Ο Ρόλος των Ελληνικών Επιχειρήσεων στα Δίκτυα Τεχνολογικών Συνεργασιών που Αναπτύχθηκαν στο Πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Ερευνητικών Προγραμμάτων 1. Α. Πρωτόγερου, Ε. Σιώκας, Γ. Καλογήρου, Α. Χαζάπης Εργαστήριο Ενεργειακής και Βιομηχανικής Οικονομίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ Λέξεις κλειδιά: δίκτυα τεχνολογικών συνεργασιών, τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, Ευρωπαϊκά Προγράμματα Πλαίσιο ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Στόχος της εργασίας αυτής είναι η αρχική διερεύνηση του ρόλου των ελληνικών επιχειρήσεων στα δίκτυα ερευνητικών τεχνολογικών συνεργασιών που δημιουργούνται στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων. Ειδικότερα, εξετάζεται η συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στο Πρόγραμμα IST του 5 ου Προγράμματος Πλαισίου στοχεύοντας σε μια πρώτη αξιολόγηση της θέσης και της δραστηριοποίησής τους μέσα σε αυτό. 1 Το άρθρο αυτό εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Ερευνητικού Προγράμματος Πυθαγόρας ΙΙ (ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ) το οποίο συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (75%) και από Εθνικούς Πόρους (25%). 1
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ Η πολιτική για την Eυρωπαϊκή Έρευνα και την Τεχνολογική Ανάπτυξη (European Research and Τechnology Development policy) έχει προωθήσει σημαντικά τη δημιουργία δικτύων ανάμεσα σε επιχειρήσεις και άλλους οργανισμούς που ασχολούνται με την έρευνα και την ανάπτυξη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Έτσι τα Προγράμματα Πλαίσιο (Π.Π.), που ξεκίνησαν το 1984, αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας ενοποιημένης και ισχυρής τεχνολογικής έρευνας στον ευρωπαϊκό χώρο. Κεντρική τους επιδίωξη είναι να συγκεντρώσουν τις διαφορετικές και παράλληλα συμπληρωματικές τεχνικές ικανότητες επιχειρήσεων, πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων που δραστηριοποιούνται σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, ώστε να επιτευχθούν κοινοί τεχνολογικοί στόχοι. Ενισχύοντας τη δημιουργία καναλιών επικοινωνίας και ανταλλαγής γνώσης ανάμεσα σε ερευνητές από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης, τα Π.Π. έχουν συνεισφέρει καθοριστικά στη δημιουργία ενός σημαντικού αριθμού δικτύων που ουσιαστικά εκτείνονται πέρα από τα τυπικά όρια της συμβατικής συνεργασίας, αφού μια πετυχημένη κοινή ερευνητική προσπάθεια δημιουργεί συχνά τις βάσεις για την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στα συνεργαζόμενα μέρη και ταυτόχρονα υποβοηθά την ανάπτυξη άλλων άτυπων μορφών συνεργασίας ανάμεσά τους (Caloghirou et al., 2004). Η ανάπτυξη καινοτομιών προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή και συνεργασία διαφορετικών οργανισμών. Η παραπάνω διαπίστωση ισχύει ακόμη περισσότερο όταν η καινοτομία αφορά σε τεχνολογίες έντασης γνώσης ή πολύπλοκα τεχνολογικά συστήματα, όπως για παράδειγμα οι υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός, οι ημιαγωγοί ή η βιοτεχνολογία. Η αύξηση των συνεργασιών που εστιάζουν στην ανάπτυξη καινοτομιών, όπως οι στρατηγικές τεχνολογικές συμμαχίες ή οι ερευνητικές κοινοπραξίες, έχουν οδηγήσει στην 2
ανάπτυξη πολύπλοκων τεχνολογικών δικτύων (Borgatti and Foster, 2003; Verspagen and Duysters, 2004). Επιπλέον, η συνεχώς αυξανόμενη σημασία που έχουν αποκτήσει τα τεχνολογικά δίκτυα έχει προκαλέσει μια στροφή της σχετικής βιβλιογραφίας από την ανάλυση δυαδικών σχέσεων ανάμεσα σε επιχειρήσεις στη διερεύνηση των διεπιχειρισιακών δικτυακών δομών οι οποίες επηρεάζουν τη διάχυση γνώσης και τη δημιουργία καινοτομιών (Kogut, 2000). Ερευνητικές συνεργασίες είναι οι σχέσεις που συνάπτονται ανάμεσα σε επιχειρήσεις ή γενικότερα οργανισμούς που αποσκοπούν στη δημιουργία καινοτομιών, γεγονός που προαπαιτεί, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, σημαντική προσπάθεια για έρευνα και ανάπτυξη (Hagerdoorn et al., 2000). Μια ειδική περίπτωση συνεργασιών για Ε&Α αποτελούν οι επιδοτούμενες ερευνητικές συνεργασίες ή ερευνητικές κοινοπραξίες (research joint ventures) που συνάπτονται στο πλαίσιο συγκεκριμένων ερευνητικών έργων που ανήκουν στα Π.Π. της.ε.ε. (Hagerdoorn et al., 2000). Οι ερευνητικές αυτές συνεργασίες είναι συμβασιακές συμφωνίες ανάμεσα σε ανεξάρτητους φορείς, όπως επιχειρήσεις, ακαδημαϊκά ιδρύματα, ερευνητικά ινστιτούτα και άλλους οργανισμούς, οι οποίες στοχεύουν στη ανάπτυξη καινοτομιών σε προανταγωνιστικό (και όχι μόνο) επίπεδο σε συγκεκριμένες τεχνολογικές περιοχές. Μια ομάδα ερευνητικών συνεργασιών μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ένα δίκτυο φορέων οι οποίοι είναι άμεσα ή έμμεσα διασυνδεδεμένοι μεταξύ τους. Η άμεση διασύνδεση προκύπτει από τη συμμετοχή ενός φορέα σε ένα συγκεκριμένο ερευνητικό έργο. Οι έμμεσες διασυνδέσεις αναπτύσσονται όταν η ανταλλαγή πληροφορίας ή γνώσης που επιτυγχάνεται στο πλαίσιο μια συνεργασίας περνάει εμμέσως και σε άλλες. Η παρούσα εργασία στοχεύει στην αρχική διερεύνηση του ρόλου των ελληνικών επιχειρήσεων σε δίκτυα συνεργασιών που δημιουργούνται στο πλαίσιο των προγραμμάτων έρευνας 3
της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, η εργασία εστιάζει στο δίκτυο χρηματοδοτούμενων ερευνητικών συνεργασιών που υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 5 ου Π.Π. (1998-2002) και ειδικότερα στο πλαίσιο του Προγράμματος IST που αφορούσε στην προώθηση και ανάπτυξη των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ ΜΕΡΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η εμπειρική ανάλυση βασίζεται σε μια εκτεταμένη βάση δεδομένων του Εργαστηρίου μας, η οποία περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία για τις ερευνητικές κοινοπραξίες που χρηματοδοτήθηκαν στο πλαίσιο των Προγραμμάτων Πλαίσιο της Ε.Ε. Ειδικότερα, από τη βάση αυτή χρησιμοποιήθηκαν τα δεδομένα που αφορούν σε ερευνητικές συνεργασίες του Προγράμματος IST στις οποίες συμμετείχε τουλάχιστον μία επιχείρηση. Στο πλαίσιο του IST υλοποιήθηκαν συνολικά 2203 ερευνητικά έργα στα οποία συμμετείχαν 7406 διαφορετικοί φορείς. Οι συμμετέχοντες φορείς διακρίνονται σε: (α) επιχειρήσεις (βιομηχανικές ή και παροχής υπηρεσιών), (β) ακαδημαϊκά ιδρύματα, (γ) ερευνητικά κέντρα και (δ) άλλους φορείς (κυρίως χρήστες τεχνολογιών, όπως κυβερνητικοί φορείς, φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, νοσοκομεία, μουσεία, βιβλιοθήκες κλπ). Οι περισσότερες ερευνητικές κοινοπραξίες είναι μεσαίου μεγέθους και περιλαμβάνουν από 5 έως 9 φορείς, έχουν διάρκεια από 24 έως 36 φορείς μήνες και χρηματοδοτούνται κατά μέσο όρο με 1,5 εκατομμύρια Ευρώ. Στα δύο διαγράμματα που ακολουθούν φαίνεται η κατανομή των φορέων με βάση το είδος τους για το σύνολο των χωρών που συμμετέχουν στο Πρόγραμμα IST και για την Ελλάδα ειδικότερα. Είναι φανερό ότι οι φορείς που εμπλέκονται σε τέτοιου είδους συνεργασίες είναι στην πλειοψηφία τους επιχειρήσεις οι οποίες προσδοκούν συγκεκριμένα οφέλη από τη 4
συμμετοχή τους, όπως: επιμερισμό του κόστους Ε&Α, επιμερισμό των κινδύνων που συνδέονται με την Ε&Α καινοτόμων προϊόντων και μείωση της σχετικής αβεβαιότητας για την έκβαση της προσπάθειας, συνέχιση της προσπάθειάς τους για Ε&Α και πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης, πρόσβαση σε συμπληρωματικούς πόρους και δεξιότητες, στρατηγική ευελιξία, πρόσβαση στην αγορά και δημιουργία επενδυτικών επιλογών, προώθηση νέων τεχνολογικών προτύπων, κλπ.(caloghirou et al., 2004). Ευρωπαϊκοί Φορείς 10% 12% Ελληνικοί φορείς 7% 7% ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ 18% 20% ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΛΛΟΙ 60% 66% ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ Διάγραμμα 1: Κατανομή συμμετεχόντων φορέων ανά είδος ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΜΕΓ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΙΤΑΛΙΑ ΓΑΛΛΙΑ ΙΣΠΑΝΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΟΛΛΑΝΔΙΑ ΒΕΛΓΙΟ ΣΟΥΗΔΙΑ ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ ΕΛΒΕΤΙΑ ΑΥΣΤΡΙΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ ΙΣΡΑΗΛ ΝΟΡΒΗΓΙΑ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ (33) 234 188 175 129 108 101 99 94 79 69 444 390 422 588 582 781 0 100 200 300 400 500 600 700 800 Διάγραμμα 2: Κατανομή επιχειρήσεων ανά χώρα στο Πρόγραμμα IST 5
Από το Διάγραμμα 2 που δείχνει την κατανομή των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στο Πρόγραμμα IST ανά χώρα φαίνεται, όπως είναι αναμενόμενο, ότι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων προέρχεται από τις τέσσερις μεγαλύτερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή, τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία την Ιταλία, και τη Γαλλία. Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο ότι η Ελλάδα κατέχει στην κατάταξη αυτή την έκτη θέση, ενώ στο σύνολο των προηγούμενων Π.Π. κατείχε την ένατη θέση. Φαίνεται δηλαδή ότι συγκριτικά με άλλες χώρες, και μάλιστα περισσότερο τεχνολογικά προηγμένες απ ότι η Ελλάδα, υπάρχει μια σημαντική εκπροσώπηση του κόσμου των ελληνικών επιχειρήσεων στο συγκεκριμένο Πρόγραμμα. Ποιο είναι όμως είναι το προφίλ των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε αυτό; Οι περισσότερες (70%), βάσει του προσωπικού που απασχολούν, είναι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ οι μεγάλες εταιρείες (δηλαδή αυτές που απασχολούν πάνω από 250 άτομα) αγγίζουν το 28% περίπου. Η διασύνδεση των επιχειρήσεων με άλλους φορείς στο πλαίσιο δικτύων ερευνητικών συνεργασιών τούς επιτρέπει να έχουν πρόσβαση σε νέους απαραίτητους πόρους, να βελτιώνουν τις μοναδικές τους ικανότητες και να εμπλέκονται σε νέες καινοτόμες δραστηριότητες. Η τεχνική της ανάλυσης κοινωνικών δικτύων (social network analysis) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα την αποτελεσματικότητα της διάχυσης της γνώσης μέσα σε ένα τέτοιο δίκτυο καθώς και να αξιολογήσουμε το ρόλο των επιχειρήσεων μέσα σε αυτό. Ένα σημαντικό δομικό χαρακτηριστικό του εξεταζόμενου δικτύου είναι η πυκνότητά του. Η πυκνότητα ενός δικτύου υποδεικνύει το βαθμό κατά τον οποίο οι συμμετέχοντες φορείς του παρουσιάζουν πυκνά δομημένες σχέσεις. Όσο πιο μεγάλη είναι η διασύνδεση των φορέων του τόσο πιο πυκνό και 6
συνεκτικό είναι το δίκτυο αυτό. Έτσι η πληροφορία σε ένα τέτοιο δίκτυο μεταδίδεται γρηγορότερα και πιο αποτελεσματικά ενώ αναπτύσσονται ευκολότερα σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στους συνεργαζόμενους φορείς. Το συνολικό δίκτυο που εξετάζουμε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πυκνό αφού κάθε φορέας του συνδέεται άμεσα, κατά μέσο όρο, με άλλους 19 οργανισμούς. Ειδικότερα, κάθε επιχείρηση συνδέεται, κατά μέσο όρο με 15 οργανισμούς, ενώ κάθε ελληνική επιχείρηση με με 19 περίπου άλλους φορείς. Η κεντρικότητα μιας επιχείρησης σε ένα δίκτυο υποδεικνύει το βαθμό κατά τον οποίο καταλαμβάνει μια θέση κλειδί στο δίκτυο, δηλαδή, αν αναπτύσσει ισχυρούς δεσμούς με άλλα μέλη-φορείς του δικτύου και κατ επέκταση έχει καλύτερη και περισσότερη πρόσβαση σε πληροφόρηση και γνώση. Ο αριθμός των άμεσων δεσμών που έχει ένας φορέας αποτελεί ένα μέτρο της κεντρικότητάς του στο δίκτυο. Η κατανομή του αριθμού των άμεσων διασυνδέσεων που παρουσιάζει κάθε επιχείρηση, P(k), για τα υποδίκτυα στα οποία συμμετέχουν το σύνολο των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, αλλά και οι ελληνικές επιχειρήσεις μεμονωμένα, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 3 ακολουθούν την ίδια λογική. Έτσι, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων εμφανίζει ένα μικρό αριθμό άμεσων δεσμών (οι καμπύλες παρουσιάζουν επικρατούσα τιμή άμεσων δεσμών περίπου 7 και 10 αντίστοιχα) και μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό τους παρουσιάζει μεγάλο αριθμό συνδέσεων, γι αυτό και εμφανίζεται η ισχυρή ασυμμετρία στο δεξί μέρος των κατανομών. Το εύρημα αυτό μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συνεκτικότητα του υποδικτύου στο οποίο συμμετέχουν οι ελληνικές (αλλά και οι ευρωπαϊκές) επιχειρήσεις ελέγχεται από ορισμένους σημαντικούς κόμβους οι οποίοι τείνουν να αναπτύσσουν ένα μεγάλο αριθμό άμεσων διασυνδέσεων. Το φαινόμενο αυτό που ονομάζεται επιλεκτική σύναψη δεσμού (preferential attachment), υποδεικνύει ότι οι φορείς ενός δικτύου δεν 7
αλληλεπιδρούν με τυχαίο τρόπο μεταξύ τους αλλά προτιμούν να συνδέονται με συγκεκριμένους κόμβους του δικτύου. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα ένας καινούριος φορέας να συνδέεται με κάποιον άλλο που ήδη έχει ένα μεγάλο αριθμό προηγούμενων δεσμών. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις που εμφανίζουν ισχυρή διασύνδεση μέσα στο δίκτυο αποκτούν ακόμη πιο μεγάλο αριθμό δεσμών δημιουργώντας κατανομές, όπως αυτές που φαίνονται στο Διάγραμμα 3. 1000 Πλήθος επιχειρήσεων 100 10 1 1 10 100 1000 Ευρωπαικές επιχειρήσεις Αριθμός άμεσων δεσμών Ελληνικές επιχειρήσεις Διάγραμμα 3: Κατανομή των άμεσων δεσμών ευρωπαϊκών και ελληνικών επιχειρήσεων Έτσι οι ελληνικές επιχειρήσεις που εμφανίζουν συνολικά κεντρικό ρόλο στο δίκτυο είναι γενικά πολύ λίγες. Οι δέκα ελληνικές επιχειρήσεις που εμφανίζουν το μεγαλύτερο αριθμό άμεσων δεσμών και άρα είναι οι περισσότερο κεντρικοί φορείς του δικτύου, παρουσιάζονται στο Πίνακα που ακολουθεί. Είναι φανερό ότι ο ρόλος των τριών ή τεσσάρων πρώτων από αυτούς 8
είναι τόσο ισχυρός, ώστε η απομάκρυνσή τους από το δίκτυο να δημιουργήσει προβλήματα συνεκτικότητας. Επιχείρηση Κλάδος Αριθμός άμεσων δεσμών Συμμετοχές σε έργα ΙΝΤΡΑΚΟΜ ΑΕ Ηλεκτρολογικός Εξοπλισμός 457 57 Πουλιάδης & Συνεργάτες Α.Ε.Β.Ε Πληροφορική 147 18 Athens Technology Center AE Πληροφορική 125 14 Emphasis Systems AE Πληροφορική 90 8 Anco ΑΕ Ηλεκτρολογικός Εξοπλισμός 80 9 Systema Informatics AE Εμπόριο 76 9 Archimedia Advanced Technology Development Πληροφορική 68 7 ΟΤΕ Τηλεπικοινωνίες 66 8 Παροχή Transeuropean Consulting Unit of Συμβουλευτικών Thessaloniki AE υπηρεσιών 66 5 ΕΡΤ ΑΕ ΜΜΕ 65 6 Πίνακας 1: Οι 10 κεντρικότεροι ελληνικοί φορείς του δικτύου Τα αποτελέσματα που παρουσιάσαμε μέχρι τώρα δείχνουν ότι των δίκτυο των ερευνητικών συνεργασιών που το δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος IST είναι ιδιαίτερα πυκνό και συνεκτικό. Το εύρημα αυτό μας οδηγείς στο συμπέρασμα ότι η τοπολογία του δικτύου ήταν ευνοϊκή για τη μεταφορά πληροφορίας και διάχυσης γνώσης ανάμεσα στους συμμετέχοντες φορείς. Η συμμετοχή των ελληνικών φορέων και εν γένει των ελληνικών επιχειρήσεων κρίνεται συνολικά ως πολύ ικανοποιητική αφού η χώρα μας κατέχει την έκτη θέση στη σχετική κατάταξη. Ωστόσο οι ελληνικές επιχειρήσεις που κατέχουν κεντρική θέση στο δίκτυο είναι πολύ λίγες αφού η πλειοψηφία τους (58%) έχει συμμετάσχει σε ένα μόνο ερευνητικό έργο. Αυτές όμως που έχουν κεντρικό ρόλο στο 9
δίκτυο φαίνεται ότι είναι εκείνες που οργανώνουν την ερευνητική δράση και διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογικής γνώσης σε περισσότερο περιφερειακούς φορείς του δικτύου. Επιπλέον, η ποσότητα αλλά και η ποιότητα της παραγόμενης γνώσης και κατά συνέπεια της καινοτομικής δράσης που αναπτύσσεται στο συνολικό δίκτυο φαίνεται ότι επηρεάζεται από τους πόρους και τις τεχνολογικές ικανότητες που διαθέτουν οι περισσότερο ισχυροί φορείς. Επίσης η απομάκρυνση των φορέων αυτών από το δίκτυο επηρεάζει σημαντικά τα τοπολογικά του χαρακτηριστικά και οδηγεί στη διάσπασή του σε μικρότερα υποδίκτυα γεγονός που περιορίζει σημαντικά τη συνεκτικότητα του δικτύου. ΑΝΑΦΟΡΕΣ Borgatti SP, Foster PC. 2003. The network paradigm in organizational research: a review and typology. Journal of Management, 29(6):991-1013. Caloghirou Y., Ioannides S., Tsakanikas A., Vonortas NS. 2004. Subsidized research joint ventures in Europe. In Caloghirou Y., Vonortas NS., Ioannides S., (Eds.), European Collaboration in Research and Development: Business Strategy and Public Policy. Edward Elgar Publishing. Hagedoorn J, Link AN, Vonortas NS. 2000. Research partnerships. Research Policy, 29:567-586. Kogut B., 2000. The network as knowledge: generative rules and emergence of structure. Strategic Management Journal, 21: 405-425. Verspagen B., Duysters G., 2004. The small worlds of strategic technology alliances. Technovation, 24: 563-571. 10