Το πιο κάτω κεφάλαιο προέρχεται από βιβλίο υπό προετοιµασία µε συγγραφείς τους: Εµµανουήλ Πόθο, Οικονόµου Ηλία. Προσοχή

Σχετικά έγγραφα
Προσοχή. Ηπροσοχήείναιµία κεντρική λειτουργία του γνωστικού συστήµατος.

Αυτόµατα εστιασµένη προσοχή (covert attention) Το πειραµατικό παράδειγµα του Stroop.

6. ΠΡΟΣΟΧΗ. Ο William James (1890) και άλλοι από τους πρώτους ψυχολόγους μελέτησαν την προσοχή με τη μέθοδο της ενδοσκόπησης.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Περιγραφή της αρχικής οθόνης κάθε τάξης α. Εικονίδια επιλογής θεµατικών ενοτήτων β. Εικονίδια διαφυγής...

Οδηγός διαφοροποίησης για την πρωτοβάθµια

Κάποιες βασικές έννοιες στη μεθοδολογία της ψυχολογίας

Γνωστικές δοµές και συναίσθηµα Ειδικές Πηγές: Το φαινόµενο πολυπλοκότητας ακρότητας (Linville, 1982)

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

Γνωστική Ψυχολογία 3

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Πείραµα. Τι είναι το πείραµα; Πείραµα είναιµία ελεγχόµενη διαδικασία µελέτης αιτιωδών σχέσεων µεταξύ δύο ή και περισότερων παραγόντων.

710 -Μάθηση - Απόδοση

ΕΠΛ 435: Αλληλεπίδραση Ανθρώπου Υπολογιστή; Περιεχόµενα. Βιβλιογραφία

710 -Μάθηση - Απόδοση

H ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΟ-ΕΠΙ ΡΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΪΟΣ ΟΚΤ 2013

Ανάλυση των δραστηριοτήτων κατά γνωστική απαίτηση

Οπτική αντίληψη. Μετά?..

Τρόποι εξάσκησης της μνήμης και μέθοδοι καλυτέρευσης

Προσοχή και συνείδηση

Είναι το ηλεκτρικό ρεύµα διανυσµατικό µέγεθος;

Επαναληπτικές δοµές. µτ α.τ. Όχι. ! απαγορεύεται µέσα σε µία ΓΙΑ να µεταβάλλουµε τον µετρητή! διότι δεν θα ξέρουµε µετά πόσες επαναλήψεις θα γίνουν

ζωγραφίζοντας µε τον υπολογιστή

Αντίληψη. Αντίληψη είναι η γνωστική διεργασία που µας επιτρέπει να έχουµε µία εικόνα του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού περιβάλλοντος.

ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΑΙΧΝΙ ΙΟΥ ΣΤΟ SCRATCH ΒΗΜΑ ΠΡΟΣ ΒΗΜΑ

4. Ο Άνθρωπος (Μέρος 3) (HUMAN-computer interaction) Μοντέλα µνήµης, Νοητικά µοντέλα, Μεταφορές, Άλλα µοντέλα

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

Μητρώο Τεκµηρίων Εκπαιδευτή ΕΝΟΤΗΤΑ/ΣΤΟΙΧΕΙΟ E/15 ΑΝΑΦΟΡΑ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ 15 ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΗΣ Χρίστου Χρίστος

Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιστεύεται ότι καθορίζουν µια οµάδα ανθρώπων ονοµάζονται στερεότυπα.

Επαναληπτικό ιαγώνισµα Πληροφορικής Γ Γυµνασίου Γιώργος Λιακέας Σχολικός Σύµβουλος Πληροφορικής Ερωτήσεις

Η τυπική θεωρία Επεξεργασίας Πληροφοριών

Ελεύθερη αρµονική ταλάντωση χωρίς απόσβεση

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (3)

ιαπολιτισµική κοινωνική ψυχολογία Στόχος µαθήµατος: η κατάδειξη του ρόλου που παίζει ο πολιτισµός στις κοινονικο-ψυχολογικές διαδικασίες.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Μάθηση: Οποιαδήποτε µακράς διαρκείας αλλαγή στη συµπεριφορά (ή νόηση) που οφείλεται στην εµπειρία

5. Γεννήτριες Τυχαίων Αριθµών.

MULTICOM 112. Οδηγίες χρήσης

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΕΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ


Σηµειώσεις στις σειρές

Στην ρίζα της δυσλεξίας, της ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπέρ-κινητικότητα και άλλων μαθησιακών δυσκολιών υπάρχει ένα χάρισμα, ένα ταλέντο.


Διαβάζοντας το βιβλίο του Θρασύβουλου εγώ εστιάζω στο εξής:

ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων

2. Missing Data mechanisms

ΟΜΗ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ... 3 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ... 5 ΕΡΕΥΝΕΣ... 8

Εφαρµογή EXTRA. ιαδικασία εξαγωγής της Μηχανογραφικής. έκδοσης ισοζυγίου στην εφαρµογή Extra Λογιστική ιαχείριση.

Διδασκαλία γραμμάτων-συλλαβών

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

11, 12, 13, 14, 21, 22, 23, 24, 31, 32, 33, 34, 41, 42, 43, 44.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΕΜΠΕΤΣΟΣ Ph.D.

Περιβαλλοντική Ψυχολογία. Ορισμοί εννοιών Ιστορική αναδρομή Αντικείμενο Μέθοδοι

2. Ο Άνθρωπος (Μέρος 1) (HUMAN-computer interaction) Αισθήσεις Αισθητήρια Αντίληψη Κινητήριο Σύστηµα

οµή δικτύου ΣΧΗΜΑ 8.1

ο εκπαιδευτικός µπορεί να χρησιµοποιήσει ιστορία σε κόµικς που περιέχει διάλογο να διδάξει κατάλληλες λεκτικές δοµές για το ξεκίνηµα συζήτησης

3/1/2015 ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΙΟΝΕΛΛΗ ΕΛΕΝΗ MNHMH. Εργασία για το μάθημα της βιολογίας

Περίθλαση από ακµή και από εµπόδιο.

Δυναμική ενέργεια στο βαρυτικό πεδίο. Θετική ή αρνητική;

«Η κανονική νοητική συνθήκη των ανθρώπων σε κατάσταση εγρήγορσης, που χαρακτηρίζεται από την εμπειρία των αντιλήψεων, σκέψεων, συναισθημάτων,

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

Φύλλο Εργασίας. Σύνθεση χρωμάτων

Ένα αναλογικό σήμα περιέχει άπειρες πιθανές τιμές. Για παράδειγμα ένας απλός ήχος αν τον βλέπαμε σε ένα παλμογράφο θα έμοιαζε με το παρακάτω:

Πολυ-Μέσα. Multi-Media

Η Μελέτη PreMES αποτελεί την πρώτη συστηµατική µελέτη ενδοφαινοτύπων για διαταραχές στο φάσµα της σχιζοφρένειας στην Ελλάδα.

ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΣΑΣ. Του ρα Κώστα Γ. Κονή *

Επιµέλεια Θοδωρής Πιερράτος

Αλληλεπίδραση Ανθρώπου- Υπολογιστή & Ευχρηστία

Πέραν της θεωρίας του Piaget. Κ. Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

Το άθροισµα των εισερχόµενων σηµάτων είναι:

Οδηγίες για το διάλογο ανάπτυξης των εργαζοµένων Εισαγωγή Στόχος: Το κλίµα του διαλόγου

Τετράδια Κιθάρας. Χρήση του PowerTab

Προσδιορισµός της φασµατικής ισχύος ενός σήµατος

Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής στην εκπαίδευση παιδιών με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή

Ερωτηµατολόγιο PMP , +

Γνωστική Ψυχολογία 3

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΡΟΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΕ ΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΟΜΗΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Εισαγωγή στην Ψυχολογία. Ψυχολογία. Ας δούµε ένα παράδειγµα ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Τοµείς έρευνας της ψυχολογίας

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης

ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ 1

3. Σηµειώσεις Access. # Εισαγωγή ψηφίου ή κενού διαστήµατος. Επιτρέπονται τα ση-

Επιλογή και επανάληψη. Λογική έκφραση ή συνθήκη

«DIGITAL STORY TELLING» PROJECT

MEΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ Y= g( X1, X2,..., Xn)

LUDWIK FLECK ( ) (Λούντβικ Φλεκ) Ο Ludwik Fleck και η κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων.

Ηθεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης (Sherif, 1966).

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΠΕΤΟΣΦΑΙΡΙΣΗ ΚΜ: : 305 ΠΑΤΣΙΑΟΥΡΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ

Σε αυτό το µάθηµα θα ασχοληθούµε µε τη βελτίωση της εµφάνισης ενός ιστοτόπου, αλλά και τον εύκολο χειρισµό όλων των αλλαγών στην εµφάνιση της σελίδας

5 Ψυχολόγοι Προτείνουν Τις 5 Πιο Αποτελεσματικές Τεχνικές Μάθησης

Transcript:

1 Το πιο κάτω κεφάλαιο προέρχεται από βιβλίο υπό προετοιµασία µε συγγραφείς τους: Εµµανουήλ Πόθο, Οικονόµου Ηλία Προσοχή Με τον όρο προσοχή εννοούµε τους µηχανισµούς εκείνους που µας επιτρέπουν να αγνοούµε κάποια ερεθίσµατα του περιβάλλοντος έτσι ώστε να δίνουµε έµφαση σε άλλα. Η προσοχή, αν και δεν ανήκει σε καµία από τις βασικές γνωστικές µας λειτουργίες (µάθηση, µνήµη, αντίληψη) ωστόσο είναι πολλές φορές άµεσα υπεύθυνη για την σωστή λειτουργία τους. Αυτό συµβαίνει, διότι το γνωσιακό µας σύστηµα έχει περιορισµένη δυνατότητα επεξεργασίας ερεθισµάτων. Αν τώρα συνδυάσουµε την περιορισµένη ικανότητα επεξεργασίας µε την πληθώρα των ερεθισµάτων που κατακλύζουν κυριολεκτικά τις αισθήσεις µας, τότε µπορούµε να αναλογιστούµε τη σηµασία που έχει ο µηχανισµός της προσοχής. Για να το καταλάβουµε αυτό καλύτερα ας φανταστούµε τι θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε η προσοχή. Ο ήχος της κίνησης στο δρόµο θα µας εµπόδιζε να µιλήσουµε στο κινητό µας. Τα διαφηµιστικά µηνύµατα που εµφανίζονται κατά τη διάρκεια ενός έργου στην τηλεόραση, θα µας έκαναν να χάσουµε τη συνέχεια. Μία ενόχληση από την καινούρια µας µπλούζα θα µας εµπόδιζε να απολαύσουµε τη βόλτα µας. Υπάρχουν άπειρα τέτοια παραδείγµατα, όπου η προσοχή µας, χωρίς τη θέλησή µας, στρέφεται σε ερεθίσµατα που δεν επιθυµούµε να προσέχουµε. Συνήθως βέβαια, δεν έχουµε δυσκολία να εστιάσουµε τη σκέψη και την προσοχή µας σε ένα ερέθισµα στο περιβάλλον µας, αγνοώντας τα υπόλοιπα. Αυτό το γεγονός, πρέπει να µας υποδεικνύει ότι το γνωσιακό σύστηµα είναι ιδιαίτερα ικανό στο να αγνοεί ανεπιθύµητα ερεθίσµατα. Συνήθως, ο µηχανισµός της εστίασης της προσοχής µας σε ορισµένα ερεθίσµατα και το φιλτράρισµα άλλων ερεθισµάτων, απαιτεί ελάχιστη προσπάθεια από µέρους µας. Αυτό δε σηµαίνει ωστόσο ότι η λειτουργία του µηχανισµού είναι αναλογικά απλή. Στο γεγονός αυτό συνηγορεί το ότι ακόµη δεν έχει προταθεί κάποιο ικανοποιητικό επεξηγηµατικό πλαίσιο για τις διεργασίες της προσοχής. Στην ενότητα αυτή θα δούµε µερικές µόνο από τις δυσκολίες που διέπουν τη διατύπωση ενός τέτοιου µοντέλου, και θα παρουσιάσουµε µερικές από τις πιο διαδεδοµένες µεθοδολογίες που χρησιµοποιούµε για τη µελέτη της προσοχής. Προσοχή στην ακοή µοιρασµένη προσοχή Μία από τις πιο γνωστές αρχικές µελέτες σχετικά µε την προσοχή ακοής, είναι το φαινόµενο του «κοκτέιλ πάρτι» (cocktail party effect). O Cherry to 1953 ήταν µηχανικός ο οποίος ήθελε να φτιάξει ένα σύστηµα το οποίο θα µπορούσε να φιλτράρει ανεπιθύµητους ήχους έτσι ώστε να επεξεργαστεί κάποιο συγκεκριµένο ηχητικό σήµα. Για ένα άνθρωπο µία τέτοια διεργασία σπάνια συνεπάγεται ιδιαίτερη προσπάθεια. Ο Cherry

2 όµως διαπίστωσε ότι υπολογιστικά το φιλτράρισµα ανεπιθύµητων ήχων και η εστίαση της προσοχής σε ένα συγκεκριµένο ηχητικό σήµα είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβληµα και δεν κατάφερε να φτιάξει το σύστηµα που ήθελε. Ως παράδειγµα της πολυπλοκότητας της λειτουργίας της προσοχής, αναφέρει την περίπτωση ενός κοκτέιλ πάρτι: Ας υποθέσουµε ότι είµαστε σε ένα πάρτι και συζητούµε µε κάποιο άτοµο δίπλα µας. Σε γενικές γραµµές, εφ όσον ο γενικός θόρυβος (άλλες συνοµιλίες, µουσική, κτλ.) δεν είναι ιδιαίτερα έντονος, µας είναι ιδιαίτερα εύκολο να παρακολουθήσουµε τη συζήτηση. Κατά τη διάρκεια της συνοµιλίας µας µε το άτοµο που είναι δίπλα µας, προφανώς αγνοούµε τα άλλα ηχητικά σήµατα, όπως το είδος της µουσικής που ακούγεται κλπ. Επίσης, παράλληλα µε τη δική µας συνοµιλία, θα υπάρχουν πάµπολλες άλλες συνοµιλίες το περιεχόµενο των συνοµιλιών αυτών επίσης θα αγνοούµε. Παρ όλα αυτά, αν σε ένα διπλανό τραπέζι ακουστεί το όνοµά µας, αµέσως θα το προσέξουµε! Εποµένως, το ερώτηµα είναι πώς είναι δυνατό να είµαστε σε θέση να εντοπίσουµε κάποιες λέξεις, ονόµατα κτλ., σε ένα ηχητικό σήµα (τη συνοµιλία στο διπλανό τραπέζι) που κατά τα άλλα αγνοούµε; Μήπως τελικά, δεν αγνοούµε αυτά τα ερεθίσµατα; Για να µελετήσει πιο συγκεκριµένα τις διεργασίες προσοχής στην ακοή, ο Cherry ανέπτυξε το dichotic listening task (άσκηση διχωτικής ακοής). Το υποκείµενο σε µία τέτοια άσκηση ακούει µε ακουστικά διαφορετικά ηχητικά σήµατα σε κάθε αυτί. Το ένα από τα δύο ηχητικά σήµατα είναι αυτό στο οποίο υποτίθεται ότι πρέπει να εστιάσει την προσοχή του, ενώ το άλλο σήµα πρέπει να αγνοηθεί. Για να βεβαιωθεί ο πειραµατιστής ότι το υποκείµενο όντως εστιάζει την προσοχή του στο σήµα που πρέπει, ζητείται συνήθως από το υποκείµενο να επαναλαµβάνει το σήµα το οποίο πρέπει να προσέχει. Η τεχνική αυτή ονοµάζεται shadowing. Αρχικές µελέτες µε την άσκηση διχωτικής ακοής έδειξαν ότι τα υποκείµενα είχαν δυσκολία να αγνοήσουν το ένα σήµα και να προσέξουν το άλλο, ιδιαίτερα όταν τα δύο σήµατα είχαν παρόµοια χαρακτηριστικά (π.χ., όταν και τα δύο εκφωνούνταν από τον ίδιο οµιλητή). Βέβαια, η κρίσιµη ερώτηση στα πειράµατα αυτά, αφορά κυρίως την επεξεργασία του σήµατος που πρέπει να αγνοηθεί. Το κοκτέιλ πάρτι του Cherry δείχνει ότι τα σήµατα που (νοµίζουµε) ότι αγνοούµε πρέπει να επεξεργάζονται σε κάποιο βαθµό. Οι έρευνες της διχωτικής ακοής λοιπόν, είχαν σα στόχο να βρουν σε ποιο βαθµό επεξεργαζόµαστε το σήµα το οποίο υποθετικά αγνοούµε. Αρχικές µελέτες έδειξαν ότι να υποκείµενα επεξεργάζονται µόνο βασικά χαρακτηριστικά του αγνοούµενου σήµατος. Για παράδειγµα, αν άλλαζε η φωνή του οµιλητή στο σήµα που έπρεπε να αγνοούν θα το καταλάβαιναν. Από την άλλη, αν άλλαζε η γλώσσα (π.χ., από Αγγλικά σε Γερµανικά) δε θα το καταλάβαιναν. Επίσης, βρέθηκε ότι τα υποκείµενα δεν µπορούσαν να αντιληφθούν την παρουσία συγκεκριµένων λέξεων στο σήµα (εκτός αν αυτές ήταν ιδιαίτερα σηµαντικές για τα υποκείµενα). Οι έρευνες της διχωτικής ακοής οδήγησαν τους ερευνητές στη διατύπωση θεωριών για τη λειτουργία της προσοχής. Στην επόµενη ενότητα θα εξετάσουµε ορισµένες από αυτές. Θεωρίες της προσοχής.

3 Τα θεωρητικά µοντέλα της προσοχής συνήθως χωρίζονται σε δύο 1 µεγάλες κατηγορίες: τα µοντέλα περιορισµένης εισόδου (bottleneck models) και τα µοντέλα κατανεµηµένης ή παράλληλης προσοχής (capacity- resource models, parallel processing models). Το κοινό σηµείο των δύο θεωρητικών κατηγοριών είναι ότι η προσοχή µας έχει περιορισµένη δυνατότητα επεξεργασίας. ηλαδή, δεν είναι δυνατό να προσέχουµε πάρα πολλά ερεθίσµατα ταυτόχρονα. Η πιο σηµαντική διαφορά των δύο θεωρητικών κατηγοριών είναι, ότι τα µεν µοντέλα περιορισµένης εισόδου υποθέτουν ότι η διαδικασία της προσοχής είναι γραµµική, ενώ τα µοντέλα κατανεµηµένης προσοχής υποστηρίζουν ότι ο µηχανισµός λειτουργεί παράλληλα. Η γραµµική επεξεργασία σηµαίνει ότι, κάθε φορά, η προσοχή µας µπορεί να εστιάζεται σε ένα µόνο ερέθισµα. Αν χρειαστεί να προσέξουµε ένα άλλο ερέθισµα, τότε η προσοχή στρέφεται προς αυτό, αλλά σε βάρος του προηγούµενου ερεθισµού, τον οποίο δεν προσέχουµε πλέον. Η παράλληλη επεξεργασία αντίθετα, σηµαίνει ότι η προσοχή µας µπορεί να επεξεργάζεται ταυτόχρονα περισσότερα από ένα ερεθίσµατα. Στην επόµενη ενότητα, θα εξετάσουµε τις σηµαντικότερες θεωρίες της προσοχής, ξεκινώντας µε µοντέλα που ανήκουν στις θεωρίες περιορισµένης εισόδου. Η θεωρία του φίλτρου του Broadbent. Μία από τις πρώτες θεωρίες της προσοχής ήταν η θεωρία φίλτρου του Broadbent (1958). Η βάση της θεωρίας στηρίχθηκε στα εµπειρικά δεδοµένα πειραµάτων διχωτικής ακοής και είναι αρκετά απλή: Επειδή ο µηχανισµός της ακοής είναι έτσι δοµηµένος ώστε να µην µπορούµε να επεξεργαστούµε πάνω από ένα σήµα ταυτόχρονα, όταν υπάρχουν δύο σήµατα (ή παραπάνω) επιλέγουµε να εστιάσουµε την προσοχή µας σε ένα και αγνοούµε τα υπόλοιπα. Πιο συγκεκριµένα, όλα τα ηχητικά σήµατα αποθηκεύονται προσωρινά σε µία αποθήκη ερεθισµάτων (sensory store). Στη συνέχεια, υπάρχει ένα φίλτρο ερεθισµάτων, του οποίου ο ρόλος είναι να επιλέξει ένα σήµα για περαιτέρω επεξεργασία και να αγνοήσει να υπόλοιπα (sensory filter). Το φιλτράρισµα αυτό αφήνει µόνο ένα σήµα να προχωρήσει. Τα σήµατα τα οποία δεν επιλέγονται τελικά χάνονται (δηλαδή δεν επεξεργάζονται περαιτέρω). Αξίζει να σηµειωθεί, ότι η επιλογή του σήµατος για επιπλέον επεξεργασία, θεωρείται πως γίνεται συνειδητά. Αφού η πληροφορία περάσει από το φίλτρο, πραγµατοποιείται το πρώτο στάδιο της επεξεργασίας της, που είναι η αναγνώριση λέξεων. Στην εικόνα ΧΧ µπορούµε να δούµε µία σχηµατική αναπαράσταση της θεωρίας του Broadbent. 1 Μία τρίτη κατηγορία µοντέλων (που δε θα µας απασχολήσει εδώ) είναι τα νευροψυχολογικά µοντέλα της προσοχής. Οι θεωρίες αυτές έχουν αναπτυχθεί µε βάση νευροψυχολογικά δεδοµένα από ασθενείς που παρουσιάζουν διάφορες διαταραχές της προσοχής.

4 Όπως βλέπουµε, τα αρχικά ερεθίσµατα που φθάνουν στα αισθητήρια όργανά µας (εδώ της ακοής) αποθηκεύονται για ελάχιστο χρόνο στον αποθηκευτικό χώρο. Από αυτά, µόνο ένα θα περάσει το φίλτρο και θα δεχθεί περαιτέρω επεξεργασία. Η γραµµική λειτουργία της προσοχής στο συγκεκριµένο µοντέλο είναι εµφανής. Το µοντέλο του Broadbent θεωρείται σηµαντικό για δύο λόγους. Πρώτον, είναι ένα από τα πρώτα µοντέλα τα οποία διατυπώθηκαν µε «κουτιά και βελάκια» (box and arrow). Αυτού του είδους τα µοντέλα ήταν η βάση της επανάστασης στον τρόπο µε τον οποίο προσπαθούµε να κατανοήσουµε νοητικές διεργασίες στην ψυχολογία. Τέτοιου είδους µοντέλα αντιµετωπίζουν το γνωσιακό σύστηµα σαν ένα σύστηµα επεξεργασίας πληροφοριών. Θεωρείται δηλαδή, ότι το γνωσιακό σύστηµα συλλέγει πληροφορίες από το περιβάλλον, επεξεργάζεται αυτές τις πληροφορίες, και παράγει κάποια αντίδραση/ απάντηση δηλαδή η λειτουργία του γνωσιακού συστήµατος έχει την ίδια δοµή µε τη λειτουργία ενός υπολογιστή. Εκτός από την ιστορική του σηµαντικότητα βέβαια, το µοντέλο του Broadbent εξήγησε επιτυχώς κάποια βασικά φαινόµενα της προσοχής. Πρώτον, είναι συµβατό µε το πειραµατικό εύρηµα ότι µόνο τα πολύ βασικά χαρακτηριστικά των αγνοηµένων σηµάτων επεξεργάζονται (π.χ., η φωνή του οµιλητή, αλλά όχι και οι λέξεις που αποτελούν το σήµα). εύτερον, το µοντέλο του Broadbent προβλέπει, ότι όσο µεγαλύτερη είναι η οµοιότητα µεταξύ του σήµατος που θέλουµε να παρακολουθήσουµε και του σήµατος που θέλουµε να αγνοήσουµε, τόσο µειώνεται η δυνατότητά µας να χωρίσουµε την προσοχή µας όπως επιθυµούµε. Αυτή η πρόβλεψη επιβεβαιώνεται από ένα µεγάλο όγκο πειραµατικών δεδοµένων. Ωστόσο, παρά την αρχική του επιτυχία, το µοντέλο του Broadbent, γρήγορα δέχθηκε κριτική από ερευνητές για µία σειρά φαινοµένων της προσοχής στα οποία δε φαινόταν να δίνει ικανοποιητική εξήγηση. Μία σηµαντική µελέτη που έδειξε ότι η προσέγγιση του Broadbent είναι ελλιπής είναι αυτή των Gray & Wedderburn (1960).

5 Σύµφωνα µε τον Broadbent, αν έχουµε δύο σήµατα, τότε το ένα επιλέγεται για περαιτέρω επεξεργασία και το άλλο αγνοείται µόνο τα βασικά χαρακτηριστικά του αγνοηµένου σήµατος γίνονται αντιληπτά (π.χ., η φωνή του οµιλητή). Ας υποθέσουµε όµως ότι τα δύο σήµατα είναι ως εξής: Αριστερό αυτί: Αγαπητή, 7, Αγγελική. εξί αυτί: 9, θεία, 6. Ας υποθέσουµε ότι ζητείται από το υποκείµενο να αγνοήσει την πληροφορία στο δεξί αυτί και να εστιάσει την προσοχή του στο αριστερό. Αν ζητηθεί από το υποκείµενο να επαναλάβει τις πληροφορίες που του παρουσιάστηκαν, τότε η πρόβλεψη του Broadbent είναι ότι το υποκείµενο θα πει: Αγαπητή, 7, Αγγελική (δηλαδή το σήµα από το αριστερό αυτί). Αντιθέτως, οι Gray & Wedderburn, όταν πραγµατοποίησαν το σχετικό πείραµα, βρήκαν ότι στην ερώτηση «τι ακούσατε», τα υποκείµενα απαντούσαν «Αγαπητή θεία Αγγελική» και «976». ηλαδή, τα υποκείµενα δεν οµαδοποιούσαν τα ερεθίσµατα ανάλογα µε το αυτί στο οποίο παρουσιάστηκαν, αλλά µε βάση τη σηµασία τους! Αυτό το εύρηµα δείχνει ότι το ερέθισµα που αγνοείται επεξεργάζεται περισσότερο από ότι υπέθεσε ο Broadbent. Αν δηλαδή η επεξεργασία του αγνοούµενου σήµατος αφορούσε µόνο τα βασικά αντιληπτικά του χαρακτηριστικά, τότε δε θα ήταν δυνατό να οµαδοποιήσουν τα υποκείµενα τις πληροφορίες βάση της σηµασίας τους. Το εύρηµα αυτό (δηλαδή η σηµασιολογική επεξεργασία του αγνοούµενου σήµατος) των Gray & Wedderburn, έχει επαληθευθεί από πολλούς άλλους ερευνητές. Το µοντέλο προσοχής της Treisman. Λαµβάνοντας υπόψη της τα αποτελέσµατα που έδειχναν ότι τα αγνοούµενα σήµατα δέχονταν κάποια σηµασιολογική επεξεργασία, η Treisman παρουσίασε µία παραλλαγή του µοντέλου του Broadbent. Το βασικό χαρακτηριστικό του µοντέλου της Treisman ήταν, ότι το σήµα το οποίο αγνοούµε επεξεργάζεται και αυτό, σε κάποιο βαθµό, ως προς τη σηµασία του. Με άλλα λόγια, το ξεχώρισµα µεταξύ του σήµατος στο οποίο εστιάζεται η προσοχή µας και του σήµατος που αγνοούµε γίνεται αργότερα, αφού έχει γίνει κάποια βασική επεξεργασία και των δύο σηµάτων. Επιπλέον, το αγνοηµένο σήµα δε χάνεται τελείως, απλώς «αποδυναµώνεται» (attenuated) σε σχέση µε το σήµα που µας ενδιαφέρει. Με αυτό τον τρόπο, µία βασική πρόβλεψη του µοντέλου της Treisman είναι ότι, εφόσον η σηµασία του αγνοηµένου σήµατος είναι σχετική µε τη σηµασία του σήµατος στο οποίο εστιάζουµε την προσοχή µας, τότε το αγνοηµένο σήµα θα επηρεάσει την επεξεργασία του σήµατος που προσέχουµε. Το µοντέλο της Treisman το βλέπουµε σχηµατικά στην εικόνα ΧΧ.

6 Όπως βλέπουµε, η οµοιότητα µε το µοντέλο του Broadbent είναι εµφανής. Η βασική διαφορά είναι ότι και τα δύο ερεθίσµατα επεξεργάζονται ως προς ένα βαθµό, απλά το ερέθισµα που αγνοούµε είναι αποδυναµωµένο.το µοντέλο της Treisman φαίνεται να µπορεί να εξηγήσει τα αποτελέσµατα των Gray & Wedderburn, καθώς το σήµα που θέλουµε να αγνοήσουµε επεξεργάζεται σε κάποιο µικρό βαθµό ως προς τη σηµασία του και εποµένως µπορεί να επηρεάσει την επεξεργασία του σήµατος που προσέχουµε. Επίσης, το µοντέλο της Treisman εξηγεί τη µελέτη του κοκτέιλ πάρτι του Cherry: Αφού η σηµασία του σήµατος που προσπαθούµε να αγνοήσουµε επεξεργάζεται σε κάποιο βαθµό, αν το σήµα περιέχει ένα σηµαντικό (για µας) ερέθισµα θα µπορέσουµε να αναγνωρίσουµε την παρουσία του στο σήµα. Βλέπουµε λοιπόν, ότι όταν πιστεύουµε ότι αγνοούµε ένα σήµα, στην πραγµατικότητα το γνωσιακό σύστηµα δεν το αγνοεί τόσο πολύ όσο νοµίζουµε. Εξελικτικά κάτι τέτοιο είναι λογικό: Για την επιβίωσή µας είναι περισσότερο σηµαντικό να έχουµε κάποια αίσθηση όλων των ερεθισµάτων στο περιβάλλον µας, από το να είµαστε σε θέση να αγνοούµε τελείως κάποια ερεθίσµατα για να εστιάσουµε την προσοχή µας σε άλλα. Το κρίσιµο ερώτηµα λοιπόν είναι πόσο ακριβώς επεξεργαζόµαστε τα ερεθίσµατα του περιβάλλοντος στα οποία δεν εστιάζουµε την προσοχή µας. Μία από τις γνωστότερες µελέτες σε αυτό το θέµα, είναι αυτή του Von Wright (1975) και των συνεργατών του. Ο Von Wright προσπάθησε να εξακριβώσει το επίπεδο επεξεργασίας του αγνοηµένου σήµατος, µε τρόπο που δε βασιζόταν στις αναφορές των υποκειµένων. Να υπενθυµίσουµε ότι οι αρχικές µελέτες της διχωτικής ακοής είχαν δείξει ότι τα υποκείµενα δεν είχαν γνώση συγκεκριµένων λέξεων που παρουσιάζονταν στο σήµα που προσπαθούσαν να αγνοήσουν. Για παράδειγµα, ας υποθέσουµε ότι στο σήµα που τα υποκείµενα προσπαθούσαν να αγνοήσουν παρουσιαζόταν η λέξη σπίτι. Μετά την άσκηση τα υποκείµενα δεν θα ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν ότι η λέξη σπίτι είχε παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια της άσκησης. Ο Von Wright και οι συνεργάτες βάσισαν τη µελέτη τους σε µετρήσεις του δυναµικού του δέρµατος των υποκειµένων τους. Η µέτρηση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι όταν περιµένουµε κάποιου είδους σοκ αυξάνεται κατά τι το δυναµικό του δέρµατός µας. Αρχικά λοιπόν, ο Von

7 Wright και οι συνεργάτες του συσχέτισαν κάποια ουδέτερη λέξη, π.χ., σκύλος, µε (σχετικά) ανώδυνα ηλεκτρικά σοκ. ηλαδή, παρουσίασαν στα υποκείµενά τους µία σειρά λέξεων, και όταν παρουσιαζόταν η λέξη σκύλος, τότε τα υποκείµενα δέχονταν το ηλεκτρικό σοκ. Στη συνέχεια, ο Von Wright και οι συνεργάτες ζήτησαν από τα υποκείµενά τους να κάνουν µία άσκηση µοιρασµένης προσοχής. Στο σήµα το οποίο τα υποκείµενα έπρεπε να αγνοούν κάποιες φορές παρουσιαζόταν και η λέξη σκύλος. Η υπόθεση ήταν ότι. εάν τα υποκείµενα επεξεργάζονταν σε κάποιο βαθµό τη σηµασία του αγνοηµένου σήµατος, τότε όταν θα ακουγόταν η λέξη σκύλος, το δυναµικό του δέρµατος των υποκειµένων θα αυξανόταν. Πράγµατι, ο Von Wright και οι συνεργάτες του βρήκαν ότι όταν παρουσιαζόταν η λέξη σκύλος το δυναµικό του δέρµατος αυξανόταν, µε τον ίδιο τρόπο που αυξανόταν όταν τα υποκείµενα συνειδητά αναγνώριζαν την παρουσία της λέξης σκύλος. Επιπρόσθετα, µετά την άσκηση µοιρασµένης προσοχής, τα υποκείµενα δήλωσαν ότι δεν παρουσιάστηκε στο σήµα που έπρεπε να αγνοήσουν η λέξη σκύλος! Τα αποτελέσµατα αυτά δείχνουν ότι αν και συγκεκριµένες λέξεις στο σήµα που αγνοείται δεν αναγνωρίζονται συνειδητά, υποσυνείδητα τέτοιες λέξεις επεξεργάζονται σε αρκετά µεγάλο βαθµό (τουλάχιστον στο βαθµό που επιτρέπει κάποια αναπαράσταση της λέξης και της σηµασίας της). Ένα δεύτερο συµπέρασµα που προκύπτει από τα αποτελέσµατα του Von Wright (και πολλών άλλων ερευνητών που διεξήγαγαν παρόµοιες µελέτες) είναι ότι και αν ακόµη εξαφανίζεται τελείως το σήµα που πρέπει να αγνοηθεί σε κάποιο στάδιο επεξεργασίας των σηµάτων, αυτό γίνεται αφού ήδη το σήµα έχει επεξεργαστεί σε κάποιο προχωρηµένο βαθµό. Αυτό σηµαίνει ότι το αγνοηµένο σήµα είναι πιθανό να περνάει στη βραχύχρονη µνήµη. Σε αντιπαράθεση, το µοντέλο του Broadbent υποθέτει το σήµα που αγνοείται εξαφανίζεται πολύ νωρίς, πριν επεξεργαστεί. Το µοντέλο της Treisman υποθέτει ότι υπάρχει κάποια επεξεργασία του αγνοούµενου σήµατος, ωστόσο αυτή φαίνεται να είναι µεγαλύτερη σε έκταση από ότι υποθέτει το µοντέλο της. Θεωρίες «όψιµης επιλεκτικότητας» (late selection models). Οι θεωρίες του Broadbent και της Treisman, ονοµάζονται και θεωρίες πρώιµης επιλεκτικότητας (early selection theories) για να τονιστεί το γεγονός ότι τοποθετούν την επιλογή του σήµατος που θα επεξεργαστεί, αρκετά νωρίς στη διαδικασία (πριν τη βραχύχρονη µνήµη). Σε αντιδιαστολή υπάρχουν µοντέλα «όψιµης επιλεκτικότητας» (late selection theories) τα οποία τοποθετούν την επιλογή στο επίπεδο της βραχύχρονης µνήµης, και αφού έχει προηγηθεί αρκετή επεξεργασία όλων των σηµάτων (Deutsch & Deutsch, 1963). Σύµφωνα µε αυτές τις θεωρίες, η επιλογή µεταξύ του σήµατος που µας ενδιαφέρει και του σήµατος που θέλουµε να αγνοήσουµε γίνεται αφού και τα δύο σήµατα έχουµε επεξεργαστεί σε αρκετά µεγάλο βαθµό. Επιπλέον, ο βαθµός στον οποίο θα µπορέσουµε να αγνοήσουµε ένα σήµα για να εστιάσουµε την προσοχή µας σε κάποιο άλλο εξαρτάται από τη σηµασία του σήµατος για µας (Deutsch & Deutsch, 1963; Norman, 1968). Αντιλαµβάνεται βέβαια κανείς, ότι τα διάφορα ερεθίσµατα δεν έχουν την ίδια σπουδαιότητα για όλους τους ανθρώπους. Ένα ερέθισµα µπορεί να είναι σηµαντικό επειδή έχει άµεση σχέση µε τα προσωπικά µας δεδοµένα, π.χ., το όνοµά µας, κάποιο αγαπηµένο µας πρόσωπο κλπ. Μπορεί επίσης να είναι σηµαντικό επειδή σχετίζεται άµεσα µε το τι κάνουµε κάποια συγκεκριµένη στιγµή. Για παράδειγµα, όταν οδηγούµε προφανώς είναι ιδιαίτερα σηµαντικό το χρώµα των φαναριών, ενώ το ίδιο ερέθισµα χάνει τη σπουδαιότητά του όταν δεν οδηγούµε.

8 Το ότι πλέον οι ερευνητές λαµβάνουν υπόψη τη σηµασία των ερεθισµάτων στην προσοχή απορρέει από το γενικότερο πρόγραµµα της κατανόησης της ανθρώπινης συµπεριφοράς ως οδηγούµενη από την προσπάθεια να επιτύχουµε διάφορους στόχους. Με άλλα λόγια, η λειτουργία του γνωσιακού συστήµατος είναι δοµηµένη έτσι, ώστε να διαµορφώνει την επεξεργασία των ερεθισµάτων που µας περιβάλλουν ανάλογα µε τους στόχους που θέτουµε σε κάθε περίοδο της ζωής µας. Μία τέτοια προσέγγιση είναι λογική, µε την έννοια ότι δεν είµαστε παθητικοί δέκτες πληροφοριών από το περιβάλλον. Αντίθετα, προσπαθούµε να προσαρµόσουµε τα στοιχεία και τις πληροφορίες που λαµβάνουµε από το περιβάλλον, έτσι ώστε η συµπεριφορά µας να ικανοποιήσει στόχους που θέτουµε ανά πάσα στιγµή. Για αυτό το λόγο, η σύγχρονη αντίληψη στην ψυχολογία είναι, ότι η κατανόηση των αποτελεσµάτων πειραµάτων µοιρασµένης προσοχής πρέπει να εµπεριέχει την εξέταση της σηµασίας των ερεθισµάτων. ---------------------------------------------------- Θεωρίες κατανεµηµένης προσοχής. Μέχρι στιγµής, µελετήσαµε τις διεργασίες προσοχής σε σχέση µε το βαθµό στον οποίο ένα σήµα που θέλουµε να αγνοήσουµε τελικά επεξεργάζεται. Ένας διαφορετικός τρόπος προσέγγισης, είναι να εξετάσουµε τις δυνατότητές µας να επεξεργαστούµε επιτυχώς πολλά σήµατα ταυτόχρονα. Με άλλα λόγια, σε τι βαθµό µπορούµε να µοιράσουµε την προσοχή µας έτσι ώστε να διατηρήσουµε την ικανότητά µας να επεξεργαστούµε επιτυχώς τα διαφορετικά σήµατα που µας ενδιαφέρουν; Αν χρησιµοποιήσουµε την αναλογία του γνωσιακού συστήµατος µε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, το θέµα που µας ενδιαφέρει εδώ, είναι ο βαθµός στον οποίο µπορούµε να κάνουµε multi-tasking δηλαδή ο βαθµός στον οποίο το γνωσιακό σύστηµα µπορεί να υποστηρίξει πολλές διεργασίες ταυτόχρονα. Όπως είδαµε, τα γραµµικά µοντέλα περιορισµένης εισόδου θεωρούν ότι µία τέτοια παράλληλη επεξεργασία πολλών ερεθισµάτων δεν είναι δυνατή. Εάν θέλουµε να προσέξουµε ένα άλλο ερέθισµα από αυτό στο οποίο είναι εστιασµένη η προσοχή µας τη δεδοµένη στιγµή, τότε πρέπει να «παρατήσουµε» το ένα ερέθισµα και να στρέψουµε την προσοχή µας στο άλλο (switching). Από την άλλη, οι θεωρίες κατανεµηµένης προσοχής, υποστηρίζουν ότι η προσοχή µας µπορεί να µοιραστεί ανάµεσα σε διάφορα ερεθίσµατα που επεξεργαζόµαστε ταυτόχρονα. Η διαφορά είναι ότι η ταχύτητα της επεξεργασίας θα είναι µικρότερη, καθώς τα ερεθίσµατα θα απασχολούν µέρος της περιορισµένης επεξεργαστικής δυνατότητας της προσοχής µας. Σήµερα έχουµε αρκετές ενδείξεις ότι η προσοχή µας είναι ικανή να υποστηρίξει την ταυτόχρονη επεξεργασία πολλών ερεθισµάτων. Οι αρχικές µελέτες έδειξαν ότι η ικανότητά µας αυτή, εξαρτάται από δύο παράγοντες: Την οµοιότητα των δύο διεργασιών: Ο Allport (1972) και οι συνεργάτες του ζήτησαν από τα υποκείµενά τους να αποµνηµονεύσουν µία οµάδα λέξεων ενώ παράλληλα έπρεπε να υπαγορεύουν κάποιο µήνυµα. Για παράδειγµα, οι λέξεις µπορεί να ήταν σπίτι, γάτα, αυτοκίνητο, γλυκό, εξοχή. Παράλληλα µε την εκµάθηση των λέξεων, τα υποκείµενα έπρεπε να επαναλαµβάνουν µία πρόταση όπως Το ψάρεµα πήγε καλά χθες. Οι λέξεις παρουσιαζόταν είτε οπτικά (ανόµοια διεργασία), είτε ηχητικά (όµοια διεργασία). Επίσης οι λέξεις µπορούσαν να έχουν σηµασιολογική συνάφεια µε τη φράση που επαναλάµβαναν τα υποκείµενα, είτε όχι. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι όταν οι λέξεις παρουσιάζονταν οπτικά, σε γενικές γραµµές τα

9 υποκείµενα δεν είχαν πρόβληµα να µάθουν τις λέξεις, είτε αυτές ήταν εννοιολογικά σχετικές µε τη φράση, είτε όχι. Σε αντιπαράθεση, όταν οι λέξεις παρουσιάζονταν ηχητικά, τα υποκείµενα µπορούσαν να τις µάθουν µόνο εάν δεν είχαν κάποια σηµασιολογική σχέση µε τη φράση. ηλαδή, η οµοιότητα των δύο διεργασιών, επηρέαζε το βαθµό στον οποίο ήταν δυνατό να διεκπεραιωθούν ταυτόχρονα, τόσο όσον αφορά γενικά χαρακτηριστικά διεργασιών (π.χ., οπτική διεργασία / διεργασία ακοής) αλλά και όσον αφορά περισσότερο συγκεκριµένα χαρακτηριστικά (σηµασία). Το βαθµό εξάσκησης στις δύο διεργασίες: Η Spelke (1972) και οι συνεργάτες της διαπίστωσαν ότι αν τα υποκείµενα έχουν εξασκηθεί αρκετά σε δύο διεργασίες τότε θα είναι σε θέση να διεκπεραιώσουν και τις δύο διεργασίες ταυτόχρονα. Μία καλή ερώτηση αφορά το από πού απορρέουν οι περιορισµοί στο βαθµό στον οποίο µπορούµε να µοιράσουµε την προσοχή µας. Οι Norman & Bobrow (1975) υποστήριξαν ότι σε γενικές γραµµές οι δυνατότητες προσοχής που έχουµε είναι περιορισµένες. Ο Kahneman (1973) επίσης πρότεινε ότι η συνολική ικανότητα προσοχής που έχουµε µπορεί µεν να είναι περιορισµένη, αλλά ανά πάσα στιγµή εξαρτάται από την κατάστασή µας (π.χ., το πόσο ξεκούραστοι είµαστε), αλλά και από τη σηµασία της διεργασίες που διεκπεραιώνουµε. Επίσης, πρότεινε ότι υπάρχει κάποια ελαστικότητα στο πως κατανέµεται η προσοχή µας σε διαφορετικές διεργασίες. ηλαδή, µπορούµε να επιλέξουµε (σε κάποιο βαθµό) την προσοχή που θα αφιερώσουµε σε διαφορετικές διεργασίες. Συγκεκριµένα, ο Kahneman 2 πρότεινε ότι η προσοχή που µπορούµε να αφιερώσουµε σε κάποια διεργασία, εξαρτάται από τους εξής παράγοντες: -Την οργανική µας κατάσταση (π.χ., πόσο ξεκούραστοι είµαστε). -Τη γενικότερη ικανότητά µας και συνήθειες. Για παράδειγµα, κάποιο άτοµο το οποίο είναι συνηθισµένο να αφιερώνει γενικά ιδιαίτερη προσοχή σε αυτά που κάνει θα είναι σε θέση να αφιερώσει περισσότερη προσοχή σε κάποιο συγκεκριµένο πρόβληµα. -Τις προθέσεις µας όσον αφορά το συγκεκριµένο πρόβληµα που αντιµετωπίζουµε. Όπως είδαµε και παραπάνω, η προσοχή που θα αφιερώσουµε σε ένα πρόβληµα/ ερέθισµα κτλ. εξαρτάται από τη σηµασία του προβλήµατος/ ερεθίσµατος στη ζωή µας, άµεσα (π.χ., το χρόνο του φαναριού όταν οδηγούµε) και µακροπρόθεσµα (π.χ., µία σηµαντική εργασία για ένα υποχρεωτικό µάθηµα). Αυτού του είδους η θεωρία χαρακτηρίζεται ως θεωρία δυναµικού (capacity theory). Η ονοµασία βασίζεται στην παραδοχή (της θεωρίας) ότι η λειτουργία του γνωσιακού συστήµατος είναι ανάλογη µε τη λειτουργία του επεξεργαστή ενός υπολογιστή. Ο επεξεργαστής αυτός είναι σε θέση να αντιµετωπίσει οποιοδήποτε είδος προβλήµατος. Όµως, έχει πεπερασµένο δυναµικό/ ικανότητα. ηλαδή, έχει όρια στο πόσο αποτελεσµατικά µπορεί να αντιµετωπίσει ένα πρόβληµα (ισοδύναµα, στο πόσα προβλήµατα µπορεί να αντιµετωπίσει συγχρόνως). 2 Να σηµειωθεί ότι ο Kahneman είναι από τους λίγους ψυχολόγους οι οποίοι έχουν πάρει Nobel. Ο Kahneman πήρε το Nobel του για τις µελέτες που έκανε στον τρόπο µε τον οποίο αξιολογούµε ρίσκα και αποφάσεις στην καθηµερινή µας ζωή το Nobel ήταν Nobel οικονοµικών.

10 Η προσέγγιση κατανόησης του γνωσιακού συστήµατος ως επεξεργαστή γενικής χρήσης και περιορισµένων δυνατοτήτων φαίνεται απλοϊκή όταν αναλογιζόµαστε την (φαινοµενική) τουλάχιστον πολυπλοκότητα της σκέψης. Πολλοί ερευνητές έχουν παρατηρήσει ότι µε την εξάσκηση φαίνεται να είµαστε σε θέση να βελτιώσουµε πολύ την ικανότητά µας σε κάποιες διεργασίες εποµένως η ιδέα του πεπερασµένου δυναµικού ίσως να µην είναι σωστή. Επιπλέον, έχει προταθεί ότι οι γνωσιακές διεργασίες υποστηρίζονται από επί µέρους εξειδικευµένους επεξεργαστές, παράλληλα µε έναν γενικής χρήσης επεξεργαστή. Κάτι τέτοιο είναι λογικό εάν θεωρήσουµε πάλι την αναλογία του γνωσιακού συστήµατος µε ηλεκτρονικούς υπολογιστές: Υπάρχει ο κεντρικός επεξεργαστής ο οποίος καθορίζει γενικά τη λειτουργία του υπολογιστή, παράλληλα όµως, για συγκεκριµένες διεργασίες οι οποίες εµφανίζονται µε ιδιαίτερη συχνότητα, υπάρχουν επί µέρους επεξεργαστές: π.χ., για τα γραφικά, για τον ήχο, κτλ. Εποµένως, το δυναµικό της προσοχής µας δεν επηρεάζεται µόνο από τη δυσκολία των διεργασιών, αλλά και από το βαθµό στον οποίο οι διεργασίες σχετίζονται µε το ίδιο (γνωσιακό) σύστηµα ή όχι. Με απλά λόγια, είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσουµε δύο διεργασίες οι οποίες έχουν σχέση µε το ίδιο γνωσιακό σύστηµα: π.χ., να διαβάζουµε ένα βιβλίο και να επαναλαµβάνουµε µία πρόταση (και οι δύο διεργασίες σχετίζονται µε το σύστηµα που υποστηρίζει τη γλώσσα). Όταν όµως οι δύο διεργασίες αναφέρονται σε διαφορετικά συστήµατα, τότε δε φαίνεται να έχουµε πρόβληµα (π.χ., να µελετούµε µία σειρά από φωτογραφίες και να επαναλαµβάνουµε µία πρόταση). Σε αυτό το σηµείο είναι πιθανό να αναρωτηθεί κανείς αν, από εξελικτικής άποψης, είναι καλύτερο να διαθέτουµε ένα κεντρικό επεξεργαστή ο οποίος µπορεί να προσαρµοστεί στις ανάγκες οποιουδήποτε προβλήµατος, ή πολλούς επί µέρους επεξεργαστές οι οποίοι είναι εξειδικευµένοι. Αν και τέτοιου είδους τελεολογικές ερωτήσεις είναι δύσκολο να απαντηθούν, µπορούµε να πούµε ότι κάθε σύστηµα έχει τα υπέρ και τα κατά του. Ένας γενικός επεξεργαστής σηµαίνει ότι µπορούµε να αντιµετωπίσουµε αυθαίρετα προβλήµατα. ηλαδή δεν υπάρχουν περιορισµοί όσον αφορά το τι µπορούµε να κάνουµε. Από την άλλη, εξειδίκευση σηµαίνει αυξηµένη ικανότητα σε συγκεκριµένα προβλήµατα. Για παράδειγµα, ένα τζιπ είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για µετακινήσεις σε δύσβατες περιοχές. Από την άλλη δεν είναι τόσο βολικό για µετακινήσεις σε µια πόλη όπως η Αθήνα, διότι είναι ογκώδες και όχι τόσο γρήγορο. Σε γενικές γραµµές πάντως, φαίνεται ότι το γνωσιακό σύστηµα έχει εξειδικευµένα υποσυστήµατα για συγκεκριµένες διεργασίες οι οποίες είναι ιδιαίτερα σηµαντικές στη ζωή µας, όπως η γλώσσα ή η αντίληψη οπτικών ερεθισµάτων. Πάντως, οι ερευνητές δεν έχουν συµφωνήσει αν όντως έχει νόηµα να κατανοήσουµε το γνωσιακό σύστηµα ως χωρισµένο σε (σχετικά ανεξάρτητα) υποσυστήµατα ή όχι (βλ. Fodor, 1983). --------------------------------------------------- Αυτόµατη εστίαση της προσοχής (covert attention). Όπως είδαµε µέχρι τώρα, ακόµη και όταν θέλουµε να αγνοήσουµε ένα ερέθισµα, το γνωσιακό σύστηµα επεξεργάζεται ένα σηµαντικό µέρος του ερεθίσµατος (και ότι ο βαθµός αυτής της επεξεργασίας εξαρτάται σε κάποιο βαθµό από τη σηµασία του ερεθίσµατος). Επιπλέον, δεν µπορούµε αυθαίρετα να διεκπεραιώσουµε διαφορετικές διεργασίες. Φαίνεται να έχουµε περιορισµένο δυναµικό προσοχής και επίσης διεργασίες οι οποίες µοιάζουν µεταξύ τους είναι περισσότερο πιθανό να µπερδευτούν. Αυτό που δεν έχουµε µελετήσει ακόµη είναι αν υπάρχουν καταστάσεις κατά τις οποίες δεν µπορούµε να ελέγξουµε καθόλου την προσοχή µας.

11 Υπάρχουν περιπτώσεις που να θέλουµε να προσέξουµε ένα συγκεκριµένο ερέθισµα, αλλά η προσοχή µας να κατευθύνεται σε κάποιο άλλο ερέθισµα; Η απάντηση είναι «ναι». Σκεφτείτε ότι διαβάζετε στο ήσυχο περιβάλλον του δωµατίου σας και ξαφνικά ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος από την κουζίνα. Η µελέτη σας είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα διακοπεί και η προσοχή σας θα εστιαστεί στο θόρυβο. Κάποιος ίσως βιαστεί να αποδώσει την απόσπαση της προσοχής µας στη µεγάλη ένταση του θορύβου. Ωστόσο αυτό φαίνεται ότι δεν είναι ο µόνος παράγοντας. Πολλοί άνθρωποι µπορούν και εργάζονται µέσα σε εξαιρετικά θορυβώδη περιβάλλοντα (εργοστάσια, χρηµατιστήριο, κλπ.). Σε αυτή την ενότητα θα εξετάσουµε µερικές παραµέτρους του φαινοµένου αυτού, ξεκινώντας από τους τρόπους που χρησιµοποιούµε για τη µελέτη του. Μία από τις γνωστότερες πειραµατικές µελέτες στην ψυχολογία, πραγµατοποιήθηκε από τον Stroop το 1935. Το πείραµα του Stroop δείχνει την αδυναµία µας να ελέγξουµε την προσοχή µας όπως θέλουµε, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις. Το πείραµα του Stroop έχει την εξής γενική µορφή: ηµιουργούµε µία σειρά λέξεων, οι οποίες είναι τυπωµένες µε µελάνια διαφορετικών χρωµάτων. Οι λέξεις της λίστας µπορεί να είναι ουδέτερες ή συναφείς µε κάποιο χρώµα. Τέλος, το χρώµα µε το οποίο είναι τυπωµένη κάθε λέξη µπορεί να είναι συµβατό µε το χρώµα στο οποίο αναφέρεται η λέξη ή όχι. Με αυτό τον τρόπο, µπορούµε να έχουµε τους εξής συνδυασµούς χρωµάτων µελάνης και λέξεων: Σπίτι ουδέτερη λέξη σε σχέση µε χρώµα Κόκκινο Λέξη χρώµατος, η λέξη τυπωµένη µε συµβατό χρώµα. Κόκκινο Λέξη χρώµατος, η λέξη τυπωµένη µε ασύµβατο χρώµα. Αίµα Λέξη που παραπέµπει σε συγκεκριµένο χρώµα, η λέξη τυπωµένη µε συµβατό χρώµα. Αίµα Λέξη που παραπέµπει σε συγκεκριµένο χρώµα, η λέξη τυπωµένη µε ασύµβατο χρώµα. Ο Stroop δηµιούργησε καρτέλες που είχαν οµάδες λέξεων ανάλογες µε τις παραπάνω κατηγορίες. Για παράδειγµα, µία καρτέλα θα είχε 20 ουδέτερες λέξεις τυπωµένες σε διαφορετικά χρώµατα. Μία δεύτερη καρτέλα θα είχε 20 λέξεις χρώµατος τυπωµένες µε συµβατά χρώµατα. Μία τρίτη καρτέλα θα είχε 20 λέξεις χρώµατος τυπωµένες µε ασύµβατα χρώµατα. Αρχικά, ζήτησε από τα υποκείµενά του να διαβάσουν όσο το δυνατό γρηγορότερα τις λέξεις αγνοώντας το χρώµα. Τα υποκείµενα σε γενικές γραµµές, διάβασαν τις λέξεις µε την ίδια ταχύτητα (και χωρίς λάθη), ανεξάρτητα από το χρώµα της µελάνης που ήταν τυπωµένες. ηλαδή, η λέξη «πράσινο», διαβάστηκε το ίδιο γρήγορα, είτε ήταν τυπωµένη µε πράσινο µελάνι, είτε µε κόκκινο, κλπ. Στη συνέχεια ο Stroop ζήτησε από τα υποκείµενά του να αναγνωρίσουν όσο το δυνατό γρηγορότερα το χρώµα της µελάνης που ήταν τυπωµένες οι λέξεις. Σε αυτή τη συνθήκη, οι χρόνοι αντίδρασης διέφεραν αρκετά, ανάλογα µε το αν η σηµασία των λέξεων ήταν συµβατή µε το χρώµα της µελάνης. Όταν η σηµασία ήταν συµβατή µε το χρώµα, τότε οι χρόνοι αναγνώρισης των χρωµάτων ήταν σχετικά καλοί. Όταν όµως η σηµασία δεν ήταν συµβατή µε το χρώµα, τότε οι χρόνοι ήταν πολύ µεγαλύτεροι. Το συµπέρασµα από αυτή τη µελέτη (και τις κυριολεκτικά εκατοντάδες σχετικές µελέτες που ακολούθησαν!) ήταν ότι η γλωσσική σηµασία των λέξεων φαίνεται να αλληλεπιδρά µε τα αντιληπτικά χαρακτηριστικά της, το αντίθετο όµως δε συµβαίνει. Τι σηµαίνει λοιπόν αυτό το

12 αποτέλεσµα για τις διεργασίες της προσοχής; Φαίνεται ότι υπάρχουν καταστάσεις κατά τις οποίες, όσο και να προσπαθούµε να αγνοήσουµε κάποιο ερέθισµα (στην προκειµένη περίπτωση τη σηµασία των λέξεων), κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό. Εποµένως, η εντύπωση ότι η προσοχή είναι µια ικανότητα που µπορούµε να ελέγχουµε άµεσα και συνειδητά, είναι εσφαλµένη. Η επόµενη ερώτηση που φαίνεται να προκύπτει είναι, υπό ποιες συνθήκες η προσοχή µας κατευθύνεται αυτόµατα, και υπό ποιες συνθήκες είµαστε σε θέση να καθορίζουµε εµείς σε τι είδους ερεθίσµατα θα δώσουµε έµφαση και ποια ερεθίσµατα θα αγνοήσουµε. Η σχετική έρευνα έχει το γενικό τίτλο ελεγχόµενες και αυτοµατοποιηµένες διεργασίες και είναι κεντρικής σηµασίας στην ψυχολογία, διότι (όπως θα δούµε παρακάτω) µας βοηθά να διευκρινίσουµε τη διαδικασία η οποία µας επιτρέπει να αυτοµατοποιήσουµε µία διεργασία. Οι Schneider & Shiffrin (1977) σε µία από τις πιο γνωστές µελέτες ψυχολογίας υποστήριξαν ότι όταν ξεκινούµε να µαθαίνουµε µία δραστηριότητα/ ικανότητα (π.χ., ποδήλατό ) στην αρχή είµαστε αναγκασµένοι να αφιερώνουµε πολλή προσοχή στην ικανότητα αυτή. Για παράδειγµα, όταν µαθαίνουµε να οδηγούµε ποδήλατο ή αυτοκίνητο είµαστε αναγκασµένοι να προσέχουµε συνειδητά την κάθε λεπτοµέρεια των σχετικών διεργασιών. Αργότερα όµως, µε την εξάσκηση σιγά σιγά αυτοµατοποιούµε την ικανότητα, το οποίο σηµαίνει ότι η ικανότητα µπορεί να χρησιµοποιηθεί χωρίς να χρειάζεται να προσέξουµε. Για παράδειγµα, κάποιος έµπειρος οδηγός µπορεί να οδηγήσει από ένα µέρος σε ένα άλλο κάνοντας χίλια άλλα πράγµατα (το οποίο βεβαία δεν είναι ίσως καλό ή σωστό ), ενώ ένας νέος οδηγός είναι προσηλωµένος στην οδήγηση. Οι Schneider & Shiffrin (1977) θεώρησαν ότι οι αυτοµατοποιηµένες (αυτόµατες) διεργασίες έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: --γίνονται γρήγορα: π.χ., ένας έµπειρος οδηγός µπορεί να αλλάξει ταχύτητες γρηγορότερα από έναν νέο. --γίνονται χωρίς κόπο και χωρίς να χρειάζεται να προσέξουµε: π.χ., ένας έµπειρος οδηγός µπορεί να αλλάξει ταχύτητες ενώ παράλληλα είναι συγκεντρωµένος σε µία συνοµιλία µε το συνοδηγό του. --οι διεργασίες κατά βάσει δεν µπορούν να ελεγχθούν από τη συνείδηση: π.χ., αν ζητηθεί από ένα νέο οδηγό να εξηγήσει πως αλλάζει ταχύτητες θα είναι σε θέση να το κάνει αρκετά καλά. Ένας έµπειρος οδηγός, συνήθως δεν θα είναι σε θέση να εξηγήσει το πώς αλλάζει ταχύτητες τόσο καλά όσο στην πραγµατικότητα τις αλλάζει. --τέτοιες διεργασίες είναι κατά βάσει αναπόφευκτες: π.χ., ένας έµπειρος οδηγός θα κοιτάξει αναγκαστικά τον καθρέπτη πριν προσπεράσει. Στα πλαίσια του πειράµατος Stroop, υποτίθεται ότι η επεξεργασία της σηµασίας µίας λέξης είναι περισσότερο αυτόµατη από ότι η επεξεργασία του χρώµατος της λέξης. Εποµένως, η επεξεργασία της σηµασίας θα γίνει είτε το θέλουµε είτε όχι, και θα επηρεάσει την αναγνώριση του χρώµατος της λέξης. Από την άλλη, οι ελεγχόµενες διεργασίες έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: --είναι αργές: καθότι οι ελεγχόµενες διεργασίες σχετίζονται συνήθως µε καταστάσεις οι οποίες µας είναι νέες, δεν έχουµε αναπτύξει µεθόδους γρήγορης αντίδρασης. --είναι κοπιαστικές και απαιτούν προσοχή: π.χ., κάποιος µαθητευόµενος οδηγός πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα την κάθε λεπτοµέρεια του τι κάνει.

13 --είναι συνειδητές: π.χ., για ένα µαθητευόµενο οδηγό η κάθε λεπτοµέρεια της οδήγησης είναι αντικείµενο κοπιαστικού συνειδητού ελέγχου. Ποιες είναι όµως οι συνθήκες κατά τις οποίες µία διεργασία µπορεί να γίνει αυτόµατη; Οι Schneider & Shiffrin δηµιούργησαν ένα πείραµα στο οποίο τα υποκείµενα έπρεπε να αναγνωρίσουν ένα συγκεκριµένο γράµµα που παρουσιαζόταν ανάµεσα σε σειρές από άλλα γράµµατα. Εποµένως, σε κάθε σειρά από γράµµατα, υπήρχε ένα γράµµα το οποίο ήταν ο στόχος και άλλα γράµµατα τα οποία έπρεπε να αγνοηθούν. Σε κάθε δοκιµασία του πειράµατος, το γράµµα που έπρεπε να αναγνωρίσουν τα υποκείµενα διέφερε. Οι Schneider & Shiffrin συµπεριέλαβαν δύο συνθήκες στο πείραµά τους. Στη µία συνθήκη του πειράµατος, εάν (π.χ.) το Α ήταν στόχος σε µία δοκιµασία, τότε δεν θα ήταν αγνοηµένο σε καµία άλλη δοκιµασία. (Ας χαρακτηρίσουµε τη συνθήκη αυτή ως συνεπή αντιστοιχία για να υποδηλώσουµε ότι κάποιος στόχος πάντα θα είναι στόχος και ποτέ δε θα ανήκει στην κατηγορία των συµβόλων που πρέπει να αγνοηθούν.) Στην άλλη συνθήκη του πειράµατος, εάν (π.χ.) το Α έπρεπε να αναγνωριστεί σε µία δοκιµασία, το Α µπορεί να εµφανιζόταν σε κάποια άλλη δοκιµασία, αυτή τη φορά όµως σαν αγνοηµένο ερέθισµα και όχι σαν στόχος. (Ας χαρακτηρίσουµε αυτή τη συνθήκη ως ασυνεπή αντιστοιχία για να δηλώσουµε ότι ένα γράµµα το οποίο είναι στόχος σε µία δοκιµασία µπορεί να ανήκει στην κατηγορία των γραµµάτων που πρέπει να αγνοηθούν σε µία άλλη δοκιµασία.) Τέλος, και στις δύο συνθήκες, ο αριθµός των γραµµάτων που έπρεπε να αγνοηθούν, άλλοτε ήταν µεγάλος και άλλοτε µικρότερος. Στην εικόνα ΧΧ µπορούµε να δούµε σχηµατικά τον τύπο των ερεθισµάτων που χρησιµοποιήθηκαν στο πείραµα. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η εξάσκηση διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο στην αυτοµατοποίηση κάποιων διεργασιών. Πιο συγκεκριµένα, για κάθε συνθήκη τα αποτελέσµατα ήταν τα εξής: Για τη συνθήκη συνεπούς αντιστοιχίας :

14 Οι Schneider & Shiffrin βρήκαν ότι µε εκτεταµένη εξάσκηση, ο χρόνος αντίδρασης των υποκειµένων µειώνεται σηµαντικά και µάλιστα µετά από αρκετή εξάσκηση ο χρόνος αντίδρασης δε φαίνεται να επηρεάζεται από τον αριθµό των γραµµάτων που περιβάλλουν το στόχο 3. Για τη συνθήκη ασυνεπούς αντιστοιχίας : Σε αντιπαράθεση, ο χρόνος αντίδρασης των υποκειµένων δε φαίνεται να µειώνεται µε την εξάσκηση σε αυτή τη συνθήκη. Άλλοι ερευνητές, εξέτασαν την απόδοση υποκειµένων σε αυτό το πείραµα µετά από εξάσκηση 30 ηµερών: Ακόµη και υπό αυτές τις συνθήκες, η απόδοση των υποκειµένων σε δοκιµασίες ασυνεπούς αντιστοιχίας δε βελτιώθηκε. Τα αποτελέσµατα αυτά φαίνεται να δείχνουν ότι τουλάχιστον µερικές αυτοµατοποιηµένες διεργασίες, είναι αποτέλεσµα εξάσκησης. Είναι εξελικτικά χρήσιµο να γινόµαστε καλύτεροι σε µία διεργασία την οποία εξασκούµε συχνά. Αυτό συµβαίνει, διότι οι αυτοµατοποιηµένες διεργασίες έχουν το πλεονέκτηµα ότι για τη λειτουργία τους δε χρειάζεται προσοχή. Για παράδειγµα, δε χρειάζεται να σκεφτούµε συνειδητά το τι γίνεται όταν διαβάζουµε ένα κείµενο, αυτή είναι µια αυτόµατη διεργασία. Ωστόσο, αυτή η βελτίωση δεν έρχεται χωρίς κάποιο κόστος. Το µειονέκτηµα είναι, ότι µάλλον δεν µπορούµε να επιλέξουµε να µη γίνει κάποια αυτοµατοποιηµένη διεργασία. ηλαδή, δεν µπορούµε να ελέγξουµε την προσοχή µας όσον αφορά διεργασίες οι οποίες είναι αυτοµατοποιηµένες. Για παράδειγµα, όταν βλέπουµε µία σειρά γραµµάτων όπως γ-α-τ-α, δεν είναι δυνατόν να µην την επεξεργαστούµε ως µία λέξη η οποία αντιστοιχεί σε µία έννοια. Λαµβάνοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις, ας γυρίσουµε λίγο στο πείραµα του Stroop. Υπενθυµίζουµε, ότι µία από τις εξηγήσεις για την απόδοση των υποκειµένων στην άσκηση Stroop, είναι ότι το διάβασµα θεωρείται περισσότερο αυτόµατη διεργασία από την αναγνώριση του χρώµατος. Η εργασία των Schneider & Shiffrin δείχνει κάποιες από τις συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατό µία διεργασία να γίνει αυτόµατη. Μας επιτρέπουν τα παραπάνω να κατανοήσουµε ικανοποιητικά το τι συµβαίνει στην άσκηση Stroop; Μία αρκετά διαδεδοµένη ερµηνεία των αποτελεσµάτων της άσκηση Stroop (και όχι τελείως εσφαλµένη!) είναι η εξής: 1) Το διάβασµα είναι µία διεργασία περισσότερο αυτόµατη από την αναγνώριση των χρωµάτων. 2) Εποµένως, η πληροφορία για τη σηµασία της λέξης γίνεται αντιληπτή πιο γρήγορα από την πληροφορία για το χρώµα της µελάνης µε την οποία είναι τυπωµένη η λέξη. 3) Σε κάποιες περιπτώσεις, η πληροφορία από την επεξεργασία της σηµασίας της λέξης θα είναι άσχετη µε χρώµα. Εποµένως, αυτή η πληροφορία δεν επηρεάζει την επεξεργασία των αντιληπτικών χαρακτηριστικών της λέξης. 4) Όταν όµως η επεξεργασία της σηµασίας της λέξης οδηγεί σε µία πληροφορία για χρώµα η οποία είναι αντίθετη µε την πληροφορία που επέρχεται από την επεξεργασία των αντιληπτικών χαρακτηριστικών της λέξης, το γνωσιακό σύστηµα πρέπει πρώτα να εκµηδενίσει την πρώτη 3 Όσο αυξάνεται ο αριθµός των γραµµάτων που περιβάλλουν το στόχο, τόσο περισσότερο θα περιµέναµε ότι θα αυξανόταν ο χρόνος αντίδρασης. Κάτι τέτοιο παρατηρήθηκε στην αρχή του πειράµατος, όχι όµως και µετά από κάποια εξάσκηση.

15 πληροφορία, ώστε να διαµορφώσει µία απάντηση η οποία βασίζεται στη δεύτερη (σωστή) πληροφορία. Κάποιος επιπλέον χρόνος απαιτείται για αυτές τις διεργασίες και εποµένως οι χρόνοι αντίδρασης είναι υψηλότεροι όταν το χρώµα της λέξης είναι ασύµβατο µε τη σηµασία της. Σε αυτό το σηµείο κάποιος µπορεί να σκεφτεί ότι δώσαµε την τελική εξήγηση στο φαινόµενο. Αυτό όµως είναι λάθος. υστυχώς η πολυπλοκότητα του φαινοµένου Stroop έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτική στις προσπάθειές µας για µια συνολική του θεώρηση. Ένα πρόβληµα για παράδειγµα, είναι ότι η αντίληψη χρωµάτων είναι µία διεργασία η οποία ολοκληρώνεται (σε επίπεδο εγκεφαλικής λειτουργίας) πολύ νωρίτερα από την ανάγνωση! Πώς είναι τότε δυνατόν η ανάγνωση να επηρεάζει τη χρωµατική αντίληψη; Μπορεί να φανεί σε κάποιον επίσης, ότι ένα (σχετικά) απλό πειραµατικό αποτέλεσµα περιπλέκεται άσκοπα από πολύπλοκες θεωρητικές εξηγήσεις. υστυχώς στην ψυχολογία υπάρχει η εξής δυσκολία: διεργασίες που είναι οι πιο καθηµερινά απλές, όπως προσοχή, αντίληψη, κατηγοριοποίηση, µάθηση κτλ., είναι συνήθως διεργασίες πολύ δύσκολες στην υπολογιστική τους εφαρµογή. Η σηµασία του φαινοµένου Stroop είναι κεντρική στην προσπάθειά µας να κατανοήσουµε την προσοχή, γιατί η άσκηση αυτή αποτελεί ένα πειραµατικά ξεκάθαρο παράδειγµα κατά το οποίο, όσο και να προσπαθούµε, δεν είναι δυνατό να κατευθύνουµε την προσοχή µας µε τον τρόπο που θέλουµε. Στην επόµενη ενότητα θα εξετάσουµε µερικά από τα σηµαντικότερα πειραµατικά αποτελέσµατα που έχουν βρεθεί στη διάρκεια µελέτης του φαινοµένου Stroop. Stroop βασικά πειραµατικά ευρήµατα. Από το 1935 που ο Stroop παρουσίασε τη µελέτη του, µέχρι το 1991 που έγινε η τελευταία µεγάλη περίληψη των σχετικών εργασιών, είχαν δηµοσιευθεί περίπου 700 εργασίες στο θέµα. Η περίληψη του 1991 δηµοσιεύθηκε στο Psychological Bulletin, το οποίο είναι ένα από τα πιο έγκυρα περιοδικά για περιλήψεις εργασιών. Ένα βασικό ερώτηµα είναι κατά πόσο λέξεις οι οποίες σχετίζονται µε χρώµα (αίµα, µήλο, κλπ.) αλλά δεν αναφέρονται άµεσα σε χρώµα (κόκκινο, κίτρινο, κλπ.) επηρεάζουν την απόδοση στην άσκηση Stroop (παραπάνω αναφέραµε ότι κάτι τέτοιο συµβαίνει εδώ θα δούµε κάποια σχετικά αποτελέσµατα µε περισσότερη λεπτοµέρεια). Ο Klein το 1964 µέτρησε το χρόνο που χρειαζόταν για να αναγνωριστεί το χρώµα της µελάνης µιας λέξης, ανάλογα µε τη σηµασία της. Οι χρόνοι αυτοί συγκρίθηκαν µε τους χρόνους που χρειάζονταν για την αναγνώριση των ίδιων χρωµάτων (άσχετα µε) χωρίς; την παρουσία µιας λέξης. Τα αποτελέσµατα της έρευνας ήταν τα εξής; --Για λέξεις οι οποίες αναφέρονταν άµεσα σε κάποιο βασικό χρώµα (µπλε, πράσινο, κόκκινο, κλπ.), ο επιπλέον χρόνος όταν η σηµασία της λέξης διέφερε από το χρώµα της µελάνης ήταν περίπου 85%. --Για λέξεις οι οποίες αναφέρονταν άµεσα σε κάποιο µη βασικό χρώµα (µοβ, γκρίζο, µαύρο, κλπ.), ο επιπλέον χρόνος ήταν µόνο 41%. --Για λέξεις οι οποίες αναφέρονταν έµµεσα σε κάποιο βασικό χρώµα (γρασίδι, θάλασσα, κλπ.), ο επιπλέον χρόνος ήταν 35%. --Για λέξεις οι οποίες δεν είχαν σχέση µε το κάποιο χρώµα (φίλος, µολύβι, κλπ.), ο επιπλέον χρόνος ήταν 27%

16 --Για σπάνιες λέξεις ο επιπλέον χρόνος 17%. --Για τυχαίους συνδυασµούς γραµµάτων, όπως ςερες, δγρρε, ο επιπλέον χρόνος ήταν 11% Τα αποτελέσµατα του Klein µας οδηγούν στο εξής συµπέρασµα: Όσο πιο άµεσα αναφέρεται µία λέξη σε ένα χρώµα, τόσο περισσότερος χρόνος χρειάζεται για την αναγνώριση του χρώµατος µελανιού της λέξης (όταν αυτό είναι ασύµβατο µε τη σηµασία της λέξης). Όσο περισσότερο γνώριµη η σηµασία της λέξης, τόσο περισσότερος χρόνος απαιτείται για την αναγνώριση του χρώµατος του µελανιού, κτλ. Είδαµε ότι η σηµασία της λέξης επηρεάζει το χρόνο αναγνώρισης του χρώµατος της µελάνης σχεδόν σε όλες τις συνθήκες στις οποίες η σηµασία της λέξης είναι αναγνωρίσιµη. Εποµένως, ένα εύλογο ερώτηµα είναι εάν υπάρχουν κάποιες συνθήκες, υπό τις οποίες, η σηµασία της λέξης µπορεί να βοηθήσει την αναγνώριση του χρώµατος. Για παράδειγµα, τι γίνεται όταν η σηµασία της λέξης είναι συµβατή µε το χρώµα της µελάνης (π.χ., κόκκινο ); Οι Sichel & Chandler (1969) διαπίστωσαν ότι ο µέσος χρόνος αντίδρασης ήταν µόλις 645χλδ. όταν το χρώµα ήταν συµβατό µε σηµασία, ενώ όταν το χρώµα ήταν αντίθετο µε τη σηµασία 777χλδ. Παρ όλ αυτά ο χρόνος αντίδρασης για ερεθίσµατα τα οποία εµφανίζονταν ως ΧΧΧΧ ήταν αρκετά µικρότερος, 541χλδ. Εποµένως φαίνεται ότι η επεξεργασία της σηµασίας της λέξης, δε βοηθάει ποτέ την αναγνώριση του χρώµατος. Απλώς σε κάποιες περιπτώσεις την εµποδίζει λιγότερο. Αυτό το συµπέρασµα ωστόσο δεν προκύπτει από όλες τις έρευνες. Άλλοι ερευνητές, για παράδειγµα, διαπίστωσαν ότι ο χρόνος αναγνώρισης του χρώµατος µπορεί να είναι µικρότερος όταν το χρώµα είναι συµβατό µε τη σηµασία της λέξης από όταν η σηµασία της λέξης είναι ουδέτερη. (σ.σ. αυτό το αποτέλεσµα δε σηµαίνει ότι οι συµβατές λέξεις διευκολύνουν την αναγνώριση χρώµατος ) Η διευκόλυνση αυτή όµως είναι πολύ µικρότερη σε σύγκριση µε την αύξηση του χρόνου αντίδρασης όταν η σηµασία της λέξης είναι αντίθετη µε το χρώµα. Ένα άλλο ερώτηµα το οποίο έχει διερευνηθεί, είναι εάν η εξάσκηση στην άσκηση Stroop µπορεί να µειώσει το χρόνο αναγνώρισης χρώµατος. Σε γενικές γραµµές έχει βρεθεί ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό, γιατί το διάβασµα είναι µια διεργασία περισσότερο αυτοµατοποιηµένη από την αναγνώριση χρώµατος. Ωστόσο, στα πλαίσια µιας άσκησης Stroop είναι πιθανό, τα υποκείµενα να µπορούν να αναπτύξουν στρατηγικές για να βελτιώσουν την απόδοσή τους. Για παράδειγµα, να εστιάζουν την προσοχή τους µόνο στο πρώτο γράµµα κάθε λέξης, έτσι ώστε να µη χρειάζεται (ή να αποφεύγουν) να διαβάζουν την πρώτη λέξη. Οι Lowe & Mitterer (1982) εξέτασαν το θέµα αυτό συστηµατικά. Συγκεκριµένα, αντί να εξετάσουν το βαθµό της εξάσκησης, δηµιούργησαν παραλλαγές του πειράµατος στις οποίες το υποκείµενο έβλεπε στην ίδια συνθήκη, τόσο λέξεις συµβατές µε το χρώµα τις µελάνης τους, όσο και λέξεις ασύµβατες µε το χρώµα της µελάνης τους. Έτσι το υποκείµενο δεν ήξερε εκ των προτέρων τι είδους δοκιµασία θα αντιµετωπίσει ανά πάσα στιγµή. Η ιδέα του πειράµατος είναι, ότι για να µειώσουν το χρόνο αντίδρασης, τα υποκείµενα θα πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στο χρώµα αγνοώντας τη σηµασία αυτός θα ήταν ο υποτιθέµενος στόχος της εξάσκησης. Ωστόσο, εάν τα υποκείµενα δε γνώριζαν τι είδους δοκιµασία θα ακολουθήσει, ίσως θα δυσκολευόταν να χρησιµοποιήσουν µια τέτοια στρατηγική.

17 Οι Lowe & Mitterer χρησιµοποίησαν διάφορες συνθήκες, όπου το ποσοστό ασύµβατων και συµβατών λέξεων µεταβαλλόταν, και συνέκριναν τους χρόνους αναγνώρισης µε συνθήκες όπου παρουσιαζόταν λέξεις µε ουδέτερο νόηµα. Τα αποτελέσµατα του πειράµατος ήταν τα εξής: στη συνθήκη όπου µόνο ασύµβατες λέξεις παρουσιαζόταν, τα υποκείµενα χρειάστηκαν 35χλδ. παραπάνω από τη συνθήκη ελέγχου (λέξεις µε ουδέτερο νόηµα). Όταν όµως χρησιµοποιήθηκαν στην ίδια συνθήκη ασύµβατες (25%) και συµβατές (75%) λέξεις, τα υποκείµενα χρειάστηκαν 66χλδ. παραπάνω από τη συνθήκη ελέγχου! Εκ πρώτης όψεως το αποτέλεσµα αυτό φαίνεται παράδοξο. Πώς είναι δυνατόν η συνθήκη µε 100% ασύµβατες λέξεις να παίρνει λιγότερο χρόνο στα υποκείµενα από τη συνθήκη µε 25% ασύµβατες λέξεις; Η απάντηση φαίνεται να είναι ότι η παρουσία συµβατών δοκιµασιών µαζί µε ασύµβατες δοκιµασίες, εµποδίζει τα υποκείµενα να αναπτύξουν στρατηγικές ώστε να µειώσουν τους χρόνους απαντήσεών τους. Μέχρι στιγµής, όλα τα πειράµατα που είδαµε, δείχνουν ότι η σηµασία της λέξης µπορεί να εµποδίζει την αναγνώριση του χρώµατος της µελάνης, όταν βέβαια η λέξη είναι ασύµβατη µε το χρώµα. Στο επόµενο πείραµα που θα δούµε, εξετάζεται η πιθανότητα, κάποιες λέξεις (όχι απαραίτητα σχετιζόµενες µε το χρώµα της µελάνης) να «αιχµαλωτίζουν» την προσοχή µας, έτσι ώστε να δυσχεραίνουν την αναγνώριση του χρώµατος. Ο Warren (1972) έδειξε στα υποκείµενά του λέξεις από την ίδια θεµατική κατηγορία λίγο πριν τα υποβάλει σε µία άσκηση Stroop. Για παράδειγµα, η θεµατική κατηγορία µπορεί να είχε σχέση µε ζώα. Στη συνέχεια, κάποιες από τις δοκιµασίες στην άσκηση Stroop βασίζονταν σε λέξεις από την ίδια θεµατική κατηγορία και κάποιες από τις λέξεις από µια διαφορετική θεµατική κατηγορία. Στην πρώτη περίπτωση οι χρόνοι αναγνώρισης του χρώµατος ήταν µεγαλύτεροι από ότι στη δεύτερη. ηλαδή, η προσοχή των υποκειµένων φάνηκε να αιχµαλωτίζεται περισσότερο από κάποια λέξη την οποία είχαν δει πρόσφατα σε σχέση µε (συγκριτικά και στα πλαίσια της άσκησης) νέες λέξεις. Γενικότερα, έχει βρεθεί ότι λέξεις οι οποίες είναι σηµαντικές για τη ζωή µας, επίσης αιχµαλωτίζουν την προσοχή µας περισσότερο από ουδέτερες λέξεις. Για παράδειγµα, για κάποιο άτοµο για το οποίο ο αισθηµατικός τοµέας της ζωής του είναι ιδιαίτερα σηµαντικός, λέξεις όπως σχέση, φιλία κτλ. θα εµποδίσουν την αναγνώριση του χρώµατος της µελάνης περισσότερο από ότι ουδέτερες λέξεις. Αυτή η παραλλαγή της άσκησης Stroop, η οποία ονοµάζεται συναισθηµατική παραλλαγή (emotional Stroop task) έχει ιδιαίτερα σηµαντικές εφαρµογές στην κλινική ψυχολογία (π.χ., στην ψυχολογία που έχει σχέση µε την εξάρτηση από αλκοόλ, την ψυχολογία άγχους κτλ.) Η παραλλαγή αυτή µας επιτρέπει να διαπιστώσουµε ουσιαστικά τι απασχολεί τα υποκείµενά µας. Ολοκληρώνοντας την υποενότητα για την άσκηση του Stroop, βλέπουµε ότι η άσκηση αυτή µας επιτρέπει να διατυπώσουµε και να εξετάσουµε κρίσιµες ερωτήσεις για τη λειτουργία της προσοχής: Ποιοι είναι οι παράγοντες οι οποίοι κατευθύνουν την προσοχή µας. Υπό ποιες συνθήκες, συνειδητές προσπάθειες να κατευθύνουµε την προσοχή µας δεν έχουν επιτυχία. Αρνητική Ενίσχυση (negative priming).

18 Τελειώνοντας την ενότητα αυτή, πρέπει να παρατηρήσουµε, ότι εκτός από την άσκηση Stroop, υπάρχουν και άλλα ευρέως διαδεδοµένα πειραµατικά πλαίσια τα οποία χρησιµοποιούνται για τη µελέτη των διεργασιών προσοχής. Εδώ θα εξετάσουµε την άσκηση της αρνητικής ενίσχυσης (negative priming), ως παράδειγµα ενός τέτοιου πλαισίου. Η άσκηση αρνητικής ενίσχυσης δεν είναι τόσο διαδεδοµένη όσο η άσκηση Stroop, είναι όµως σηµαντική και έχουν προκύψει µερικές εκατοντάδες σχετικές µελέτες τα 15 περίπου χρόνια από τότε που παρουσιάστηκε η βασική της µορφή. Το βασικό ενδιαφέρον της άσκησης αρνητικής ενίσχυσης σε σχέση µε την άσκηση Stroop είναι το εξής: Στην άσκηση Stroop εξετάζουµε κατά βάση σταθερούς παράγοντες που επηρεάζουν την προσοχή. Για παράδειγµα, το ότι η ανάγνωση µίας λέξης είναι περισσότερο αυτόµατη διεργασία από την αναγνώριση του χρώµατος είναι ένας σταθερός παράγοντας, δεν είναι κάτι το οποίο µπορεί να αλλάξει στα πλαίσια ενός πειράµατος. Στην άσκηση αρνητικής ενίσχυσης εξετάζουµε δυναµικούς παράγοντες, δηλαδή παράγοντες οι οποίοι καθορίζονται από την αλληλεπίδρασή µας µε το περιβάλλον. Η βασική µορφή του πειράµατος αρνητικής ενίσχυσης παρουσιάστηκε από τον Steve Tipper το 1985 στο Quarterly Journal of Experimental Psychology, το οποίο είναι το πιο γνωστό και έγκυρο µη-αµερικάνικο περιοδικό της πειραµατικής ψυχολογίας. Στο πείραµα του Tipper τα υποκείµενα πληροφορήθηκαν ότι θα έπρεπε να µελετήσουν κάποια σχέδια. Ο στόχος του πειράµατος παρουσιάστηκε ως µία άσκηση που αφορούσε τη µνήµη για σχέδια. Κάθε ένα από τα σχέδια που είδαν τα υποκείµενα ουσιαστικά περιλάµβανε δύο σχέδια, το ένα πάνω στο άλλο, εκ των οποίων το ένα ήταν πράσινο και το άλλο κόκκινο. Τα υποκείµενα έπρεπε να εστιάσουν την προσοχή τους στο κόκκινο σχέδιο και να αγνοήσουν το πράσινο. Στο επόµενο µέρος του πειράµατος, τα υποκείµενα έπρεπε να αναγνωρίσουν όσο το δυνατό γρηγορότερα τα κόκκινα σχέδια τα οποία παρουσιάζονταν στην οθόνη. Στην εικόνα ΧΧ βλέπουµε µία σχηµατική αναπαράσταση του πειράµατος.