ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 18 Μαίου 1999 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ Αριθ.Πρωτ.: 2432 ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΜΗΜΑ

Σχετικά έγγραφα
Πρόλογος. αξιολόγησή τους.

Εργασιακά Θέματα «ιευθέτηση Χρόνου Εργασίας»

Π. Ραπανάκης, Το νέο θεσμικό πλαίσιο που προβλέπει την καταχώριση της υπερεργασίας και της νόμιμης υπερωρίας στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ»

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ & ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΜΑΙΟΣ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 1 και 2 του Ν.3385/2005

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 8 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. 30-Apr-18 1

Σας παρουσιάζουμε τις κυριότερες κατά θεματική κατηγορία αλλαγές που επέρχονται με τον νέο εργασιακό νόμο.

ΤΟ «ΜΝΗΜΟΝΙΟ 3» ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΕΦΕΡΕ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟ ΕΥΟΝΤΩΝ ΠΩΛΗΤΩΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Π.Δ. 81/03 (ΦΕΚ Α 77/2-4-03) : Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

Σήμερα, 18 / 6 / 2015, ημέρα Πέμπτη, και ώρα το μεσημέρι στα γραφεία της εταιρείας με την επωνυμία «BLUE OCEANIC ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ Η ECON ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ. Σας ενημερώνει και σας υπενθυμίζει Η ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΗ. Ποιοι δικαιούνται το Δώρο Πάσχα και πώς υπολογίζεται

2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης (ή 24/12 x μήνες απασχόλησης)(στρογγυ λοποίηση του

Π.Κ. 68/ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΧΗΜΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΩΝ ΤΕΙ

ΘΕΜΑ: Παροχή πληροφοριών για θέματα που αφορούν χορήγηση κανονικής άδειας, βιβλίο αδειών και Έντυπο Ε11.

ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 51/2005. Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Μουσικών της Φιλαρμονικής του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης

Αθήνα, 29/1/2015. Προς: όλους τους Τοπικούς Συλλόγους Θέμα: Εορτή Τριών Ιεραρχών

Έως 12/2010 (Ν. 3871/2010 και Ν.3899/2010)

Γίνε εσύ ο Ειδικός... ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ. 100% Επίκαιρο εργαστηριακό σεμινάριο μισθοδοσίας Προσαρμοσμένο στη ΝΕΑ εργατική νομοθεσία


Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Πράξη 6 της (ΦΕΚ Α 38/ ) Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ημερίδα Πρακτικές Οδηγίες προς Εργοδότες

Άρθρο 6ο Καταβολή αποδοχών

Π.Κ. 134/ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΚΤΗΝΙΑΤΡΩΝ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΆΡΘΡΟ 1 Πεδίο Εφαρµογής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΜΕΡΟΣ 1 Ο ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ... 2 ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ... 5 ΦΥΣΗ ΣΣΕ...

Περιεχόμενα. 1.4 Αμοιβή υπερωριακής εργασίας Εβδομαδιαία ανάπαυση και αμοιβές αργιών Αμοιβή υποχρεωτικής αργίας...

Αριθμ. πρωτ.: 44493/933-24/01/ Παροχή πληροφοριών

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΧΗΜΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΑΡΘΡΟ 2. Από την έναρξη ισχύος αυτής της Σ.Σ.Ε. τα κατώτερα όρια των βασικών μηνιαίων μισθών του προσωπικού του 'Άρθρου 1 καθορίζονται ως εξής:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

ΣΥΛΛOΓlKH ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ των Οινολόγων όπως αυτοί ορίζονται από τον 1697/87, που απασχολούνται σε Επιχειρήσεις όλης της χώρας

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟ ΗΓΩΝ ΣΧΕ ΙΑΣΤΩΝ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, ΒΙΟΤΕΧΝΙΑΣ

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων του Συνδέσμου Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων»

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Εφόσον την οι παραπάνω µηνιαίοι µισθοί, όπως θα έχουν διαµορφωθεί την , δεν εξασφαλίζουν επίπεδο αυξήσεως που να υπερβαίνει

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Εργασιακά Θέματα. Επιχειρήσεις Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ)

2016 Εϖείγοντα Μέτρα Εφαρµογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοϖρόθεσµου Πλαισίου

Ν /

Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας / 823 /

Π.Κ. 137/ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΑΣΟΛΟΓΩΝ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες) ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ (όρια, αποδοχές κ.α)

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

(Πράξη Κατάθεσης 39/ )

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των γεωπόνων που απασχολούνται στις βιοτεχνικές και εμπορικές επιχειρήσεις»

Β' ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ

Σχέδιο Νόμου Για Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Άρθρο 1

Συλλογική Σύµβαση Εργασίας

Π.Κ. 132/ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Εργασιακά Θέματα. Δώρο Πάσχα

ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΩΝ 2006 ΚΑΙ 2007

Υπολογισμός επιδόματος, αποδοχών αδείας, κ.λπ. σε εκ περιτροπής και μερικώς απασχολούμενων

Υπόδειγμα ατομικής σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης.

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΧΗΜΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. «Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των πτυχιούχων µηχανικών κλωστοϋφαντουργών ΤΕΙ»

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

Π.Κ. 50/ ΑΡΘΡΟ 1 ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των καθηγητών που εργάζονται στ α Φροντιστ ήρια Μέσης Εκπαίδευσης Νοµού Αττικής

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

Π.Κ. 108/ ΑΡΘΡΟ 1 Πεδίο Εφαρμογής

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Βιολόγων που απασχολούνται στις κλινικές και στα Ιατρικά Διαγνωστικά Κέντρα όλης της Χώρας»

Π.Κ. 124/ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΤΥΚ ΚΑΙ ΚΕΣΤ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΟΑΕΔ για νέες προσλήψεις (Ιανουάριος 2013)

Το παρόν προσαρτάται στην Ε.Γ.Σ.Σ.Ε και αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα της.

ΕΘΝΙΚΗ ΚΛΑΔΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Απόσπαση εργαζομένων Ερωτήσεις για αποστέλλουσα επιχείρηση

2η ΕΝΟΤΗΤΑ Η ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΠΡΟΟΙΜΙΟ 2 η ΕΝΟΤΗΤΑ

5 ο μάθημα ΙΕΚ ΕΔΕΣΣΑΣ 25/11/2014 ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ

ΚΛΑΔΙΚΗ ΣΣΕ ΟΤΟΕ- ΤΡΑΠΕΖΩΝ 2019

Ν. 4611/2019. Οι νέες αλλαγές στα εργασιακά. Από πότε ισχύουν

Π.Κ. 19/ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΠΛΗΝ ΚΡΗΤΗΣ

Π.Κ. 27/ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ Αριθ. 39/2000

Εκπαιδευτικός Οργανισμός ΑΚΜΩΝ Α.Ε. BΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΩΝ

ΕΞΑΙΡΕΣΗ από την υποχρεωτική ηλεκτρονική αποστολή εντύπων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των Περιοδευόντων Πωλητών όλης της χώρας

ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Θέµα: Εγκύκλιος επί του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004

ΤΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΧΡΗΣΙΜΕΣΟ ΗΓΙΕΣ & ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας. Γενικό Συμβούλιο ΣΕΒ. Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018, 18.30

Transcript:

-- 787 -- * ΕΡΓΑΤΙΚΑ* Νο. 8 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 18 Μαίου 1999 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ Αριθ.Πρωτ.: 2432 ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΜΑ: Οδηγίες για την Εφαρμογή των άρθρων 1, 2, 3, 4 και 25 του Ν. 2639/98. ΣΧΕΤ. : Νόμος 2639/12-9-1998 «Ρύθμιση εργασιακών σχέσεων, σύσταση Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και άλλες διατάξεις». ΓΕΝΙΚΑ 1. Οι οικονομικές, τεχνικές και οργανωτικές αλλαγές που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο προκάλεσαν σημαντικές επιδράσεις στην αγορά εργασίας και είχαν σοβαρό αντίκτυπο στα κοινωνικά συστήματα εργασιακών σχέσεων των επί μέρους κρατών. Η οικονομική κρίση επέβαλε την προσέγγιση των προβλημάτων της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, σε συσχετισμό με τα προβλήματα τα οποία συνδέονται με την απασχόληση και το επίπεδο ανταγωνιστικότητας και αποτελεσματικότητας του παραγωγικού μηχανισμού. Η συνεχής και ταχύτατη εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών επέφερε κρίση στις παραδοσιακές αντιλήψεις των εργασιακών σχέσεων. Οι ριζικές μεταβολές, που προκάλεσε η οικονομική κρίση και η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας στις δομές και τη διάρθρωση της παραγωγής με την αναζήτηση και εφαρμογή νέων τρόπων οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγικής διαδικασίας, πρόσθεσαν νέες προκλήσεις στους μηχανισμούς των εργασιακών σχέσεων. Ένας άλλος τέλος παράγοντας, που επηρέασε τη μορφή και τη φυσιογνωμία των εργασιακών σχέσεων, είναι η νέα πολιτική διαχείρισης της εργασίας που αναφέρεται στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αναζητούν μεγαλύτερη ευκαμψία και ευλυγισία στη χρήση και σύνθεση του εργατικού τους δυναμικού. 2. Η δυναμική όλων αυτών των παραγόντων και η άμεση ανάγκη αναζήτησης στρατηγικών για την αντιμετώπιση των συνεπειών τους, με κεντρικό άξονα την καλύτερη δυνατή προσαρμογή και αποτελεσματικότερη ανταπόκριση των επιχειρήσεων στην εντατικοποίηση του διεθνούς ανταγωνισμού σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο οικονομικοτεχνικό περιβάλλον, επηρέασαν και το υφιστάμενο σύστημα εργασιακών σχέσεων, καθιστώντας αναπόφευκτη την πορεία προς την ευκαμψία της αγοράς εργασίας και την ελαστικότητα των εργασιακών σχέσεων με παράλληλη όμως εξασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων ΑΡΘΡΟ 1 Παράγραφος 1 Τα προβλήματα που προαναφέραμε δεν άφησαν αδιάφορο τον Έλληνα νομοθέτη. Με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υλοποιείται μεταξύ των άλλων και η πρόθεσή του να δημιουργήσει ένα μηχανισμό ελέγχου αυτών των ειδικών μορφών απασχόλησης που τα τελευταία χρόνια επεκτείνονται ραγδαία ως ποσοστό, σε σχέση με το σύνολο των απασχολουμένων με το κλασσικό καθεστώς της εξαρτημένης εργασίας. Επιδιώκει, δηλαδή να βάλει μια τάξη σ αυτές τις άτυπες μορφές απασχόλησης και επιπλέον να καταγράψει αυτό το «κομμάτι» της αγοράς εργασίας. Η υλοποίηση της ευκαμψίας της αγοράς εργασίας και της ελαστικότητας των εργασιακών σχέσεων εμφανίσθηκαν, μεταξύ άλλων, και με τη μορφή των λεγόμενων «μη κλασσικών» ή «άτυπων» μορφών εργασίας, όπως είναι εν προκειμένω η σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η σύμβαση έργου, και ιδίως η κατ' οίκον εργασία, η τηλεργασία, η υπεργολαβία, μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η τάση των εργοδοτών για εξαγωγή της εργασίας από την κύρια μονάδα παραγωγής. Ειδικότερα με την παρούσα παράγραφο προβλέπεται ότι, κάθε συμφωνία η οποία συνάπτεται μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου με αντικείμενο την παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου είτε για ορισμένη είτε για αόριστη χρονική διάρκεια και η συμφωνία αυτή αφορά ιδίως περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας και κατ' οίκον απασχόλησης (η αναφορά των περιπτώσεων αυτών, όπως υποδηλώνεται με τη λέξη «ιδίως» είναι απλά ενδεικτική) τεκμαίρεται ότι

-- 788 -- δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, όταν συνάπτεται συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή από τον τελευταίο ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργων, για τη λειτουργία του τεκμηρίου ότι η συμφωνία αυτή δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις: α.- Έγγραφη κατάρτιση της συμφωνίας και β.- γνωστοποίηση της συμφωνίας στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάρτιση της. Η κατά τα ανωτέρω γνωστοποίηση της έγγραφης αυτής συμφωνίας στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας υλοποιείται όχι με την απλή έγγραφη ανακοίνωση προς αυτήν ότι καταρτίσθηκε μια τέτοιου είδους συμφωνία, αλλά με την περιέλευση στην εν λόγω υπηρεσία, του σώματος της καταρτισθείσης συμφωνίας, δηλαδή του εγγράφου που περιέχει την εκφρασθείσα δήλωση των συμβαλλόμενων μερών και την υπογραφή τους. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει τους όρους λειτουργίας του τεκμηρίου, η εφαρμογή του οποίου συνδέεται με τον προσδιορισμό του πραγματικού χαρακτήρα της συμφωνίας. Εισάγεται, επομένως, με νομοθετική διάταξη τεκμήριο υπέρ της ανεξάρτητης εργασίας και ο εργοδότης το μόνο που πρέπει να αποδείξει κατ' αρχήν είναι ότι συντρέχει η βάση του τεκμηρίου της ανεξάρτητης εργασίας, ότι δηλαδή, η σχετική συμφωνία καταρτίσθηκε εγγράφως και γνωστοποιήθηκε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας μέσα στην οριζόμενη προθεσμία. Όμως, το τεκμήριο υπέρ της ανεξάρτητης εργασίας θεσπίζεται ως μαχητό. Αυτό σημαίνει ότι ο απασχολούμενος έχει δικαίωμα ανατροπής του. Παρέχεται, λοιπόν, στον απασχολούμενο η δυνατότητα, παρά το γεγονός ότι η σχετική συμφωνία έχει καταρτισθεί εγγράφως και έχει γνωστοποιηθεί κατά τα ανωτέρω στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, να προσφύγει στα δικαστήρια και να αποδείξει ότι η σχετική συμφωνία λειτούργησε ουσιαστικά ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, επικαλούμενος την ύπαρξη, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, των κρισίμων στοιχείων, γνωρισμάτων και κριτηρίων (κύριων ή/ και πρόσθετων) που συνθέτουν την έννοια της εξαρτημένης εργασίας. Φέρει, δηλαδή, εν προκειμένω ο απασχολούμενος το βάρος της ανατροπής του τεκμηρίου δια της αποδείξεως ότι πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Αν όμως η σχετική συμφωνία δεν περιβληθεί τον έγγραφο τύπο και δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας κατά τα ανωτέρω, ο εργοδότης φέρει το βάρος της απόδειξης ότι δεν πρόκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Το τεκμήριο, όμως, αυτό υπέρ της ανεξάρτητης εργασίας δεν ισχύει, εφόσον ο απασχολούμενος προσφέρει την εργασία του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη. Πράγματι, όταν ο απασχολούμενος βρίσκεται σε διαρκή συμβατική δέσμευση απέναντι σε ένα και μόνο εργοδότη, η οποία απορροφά το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας του ή του διαθέσιμου εργάσιμου χρόνου του, από την οποία και πορίζεται το σύνολο ή έστω το πιο σημαντικό μέρος των μέσων συντήρησης του, συνηγορεί, συντρεχόντων και των λοιπών κριτηρίων, υπέρ της εξαρτημένης εργασίας. Βεβαίως, ο εργαζόμενος είναι αυτός ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης της αποκλειστικής ή κατά κύριο λόγο προσφοράς της εργασίας του στον ίδιο εργοδότη, αλλά και των υπολοίπων κριτηρίων που συνθέτουν την έννοια της εξαρτημένης εργασίας. Παράγραφος 2 Με την παρούσα παράγραφο ο νομοθέτης επιδιώκει να καταγράψει και συνακόλουθα να ελέγξει τις πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού υφιστάμενες και λειτουργούσες ήδη συμφωνίες για παροχή υπηρεσιών ή έργου. Επιβάλλεται, λοιπόν, στον εργοδότη η πρόσθετη υποχρέωση να υποβάλει, μέσα σε χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση στην οποία θα εμφαίνονται οι υφιστάμενες και λειτουργούσες πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου (2-9-98) συμφωνίες μεταξύ αυτού και των απασχολουμένων για παροχή από τους τελευταίους ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου. Αναφορικά με τις συμφωνίες απασχόλησης τέτοιας μορφής, ο νομοθέτης απαιτεί να αναγράφονται επί της συγκεντρωτικής κατάστασης η χρονολογία κατάρτισή τους και το ονοματεπώνυμο των απασχολουμένων.

-- 789 -- Από τα αμέσως ανωτέρω αναφερθέντα καθίσταται προφανές ότι, όσον αφορά στον τρόπο υποβολής των συμφωνιών για παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου στην αρμόδια αρχή, ο νομοθέτης αντιμετωπίζει διαφορετικά τις συμφωνίες που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του σε σχέση με αυτές που συνήφθησαν πριν από την έναρξη αυτής. Έτσι δεν απαιτεί, για τις τελευταίες, περιέλευση στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας αυτού «τούτου» του εγγράφου της συμφωνίας, αλλά περιέλευση ορισμένων, ρητώς κατονομαζομένων, στοιχείων του περιεχομένου αυτών, τα οποία θα καταχωρίζονται στη σχετική συγκεντρωτική κατάσταση. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι για την κατάρτιση συμφωνιών τέτοιου είδους προς της ισχύος του νόμου αυτού δεν απαιτούνται από τον νόμο η έγγραφη κατάρτιση τους. Σε περίπτωση που ο εργοδότης παραλείψει να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας την κατά τα ανωτέρω συγκεντρωτική κατάσταση μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία για παροχή Υπηρεσιών ή Έργου υποκρύπτει σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας. Οι συμφωνίες της παρ. 1 και οι καταστάσεις της παρ.2, κατά την κατάθεσή τους καταχωρούνται στο γενικό πρωτόκολλο της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας και αρχειοθετούνται σε ειδικούς φακέλους. Παράγραφος 3 Με την τελευταία αυτή παράγραφο του άρθρου 1 ρητά ορίζεται ότι για τους απασχολούμενους του άρθρου αυτού εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη του άρθρου 22 του νόμου 1902/1990 και έτσι διασφαλίζονται τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα. ΑΡΘΡΟ 2 Παράγραφος 1 Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου υιοθετείται η αρχή της ελεύθερης προσφυγής στη μερική απασχόληση με κοινή συμφωνία των μερών και προσδιορίζεται εννοιολογικά ο θεσμός της μερικής απασχόλησης ως σύστημα εργασίας και καθιερώνεται ο έγγραφος τύπος ως συστατικό στοιχείο για την κατάρτιση της σύμβασης αυτής. Ειδικότερα: 1. Ο θεσμός της μερικής απασχόλησης ως σύστημα εργασίας χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με την ανωτέρα διάταξη, από το γεγονός ότι οι ώρες εργασίας κατά τις οποίες ο εργαζόμενος υποχρεούται αλλά και δικαιούται να παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη σε ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση, στο πλαίσιο μιας σταθερής και ενιαίας σύμβασης εργασίας, είναι λιγότερες από τις κανονικές. Όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, η μερική απασχόληση εξ ορισμού περιλαμβάνει αριθμό ωρών εργασίας μικρότερο από αυτόν της πλήρους απασχόλησης με βασικές χρονικές μονάδες-σημεία αναφοράς την ημέρα, την εβδομάδα, το δεκαπενθήμερο, το μήνα. Είναι έννοια συνεπώς εξαρτημένη από την πλήρη, χρονικά και ποσοτικά, απασχόληση του εργαζομένου. Ως πλήρης (κανονική) απασχόληση θεωρείται εκείνη η οποία γίνεται με βάση το ισχύον στην επιχείρηση ωράριο πλήρους απασχολήσεως, το οποίο μπορεί να είναι είτε νόμιμο ωράριο εργασίας, είτε να προκύπτει από άλλες πηγές, όπως από συλλογική σύμβαση εργασίας ή απόφαση διαιτησίας ή κανονισμό εργασίας ή επιχειρησιακή συνήθεια, ή ατομική σύμβαση εργασίας κ.τ.λ. για συγκεκριμένη κατηγορία εργαζόμενων στην επιχείρηση, έστω και αν υπολείπεται του νόμιμου ωραρίου, με την προϋπόθεση όμως ότι, σε κάθε περίπτωση, οι εργαζόμενοι να αμείβονται με πλήρεις αποδοχές. Και αυτό γιατί το νόμιμο ωράριο δεν αποτελεί το μοναδικό και αποκλειστικό κριτήριο προσδιορισμού της έννοιας της πλήρους (κανονικής) απασχόλησης. Έτσι αν π.χ. σε μια επιχείρηση ισχύει μικρότερο ωράριο από το νόμιμο, με πλήρεις όμως αποδοχές, η μερική απασχόληση συνδέεται με το μικρότερο αυτό ωράριο. 2. Ειδική εξαίρεση από τις χρονικές μονάδες-σημεία αναφοράς της μερικής απασχόλησης που αντιστοιχούν στο δεκαπενθήμερο ή και στο μηνιαίο χρόνο εργασίας, κάνει ο νομοθέτης για τις εποχικές ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις. Έτσι, οι έγγραφες ατομικές συμφωνίες μεταξύ των ανωτέρω κατηγοριών επιχειρήσεων και των εργαζομένων σ' αυτές με τις οποίες καθιερώνεται σύστημα εργασίας μερικής απασχόλησης, θα έχουν χρονικό πλαίσιο αναφοράς μόνο τον ημερήσιο ή τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας. 3. Το σύστημα μερικής απασχόλησης, που ρυθμίζεται από την ανωτέρω διάταξη, είναι σύστημα συμβατικής μερικής απασχόλησης, γιατί η εφαρμογή του επιβάλλεται μόνον κατόπιν σχετικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Ο συμβατικός δε χαρακτήρας του ενισχύεται και από την παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου, που θεωρεί άκυρη την καταγγελία της σχέσης εργασίας λόγω μη

-- 790 -- αποδοχής, από τον ήδη πλήρως απασχολούμενο στην επιχείρηση μισθωτό, εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση. Η ανωτέρω διάταξη δίνει τη δυνατότητα να συμφωνηθεί οποτεδήποτε η μερική απασχόληση. Δηλαδή μπορεί η σχετική συμφωνία ως ρήτρα - όρος της σύμβασης εργασίας - να γίνει είτε κατά την κατάρτιση της οικείας σύμβασης εργασίας είτε και κατά τη διάρκεια της. Η συμφωνία για μερική απασχόληση μπορεί να εφαρμοσθεί σε σύμβαση εργασίας είτε ορισμένης είτε αόριστης χρονικής διάρκειας. Για τη σύναψη, όμως, μιας τέτοιας συμφωνίας απαιτείται ως συστατικό στοιχείο αυτής ο έγγραφος τύπος. Με τη ρύθμιση αυτή δεν είναι επιτρεπτή η σιωπηρή συμφωνία περί μερικής απασχόλησης. Στο έγγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να περιλαμβάνονται, πέραν των άλλων, κατά ρητή διάταξη των πρώτων εδαφίων της παραγράφου 3, και τα κύρια στοιχεία της σύμβασης μερικής απασχόλησης (χρόνος απασχόλησης, τρόπος κατανομής αυτών, περίοδος εργασίας, τρόπος αμοιβής κ.τ.λ.). Σε περίπτωση που η συμφωνία περί μερικής απασχόλησης δεν περιβληθεί το απαιτούμενο έγγραφο (συστατικό) τύπο είναι άκυρη. Η ακυρότητα δεν πλήττει τη σύμβαση εργασίας συνολικά, αλλά μόνο την εν λόγω ρήτρα. Δηλαδή, η έλλειψη εγγράφου τύπου πλήττει τη σύμβαση ως σύμβαση μερικής απασχόλησης με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι υπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης (Εφ. Αθ. 5328)97 - Κουκιάδης: Εργ. Δικ.1995, σελ. 390 - Γκούτος: Δ.Ε.Ν 1998, σελ. 7 - Εφ. Πατρών 1071/97 (ΔΕΝ 832/98) - Α.Π. 157/89 114/64). 4. Με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου αυτής επιδιώκεται η δημιουργία ενός μηχανισμού ελέγχου των συμφωνιών για μερική απασχόληση, που επιτυγχάνεται με την υποχρέωση του εργοδότου να γνωστοποιεί (η γνωστοποίηση έχει και στη συγκεκριμένη περίπτωση την έννοια της γνωστοποίησης της παρ, 1 του άρθρου 1 όπως αναλυτικά ανωτέρω εκτίθεται) τη συμφωνία αυτή μέσα σε χρονικό διάστημα 15 ημερών από την κατάρτισή της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Σε περίπτωση που η σχετική συμφωνία δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. Ο εργοδότης, όμως, μπορεί να ανταποδείξει ότι η σύμβαση εργασίας αφορά μερική και όχι πλήρη απασχόληση, αφού το τεκμήριο που εισάγεται με την ανωτέρω διάταξη είναι μαχητό. Παράγραφος 2 1. Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου εντάσσεται στον ορισμό της μερικής απασχόλησης η εκ περιτροπής εργασία και ρυθμίζεται η περίπτωση της εκ περιτροπής εργασίας σε ατομική βάση. Σύμφωνα με το εδάφιο αυτό, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν, είτε κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας είτε κατά το χρόνο διάρκειας αυτής, να συμφωνήσουν κάθε μορφής απασχόληση εκ περιτροπής ανά ημέρα, εβδομάδα ή μήνα. Εκ περιτροπής λοιπόν εργασία με βάση την ανωτέρω ρύθμιση είναι εκείνη στην οποία η μειωμένη απασχόληση, μέσα στο πλαίσιο της ίδιας εργασιακής σύμβασης, χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή χρονικών διαστημάτων παροχής εργασίας (ημερών, εβδομάδων, μηνών) κατά πλήρες όμως ωράριο εργασίας με χρονικά διαστήματα μη παροχής εργασίας. Για τη σύναψη, όμως, μιας τέτοιας συμφωνίας ο νομοθέτης απαιτεί ως συστατικό στοιχείο αυτής τον έγγραφο τύπο. Στο έγγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, κατά ρητή επιταγή του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3, και τα κύρια στοιχεία της σύμβασης εκ περιτροπής απασχόλησης (χρόνος απασχόλησης, τρόπος κατανομής αυτού, περίοδο εργασίας, τρόπος αμοιβής). Η μη τήρηση του εγγράφου τύπου έχει και στην περίπτωση αυτή τις ίδιες έννομες συνέπειες που έχει η έλλειψη εγγράφου τύπου στη περίπτωση των συμφωνιών της παραγράφου 1 (Αρ. Πάγος 114/64-281/64-600/64). Τυχόν έλλειψη εγγράφου προκαλεί την ακυρότητα της σχετικής δικαιοπραξίας και οι συνέπειες είναι ίδιες με αυτές που προκαλεί η παράλειψη τήρησης του εγγράφου τύπου για τη σύναψη σύμβασης μερικής απασχόλησης (Αρ. Παγ. 114/64 281/64-600/64). 2. Όπως είναι γνωστό, με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 13 του Ν. Δ/τος 2961/54, ο εργοδότης είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει, σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητας του, σύστημα εκ περιτροπής εργασίας μετά από προηγούμενη άδεια του Νομάρχη (Β.Δ. 711/70, Ν.Δ. 532/70 άρθρο 4).

-- 791 -- Στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχε ανάγκη συγκατάθεσης των εργαζομένων για τους οποίους η απόφαση του Νομάρχη ήταν υποχρεωτική και ο εργοδότης μπορούσε μετά την έκδοση αυτής να προβεί μονομερώς στην επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας. Με τη διάταξη του τρίτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου διατηρείται η δυνατότητα του εργοδότη να επιβάλλει μονομερώς σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρηση του σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητας του, με τη διαφορά ότι για την επιβολή του συστήματος αυτού δεν απαιτείται πλέον άδεια της διοικητικής αρχής επιβάλλεται όμως η προηγούμενη διαβούλευση του εργοδότη με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων. Με τη ρύθμιση αυτή δίνεται η δυνατότητα στους εκπροσώπους των εργαζομένων, αφενός μεν να πληροφορούνται έγκαιρα και με σαφήνεια τους λόγους που επιβάλλουν τη λήψη αυτού του μέτρου, τη χρονική του διάρκεια, τον αριθμό των εργαζομένων κ.τ.λ., αφετέρου δε να μπορούν να εξετάζουν για το αν υπάρχει ή όχι ουσιαστική προϋπόθεση για την άσκηση του εργοδοτικού αυτού δικαιώματος. Διασφαλίζεται έτσι, η συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη μέτρων που τους αφορούν. Η διαβούλευση όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι αναγκαίο κατά το νόμο να καταλήγει στην επίτευξη συμφωνίας για την καθιέρωση συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στην επιχείρηση. Αποτελεί πάντως ουσιαστική προϋπόθεση και αναγκαίο διαδικαστικό όρο για την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος εργασίας, σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητας του εργοδότη. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση αποτυχίας της διαβούλευσης, ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να εισαγάγει στην επιχείρηση του με μονομερή ενέργεια του (απόφαση) σύστημα εκ περιτροπής εργασίας. 3. Τέλος, με το τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου προβλέπεται ότι οι συμφωνίες για κατάρτιση σύμβασης απασχόλησης εκ περιτροπής του πρώτου εδαφίου και οι αποφάσεις του εργοδότη για επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας του τρίτου εδαφίου, πρέπει να γνωστοποιούνται στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση των συμφωνιών ή τη λήψη των αποφάσεων. Σε περίπτωση που οι σχετικές συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής δεν γνωστοποιηθούν στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, τεκμαίρεται σε συνδυασμό με το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με το οποίο η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολουμένους με σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό. Παράγραφος 3 Με τη διάταξη της παρούσας παραγράφου, εξασφαλίζεται η απαίτηση για μεγαλύτερη διαφάνεια στις ειδικές μορφές σχέσεων εργασίας των προηγουμένων παραγράφων. Ο προσδιορισμός από το νομοθέτη, έστω και κατ' ελάχιστον, του περιεχομένου των εγγράφων ατομικών συμβάσεων μερικής απασχόλησης και απασχόλησης εκ περιτροπής, δια της υποχρεωτικής συμπερίληψης σ' αυτό ενός «βασικού πυρήνα» ουσιωδών όρων της σύμβασης, μερικοί από τους οποίους αποτελούν και τα κύρια στοιχεία της μερικής απασχόλησης και της απασχόλησης εκ περιτροπής, συμβάλλει στη διαλεύκανση της νομικής θέσης των εργαζομένων επιτρέποντας τους να διαθέτουν γραπτά τα ουσιώδη στοιχεία της εργασιακής τους σχέσης, που θα τους διευκολύνουν να έχουν σαφή και πλήρη γνώση του «για ποιον εργάζονται», «που εργάζονται» και «σύμφωνα με ποιους βασικούς όρους και συνθήκες». Ως ουσιώδεις όροι του περιεχομένου των εγγράφων ατομικών συμβάσεων μερικής απασχόλησης και απασχόλησης εκ περιτροπής, που υλοποιούν κατά τα ανωτέρα βούληση του νομοθέτη, θεωρούνται: α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων μερών, β) ο τόπος παροχής της εργασίας, η έδρα της επιχείρησης ή η διεύθυνση του εργοδότη, γ) ο χρόνος της απασχόλησης, ο τρόπος κατανομής αυτού και οι περίοδοι εργασίας, δ) ο τρόπος αμοιβής και ε) οι τυχόν όροι τροποποίησης της σύμβασης. Παράγραφος 4 Με τη διάταξη της παρούσας παραγράφου, προβλέπεται ότι οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση και οι εργαζόμενοι με κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής, δικαιούνται, σε περίπτωση απασχόλησης τους κατά την Κυριακή ή άλλη ημέρα αργίας καθώς και σε περίπτωση απασχόλησης τους κατά τις νυκτερινές ώρες, να λάβουν τη νόμιμη για το λόγο αυτό προσαύξηση που ορίζεται στις κείμενες διατάξεις [Ν.Δ. 3755/57 - ΥΑ. 8900/46 25825/51 18310/46].

-- 792 -- Διασφαλίζεται, συνεπώς, κατά τρόπο σαφή και ρητό η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ πλήρως και μερικώς απασχολουμένων όσον αφορά στην καταβολή πρόσθετης αμοιβής [προσαύξησης] για εργασία κατά τις συγκεκριμένες ημέρες και ώρες. Παράγραφος 5 Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής θεσπίζεται δικλείδα ασφαλείας υπέρ του εργαζομένου με μερική απασχόληση, όσον αφορά στην κατανομή του συμφωνηθέντος χρόνου εργασίας μέσα στα πλαίσια του 24ώρου (εργάσιμες ημέρες). Πρόκειται για σημαντική προστατευτική διάταξη, καθώς επιβάλλεται η παροχή της συμφωνημένης εργασίας να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μια φορά σε κάθε εργάσιμη ημέρα. Κατ' ακολουθίαν, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καθορίσει συνεχές και όχι διακεκομμένο ωράριο ημερήσιας εργασίας. Παράγραφος 6 Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής λαμβάνεται μέριμνα ώστε η άρνηση ενός εργαζομένου να ενταχθεί από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση, να μη συνιστά από μόνη της δικαιολογία για τη λύση της σύμβασης εργασίας. Προβλέπεται λοιπόν από την παρούσα διάταξη ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω του ότι ο ήδη εργαζόμενος στην επιχείρηση με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης δεν αποδέχεται πρόταση του εργοδότη να μετατραπεί η σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης σε σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Είναι προφανές ότι, με τη ρύθμιση αυτή δεν παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη να ενεργοποιήσει και χρησιμοποιήσει το μηχανισμό της τροποποιητικής καταγγελίας [δηλαδή να απολύεται ο εργαζόμενος που δεν αποδέχεται τους νέους δυσμενέστερους όρους που προτείνει ο εργοδότης] για να μετατραπεί η σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης σε σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Επομένως, είναι άκυρη και η τροποποιητική καταγγελία που ο εργοδότης απευθύνει κατά του εργαζομένου με μερική απασχόληση, που δεν αποδέχεται πρόταση του για δυσμενέστερη μεταβολή του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης εργασίας [Κουκιαδής: Εργ. Δικ. 1995, σελ. 391 - κ. Παπαδημητρίου: Επ. Εργ. Σχ. τεύχος 10, σελ. 30] Παράγραφος 7 Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, για τον απολογισμό των αποδοχών των μισθωτών εκείνων που απασχολούνται κατά το σύστημα της μερικής απασχόλησης, λαμβάνονται ως βάση υπολογισμού οι νόμιμες αποδοχές των απασχολουμένων στην ίδια εργασία κατά πλήρες ωράριο. Ειδικότερα, οι μερικώς απασχολούμενοι αμείβονται κατ' αναλογία των ωρών που εργάζονται σε σύγκριση (σχέση) με τις αποδοχές των πλήρως απασχολουμένων. Εν προκειμένω, λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό, τόσο ο νόμιμος βασικός μισθός ή ημερομίσθιο όσο και τα προβλεπόμενα πρόσθετα επιδόματα (ποσοστιαία ή δραχμικά). Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής ως νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες είτε από τον Νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή Διαιτητικές Αποφάσεις ή ΚΥΑ και οι οποίες καταρτίζονται σύμφωνα με το Ν. 1876/90 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις» είτε από Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις κατά τον Α.Ν. 435/68 «Περί του καθορισμού ελάχιστων ορίων μισθών και λοιπών όρων εργασίας τινών μισθωτών». Παράγραφος 8 Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, οι μερικώς απασχολούμενοι δικαιούνται ετήσια άδεια με αποδοχές και επίδομα αδείας, βάσει των αποδοχών που θα ελάμβαναν, εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της άδειας τους. Για τη διάρκεια της άδειας εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/45, όπως ισχύουν κάθε φορά. Παράγραφος 9 Είναι γεγονός ότι ο εργαζόμενος με μερική απασχόληση εργάζεται λιγότερο σε σχέση με τους συναδέλφους του που έχουν πλήρη απασχόληση. Είναι φυσικό, λοιπόν, να δέχεται συχνά την πίεση για την πραγματοποίηση πρόσθετων ωρών εργασίας, χωρίς όμως να αμείβεται «υπερωριακώς» αφού μια τέτοια πρόσθετη εργασία του δεν υπερβαίνει, κατά βάση, τα όρια του νομίμου ωραρίου. Γίνεται, εξάλλου, δεκτό ότι ο θεσμός της μερικής απασχόλησης υιοθετείται όχι μόνον γιατί ανταποκρίνεται σε

-- 793 -- πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων που επιβάλλουν τη μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση και τη λειτουργία του παραγωγικού μηχανισμού τους και τη μεγαλύτερη ευκαμψία στη χρήση του εργατικού τους δυναμικού, αλλά και γιατί ανταποκρίνεται καλύτερα στις ατομικές, οικογενειακές, επαγγελματικές και λοιπές επιθυμίες, ανάγκες και δραστηριότητες ενός ορισμένου αριθμού εργαζομένων. Τη βασική αυτή αρχή και φιλοσοφία, που διέπουν τη μερική απασχόληση, αποδέχεται ο νομοθέτης με τη διάταξη της παρούσας παραγράφου, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα του εργαζόμενου με μερική απασχόληση να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, αν έχει και άλλη απασχόληση ή βαρύνεται με οικογενειακές υποχρεώσεις. Επιβάλλονται, συνεπώς, ορισμένα όρια στην υποχρέωση του εργαζόμενου με μερική απασχόληση να παρέχει εργασία επιπλέον της συμφωνημένης. Έτσι, ο εργαζόμενος της κατηγορίας αυτής δεν υποχρεούται να αποδεχθεί να αυξηθεί εκτάκτως ο εργάσιμος χρόνος του, όταν έχει και άλλη απασχόληση ή βαρύνεται με οικογενειακές υποχρεώσεις. Περαιτέρω, και επειδή ο νομοθέτης αφενός δεν διευκρινίζει το είδος της «άλλης απασχόλησης» του εργαζομένου με μερική απασχόληση, εάν δηλαδή πρέπει να είναι επίσης μισθωτή εργασία ή όχι και αφετέρου δεν δίνει κανένα ειδικότερο και συγκεκριμένο περιεχόμενο στην έννοια της επιβάρυνσης με οικογενειακές υποχρεώσεις, είναι αναγκαίες ορισμένες διευκρινίσεις ως προς τη φύση και την έκταση των ανωτέρω προϋποθέσεων με τη συνδρομή των οποίων δεν επιτρέπεται στον εργοδότη να αξιώσει την παροχή πρόσθετης εργασίας. Ως «άλλη απασχόληση» μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε άλλη απασχόληση του εργαζομένου ακόμη και όταν έχει τη μορφή της μη εξαρτημένης εργασίας, η ύπαρξη της οποίας αποτέλεσε ενδεχομένως τη βάση για να εργασθεί με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Ως οικογενειακές υποχρεώσεις που βαρύνουν τον εργαζόμενο με μερική απασχόληση θεωρούνται κατ' αρχήν οι υποχρεώσεις αυτού προς εξαρτώμενα από αυτόν παιδιά ή άλλα μέλη της οικογένειας που έχουν ανάγκη τις φροντίδες του ή της υποστήριξης του, αλλά επίσης και κάθε άλλη υποχρέωση η οποία κατά τα συναλλακτικά ήθη θεωρείται ως οικογενειακή υποχρέωση. Παράγραφος 10 Με τη διάταξη της παρούσας παραγράφου, αναγνωρίζεται στον εργαζόμενο με σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης δικαίωμα προτεραιότητας για πρόσληψη σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση, υπό την απαραίτητη κατά τον νόμο προϋπόθεση ότι προσφέρεται να εργασθεί με «ίσους όρους». Προϋποθέτει δηλαδή το δικαίωμα αυτό προτεραιότητας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει «προσφορά εργασίας με ίσους όρους από μισθωτούς της ίδιας κατηγορίας». Αυτό σημαίνει ότι αν οι υποψήφιοι για πρόσληψη είναι περισσότεροι από τις προσφερόμενες θέσεις, τότε προτεραιότητα για πρόσληψη έχουν οι εργαζόμενοι με σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση, εφ όσον παρέχουν εργασία με ίσους όρους. Ο νομοθέτης δεν καθόρισε τον τρόπο και τη διαδικασία υλοποίησης του δικαιώματος προτεραιότητας για κάλυψη θέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης από τον ενδιαφερόμενο, όταν υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Βασικά, το δικαίωμα προτεραιότητας, που αναγνωρίζεται στον εργαζόμενο με μερική απασχόληση, είναι δικαίωμα για κατάρτιση σύμβασης εργασίας πλήρους απασχόλησης σε ορισμένη θέση, σε περίπτωση που θα επιθυμούσε να αυξήσει τον όγκο της εργασίας που επέλεξε σε δεδομένη στιγμή και να απασχοληθεί μεταγενέστερα με πλήρες ωράριο. Ασκείται λοιπόν με δήλωση βούλησης προς τον εργοδότη, όταν ο τελευταίος εκφράσει, τη βούληση του για προσφορά εργασίας πλήρους απασχόλησης στην επιχείρηση του. Αυτό σημαίνει ότι η δήλωση βούλησης του εργοδότη συνιστά πρόταση για κατάρτιση σύμβασης εργασίας πλήρους απασχόλησης που απευθύνεται εκ του νόμου και στον εργαζόμενο με μερική απασχόληση, η δε αντίστοιχη δήλωση του εργαζόμενου αποτελεί την αποδοχή της πρότασης του εργοδότη που πρέπει να γίνει μόλις περιέλθει σε γνώση του η πρόταση του εργοδότη. Συνεπώς, η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται από την στιγμή που ασκείται το δικαίωμα πρόσληψης κατά προτεραιότητα από τον μερικώς απασχολούμενο, εφ όσον βέβαια συντρέχει η προϋπόθεση της προσφοράς εργασίας με ίσους όρους [Λεβέντης: ΔΕΝ 1999, σελ. 88 - Κουκιάδης: Εργ. Δίκαιο 1995, σελ. 391, 392]. Παράγραφος 11 Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής εξασφαλίζεται η πρόσβαση των εργαζομένων με μερική απασχόληση στα συστήματα επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης που πραγματοποιούνται

-- 794 -- στα πλαίσια της επιχείρησης και μάλιστα με όρους και συνθήκες ανάλογες με αυτές που ισχύουν και εφαρμόζονται για τους εργαζομένους με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου. Έτσι, επιτυγχάνεται η αξιοποίηση των δυνατοτήτων εκπαίδευσης, κατάρτισης και επαγγελματικής επιμόρφωσης των εργαζομένων με μερική απασχόληση, ώστε να βελτιώσουν τις ικανότητες τους και να αυξήσουν τις ευκαιρίες σταδιοδρομήσεις τους προς αμοιβαίο όφελος εργοδοτών και εργαζομένων, κατά τρόπο που θα συνέβαλλε στην ανάπτυξη της επιχείρησης. Με την ίδια διάταξη λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση να έχουν πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχει η επιχείρηση [βρεφονηπιακοί σταθμοί, φαγητό το μεσημέρι, κατασκηνώσεις, εκδρομές, συνεστιάσεις, πολιτιστικές εκδηλώσεις, κ.τ.λ.]. Παρέχονται λοιπόν στους εργαζόμενους με μερική απασχόληση οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες που υπάρχουν στη διάθεση των άλλων εργαζομένων στην επιχείρηση και διασφαλίζεται έτσι και στον τομέα των κοινωνικών παροχών η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ εργαζομένων της ίδιας επιχείρησης ανεξάρτητα από το αν η απασχόληση τους καλύπτει πλήρως ή μερικώς τον εργάσιμο χρόνο. Παράγραφος 12 Η διάταξη της παραγράφου αυτής θεσπίζει την υποχρέωση της εργοδοτικής πλευράς να ενημερώνει τους εκπροσώπους των εργαζομένων για τον αριθμό των απασχολουμένων με μερική απασχόληση σε σχέση με την εξέλιξη του συνόλου των εργαζομένων στην επιχείρηση καθώς και για την προοπτική προσφοράς θέσεων εργασίας με πλήρη απασχόληση. Έτσι, διασφαλίζεται η αρχή της ενημέρωσης των αντιπροσωπευτικών οργάνων των εργαζομένων, τα οποία αποκτούν, αφενός μεν σαφή γνώση της ποσοτικής και ποιοτικής διάστασης της χρήσης της μερικής απασχόλησης, αφετέρου δε έγκαιρη ενημέρωση για την ύπαρξη θέσεων εργασίας με πλήρη απασχόληση στην επιχείρηση. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνονται οι μεταβάσεις από την εργασία μερικής απασχόλησης σ αυτήν την πλήρους και βελτιώνεται η διαφάνεια της πολιτικής της απασχόλησης που ακολουθεί η επιχείρηση. Πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε και την δυνατότητα των συμβαλλομένων μερών στις από 8-6-1993 Εθν. Γεν. Συλ. Συμβ. Εργασίας να ζητήσουν από τον Ο.Α.Ε.Δ. την τήρηση και δημοσιοποίηση καταστάσεων για ζητούμενες θέσεις μερικής απασχόλησης. Το μέτρο αυτό συμβάλλει στην προώθηση της μερικής απασχόλησης καθόσον η ζήτηση θέσεων μερικής απασχόλησης αποκτά ευρεία δημοσιότητα ξεπερνώντας τα στενά όρια των επιχειρήσεων. Παράγραφος 13 Με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις Εργασίας επιτρέπεται η συμπλήρωση ή τροποποίηση των ρυθμίσεων των προηγούμενων παραγράφων. Έτσι παρέχεται η ευχέρεια στους κοινωνικούς εταίρους να χρησιμοποιούν τη μερική απασχόληση στη συγκεκριμένη επιχείρηση κατά τρόπο που να προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες της επιχείρησης και στις ανάγκες του προσωπικού της. Παράγραφος 14 Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής παύει πλέον να υφίσταται οποιαδήποτε αμφισβήτηση για την υπαγωγή των εργαζομένων με μερική απασχόληση στις λοιπές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αφού ρητώς διαλαμβάνεται σ' αυτή ότι «κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για τους μερικώς απασχολουμένους όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας». Με την ευρύτητα της διατύπωσης της η διάταξη αυτή καλύπτει, για παράδειγμα, το δικαίωμα του εργαζομένου με μερική απασχόληση, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, να απαιτήσει από τον εργοδότη του αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας. Επίσης, του νόμου μη ορίζοντος διαφορετικά, ο εργαζόμενος με μερική απασχόληση απολαμβάνει των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, που προβλέπονται από τις διατάξεις των Ν.1264/82, 1767/88 κ.τ.λ. [Χριστοφοράτος: Ε.Ε.Δ. 1990, σελ. 780]. Παράγραφος 15 Είναι γνωστόν ότι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, όπως αυτός προσδιορίζεται και οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 2190/94, όπως αυτές ισχύουν σήμερα, διακρίνεται από ακαμψία στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου εισάγεται βασική καινοτομία, καθώς επεκτείνεται ο θεσμός της μερικής απασχόλησης και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μέσα από αυστηρή τήρηση του Ν. 2190/94 και με την πλήρη διαφάνεια που παρέχει αυτός στα θέματα προσλήψεων.

-- 795 -- Προβλέπεται λοιπόν ότι συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου μπορούν να συνάπτουν με τους εργαζόμενους οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι οργανισμοί και οι λοιποί φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται κατά τα ανωτέρω. Ρητώς όμως ο νομοθέτης εξαιρεί από την δυνατότητα αυτή τον εν στενή εννοία δημόσιο τομέα, δηλαδή το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. Εξαιρεί επίσης και τους φορείς εκείνους για τους οποίους η δυνατότητα εφαρμογής του συστήματος εργασίας μερικής απασχόλησης προβλέπεται από ειδικούς νόμους ή από διατάξεις κανονισμού που έχουν κυρωθεί με νόμο ή έχουν ισχύ νόμου. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου ορίζεται ρητώς ότι και επί των συμβάσεων εργασίας μερικής απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου που συνάπτουν οι επιχειρήσεις κλπ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Ν. 2190/94, όπως ισχύει σήμερα, με μόνη εξαίρεση την σύναψη συμβάσεων εργασίας μερικής απασχόλησης ορισμένης χρονικής διάρκειας μέχρι 6 μηνών για την αντιμετώπιση εκτάκτων ή επειγουσών αναγκών και με μέγιστο χρόνο ημερήσιας εργασίας μέχρι 4 ώρες. Εισάγεται λοιπόν στην περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων μερικής απασχόλησης μια ευέλικτη και ταχύτατη διαδικασία, που δικαιολογείται από το έκτακτο ή επείγον των αναγκών, σύμφωνα με την οποία η σχετική προκήρυξη πρόσληψης αποστέλλεται πριν από την δημοσίευση της στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) το οποίο οφείλει να ελέγξει αυτήν από άποψη νομιμότητας εντός 10 ημερών. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, τότε τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη του Α.Σ.Ε.Π. Τέλος, με τις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, ο νομοθέτης εισάγει ένα αυστηρό πλαίσιο προστασίας των επιχειρήσεων, κ.τ.λ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα από τον κίνδυνο που δημιουργεί η διαδοχική ανανέωση ή η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας μερικής απασχόλησης ορισμένης χρονικής διάρκειας σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. 'Ετσι, για την διασφάλιση από ένα τέτοιο κίνδυνο ορίζεται, ότι οι συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης ορισμένης χρονικής διάρκειας, που συνάπτονται για την κάλυψη έκτακτων ή επειγουσών αναγκών, λήγουν αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειας τους, χωρίς να απαιτείται προς τούτο καμιά άλλη διατύπωση και απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη η για οποιαδήποτε λόγο ανανέωση ή μετατροπή τους σε σύμβαση η σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Παράγραφος 16 Με τη διάταξη της παρούσας παραγράφου ο νομοθέτης επιδιώκει να καλύψει και ελέγξει και τις πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού υφιστάμενες και λειτουργούσες ήδη συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης. Προβλέπεται, λοιπόν, μια μεταβατική περίοδος εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου (2-9-98), μέσα στην οποία ο εργοδότης έχει υποχρέωση να υποβάλλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες στην επιχείρηση συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης. Στη συγκεντρωτική αυτή κατάσταση θα εμφαίνονται, με καταχώρηση σε αντίστοιχες στήλες, η χρονολογία κατάρτισης των συμβάσεων εργασίας μερικής απασχόλησης και τα ονοματεπώνυμα των απασχολουμένων. Σε περίπτωση που ο εργοδότης παραλείψει να υποβάλει την ανωτέρω συγκεντρωτική κατάσταση στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας τεκμαίρεται, κατά το νόμο, ότι η σχετική σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης καλύπτει σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης. Επομένως, ο εργοδότης που παρέλειψε να εκπληρώσει την κατά τα ανωτέρω υποχρέωσή του έχει το δικαίωμα να ανταποδείξει ότι η σύμβαση εργασίας είναι όντως σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. ΑΡΘΡΟ 3 Διευθέτηση χρόνου Εργασίας Με το άρθρο 3 που αφορά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, εισάγεται μία σειρά νέων ρυθμίσεων που έχουν ως πυρήνα τη συλλογική διαπραγμάτευση. Οι νέες ρυθμίσεις, που αντικαθιστούν το άρθρο 41 του Ν.1892/1990 κινούνται μέσα στο πλαίσιο που επιτρέπει η οδηγία 93/104/ΕΟΚ, περί των ελαχίστων προδιαγραφών για την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Ειδικότερα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι με επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας επιτρέπεται να καθορίζεται για διάστημα μέχρι τρεις (3) μήνες ημερήσια εργασία αυξημένη κατά μια (1) ώρα επιπλέον του συμβατικού ωραρίου, δηλαδή μέχρι σαράντα οκτώ (48) ώρες εβδομαδιαίως. Επίσης, σε περιπτώσεις που συντρέχουν λόγοι αντικειμενικοί ή τεχνικής

-- 796 -- οργάνωσης της Εργασίας, επιτρέπεται με την ίδια διαδικασία να καθορίζεται για διάστημα μέχρι έξι (6) μήνες αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας και δύο (2) ώρες πλέον του συμβατικού ωραρίου ή το μέχρι δέκα (10) ώρες ημερησίως και με σαράντα οκτώ (48) εβδομαδιαίως. Ως αντιστάθμισμα ο εργαζόμενος μπορεί να εργάζεται κατά το επόμενο χρονικό διάστημα επί επτά (7) ή επί έξι (6) ώρες ημερησίως, έτσι ώστε ο μέσος όρος για το συνολικό διάστημα των έξι μηνών ή των δώδεκα μηνών αντίστοιχα που αποτελεί την περίοδο αναφοράς, να μην υπερβαίνει τις σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι για την εφαρμογή του άρθρου αυτού, ρητά προβλέπεται με την παράγραφο 6, ότι ικανότητα σύναψης επιχειρησιακών Σ.Σ.Ε. έχουν οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεως που απασχολούν τουλάχιστον είκοσι (20) εργαζομένους. Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου αντιμετωπίζεται η περίπτωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που απασχολούν προσωπικό από πέντε (5) τουλάχιστον μέχρι είκοσι (20) εργαζομένους, όπου η σύναψη επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας δεν είναι εφικτή. Στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται με συμφωνίες μεταξύ εργοδότη και των ενώσεων προσώπων του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 1264/82, να καθορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, για διάστημα μέχρι δύο (2) μηνών, αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας κατά μία (1) ώρα πλέον του συμβατικού ωραρίου, ήτοι μέχρι εννέα (9) ώρες ημερησίως και μέχρι σαράντα οκτώ (48) ώρες εβδομαδιαίως και μειωμένος αριθμός ωρών εργασίας κατά το επόμενο αντίστοιχο διάστημα, με την προϋπόθεση ότι ο μέσος όρος των ωρών εργασίας για το συνολικό χρονικό διάστημα (περίοδο αναφοράς), το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες, ανέρχεται σε σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα. Η κατά τα ανωτέρω ένωση προσώπων αρκεί να έχει συσταθεί από πέντε (5) τουλάχιστον εργαζομένους. Με το εδάφιο 1 της παραγρ. 3 του ίδιου άρθρου καθορίζεται ότι η αμοιβή του εργαζομένου για το συνολικό χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις παραγρ. 1 και 2 αυτού, είναι ίση με την αντίστοιχη αμοιβή για εργασία οκτώ (8) ωρών ημερησίως και σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, χωρίς να επιτρέπεται αυξομείωση αυτής. Στο εδάφιο 2 της παραγρ. 3 του ίδιου άρθρου αντιμετωπίζεται η επαύξηση του συμβατικού εβδομαδιαίου ωραρίου μέχρι 48 ώρες εβδομαδιαίως, συμπεριλαμβανομένων σ' αυτές και των υπερωριών, σύμφωνα με το οριζόμενο στην οδηγία 93(104) ΕΟΚ, στις περιπτώσεις όπου δεν επιτυγχάνεται η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του Ν.2639/98. Στην περίπτωση αυτή η προσαύξηση των υπερωριών χορηγείται μετά το τέλος της περιόδου αναφοράς και καταβάλλεται για την πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο, παρασχεθείσα εργασία. Με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο, το δικαίωμα να επιλέγει σε αντιστάθμισμα των συνολικών ωρών που δικαιούται για το διάστημα του μειωμένου χρόνου απασχόλησής του, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, είτε ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) είτε προσαύξηση της ετήσιας αδείας, χωρίς την καταβολή αποδοχών για το χρόνο της προσαύξησης. Η παράγραφος 5 ορίζει ότι, εφόσον δεν εφαρμόζεται ή δεν ολοκληρώνεται η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, ιδίως εξαιτίας παραίτησης ή απόλυσης του εργαζομένου προτού δηλαδή χορηγηθεί σ αυτόν το χρονικό αντιστάθμισμα σε ελεύθερο χρόνο, τότε ο εργαζόμενος δικαιούται, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί υπερεργασίας και υπερωρίας, τη νόμιμη προσαύξηση του μισθού του. Η παράγραφος 7 ορίζει ότι από τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν θίγονται οι σχετικές ρυθμίσεις του Ν. 2602/1998 «περί ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ» ή άλλοι ειδικοί νόμοι που αποσκοπούν στην εξυγίανση των φορέων του ευρύτερου δημοσίου τομέα. ΑΡΘΡΟ 4 Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης Α. Έννοια Τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης (Τ.Σ.Α.), σύμφωνα με το άρθρο 4 αποτελούν ειδικές συλλογικές συμφωνίες που συνάπτονται από φορείς του Δημοσίου Τομέα, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των

-- 797 -- Κοινωνικών Εταίρων για την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου ή την άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας οικονομικού ή κοινωνικού ή πολιτιστικού χαρακτήρα, στις οποίες ορίζεται η διάρκεια ισχύος και όλοι οι όροι εφαρμογής τους και με σκοπό την προώθηση της απασχόλησης σε συγκεκριμένη περιοχή. Β. Στόχοι Με τη θεσμοθέτηση των Τ.Σ.Α. επιδιώκεται η επίτευξη ευρύτατου φάσματος στόχων που αποβλέπουν στην ικανοποίηση των αναγκών αναβάθμισης ευπαθών περιοχών της χώρας. Έτσι με τα Τ.Σ.Α. επιδιώκεται ιδιαίτερα. Η τοπική ανάπτυξη και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε τομείς με δυναμισμό και προοπτική. Η ανάπτυξη θέσεων εργασίας μέσω της ανάπτυξης του θεσμού της κοινωνικής εργασίας. Η αναβάθμιση της ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού και της σύνδεσης της επαγγελματικής κατάρτισης με υπαρκτές υπαρξιακές ανάγκες. Η επανένταξη των ανέργων και ιδίως των μακροχρόνια ανέργων και όσων απειλούνται από τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η αντιμετώπιση των συνεπειών της βιομηχανικής αναδιάρθρωσης και της κατάρρευσης του παραγωγικού ιστού περιοχών της χώρας μας. Γ. Φορείς Κατά τη σύναψη των Τ.Σ.Α. μπορούν να συμμετέχουν φορείς του Δημοσίου Τομέα, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Κοινωνικοί Εταίροι όπως ορίζονται στο άρθρο 3 του Ν. 2232/94 (ΦΕΚ 140/Α). Οι φορείς αυτοί συνιστούν την Ολομέλεια της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής που αποτελείται από ένα ευρύ φάσμα οργανώσεων, όπως ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), η Ένωση Εμπορικών Συλλόγων Ελλάδος (Ε.Ε.Σ.Ε.), η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.), η Ανωτάτη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (Α.Δ.Ε.Δ.Υ), η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ.), οι Σύλλογοι Δικηγόρων, Γιατρών, η Ένωση Καταναλωτών κ.λ.π. Επειδή ο Νόμος 2232/94 αναφέρεται σε κεντρικούς συλλόγους και άλλους φορείς πανελλήνιας εκπροσώπησης, ενώ τα Τ.Σ.Α. προωθούν τοπικοί φορείς, γίνεται σαφές ότι στη σύναψη των Τ.Σ.Α. θα συμμετέχουν οι αντίστοιχοι τοπικοί φορείς (περιφερειακοί σύλλογοι βιομηχανιών, κ.ά.). Δ. Επιλέξιμες περιοχές Τα Τ.Σ.Α. εφαρμόζονται σε ευπαθείς περιοχές της χώρας που πλήπονται από ανεργία και αποβιομηχάνιση και ιδιαίτερα στην περιοχή Γ. όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 του Ν. 2601/98. Από την έναρξη ισχύος του Ν. 2601/98, ήτοι από 15-4-1998 και μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2000 περιλαμβάνονται στην περιοχή Γ' πέραν της ζώνης Λαυρεωτικής του Νομού Αττικής και οι Περιφέρειες, οι Νομοί και τα Τμήματα Νομών που δεν εντάσσονται στις Α', Β και Δ περιοχές, ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την ένταξή τους στην περιοχή Γ (άρθρο 35 του Ν. 2638/98). Ε. Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης Σύμφωνα με την παράγραφο 1 τα Τ.Σ.Α. επιτρέπεται η ρύθμιση μισθών και ημερομισθίων κάτω από τα όρια προστασίας των κλαδικών Σ.Σ.Ε. και τουλάχιστον στα όρια προστασίας που προβλέπονται από την εργατική νομοθεσία και τις Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., υπό τον όρο ότι στη σύναψή τους έλαβε μέρος το αντιπροσωπευτικότερο Εργατικό Κέντρο του Νομού (κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 1876/90), καθώς και τη ρύθμιση των όρων απασχόλησης του προσωπικού που πρόκειται να απασχοληθεί για την εκτέλεση του έργου ή των δραστηριοτήτων αυτών. Οι παραπάνω ρυθμίσεις απαγορεύεται να παραβιάζουν τους κανόνες για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων κατισχύουν σε οποιασδήποτε άλλης σχετικής ρύθμισης, εφόσον περιέχονται στην οικεία ατομική σύμβαση εργασίας του απασχολουμένου. Τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης ισχύουν μόνο εφόσον εγκριθούν από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. ΣΤ. Μεταβατική ρύθμιση Με σκοπό να δοθούν πρόσθετα κίνητρα για την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας, επιχειρήσεις που λειτουργούν ήδη στις επιλέξιμες περιοχές, μπορούν να προσλαμβάνουν με

-- 798 -- ειδικό μισθολογικό καθεστώς νέους σε ηλικία ανέργους ή μακροχρόνια ανέργους [πλέον των δώδεκα (12) μηνών] για περιορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1 ) έτος. Το ειδικό αυτό μισθολογικό καθεστώς επιτρέπεται να καθορίζεται μόνο με ατομικές ή επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, που προβλέπουν όρια αμοιβών διαφορετικά από αυτά που προβλέπουν οι κλαδικές ή ομοιεπαγγελματικές ή επιχειρησιακές συμβάσεις. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να είναι κατώτερα από τα προβλεπόμενα στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Οι παραπάνω επιχειρησιακές συλλογικές ή ατομικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν οποιασδήποτε άλλης σχετικής νομοθετικής, κανονιστικής ή συλλογικής ρύθμισης. Μετά το διανυθέν έτος απασχόλησης ο εργαζόμενος επανέρχεται κανονικά στο καθεστώς των συμβάσεων της ειδικότητάς του. Οι παραπάνω ρυθμίσεις έχουν ισχύ για το χρονικό διάστημα από 2 Σεπτεμβρίου 1998 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2001. ΑΡΘΡΟ 25 Γονική Άδεια Ανατροφής Κάθε εργαζόμενος γονέας με σχέσης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σχέση έμμισθης εντολής σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, καθώς και κάθε απασχολούμενος στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α., εφόσον έχει συμπληρώσει ένα (1) χρόνο προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται να λάβει γονική άδεια ανατροφής του παιδιού, στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της άδειας μητρότητας μέχρι το παιδί να συμπληρώσει την ηλικία των (3 ½ ) τρεισήμισι ετών. Η συνολική διάρκεια της άδειας μπορεί να φθάσει τους τρεισήμισι μήνες (συνολικά ή τμηματικά) για κάθε γονέα. Επίσης, το δικαίωμα στη γονική άδεια είναι ατομικό και αμεταβίβαστο για τον κάθε γονέα (εκτός από τις περιπτώσεις των μονογονικών οικογενειών) και ξεχωριστό για το κάθε παιδί. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη με βάση τη σειρά προτεραιότητας των αναλόγων αιτήσεων των απασχολούμενων στην επιχείρηση για κάθε ημερολογιακό έτος. Η καταγγελία σύμβασης εργασίας που γίνεται εξαιτίας της άσκησης του δικαιώματος για λήψη γονικής άδειας ανατροφής είναι απολύτως άκυρη. Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΜΙΛΤ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ