διακρίνουν πίσω από τις γραμμές μια αυθεντική πολιτική αγωνία, πολυδιάστατη όσον αφορά την απεύθυνσή της: δεν αφορά μόνο τον «τόπο» με τη στενότερη ή την ευρύτερη έννοιά του, αλλά την ίδια την έρευνα με τη μορφή της «επείγουσας επιστήμης», ένα ζήτημα που επανέρχεται ιστορικά και αποκτά νέο νόημα στο παρόν. Τέλος, στους συντοπίτες μου, τους Ζαγορίσιους, είτε ζουν είτε όχι στο Ζαγόρι, γιατί στις γραμμές του Γράφοντας ανάμεσα θα αναγνωρίσουν στα δικά μου ερωτήματα πολλές από τις δικές τους α γωνίες, και στις δικές μου απαντήσεις πλούσιο υλικό για να ξανασκεφτούν το Ζαγόρι με άλλους τρόπους και νέες οπτικές. Ομολογώ πως σ αυτό το ταξίδι «ανάμεσα» σ αυτό και στο προηγούμενο βιβλίο μου δεν ήμουν μόνος. Η συναρπαστική συντροφιά του διεθνούς ακαδημαϊκού δικτύου Border Crossings Network, δέκα χρόνια τώρα, έχει συμβάλει με καθοριστικό τρόπο στην ακαδημαϊκή μου διαμόρφωση και ωρίμανση. Συνάδελφοι και φοιτητές από την Ελλάδα, τα Βαλκάνια, την Ευρώπη και όλο τον κόσμο έχουμε συγκροτήσει μια πραγματική κοινότητα όχι μόνο ακαδημαϊκών αλλά ειλικρινά φιλικών σχέσεων που δείχνει τη δυναμική της συνεργασίας: οργανωμένο σε πρωτοβουλιακή βάση, το Border Crossings Network αποτέλεσε για μένα ένα πραγματικό σχολείο παρότι διδάσκων όχι μόνο για την ανθρωπολογία και την εθνογραφία αλλά κυρίως για τη διαμόρφωση του ακαδημαϊκού μου ήθους. Χωρίς να θέλω να αδικήσω κανέναν, ας μου επιτραπεί να ξεχωρίσω την «ψυχή» και το «σώμα» αυτού του δικτύου, το Βασίλη Νιτσιάκο και το Γιάννη Μάνο αντίστοιχα, η συμβολή των οποίων στην ακαδημαϊκή μου διαμόρφωση είναι πραγματικά ανεκτίμητη, και δεν περιορίζεται ασφαλώς στις παρατηρήσεις τους στο κείμενο του βιβλίου. Ανάλογες ευχαριστίες οφείλω και σε δύο ακόμη πρωτοβουλιακές ακαδημαϊκές κοινότητες, αντίστοιχης δραστηριότητας, στις οποίες συμμετείχα ε νεργά όλα αυτά τα χρόνια. Αναφέρομαι στο Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων και το Φθινοπωρινό Σχολείο «Ο κόσμος της εργασίας». Στην πρώτη περίπτωση η εθνογραφική προσέγγιση του Εμφυλίου με οδήγησε στο διεπιστημονικό μονοπάτι της Προφορικής Ιστορίας μέσα από μια πρωτόγνωρη ερευνητική δραστηριότητα, τόσο σε έκταση όσο και σε ένταση. Στη δεύτερη περίπτωση, η επικέντρωση στον «κόσμο της εργασίας» με βοήθησε να ξαναδώ με πιο σίγουρη ματιά τον παραγωγικό κόσμο στο Ζαγόρι και να «δοκι [ 11 ]
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΚΑΒΟΥΚΗΣ μάσω» τις δυνάμεις μου σε νέους ορίζοντες επιτόπιας έρευνας. Γι αυτή τη θαυμάσια ευκαιρία, οφείλω θερμές ευχαριστίες αφενός στην Κωνσταντίνα Μπάδα, που επιπλέον εντρύφησε στις γραμμές αυτού του βιβλίου με συστηματικό τρόπο και την αγάπη του δασκάλου προς το μαθητή, αφετέρου στο Μάνο Σπυριδάκη, για τη φιλία του και τους θεωρητικούς ορίζοντες που μου άνοιξε. Ωστόσο, η θεμελιακή προϋπόθεση γι αυτό το θαυμαστό ταξίδι υπήρξε η ακαδημαϊκή μου ένταξη στο τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Εδώ η σφυρηλάτηση της ακαδημαϊκής μου ταυτότητας πέρασε, μέσα από την αγωνία για την ίδια την ακαδημαϊκή ελευθερία, σ έναν καθημερινό αγώνα για την κατοχύρωσή της στην πράξη, μια διαδικασία που θωράκισε εν τέλει την πεποίθηση όλων μας στη συλλογικότητα και τη δημιουργικότητα σε όλα τα επίπεδα. Γι αυτήν την πραγματικά αξεπέραστη εμπειρία οφείλω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στον Κωνσταντίνο Κ. Χατζόπουλο, εμπνευστή και συνεπή συνοδοιπόρο ως το τέλος σ αυτή την προσπάθεια. Στο ίδιο πλαίσιο, ας μου επιτραπεί να εντάξω τις θερμές μου ευχαριστίες στη Δήμητρα Γκέφου Μαδιανού, όχι μόνο για την ακαδημαϊκή στήριξη που παρέσχε στην κατεύθυνση που δώσαμε στην εθνογραφία και την κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία στο Τμήμα μας, αλλά επιπλέον για την προσωπική στήριξη και αναγνώριση σε στιγμές ιδιαίτερα δύσκολες. Τέλος, θερμές ευχαριστίες οφείλω και στις συναδέλφους Βάλια Κράββα και Κατερίνα Μάρκου, χωρίς την αγαστή συνεργασία των οποίων η κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία στο Τμήμα δε θα μπορούσε να έχει ουσιαστική υπόσταση. Η τελική μορφή του βιβλίου αυτού οφείλει πολλά στις δημιουργικές παρατηρήσεις των Γιάννη Δρίνη και Πάρη Ποτηρόπουλου. Υπήρξα ως νεαρός Λέκτορας τότε μέλος των εξεταστικών επιτροπών που ενέκρινε τις διατριβές τους στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, και ένιωσα την ανάγκη της αμοιβαίας εναλλαγής σ αυτή τη σχέση. Οι δύο ε ξαιρετικοί συνάδελφοι και φίλοι ανταποκρίθηκαν με τον καλύτερο τρόπο σ αυτό το αίτημα. Τους ευχαριστώ θερμά, δηλώνοντας, βέβαια, ότι η ευθύνη για το τελικό κείμενο βαρύνει αποκλειστικά εμένα. Στα δέκα σχεδόν χρόνια της ακαδημαϊκής μου παρουσίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, καθώς και στα υπόλοιπα πλαίσια που κλήθηκα να διδάξω, πέρασαν από τα μαθήματά μου εκατοντάδες φοιτητές, άλλοι περισσότερο ενδιαφερόμενοι κι άλλοι λιγότερο για την εθνογραφία και την ανθρωπολογία γενικότερα. Ωστόσο, με όλους θεμελιώσαμε μια σχέση ειλικρινή και δη [12]
ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ. ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΟΚΙΜΕΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΖΑΓΟΡΙ μιουργική και πάνω απ όλα αμφίδρομη: ο δάσκαλος οφείλει πάντοτε να γίνεται «μαθητής», όταν επιδιώκει να «μετακενώσει» τις σκέψεις του, γιατί χρειάζεται να μάθει για τις πολιτισμικές πρώτα απ όλα προϋποθέσεις αυτής της διαδικασίας από τους μαθητές του, όπως μας συμβουλεύει ο Jerome Bruner. Γι αυτήν ακριβώς τη δημιουργική αμφίδρομη σχέση τους ευχαριστώ και από το βήμα αυτό. Με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου, αυτή η δημιουργική αμφίδρομη σχέση αφορά και τις κόρες μου, την Άλκηστη και τη Φωτεινή. Πέρα από το ότι αποτελούν μια διαρκή πηγή έμπνευσης, μοιράζονται μαζί μου αν και από τη δική τους ιδιαίτερη σκοπιά την ίδια αγωνία, γυρεύοντας τα δικά τους «ανάμεσα». Γι αυτόν ακριβώς το λόγο τους αφιερώνω ετούτο το βιβλίο. Κομοτηνή, 5 Φεβρουαρίου 2015 Βασίλης Κ. Δαλκαβούκης [ 13 ]