ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ

Σχετικά έγγραφα
Διατήρηση της βιοποικιλότητας: Η ανάγκη προστασίας & βασικές θεσμικές προβλέψεις

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα

3/20/2011 ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

Η ελληνική βιοποικιλότητα Ενας κρυμμένος θησαυρός. Μανώλης Μιτάκης Φαρμακοποιός Αντιπρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εθνοφαρμακολογίας

AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες)

Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού

Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000

AND008 - Εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος)

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

AND019 - Έλος Κρεμμύδες

MIL006 - Εκβολή Αγκάθια

«Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών ΝATURA 2000»

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

Εθνική Στρατηγική για τα Δάση/ Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας

AND018 - Εκβολή ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα)

ΟΙ «ΓΚΡΙΖΕΣ ΖΩΝΕΣ» ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ

Η επίδραση των Κοινοτικών Οδηγιών για τη Φύση στην προστασία και διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα

AND011 - Έλος Καντούνι

MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου

THA001 - Φραγμολίμνη Μαριών

PAR011 - Αλυκές Λάγκερη (Πλατιά Άμμος)

Παγκόσµια εικόνα του περιβάλλοντος Θεοδότα Νάντσου WWF Ελλάς

SAT001 - Εκβολή ποταμού Βάτου

Προστατευόμενεςπεριοχέςως εργαλεία διατήρησης και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΡΛΑΣ

AND001 - Έλος Βιτάλι. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας

MIL016 - Λίμνη ορυχείων Μπροστινής Σπηλιάς 1

Προστατεύει το. περιβάλλον. Αλλάζει τη. ζωή μας.

Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο. Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

SAM003 - Έλος Γλυφάδας

ΣΚΟΠΟΣ της ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ του ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

SAT010 - Λιμνοθάλασσα Κουφκή (η Κουφκή)

Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους

Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Περιοχών

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

MIL017 - Λίμνη ορυχείων Μπροστινής Σπηλιάς 2

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

AND002 - Έλος Άχλα. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία

«Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών ΝATURA 2000 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ελλάδα και την Κρήτη»

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015

Τάσος Λεγάκις Ζωολογικό Μουσείο Πανεπιστημίου Αθηνών ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

Παρουσίαση θεµατικών επιπέδων γεωγραφικής πληροφορίας του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ)

SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος

SAM002 - Έλος Μεσοκάμπου

04 Νοεμβρίου ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΖΕΠ "ΦΡΑΓΜΑ ΑΧΝΑΣ "

AND003 - Λίμνη Ατένη. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας

Βιολόγος- Μεταδιδάκτορας, Τομέας Οικολογίας & Ταξινομικής, Τμήμα Βιολογίας ΕΚΠΑ. 2

d-d be6f- 7e7a2c858b73&surveylanguage=EL&serverEnv=

ΗΜΕΡΙΔΑ Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Στοιχεία από το ερευνητικό έργο «Υγρότοποι Αττικής» ΕΛΚΕΘΕ / ΕΟΕ 2010

ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ

Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους

Υπενθύμιση. Παγκόσμιες ημέρες αφιερωμένες στο περιβάλλον

Εκτεταμένη Περίληψη του νομοσχεδίου για την προστασία της βιοποικιλότητας

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου

Διαχείριση των φυσικών πόρων και των οικοσυστημάτων Ι

Διαχείριση περιοχών Δικτύου Natura Μαρίνα Ξενοφώντος Λειτουργός Περιβάλλοντος Τμήμα Περιβάλλοντος

Ένας Γυπαετός στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών NATURA 2000

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

AND007 - Εκβολή Γιάλια (Ρύακα Αφουρσές)

«Οικοσυστημικές Υπηρεσίες & Οικοτουρισμός»

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015

MIL019 - Εποχικό αλμυρό λιμνίο όρμου Αγ. Δημητρίου

Bio-Greece - NATURA 2000 ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΤYΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A.

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ( )

Αθήνα, 2 Ιουλίου 2010 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΘΕΜΑ: «Σε ανοιχτή διαβούλευση το σ/ν του ΥΠΕΚΑ για τη βιοποικιλότητα»

ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΑΣΗ

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

Φορέας ιαχείρισης Σαµαριάς (Λευκών Ορέων): Ένα καινούργιο πρόβληµα ή ένα καινούργιο εργαλείο;

Καλούστ Παραγκαμιάν WWF Ελλάς

ΗΕΦΑΡΜΟΓΗΤΗΣΣΥΜΒΑΣΗΣΤΗΣΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ NATURA 2000 ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΙΑ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

«Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών ΝATURA 2000 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ελλάδα και την Κρήτη»

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΕΙ ΩΝ ΠΑΝΙ ΑΣ

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΚΟΚΚΙΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΑΣΠΟΝ ΥΛΑ ΣΤΗ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ. Αναστάσιος Λεγάκις

Ευρωπαϊκά Γεωπάρκα. Αγγελική Καμπάνη Βασιλική Καμπάνη Μαρία Καλέλλη Δέσποινα Πάνου

AIG001 - Εκβολή Μαραθώνα (Βιρού)

Η συμβολή του ΒΙΟ4LIFE στις πολιτικές της Ε.Ε. και της Κύπρου. Ελενα Στυλιανοπούλου Τμήμα Περιβάλλοντος

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 10 Ιουλίου (11.07) (OR. en)

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών. Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας

Νησιώτικο περιβάλλον, Νησιωτική-Θαλάσσια χωροταξία και Βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη: Το ζήτημα της φέρουσας ικανότητας νησιωτικών περιοχών

ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΧΑΝΙΑ - ΙΟΥΛΙΟΣ 2014

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ «Περιβαλλοντικά Προβλήματα & Δίκαιο» ΜΑΘΗΜΑ 7

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Τι είναι η βιοποικιλότητα ;

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

Απόθεμα Βιόσφαιρας ΠΑΡΝΩΝΑ - ΜΑΛΕΑ

NATURA 2000 NATURA 2000 ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑ

Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη: Υπηρεσίες οικοσυστημάτων αγροτικών περιοχών

PAR006 - Έλος Χρυσής Ακτής

Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη: Υπηρεσίες οικοσυστημάτων αγροτικών περιοχών

Transcript:

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2009

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σήμερα θέτουμε σε διαβούλευση την Εθνική Στρατηγική για την Βιοποικιλότητα. Ένα έργο που εκπονείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και έχει ορίζοντα 15ετίας. Είναι απόρροια μελέτης που το Δεκέμβριο 2005 ανέθεσε το ΥΠΕΧΩΔΕ στο Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων, την οποία στη συνέχεια επεξεργάστηκε ομάδα στελεχών του Υπουργείου μας σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες. Σημειώνω ότι ελήφθησαν υπ' όψιν όλες οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας μας. Το περιβάλλον μας είναι η γη, ο αέρας, το νερό και οι μορφές ζωής που αναπτύσσονται σε αυτά και συναποτελούν την αλυσίδα της ζωής. Η προστασία του περιβάλλοντος είναι η προστασία αυτών ακριβώς των μορφών ζωής και η διατήρηση της όσο δυνατόν μεγαλύτερης ποικιλίας τους αυτού δηλαδή που ονομάζουμε «βιοποικιλότητα». Όπως μας δείχνουν έγκυρες μελέτες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η βιοποικιλότητα σήμερα δοκιμάζεται έντονα, λόγω των πολλαπλών πιέσεων που δέχεται από ανθρώπινες παρεμβάσεις και από την κλιματική αλλαγή. Είναι υποχρέωση όλων μας να εργαστούμε για να την προστατεύσουμε. Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι καλύτερη συγκριτικά με άλλες χώρες. Σε καμία άλλη μεσογειακή ή ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει διατηρηθεί τόσο υψηλή βιοποικιλότητα. Συνολικά στη χώρα μας έχουν καταγραφεί περίπου 5.500 είδη ανώτερων φυτών, 23.000 είδη ζώων της ξηράς και των γλυκών νερών και 3.500 θαλάσσια είδη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ελληνικής βιοποικιλότητας είναι το υψηλό ποσοστό ενδημισμού, δηλαδή ένα μεγάλο ποσοστό των ειδών της χώρας μας συναντάται μονάχα εδώ. Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτη του ΥΠΕΧΩΔΕ, 58 είδη φυτών, 182 ζωικά είδη και 85 τύποι οικοτόπων είναι Κοινοτικού ενδιαφέροντος, δηλαδή χρήζουν ιδιαίτερων μέτρων προστασίας. Η Εθνική Στρατηγική για την Βιοποικιλότητα αποσκοπεί στην προστασία όλων των μορφών ζωής και ιδίως εκείνων που χρειάζονται μεγαλύτερη προσοχή. Η κεντρική της ιδέα είναι ότι η απώλεια της βιοποικιλότητας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον μέσα από αλλαγές των παρεμβάσεών μας στο περιβάλλον. Χρειάζεται ένας στοχευμένος και ολοκληρωμένος σχεδιασμός που να συντονίζει ενέργειες σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης (κεντρικό, περιφερειακό, τοπικό). Και βέβαια, χρειάζεται και η ενεργός συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών και του κάθε πολίτη ξεχωριστά, αφού όπως έχω ξαναπεί καμία περιβαλλοντική πολιτική δεν μπορεί να αποδώσει χωρίς τη συμπαράσταση των ίδιων των πολιτών. Θέτουμε, λοιπόν, σήμερα την Εθνική Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα υπόψη όλων των συναρμόδιων Υπουργείων, των εμπλεκόμενων φορέων και όλων των ενδιαφερόμενων πολιτών, ώστε μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαβούλευσης να ξεκινήσει το συντομότερο δυνατό η εφαρμογή της. Ο Υπουργός Γεώργιος Σουφλιάς 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 Β. Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 5 Β.1. ΟΡΙΣΜΟΙ... 5 Β.2. ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ... 5 Β.3. ΑΠΕΙΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ, ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ... 6 Β.4. Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΤΙΣ ΑΠΕΙΛΕΣ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ, ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ... 7 Β.5. ΕΙΔΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΒΙΟΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ... 9 Β.6. Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ... 9 Β.7. ΟΙ ΑΠΕΙΛΕΣ ΣΤΗΝ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ... 20 Β.8. ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ.. 21 Β.9. ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ... 23 Γ. ΑΡΧΕΣ, ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΑΞΟΝΕΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ... 24 Γ.1. ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ... 24 Γ.2. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ... 24 Γ.3. ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΑΞΟΝΕΣ ΔΡΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ... 26 Δ. ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ, ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ... 77 2

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η βιολογική ποικιλότητα ή βιοποικιλότητα αναφέρεται στην ποικιλία των μορφών της ζωής. Έτσι, ο όρος «βιοποικιλότητα» αγκαλιάζει όλη τη ζωή στη Γη. Η ανάγκη συντονισμένης διεθνούς δράσης για την προστασία της βιοποικιλότητας προέκυψε κυρίως αφενός από την επιστημονικώς τεκμηριωμένη διαπίστωση απώλειας της βιοποικιλότητας παγκοσμίως και αφετέρου από τη διεθνή αναγνώριση της αξίας της για την ανθρωπότητα. Η διάσκεψη του Ρίο το 1992 ήταν το αποκορύφωμα της παγκόσμιας αναγνώρισης της ανάγκης να διατηρηθεί η βιοποικιλότητα, και της διεθνούς πολιτικής αναγνώρισης του όρου «βιοποικιλότητα». Ο σκοπός της διεθνούς Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα, η οποία υπεγράφη στο Ρίο το 1992, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 αυτής, είναι «η διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας, η αειφορική χρήση των συστατικών της και ο δίκαιος και ισότιμος καταμερισμός των πλεονεκτημάτων, που θα προκύψουν από τη χρήση των γενετικών πόρων». Η Ελλάδα αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στη διεθνή Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα, την οποία κύρωσε με νόμο το 1994. Το άρθρο 6 της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα, καλεί κάθε συμβαλλόμενο μέρος, σύμφωνα με τις ειδικές περιστάσεις και τις δυνατότητές του, να: αναπτύσσει εθνικές στρατηγικές, σχέδια ή προγράμματα για τη διατήρηση και αειφορική χρήση της βιολογικής ποικιλότητας ή να προσαρμόζει για τον σκοπό αυτό υπάρχουσες στρατηγικές σχέδια ή προγράμματα, τα οποία πρέπει να αντικατοπτρίζουν, μεταξύ άλλων, τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα Σύμβαση, σε ό,τι αφορά το ενδιαφερόμενο Συμβαλλόμενο Μέρος και ενσωματώνει, όσο αυτό είναι δυνατό και ενδεδειγμένο, τη διατήρηση και αειφορική χρήση της βιολογικής ποικιλότητας στα σχετικά τομεακά και διατομεακά σχέδια, προγράμματα και πολιτικές. Επιπλέον, το 2001, οι επικεφαλείς κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έθεσαν ως στόχο, «να αναχαιτίσουν την απώλεια της βιοποικιλότητας [στην ΕΕ] έως το 2010». Το 2002, ηγέτες 130 κρατών δεσμεύτηκαν να «μειώσουν ουσιαστικά το ρυθμό απώλειας της βιοποικιλότητας [σε παγκόσμιο επίπεδο] έως το 2010». Σχετικές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι πολίτες της ΕΕ ενστερνίζονται ένθερμα τον εν λόγω προβληματισμό για τη βιοποικιλότητα. Η Ελλάδα έχει πλούσια βιοποικιλότητα με υψηλό βαθμό ενδημισμού. Ωστόσο, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί το πλαίσιο των δράσεων που θα στοχεύουν στην ανάσχεση της απώλειάς της. Στο πλαίσιο αυτό, και σε ανταπόκριση και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση για τη βιολογική ποικιλότητα της οποίας η Ελλάδα είναι μέλος, συντάσσεται η παρούσα στρατηγική. Χρονικός ορίζοντας της Εθνικής Στρατηγικής είναι η δεκαπενταετία (2009 2023). Πλαίσιο για τη χάραξη της εθνικής στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα αποτελούν: α. οι επιστημονικές διαπιστώσεις για τον πλούτο, τις αξίες και τις απειλές της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα β. το νομικό πλαίσιο που δεσμεύει την ελληνική Πολιτεία, εθνικό, διεθνές και Κοινοτικό, περιλαμβανομένου αυτού που εναρμονίζει στο δίκαιο της χώρας μας διεθνείς και περιφερειακές συμβάσεις, Ευρωπαϊκές Οδηγίες γ. το στρατηγικό πλαίσιο, όπως οριοθετείται από διάφορα εθνικά, κοινοτικά και διεθνή κείμενα τα οποία η χώρα μας έχει ενστερνιστεί δ. σύνολο γενικών αρχών που θεωρούνται a priori αποδεκτές, καθώς προκύπτουν από την ηθική, τις εθνικές μας ανάγκες και δυνατότητες, και τις επιστημονικές προσεγγίσεις. 3

Κατά τη σύνταξη της παρούσας Στρατηγικής λαμβάνεται υπόψη η απόφαση (ΙΧ/8) της 9ης Διάσκεψης των Συμβαλλόμενων Μερών στη Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα (Βόννη, Μάιος 2008), η οποία καλεί τα Συμβαλλόμενα μέρη να αναπτύξουν Εθνικές Στρατηγικές και Σχέδια Δράσης, και περιέχει ειδικότερες υποδείξεις σε ό,τι αφορά τα εξής πεδία: 1) Επίτευξη των στόχων της Σύμβασης, 2) Συστατικά Στοιχεία των Εθνικών Στρατηγικών και Σχεδίων Δράσης, 3) Διαδικασίες Υποστήριξης, 4) Παρακολούθηση και Ανασκόπηση. Το παρόν συντάχθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων - Υγροτόπων του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, με κατευθύνσεις από το Τμήμα Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος, στο πλαίσιο προγράμματος δράσεων σε θέματα διαχείρισης φυσικού περιβάλλοντος με φορέα χρηματοδότησης και επίβλεψης το ΥΠΕΧΩΔΕ - Διεύθυνση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού Τμήμα Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος. Για την οριστικοποίησή του ανασκοπήθηκε από ομάδα εργασίας στελεχών του ΥΠΕΧΩΔΕ και ειδικών επιστημόνων. 4

Β. Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Β.1. ΟΡΙΣΜΟΙ Η βιολογική ποικιλότητα ή βιοποικιλότητα αναφέρεται στην ποικιλία των μορφών της ζωής: φυτά, ζώα, μύκητες και μικροοργανισμούς, τα γονίδια που περιέχουν και τα οικοσυστήματα που σχηματίζουν. Έτσι, ο όρος «βιοποικιλότητα» αγκαλιάζει όλη τη ζωή στη Γη. Η βιοποικιλότητα συνήθως εξετάζεται σε τρία επίπεδα: τη γενετική ποικιλότητα, την ποικιλότητα των ειδών και την ποικιλότητα των οικοσυστημάτων. Τα τρία αυτά επίπεδα αντιστοιχούν στα ισάριθμα θεμελιώδη και ιεραρχικά συνδεδεμένα επίπεδα της οργάνωσης της ζωής. Σύμφωνα με τη Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα (Άρθρο 2 «Ορισμοί») ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: Ως Βιολογική ποικιλότητα νοείται η ποικιλία των ζώντων οργανισμών πάσης προελεύσεως περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, χερσαίων, θαλασσίων και άλλων υδατικών οικοσυστημάτων και οικολογικών συμπλεγμάτων, των οποίων αποτελούν μέρος. Επίσης, περιλαμβάνεται εδώ η ποικιλότητα εντός των ειδών, μεταξύ ειδών και οικοσυστημάτων. Ως αειφορική χρήση νοείται η χρήση συστατικών της βιολογικής ποικιλότητας, κατά τρόπο και κατά αναλογία τέτοια που δεν προκαλείται μακροπρόθεσμα συρρίκνωση της βιολογικής ποικιλότητας, διατηρώντας κατ αυτόν τον τρόπο το δυναμικό της να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις επιδιώξεις των σημερινών και των μελλοντικών γενεών. Ως γενετικό υλικό νοείται κάθε είδους φυτικό, ζωϊκό, μικροβιακό ή άλλης προελεύσεως υλικό που περιέχει λειτουργικές μονάδες κληρονομικότητας. Ως γενετικοί πόροι νοείται γενετικό υλικό υφιστάμενης ή εν δυνάμει αξίας. Ως χώρα προέλευσης των γενετικών πόρων νοείται η χώρα που διαθέτει γενετικούς πόρους που συλλέγονται από επιτόπιες πηγές (in-situ), συμπεριλαμβανομένων τόσο πληθυσμών αγρίων, όσο και κατοικίδιων ειδών, ή που λαμβάνονται από πηγές εκτός αυτών (ex-situ) και οι οποίοι μπορεί να προέρχονται ή όχι από την εν λόγω χώρα. Ως χώρα που παρέχει γενετικούς πόρους νοείται η χώρα που διαθέτει γενετικούς πόρους που συλλέγονται από επιτόπιες πηγές (in-situ), συμπεριλαμβανομένων τόσο πληθυσμών αγρίων, όσο και κατοικιδίων ειδών, ή που λαμβάνονται από πηγές εκτός αυτών (ex-situ) και οι οποίοι μπορεί να προέρχονται ή όχι από την εν λόγω χώρα. Β.2. ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ Η βιοποικιλότητα είναι αναγκαία για τη διατήρηση της ζωής πάνω στη Γη. Η πραγματική της αξία είναι ανυπολόγιστη, καθώς παρέχει τη δυνατότητα σε μας και σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς να προσαρμοζόμαστε σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Η βιοποικιλότητα είναι ζωτική για την υγεία και την ευημερία μας. Βελτιώνει την ποιότητα ζωής μας και ενισχύει το βιοτικό μας επίπεδο, συντελεί στην κοινωνική ευημερία και συνοχή και προσφέρει νέες ευκαιρίες για επένδυση και εργασία. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η ανθρωπότητα επωφελήθηκε κατά πολύ από την ανάπτυξη, η οποία εμπλούτισε τη ζωή μας. Ταυτοχρόνως, μεγάλο μέρος της εν λόγω ανάπτυξης συνδυάστηκε με την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας. Η απώλεια βιοποικιλότητας προκαλεί προβληματισμό, όχι μόνο λόγω της ιδιαίτερης εγγενούς 5

αξίας της, αλλά και επειδή η βιοποικιλότητα αποτελεί στοιχείο του υποβάθρου επί του οποίου βασίζονται η ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη και η απασχόληση, καθώς και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Η απώλεια βιοποικιλότητας συνεπάγεται υποβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχουν τα οικοσυστήματα. Ως υπηρεσίες των οικοσυστημάτων ορίζονται οι διεργασίες και λειτουργίες που παρέχονται από το φυσικό περιβάλλον και ωφελούν τον άνθρωπο 1. Μεταξύ των υπηρεσιών περιλαμβάνονται η παραγωγή τροφίμων, καυσίμων, ινών και φαρμακευτικών ουσιών, η ρύθμιση των υδάτων, του αέρα και του κλίματος, η διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους και του κύκλου των θρεπτικών στοιχείων. Η Αξιολόγηση της Χιλιετίας (2005) 2, η οποία παρέχει ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πλαίσιο κατηγοριοποίησης αυτών των υπηρεσιών τονίζει ότι οι περισσότερες από τις εν λόγω υπηρεσίες υποβαθμίζονται. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι διασπαθίζουμε το κεφάλαιο φυσικών πόρων της γης και θέτουμε σε κίνδυνο την ικανότητα των οικοσυστημάτων να υποστηρίξουν τις μέλλουσες γενιές. Οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμα οφέλη προκύψουν, αναμφίβολα θα αναιρεθούν από μαζικές μακροπρόθεσμες απώλειες. Η επιδείνωση είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί μόνο εάν επέλθουν ουσιαστικές αλλαγές στην πολιτική και στην πράξη. Η Ελλάδα, ιδιαίτερα προικισμένη, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τη βιοποικιλότητα, φέρει αντίστοιχο βάρος ηθικής ευθύνης για τη διατήρησή της, την αειφορική χρήση της, και τον δίκαιο και ισότιμο καταμερισμό των πλεονεκτημάτων, που θα προκύψουν από τη χρήση των γενετικών πόρων για τις γενιές που έρχονται. Β.3. ΑΠΕΙΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ, ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Αξιολόγηση της Χιλιετίας εξετάζει τα γενεσιουργά αίτια για τις μεταβολές στη βιοποικιλότητα και στις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων και τα διακρίνει σε πέντε κατηγορίες: δημογραφία, οικονομία, αίτια κοινωνικοπολιτικά, πολιτισμικά - θρησκευτικά, και επιστημονικά τεχνολογικά. Αν και η βιοποικιλότητα και οι υπηρεσίες των οικοσυστημάτων μεταβάλλονται λόγω φυσικών αιτίων, οι τρέχουσες αλλαγές οφείλονται σε αυτά τα, ανθρωπογενή, γενεσιουργά αίτια. Τα βαθύτερα αυτά γενεσιουργά αίτια, είναι οι παράγοντες που επιτρέπουν ή προκαλούν, στο παρελθόν και σήμερα, τη δημιουργία των άμεσων αιτίων. Τα κυριότερα άμεσα αίτια απώλειας της βιοποικιλότητας και αλλαγών στις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων, κάθε ένα από τα οποία θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα κατά τον 21 ο αιώνα είναι: η αλλαγή των ενδιαιτημάτων, περιλαμβανομένων των αλλαγών χρήσεων γης (κυρίως λόγω της απόδοσής τους στη γεωργία), των διευθετήσεων των ποταμών και των απολήψεων νερού από αυτούς, της απώλειας των κοραλλιογενών σχηματισμών και της βλάβης στους πυθμένες των θαλασσών από τις τράτες, η κλιματική αλλαγή, και ειδικότερα οι αυξήσεις στη θερμοκρασία, η εισβολή των χωροκατακτητικών ξενικών ειδών η οποία έχει αυξηθεί από τις αυξημένες μετακινήσεις λόγω εμπορίου και ταξιδιών, περιλαμβανομένου και του τουρισμού, η υπερεκμετάλλευση των ειδών και κυρίως η υπεραλίευση. η ρύπανση από διάφορα απόβλητα από ανθρώπινες δραστηριότητες, περιλαμβανομένης της ναυσιπλοϊας και των διαφόρων ατυχημάτων. 1 Στις υπηρεσίες, περιλαμβάνονται και τα αγαθά. 2 Millennium Ecosystem Assessment. 2005. Ecosystems and Human Well-being: Biodiversity synthesis. World Resources Institute. Washington, DC. 100p. 6

Σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (2007) 3, οι κύριες πιέσεις στη βιοποικιλότητα, είναι η αστική διασπορά, η ανάπτυξη υποδομών, η ελάττωση του ph, ο ευτροφισμός, η ερημοποίηση, η υπερεκμετάλλευση των πόρων, η εντατικοποίηση της γεωργίας και η εγκατάλειψη της γης. Η κλιματική αλλαγή όλο και περισσότερο αναγνωρίζεται ως σοβαρή απειλή, ιδίως σε ό,τι αφορά τα παράκτια, αλπικά και αρκτικά είδη και ενδιαιτήματα. Ειδικά για τη βιοποικιλότητα στις παράκτιες και θαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου, οι απειλές, όπως έχουν αναγνωρισθεί στο Στρατηγικό Πρόγραμμα Δράσης στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βαρκελώνης (2003), είναι η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στην παράκτια ζώνη, περιλαμβανομένου του τουρισμού, η αλιεία σε ευαίσθητα οικοσυστήματα (π.χ. Λιβάδια Ποσειδωνίας, κοραλλιογενείς περιοχές, μικρούς όρμους και σπηλιές), η παράνομη αλιεία, η υπεραλίευση και η απουσία δεδομένων παρακολούθησης, η εισβολή ξενικών ειδών, η κατασκευή φραγμάτων, η ρύπανση, παγκόσμια φαινόμενα (π.χ. ερημοποίηση, διάβρωση εδαφών, ανύψωση της στάθμης, αύξηση της αλατότητας και της θερμοκρασίας της θάλασσας), και το εμπόριο απειλούμενων ειδών. Β.4. Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΤΙΣ ΑΠΕΙΛΕΣ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ, ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ H διεθνής αναγνώριση της αξίας της βιοποικιλότητας και η υιοθέτηση μέτρων και δράσεων, τα οποία, άμεσα ή έμμεσα, στόχευαν στη διατήρηση των φυσικών περιοχών και της βιοποικιλότητας είτε ως ενιαίου συνόλου είτε των επιμέρους συστατικών της ξεκίνησε κυρίως από τη δεκαετία του 1960. Ως αποτέλεσμα αυτής, αναπτύχθηκαν και τέθηκαν σε ισχύ διεθνείς συμβάσεις για το περιβάλλον όπως η Σύμβαση Ραμσάρ για την προστασία των υγροτόπων ως ενδιαιτημάτων υδρόβιων πουλιών, η οποία υπεγράφη το 1971, η Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο των Απειλούμενων με Εξαφάνιση ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας (CITES), η οποία υπεγράφη το 1973, η Σύμβαση για τη διατήρηση των μεταναστευτικών ειδών άγριων ζώων (Σύμβαση Βόννης), της οποίας η έκδοση δρομολογήθηκε στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Ανθρώπινο Περιβάλλον το 1972 και υπεγράφη το 1979, η Σύμβαση για τη Διατήρηση της άγριας ζωής και των φυσικών οικοτόπων της Ευρώπης (Σύμβαση της Βέρνης), η οποία υπεγράφη το 1979. Το 1987, η Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη του ΟΗΕ δημοσίευσε τα πορίσματα της στην Έκθεση με τίτλο «Το Κοινό μας Μέλλον», περισσότερο γνωστή και ως Έκθεση Brundtland. Η εν λόγω έκθεση εισήγαγε τον όρο «Αειφόρος Ανάπτυξη» ως μέτρο αξιολόγησης και στόχο πολιτικής για τις σημερινές κοινωνίες. Ο όρος ξεκίνησε έκτοτε να χρησιμοποιείται σε πολιτικά κείμενα και να αποτελεί κεντρική συνιστώσα αποφάσεων. Άμεσο αποτέλεσμα της Έκθεσης Brundtland το 1987 αποτέλεσε η σύγκληση από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ της Παγκόσμιας Διάσκεψης για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, που πραγματοποιήθηκε στο Ρίο το 1992 και οριοθέτησε ένα νέο επίπεδο προβληματισμού και δράσης για την παγκόσμια κοινότητα. Από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της Διάσκεψης ήταν η υιοθέτηση της Agenda 21, ενός παγκόσμιου προγράμματος δράσης για την ενεργοποίηση των τοπικών κοινοτήτων στην κατεύθυνση της αειφόρου ανάπτυξης, η Διακήρυξη του Ρίο που συμπύκνωσε σε ένα σύνολο οικουμενικών αρχών τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των χωρών, η υπογραφή της Διεθνούς Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα και της Διεθνούς Σύμβασης για την Καταπολέμηση της Κλιματικής Αλλαγής καθώς και η δρομολόγηση της Σύμβασης για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης η οποία τελικώς υπεγράφη το 1994. Σε ό,τι αφορά τη βιοποικιλότητα, η διάσκεψη του Ρίο ήταν το αποκορύφωμα της παγκόσμιας αναγνώρισης της ανάγκης να διατηρηθεί η βιοποικιλότητα, και της διεθνούς πολιτικής αναγνώρισης του όρου 3 European Environment Agency. 2007. Europe s Environment The Fourth Assessment. State of the environment report No 1/2007. Copenhagen. 7

«βιοποικιλότητα». Ο σκοπός της διεθνούς Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 αυτής, είναι «η διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας, η αειφορική χρήση των συστατικών της και ο δίκαιος και ισότιμος καταμερισμός των πλεονεκτημάτων, που θα προκύψουν από τη χρήση των γενετικών πόρων». Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η απόκριση στις διεθνείς περιβαλλοντικές απειλές είχε ως ορόσημα την υιοθέτηση των Οδηγιών 79/409/ΕΟΚ και 92/43/ΕΟΚ και της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τη βιολογική ποικιλότητα το 1998. Σε περιφερειακό επίπεδο, το 1976 υπεγράφη η Σύμβαση της Βαρκελώνης (τροποποιήθηκε το 1995) που έχει ως σκοπό να μειώσει τη ρύπανση της Μεσογείου, να προστατεύσει και να βελτιώσει το θαλάσσιο περιβάλλον και να συμβάλλει, με τον τρόπο αυτό, στην αειφόρο ανάπτυξη. Έως τις αρχές τις δεκαετίας του 2000, τα Συμβαλλόμενα μέρη στη Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα με αποφάσεις τους ανέπτυσσαν το πλαίσιο και τις υποχρεώσεις της Σύμβασης, ενώ έκτοτε οργανώνουν την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων. Στο πλαίσιο αυτό, θεμελιώδης είναι ο στόχος του 2010. Ο στόχος αυτός τέθηκε κατά την 6 η Διάσκεψη των Συμβαλλόμενων Μερών της Σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα, το 2002, για «την, έως το 2010, σημαντική μείωση του ρυθμού απώλειας της βιολογικής ποικιλότητας σε παγκόσμιο, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, ως συνεισφορά στη μείωση της φτώχειας και προς όφελος όλης της ζωής στη γη». Η υιοθέτηση του στόχου αυτού το 2002 στη Διάσκεψη Κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ σηματοδοτεί και την υψηλή ιεράρχηση των θεμάτων βιοποικιλότητας σε πολιτικό επίπεδο. Βεβαίως, η Eυρωπαϊκή Ένωση, το 2001 είχε θέσει ακόμη πιο δεσμευτικό στόχο: να σταματήσει τον ρυθμό απώλειας της βιοποικιλότητας έως το 2010. Σε σχέση με την επίτευξη του στόχου αυτού, το 2006 εκδόθηκε η Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (COM 2006/216 τελικό) για την ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας έως το 2010 και μετέπειτα, η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος και αποτελεί το στρατηγικό πλαίσιο για τις δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έμφαση σε θέματα βιοποικιλότητας, εξάλλου, δίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η Αναθεωρημένη Στρατηγική της ΕΕ για την Αειφόρο Ανάπτυξη (έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 15/16 Ιουνίου 2006) η οποία περιλαμβάνει επιχειρησιακούς στόχους και δράσεις που ευθέως συνδέονται με την επίτευξη του στόχου 2010. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα δάση, το Κοινοτικό Σχέδιο Δράσης για τα δάση και το Σχέδιο Δράσης για την Επιβολή της Δασικής Νομοθεσίας, τη Διακυβέρνηση και το Εμπόριο και η Υπουργική Διάσκεψη για την Προστασία των Δασών στην Ευρώπη θέτουν το ευρωπαϊκό πλαίσιο στο οποίο στηρίζονται τα θέματα δασικής βιοποικιλότητας. Αναφορικά δε με τα χωροκατακτητικά ξενικά είδη, η Eυρωπαϊκή Στρατηγική του Συμβουλίου της Ευρώπης το 2003, δίνει κατευθύνσεις για την ανάπτυξη και εφαρμογή συντονισμένων μέτρων για την αποφυγή και τον περιορισμό των συνεπειών τους. Είναι επίσης, υπό εκπόνηση, αντίστοιχη Στρατηγική και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε περιφερειακό (Μεσογειακό) επίπεδο, στο πλαίσιο της σύμβασης της Βαρκελώνης, τα συμβαλλόμενα μέρη υιοθέτησαν τη Μεσογειακή Στρατηγική για την Αειφορική Ανάπτυξη. Η προστασία της βιοποικιλότητας, θεωρείται, ως προτεραιότητα, μεταξύ άλλων, υπό τον τρίτο στόχο «Αλλαγή των μη αειφορικών προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης και διασφάλιση αειφορικής διαχείρισης φυσικών πόρων». Επίσης, στο πλαίσιο της Σύμβασης της Βαρκελώνης συντάχθηκε Στρατηγικό Πρόγραμμα Δράσης (ΣΠΔ) για τη διατήρηση της Βιοποικιλότητας στη Μεσόγειο SAP BIO, το οποίο υιοθετήθηκε κατά τη 13 η Συνάντηση των Συμβαλλόμενων Μερών στη Σύμβαση της Βαρκελώνης το 2003. Ακόμη, υπό την Αιγίδα της Σύμβασης Ραμσάρ, λειτουργεί η περιφερειακή Πρωτοβουλία για τη διατήρηση των Μεσογειακών Υγροτόπων (Πρωτοβουλία MedWet). 8

Σε ό,τι αφορά τους γενετικούς πόρους, ιδιαίτερα σημαντική είναι η διεθνής Σύμβαση στο πλαίσιο του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών για τους φυτογενετικούς πόρους, ενώ σε ό,τι αφορά ειδικά τους γενετικούς πόρους στη γεωργία, υπάρχει ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που ασκούνται από διάφορους διεθνείς οργανισμούς και προγράμματα. Επιπλέον, στο πλαίσιο των ανωτέρω, εκδόθηκε και ισχύει ο Κανονισμός 870/2004 του Συμβουλίου, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού προγράμματος για τη διατήρηση, τον χαρακτηρισμό, τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/94. Ο κανονισμός εφαρμόζεται στους φυτικούς, μικροβιακούς και ζωικούς γενετικούς πόρους που χρησιμοποιούνται, ή που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, στη γεωργία. Το Πρωτόκολλο για τη Βιοασφάλεια (Πρωτόκολλο της Καρθαγένης) του ΟΗΕ, το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 2003, καθιερώνει έναν μηχανισμό ελέγχου για τη διακίνηση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ). Περισσότερες από 140 χώρες έχουν επικυρώσει το Πρωτόκολλο και έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν νομικά, διοικητικά και άλλα μέτρα για να διευκολυνθεί η εφαρμογή του. Το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης ενσωματώθηκε στο Κοινοτικό δίκαιο με τον Κανονισμό 1946/2003 (15/07/2003). Εξάλλου, στο επίπεδο της Ε.Ε. οι κανονισμοί 1829/2003 και 1930/2003 που δημοσιεύθηκαν στις 18/10/2003 συμπληρώνουν την Οδηγία 2001/18 "για την σκόπιμη απελευθέρωση των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών". Συναφής είναι επίσης η Oδηγία 98/81 σχετικά με την περιορισμένη χρήση γενετικά τροποποιημένων μικροοργανισμών. Β.5. ΕΙΔΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΒΙΟΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η Ελλάδα, με έκταση 132.000 km 2 και πληθυσμό 10.500.000, βρίσκεται στο νοτιότερο τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου και ανήκει στη Μεσογειακή ζώνη της Παλαιαρκτικής βιογεωγραφικής περιοχής. Γενικώς, το κλίμα της μπορεί να θεωρηθεί ως μεσογειακού τύπου, με ήπιο χειμώνα και ξηρό καλοκαίρι. Χαρακτηρίζεται, ωστόσο, από μεγάλη κλιματική ποικιλότητα (29 κλιματικές ζώνες σύμφωνα με την ταξινόμηση κατά Thornwaite), κάτι που οφείλεται στη γεωγραφική της θέση, το σύνθετο του αναγλύφου και την παρουσία της θάλασσας. Είναι κατ εξοχήν ορεινή χώρα, με τα 2/3 της έκτασής της να καλύπτονται από όρη μέσου ύψους, με έντονο ανάγλυφο. Χαρακτηρίζεται επίσης από την εκτεταμένη ακτογραμμή (περίπου 15.000 km) και τα πολλά συγκροτήματα νησιών στα πελάγη του Αιγαίου και του Ιονίου. Η Ελλάδα βρίσκεται στα όρια τριών ηπείρων (Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής) διαθέτει μεγάλη τοπογραφική ποικιλότητα (μεγάλο αριθμό νησιών, απότομη μεταβολή του τοπίου από θαλάσσιο σε αλπικό μέσα σε ευθεία απόσταση λίγων χιλιομέτρων, εκτεταμένο κατακερματισμό της χέρσου από πολυάριθμους ποταμούς, ρέματα, χαράδρες, κοιλάδες, χερσονήσους κ.λπ.) και διακρίνεται για τη σύνθετη γεωλογική ιστορία της και για την ηπιότητα, έως προσφάτως, των ανθρωπογενών παρεμβάσεων. Επίσης παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία γεωλογικών σχηματισμών (μεγάλο αριθμό σπηλαίων και άλλων υπόγειων περιβαλλόντων) και πετρωμάτων (προαλπικών, αλπικών και μετααλπικών). Οι ανωτέρω παράγοντες έχουν συντελέσει στον μεγάλο βιολογικό πλούτο της χώρας. Β.6. Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 6.1. Γενικά Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα πλούσια χλωρίδα και πανίδα καθώς και μεγάλη ποικιλία τοπίων & οικοσυστημάτων. Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών στην 9

χώρα, εντοπίζεται μεγάλος αριθμός ενδημικών ειδών φυτών και ζώων στη χώρα μας. Σύμφωνα με τον Λεγάκι (2004) 4, έως σήμερα έχουν καταγραφεί 23.130 είδη ζώων της ξηράς και των γλυκών νερών και άλλα 3.500 θαλάσσια είδη. Επίσης έχουν καταγραφεί 3.956 ενδημικά είδη της ξηράς και των γλυκών νερών (Fauna Europaea 2004) 5, σε συγκεκριμένες δε ομάδες ζώων το ποσοστό ενδημισμού φθάνει το 64% (Λεγάκις και συνεργάτες 2006) 6. Πολλά ενδημικά είδη έχουν πολύ περιορισμένη εξάπλωση (π.χ. σε μια μόνο νησίδα) και συνεπώς είναι πολύ ευαίσθητα σε διαταραχές. Εξαιτίας του υψηλού ενδημισμού της και επειδή είναι από τα τελευταία καταφύγια πολλών απειλούμενων και σπάνιων στην υπόλοιπη Ευρώπη ειδών, η Ελλάδα αποτελεί σημαντική περιοχή για την ευρωπαϊκή και τη μεσογειακή πανίδα και χλωρίδα. Επίσης απαντά μεγάλος αριθμός τύπων οικοτόπων και ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα απαντούν 85 τύποι οικοτόπων, 57 είδη θηλαστικών, 47 είδη ερπετών, 11 είδη αμφιβίων, 21 είδη ψαριών, 46 είδη ασπονδύλων και 58 είδη φυτών Κοινοτικού ενδιαφέροντος. Η μεγάλη ποικιλότητα των ειδών αντικατοπτρίζεται στην ποικιλότητα των ελληνικών οικοσυστημάτων, από τα ημιερημικά του φοινικόδασους στο Βάι της Κρήτης έως τα ψυχρόβια δάση της σημύδας, της δασικής πεύκης και της ερυθρελάτης στη Ροδόπη. Η Ελλάδα εμφανίζει επίσης μεγάλη ποικιλότητα τοπίων για τους ίδιους λόγους για τους οποίους εμφανίζει μεγάλη γενετική ποικιλότητα, ποικιλότητα ειδών και οικοσυστημάτων. Στη χώρα απαντούν πράγματι ποικίλα τοπία, από τα ημιερημικά της ανατολικής Κρήτης έως τα σκανδιναβικά (βόρεια) της Ροδόπης και τα αλπικά του Ολύμπου, του Σμόλικα, της Τύμφης, του Βόρα και άλλων οροσειρών της βόρειας Ελλάδας. 6.2. Γενετικοί Πόροι Οι γενετικοί πόροι βρίσκονται στη διαδικασία καταγραφής, και ήδη γνωρίζουμε ενδημικές ποικιλίες φυτών, είδη αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, και έναν αξιόλογο αριθμό φυλών αγροτικών και οικόσιτων ζώων. Η Τράπεζα Γενετικού Υλικού η οποία ιδρύθηκε το 1981 και ανήκει στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ) οργανώθηκε με συνεργασία του Υπουργείου Γεωργίας και του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών. Η Τράπεζα Γενετικού Υλικού διατηρεί στις εγκαταστάσεις της ή σε φυτείες υπαίθρου (στα ιδρύματα του ΕΘΙΑΓΕ) 7.220 δείγματα σπόρων ή κλωνικού πολλαπλασιαστικού υλικού που ανήκουν σε 169 είδη καλλιεργούμενων φυτών ή άγριων συγγενών ειδών. 6.3. Είδη 6.3.1. Μύκητες Η ποικιλότητα των μυκήτων, η κατανομή και η κατάστασή τους στην Ελλάδα είναι λιγότερο γνωστές, σε σχέση με άλλες ομάδες οργανισμών. Το 1973, δημοσιεύθηκε ο πρώτος Κατάλογος Μυκήτων και Ξενιστών της Ελλάδας, που περιελάμβανε 1950 είδη μυκήτων που ήταν έως τότε γνωστά (Παντίδου 1973) 7. Έκτοτε, υπήρξε αξιόλογος αριθμός δημοσιεύσεων για τους μύκητες και τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί νέα είδη για την Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η βάση δεδομένων του Ιδρύματος Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ στη Θεσσαλονίκη περιλαμβάνει περισσότερες των 11.000 εγγραφών. Κατάλογος απειλούμενων μακρομυκήτων της 4 Λεγάκις Α. 2004. Πόσα είδη ζώων υπάρχουν στην Ελλάδα; Πανελλ. Συνεδρ. Ένωσης Ελλήνων Οικολόγων & Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας, Μυτιλήνη, Νοεμβριος 2004. 5 Fauna Europaea Web Service 2004. Fauna Europaea version 1.1, Available online at http://www.faunaeur.org 6 Λεγάκις, Α., Ρ. Τζαννετάτου-Πολυμένη, Σ, Γκιώκας, K. Σωτηρόπουλος (επιμέλεια). 2006. Ζωική Ποικιλότητα. Πανεπιστήμιο Αθηνών. 217 σελ. 7 Παντίδου Μ. 1973. Κατάλογος μυκήτων και ξενιστών της Ελλάδος. Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο. Κηφισιά, Αθήνα. 10

Ελλάδας, ο οποίος περιλαμβάνει 150 taxa 8 δημοσιεύθηκε το 2000 σε περιοδική έκδοση της επιστημονικής εταιρείας «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διατήρησης των Μυκήτων» (Diamandis S. 2000) 9. 6.3.2. Φύκη Για την Ελλάδα δεν υπάρχει σήμερα ολοκληρωμένος κατάλογος ειδών φυτοπλαγκτού εσωτερικών νερών και θαλάσσιων οικοσυστημάτων, ωστόσο, υπάρχουν καταγραφές για πολλές περιοχές της χώρας. Τα θαλάσσια μακροφύκη έχουν καταχωρηθεί σε κατάλογο ο οποίος περιλαμβάνει 515 taxa. 6.3.3. Χλωρίδα Για την Ελλάδα αναφέρονται 5500 είδη χλωρίδας ανώτερων φυτών. Περίπου 4% των ειδών θεωρούνται απειλούμενα και ένα ίσο ποσοστό προστατεύεται βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Περαιτέρω, στην Ελλάδα απαντούν 58 είδη Κοινοτικού ενδιαφέροντος, δηλαδή είδη που αναφέρονται στα παραρτήματα της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Από αυτά, 42 είδη περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ, δηλαδή είναι είδη Κοινοτικού ενδιαφέροντος, των οποίων η διατήρηση επιβάλλει τον καθορισμό Ειδικών Ζωνών Διατήρησης και 25 εξ αυτών είναι προτεραιότητας, δηλαδή είδη που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν, για τη διατήρηση των οποίων η Κοινότητα φέρει ιδιαίτερη ευθύνη λόγω του μεγέθους του τμήματος της περιοχής της φυσικής τους κατανομής το οποίο περιλαμβάνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα της 2 ης εθνικής έκθεσης εφαρμογής της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για την περίοδο 2000 2006, από τα 58 είδη φυτών Κοινοτικού ενδιαφέροντος, σε ικανοποιητική κατάσταση βρίσκονται τα 5 είδη, σε ανεπαρκή κατάσταση τα 19 και σε κακή κατάσταση τα 2 είδη. Περαιτέρω, για 32 είδη ή 55% των ειδών Κοινοτικού ενδιαφέροντος, η κατάσταση διατήρησης είναι άγνωστη. Επισημαίνεται τέλος, η ύπαρξη του Κόκκινου Βιβλίου των σπάνιων και απειλούμενων φυτών (1995) 10 και ότι βρίσκεται υπό εκπόνηση η έκδοση νέου Κόκκινου Βιβλίου, η οποία αναμένεται να περατωθεί το 2009. 6.3.4. Πανίδα Κύριο στοιχείο του πανιδικού πλούτου της Ελλάδας αποτελεί ο αυξημένος ενδημισμός και η γεωγραφική διαφοροποίηση των περισσοτέρων ζωικών ομάδων. Οι σημαντικότερες περιοχές ενδημισμού είναι η Κρήτη για όλα σχεδόν τα taxa, οι Κυκλάδες και τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Επιμέρους taxa είναι δυνατό να παρουσιάζουν ενδημισμούς και σε άλλες περιοχές, όπως η Πελοπόννησος, τα Ιόνια νησιά κλπ. Εξαιρετικής σημασίας για τον ενδημισμό είναι και τα πολυάριθμα σπήλαια της Ελλάδας (περ. 8000), από τα οποία έχουν ερευνηθεί από πανιδική άποψη μερικές εκατοντάδες μόνο. Ωστόσο, η πληρότητα των διαθέσιμων δεδομένων είναι ικανοποιητική μόνο όσον αφορά στα σπονδυλωτά, και ορισμένες ομάδες ασπονδύλων. Περίπου 14% του συνόλου των ειδών σπονδυλόζωων θεωρούνται απειλούμενα ενώ περίπου τα μισά είδη της Ελλάδας προστατεύονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας και περιλαμβάνονται στα παραρτήματα των διεθνών συμβάσεων που έχουν κυρωθεί στην Ελλάδα. Τα είδη αυτά περιλαμβάνονται στον Κατάλογο Απειλούμενων, Προστατευόμενων και Ενδημικών Ειδών Ζώων της Ελλάδας του Ζωολογικού Μουσείου (Επιμέλεια: Α. Λεγάκις, Μάρτιος 2007). Επισημαίνεται ότι η 8 Ταξινομική ομάδα (π.χ. είδος, υποείδος). 9 Diamandis, S. 2000. List of threatened Macrofungi in Greece. ECCF Newsletter 10: 12. 10 Phitos, D., A. Strid, S. Snogerup, and W. Greuter. (eds). 1995. The Red Data Book of Rare and Threatened Plants of Greece, WWF Hellas Athens. 528 p. 11

έκδοση του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα είδη ζώων αναμένεται εντός του 2009. Στην Ελλάδα απαντούν 182 ζωικά είδη Κοινοτικού ενδιαφέροντος, σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, όπως φαίνεται στον πίνακα 1. Στην εικόνα 1 φαίνεται η κατάσταση διατήρησής τους σύμφωνα με τη 2 η εθνική έκθεση εφαρμογής της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για την περίοδο 2000 2006. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έκθεσης, υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική εξάπλωση, το εύρος και τα πληθυσμιακά μεγέθη των ειδών αυτών με αποτέλεσμα η κατάσταση διατήρησης του 65% των ειδών ζώων να αξιολογείται ως άγνωστη (118 από τα 182 είδη). Το 14% βρίσκεται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης (25 από τα 182 είδη), και αντίστοιχο ποσοστό σε ανεπαρκή κατάσταση (26 από τα 182 είδη), ενώ το υπόλοιπο 7% βρίσκεται σε κακή κατάσταση διατήρησης (13 από τα 182 είδη). Τα κενά της γνώσης είναι μεγαλύτερα στα ασπόνδυλα (για τα 45 από τα 46 είδη η κατάσταση διατήρησης είναι άγνωστη και για το 1 είδος ανεπαρκής), στα θηλαστικά (75% σε άγνωστη κατάσταση, 14% σε ανεπαρκή κατάσταση και το υπόλοιπο 11% σε κακή κατάσταση) και στα ερπετά (57% σε άγνωστη κατάσταση, 23% σε ανεπαρκή κατάσταση, 11% σε ικανοποιητική κατάσταση και το υπόλοιπο 9% σε κακή κατάσταση). Το 62% των ψαριών βρίσκεται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης. Επισημαίνεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των ψαριών Κοινοτικού ενδιαφέροντος αφορά σε είδη κυρίως των εσωτερικών υδάτων. Πίνακας 1. Είδη ζώων των Παραρτημάτων ΙΙ, ΙV και V της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Ομάδες ειδών Πλήθος ειδών ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ 57 ΕΡΠΕΤΑ 47 ΑΜΦΙΒΙΑ 11 ΙΧΘΕΙΣ 21 ΑΣΠΟΝΔΥΛΑ 46 Σύνολο 182 60 50 Αριθμός ειδών 40 30 20 Άγνωστη Κακή Ανεπαρκής Ικανοποιητική 10 0 Ομάδες ειδών Εικόνα 1. Κατάσταση διατήρησης ειδών ζώων Κοινοτικού ενδιαφέροντος. 12

Ειδικά σε ό,τι αφορά την πλούσια ορνιθοπανίδα της Ελλάδας, από τα 436 είδη, τα 348 έχουν τακτική παρουσία στην χώρα μας. Από αυτά, τα 286 είδη (118 είδη του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ και 168 μεταναστευτικά είδη) εμπίπτουν στις κατηγορίες του Άρθρου 4 της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ. Στην Ελλάδα εμφανίζονται 23 παγκοσμίως απειλούμενα είδη (BirdLife International 2000) 11, εκ των οποίων τα 7 έχουν είτε τυχαία - σποραδική εμφάνιση είτε μη προβλέψιμη διασπορά στην Ελλάδα. Σύμφωνα με σχετική έκδοση της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας 12, οι πιο απειλούμενες ομάδες είναι τα πουλιά των υγροτόπων και κατόπιν τα αρπακτικά. Τα πρώτα λόγω των εκτεταμένων καταστροφών των υγροτόπων κυρίως στο παρελθόν αλλά και εξαιτίας των αλλοιώσεων που υφίστανται οι υγρότοποι ακόμη και σήμερα (μεταβολή του υδρολογικού καθεστώτος, ρύπανση, αποξηράνσεις, ανθρωπογενής όχληση). Οι πληθυσμοί των αρπακτικών πλήττονται λόγω αλλοιώσεων των ενδιαιτημάτων τους, της κατάποσης δηλητηριασμένων δολωμάτων, της κατάποσης υπολειμμάτων παρασιτοκτόνων τα οποία συσσωρεύονται στους ιστούς τους και λόγω μείωσης των πληθυσμών της λείας τους. 6.4. Χωροκατακτητικά Ξενικά Είδη Βάσει των διαθέσιμων πηγών πληροφόρησης, τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα προέρχονται από ερευνητικές εργασίες που αφορούν ειδικότερα σε: α) Θαλάσσια χωροκατακτητικά (invasive) ξενικά είδη χλωρίδας και πανίδας, όπου δραστηριοποιείται ερευνητικά κατά κύριο λόγο το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), στο οποίο και τηρείται σχετική βάση δεδομένων. Για την έρευνα των ειδών αυτών έχει συσταθεί δίκτυο θαλασσίων ερευνητών (περιλαμβάνει 9 ερευνητικά ιδρύματα/πανεπιστήμια και περισσότερους από 34 Έλληνες επιστήμονες), με την επωνυμία ELNAIS (Ellenic Network on Aquatic Invasive Species). Ερευνητές του ΕΛΚΕΘΕ συμμετέχουν και στο Ευρωπαϊκό έργο SEBI 2010 (Streamlining European Biodiversity Indicators, 2010). β) Χερσαία χωροκατακτητικά ξενικά είδη, όπου η έρευνα διεξάγεται από μεμονωμένους ερευνητές, 21 εκ των οποίων είναι στον κατάλογο του Ευρωπαϊκού ερευνητικού έργου DAISIE (Delivering Alien Invasive Species Inventories for Europe). Στο πλαίσιο του ανωτέρω έργου πραγματοποιήθηκε αρχική έρευνα για τα ξενικά είδη χλωρίδας της Ελλάδας. Ωστόσο, η ξενική χλωρίδα της Ελλάδας δεν έχει μελετηθεί ακόμη στο σύνολό της. 6.5. Τύποι οικοτόπων H Ελλάδα φιλοξενεί 85 τύπους οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, εκ των οποίων σχεδόν το ένα τρίτο ανήκουν στην κατηγορία των δασών (27 τύποι ή 32%). Οι παράκτιοι και αλοφυτικοί οικότοποι αντιπροσωπεύουν περίπου το 16,4% των τύπων οικοτόπων Κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαντούν στην Ελλάδα (14 από τους 85 τύπους) και κατά φθίνουσα σειρά ακολουθούν οι οικότοποι γλυκών υδάτων (9 ή 10,6%), οι παράκτιες θίνες και οι φυσικές και ημιφυσικές χλοώδεις διαπλάσεις (από 8 τύπους ή 9,4% η κάθε κατηγορία), οι λόχμες με σκληρόφυλλη βλάστηση (7 τύποι ή 8,2%), οι βραχώδεις οικότοποι και τα σπήλαια (6 τύποι ή 7%) οι τυρφώνες και βάλτοι (4 τύποι ή 4,7%), και τέλος, τα εύκρατα χέρσα εδάφη και οι λόχμες (2 τύποι ή 2,3%). 11 BirdLife International. 2000. Threatened Birds of the World. Barcelona and Cambridge, UK: Lynx Editions and BirdLife International και Bourdakis, S. & Vareltzidou S. 2000. Greece. P.p. 261 333 in Heath, M.F. & M.I. Evans, eds. Important Bird Areas in Europe: Priority sites for conservation. 2: Southern Europe. Cambridge, UK: BirdLife International (Birdlife Conservation Series No. 8. 12 Χατζηλάκου Διονυσία. 1999. Ορνιθολογική αξία της Ελλάδας, καθεστώς προστασίας και κυριότερες απειλές των πτηνών. Σελ: 5-7. Στο: Χατζηλάκου Διονυσία (επιμελήτρια έκδοσης). 1999. Συνοπτικός οδηγός, επιπτώσεις έργων και δραστηριοτήτων στα πουλιά και τους βιοτόπους τους, διαχείριση υγροτόπων ορνιθοπανίδας. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία. Αθήνα. 346 σελ. 13

Σύμφωνα με τη 2η εθνική έκθεση εφαρμογής της εν λόγω Οδηγίας για την περίοδο 2000-2006, 49 τύποι οικοτόπων, δηλαδή το 58% των τύπων που απαντούν στην Ελλάδα, βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, 26 τύποι (30%) βρίσκονται σε ανεπαρκή κατάσταση και 7 τύποι οικοτόπων εντοπίζονται σε κακή κατάσταση διατήρησης. Οι 7 αυτοί τύποι ανήκουν όλοι στην κατηγορία «παράκτιοι και αλοφυτικοί οικότοποι», στοιχείο που δηλώνει ότι οι μισοί από τους οικοτόπους αυτής της κατηγορίας (7 από 14) βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Άγνωστη είναι η κατάσταση τριών τύπων οικοτόπων του Παραρτήματος Ι, εκ των οποίων δύο είναι τυρφώνες-βάλτοι και ένας είναι παράκτιος (Αμμοσύρσεις που καλύπτονται διαρκώς από θαλάσσιο νερό μικρού βάθους). Στην κατωτέρω εικόνα δίνεται η κατάσταση διατήρησης ανά ομάδα τύπων οικοτόπων Κοινοτικού ενδιαφέροντος. 30 25 Αριθμός τύπων οικοτόπων 20 15 10 Άγνωστη Κακή Ανεπαρκής Ικανοποιητική 5 0 Τύποι Οικοτόπων Εικόνα 2. Κατάσταση διατήρησης τύπων οικοτόπων Κοινοτικού ενδιαφέροντος. 6.6. Οικοσυστήματα 6.6.1. Γενικά Στη χώρα μας εμφανίζεται πολύ μεγάλη ποικιλία φυσικών οικοσυστημάτων, χερσαίων, υγροτοπικών και θαλάσσιων. Το κύριο γνώρισμά τους είναι η υψηλή ποικιλότητά τους, η φυσικότητα της σύνθεσής τους και η υποβάθμιση της παραγωγικής τους δυνατότητας αλλά και η μεγάλη ικανότητα φυσικής ανόρθωσής τους. Το έδαφος, σημαντικό στοιχείο των οικοσυστημάτων, ορίζεται ως το 14

επιφανειακό στρώμα του φλοιού της γης, το οποίο αποτελείται από ανόργανη και οργανική ύλη, νερό, αέρα και ζωντανούς οργανισμούς. Υπολογίζεται ότι ποσοστό ανερχόμενο στο 30% περίπου των εδαφών των ευαίσθητων κλιματικών ζωνών της Ελλάδας (όπως ορίζονται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση της ερημοποίησης) έχουν περιέλθει σε διάφορα στάδια ερημοποίησης και η τάση είναι να αυξηθεί το ποσοστό αυτό. Η ολοκλήρωση της εδαφολογικής χαρτογράφησης της χώρας και η κατάρτιση μίας αντίστοιχης σύγχρονης βάσης δεδομένων, μεταξύ άλλων, αποτελούν υψηλή προτεραιότητα του εν λόγω Σχεδίου. Ταυτοχρόνως, απαιτείται η ενίσχυση της έρευνας για τη βιοποικιλότητα του εδάφους. 6.6.2. Υγροτοπικά οικοσυστήματα Οι υγρότοποι είναι από τους πιο πολύτιμους πόρους του πλανήτη μας και είναι δεύτεροι μετά από τα τροπικά βροχερά δάση σε βιοποικιλότητα και παραγωγικότητα. Οι πολύ γενικές κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται οι υγρότοποι στην Ελλάδα είναι: δέλτα, έλη, λίμνες, λιμνοθάλασσες, πηγές, εκβολές, ποταμοί, τεχνητές λίμνες. Στην επικαιροποιημένη απογραφή των ελληνικών υγροτόπων του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων Υγροτόπων (Φυτώκα κ.ά. 2000) 13 αναφέρονται 411 υγρότοποι στην Ελλάδα, οι περισσότεροι εκ των οποίων (2/3) βρίσκονται στη βόρεια Ελλάδα. Πρόσφατη απογραφή των υγροτόπων των νησιών του Αιγαίου από το WWF Eλλάς (Κατσαδωράκης και Παραγκαμιάν 2007) 14 εντόπισε 352 υγροτόπους σε 51 νησιά και νησίδες του Αιγαίου εκτός της Κρήτης, εκ των οποίων περισσότεροι από τους μισούς είναι μικρότεροι των 10 στρεμμάτων. Οι υφιστάμενοι υγρότοποι είναι πολλοί, πολλών τύπων και πλούσιοι σε βιοποικιλότητα. Οι σημαντικότεροι 10 υγρότοποι έχουν χαρακτηρισθεί ως Υγρότοποι Διεθνούς Σημασίας σύμφωνα με τη Σύμβαση Ραμσάρ και εντάσσονται στις περιοχές ευθύνης των φορέων διαχείρισης που ιδρύθηκαν με τον Ν. 3044/2002. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που ασκούνται στους υγροτόπους αλλά και στη λεκάνη απορροής τους έχουν επιπτώσεις στους υγροτόπους. Ως κύρια αίτια αλλοίωσης αναφέρονται η σημειακή και μη σημειακή ρύπανση (από τη γεωργία, βιομηχανία, οικισμούς κλπ.), η επέκταση γεωργικών καλλιεργειών και οικισμών σε βάρος υγροτοπικών εκτάσεων, η υπεράντληση, οι εκχερσώσεις φυσικής βλάστησης. Σύμφωνα με την ανωτέρω απογραφή του ΕΚΒΥ, το 42% των υγροτόπων, υφίσταται μη σημειακή ρύπανση από γεωργικές δραστηριότητες, ενώ το 20% απειλείται από εγκατάσταση ή επέκταση γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Τα αρδευτικά έργα απειλούν το 14% των υγροτόπων, ενώ οι υπεραντλήσεις το 15% αυτών. Ποσοστό 36% των υγροτόπων δέχονται απόβλητα από οικισμούς και ποσοστό 28% των υγροτόπων δέχονται απόβλητα από βιοτεχνίες και διάφορες μεταποιητικές επιχειρήσεις. Τέλος, η ίδρυση ή και η επέκταση οικισμών και τουριστικών εγκαταστάσεων προκαλεί αλλοίωση στο 26 και 13% των υγροτόπων αντιστοίχως. Ακριβής, ωστόσο, και συνολική εικόνα της σημερινής κατάστασης των ελληνικών υγροτόπων δεν υπάρχει. Αρκετά έτη μετά την πρώτη προσέγγιση απογραφής, και λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβολές που έχουν επέλθει από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και από τις τρέχουσες κλιματικές και υδρολογικές συνθήκες, είναι απαραίτητη η βελτίωση, συμπλήρωση και επικαιροποίηση των γεωγραφικών στοιχείων για τους υγροτόπους της χώρας και των άλλων γνωρισμάτων τους. 13 Φυτώκα, Ελένη, Θ. Παρτόζης, Δ. Χουβαρδάς, Π.Α. Γεράκης και Μ. Καρτέρης. 2000. Aπογραφή υγροτόπων στο πλαίσιο του έργου «Ενημέρωση και Εμπλουτισμός Εθνικής Βάσης Δεδομένων για τους Ελληνικούς Υγροτόπους». Βάση Δεδομένων. Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 14 Κατσαδωράκης, Γ. και Κ. Παραγκαμιάν. 2007. Απογραφή των υγροτόπων των νησιών του Αιγαίου: ταυτότητα, οικολογική κατάσταση και απειλές. WWF Ελλάς. 15

Ιδιαιτέρως σκόπιμη είναι η αναγνώριση των ορίων τους, όπου υφίστανται οι μεγαλύτερες πιέσεις, όπως καταπατήσεις, εκχερσώσεις κ.λπ. 6.6.3. Αγροτικά οικοσυστήματα Η ποικιλία του αβιοτικού περιβάλλοντος της Ελλάδος, σε συνδυασμό με την άσκηση παραδοσιακών μεθόδων γεωργίας και κτηνοτροφίας έως της πρόσφατες δεκαετίες, συντέλεσε σε μια υψηλή ποικιλότητα των αγροτικών οικοσυστημάτων, τόσο όσον αφορά τα καλλιεργούμενα και γειτνιάζοντα φυτικά είδη όσο και τα αγροτικά ζώα. Η επέκταση της εντατικής γεωργίας της πεδινές και ορισμένες ημιορεινές-ορεινές περιοχές, η εγκατάλειψη της παραδοσιακής, εκτατικής, ορεινής γεωργίας και κτηνοτροφίας, η αντικατάσταση των πλούσιων παραδοσιακών αγροτικών τοπίων από μονοκαλλιέργειες, επέφερε αλλοιώσεις των παραδοσιακών αγροτικών τοπίων, την υποβάθμιση των αγροτικών αλλά και των γειτονικών οικοσυστημάτων και, εν κατακλείδι, μείωση της βιοποικιλότητας. 6.6.4. Δασικά Οικοσυστήματα Η δασική έκταση η οποία περιλαμβάνει τα δάση και τις λοιπές δασωμένες γαίες, όπως αναφέρεται στην ευρωπαϊκή έκθεση των δασών του 2007, καλύπτει περισσότερο από τη μισή έκταση της Ελλάδας (στοιχεία του 2005), εκ των οποίων τα δάση καλύπτουν το 29,1% και οι λοιπές δασωμένες γαίες το 21,6%. Από τα στοιχεία της εν λόγω έκθεσης προκύπτει ότι στην Ελλάδα, η δασική έκταση εμφανίζεται περίπου σταθερή κατά την δεκαπενταετία 1990 2005 (6.511.000, 6.525.000 και 6.532.000 εκτάρια για το 1990, 2000 και 2005 αντιστοίχως). Κατά την περίοδο αυτή, η έκταση των δασών εμφανίζει αύξηση (3.750.000 εκτάρια το 2005 σε σχέση με 3.299.000 εκτάρια το 1990), ωστόσο, η έκταση της λοιπής δασωμένης γης εμφανίζει αντίστοιχη μείωση (2.780.000 εκτάρια το 2005 σε σχέση με 3.212.000 εκτάρια το 1990). Πρακτικές αειφορικής διαχείρισης των δασών της Ελλάδας έχουν εισαχθεί σταδιακά από το 1920, και υπάρχει ισχυρή νομική προστασία για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα, περισσότεροι από το ένα τρίτο των Τόπων Κοινοτικής Σημασίας έχουν κυρίαρχο δασικό χαρακτήρα. Είναι προφανές ότι σκοποί διατήρησης θα πρέπει να ενσωματωθούν στη δασική διαχείριση. Τα δάση της Ελλάδας, όπως και στην υπόλοιπη Μεσογειακή περιοχή, έχουν εκτεθεί σε ανθρώπινες δραστηριότητες. Ως αποτέλεσμα, τα παράκτια δάση και τα δάση σε χαμηλό υψόμετρο έχουν υποβαθμιστεί λόγω πολεοδόμησης και μετατροπής τους σε γεωργική γη. Σήμερα οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι που απειλούν τα δάση της Ελλάδας είναι: Η παράνομη καταπάτηση και εκχέρσωση δασών και δασικών εκτάσεων για την απόκτηση οικοδομήσιμης γης. Οι επαναλαμβανόμενες ανά μικρά χρονικά διαστήματα δασικές πυρκαγιές. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επιτείνει περαιτέρω τον κίνδυνο εμφάνισης πυρκαγιών στη χώρα μας. Η εφαρμογή μεθόδων συγκομιδής του ξύλου μη φιλικών προς το δάσος (χρήση βαρέων μηχανημάτων). Βιολογικές ασθένειες όπως ο καρκίνος της καστανιάς, η ολλανδική ασθένεια που πλήττει τις φτελιές (καραγάτσια), η ασθένεια του κυπαρισσιού και η προσβολή των δασών της ελάτης από φλοιοφάγα έντομα, ιδιαίτερα των δασών της κεφαλληνιακής ελάτης. Η Ελλάδα επλήγη από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007. Σε ό,τι αφορά ευρύτερα τις δασικές πυρκαγιές είναι σκόπιμο να μη λησμονούνται: 16

1) Πυροπροστασία: έχει τρία διακριτά επίπεδα ή φάσεις: α) Το πρώτο επίπεδο, το σημαντικότερο, αποτελεσματικότερο και το λιγότερο δαπανηρό είναι η πρόληψη. β) Το δεύτερο επίπεδο αφορά την άμεση πυρανίχνευση, την έγκαιρη αναγγελία της πυρκαγιάς και την άμεση παρέμβαση. γ) Το τρίτο επίπεδο αφορά τη δασοπυρόσβεση αυτή καθαυτή, το πλέον δύσκολο, σύνθετο και πολυδάπανο έργο. 2) Αποκατάσταση: Στα δάση της χαλεπίου πεύκης, της τραχείας πεύκης και των αειφύλλων πλατυφύλλων αλλά και των θερμόβιων πλατυφύλλων (δρυοδασών και δασών Καστανιάς) δεν χρειάζεται τεχνητή αναδάσωση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι αναδασώσεις πρέπει να γίνονται με την ευθύνη και εποπτεία της δασικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τις αρχές της επιστήμης. 6.6.5. Ορεινά οικοσυστήματα Ως ορεινά θεωρούνται τα οικοσυστήματα που έχουν μεγάλο υψόμετρο και βρίσκονται πάνω από τα δασοόρια. Οι ορεινές περιοχές αποτελούν αποθέματα βιοποικιλότητας, καθώς περιλαμβάνουν πλούσιες συνευρέσεις ειδών, των γενοτύπων τους, αλλά και οικοσυστημάτων. Η Ελλάδα είναι κατεξοχήν ορεινή χώρα και καλύπτεται σχεδόν κατά τα 2/3 από όρη μέσου ύψους. Σαράντα μία κορυφές έχουν ύψος άνω των 2.000 m. Έτσι, δημιουργούνται συνθήκες απομόνωσης και συνεπώς ενδημισμού. Πάνω από τα δασοόρια, τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι ανθρωπογενή, εμφανίζεται θαμνώδης και ποώδης βλάστηση, η οποία έχει υποβαθμισθεί από την υπερβόσκηση, μία απειλή που αναφέρεται ότι είναι σοβαρή στη νότια Ευρώπη. Οι κυριότερες απειλές που αντιµετωπίζουν αυτές οι περιοχές στην Ελλάδα, πέραν της υπερβόσκησης μπορεί να σχετίζονται με την τουριστική πίεση (χιονοδροµικά κέντρα, αυξηµένος αριθµός επισκεπτών), και τη συλλογή ειδών. Είναι συνεπώς απαραίτητο να διατηρηθούν οι περιοχές αυτές και να προωθηθούν δράσεις συμβατές µε τη διατήρηση της βιοποικιλότητάς τους καθώς και της φυσιογνωµίας του ορεινού τοπίου. 6.6.6. Μεσογειακά οικοσυστήματα (φρύγανα και μακκί) Τα φρύγανα και τα μακκί, χαρακτηριστικά Μεσογειακά οικοσυστήματα, καλύπτουν μεγάλο μέρος της βλάστησης της Ελλάδας. Η μακκία βλάστηση μπορεί να προσμετράται και στις δασικές εκτάσεις. Σε περιοχές με ημίξηρο κλίμα η διατήρηση των φρυγάνων μπορεί να οφείλεται στη δράση της φωτιάς και της βόσκησης ή μπορεί τα φρύγανα να έχουν εποικίσει εγκαταλειμμένες καλλιέργειες ή καμένες εκτάσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, πάντως, διατηρείται η ίδια υψηλή ποικιλότητα του φρυγανικού οικοσυστήματος. Κυριότερες απειλές που αντιμετωπίζουν αυτά τα οικοσυστήματα είναι: i. Η αλλαγή χρήσεων γης. ii. iii. Η μεγάλη συχνότητα των επεισοδίων φωτιάς και η καύση της φυσικής βλάστησης προκειμένου να μετατραπεί σε βοσκότοπο. Η υπερβολική, μη ελεγχόμενη βόσκηση. 6.6.7. Παράκτια και Θαλάσσια οικοσυστήματα Τα παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα έχουν υψηλή βιολογική, γεωφυσική, αισθητική, πολιτισμική και οικονομική αξία. Αποτελούν φυσικό πόρο και κοινή κληρονομιά της Μεσογείου και της Ευρώπης και είναι συχνά διεθνούς σημασίας. Περισσότερο από το μισό μήκος της ακτογραμμής βρίσκεται στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους που περιλαμβάνουν περίπου 3.000 νησιά (περισσότερα από 9.800 αν προσμετρηθούν οι νησίδες), μερικές εκατοντάδες εκ των οποίων είναι ακατοίκητα σύμφωνα με την εθνική έκθεση για τη διαχείριση της παράκτιας ζώνης (2006). Τα ελληνικά παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα, και ιδιαίτερα οι 17

λιμνοθάλασσες, οι εκβολές ποταμών και τα λιβάδια της Ποσειδώνιας, χαρακτηρίζονται από υψηλή παραγωγικότητα και αποτελούν ενδιαιτήματα πολλών ειδών. Τα ανωτέρω αυτά συστήματα περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ως οικότοποι Κοινοτικού ενδιαφέροντος. Στην εθνική έκθεση για την παράκτια ζώνη έχουν αναγνωρισθεί τέσσερις τύποι προβλημάτων που προκύπτουν από τις ανθρώπινες δραστηριότητες στα παράκτια οικοσυστήματα: α) συγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων σε σχετικά περιορισμένο και ευαίσθητο χώρο, β) συχνές συγκρούσεις από ασύμβατες χρήσεις στον ίδιο ή γειτονικούς χώρους, γ) υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και δ) αδυναμία στη λήψη αποφάσεων, σε εφαρμογή των πολιτικών και σε συντονισμό των αρμόδιων αρχών. Σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση, τρεις τύποι ακτών που βρίσκονται σε όλη την Ελλάδα θεωρούνται ως περισσότερο ευπαθείς: παραλίες, βραχώδεις ακτές και παράκτιοι υγρότοποι. Οι ελληνικές θάλασσες είναι ολιγότροφες. Ωστόσο, υφίστανται προβλήματα ρύπανσης από βιομηχανική, αστική ή ναυτιλιακή προέλευση τα οποία είναι μάλλον τοπικού χαρακτήρα, αν και σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να είναι σημαντικά. Περαιτέρω, υφίσταται απώλεια ενδιαιτημάτων, και εισβολή χωροκατακτητικών ξενικών ειδών. Σε ό,τι αφορά τα τελευταία, σε πρόσφατη ερευνητική εργασία (Streftaris και Zenetos 2006) 15 καταρτίσθηκε προκαταρκτικός κατάλογος με τα 100 χειρότερα χωροκατακτητικά ξενικά είδη φυτών (φυτοβένθους και φυτοπλαγκτού) και ζώων (σπονδυλόζωων και ασπονδύλων) για τη Μεσόγειο. Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να υποβαθμίσει τα θαλάσσια οικοσυστήματα. Επίσης, στην Ελλάδα, τα τελευταία 20 έτη τα ιχθυοαποθέματα παρουσιάζουν τάσεις μείωσης. Σαφείς τάσεις υπεραλίευσης εμφανίζονται στα μεγαλύτερα αλιευτικά πεδία της χώρας. 6.7. Προστατευόμενες περιοχές και τοπία Στην Ελλάδα φυσικές περιοχές αναγνωρίζονται ως προστατευόμενες είτε μέσω του χαρακτηρισμού τους με βάση την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, είτε με την κατοχύρωσή τους στο πλαίσιο διεθνών συμβάσεων τις οποίες έχει κυρώσει η χώρα και διεθνών ή Ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών. Περαιτέρω, οι περιοχές του Δικτύου Natura 2000, αποτελούν περιοχές προστασίας τύπων οικοτόπων και ειδών Κοινοτικού ενδιαφέροντος. 6.7.1. Εθνικό Επίπεδο Σε ό,τι αφορά την εθνική νομοθεσία, η κήρυξη των προστατευόμενων περιοχών στις διάφορες κατηγορίες προστασίας βασίστηκε, έως το 1986, σε διατάξεις κυρίως του Δασικού Κώδικα. Οι Εθνικοί Δρυμοί, τα Αισθητικά Δάση και τα Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης προβλέπονται από τον Ν. 996/1971 που αποτελεί μέρος του Ν. 86/1969 «Περί Δασικού Κώδικος». Τα Καταφύγια Άγριας Ζωής, οι Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές και τα Εκτροφεία θηραμάτων προβλέπονται από τον Ν. 177/75, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Ν. 2637/1998. Με τον Νόμο Πλαίσιο για το Περιβάλλον (Ν. 1650/86), ορίζονται πέντε κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών: περιοχή απόλυτης προστασίας της φύσης, περιοχή προστασίας της φύσης, εθνικό πάρκο, προστατευόμενος φυσικός σχηματισμός και προστατευόμενο τοπίο, περιοχή οικοανάπτυξης. Η συνολική κάλυψη των εθνικώς προστατευόμενων περιοχών, αφαιρουμένων των αλληλεπικαλύψεων, σύμφωνα με τα χωρικά αρχεία της Κοινής Βάσης των Προστατευόμενων Περιοχών για την Ελλάδα (CDDA), ανέρχεται σε 2.031.807 εκτάρια, εκ των οποίων 1.775.381 εκτάρια βρίσκονται στην ξηρά (15,4% της χερσαίας έκτασης της χώρας). Εξ αυτών, τα Καταφύγια 15 Streftaris N. and A. Zenetos 2006. Alien Marine Species in the Mediterranean - the 100 Worst Invasives and their Impact. Mediterranean Marine Science. Volume 7/1 pp. 87-118 18